αρχ. Χρυσόστομος Πήχος – Ἀναμνήσεις

Περιεχόμενα

Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν γέροντα Χρυσόστομο

 Φορέας παραδόσεως

Μεγάλωσε ἐργαζόμενος πολλὲς φορὲς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς, στὰ σφαγεῖα τῶν Ἰωαννίνων. Ὅσο γνώριζε τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐμπνεόταν ἀπὸ τὴ λατρεία στὸ ἐκεῖ σιναϊτικὸ Μετόχι κοντὰ στὸν ἱερομόναχο Σωφρόνιο. Ἔμαθε νὰ ψάλλῃ, καὶ ἀργότερα μυήθηκε στὴ βυζαντινὴ μουσικὴ ἀρεσκόμενος στὸ πατριαρχικὸ ὕφος.

Νωρὶς ἑλκύσθηκε ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ ἱερομονάχου Αὐγουστίνου, καὶ ὅταν ἔγινε φοιτητὴς θεολογίας τὸν πλησίασε καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ πῆγε προσκυνητὴς στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἀναζητώντας τὴ νηπτικὴ παράδοσι  τῆς συνοδίας τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Σπηλαιώτου ἐπιδίωξε καὶ συναντήθηκε μὲ τὸν ἐπιζῶντα ἀκόμη τότε συνασκητὴ ἐκείνου γέροντα Ἀρσένιο.

Ἐπισκέφθηκε τὸν ἅγιο Πορφύριο τὸν Καυσοκαλυβίτη στὸν Ὠρωπό, τὸν ἅγιο Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν ἅγιο Ἰάκωβο Τσαλίκη στὴν Εὔβοια.

Ὡς Ἠπειρώτης στὴν καταγωγή, ἐρχόμενος στὴν Πάρο ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ ἐπίσης Ἠπειρώτη ὁσίου Ἀρσενίου τὸν ἐν Πάρῳ.

Πρὶν ἀπὸ 14 χρόνια, τὸ ἔτος 2007, ἔφθασε προσκυνητής (συνοδεύοντας μαζὶ μὲ ἄλλους τὸν π. Θεόδωρο Ζήση) στὴν Ἀριζόνα τῶν Η.Π.Α., ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν μακαριστὸ τώρα πιὰ γέροντα Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτη, ἐν συνεχείᾳ προσκύνησε τὸ ἄφθορο λείψανο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς στὴν ἕδρα του στὸ Σὰν Φραντσίσκο, καὶ τέλος προσκύνησε στὴν Πλατίνα, στὴ μονὴ τοῦ Ἁγ. Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας ποὺ βρίσκεται στὰ βουνὰ τῆς Καλιφορνίας, τὸν τάφο τοῦ ἁγιασμένου π. Σεραφεὶμ Ρόουζ.

Κατηχητὴς

Ὡς φοιτητὴς καὶ μετὰ ὡς πτυχιοῦχος, ἀφοῦ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸ στρατό, ἐργάστηκε ἀρκετὰ ὡς λαϊκὸς κατηχητὴς κυρίως στὸ Περιστέρι – Ἀθηνῶν. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τακτικὰ μαθήματα στὸ κατηχητικό, ἔδινε στὰ παιδιὰ καὶ ἄλλες εὐκαιρίες νὰ καλλιεργοῦν μὲ ἔμπρακτο τρόπο τὴν πίστι καὶ τὴν ὀρθόδοξη ζωή, ὅπως ἐπισκέψεις σὲ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλα ἱδρύματα, ὅπου ἀσκοῦνταν στὴν συμπόνια καὶ ἀγάπη σὲ παιδιὰ καὶ πονεμένους ἀνθρώπους.

Κάποια χρονιὰ πῆρε τὸ καλοκαίρι μιὰ ὁμάδα παιδιῶν καὶ ἔκαναν διακοπὲς στὴν Πάρο· ἔμειναν στὸ Αὐγουστίνειο πνευματικὸ κέντρο κάνοντας κατηχητικὸ στὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις. Ἄλλη πάλι χρονιὰ πῆγε μὲ ὁμάδα παιδιῶν προσκύνημα γιὰ λίγες μέρες στὸ Ἅγιο Ὄρος.

Μέσα στὴ δεκαετία τοῦ ᾽80 μαζὶ μὲ ἄλλους πνευματικοὺς ἀδελφούς του ἐπικέντρωσε τὴν κατηχητικὴ ἐργασία σὲ ὁμάδες παιδιῶν ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα στὸ ἵδρυμα τῆς ὁδοῦ Ζωοδ. Πηγῆς 44. Ἀξιοσημείωτες ἦταν οἱ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις γιὰ τὴν 25η Μαρτίου καὶ τὰ Χριστούγεννα στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε ὁλόψυχα μὲ τὰ μουσικὰ καὶ ἄλλα τάλαντά του. Τὰ καλοκαίρια, μὲ μικρὰ αὐτοκίνητα γονέων τῶν παιδιῶν, γίνονταν κοντινὲς ἔξοδοι σὲ προσκυνήματα καὶ ἐξοχικὲς τοποθεσίες (Διόνυσο, Σαγματᾶ κ.ἄ.) γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια καὶ τὴν ἀναψυχὴ τῶν παιδιῶν.

Ἱεροκήρυκας

Ὡς θεολόγος, ὡς ἄνθρωπος πρακτικὸς καὶ προσγειωμένος, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀλτρουϊστής, ἤθελε νὰ θέσῃ τὶς γνώσεις ἀπὸ τὶς σπουδές του στὴν ὑπηρεσία τοῦ συνανθρώπου του ποὺ πλανᾶται ὡς πρόβατο ἀπολωλός. Ἔτσι μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ πνευματικοῦ του καὶ τὴν εὐλογία πάντα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν ἄρχισε τὸ κήρυγμα.

Κήρυττε ἀπὸ λαϊκὸς θεολόγος σὲ ταπεινοὺς ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν, κυρίως ἐκεῖ ὅπου ἐργαζόταν καὶ ὡς κατηχητής. Τὸ ὕφος του ἦταν ἁπλὸ καὶ κατανοητό. Πολλοὶ γνώρισαν τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ κηρύγματά του.

Προετοιμαζόμενος μὲ μεγαλύτερη ἐπιμέλεια ἔκανε καὶ ἀρκετὲς μεγάλες κυριακάτικες βραδινὲς ὁμιλίες ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ βῆμα τῆς αἰθούσης τῆς ὁδοῦ Ζωοδ. Πηγῆς 44 ποὺ ἠχογραφοῦνταν καὶ κυκλοφοροῦν μέχρι σήμερα.

Θεολόγος ἀντιαιρετικὸς

Ὡς βοηθὸς καὶ συνεργάτης ἐπὶ χρόνια τοῦ ἀειμνήστου ἀντιαιρετικοῦ θεολόγου Νικολάου Σωτηροπούλου, εἶχε καταρτισθῆ ἐπαρκῶς τόσο σὲ θέματα τῶν ἁγιογραφικῶν κύκλων ὅσο καὶ σὲ ἀντιαιρετικὰ ζητήματα.

Κατὰ τὴ μαρτυρία αὐτοπτῶν καὶ αὐτηκόων, εἶχε ἱκανοποιητικὰ ἀποτελέσματα στὴν ἀντιμετώπισι χιλιαστῶν μὲ διαλογικὲς συζητήσεις μαζί τους στὸ Περιστέρι.

Ἀξιωματικὸς

Ὅταν στρατεύθηκε, μετὰ τὴ βασικὴ ἐκπαίδευσι στὴν Κόρινθο, ἐπελέγη γιὰ νὰ γίνῃ ἀξιωματικὸς καὶ πέρασε ἀπὸ τὴν Σχολὴ Ἐφέδρων Ἀξιωματικῶν Πεζικοῦ (Σ.Ε.Α.Π.) στὸ Ἡράκλειο – Κρήτης. Ὡς δόκιμος ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς ἄφησε ἀγαθὲς ἀναμνήσεις στοὺς συναδέλφους του, ἔδωσε καλὴ μαρτυρία ὡς θεολόγος στὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, καὶ ἐν γένει τίμησε τὴ στολὴ τοῦ ἀξιωματικοῦ.

Τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴ Λῆμνο, ὅπου ὑπηρέτησε ὡς ἀξιωματικός, ἔμεινε στὴ μνήμη πολλῶν.

Τὸ δύσκολο καλοκαίρι τοῦ 1974 ἔδωσε τὸ παρὼν καὶ στὴν ξαφνικὴ ἐπιστράτευσι.

Ἐργάτης ἀκέραιος

Ἀφοῦ ἀφυπηρέτησε καὶ ἀπολύθηκε, ἀσκώντας τὸ δημοσιογραφικὸ λειτούργημα μὲ εὐθύνη καὶ εὐσυνειδησία καὶ ζητώντας σὲ μία περίπτωσι νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀκρίβεια στοιχείων παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε δημοσίως, συκοφαντήθηκε βαρύτατα, ὡς φρονῶν δῆθεν αἱρετικά, καὶ μάλιστα σὲ κύκλο ἀκροατῶν καὶ συνεργατῶν του, καὶ «καθαιρέθηκε» ἀπὸ ὁμιλητὴς στὸ οἰκεῖο βῆμα. Ἡ ἀρνητικὴ στὸ πρόσωπό του στάσι συνεχίστηκε σχεδὸν μέχρι τέλους· δὲν ἀνῆλθε ποτέ πλέον στὸ ἱστορικὸ βῆμα τῆς ἀδελφότητος τὴν ὁποία ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις.

Εἰρηνικὸς καὶ φιλάδελφος

Κάποτε στὴν ἱεραποστολικὴ ἀδελφότητα ἐτέθη ζήτημα ἀποπομπῆς ἀδελφοῦ γιὰ ἀνάρμοστη συμπεριφορά. Ὁ τότε Ἰωάννης Πῆχος συνηγόρησε ὑπὲρ αὐτοῦ μετὰ δακρύων, ἡ γνώμη του ἐβάρυνε, ὁ ἀδελφὸς παρέμεινε, καὶ προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες.

Σὲ καιρὸ διχογνωμιῶν στὴν ἀδελφότητα καὶ μετὰ ἀπὸ ἀντεγκλήσεις, ποὺ εἶχαν ἐπιφέρει τὴν ἀπομάκρυνσι ἀδελφοῦ, ταξίδεψε κατ᾽ ἐπανάληψιν ἐπιδιώκοντας τὴ συνάντησι καὶ συμφιλίωσι μαζί του.

Μεγάλη καρδιὰ

Ἦταν θεολόγος ὅταν τὴ δεκαετία τοῦ 1980 συναντήθηκε ἀναπάντεχα στὴ Μακεδονία μὲ ἔφεδρο ἀξιωματικό, παλαιὸ συμφοιτητή του, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ εἶχε γίνει κληρικὸς παρὰ τὴν ἱεροκανονικὴ ἡλικία, κατόπιν ἀποσχηματίσθηκε καὶ ὑπηρετοῦσε πλέον τὴ θητεία του· ἡ ἐπικοινωνία μαζί του ἔγινε σὲ κλίμα συμπάθειας καὶ ἀγάπης.

Κληθεὶς νὰ καταθέσῃ ὡς μάρτυς κατηγορίας σὲ δίκη πρώην μηνυτοῦ του, δὲν τὸν ἐκδικήθηκε.

Ἄνθρωπος ἀγάπης καὶ ἐλέους

Ἀπὸ τὴ θέσι του στὸ βιβλιοπωλεῖο τῆς ἀδελφότητος «Σταυρὸς» συμπαραστάθηκε σὲ πολλοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους, καὶ συνεργάστηκε μὲ ἄλλα μέλη τῆς φιλανθρωπικῆς ἀδελφότητος στὴν κοινωνικὴ προσφορά.

Σὲ νεαρὸ οἰκογενειάρχη, ποὺ ζήτησε νὰ δανεισθῇ χρήματα, ἔδωσε μεγάλο ποσὸ τῆς πατρικῆς του οἰκογενείας, ποὺ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρέθηκε στὰ χέρια του· ὁ δανεισθεὶς δὲν ἐπέστρεψε τὰ χρήματα.

Πνευματικὸς

Μετὰ τὴ χειροτονία του ὡς κληρικοῦ ἡ τελευταία χρονικῶς διακονία του στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ κόπος του στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Ἀρχικὰ στὴν περιοχὴ Γέρακα – Ἀττικῆς, καὶ κατόπιν στὴν Πάρο καὶ σὲ ἄλλα κοντινὰ ἢ μακρινὰ νησιά (Σύρο, Νάξο κ.ἄ.), διέθεσε πολὺ χρόνο καὶ μεγάλη προσπάθεια στὴν θεραπεία τῶν ψυχῶν. Εἶνε μᾶλλον ἡ πιὸ οὐσιαστικὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ προσφορά του.

Ἡ μονὴ Λογγοβάρδας εἶχε μακρὰ παράδοσι στὸν τομέα αὐτόν· ὅλοι οἱ προηγηθέντες ἡγούμενοι, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, εἶχαν διαδεχθῆ γενεὲς γενεῶν ψυχῶν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ εὐθύνη τους. Ἔτσι καὶ ὁ γέρων Χρυσόστομος δὲν μποροῦσε νὰ ἀρνηθῇ αὐτὸ τὸ χρέος.

Υἱὸς ὑπακοῆς

Ἐκτελῶν ἐντολὲς τοῦ γέροντός του γιὰ διαφανῆ καὶ νόμιμη διοίκησι συλλογικοῦ φορέως, ἦλθε σὲ ἀντίθεσι μὲ ἄλλους, μηνύθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ δικάστηκε.

Ἐντολὴ τοῦ Γέροντος ἦταν· «Τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ», μὴν ἀνακοινώνετε ἔξω, σὲ τρίτους, τὰ ἐσωτερικὰ ζητήματα ποὺ ἀναφύονται μεταξύ σας· προτιμῆστε νὰ κατηγορηθῆτε παρὰ νὰ κατηγορήσετε, νὰ ἀδικηθῆτε παρὰ νὰ ἀδικήσετε.

Ἐπειδὴ κατεῖχε τὶς βασικὲς ἀρχὲς διοικήσεως καὶ διαφωνοῦσε σὲ συνεχιζόμενες ἀταξίες στὴν συλλογικὴ δρᾶσι, ἐθεωρεῖτο ἰσχυρὸς ἀντίπαλος τῶν θιγομένων, καὶ γι᾽ αὐτὸ συγκέντρωνε στὸ πρόσωπό του μεγάλη ἀπέχθεια ἐκ μέρους των· χαρακτηριστικὸ ἦταν ὅτι τὸν ἀποκαλοῦσαν μὲ τὸ ἐπίθετο, ὄχι μὲ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἰδιότητά του, καὶ τὸν ἐμήνυαν κατὰ συρροή.

Συνέβη κάποια φορά, μετὰ ἀπὸ μήνυσι ἐναντίον του, ἐνῷ βάδιζε πρὸς τὸ δικαστικὸ μέγαρο γιὰ νὰ καθήσῃ στὸ ἑδώλιο, καθ᾽ ὁδὸν νὰ χτυπάῃ ἐκεῖ τὸ τηλέφωνό του καὶ νὰ τοῦ ἀναγγέλλεται νέα μήνυσι εἰς βάρος του. Οἱ δικαστικὲς αὐτὲς περιπέτειες ἀπαιτοῦσαν πολλὴ ἀντοχὴ γιὰ νὰ μὴ καταρρεύσῃ κανείς, καθὼς ἀπέναντί του εἶχε πρόσωπα ὄχι ἀλλότρια ἀλλὰ οἰκεῖα.

Μετὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα ἐκεῖνα ἡ ὑγεία του μειώθηκε καθὼς παρουσίασε σάκχαρο καὶ ἄλλες κατόπιν ἀσθένειες ποὺ ἐξασθένησαν τὸν ὀργανισμό του.