ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Νικ. Πῆχος
καθηγούμενος Ἱ. Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς
Λογγοβάρδας Πάρου (6-4-1945 – 9-9-2021)
«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται, καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται», εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. 16,16). Καὶ ὁ Γέροντας Χρυσόστομος βιάστηκε νὰ μπῇ στὸν Παράδεισο. Ἔχοντας ἤδη βεβαρημένη τὴν ὑγεία του, δὲν ἄντεξε τὴν ἐπίθεσι τῆς ἐπιδημίας τῆς ἐποχῆς μας καὶ μετὰ ἀπὸ νοσηλεία ἑνὸς περίπου μηνὸς παρέδωσε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Σὲ ὅλες τὶς ἀσθένειές του κατέφευγε στὴν ἰατρικὴ βοήθεια, ἀλλὰ πάντα ἔβαζε τὴν ὑγεία του σὲ δεύτερη μοῖρα σὲ σχέσι μὲ τὰ καθήκοντά του.
Ἕνα μικρὸ σκιαγράφημα τῆς ζωῆς του θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε ἐδῶ, γιὰ ὅσους τὸν ἤξεραν καὶ γιὰ ὅσους τὸν ἀγνοοῦσαν.
Ἡ ζωή του διακρίνεται σὲ τρεῖς περιόδους·
α΄. Παιδικὰ καὶ νεανικὰ χρόνια
Ὁ γέροντας Χρυσόστομος Ν. Πῆχος γεννήθηκε στὶς 6-4-1945 στὰ Ἰωάννινα. Στὸ βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωάννης, καὶ ἐκεῖ ἔζησε τὴν πρώτη σχολικὴ καὶ ἐν συνεχείᾳ τὴ νεανική του ζωή. Μετὰ τὴν ἐνηλικίωσί του συχνάζει στὸ ἐκεῖ μετόχι τῆς μονῆς Σινὰ κοντὰ στὸν ἱερομόναχο Σωφρόνιο. Τότε ἔρχεται σὲ πρώτη ἐπαφὴ καὶ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Καντιώτη, γραπτὸ καὶ ἠχογραφημένο, ποὺ διαδίδει ὁ μακαριστὸς Γεώργιος Μάιπας. Μέσῳ τοῦ ἰδίου γνωρίζει καὶ τὸν ἀσκούμενο τότε στὴν Κόνιτσα ὅσιο Παΐσιο. Ἀφοῦ ὡλοκλήρωσε τὶς γυμνασιακὲς (καὶ λυκειακές) σπουδές, ἔρχεται στὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ π. Αὐγουστίνου στὴν Ἀθήνα ὡς ὑποψήφιος γιὰ τὸ πανεπιστήμιο. Ἐπιτυγχάνει στὶς εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις καὶ σπουδάζει τὴ θεολογία ἀρχικὰ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἐν συνεχείᾳ κυρίως στὴν Ἀθήνα (1963-1968) ἐργαζόμενος συγχρόνως ἱεραποστολικά. Ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ καὶ μὲ τὸ Ἅγ. Ὄρος ἐπισκεπτόμενος μονὲς καὶ κελλιὰ καὶ συνομιλῶν μὲ ἀσκητάς. Ἀπὸ φοιτητὴς ἤδη ἔχει ἐνταχθῆ στὸ πρῶτο ἄτυπο ἱεραποστολικὸ κοινόβιο περὶ τὸν ἱερομόναχο Αὐγουστῖνο ἱεροκήρυκα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Μετὰ τὴ λῆψι τοῦ πτυχίου ἐκπληρώνει τὴν στρατιωτικὴ θητεία του. Ἀφοῦ πέρασε καὶ ἀπὸ τὸ στρατόπεδο ἐκπαιδεύσεως καταδρομῶν στὴ Ρεντίνα ὑπηρέτησε ὡς δόκιμος ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς στὴ Λῆμνο.
β΄. Μέλος τῆς ἱεραποστολικῆς ἀδελφότητος
Τὸ 1966 γίνεται ἱδρυτικὸ μέλος τῆς ἀδελφότητος «Σταυρός». Ἐργάζεται ὡς κατηχητής, λαϊκὸς ἱεροκήρυκας καὶ ἀντιαιρετικὸς θεολόγος κυρίως στὸ Περιστέρι – Ἀθηνῶν. Μετέχει σὲ ἐκκλησιαστικοὺς ἀγῶνες γιὰ «ἐλευθέρα καὶ ζῶσα ἐκκλησία» προασπίζοντας πάντοτε τὴν ἱεροκανονικὴ τάξι. Προικισμένος μὲ πολλὰ τάλαντα, εἶνε εὔχρηστος σὲ ποικίλα διακονήματα καὶ κατὰ κανόνα στὸ βιβλιοπωλεῖο. Μετὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ τυπογραφείου τῆς ἀδελφότητος ἀπὸ τὰ Ἐξάρχεια Ἀθηνῶν στὴν Κάντζα – Ἀττικῆς (1986) ἀναλαμβάνει καὶ τὴ γενικὴ φροντίδα ἐπισιτισμοῦ κ.λπ. τοῦ ἐκεῖ κοινοβίου. Ὀργανώνει τὸ τυπογραφεῖο, τὸ βιβλιοδετεῖο καὶ τὴν διεκπεραίωσι τῆς ἀδελφότητος σὲ νέες βάσεις, μὲ τήρησι μὲν τῶν ἐκδοτικῶν ἐντολῶν τοῦ ἐπισκόπου (παραδοσιακὴ γραμματική, πολυτονικὸ σύστημα), ἐπωφελούμενος δὲ τὶς δυνατότητες τῆς συγχρόνου τεχνολογίας. Συγχρόνως μεταφέρει τὴν κατηχητικὴ καὶ κηρυκτική του δρᾶσι ἀπὸ τὴ δυτικὴ στὴν ἀνατολικὴ τώρα Ἀττική, σὲ ναοὺς τῆς ἱ. μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς. Δημοσιογραφεῖ στὸν ἐκκλησιαστικὸ τύπο καὶ ἐκπαιδεύει νεωτέρους (φοιτητάς) στὴν δημοσιογραφία. Ἐπιμελεῖται τὴν ἔκδοσι ἐντύπων, ἀρθρογραφεῖ στὰ περιοδικὰ καὶ συντάσσει κατὰ κανόνα τὰ ἐτήσια ἡμερολόγια τσέπης τῆς ἀδελφότητος.
γ΄. Κληρικὸς καὶ ἡγούμενος Λογγοβάρδας
Στὰ τέλη τοῦ 1994 καλεῖται ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Φλωρίνης Αὐγουστῖνο νὰ γίνῃ κληρικὸς καὶ –μετὰ τὴν κουρά του σὲ μοναχὸ ὅπου ἔλαβε τὸ ὄνομα Χρυσόστομος– χειροτονεῖται ὑπ᾽ αὐτοῦ διάκονος καὶ πρεσβύτερος (26 καὶ 27 Δεκεμβρίου). Ἐν συνεχείᾳ διορίζεται ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Ἀγαθόνικο ἱεροκήρυκας τῆς ἱ. μητροπόλεώς του μὲ ἕδρα τὸν Γέρακα – Ἀττικῆς. Προσθέτει τώρα στὴν κηρυκτικὴ καὶ κατηχητική του ἐργασία τὸ ἔργο τῆς ἐξομολογήσεως ὡς πνευματικός. Στὴν θέσι αὐτή, καὶ ἐνῷ συνεχίζει τὴν ἐργασία καὶ τὴν κηρυκτικὴ προσφορὰ ἐντὸς τῆς ἱεραποστολικῆς ἀδελφότητος τοῦ π. Αὐγουστίνου, παραμένει μέχρι τέλους τοῦ ἔτους 2000. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Αὐγουστίνου ἀναζήτησε κελλὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος γιὰ τὴν ἀδελφότητα. Καλούμενος ὅμως τὸ 2001 ἀπὸ τὸν Γέροντα Γρηγόριο, καθηγούμενο τῆς ἱ. μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ π. Αὐγουστίνου καὶ τοῦ οἰκείου μητροπολίτου, ἀκολουθούμενος δὲ ἀπὸ μερικοὺς ἀδελφούς, μεταβαίνει στὴν Πάρο καὶ ἐντάσσεται στὴν ἱ. μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας, μονὴ ποὺ δόξασε μὲ τὸν βίο καὶ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ πάνω ἀπὸ 70 χρόνια ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος καὶ πολλὲς ἄλλες ὁσιακὲς μορφές. Ἐν συνεχείᾳ ἐκλέγεται ἡγούμενός της καὶ παραλλήλως διορίζεται ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Παροναξίας Ἀμβρόσιο ἱεροκήρυκας τῆς ὑπ᾽ αὐτὸν ἱ. μητροπόλεως. Στὴ θέσι αὐτὴ (τοῦ ἡγουμένου, τοῦ ἱεροκήρυκος καὶ τοῦ ἐξομολόγου) παραμένει καὶ ὑπὸ τὸν νέο μητροπολίτη κ. Καλλίνικο ἀγωνιζόμενος μέχρι τὴν κοίμησί του τὴν 9-9-2021.
Ὁ γέροντας Χρυσόστομος Ν. Πῆχος γεννήθηκε στὶς 6-4-1945 στὰ Ἰωάννινα. Στὸ βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωάννης, καὶ ἐκεῖ ἔζησε τὴν πρώτη σχολικὴ καὶ ἐν συνεχείᾳ τὴ νεανική του ζωή. Μετὰ τὴν ἐνηλικίωσί του συχνάζει στὸ ἐκεῖ μετόχι τῆς μονῆς Σινὰ κοντὰ στὸν ἱερομόναχο Σωφρόνιο. Τότε ἔρχεται σὲ πρώτη ἐπαφὴ καὶ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Καντιώτη, γραπτὸ καὶ ἠχογραφημένο, ποὺ διαδίδει ὁ μακαριστὸς Γεώργιος Μάιπας. Μέσῳ τοῦ ἰδίου γνωρίζει καὶ τὸν ἀσκούμενο τότε στὴν Κόνιτσα ὅσιο Παΐσιο. Ἀφοῦ ὡλοκλήρωσε τὶς γυμνασιακὲς (καὶ λυκειακές) σπουδές, ἔρχεται στὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ π. Αὐγουστίνου στὴν Ἀθήνα ὡς ὑποψήφιος γιὰ τὸ πανεπιστήμιο. Ἐπιτυγχάνει στὶς εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις καὶ σπουδάζει τὴ θεολογία ἀρχικὰ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἐν συνεχείᾳ κυρίως στὴν Ἀθήνα (1963-1968) ἐργαζόμενος συγχρόνως ἱεραποστολικά. Ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ καὶ μὲ τὸ Ἅγ. Ὄρος ἐπισκεπτόμενος μονὲς καὶ κελλιὰ καὶ συνομιλῶν μὲ ἀσκητάς. Ἀπὸ φοιτητὴς ἤδη ἔχει ἐνταχθῆ στὸ πρῶτο ἄτυπο ἱεραποστολικὸ κοινόβιο περὶ τὸν ἱερομόναχο Αὐγουστῖνο ἱεροκήρυκα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Μετὰ τὴ λῆψι τοῦ πτυχίου ἐκπληρώνει τὴν στρατιωτικὴ θητεία του. Ἀφοῦ πέρασε καὶ ἀπὸ τὸ στρατόπεδο ἐκπαιδεύσεως καταδρομῶν στὴ Ρεντίνα ὑπηρέτησε ὡς δόκιμος ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς στὴ Λῆμνο.
Ὁ Γέρων Χρυσόστομος εἶχε ἐκπαιδευθῆ κοντὰ στὸ μεγάλο λιοντάρι, τὸν π. Αὐγουστῖνο, κι ἔμαθε ν᾽ ἀγωνίζεται πάντα γι᾽ αὐτὸ ποὺ πίστευε ὡς ἀληθινὸ καὶ σωστό, χωρὶς νὰ κάνῃ συμβιβασμούς. Ἰδιαίτερα στὰ ζητήματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἦταν εὐαίσθητος καὶ στάθηκε ἀρνητικὸς στὶς παραχωρήσεις ποὺ γίνονται σήμερα – ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς ἀγάπης. Στὰ πλαίσια αὐτὰ συνέταξε καὶ ὑπέβαλε τὸ 2018 στὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴν «Κατάγνωσιν ἑτεροδιδασκαλιῶν διατυπωθεισῶν ὑπὸ τῆς αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου». Μὲ τὴν εὐλογία του ἡ Ἱερὰ Μονὴ ἐξέδωσε διάφορα βιβλία μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν –πρώτη ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς– κριτικὴ ἔκδοσι τοῦ Ψαλτηρίου, τόμους μὲ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ὁσ. Φιλοθέου κ.ἄ.
Ἀγαποῦσε εἰλικρινὰ τὴν πατρίδα μας Ἑλλάδα, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀγωνιοῦσε γιὰ τὴν κατιοῦσα πορεία της. Ἤδη ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν στὴν Ἀδελφότητα εἶχε ἐπιμεληθῆ τὴν κυκλοφορία ἐγκολπίων ἑορτολογίων τὰ ὁποῖα ἐπρόβαλλαν τὶς ἀλησμόνητες πατρίδες καὶ τὰ ὁποῖα γνώρισαν μεγάλη διάδοσι. Ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ἀνεμογεννητριῶν, ποὺ κάποιοι ἐπιζητοῦν νὰ στήσουν στὸ νησὶ τῆς Πάρου, ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος σὲ συλλαλητήρια, ποὺ ἔγιναν, καὶ διετράνωσε τὴν τελεία ἀντίθεσι τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ στὴν μεταβολή του σὲ βιομηχανικὴ περιοχὴ ἀνεμογεννητριῶν φαραωνικοῦ μεγέθους.
Ἀφωσιωμένος λειτουργὸς καὶ καλλικέλαδος μελῳδός, ἐπιζητοῦσε νὰ ζῇ διαρκῶς, –χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδεικνύῃ (ὅπως ἦταν ἄλλωστε καὶ ὅλη ἡ πνευματική του ζωή)– τὸ μυστήριο τῆς θείας λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα στὴν ὁποία πίστευε ὅτι ἑνώνονται τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια.
Στοὺς μοναχούς του τόνιζε τὴν ἀξία τῆς ὑπακοῆς, ἡ ὁποία ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ ὀλέθριο καὶ πολλὲς φορὲς ἀπόκρυφο «ἴδιον θέλημα». Σὲ ὅλους ὑπενθύμιζε τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου «τὴν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε», κουμπῶστε δηλαδὴ ἐπάνω σας τὴν ταπεινοφροσύνη (Α΄ Πέτρ. 5,5), τονίζοντας ἔτσι τὴν ἀξία τοῦ διαρκοῦς ταπεινοῦ φρονήματος, κάτι ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ἀγωνιζόταν νὰ κατορθώσῃ. Συνιστοῦσε δὲ νὰ «ἀποπνευματοποιοῦμε τὰ ὑλικὰ [διακονήματα]», δηλαδὴ νὰ τοὺς δίνουμε πνευματικὸ νόημα μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θυσία.
Δὲν κράτησε κακία σὲ ὅσους τοῦ ἐπιτέθηκαν ἢ τὸν συκοφάντησαν· συγχώρησε καὶ φρόντιζε νὰ καταλλαγῇ, χωρὶς ὅμως νὰ ὑποχωρῇ στὶς ἀρχές του.
Πλήθη πιστῶν, μὲ τὶς συμβουλές, τὴν πνευματικὴ καθοδήγησι καὶ τὴ συμπαράστασί του, στηρίχθηκαν στὸ δρόμο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. Γι᾽ αὐτὸ μὲ τὴν ἀδόκητη κοίμησί του μεγάλη ὑπῆρξε ἡ θλῖψις τῶν πνευματικῶν του τέκνων καὶ ὅλων ὅσοι τὸν γνώρισαν.
Εἴθε ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ ὁποία τὸν κάλεσε πρὸ εἰκοσαετίας νὰ ποιμάνῃ τὸ μικρό της ποίμνιο, νὰ τὸν ἀξιώσῃ μὲ τὴ μεσιτεία της καὶ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας, καὶ νὰ στηρίξῃ τὶς ἀπορφανισμένες ψυχὲς τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν.
Ἱ. Μονὴ Ζ. Πηγῆς Λογγοβάρδας