ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (19/10/2025)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ΛΟΥΚΑ
Β΄προς Κορινθίους, κεφάλαιο ΙΑ΄,εδάφια 31-33 και κεφάλαιο ΙΒ΄, εδάφια 1-9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄ 31 Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 32 Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄ 1Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἣδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄31 Θα σας πω πράγματα που ίσως σας φανούν απίστευτα. Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι ευλογημένος στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν λέω ψέματα. 32 Στη Δαμασκό ο διοικητής που είχε διοριστεί από τον βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. 33 Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄ 1 Να σας μιλήσω λοιπόν και για άλλους διωγμούς μου, δεν με συμφέρει να καυχιέμαι. Σταματώ λοιπόν γι’ αυτό να μιλώ για τους διωγμούς και τους άλλους κόπους μου. Θα αναφερθώ όμως σε οπτασίες και αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. 2 Γνωρίζω έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε στενή σχέση και επικοινωνία με τον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός πριν από δεκατέσσερα χρόνια αρπάχθηκε και ανυψώθηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, όπου διαμένουν οι αγγελικές δυνάμεις. Δεν γνωρίζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκείνη ή ήταν σε έκσταση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει. 3Και γνωρίζω ότι ο άνθρωπος αυτός (είτε με το σώμα του, είτε έξω απ’ το σώμα του, μόνο με την ψυχή του, δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει) 4 αρπάχθηκε και μεταφέρθηκε στον Παράδεισο κι άκουσε λόγια που κανένας άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να τα πει, κι ούτε επιτρέπεται να τα ξεστομίσει λόγω της ιερότητάς τους.
5 Για τον άνθρωπο αυτόν θα καυχηθώ. Δεν είναι ο συνηθισμένος Παύλος αυτός, αλλά άλλος Παύλος, στον οποίο ο Κύριος έδωσε πολλές χάριτες. Για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ παρά μόνο για τις θλίψεις και τους πειρασμούς μου, όπου φανερώνεται η ασθένειά μου, αλλά και η δύναμη του Θεού που δεν μ’ αφήνει να καταρρεύσω. 6 Μόνο για τις ασθένειές μου αυτές θα καυχηθώ και όχι για τις επιτυχίες και τη δράση μου. Διότι εάν θελήσω και γι’ αυτά να καυχηθώ, δεν θα είμαι άφρων και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια. Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από μένα. 7 Και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί, για να μην υπερηφανεύομαι. 8 Για τον πειρασμό αυτό τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνει. 9 Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Σου είναι αρκετή η χάρις που σου δίνω». Διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή του κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά. Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο Ζ΄, εδάφια 11-17
11Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.12 Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. 13 Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· 14 καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.15 Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. 16 Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ. 17 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
11 Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί Του βάδιζαν και οι μαθητές Του, οι οποίοι ήταν αρκετοί, καθώς και πλήθος λαού πολύ. 12 Μόλις όμως πλησίασε στην πύλη της πόλεως, ιδού, έβγαζαν έξω έναν νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιας μητέρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέναν άλλο προστάτη στον κόσμο. Και μαζί με αυτήν ήταν και πολύς λαός απ’ την πόλη που συνόδευε και παρακολουθούσε με μεγάλη συμπόνια την κηδεία. 13 Όταν είδε την χήρα ο Ιησούς, την σπλαχνίσθηκε, και γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι σε λίγο θα ανέσταινε τον γιο της της είπε: «Μην κλαις». 14 Τότε πλησίασε και άγγιξε το φέρετρο. Και εκείνοι που το σήκωναν, στάθηκαν. Και είπε ο Ιησούς: «Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω». 15 Τότε ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο και άρχισε να μιλάει. Και ο Ιησούς τον παρέδωσε στη μητέρα του. 16 Όλους τότε τους κυρίευσε φόβος, διότι αισθάνονταν την παρουσία θείας δυνάμεως μέσα στην αμαρτωλότητα και αναξιότητά τους. Και δόξαζαν τον Θεό και έλεγαν ότι «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας και ότι ο Θεός επισκέφθηκε τον λαό Του για να τον προστατεύσει». 17 Και διαδόθηκε για τον Ιησού αυτή η φήμη της αναστάσεως του γιου της χήρας σε όλη την Ιουδαία και σε όλες τις γειτονικές περιοχές που ήταν τριγύρω από την Ιουδαία.
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Β΄Κορ.11,31-33 και 12,1-9]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ (: Θα σας πω πράγματα που ίσως σας φανούν απίστευτα. Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Oποίος είναι ευλογημένος στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν λέω ψέματα. Στην Δαμασκό ο διοικητής που είχε διοριστεί από τον βασιλιά Αρέτα, φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του)»[Β΄Κορ. 11,31-33].
Γιατί άραγε εδώ δίνει διαβεβαίωση και πιστοποιεί ενώ σε κανένα από τα προηγούμενα δεν το έκανε αυτό; Διότι ίσως αυτό ήταν παλαιότερο και περισσότερο άγνωστο· ενώ εκείνα ήταν γνωστά και σε αυτούς, δηλαδή η μέριμνα των εκκλησιών και όλα τα άλλα. Κοίταξε λοιπόν πόσο μεγάλος ήταν ο πόλεμος, αφού γι΄αυτόν και μόνο φρουρούσε την πόλη. Και όταν λέω πόλεμο, εννοώ τον ζήλο του Παύλου· διότι εάν δεν κινείτο ισχυρός ο πόλεμος εναντίον του, δεν θα προκαλούσε τόση μανία στον εθνάρχη. Αυτά είναι γνωρίσματα ψυχής αποστολικής, το να πάσχει τόσα και να μην κλονίζεται καθόλου, αλλά να υπομένει με γενναιότητα τα όσα πέφτουν επάνω του, και να μην υποχωρεί στους κινδύνους, ούτε να λιποτακτεί.
Πρόσεξε λοιπόν εδώ πώς ανέχτηκε να διαφύγει τον κλοιό, αφού τον κατέβασαν από παράθυρο μέσα σε δίχτυ· διότι αν και επιθυμούσε να αποδημήσει από αυτή τη ζωή, αγαπούσε όμως και τη σωτηρία των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτόν πολλές φορές και τέτοια σοφιζόταν, συντηρώντας τον εαυτό του για το κήρυγμα· και δεν απόφευγε να χρησιμοποιήσει ούτε κοινά ανθρώπινα τεχνάσματα, όταν το απαιτούσε η περίσταση· τόσο προσεκτικός και άγρυπνος ήταν· διότι όπου μεν ήταν αδύνατο να διαφύγει τα κακά, χρειαζόταν μόνο η επέμβαση της θείας χάριτος· όπου όμως ο πειρασμός ήταν ανάλογος των δυνάμεών του, επινοεί πολλά και ο ίδιος, αλλά αποδίδοντας και εδώ το παν στον Θεό. Και όπως ακριβώς εάν κάποιος σπινθήρας από πυρ το οποίο δεν σβήνει, αφού πέσει στο πέλαγος και αφού επέλθουν σε αυτό πολλά κύματα θα βυθιζόταν και πάλι θα ανερχόταν λαμπερός, έτσι λοιπόν και ο μακάριος Παύλος, άλλοτε μεν θαπτόταν καθώς κινδύνευε, άλλο δε διαφεύγοντάς του, λαμπρότερος ανερχόταν, νικώντας την κακοπάθεια.
Αυτή λοιπόν είναι η λαμπρή νίκη, αυτό είναι το τρόπαιο της Εκκλησίας, έτσι κτυπάται ο διάβολος, όταν εμείς πάσχουμε στις δοκιμασίες· διότι όταν εμείς πάσχουμε, κυριεύεται, και πάσχει κακώς όταν θέλει να μας κάνει κακό. Αυτό συνέβαινε και στον Παύλο· και όσο περισσότερο ο διάβολος κατέφερε εναντίον του Παύλου κινδύνους, τόσο περισσότερο ηττάτο· διότι δεν κατασκεύαζε μόνο ένα είδος πειρασμών, αλλά ποικίλους και διαφόρους. Δηλαδή άλλοι περιείχαν κόπο, άλλοι στενοχώρια, άλλοι φόβο, άλλοι οδύνη, άλλοι φροντίδα, άλλοι εντροπή, άλλοι πάλι όλα μαζί· αλλά ο Παύλος νικούσε σε όλους. Και όπως ένας στρατιώτης έχει ολόκληρη την οικουμένη αντίπαλο σε πόλεμο, και ενώ περιστρέφεται μέσα στα τάγματα των εχθρών δεν παθαίνει τίποτε κακό, έτσι και ο Παύλος μόνος μέσα στους βαρβάρους, στους ειδωλολάτρες, ενώ εμφανιζόταν σε όλη τη γη και σε όλη τη θάλασσα, έμενε αδάμαστος.
Και όπως ο σπινθήρας όταν πέφτει επάνω σε καλάμι και χόρτο ξηρό μεταθέτει στη δική του φύση τα καιόμενα, έτσι και αυτός επερχόμενος σε όλα, τα πάντα μετέθετε στην αλήθεια, επερχόμενος ως χείμαρρος σε όλα και ανατρέποντας τα εμπόδια. Και σαν αθλητής αυτός, ο οποίος παλεύει, τρέχει, πυγμαχεί ή στρατιώτης μαχόμενος στο τείχος ή πεζός ή στη θάλασσα, έτσι μεταχειριζόταν κάθε είδος μάχης, και άναβε πυρ, και σε όλους απρόσιτος ήταν, με ένα σώμα καταλαμβάνοντας την οικουμένη, με μία γλώσσα μετατρέποντας τους πάντες. Ούτε οι πολλές σάλπιγγες οι οποίες έπεφταν με ορμή επάνω στα τείχη της Ιεριχούς και κατακρήμνιζαν αυτά είχαν τόση δύναμη, όσο η φωνή του Παύλου όταν ηχούσε και κατέρριπτε τα διαβολικά οχυρώματα και μετέθετε τους εχθρούς της πίστεως προς αυτόν. Και όταν συγκέντρωσε πλήθος αιχμαλώτων, αφού όπλισε αυτούς τους ίδιους τους έκανε δικό του στρατό πάλι, και μέσω αυτών νικούσε.
Είναι αξιοθαύμαστος ο Δαβίδ ο οποίος κατέβαλε τον Γολιάθ με ένα λίθο μόνο· αλλά εάν εξετάσεις τα κατορθώματα του Παύλου, εκείνο είναι έργο παιδός και όση είναι η απόσταση μεταξύ ποιμένος και στρατηγού, τόση διαφορά θα βρεις· διότι αυτός κατέβαλε τον Γολιάθ όχι ρίπτοντας λίθο, αλλά μόνο ομιλώντας κατέλυε όλη την παράταξη του διαβόλου, ως λέων βρυχώμενος και εκβάλλοντας φλόγα από την γλώσσα, τόσο ακαταμάχητος ήταν για όλους και παντού μετακινείτο συνεχώς· έτρεξε σε αυτούς, ήλθε σε εκείνους, μετατέθηκε προς αυτούς, μετακινήθηκε προς άλλους, επερχόμενος γρηγορότερα από άνεμο, και σαν μια οικία ή ένα πλοίο κυβερνώντας την οικουμένη ολόκληρη, ανασύροντας τους βυθιζόμενους, στηρίζοντας τους ζαλιζόμενους, παρακινώντας τους ναύτες, καθισμένος επάνω στα σχοινιά, με το να κωπηλατεί, με το να μαζεύει τον ιστό, με το να βλέπει προς τον ουρανό, με το να είναι αυτός τα πάντα, και ναύτης, και κυβερνήτης, και πρωρεύς, και ιστίο και πλοίο, και με το να πάσχει τα πάντα, για να καταλύσει τις συμφορές των άλλων.
Και πρόσεξε. Υπέστη ναυάγιο, για να καταπαύσει το ναυάγιο της οικουμένης· έμεινε στον βυθό ένα ημερονύκτιο για να ανασύρει από τον βυθό της πλάνης· υπέμεινε κόπο, για να αναπαύσει τους κοπιώντες· υπέφερε πληγές, για να γιατρέψει όσους πληγώθηκαν από τον διάβολο· έζησε στις φυλακές, για να εκβάλει στο φως όσους κάθονταν στις φυλακές και στο σκοτάδι· κινδύνεψε πολλές φορές να θανατωθεί, για να απαλλάξει από φοβερούς θανάτους· πέντε φορές, σαράντα παρά μία μαστιγώσεις έλαβε, για να ελευθερώσει από τον διάβολο αυτούς που το έκαναν αυτό· ραβδίστηκε για να οδηγήσει υπό τη ράβδο και τη βακτηρία του Χριστού· λιθοβολήθηκε, για να απαλλάξει από την αναισθησία των λίθων· στην ερημιά διατέλεσε, για να εκβάλει από την ερημιά· σε οδοιπορίες για να στηρίξει όσους πλανώνταν και να ανοίξει την οδό η οποία οδηγεί στον ουρανό· στις πόλεις κινδύνεψε, για να δείξει την άνω πόλη· σε πείνα και δίψα, για να απαλλάξει από την φοβερότερη πείνα· σε γυμνότητα, για να ενδύσει τους ασχημονούντας με την στολή του Χριστού· στην εξουσία του όχλου, για να απαγάγει τους ευρισκομένους στην εξουσία των δαιμόνων· πυρώθηκε, για να σβήσει τα πεπυρωμένα βέλη του διαβόλου· δέχτηκε να τον κατεβάσουν από το τείχος δια παραθύρου, ώστε από κάτω να στείλει επάνω όσους είχαν ριφθεί χαμηλά.
Να πούμε λοιπόν ακόμη, αν και δεν γνωρίζουμε, όσα έπαθε ο Παύλος; Να θυμηθούμε τα αναγκαία τα οποία στερήθηκε; Ακόμη να δούμε αυτόν και γυναίκα και πόλη και ελευθερία και αυτή τη ζωή χιλιάδες φορές να καταφρονεί; Ο μάρτυρας αποθνήσκει μία φορά· εκείνος όμως ο μακάριος με ένα σώμα και μία ψυχή τόσους κινδύνους υπέμεινε, όσοι είναι αρκετοί για να ταράζουν και αδαμάντινη ψυχή· και όσα έπαθαν όλοι οι άγιοι σε τόσα σώματα, τόσα υπέφερε αυτός σε ένα σώμα, αφού εισήλθε στην οικουμένη σαν σε στάδιο και απεκδύθηκε τα πάντα, έτσι στεκόταν με γενναιότητα. Και βεβαίως γνώριζε τους δαίμονες οι οποίοι τον χτυπούσαν.
Για τον λόγο αυτόν και αναδείχτηκε λαμπρός ευθύς εξαρχής και διέμεινε ο ίδιος από την αφετηρία μέχρι τέλους· μάλλον δε έκανε και εντονότερο τον διωγμό, όσο πλησίαζε στο βραβείο. Και το πολύ θαυμαστό, ότι ενώ έπασχε και κατόρθωνε τόσα, γνώριζε να ταπεινώνεται πολύ· διότι ακόμη και όταν αναγκάστηκε να διηγηθεί τα κατορθώματά του, σύντομα τα προσπέρασε όλα· αν και θα γέμιζε χιλιάδες βιβλίων, εάν ήθελε να εξαντλήσει το καθένα, εάν έλεγε τις εκκλησίες για τις οποίες μεριμνούσε, εάν διηγείτο για τις φυλακίσεις και τα κατορθώματα κατά τη διάρκειά τους, ή τις άλλες, τις καθημερινές περιπέτειες, τους πολέμους. Αλλά δεν θέλησε.
Αυτά λοιπόν και εμείς αφού γνωρίσαμε, ας μάθουμε να ταπεινωνόμαστε και ποτέ να μην καυχιόμαστε για τον πλούτο, ούτε για τα άλλα βιοτικά, αλλά για τις ύβρεις τις οποίες δεχόμαστε για τον Χριστό, και γι’ αυτές μόνο όταν παραστεί ανάγκη. Εάν δεν μας αναγκάζει τίποτε σοβαρό, ούτε αυτές ας μη μνημονεύουμε, για να μην υπερηφανευόμαστε, αλλά ας ενθυμούμαστε μόνο τις αμαρτίες μας· διότι έτσι θα απαλλαγούμε από αυτές εύκολα και θα εξιλεωθούμε στον Θεό και θα επιτύχουμε τη μέλλουσα ζωή, την οποία είθε να επιτύχουμε όλοι, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμη, τιμή τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
ΟΜΙΛΙΑ ΚΖ΄
«Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου(:Να σας μιλήσω λοιπόν και για άλλους διωγμούς μου, δεν με συμφέρει να καυχιέμαι. Σταματώ λοιπόν γι’ αυτό να μιλώ για τους διωγμούς και τους άλλους κόπους μου. Θα αναφερθώ όμως σε οπτασίες και αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος)»[Β΄Κορ.12,1].
Τι σημαίνει αυτό; Αυτός ο οποίος είπε τόσα, λέγει τώρα «το να καυχιέμαι λοιπόν δεν με συμφέρει», σαν να μην έχει πει τίποτε; Εννοεί όχι σαν να μην έχει πει τίποτε, αλλά επειδή πρόκειται να μεταβεί σε άλλο είδος καυχήσεως, το οποίο δεν έχει μεν τόση αμοιβή, αλλά φαίνεται στους πολλούς ότι τον αναδεικνύει λαμπρότερο, όχι σε εκείνους οι οποίοι εξετάζουν με ακρίβεια, λέγει «το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου». Τα μεγάλα δηλαδή καυχήματα είναι αυτά τα οποία απαρίθμησε, οι δοκιμασίες, αλλά έχει και άλλα να πει, τα αναφερόμενα στις αποκαλύψεις, στα απόρρητα μυστήρια. Και γιατί λέγει «δεν είναι συμφέρον μου;». «Για να μην επαρθώ για αφροσύνη», λέγει· Τι λες; Αν δηλαδή δεν τα πεις, δεν τα γνωρίζεις; Αλλά δεν επαιρόμαστε εξίσου όταν τα γνωρίζουμε οι ίδιοι και όταν τα φανερώνουμε και σε άλλους· διότι δεν επαιρόμαστε συνήθως από αυτά τα ίδια τα κατορθώματά μας, αλλά από το να τα γνωρίζουν και να μαρτυρούν γι’ αυτά οι πολλοί. Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, λέει, «δεν είναι συμφέρον μου» και «για να μη δημιουργήσω μεγαλύτερη ιδέα για εμένα σε όσους ακούνε».
Εκείνοι λοιπόν οι ψευδαπόστολοι έλεγαν για τον εαυτό τους και πράγματα που δεν έγιναν, ενώ αυτός και αυτά που έγιναν αποκρύπτει, και αυτό παρ’ ό,τι υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για να τα πει· και λέει: «δεν είναι συμφέρον μου», διδάσκοντας σε όλους να το αποφεύγουν αυτό με μεγάλη επιμέλεια· διότι κανένα κέρδος δεν έχει αυτό το πράγμα, αλλά και βλάβη προξενεί, εάν δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη που να ωφελεί από το ότι οδηγεί σε αυτό.
Αφού μίλησε λοιπόν για τους κινδύνους, τους πειρασμούς, τις επιβουλές, τις θλίψεις, τα ναυάγια, έρχεται σε άλλη αιτία καυχήσεως, λέγοντας: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ(:Γνωρίζω έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε στενή σχέση και επικοινωνία με τον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός πριν από δεκατέσσερα χρόνια αρπάχθηκε και ανυψώθηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, όπου διαμένουν οι αγγελικές δυνάμεις. Δεν γνωρίζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκείνη ή ήταν σε έκσταση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει)»[Β΄Κορ.12,2]. Μεγάλη είναι μεν αυτή η αποκάλυψη. Όμως δεν έγινε αυτή μόνη, αλλά και πολλές άλλες· αυτός όμως εκθέτει μία από τις πολλές· διότι για το ότι ήσαν πολλές, άκουσε τι λέει: «και για να μην υπερηφανεύομαι για τις πολλές αποκαλύψεις».
Και όμως, θα πει κανείς, εάν ήθελε να κρύψει αυτές, έπρεπε να μην τις υπαινιχτεί καθόλου, ούτε να πει τίποτε τέτοιο· εάν πάλι ήθελε να τις πει, έπρεπε να τις πει σαφώς. Γιατί λοιπόν ούτε σαφώς μίλησε γι’ αυτές, ούτε σιώπησε; Για να δεις και εδώ ότι χωρίς να θέλει το κάνει αυτό. Για τον λόγο αυτόν και έγραψε για τον χρόνο των δεκατεσσάρων ετών· διότι δεν μνημονεύει τυχαία αυτό, αλλά δείχνοντας ότι αυτός ο οποίος έκρυψε αυτό επί τόσο χρόνο, δεν θα το έλεγε τώρα, εάν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη. Αλλά θα σιωπούσε εάν δεν έβλεπε τους αδελφούς να καυχώνται. Και εάν από την αρχή ήταν τέτοιος ο Παύλος, ώστε να αξιωθεί τέτοιας αποκαλύψεως, όταν ακόμη δεν είχε τέτοια κατορθώματα, σκέψου πόσο μέγας έγινε μετά από σαράντα έτη.
Κοίταξε πώς και σε αυτό ακόμη ταπεινώνεται με το να πει για τα μεν, για τα δε να ομολογήσει ότι αγνοεί· διότι για το ότι μεν αρπάχτηκε είπε: αλλά είτε με το σώμα είτε εκτός του σώματος, καθόλου, λέει, ότι δεν γνωρίζει. Και όμως ήταν αρκετό αφού είπε για την αρπαγή να σιωπήσει· τώρα όμως ταπεινούμενος προσθέτει και αυτό. Τι λοιπόν; Ή μήπως αρπάχτηκε το σώμα; Αλλά δεν είναι δυνατό να πει κανείς· διότι εάν δεν γνώριζε ο Παύλος ο οποίος και αρπάχτηκε, και έτυχε τόσων και τέτοιων απορρήτων πολύ περισσότερο εμείς. Για το ότι λοιπόν ήταν στον παράδεισο το γνώριζε και ότι ήταν στον τρίτο ουρανό δεν το αγνοούσε· αλλά τον τρόπο δεν γνώριζε με σαφήνεια.
Πρόσεχε όμως και αλλού την ταπείνωσή του. Για την πόλη δηλαδή των Δαμασκηνών δίνει διαβεβαίωση, εδώ όμως καθόλου· διότι δεν ήθελε να το αποδείξει αυτό, αλλά μόνο να το πει με υπαινιγμό. Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι (:για έναν τέτοιο άνθρωπο θα καυχηθώ)»· όχι για να πει ότι κάποιος άλλος αρπάχτηκε, αλλά όσο επιτρεπόταν και ήταν δυνατόν και να πει, και να αποφύγει να πει φανερώς για τον εαυτό του, έτσι συνθέτει τον λόγο· διότι ποια λογική συνέπεια υπήρχε, ενώ μιλούσε για τον εαυτό του, να παρουσιάσει άλλον; Γιατί λοιπόν εξέθεσε αυτό έτσι; Δεν ήταν το ίδιο να πει «αρπάχτηκα» και «γνωρίζω κάποιον ο οποίος αρπάχτηκε»· επίσης το να πει «καυχώμαι για τον εαυτό μου» και «γι΄αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ». Εάν πάλι πει κανείς: «και πώς είναι δυνατόν να αρπαγεί χωρίς σώμα;». Διότι αυτό είναι περισσότερο αδύνατο από εκείνο, εάν εξετάζεις αυτά με σκέψεις αμφιβολίας και όχι με πίστη.
Γιατί όμως αρπάχτηκε; Για να μη νομίζει αυτός, όπως πιστεύω, ότι έχει κάτι λιγότερο από τους άλλους αποστόλους· διότι επειδή εκείνοι έζησαν μαζί με τον Χριστό, ενώ αυτός καθόλου, για τον λόγο αυτόν άρπαξε και αυτόν σε δόξα. «Εἰς τὸν παράδεισον»· διότι ήταν μεγάλη η φήμη αυτού του τόπου και παντού εξυμνείτο. Για τον λόγο αυτόν έλεγε και ο Χριστός: «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ (:Αληθινά σε βεβαιώνω ότι σήμερα, απ’ τη στιγμή που θα πεθάνουμε, θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο)»[Λουκά 23,43].
«Για έναν τέτοιον άνθρωπο θα καυχηθώ». Γιατί; Εάν δηλαδή άλλος αρπάχτηκε, εσύ γιατί καυχάσαι; Από αυτό είναι φανερό ότι για τον εαυτό του έλεγε αυτά. Εάν πάλι πρόσθεσε «ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι(:για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ)», τίποτε άλλο δεν εννοεί, παρά ότι «εάν δεν είναι ανάγκη, τίποτε τέτοιο δεν θα πω τυχαία και αβασάνιστα»· ή για να καλύψει πάλι αυτό που είπε, όσο ήταν δυνατό. Για το ότι επίσης όλος ο λόγος για τον εαυτό του έγινε, μαρτυρούν και τα επόμενα· διότι πρόσθεσε λέγοντας: «Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ(:Μόνο για τις ασθένειές μου αυτές, θα καυχηθώ, κι όχι για τις επιτυχίες και τη δράση μου· διότι εάν θελήσω και γι’ αυτό να καυχηθώ, δεν θα είμαι άμυαλος και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια)» [Β΄Κορ.12,6]. Πώς λοιπόν προηγουμένως έλεγες: «Ὄφελον ἀνείχεσθέ μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ(:Μακάρι να δείχνατε ανοχή σε κάποια μικρή ανοησία που θα κάνω με το να σας διηγηθώ τα όσα ο Κύριος κατόρθωσε μέσα από εμένα)»[Β΄Κορ.11,1] και «ὃ λαλῶ οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ᾿ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ(:εκείνο που θα πω επαινώντας τον εαυτό μου, δεν θα το πω ως δούλος ταπεινός του Κυρίου, αλλά θα το πω σαν να έγινα άμυαλος και ανόητος)»[Β΄Κορ.11,17], ενώ εδώ: «αλλά και εάν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα είμαι ανόητος, διότι θα πω την αλήθεια»[Β΄Κορ.12,6]; Όχι για την καύχηση, αλλά για το ψεύδεσθαι· διότι εάν το να καυχάσαι προέρχεται από αφροσύνη, πόσο μάλλον το να ψεύδεσαι; Ως προς αυτό λοιπόν λέει «δεν θα είμαι ανόητος». Για τον λόγο αυτόν και πρόσθεσε: «Φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ (:Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)».
Αυτή είναι η αναντίρρητη αιτία· διότι και θεούς νόμισαν αυτούς για το μέγεθος των θαυμάτων· διότι όπως στα φυσικά στοιχεία δημιούργησε ο Θεός και από τα δύο είδη, και ασθενή και λαμπρά, και αυτό αφενός μεν για να δείξει την δύναμή Του, αφετέρου δε, για να εμποδίσει την πλάνη των ανθρώπων, έτσι λοιπόν και εδώ και θαυμαστοί ήσαν και ασθενείς οι απόστολοι, ώστε με αυτά τα έργα να διδάσκονται οι άπιστοι· διότι εάν με το να εμφανίζουν τους εαυτούς τους θαυμαστούς μόνο, χωρίς να δείχνουν κανένα σημείο αδυναμίας, εξαπατούσαν δια του λόγου τους πολλούς, ώστε να μην υποπτευθούν τίποτε περισσότερο για την αλήθεια περί αυτών, όχι μόνο δεν θα επιτελούσαν το έργο τους, αλλά και το αντίθετο θα επιτύγχαναν· διότι η αποποίηση όσων δεν ανήκαν σε αυτούς, που γινόταν δια των λόγων, φάνηκε ότι γινόταν μάλλον από ταπεινοφροσύνη, και έκανε ώστε περισσότερο να θαυμαστούν αυτοί. Για τον λόγο αυτόν και έμπρακτα αποδεικνυόταν η αδυναμία τους.
Αυτό θα δει κανείς και στους ανθρώπους που έζησαν την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης· διότι και ο Ηλίας ήταν θαυμαστός, αλλά νικήθηκε κάποτε από τη δειλία· και ο Μωυσής ήταν μέγας, αλλά και αυτός από το ίδιο πάθος λιποτάκτησε. Και αυτά τα πάθαιναν, επειδή απομακρυνόταν ο Θεός και επέτρεπε να φανερωθεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως· διότι εάν όταν τους εξήγαγε από τη δουλεία έλεγαν «πού είναι ο Μωυσής;», τι δεν θα έλεγαν εάν τους εισήγαγε; Για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος λέει: «Φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ(:Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)»[Β΄Κορ.12,6]. Δεν λέγει «μήπως πει», αλλά «για να μη με θεωρήσει μεγαλύτερο από αυτήν την αξία». Ώστε και από εδώ είναι φανερό, ότι γι΄αυτόν γινόταν ο λόγος. Για τον λόγο αυτόν και στην αρχή έλεγε: «Το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου»· δεν θα το έλεγε αυτό, εάν επρόκειτο να πει για άλλον όσα είπε. Διότι για ποιο λόγο δεν συμφέρει να καυχάται για άλλον;
Όμως ο ίδιος ήταν εκείνος ο οποίος αξιώθηκε αυτά· για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι(:Και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων, επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί για να μην υπερηφανεύομαι)»[Β΄Κορ.12,7].
Τι λες; Αυτός ο οποίος θεωρούσε ως τίποτε την επίγεια βασιλεία και τη γέεννα για τον πόθο του Χριστού, είναι δυνατόν να λογάριαζε σαν κάτι αξιόλογο την τιμή των πολλών, ώστε να κινδυνεύει να υπερηφανευτεί, και να έχει ανάγκη διαρκώς από χαλινό; Διότι δεν είπε, «ἵνα με κολαφίσῃ(:για να με ραπίσει)», αλλά, «ἵνα με κολαφίζῃ(:για να με ραπίζει)». Και ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό; Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; Όταν ανακαλύψουμε ποιο είναι το αγκάθι και ποιος ο «ἄγγελος σατᾶν», τότε θα πούμε και αυτό.
Ορισμένοι βέβαια είπαν ότι επήλθε σε αυτόν κεφαλαλγία από τον διάβολο· αλλά μη γένοιτο. Διότι δεν ήταν δυνατόν να παραδοθεί στα χέρια του διαβόλου το σώμα του Παύλου, όταν βεβαίως ο ίδιος ο διάβολος σε ένα πρόσταγμα και μόνο υπάκουε στον Παύλο, και έθετε στον διάβολο νόμους και όρους, όταν παρέδωσε εκείνον που πόρνευε σε καταστροφή της σαρκός· και δεν τόλμησε αυτός να υπερβεί αυτούς τους όρους[βλ. Α΄Κορ.5,1-5: «Ὄλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν. καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας! ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον,ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:Είναι σε όλους γνωστό και διαδεδομένο ότι επικρατεί ανάμεσά σας μια περίπτωση πορνείας και μάλιστα τέτοιου είδους πορνεία που ούτε μεταξύ των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος από εσάς να έχει τη γυναίκα του πατέρα του, τη μητριά του δηλαδή. Και εσείς, αντί να ντρέπεστε γι’ αυτό, εξακολουθείτε να είστε φαντασμένοι και φουσκωμένοι για τη σοφία σας, και δεν κηρύξατε μάλλον πένθος επίσημο και γενικό, για να εκδιώξει ο Θεός από την εκκλησιαστική σας κοινότητα εκείνον που έκανε την πράξη αυτή! Η ευθύνη πέφτει ολόκληρη επάνω σας. Διότι εγώ, καθώς απουσιάζω βέβαια σωματικά, είμαι όμως παρών στην Κόρινθο με τον νου και την καρδιά μου, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει σαν να ήμουν παρών τον αναίσχυντο αυτόν που έκανε τη μισητή αυτή πράξη. Και τώρα, αφού συναχθούμε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εσείς και εγώ παρών ανάμεσά σας πνευματικά μαζί με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτόν στον σατανά, αποκόπτοντάς τον από την Εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολαστεί σκληρά το σώμα του και να συνετιστεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)».
Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; «Σατάν» στη γλώσσα των Εβραίων λέγεται ο αντικείμενος, ο αντίπαλος· και στο τρίτο βιβλίο των «Βασιλειῶν» έτσι ονόμασε η Γραφή τους αντιπάλους, και όταν διηγείται για τον Σολομώντα, λέγει: «Οὐχ ἦν Σατάν ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ(:Δεν υπήρχε κάποιος αντίπαλος κατά τους χρόνους αυτού)»[Γ΄Βασ. 5,4], δηλαδή αντίπαλος, ο οποίος να διεξάγει πόλεμο ή να ενοχλεί[πρβ. και Γ΄Βασ.11,14]. Αυτό λοιπόν το οποίο εννοεί ο Παύλος είναι το εξής: «δεν επέτρεψε ο Θεός να προχωρήσει το κήρυγμα, για να ταπεινώνει το δικό μας φρόνημα, αλλά επέτρεψε στους εχθρούς να επιτίθενται σε εμάς»· διότι αυτό μεν ήταν ικανό να ταπεινώσει το φρόνημα, εκείνο όμως, δηλαδή το νόσημα της κεφαλαλγίας, όχι.
«Ἂγγελον σατανᾶ» λοιπόν λέγει τον Αλέξανδρο τον χαλκουργό, όσους βρίσκονταν γύρω από τον Υμέναιο και τον Φιλητό, όλους όσοι αντέκειντο στο κήρυγμα και φιλονικούσαν μαζί του και τον πολεμούσαν, όσους τον ενέκλεισαν σε φυλακή, όσους τον έδειραν, όσους τον έδιωξαν· επειδή έκαναν τα θελήματα του Σατανά. Όπως ακριβώς λοιπόν ονομάζει υιούς του διαβόλου τους Ιουδαίους, επειδή επιθυμούσαν όσα ο διάβολος ήθελε, έτσι και «άγγελο του Σατανά» ονομάζει όποιον αντιτίθεται στο κήρυγμα. Αυτό λοιπόν σημαίνει η φράση: «Μου δόθηκε ένα αγκάθι, άγγελος του Σατανά, για να με ραπίζει», όχι ότι ο Θεός τούς οπλίζει αυτούς τους αντικείμενους, μη γένοιτο, ούτε κολάζει, ούτε τιμωρεί τους δικούς Του εργάτες, αλλά επιτρέπει και αφήνει μέχρι ενός σημείου.
«Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ(:για τον πειρασμό αυτόν τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνει)»[Β΄Κορ. 12,8]· δηλαδή πολλές φορές. Και αυτό είναι σημείο μεγάλης ταπεινοφροσύνης, το να μην κρύψει ότι δεν υπέφερε τις επιβουλές, ότι απόκαμνε και προσευχόταν για να απαλλαγεί. «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ‘’Σου είναι αρκετή η χάρη που σου δίνω· διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά’’)». Δηλαδή: «Σου είναι αρκετό ότι ανασταίνεις νεκρούς, ότι θεραπεύεις τυφλούς, ότι καθαρίζεις λεπρούς, ότι στα άλλα θαυματουργείς· μη ζητείς και το να μην κινδυνεύεις και να μην έχεις ανάγκη και το να κηρύττεις χωρίς δυσχέρειες. Αλλά πονάς και στενοχωριέσαι μήπως νομιστεί ότι αυτό οφείλεται σε δική μου αδυναμία, το ότι δηλαδή είναι πολλοί αυτοί που σε επιβουλεύονται και σε δέρνουν και σε διώκουν και σε μαστιγώνουν; Αυτό ακριβώς λοιπόν αποδεικνύει την δύναμή μου». «Διότι η δύναμή Του», λέγει ο Κύριος, «φανερώνεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία»· «όταν, ενώ διώκεστε, επικρατείτε στους διώκτες, όταν ενώ σας κατατρέχουν, νικάτε αυτούς που σας κατατρέχουν, όταν ενώ είστε φυλακισμένοι, τρέπετε σε φυγή αυτούς που σας φυλάκισαν. Μη ζητείς λοιπόν τα περιττά».
Βλέπεις πως άλλη αιτία εκθέτει ο Παύλος και άλλη ο Θεός; Δηλαδή αυτός μεν λέγει: «για να μην υπερηφανεύομαι, μου δόθηκε αγκάθι», ενώ ο Θεός λέγει ότι είπε ότι επιτρέπει αυτό για να δείξει τη δύναμή Του. «Όχι μόνο περιττό πράγμα, ζητείς λοιπόν, αλλά πράγμα το οποίο επιπλέον θα φανεί ότι επισκιάζει τη δύναμή μου». Διότι το «σου είναι αρκετή η χάρη μου», αυτό δηλώνει, ότι δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτε άλλο, αλλά ότι το παν έχει ολοκληρωθεί. Ώστε και από εδώ είναι φανερό ότι δεν εννοεί κάποια κεφαλαλγία· διότι βεβαίως δεν κήρυτταν ενώ ήσαν άρρωστοι· διότι δεν μπορούσαν να κηρύττουν, ενώ ασθενούσαν. Αλλά εννοεί ότι ενώ κατατρέχονταν και ενώ καταδιώκονταν(οι Απόστολοι), επικρατούσαν σε όλους.
«Επειδή λοιπόν αυτά άκουσα από τον Θεό», λέγει: «ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)». Διότι για να μην καταπέσουν, επειδή εκείνοι οι ψευδαπόστολοι καυχώνταν για τα αντίθετα, και ενώ αυτοί βρίσκονταν σε διωγμούς, δείχνει ότι για τον λόγο αυτόν λαμπρότερος γίνεται και έτσι περισσότερο διαλάμπει η δύναμη του Θεού, και είναι άξια καυχήσεως όσα γίνονται.
Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πολύ ευχαρίστως λοιπόν θα καυχηθώ». «Όλα αυτά τα οποία απαρίθμησα ή και αυτό που είπα τώρα, ότι μου δόθηκε αγκάθι, δεν τα είπα επειδή λυπούμαι, αλλά επειδή είμαι υπερήφανος γι΄ αυτά και για να ελκύσω περισσότερη δύναμη από τον Θεό». Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει: «για να κατασκηνώσει σε εμένα η δύναμη του Χριστού». Εδώ και κάτι άλλο υπαινίσσεται, ότι όσο εντονότεροι γίνονταν οι πειρασμοί, τόσο και τα δώρα της χάριτος αυξάνονταν και επέμεναν.
«Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Γι’αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού· διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός· διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ. 12,10].
Για ποιες ασθένειες λοιπόν «εὐδοκεῖς»; Πες μου. «Εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ(:Ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού)».
Είδες πώς αποκάλυψε τώρα αυτό σαφέστατα; Διότι λέγοντας το είδος της ασθένειας, δεν είπε πυρετούς ή κάποιον τέτοιο παροξυσμό ή άλλη νόσο σωματική, αλλά ύβρεις, διωγμούς, ταλαιπωρίες. Είδες ψυχή ευγνώμονα; Επιθυμεί να απαλλαγεί από τις δυστυχίες· όταν όμως άκουσε από τον Θεό, ότι δεν πρέπει να γίνει αυτό, όχι μόνο δεν λυπήθηκε διότι δεν εισακούστηκε στην προσευχή, αλλά και ευχαριστήθηκε. Για τον λόγο αυτόν έλεγε «εὐδοκῶ(:είμαι ευχαριστημένος, ευφραίνομαι)», «χαίρομαι, επιθυμώ να υβρίζομαι, να διώκομαι, να ταλαιπωρούμαι για τον Χριστό». Αυτά επίσης τα έλεγε και για να καταστέλλει εκείνους τους ψευδαπόστολους, και για να ενισχύει τα φρονήματα των πιστών, για να μην ντρέπονται για τα παθήματα του Παύλου· διότι είναι αρκετή η διδασκαλία για να τους κάνει λαμπρότερους από όλους.
Έπειτα εκθέτει και άλλη αιτία: «Ὃταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός. Διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ.12,10]. «Τι απορείς, αφού η δύναμη του Θεού τότε φαίνεται; Και εγώ τότε είμαι δυνατός». Διότι τότε περισσότερο επερχόταν η χάρη· «ὅτι καθὼς περισσσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν(:Τον δοξάζουμε λοιπόν και Τον ευχαριστούμε, διότι όπως πάρα πολλά είναι τα παθήματα και οι θλίψεις που πάσχουμε σαν τον Χριστό και για τη δόξα Του, έτσι υπεράφθονη είναι και η παρηγοριά που δεχόμαστε διαμέσου του Χριστού)». [Β΄Κορ.1,5].
Όπου υπάρχει δοκιμασία, εκεί υπάρχει και παρηγορία· όπου παρηγορία εκεί και χάρις. Όταν λοιπόν ρίχτηκε μέσα στη φυλακή, τότε έκανε εκείνα τα θαύματα· όταν ναυάγησε και παρασύρθηκε στη βάρβαρη χώρα, τόσο περισσότερο δοξάστηκε. Όταν εισήλθε στο δικαστήριο δεμένος, τότε νίκησε και τον δικαστή. Έτσι γινόταν και στην Παλαιά Διαθήκη· στις δοκιμασίες ανθούσαν και αναδεικνύονταν περισσότερο οι δίκαιοι. Έτσι οι τρεις παίδες, έτσι ο Δανιήλ και ο Μωυσής και ο Ιωσήφ· όλοι από τους πειρασμούς αναδείχτηκαν λαμπρότεροι και αξιώθηκαν μεγάλων βραβείων· διότι τότε καθαίρεται η ψυχή, όταν θλίβεται για τον Θεό· τότε λαμβάνει μεγαλύτερη βοήθεια, επειδή έχει ανάγκη περισσότερης συμμαχίας και είναι άξια περισσότερης χάριτος. Και πριν από την τελική ανταπόδοση που φυλάσσεται γι΄α υτόν από τον Θεό, καρπώνεται μεγάλα αγαθά καθώς γίνεται πεπαιδευμένη· διότι και την υπερηφάνεια αφαιρεί και την ραθυμία εξολοθρεύει τελείως η θλίψη, και εγκαρδιώνει για την υπομονή· ξεσκεπάζει την ευτέλεια των ανθρωπίνων πραγμάτων και εισάγει στην ψυχή πολλή γνώση και παίδευση· διότι στη θλίψη υποχωρούν όλα τα πάθη, φθόνος, ζήλος, επιθυμία, κυριαρχία, έρως χρημάτων και σωμάτων, αλαζονεία, υπερηφάνεια, θυμός, όλο το υπόλοιπο πλήθος αυτών των νοσημάτων.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες ΚΣΤ΄και ΚΖ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 18-27 και 37-45.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 7,11-16]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Όποιος έχει πραγματικά φιλοσοφημένη σκέψη και κατευθύνεται από την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, ούτε και τον θάνατο θα θεωρήσει ως αληθινό θάνατο. Ο δίκαιος, δηλαδή, που βαδίζει στον δρόμο του Θεού και καθημερινά περιμένει να μπει στη Βασιλεία Του, δεν ταράζεται, δεν αναστατώνεται, δεν στενοχωριέται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο, όταν λ.χ. αντικρύσει νεκρό κάποιον συγγενή ή φίλο του· γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος γι’ αυτούς που έζησαν ενάρετα στη γη, δεν είναι παρά μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ταξίδι για έναν καλύτερο τόπο, δρόμος που οδηγεί στα στεφάνια.
Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι πηγαίνοντας στο συμβολαιογραφείο για τη σύνταξη μιας διαθήκης, ο καθένας γνωρίζει πως ο θάνατος θα επισκεφθεί κάποια στιγμή τον ίδιο ή έναν δικό του άνθρωπο. Το θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό και αναπόφευκτο. Όταν, όμως, έρθει ο θάνατος, ξεχνάει όσα έγραψε και άλλα λέει. «Έπρεπε να πάθω εγώ τέτοιο πράγμα;», φωνάζει με θρήνους και αναστεναγμούς ο άντρας που χήρεψε. «Περίμενα να με βρει τέτοια συμφορά και να χάσω τη γυναίκα μου;». Τι λες, άνθρωπέ μου; Όταν ήσουνα, ή μάλλον νόμιζες πως ήσουνα, μακριά από τον θάνατο, ήξερες καλά τους φυσικούς νόμους· τώρα που έπαθες τη συμφορά, τους ξέχασες; Ίσως να πήρε ο Θεός τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να σε οδηγήσει στην εγκράτεια, επειδή σε θεωρεί ικανό για μεγαλύτερους αγώνες, για ανώτερη πνευματική ζωή, και γι’ αυτό σε ελευθέρωσε από τον συζυγικό δεσμό.
Κι εσύ πάλι, η γυναίκα, που έχασες τον άντρα σου, γιατί κλαις; Μήπως επειδή έχασες τον προστάτη σου κι έμεινες έρημη στον κόσμο; Ποτέ μην πεις κάτι τέτοιο. Γιατί δεν έχασες τον Θεό, που είναι ο πραγματικός προστάτης όλων μας. Αφού έχεις βοηθό τον Θεό, δεν έχεις ανάγκη από κανέναν άλλο. Μήπως, και όταν ζούσε ο άντρας σου, ο Θεός δεν ήταν που σας τα έδινε όλα; Αυτό να σκέφτεσαι και να λες, όπως ο Δαβίδ: «Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω;(:Ο Κύριος είναι το φως μου και ο σωτήρας μου, ποιον θα φοβηθώ; Ο Κύριος είναι ο υπερασπιστής της ζωής μου, τι θα με κάνει να δειλιάσω;)» [Ψαλμ. 26,1]. Τώρα πια Αυτός, «ο πατέρας των ορφανών και συμπαραστάτης των χηρών» [Ψαλμ. 67,6: «Ταραχθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτοῦ τῶν χηρῶν»], θα φροντίζει για σένα περισσότερο απ’ όσο φρόντιζε πριν.
Βλέπεις, λοιπόν, ένα συγγενή σου να φεύγει απ’ αυτόν τον κόσμο; Μην τρομάζεις, μη θρηνείς, μη συντρίβεσαι. Συγκεντρώσου στον εαυτό σου, εξέτασε τη συνείδησή σου και σκέψου ότι σε λίγο καιρό σε περιμένει κι εσένα το ίδιο τέλος. «Μα ο νεκρός», θα μου πεις, «σαπίζει, γίνεται σκόνη». Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να χαίρεσαι περισσότερο. Όταν θέλει κανείς να ξαναχτίσει ένα σπίτι, που πάλιωσε και έγινε ετοιμόρροπο, αφού πρώτα βγάλει τους ενοίκους, το κατεδαφίζει και το φτιάχνει πιο καλό. Και όταν γίνεται αυτό, οι ένοικοι δεν λυπούνται, επειδή βγήκαν από το παλιό σπίτι, αλλά μάλλον ευχαριστημένοι είναι. Δεν τους νοιάζει, βλέπεις, για την κατεδάφιση, που βλέπουν με τα μάτια τους, γιατί συλλογίζονται τη νέα και ωραία οικοδομή, που θα ανεγερθεί, κι ας μην τη βλέπουν ακόμα.
Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Όταν πρόκειται να διαλύσει το σώμα μας, βγάζει πρώτα την ψυχή, που κατοικεί μέσα σε αυτό, όπως θα την έβγαζε από ένα παλιό και ετοιμόρροπο σπίτι, για να την εγκαταστήσει πάλι με μεγαλύτερη δόξα στο νέο σπίτι, που θα οικοδομήσει. Και ο Αδάμ, όταν δημιουργήθηκε, δεν είδε ότι πλάστηκε από χώμα. Ο Θεός, δηλαδή, δεν έπλασε την ψυχή πρώτη, για να μη δει τη δημιουργία του σώματος. Γι’ αυτό η ψυχή δεν γνώριζε την ευτέλεια του σώματος. Όταν, όμως, γίνει η κοινή ανάσταση, τότε η ψυχή θα βρεθεί σε ένα νέο άφθαρτο σώμα, όχι πια στο παλιό χωμάτινο ένδυμά της.
Ο νεκρός, κι αν δεν βλέπει τον εαυτό του, βλέπει όμως εκείνους που πέθαναν πιο μπροστά να γίνονται σκόνη, και διδάσκεται πολλά. Για κοίτα πόσο μαζεμένοι και συγκρατημένοι είναι μπροστά στους νεκρούς ακόμα και οι πιο περήφανοι, ακόμα και οι πιο απόκοτοι άνθρωποι! Ακούγεται η λέξη «θάνατος» και η καρδιά όλων σπαρταράει από τον φόβο. Και φιλοσοφούμε γύρω από τους τάφους και σκεφτόμαστε πού καταλήγουμε και φλυαρούμε για τη ματαιότητα των εγκοσμίων, αλλά, μόλις απομακρυνθούμε, ξεχνάμε την ευτέλειά μας. Να, για παράδειγμα, όταν βρεθεί κανείς στην κηδεία ενός φίλου του, γυρίζει στο διπλανό του και του λέει λόγια σαν και τούτα: «Αλήθεια, πόσο ταλαίπωροι είμαστε! Πόσο ασήμαντη είναι η ζωή μας! Τι γινόμαστε, άραγε, μετά τον θάνατο; Αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε και να μην κακολογούμε, να μην αδικούμε, να μη μνησικακούμε…». Φαίνεται να μιλάει με τόση ειλικρίνεια, ώστε, καθώς τον ακούς, δεν αμφιβάλλεις ότι την ίδια κιόλας στιγμή θα απαρνηθεί ολότελα την κακία του και θα αρχίσει να ζει ενάρετα. Μα, αλίμονο, μετά την κηδεία θα ξεχάσει και τον φόβο του και τα λόγια του, και θα συνεχίσει να ζει στην αμαρτία, όπως πρώτα.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο θέμα μας. Πες μου, για ποιον λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε; Γιατί ήταν κακός; Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς τον Θεό, που σταμάτησε πια η κακία του. Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός; Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ(:πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του)» [Σοφ. Σολ. 4,11]. Ήταν μήπως νέος; Και γι’ αυτό ακόμα ευχαρίστησε τον Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του. Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν’ αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν’ αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στον Θεό, όπου θα απολαμβάνουν μεγάλη τιμή και ευτυχία.
Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε για τον χωρισμό από τα αγαπημένα μας πρόσωπα, που πεθαίνουν, αλλά να μη λυπόμαστε περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Γιατί θα παρηγορηθούμε αρκετά, αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος, που χάσαμε, ήταν θνητός, όπως όλοι μας. Με το να αγανακτούμε, δεν δείχνουμε τίποτα άλλο, παρά πως ζητάμε πράγματα ασυμβίβαστα με την ανθρώπινη φύση. Γεννήθηκες άνθρωπος, επομένως θνητός. Γιατί, λοιπόν, υποφέρεις με κάτι τόσο φυσικό, όπως ο θάνατος; Μήπως λυπάσαι, επειδή, για να ζήσεις, πρέπει να τρως; Μήπως επιδιώκεις να ζήσεις χωρίς τροφή; Τότε γιατί επιδιώκεις να μην πεθάνεις; Όσο φυσικό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθάνεις. Αφού είσαι θνητός, μη ζητάς να γίνεις αθάνατος· γιατί αυτό το πράγμα καθορίστηκε και νομοθετήθηκε μια μόνο φορά και για πάντα. Ας μη μοιάζουμε στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανήκουν σε άλλους. Έτσι, όταν ο Θεός παίρνει από μας χρήματα ή τιμή ή δόξα, ακόμα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρνει αυτά που Του ανήκουν. Και το παιδί σου ακόμη αν πάρει, δεν παίρνει ουσιαστικά το παιδί σου, αλλά το δικό Του πλάσμα.
Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ’ εμάς όσα ανήκουν σε Εκείνον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρήματά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή άπρεπα αυτά που ανήκουν σε Άλλον; Μη λες: «Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου διασκεδάζω»· γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα. Και τα αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δικά σου όσα σου έδωσε, για να τα μοιράσεις στους φτωχούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου. Αν τα ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνονται ξένα.
Δεν βλέπεις ότι τα σώματά μας τα υπηρετούν τα χέρια; Δεν βλέπεις ότι το στόμα μασάει την τροφή, πριν τη δεχθεί το στομάχι; Μήπως το στομάχι λέει: «Αφού δέχτηκα την τροφή, δικαιωματικά τα κατέχω όλα»; Τα μάτια πάλι, μήπως, επειδή αυτά δέχονται το φως, το κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους και δεν το θέτουν στην υπηρεσία όλου του σώματος; Ή μήπως τα πόδια, επειδή μόνο αυτά βαδίζουν, τον εαυτό τους μόνο μετακινούν και όχι το σώμα ολόκληρο; Αλλά και από τους επαγγελματίες, αν θελήσει ο καθένας να μην παραχωρήσει και σε άλλους την ωφέλεια από το επάγγελμά του, όχι μόνο εκείνους, αλλά και τον εαυτό του θα ζημιώσει. Ακόμα και οι φτωχοί, αν ήταν τόσο κακοί όσο εσείς, οι πλούσιοι, που τίποτα άλλο δεν σκέφτεστε παρά το πώς θα αυξήσετε τα κέρδη σας, και δεν έδιναν από το υστέρημά τους στους πιο φτωχούς και αναγκεμένους, γρήγορα θα σας έριχναν κι εσάς στη φτώχεια.
«Μα έχασα το μονάκριβο παιδί μου», θα πει ίσως κάποιος, «που πάνω του στήριζα τόσες ελπίδες». Και τι με αυτό; Ευχαρίστησε τον Θεό, που πήρε το παιδί σου, και τότε δεν θα είσαι κατώτερος από τον Αβραάμ, που οδήγησε τον γιο του Ισαάκ στο βουνό για να τον θυσιάσει, ύστερα από θεία εντολή. Όπως εκείνος αγόγγυστα πρόσφερε το μονάκριβο παιδί του στον Θεό, έτσι πρόσφερέ το κι εσύ, και δεν θα πάρεις μικρότερη αμοιβή. Μην κλαις, μη βαρυγκωμείς, μην αναστενάζεις. Πες ό,τι είπε και ο μακάριος Ιώβ, όταν έχασε όλα του τα παιδιά: «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας(:Ο Κύριος μού τα έδωσε, ο Κύριος μού τα πήρε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι κι έγινε. Ας είναι το όνομά Του δοξασμένο παντοτινά)» [Ιώβ 1,21]. Έτσι αποστόμωσε και τη γυναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα και τούτα τα λόγια, που προκαλούν τον θαυμασμό μας: «Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;(:Αν δεχτήκαμε από τα χέρια του Κυρίου τα αγαθά, δεν θα υπομείνουμε και τις συμφορές;)» [Ιώβ 2,10]. Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ, καθώς μάλιστα το παιδί σου δεν έπεσε στα χέρια εχθρού ή κακούργου, αλλά πήγε κοντά στον Θεό, που φροντίζει γι’ αυτό περισσότερο από σένα και που γνωρίζει το συμφέρον του καλύτερα από σένα. Κοίτα πόσα παιδιά, που βρίσκονται στη ζωή, έκαναν μαρτυρική τη ζωή των γονιών τους.
«Τα καλά παιδιά δεν τα βλέπεις;», θα με ρωτήσεις. Και σου απαντώ: Τα βλέπω κι αυτά, η κατάσταση όμως του δικού σου παιδιού είναι πιο σίγουρη από τη δική τους. Μπορεί τώρα να είναι καλά, το τέλος τους όμως είναι άγνωστο. Εσύ δεν φοβάσαι πια για το παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ή μήπως πάρει στραβό δρόμο. Γι’ αυτό, σου το ξαναλέω, μη θρηνείς. Να δοξολογείς μόνο τον Κύριο, όπως έκανε ο Ιώβ.
«Και πώς να μη θρηνώ», θα πεις, «που δεν είμαι πια πατέρας;». Τί λόγια είναι τούτα; Μήπως έχασες το παιδί σου; Μάλλον τώρα το έκανες δικό σου και το έχεις πιο σίγουρα. Δεν έπαψες να είσαι πατέρας. Είσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -όχι πια πατέρας ενός θνητού πλάσματος, μα ενός αθάνατου όντος! Μη νομίζεις ότι έχασες πραγματικά το παιδί σου, επειδή δεν είναι κοντά σου. Όπως θα συνέχιζε να είναι παιδί σου, αν είχε μεταναστεύσει σε μακρινή χώρα, έτσι και τώρα, που έφυγε για τον ουρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τα μάτια του κλειστά, το στόμα του άφωνο και το σώμα του ακίνητο, μη σκέφτεσαι: «Αυτό το στόμα δεν μιλάει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέπουν πια, αυτά τα πόδια δεν βαδίζουν πια». Αλλά να σκέφτεσαι: «Αυτό το στόμα θα πει καλύτερα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιότερα πράγματα, αυτά τα πόδια θα περπατήσουν στον ουρανό, αυτό το σώμα θα αναστηθεί άφθαρτο και θα πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο».
«Αλλά δεν γνωρίζω πού πήγε», ίσως θα μου πεις. Πώς δεν το γνωρίζεις; Είτε θεάρεστα έζησε είτε όχι, είναι γνωστό πού θα πάει. «Γι’ αυτό ακριβώς κλαίω», θα εξηγήσεις, «γιατί έφυγε φορτωμένο με αμαρτίες». Μα κι αν δεν είχε αμαρτίες, μήπως δεν θα έκλαιγες και δεν θα βαρυγκωμούσες; Τώρα παραπονιέσαι στον Θεό και Του λες: «Γιατί μου πήρες το παιδί μου γεμάτο αμαρτίες;». Τότε θα Του έλεγες: «Γιατί μου πήρες ένα τόσο καλό παιδί;». Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, πρέπει να χαίρεσαι: αν το παιδί ήταν αμαρτωλό, γιατί έπαψε πια να αμαρτάνει και δεν πρόσθεσε μεγαλύτερο βάρος κακίας στην ψυχή του· ενώ μάλιστα δεν μπορούσες να το βοηθήσεις όσο ζούσε, γιατί δεν άκουγε τις συμβουλές σου, τώρα μπορείς να το βοηθήσεις· όχι με δάκρυα και θρήνους, αλλά με προσευχές και ελεημοσύνες και προσφορές. Αυτά καθορίστηκαν από τους αγίους Αποστόλους όχι τυχαία, αλλά με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερέας, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, όταν τελεί τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, μνημονεύει όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους νεκρούς, οπότε οι ψυχές ανακουφίζονται. Και όταν εμείς κάνουμε γι’ αυτούς προσφορές στην εκκλησία ή ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους προξενούμε κάποια παρηγοριά, όσο αμαρτωλοί κι αν ήταν. Αν πάλι το παιδί σου ήταν καλό και ενάρετο, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να λυπάσαι. Γιατί, όπως ο καθαρός κι ολόλαμπρος ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό, έτσι και η καθαρή ψυχή, που εγκαταλείπει το σώμα, ανεβαίνει ολόλαμπρη, με τη συνοδεία αγγέλων, στο βασίλειο του Θεού.
Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να πεθάνει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε τον θάνατο; Γιατί δεν μας έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών. Αν είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε. Όποιος φοβάται πάντα την κόλαση, δεν θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Να μην έχετε, λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού. Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλά ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται όμως την επικίνδυνη φωτιά. Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ’ ένα αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα και καίγονται.
Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε τον θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονομήσω τη βασιλεία των ουρανών και θανάτωσέ με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη θανάτωσή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ’ εκείνα τα αγαθά. «Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα», ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιος είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πεθάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοιάζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Άβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός παραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Άβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στεφάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.
Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθάνεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Άβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιος από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στην αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;
Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πεθαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ’ αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποια ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοήσουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τίποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλλιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας. Αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα. Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από τον θάνατο.
Με αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσα από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συνοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναίκα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.
Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Αγία Γραφή: «Πολλοὶ τύραννοι ἐκάθισαν ἐπὶ ἐδάφους, ὁ δὲ ἀνυπονόητος ἐφόρεσε διάδημα(:Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθισαν στο χώμα· κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα)» [Σοφία Σειράχ, 11,5].
Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποια είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα. Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε απασχολεί: το ότι κάποτε τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.
Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: «Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες; Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τι απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή;». Πλησίασε στον τάφο και κοίτα την σκόνη, την σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη την σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στην γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν· εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.
Τι έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τι έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιος άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τι θέλει, πάλι, κι αυτή η υπερβολικά ανώφελη, και όχι η εντελώς απαραίτητη, δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με(:Πείνασα και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ήμουνα γυμνός και με ντύσατε)» [Ματθ. 25,35-36]. Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιαν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα σε υπερπολυτελή φέρετρα και με αμέτρητα στέφανα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, και εμείς αδιαφορούμε γι’ αυτό;
Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τα ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου να ‘ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θα αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θα αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε την Βασιλεία των ουρανών, για ν’ αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
«Θέματα ζωής. Από τις ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου», Τόμος Α’, σελ. 108-121, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013.Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων, καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 7,11-17]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ
«Ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν»[Λουκ.7,11]
Πρόσεχε όμως πώς σε παράδοξα συνάπτει παράδοξα. Και στην περίπτωση όμως της θεραπείας του άρρωστου δούλου του εκατόνταρχου στην οποία αναφέρθηκε αμέσως προηγουμένως βέβαια αφού Τον κάλεσαν να βοηθήσει απάντησε, εδώ όμως, στην πόλη Ναΐν, αν και δεν καλείται για βοήθεια, πηγαίνει· γιατί κανένας δεν Τον καλούσε σε ανάσταση νεκρού, αλλά πηγαίνει σε αυτήν από μόνος Του. Και νομίζω με πάρα πολλή σοφία, για να συνδυάσει με το προηγούμενο θαύμα της θεραπείας του ασθενούς δούλου του πιστού εκατόνταρχου και αυτό· δεν ήταν βέβαια καθόλου παράδοξο να φανταστεί κανείς, ότι κάποιος θα μπορούσε να αντιδράσει πολεμώντας τη δόξα του Σωτήρα και λέγοντας: «Τι το αξιοθαύμαστο έγινε στο δούλο του εκατόνταρχου; Άρρωστος ήταν, δεν επρόκειτο οπωσδήποτε να πεθάνει». Και αυτό το έχει γράψει ο ευαγγελιστής, διηγούμενος αυτά που ήταν για χαρά μάλλον, παρά τα αληθινά· για να φράξει λοιπόν την ακόλαστη γλώσσα τέτοιων ανθρώπων, λέγει ότι ο Χριστός συνάντησε ήδη πεθαμένο τον νεανίσκο, τον μονογενή υιό της χήρας αυτής γυναίκας. Το πάθος ήταν αξιολύπητο και μπορούσε να προκαλέσει θρήνο και αφορμές για δάκρυα. Και ακολουθούσε το πάθος μεθυσμένη και παραλυμένη πια από τον ανείπωτο πόνο η γυναίκα και μαζί με αυτήν πολλοί άλλοι.
«Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ(:Και αφού πλησίασε, άγγιξε το φέρετρο)»[Λουκ.7,14]
Γιατί όμως δεν έκανε το θαύμα μόνο με τον λόγο, αλλά άγγιξε και τη σορό; Για να μάθεις ότι το άγιο Σώμα του Χριστού είναι ενεργό για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί είναι σώμα ζωής, και σάρκα του Λόγου που μπορεί να κάνει τα πάντα και που φόρεσε τη δύναμή Του. Όπως δηλαδή το σίδερο όταν έρθει σε επαφή με τη φωτιά κάνει αυτά που κάνει και η φωτιά, και εκπληρώνει τη δική του ανάγκη, έτσι, επειδή η σάρκα έγινε σάρκα Εκείνου που ζωογονεί τα πάντα, γι’ αυτό έγινε και ζωοποιός, αποκτώντας τη δύναμη να καταργεί τον θάνατο και τη φθορά· γιατί πιστεύουμε ότι το σώμα του Χριστού είναι ζωοποιό, επειδή είναι και ναός και κατοικία του ζωντανού Λόγου, έχοντας όλες τις ενέργειές του. Δεν αρκέστηκε λοιπόν μόνο στο να προστάξει, αν και ήταν συνηθισμένος να κάνει όλα όσα θέλει, αλλά έθεσε στη σορό και τα χέρια Του, δείχνοντας ότι και το σώμα Του έχει τη ζωοποιό ενέργεια.
«Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ (:Και κατέλαβε φόβος όλους και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι “προφήτης μέγας παρουσιάστηκε μεταξύ μας και ότι ο πανάγαθος Θεός επισκέφτηκε τον λαό Του”)»[Λουκ.7,16]
Ήταν μεγάλο και αυτό σε έναν αναίσθητο και αχάριστο λαό, γιατί ύστερα από λίγο ούτε προφήτη Τον θεωρούν, ούτε ότι φανερώθηκε για το καλό του λαού, αλλά Αυτόν που κατάργησε τον θάνατο, Τον παρέδωσαν σε θάνατο, μη γνωρίζοντας ότι τότε, ναι τότε ακριβώς καταργούσε τον θάνατο, όταν έκανε την ανάσταση του εαυτού Του.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν εύαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκάν Α΄», σελ. 344-347.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 7,11-17]
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΪΝ
Ο μέγας Παύλος, αποδεικνύοντας το θείο και κοινωφελές της πίστεως και εξαγγέλλοντας τα έργα της και τα κατορθώματα και τους καρπούς και την δύναμή της, αρχίζει από τους αιώνες, από τους οποίους δεν υπάρχει τίποτε αρχαιότερο. Λέει ότι «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι(:Με την πίστη και όχι με τις εξωτερικές μας αισθήσεις κατανοούμε και γνωρίζουμε ότι ο ορατός κόσμος, που έγινε μέσα στον χρόνο, δημιουργήθηκε άρτιος και αρμονικός με τον λόγο και το πρόσταγμα του Θεού. Και συνεπώς όσα κτίσματα βλέπουμε τώρα, έχουν γίνει ενώ δεν υπήρχαν πριν και δεν φαίνονταν με τις σωματικές αισθήσεις)»[Εβρ.11,3], και τελειώνει με την μελλοντική παγκόσμια ανάσταση και την τελείωση των αγίων που θα πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκειά της και που τίποτα δεν είναι τελειότερο από αυτήν[ βλ. Εβρ.11,39-40: «Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι(:Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς. Κι αυτό διότι ο Θεός προέβλεψε για μας κάτι καλύτερο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθμό τέλειο την σωτηρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβουμε όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρισκόμαστε τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ αυτούς˙ όχι μόνο επειδή ζούμε στα χρόνια της απολυτρώσεως του Χριστού, αλλά και επειδή η περίοδος της αναμονής για μας είναι μικρότερη)»].
Καταρτίζοντας μάλιστα τον κατάλογο εκείνων που θαυμάστηκαν για την πίστη τους και επιμαρτυρούν αυτήν με τα προσωπικά τους παραδείγματα, λέει και το εξής, ότι με την πίστη «ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν (:με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες)» [Εβρ.11,35]. Και αυτές πιο συγκεκριμένα είναι η χήρα στα Σαρεπτά και η Σουναμίτιδα, από τις οποίες η μία έλαβε τον γιο της που είχε πεθάνει πάλι ζωντανό από τον προφήτη Ηλία[Γ΄Βασ.17,23: «Καὶ κατήγαγεν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ ὑπερῴου εἰς τὸν οἶκον καὶ ἔδωκεν αὐτὸ τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ εἶπεν Ἠλιού· βλέπε, ζῇ ὁ υἱός σου(:Και το κατέβασε από το υπερώο στο σπίτι και το έδωσε στη μητέρα του· και είπε ο Ηλίας: ‘’Κοίτα, ζει ο γιος σου’’)»], ενώ η Σουναμίτιδα πήρε τον δικό της πάλι πίσω ζωντανό από τον Ελισσαίο[Δ΄Βασ.4,32: «Καὶ εἰσῆλθεν Ἑλισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἰδοὺ τὸ παιδάριον τεθνηκὸς κεκοιμισμένον ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ(:Και μπήκε ο Ελισσαίος στο σπίτι και ιδού, βλέπει το παιδάκι νεκρό, ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι του)»· Δ΄Βασ.4,36: «Καὶ ἐξεβόησε Ἑλισαιὲ πρὸς Γιεζὶ καὶ εἶπε· κάλεσον τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσε, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν. καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· λάβε τὸν υἱόν σου(:Και φώναξε τότε ο Ελισσαίος τον υπηρέτη του τον Γιεζί και του είπε: ‘’Κάλεσε αυτήν την γυναίκα την Σωμανίτιδα’’. Και την φώναξε ο Γιεζί και όταν αυτή παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Ελισσαίος της είπε: ‘’Πάρε πίσω ζωντανό τον γιο σου’’)»].
Η καθεμιά τους επέδειξε με τα έργα δυνατή πίστη. Η μεν χήρα στα Σαρεπτά την επέδειξε προλαβαίνοντας την επηγγελμένη από τον προφήτη αύξηση των τροφίμων κατά την πίστη και τρέφοντας αυτόν πριν από τα παιδιά της από τη φούχτα αλεύρι και το λίγο λάδι, τα οποία μόνα είχε να φάει, και έπειτα περιμένοντας να πεθάνει μαζί με τα παιδιά της. Αλλά και όταν μετά την προσέλευση του Ηλία αρρώστησε και πέθανε ο γιος της, διότι, λέει, «ἦν ἡ ἀῥῥώστια αὐτοῦ κραταιὰ σφόδρα, ἕως οὐχ ὑπελείφθη ἐν αὐτῷ πνεῦμα(:η αρρώστιά του ήταν τόσο πολύ σοβαρή, ώστε χειροτέρευε συνεχώς, μέχρις ότου έπαψε να αναπνέει και τελικά πέθανε)» [Γ΄Βασ. 17,17], αυτή δεν έδιωξε τον προφήτη, δεν τον μέμφθηκε, δεν απομακρύνθηκε από την θεοσέβεια που διδάχθηκε από αυτόν· αλλά κατηγόρησε τον εαυτό της και νόμισε ότι αιτία του θανάτου του παιδιού της είναι οι δικές της οι αμαρτίες· σε αυτήν την συμφορά αποκαλούσε τον Ηλία «άνθρωπο του Θεού» και κατηγορούσε μάλλον τον εαυτό της και του έλεγε μάλλον με προτρεπτικό παρά με σκωπτικό τόνο: «Τί ἐμοὶ καὶ σοί, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Εἰσῆλθες πρός με τοῦ ἀναμνῆσαι ἀδικίας μου καὶ θανατῶσαι τὸν υἱόν μου;(:Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, άνθρωπε του Θεού; Ήρθες στο σπίτι μου για να υπενθυμίσεις στον Θεό τις αμαρτίες μου και να με τιμωρήσει γι’ αυτές με τον θάνατο του γιου μου;)»[Γ΄Βασ. 17,18]. «Φως είσαι εσύ», λέει, «κατά μέθεξη ως διάκονος του φωτός της δικαιοσύνης, και καθώς ήλθες, κατέστησες εμφανή τα αφανή μου αμαρτήματα· αυτά λοιπόν μου θανάτωσαν τον υιό». Βλέπετε πίστη αλλόφυλης γυναίκας; Βλέπετε ταπείνωση; Γι’αυτό άλλωστε εύλογα έλαβε την εκλογή από τον Θεό και καταξιώθηκε να γίνει πρότυπο της κλήσεως και πίστεως των εθνών και έπειτα δέχθηκε και το παιδί της ζωντανό.
Η δε Σωμανίτιδα έδειξε την πίστη της και με όσα είπε προς τον άντρα της για τον Ελισσαίο και με όσα ετοίμασε για την φιλοξενία του προφήτη και με την αξιοπρέπεια που επέδειξε όταν πέθανε το παιδί της. Διότι, κρύβοντας ήσυχα την συμφορά, έτρεξε προς τον προφήτη και τον έσυρε προς την οικία, λέγοντας προς αυτόν: «Ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζωντανός και ακούει· ορκίζομαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοηθήσεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30], και με αυτήν την πίστη δέχθηκε τον υιό της αναστημένο από τον προφήτη, ώστε το εξαιρετικό αυτό θαύμα να μην είναι περισσότερο εκείνων των προφητών από όσο της πίστεως των μητέρων που δέχθηκαν τους αναστημένους γιους τους [Εβρ.11,35: «Ἒλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν(:Με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες)»].
Αλλά παρά το ότι οι προφήτες είχαν συνεργό την πίστη και την προς τον Θεό ευαρέστηση των μητέρων, ο μεν Ηλίας και τα άλλα έκανε και προς τον Θεό φώναξε με ολοφυρμό λέγοντας: «Οἴμοι, Κύριε, ὁ μάρτυς τῆς χήρας, μεθ᾿ ἧς ἐγὼ κατοικῶ μετ᾿ αὐτῆς, σὺ κεκάκωκας τοῦ θανατῶσαι τὸν υἱὸν αὐτῆς(:Αλίμονο, Κύριε, Εσύ είσαι μάρτυρας της προθυμίας και της καλοσύνης, με την οποία με φιλοξενεί η χήρα αυτή. Εσύ λοιπόν έφτασες να την πληγώσεις τόσο πολύ, ώστε να θανατώσεις τον γιο της;)». Και επικαλέστηκε τον Κύριο και είπε «Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπιστραφήτω δὴ ἡ ψυχὴ τοῦ παιδαρίου τούτου εἰς αὐτόν(:Κύριε, Θεέ μου, ας επιστρέψει, Σε παρακαλώ, η ψυχή του μικρού αυτού παιδιού σε αυτό)». Και έτσι έγινε[Γ΄Βασ.17,20: «Καὶ ἐγένετο οὕτως, καὶ ἀνεβόησε τὸ παιδάριον(:Και ευθύς αμέσως έγινε έτσι, και ξαναζωντάνεψε το νεκρό παιδάκι και φώναξε)»].
Ο Ελισσαίος, από την άλλη, όχι μόνο προσφύονταν στο μικρό νεκρό παιδί, ερχόμενος και φεύγοντας από αυτό έως επτά φορές, αλλά και προσευχήθηκε προς τον Κύριο όπως έχει μαρτυρηθεί από την Αγία Γραφή, και έτσι αναζωογόνησε και ανέστησε τον υιό της Σωμανίτιδας [Δ΄Βασ.4,33-35: «Καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον· καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σάρξ τοῦ παιδαρίου. Καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ(: Ο Ελισσαίος μπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα του δωματίου, στο οποίο έμεινε μόνο αυτός και το νεκρό παιδί, και προσευχήθηκε στον Κύριο. Κατόπιν ανέβηκε στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω από το νεκρό παιδί και έβαλε το στόμα του πάνω στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του επάνω στα μάτια του παιδιού και τα χέρια του επάνω στα χέρια του νεκρού και ξάπλωσε επάνω του. Με τον τρόπο αυτό ζεστάθηκε το σώμα του παιδιού. Ο Ελισσαίος σηκώθηκε, αποσύρθηκε και βάδισε εδώ και εκεί μέσα στο σπίτι και ανέβηκε πάλι στο κρεβάτι και ξάπλωσε επάνω στο παιδί όπως και προηγουμένως· αυτό το έκανε επτά φορές. Και το παιδί άνοιξε τα μάτια του!)» ].
Ο δε Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κατά την αναγινωσκομένη σήμερα περικοπή του Ευαγγελίου [Λουκά 7,11-16], ευσπλαχνίστηκε την χήρα, της οποίας ο υιός εκφερόταν νεκρός, και χωρίς να αργοπορήσει μήτε να διαπραγματευτεί, μήτε να προσευχηθεί, αλλά με πρόσταγμα μόνο έδωσε στην πενθούσα μητέρα τον μονογενή υιό της ζωντανό από νεκρό. Έτσι έδειξε ότι Αυτός μόνο είναι κύριος ζωής και θανάτου· διότι λέγει ο ευαγγελιστής στη συνέχεια: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν(:Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν)»[Λουκά 7,11]. Ο Κύριος έρχεται για το μεγάλο αυτό θαύμα της αναστάσεως αυτόκλητος, για να δείξει όχι μόνο την ζωοποιό δύναμη, αλλά και ότι έχει ασύγκριτη την αγαθότητα και την ευσπλαχνία. Διότι τον μεν Ηλία φάνηκε σαν να τον έσκωπτε η χήρα γυναίκα στα Σαρεπτά, παρακινώντας τον να επαναφέρει στη ζωή το νεκρό παιδί της· τον δε Ελισσαίο η Σουναμίτιδα αφού τον παρατήρησε πρώτα ότι δεν προείδε τι επρόκειτο να πάθει το παιδί που θαυματουργικά είχε δώσει σε εκείνη που ήταν στείρα, έπειτα και τον κατανάγκασε λέγοντας: «Ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζωντανός και ακούει· ορκίζομαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοηθήσεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30]. Ο Κύριος όμως προγινώσκει μόνος Του και χωρίς να τον επικαλεστεί κανείς, πορεύεται προς την πόλη, από την οποία εκφερόταν το πεθαμένο παιδί.
«Την επόμενη μέρα βάδιζε», λέει. Και αυτό επεσήμανε πανσόφως ο ευαγγελιστής. Διότι η ανάσταση του παιδιού της χήρας υποτυπώνει την ανακαίνιση του νου μας. Διότι και η ψυχή μας εξαιτίας της αμαρτίας ήταν χήρα του ουρανίου Νυμφίου, που είχε σαν μονογενή υιό τον νου της, ο οποίος είχε πεθάνει από το κεντρί της αμαρτίας, χάνοντας την αληθινή ζωή· εκφερόταν δε και αυτός από τα πάθη που τον μετέφεραν κάπου μακριά από τον Θεό σε βυθούς άδη και απώλειας. Αλλά αφού ο Κύριος βάδισε προς εμάς και ήλθε κοντά μας με την ένσαρκη παρουσία Του, τον ανακαίνισε και τον ανήγειρε. Αυτή όμως η παρουσία δεν έγινε σε εμάς από την αρχή, αλλά ύστερα, κατά τους τελευταίους αιώνες. Γι’αυτό ο ευαγγελιστής δεν παρέλειψε ούτε αυτό, λέγοντας: «Βάδιζε την επόμενη μέρα» ο Ιησούς για να αναστήσει τον πεθαμένο υιό της χήρας και να μετατρέψει το πένθος της σε ευφροσύνη.
Προσέχετε επιμελώς όσα λέγονται, αδελφοί, παρακαλώ· διότι και από σας ο καθένας, αν αισθανθεί τον μέσα του άνθρωπο πεθαμένο και θρηνήσει τις αμαρτίες του, πενθώντας και μελαγχολώντας γι’ αυτές σε μετάνοια, θα πορευτεί και προς αυτόν ο Παράκλητος παρέχοντας την αιώνια παράκληση. Διότι λέγει ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται(:Μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεό)» [Ματθ.5,4].
Αλλά λέγει: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς(:Αργότερα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαινε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί Του βάδιζαν και οι μαθητές Του, οι οποίοι ήταν αρκετοί, καθώς και πλήθος λαού πολύ)» [Λουκά 7,11]. Πραγματικά ο μεν Ηλίας απομονώνεται όταν πρόκειται να αναστήσει τον υιό της χήρας στα Σαρεπτά[Γ΄Βασ.17,19: «Καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς τὴν γυναῖκα· δός μοι τὸν υἱόν σου. καὶ ἔλαβεν αὐτὸν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτῆς καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸ ὑπερῷον, ἐν ᾧ αὐτὸς ἐκάθητο ἐκεῖ, καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης(:Και είπε ο Ηλίας στην γυναίκα: «Δώσε μου τον γιο σου». Και πήρε το νεκρό παιδί από την αγκαλιά της μητέρας του και το ανέβασε στο ανώγειο δωμάτιο, στο οποίο έμενε ο ίδιος, και το ξάπλωσε στο κρεβάτι του)» ], ο δε Ελισσαίος, αφού ανέβηκε στο υπερώο, όπου έκειτο ο πεθαμένος, «εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον(:μπήκε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα του δωματίου, στο οποίο έμεινε μόνο αυτός και το νεκρό παιδί, και προσευχήθηκε προς τον Κύριο)»· «έκλεισε την θύρα», όπως λέει η ιστορία, «μπροστά στους δύο αυτούς», δηλαδή την Σωμανίτιδα και τον μαθητή του Γιεζί[Δ΄Βασ.4,33]. Επειδή δηλαδή χρειαζόταν εκτενεστάτη δέηση προς τον Θεό, είναι δε οι άνθρωποι πλασμένοι, όταν απομονωθούν, να απασχολούν τον νου τελειότερα και να τον ανατείνουν προς τον Θεό- ενώ ο Κύριος, έχοντας αληθινά την εξουσία ζωής και θανάτου, δεν χρειάζεται καθόλου προσευχή για να ζωοποιήσει το παιδί, όχι μόνο τους μαθητές Του είχε μαζί Του, αλλά και πολύ λαό που άλλον έφερε Αυτός και άλλον βρήκε γύρω από τον κηδευόμενο. Και ενώ όλοι έβλεπαν και άκουγαν, ζωοποίησε τον νεκρό με μόνο το πρόσταγμα, κάνοντας αυτό από φιλανθρωπία σε δημόσια θέα, για να προσελκύσει όλους στην προς Αυτόν σωτήρια πίστη. Διότι «ὡς δὲ ἤγγισε(:μόλις όμως πλησίασε)», λέγει, «τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς(:στην πύλη της πόλεως, ιδού, έβγαζαν έξω ένα νεκρό)», δηλαδή προγνωρίζοντας και της εκφοράς την ώρα ήλθε εγκαίρως· «ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς (:έβγαζαν έξω ένα νεκρό)», λοιπόν, «υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα (:τον μονάκριβο γιο μιας μητέρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέναν άλλο προστάτη στον κόσμο)» [Λουκά 7,12].
Τα ίδια πράγματα στην πενθούσα και την λύπη αύξησαν πολλαπλάσια και την λύση έφεραν εξαίσια· διότι ο Κύριος βλέποντας μία μητέρα, και μάλιστα χήρα μητέρα, που στήριζε τις ελπίδες της σε ένα παιδί και το χάνει τώρα με πρόωρο θάνατο, να ακολουθεί την σορό του παιδιού και να θρηνεί με τρόπο ελεεινό, «ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε (:την σπλαχνίσθηκε, και γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι σε λίγο θα ανέσταινε τον γιο της της είπε: ‘’Μην κλαις’’)» . «Ευσπλαχνίστηκε», λέει -πώς δεν θα το έκανε αυτό ο «πατέρας των ορφανών και υπερασπιστής των χηρών»;[βλ.Ψαλμ.67,6: «Ταραχθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτοῦ τῶν χηρῶν(: Οι άδικοι και όσοι καταπιέζουν τους ασθενείς και τους αδυνάτους θα ταραχθούν και θα τρομάξουν προ του προσώπου Του· διότι Αυτός είναι ο προστάτης των αδικουμένων· είναι ο πατήρ των ορφανών και ο υπερασπιστής και συνήγορος των χηρών)» – «καὶ εἶπεν αὐτῇ», παρηγορώντας και προβλέποντας το μέλλον: «Μὴ κλαῖε» [Λουκά 7,13]. Εκείνος βέβαια γνώριζε τι επρόκειτο να πράξει, η δε γυναίκα δεν γνώριζε Αυτόν, πολύ δε περισσότερο δεν γνώριζε ούτε το μέλλον, γι’αυτό και δεν είχε πίστη και δεν ζητούσε τίποτε από Αυτόν· ούτε Αυτός απαιτούσε πίστη από αυτήν, αλλά μπορώντας τα πάντα και μην έχοντας ανάγκη ούτε την από τους πιστεύοντες συνέργεια, «προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ(:τότε πλησίασε και άγγιξε το φέρετρο)», για να δείξει ότι έχει και το σώμα Του ζωοποιό ως ομόθεη δύναμη· «καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι(:και είπε: ‘’Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω’’)».
«Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς(:Τότε ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο)» [Λουκά 7,14]. Διότι το κουφό το χώμα άκουσε Αυτόν που καλούσε όσα δεν υπήρχαν, ως να υπήρχαν στην πραγματικότητα πάλι, άκουσε Αυτόν που φέρει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς Του, άκουσε όχι άνθρωπο θεοφόρο, αλλά Θεό που ενανθρώπησε· και όχι μόνο «ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς(:ο νεκρός ανασηκώθηκε και κάθισε ζωντανός πάνω στο φέρετρο)» αλλά και «ἤρξατο λαλεῖν(:άρχισε να μιλάει)». Πραγματικά και στην περίπτωση του γιου της χήρας στα Σαρεπτά, όταν επέστρεψε η ψυχή του σε αυτόν, αμέσως φώναξε το μικρό παιδί, σύμφωνα με την ιστορία. Και είναι αυτό δείγμα του ότι η ανάσταση δεν είναι κατά φαντασία [Γ΄Βασ.17,21-22:«Καὶ ἐνεφύσησε τῷ παιδαρίῳ τρὶς καὶ ἐπεκαλέσατο τὸν Κύριον καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπιστραφήτω δὴ ἡ ψυχὴ τοῦ παιδαρίου τούτου εἰς αὐτόν. Καὶ ἐγένετο οὕτως, καὶ ἀνεβόησε τὸ παιδάριον(:Και προκειμένου να μεταδώσει ζωή στο νεκρό φύσησε στο παιδί τρεις φορές και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο και είπε: ‘’Κύριε ο Θεός μου, ας επιστρέψει, Σε παρακαλώ, η ψυχή του μικρού τούτου παιδιού πάλι σε αυτό’’. Και ευθύς αμέσως έγινε έτσι, και ξαναζωντάνεψε το νεκρό παιδάκι και πάλι βγήκε φωνή από το στόμα του)»].
Ο μεν Ηλίας λοιπόν ανάστησε ένα νεκρό με την προσευχή του και ο Ελισσαίος ανάστησε ένα νεκρό παιδί όταν ο ίδιος ήταν στη ζωή, αλλά και έναν άλλο νεκρό όταν και ο ίδιος ο Ελισαίος είχε πεθάνει πια[ βλ. Δ΄Βασ.13,21: «Καὶ ἐγένετο αὐτῶν θαπτόντων τὸν ἄνδρα, καὶ ἰδοὺ εἶδον τὸν μονόζωνον καὶ ἔῥῥιψαν τὸν ἄνδρα ἐν τῷ τάφῳ Ἑλισαιέ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἥψατο τῶν ὀστέων Ἑλισαιὲ καὶ ἔζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ(:Τότε λοιπόν συνέβη το εξής: Ενώ οι Ισραηλίτες κήδευαν και ετοιμάζονταν να ενταφιάσουν κάποιον νεκρό, να, είδαν ξαφνικά τους αντάρτες της Μωάβ να έρχονται. Οι τρομαγμένοι Ισραηλίτες έριξαν αμέσως τον νεκρό στον τάφο του Ελισαίου και έφυγαν. Μόλις όμως ο νεκρός άγγιξε τα οστά του προφήτη, ανέζησε, σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος στα πόδια του)»], βεβαιώνοντας και προδεικνύοντας την θεανδρική ζωοποιό ενέργεια του Χριστού· ο δε Κύριος τρεις νεκρούς ανάστησε με πρόσταγμα πριν από τον σταυρό, το παιδί αυτό της χήρας, την θυγατέρα του αρχισυναγώγου[ βλ. Λουκά 8,54-55: «Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν (:Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: ‘’Κόρη, σήκω επάνω’’. Τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της)»] και τον τετραήμερο Λάζαρο [Ιω. 11,43-44: «Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(:Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’. Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)»]. Στον σταυρό επίσης ανάστησε πολλούς, οι οποίοι και «ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς (:εμφανίστηκαν σε πολλούς)» [ βλ. Ματθ.27,51-53: «Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη. Καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς(:Και ιδού, το παραπέτασμα που χώριζε στο ναό τα Άγια από τα Άγια των Αγίων σχίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω˙ και η γη κλονίστηκε, και οι πέτρες στην περιφέρεια της Ιερουσαλήμ σχίστηκαν εξαιτίας του σεισμού, και τα μνημεία που ήταν στους βράχους που σχίστηκαν, άνοιξαν, και από τα μνημεία που άνοιξαν τη στιγμή εκείνη, πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν, όταν μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε πρώτος ο Χριστός. Κι αφού βγήκαν από τα μνημεία μετά την ανάστασή Του, μπήκαν στην αγία πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλούς)»].
Επιπλέον μετά τον για χάρη μας σταυρικό Του θάνατο ανέστησε τον εαυτό Του, μάλλον δε τον εξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος Αυτός αρχηγός της αϊδίας ζωής. Διότι όλοι οι άλλοι, αν και αναστήθηκαν, πάντως απέκτησαν την δική μας θνητή ζωή. Από όταν όμως Εκείνος αναστήθηκε, «θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει(:ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν μπορεί να Τον κυριεύσει)» [βλ. Ρωμ.6,9: «Εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει(:Κι έχουμε την πεποίθηση αυτή, διότι γνωρίζουμε ότι αφού ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, δεν πεθαίνει πλέον˙ ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν μπορεί να Τον κυριεύσει)» [Ρωμ.6,9].
Γι’αυτό και μόνος ο Κύριος «έγινε απαρχή των κεκοιμημένων» [βλ. Α΄Κορ. 15,20: «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο(:Τώρα όμως ο Χριστός αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς. Όπως οι πρώιμοι καρποί, που ωριμάζουν πρωτύτερα από τους άλλους και μας προαναγγέλλουν ότι θα ακολουθήσει και ολόκληρη η συγκομιδή, έτσι και ο Χριστός αναστήθηκε πρώτος απ’ τους άλλους και βεβαιώνει με την Ανάστασή Του ότι θα ακολουθήσει έπειτα η ανάσταση και των άλλων νεκρών)»] και «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» [Κολοσ.1,18: «Καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων(:Και Αυτός από τον Οποίο τα πάντα συγκρατούνται, είναι η κεφαλή του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Αυτός είναι η αρχή της Εκκλησίας και ο ιδρυτής της, ο πρώτος που αναστήθηκε από τους νεκρούς, για να γίνει Αυτός και ως προς την ανθρώπινη φύση Του πρώτος σε όλα˙ πρώτος δηλαδή και στην Εκκλησία και στην ανάσταση)»· βλ. και Πράξ. 26,22-23: «Ἐπικουρίας οὖν τυχὼν τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης ἕστηκα μαρτυρόμενος μικρῷ τε καὶ μεγάλῳ, οὐδὲν ἐκτὸς λέγων ὧν τε οἱ προφῆται ἐλάλησαν μελλόντων γενέσθαι καὶ Μωϋσῆς, εἰ παθητὸς ὁ Χριστός, εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν φῶς μέλλει καταγγέλλειν τῷ λαῷ καὶ τοῖς ἔθνεσι (:Αλλά ο Θεός με προστάτευσε και με γλύτωσε από τον θάνατο. Μετά λοιπόν από τη βοήθεια και την προστασία αυτή του Θεού, στέκομαι σώος και αβλαβής μέχρι την ημέρα αυτή και δίνω τη μαρτυρία μου σε μικρούς και μεγάλους. Και με τη μαρτυρία μου αυτή δεν λέω τίποτε άλλο εκτός από εκείνα που οι προφήτες και ο Μωυσής είπαν ότι πρόκειται να γίνουν. Και με βάση τους προφήτες δίνω απάντηση στα ζητήματα που συζητούνται μεταξύ των Ιουδαίων, για το αν δηλαδή ο Χριστός θα υποβαλλόταν σε σκληρό πάθος, για το αν πρώτος θα ανασταινόταν από τους νεκρούς και για το αν θα κήρυττε το φως της ευαγγελικής αλήθειας όχι μόνο στον ιουδαϊκό λαό, αλλά και στους εθνικούς)» Πράξ.26,23] και πίστωσε και επαγγέλθηκε σε μας όχι μόνο αυτήν την θνητή και πρόσκαιρη ζωή μας που κατευθύνεται από ζωικό πνεύμα, αλλά και την αποκειμένη για μας κατά τις ελπίδες μας ένθεο και αθάνατη και αιώνια· διότι αυτή είναι δώρο Του πραγματικά θεοπρεπέστατο. Καθώς λοιπόν δεν παρέχει εδώ από χάρη γι ‘αυτό , αλλά το πράττει για άλλους, οδηγώντας τους προς την πίστη που είναι πρόξενος της αιώνιας ζωής. Και εδώ πραγματικά, όπως ιστορεί σαφώς ο ευαγγελιστής, δεν αναστήθηκε το παιδί για τον εαυτό του, αλλά για την μητέρα από ευσπλαχνία γι’ αυτήν· γι’αυτό και αφού τον ανέστησε, τον έδωσε στη μητέρα του.
Αλλά βλέπετε πως ο Κύριος από ευσπλαχνία για την χήρα που πενθούσε τον υιό της, δεν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικούς προς αυτήν λόγους, αλλά και με έργα την βοήθησε; Έτσι να κάνουμε και εμείς κατά δύναμη και να μην είμαστε μόνο με λόγια συμπονετικοί προς όσους κακοπαθούν, αλλά να επιδείξουμε και με έργα την συμπάθειά μας προς αυτούς. Αν πραγματικά εμείς επιδείξουμε με όλη την δύναμη την ευεργεσία, και ο Θεός σε ανταμοιβή θα αντεπιδείξει με κάθε δύναμη την ευεργεσία προς εμάς. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πόσο υπεροχική και υπερβολική είναι η αμοιβή· όσο δηλαδή υπερέχει ο Θεός του ανθρώπου, τόσο υπερέχει και η δύναμη Εκείνου από την ανθρώπινη δύναμη και η χάρις που ενεργείται από την δύναμη εκείνη της χάριτος που δίδεται από μας. Αν κανείς ζητούσε χάλκινους οβολούς και ανταπέδιδε χρυσούς στατήρες, ποιος δεν θα δεχόταν την ανταλλαγή; Τώρα δε δεν πρόκειται να αλλάξουμε «χάλκεια χρυσέων(:χάλκινα αντί για χρυσά)» [Ιλιάδος Ζ236], που είναι τα δυο κατά την φύση τους μέταλλα σχεδόν ομότιμα, αλλά να προσφέρομε ανθρώπινα και να αποκομίσουμε θεία, και μάλιστα ανθρώπινα προς ανθρώπους, πράγμα που είναι φυσικό χρέος· διότι την συμπάθεια μεταξύ μας και το έλεος μεταξύ μας τα οφείλουμε οπωσδήποτε από την φύση μας. Αν επίσης κοιτάξουμε και τους πολυτρόπους οικτιρμούς του Θεού προς εμάς, παρά την προς αλλήλους συγχωρητικότητα και κοινωνικότητα και φιλανθρωπία, λέγοντας: «Ἄφετε καί ἀφεθήσεται ὑμῖν, δίδοτε καί δοθήσεται ὑμῖν(:Δώστε συγχώρεση και θα σας συγχωρεθούν και σας οι αμαρτίες σας, δώστε έλεος και θα δοθεί και σε σας έλεος από τον Θεό)»[βλ. Λουκά 6,38: «Δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν· τῷ γὰρ αὐτῷ μέτρῳ ᾧ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν(:Δίνετε σε εκείνους που έχουν ανάγκη βοήθειας, και θα δώσει και σε σας βοήθεια ο Θεός. Η πρόνοια, η δικαιοσύνη και η αγαθότητα του Θεού θα σας δώσει στην αγκαλιά σας ένα μέτρο καλό, στοιβαγμένο και κουνημένο, ώστε να μη μένει καθόλου κενός χώρος στο δοχείο της μετρήσεως, ένα μέτρο που θα πλεονάζει και θα ξεχύνεται. Διότι με την ίδια πλούσια διάθεση και με το ίδιο μέτρο της ευεργεσίας με το οποίο μετράτε τις δωρεές σας προς τους άλλους, θα μετρήσει και θα ανταποδώσει και σε σας ο Θεός)»· Ματθ.6,14: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος(:Πρέπει λοιπόν, όταν ζητάτε τη συγχώρηση των αμαρτιών σας, να συγχωρείτε κι εσείς τους άλλους· διότι εάν συγχωρήσετε τα αμαρτήματα που σας έκαναν οι άνθρωποι, και ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει και τα δικά σας αμαρτήματα)»· Μάρκ.11,25: «Καὶ ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν(:Και ως δεύτερο όρο για να εισακουστεί η προσευχή σας σάς συνιστώ κι αυτό: Όταν στέκεστε και προσεύχεστε, να συγχωρείτε αν έχετε κάτι εναντίον οποιουδήποτε, ώστε κι ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς να σας συγχωρήσει τα παραπτώματά σας)»], πώς δεν θα αποδώσουμε ως απαραίτητο χρέος την συγνώμη και το έλεος με έργα προς τους αδελφούς που έχουν ανάγκη, εφόσον έχομε;
Επειδή μάλιστα όχι μόνο ελεηθήκαμε αλλά και τόσες πολλές ευεργεσίες δεχτήκαμε από τον Θεό, όσες δεν είναι δυνατό ούτε να απαριθμήσουμε, αλλά και εγγυήσεις πήραμε από Αυτόν πάλι ότι θα λάβουμε την ανταπόδοση με μέτρο καλό και ελεγμένο της προς τους αδελφούς ευποιίας μας, γιατί δεν τρέχουμε προς αυτήν με όλη μας την δύναμη; Γιατί δεν παραδίδουμε και την ίδια την ζωή μας για χάρη των άλλων, αν χρειαστεί, κατά μίμηση του Δεσπότη για να λάβουμε από Αυτόν αντάλλαγμα την αιώνια ζωή; Και όμως και τούτο είναι χρέος μας, αν και ίσως όχι του ενός προς τον άλλο, αλλά προς Αυτόν που έσβησε τον εαυτό Του σε θάνατο για μας, όχι μόνο για λύτρο[Ματθ.20,27-28: «Καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν(:Και όποιος θέλει να είναι πρώτος ανάμεσά σας, πρέπει να ασκεί την αγάπη με κάθε ταπεινοφροσύνη και να γίνεται δούλος όλων σας. Να γίνεται διάκονος και δούλος, όπως και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει την ζωή Του λύτρο προκειμένου να εξαγοραστούν και να ελευθερωθούν από την αμαρτία και τον θάνατο πολλοί)»· βλ. και Α΄Τιμ.2,6: «Ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις(:Και έδωσε τον εαυτό Του λύτρο για να εξαγοράσει όλους τους ανθρώπους. Για το γεγονός αυτό της εξαγοράς μας δίνουμε εμείς οι απόστολοι τη μαρτυρία μας, αλλά προπαντός ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος και την επισφράγισε με τον θάνατό Του στον καιρό που καθόρισε ο Ίδιος)»], αλλά και για παράδειγμα και για έμπρακτη διδασκαλία, ασυγκρίτως υψηλότερη από κάθε έργο και λόγο και νου.
Διότι λέγει ο απόστολος Πέτρος: «Για αυτόν τον λόγο πέθανε ο Χριστός για χάρη μας, αφήνοντας σε μας υπογραμμό, για να ακολουθήσουμε τα ίχνη Του και να είμαστε έτοιμοι, αν χρειαστεί, να θυσιάσουμε και την ψυχή μας» [βλ. Α΄Πέτρ.2,21: «Εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ(:Γι’ αυτό άλλωστε σας κάλεσε ο Θεός, για να κάνετε το καλό και να ευεργετείτε, κι όταν ακόμη παραγνωρίζεστε και υποφέρετε άδικα. Διότι κι ο Χριστός έπαθε για χάρη σας, χωρίς να φταίξει σε τίποτε, κι άφησε σε σας παράδειγμα τέλειο προς μίμηση, για να ακολουθήσετε ακριβώς πάνω στα ίχνη Του)» · Ιω.13,37: «Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, διατί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι; Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω(:Του λέει ο Πέτρος: Κύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα; Οτιδήποτε κι αν χρειαστεί να υποστώ θα σε ακολουθήσω. Και την ίδια μου τη ζωή ακόμη θα προσφέρω και θα θυσιάσω για χάρη σου)»], σε εκπλήρωση των εντολών Του· διότι έτσι θα μετάσχουμε και της ζωής και βασιλείας που διαρκεί σε Αυτόν αιωνίως, συζώντας με Αυτόν αϊδίως και συνδοξαζόμενοι.
Βλέπετε αυτόν τον Μυροβλύτη, του οποίου αρχίσαμε σήμερα να προεορτάζουμε την μνήμη της ιερής μαρτυρίας;[Τα προεόρτια της μνήμης του αγίου Δημητρίου άρχιζαν την δεύτερη Κυριακή πριν από την κυρίως εορτή-26 Οκτωβρίου]. Έχυσε το αίμα του σώματός του εκούσια υπέρ του Χριστού, και γι’αυτό το κατέστησε αέναη και ανεξάντλητη πηγή πολυειδών θαυμάτων, αγιασμού ψυχής και σώματος, ευωδεστάτου και ιεροτάτου μύρου, μολονότι η μεν ψυχή του Μεγαλομάρτυρος έχει τώρα δικαίως λάβει την αΐδια και αναλλοίωτη δόξα στους ουρανούς μαζί με τους αγγέλους, το δε σώμα δεν είναι σαν υπογραμμός και τύπος και σύμβολο προς την θειοτάτη και ουράνια δόξα που πρόκειται να αποκαλυφθεί γύρω από αυτό στο μέλλον· εάν δε ο υπογραμμός και ο τύπος είναι τέτοιος, τι θα είναι εκείνο το μελλοντικό τέλος;
Είθε και εμείς με τις πρεσβείες του ανάμεσα στους μάρτυρες Μυροβλήτη, όπως μεταλαμβάνουμε εδώ του προχεομένου από αυτόν θείου τούτου μύρου, έτσι και τότε να γίνομε θεωροί και μέτοχοι της θείας εκείνης δόξας, με την χάρη και φιλανθρωπία του ενδοξαζομένου δια των μαρτύρων του Ιησού Χριστού, του επάνω από όλα Θεού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες ΜΓ΄- ΞΓ΄, ομιλία ΜΣΤ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 11, σελίδες 86-105.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 7, 11-16]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 6-10-1996]
(Β 345)
Κάποια μέρα, αγαπητοί μου, θέλησε ο Ιησούς να επισκεφτεί την πόλιν Ναΐν. Τον ακολουθούσαν οι μαθηταί Του και όχλος πολύς. Όταν έφθασαν εις την πύλην της πόλεως, γιατί ήταν πόλις οχυρωμένη, την ίδια στιγμή, «ἐξεκομίζετο», όπως μας σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς». Κάποιος που είχε πεθάνει. Ήταν νεκρό κάποιο παλικάρι, νεανίσκος χαρακτηρίζεται και μονογενής μιας χήρας γυναίκας. Την όλη εκφορά συνόδευε αρκετός κόσμος, που ήλθαν βέβαια να παρηγορήσουν αυτήν την πενθούσα μάνα. Η συνάντησις έγινε εκεί, στην πύλη της πόλεως. Ο όχλος που ηκολούθει και οι μαθηταί τον Κύριον και ο όχλος που ηκολούθει τη νεκρώσιμη εκφορά.
Τότε ο Κύριος λυπήθηκε αυτήν τη γυναίκα, πραγματικά ήταν αξιολύπητη, και της λέγει: «Μή κλαῖε». Δηλαδή, «Μην κλαις». Και τότε πλησίασε το φέρετρο, που έκειτο εκεί νεκρός ο νεανίσκος. Αυτοί που τον μετέφεραν, στάθηκαν. Και τότε ο Κύριος, σαν το πιο φυσικό πράγμα, αποτείνεται προς τον νεκρόν νεανίσκον και του λέγει: «Νεανίσκε, σοι λέγω, ἐγέρθητι». «Νεανίσκε, Εγώ σου το λέγω: ‘’Σήκω επάνω’’». Και ο νεανίσκος ανεκάθισε μέσα εις το φέρετρό του και άρχισε να ομιλεί!
Ομολογουμένως ήταν ένα θαύμα καταπληκτικόν. Όλοι γύρω εξέστησαν. Και φοβήθηκαν. Γιατί ό,τι έχει σχέση με τον αόρατον κόσμον, τον πνευματικό κόσμο, φοβίζει και τρομάζει φοβερά τον άνθρωπο. Και σημειώνει ο Λουκάς: «Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Όλους τους κατέλαβε φόβος. Δόξαζαν τον Θεό κι έλεγαν ότι «μεγάλος προφήτης μάς επισκέφθη», «ἐγήγερται», δηλαδή «στάθηκε στον λαό μας μέσα». Και ότι «επεσκέφθη ο Θεός τον λαόν Του». Το θεωρούσαν ότι ήταν μία επίσκεψις του Θεού αυτό, εν προσώπω βέβαια Ιησού Χριστού, τον Οποίον εξελάμβαναν ως μέγαν προφήτην.
Αλλά όταν ο λαός έλεγε ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαόν Του, πώς το εννοούσε; Μπόρεσε να συλλάβει την προσωπική επίσκεψη του Θεού; Ότι ήταν προσωπικά παρών ο Θεός; Αυτό μπόρεσε να το συλλάβει ο λαός; Όταν οι Ραββίνοι, οι διδάσκαλοι του Νόμου, διάβαζαν στον λαό την προφητεία του Βαρούχ, που λέγει ότι «Μετά τοῦτο-δηλαδή μετά από τη δημιουργία του φωτός και του σύμπαντος κόσμου– ἐπὶ γῆς ὤφθη(:εις την Γην ενεφανίσθη, Αυτός που είπε ‘’ Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς’’ στη Γη έγινε ορατός)καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη(:και συνανεστράφη τους ανθρώπους)». Πώς και οι Ραβίνοι και ο λαός μπορούσαν να εννοήσουν αυτήν την προφητείαν;
Το να μεταφερθεί ο αόρατος και πνευματικός Θεός στον χώρο της Γης και της ύλης, θα έμενε πάντοτε κάτι το ακατανόητον. Πώς είναι δυνατόν; Πώς όμως μπορούσαν τότε να εξηγήσουν κάποιες τόσο ρεαλιστικές εκφράσεις των προφητών οι Ραββίνοι; Πώς μπορούσαν να τις εξηγήσουν; Αν έπρεπε να ερμηνεύσομε, πώς θα εξηγούσαμε; Σίγουρα η ερμηνεία θα εγίνετο κατά μεταφοράν και κατά αλληγορίαν κ.λπ. Φερειπείν, εκεί που λέγει: «Ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ»(του Θεού· ‘’ἔστησαν’’, στάθηκαν τα πόδια Του. Πού; Εκεί εις το όρος των Ελαιών. Ἒστησαν τα πόδια Του). Ε, πώς θα το ερμηνεύσομε αυτό; Πώς; Ο Θεός έχει πόδια; Απλώς μεταφορικώς. Απλώς αλληγορικώς, όπως σας είπα. Δηλαδή ότι ο Θεός δίνει την εύνοιά Του, δίνει την προστασία Του, εγγίζει την Γην, δίδει το αγαθόν· αλλά ότι ο Θεός προσωπικά θα ήταν παρών κατά τρόπον απτόν, που να Τον πιάνεις, να Τον εγγίζεις, τούτο θα ήταν ακατανόητο. Γιατί ο λαός δεν μπορούσε, μα ούτε και οι Ραββίνοι, να φανταστούν την Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Δεν μπορούσαν. Ερμήνευαν, παρά την σαφήνειαν των προφητών, ερμήνευαν αλληγορικά. Γιατί; Γιατί υπήρχε ένας ορθολογισμός. Μα είναι δυνατόν ποτέ; Αφού μέχρι σήμερα σε πολλούς υπάρχει και δη Χριστιανούς μας, αυτός ο ορθολογισμός. Είναι δυνατόν ποτέ ο Θεός να είναι ἐγγιζόμενος; Είναι δυνατόν; Κατά ρεαλιστικόν δε τρόπον, ε; Όχι μεταφορικώς. Λέει εκεί στον προφήτη Ησαΐα ότι: «Ἐγώ εἰμι Θεός ἐγγίζων». Ναι. Αλλά εκεί θα μπορούσαμε να το πούμε ότι θα ήτο αλληγορικόν. Δηλαδή «είμαι κοντά». Αλλά κατά τρόπον που να πιάνω, να πιάνω, ε, να πιάνω, να άπτομαι Αυτού του Θεού, πώς είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν ποτέ; Πώς λοιπόν μπορούσε ο λαός να αντιληφθεί αυτήν την επίσκεψη του Θεού, όταν είπε ότι ο Θεός μάς επεσκέφθη· που πολύ ορθά βέβαια λέγει ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαό Του, αλλά πώς; Αυτό το πώς…
Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του προφήτου Ιωάννου και Βαπτιστού, δοξάζει τον Θεό, όταν γέννησε το παιδάκι του και λέγει προφητικότατα, είπε μίαν ωδήν: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ(«γιατί επεσκέφθη τον λαό Του και έδωσε την λύτρωση». «Ἐποίησε». Είναι πιο δυνατό το «ἐποίησε» από το «έδωσε». Δηλαδή εργάστηκε το θέμα της σωτηρίας). «Ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις». Δύο φορές χρησιμοποιεί το ἐπεσκέψατο, το ρήμα «ἐπισκέπτομαι».
Εντούτοις, εντούτοις, έρχεται ο Θεός στη Γη κατά τρόπον όπως το είπαν οι προφήται, όπως το έβαλε εις το στόμα των το Πνεύμα το Άγιον, κατά τρόπον αισθητόν. Αφού βεβαίως ενεδύθη, ντύθηκε τη Δημιουργία Του. Έγινε άνθρωπος. Ο Ψαλμωδός θαυμάζει και ερωτά: «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; Ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;». «Κύριε», λέει, «τι είναι ο άνθρωπος, ποιος είναι επιτέλους αυτός ο άνθρωπος που τον θυμάσαι; Ή απόγονος ανθρώπου που τον επισκέπτεσαι; Ποιος είναι;».
Αλλά εδώ έχομε μίαν αποκάλυψη. Για να επισκέπτεται ο Θεός τον άνθρωπον κατά τρόπον αισθητόν, με την Ενανθρώπηση, σημαίνει ποίαν αξίαν έχει ο άνθρωπος, σαν εικόνα του Θεού. Όταν φθάνει δηλαδή ο Θεός να επισκέπτεται κατ’ αυτόν τον τρόπον και να εργάζεται την Ενανθρώπηση, τότε ποιος είναι ο άνθρωπος; Πάρα πολύ μεγάλη αξία. Βλέπομε ο ένας τον άλλον, βλέπομε τα μικρά παιδιά, βλέπομε τους ηλικιωμένους και λέμε: «Ε, καλά ποιος είναι αυτός; Ένας γέρος άνθρωπος, ένα παιδάκι». Δεν μπορούμε να συλλάβομε την αξία «άνθρωπος». Ήταν ανάγκη να τύχει αποκαλύψεως. Κι εδώ έχομε ίσως το πιο δυνατό επιχείρημα, ποια είναι η αξία του ανθρώπου, όταν ο Θεός γίνεται άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν, εις την Ενανθρώπησιν, έχομε μίαν σαφεστάτην αποκάλυψιν. Ανάμεσα στον Θεό Λόγο και τον άνθρωπο, υπάρχει μία αμοιβαία έλξις. Αλλιώτικα δεν θα ήταν δυνατόν να συνέβαινε η Ενανθρώπησις. Ένας έρως· που μένει βέβαια αυτός ο έρως ακατανόητος. Και η δική μας αγάπη, δυστυχώς έχει ατονίσει. Και έχει διαστραφεί. Αντίθετα, η δική Του αγάπη, του Θεού Λόγου μένει αναλλοίωτη. Μας δημιούργησε, μας έπλασε, μας αγαπά, δεν έχει μεταβολές στα αισθήματά Του υπέρ των ανθρώπων. Δημιουργεί τους πρωτοπλάστους, τους τοποθετεί εις τον ωραίον παράδεισον, που λέγεται μάλιστα και «παράδεισος τρυφῆς». Τρυφή θα πει απόλαυσις. Μετά, που ήταν ένα θαυμάσιον ενδιαίτημα, κατοικία δηλαδή ο παράδεισος, κατοικία του ανθρώπου. Εν συνεχεία δε, όταν τοποθέτησε ο Θεός τον άνθρωπο εις τον Παράδεισο, τι έκανε; Τον επεσκέπτετο! Τον επεσκέπτετο!
Τι θα κάνομε στη Βασιλεία του Θεού; Θα Τον βλέπομε και θα μας βλέπει. Αυτό είναι το ύψιστον αγαθόν. Μη σας κάνει εντύπωση. Όπως ακριβώς, όταν παντρέψομε το παιδί μας, κάνομε επίσκεψη στο σπίτι Του. Γιατί; Για να το βλέπομε και να μας βλέπει. Τίποτε άλλο. Βέβαια το «τίποτ’ άλλο», μια κουβέντα. Απ’ αυτήν τη θεωρία, από το βλέπω, απορρέουν όλα τα αγαθά. Η ειρήνη, η αγάπη, η χαρά και και και…
Οι πρωτόπλαστοι δε, όταν τους επεσκέπτετο ο Θεός Λόγος, δεν μπορούμε να κατανοήσομε πώς ήταν αυτή η επίσκεψις, γιατί βέβαια ακόμη δεν είχε ενανθρωπήσει ο Θεός Λόγος, οι πρωτόπλαστοι ωστόσο δεν εκπλήσσονται για τις επισκέψεις του Θεού Λόγου. Να πουν: «Α!». Δεν εκπλήσσονται. Μάλιστα θα λέγαμε θεωρούσαν το πιο φυσικό πράγμα να τους επισκέπτεται ο Θεός Λόγος. Ακατανόητα, βλέπετε, ακατανόητα πράγματα… Όταν όμως αμάρτησαν, κρύπτονται, ενοχλούνται από την επίσκεψη του Θεού Λόγου. Όχι γιατί, θα λέγαμε, είναι γιατί φοβήθηκαν την παράβαση της εντολής. Όχι γιατί φοβήθηκαν την παρουσία του Θεού Λόγου. Αφού ήσαν συνηθισμένοι σε αυτό. Προσέξατέ το. Ήσαν συνηθισμένοι. Γι’ αυτούς η επίσκεψις του Θεού Λόγου, θα επαναλάβω, ήταν το πιο φυσικόν, φυσικόν πράγμα. Όπως και η ανάστασις του υιού της χήρας ήταν το πιο φυσικό πράγμα. Γιατί; Γιατί ο θάνατος δεν είναι φυσικό πράγμα· είναι παράλογον. Και ο Χριστός τι έκανε; Μία πράξη φυσική. Επαναφέρει τη ζωή· γιατί η ζωή είναι το φυσικόν πράγμα. Όχι ο θάνατος. Μία καρικατούρα μέσ’ τη δημιουργία είναι ο θάνατος. Χωρίς βεβαίως να είναι ο Θεός εισηγητής του θανάτου· αλλά εισηγητής του θανάτου είναι ο διάβολος και η αμαρτία των πρωτοπλάστων. Έτσι λοιπόν κι εδώ, τι φυσικότερον να μας επισκέπτεται ο Θεός Λόγος. Κι επειδή η θέα του Θεού δεν ήτο πλέον δυνατόν εις τους πρωτοπλάστους, μετά την πτώση τους, να υπάρχει, γι΄αυτό τώρα ο Θεός αποσύρεται.
Απεσύρθη ο Θεός. Αλλά δεν άφησε, όπως λέει σε μία του ομιλία ο Απόστολος Παύλος στα Λύστρα, δεν άφησε τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς να δίνει την μαρτυρία Του. Δίνει τη μαρτυρία Του τώρα έμμεσα. Βρέχει. Είναι δόξα του Κυρίου αυτό. Γιατί; Πρέπει να ποτιστεί η Γη. «Καὶ ἐμέθυσας τοὺς αὔλακας αὐτῆς», λέει ένας Ψαλμός. «Τα αυλάκια, που είναι εκεί φυτεμένα, ό,τι είναι φυτεμένα– κοιτάξτε, τι ωραία έκφρασις: «ἐμέθυσας». Πίνω κρασί, θα πει λίγο. Όταν πιω πολύ, μεθώ. Σημαίνει «Έδωσες τόσο νερό, ώστε εμέθυσες τη Γη, τους αύλακας της Γης· που είναι εκεί τα φυτά». Αυτό είναι δόξα του Θεού. Βγαίνει ο ήλιος. Είναι δόξα του Θεού. Όπως πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα οι Εβραίοι. Δεν είναι τίποτα το εκπληκτικόν. Είπε ο Θεός: «Και τώρα, θα δείτε την δόξαν μου». Τι ήταν η δόξα Του; Το ότι πέρασαν «ἀβρόχοις ποσί», με άβρεχτα πόδια οι Εβραίοι την Ερυθρά θάλασσα. Αυτές είναι ενέργειες του Θεού. Έτσι ο Θεός δεν άφησε τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς μαρτυρίαν. Μόνο που δεν υπήρχε πια η άμεσος θέα. Αυτό δεν υπήρχε.
Μέχρι, μέχρι που ενεδύθη ο Θεός Λόγος, γιατί Εκείνος μας εδημιούργησε, ενεδύθη τη Δημιουργία Του και ήλθε ανάμεσά μας κατά τρόπον αισθητόν. Αλλά και αυτό από αγάπη. Γιατί μας αγαπούσε. Συνέβη όμως τούτο. Όταν ήλθε, σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο 1ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε(:Ήλθε σε μας), καὶ οἱ ἴδιοι (:οι δικοί Του και μάλιστα ο λαός Του) αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Δεν Τον δέχθηκαν. Ήλθε, αλλά δεν Τον δέχτηκαν. Και ακόμη λίγο πιο κάτω, θα πει: «Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω». «Και ο κόσμος», λέγει, «δεν Τον εγνώρισε». Γιατί δεν Τον εγνώρισε; Μήπως επειδή ήλθε με αυτό το ταπεινό σχήμα; Μα, ήλθε άνθρωποι, με ταπεινό σχήμα, γιατί ο πρόγονός σας, ο Αδάμ, ήθελε να πάρει κάτι παραπάνω από το σχήμα που είχε. Ζητούσε την ισοθεΐαν. Το πάθος εκείνο που έπασχε και ο διάβολος. Και το εισηγήθη εις τον Αδάμ. Δεν ήταν ο απλός Αδάμ. Ζήτησε την ισοθεΐαν. Κι έπεσε. «Γι΄αυτό λοιπόν έρχομαι εγώ αντίθετα. Έρχομαι ταπεινός, απλός. Μπορείς να με δεχθείς; Μπορείς αυτό να το κατανοήσεις; Να με ανακαλύψεις μέσα ακριβώς σ’ αυτήν την ταπείνωσή μου; Ταπείνωση, όχι με την έννοια της αρετής. Με την έννοια του εξευτελισμού». Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «Δούλου μορφήν λαβών». «Επήρε», λέει, «μορφή δούλου».
Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που εκπλήσσει. Αλλά δεν μπορέσαμε να το γνωρίσουμε. Προσπάθησε να μας βοηθήσει να το γνωρίσουμε. Ότι μας επεσκέφθη. Ωστόσο η θέα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη περιορίστηκε μόνον εις τους δικαίους. Στον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ. Κι εκεί βέβαια αινιγματωδώς. Όταν ο Αβραάμ πέφτει σε μίαν έκστασιν… του είπε πολλά εκεί ο Θεός. Όταν ο Ιακώβ στον ύπνο του παλεύει με κάποιον, ερχόμενος πίσω εις την γην Χαναάν, παλεύει, παλεύει… Και του λέγει: -«Άφησέ με να φύγω». -«Δεν σε αφήνω». -«Άφησέ με να φύγω». -«Δεν σε αφήνω εάν δεν με ευλογήσεις». Του λέγει: «Ε, από δω και μπρος δεν θα λέγεσαι Ιακώβ(που θα πει πτερνιστής. Δεν ήταν βεβαίως όνομα περιωπής. Ονομάστηκε, έτσι, γιατί είχε πιάσει την φτέρνα, γενόμενος δίδυμος του Ησαύ. Πτερνιστής. Είναι άσχημη κατάστασις). «Θα λέγεσαι Ισραήλ». Δηλαδή ηγαπημένος. Βλέπετε λοιπόν ότι εμφανίζεται ο Θεός, αλλά αινιγματωδώς. Στον λαό; Εμφανίζεται με τις ενέργειές Του, με όλα εκείνα τα καταπληκτικά. Φερ’ ειπείν, ρίχνει το μάνα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ούτε μία ώρα, ούτε μία μέρα, ούτε μία εβδομάδα. 40 χρόνια. Αυτό είναι μία ενέργεια του Θεού. Έτσι εμφανίζεται, έμμεσα ο Θεός, δια των ενεργειών Του. Μόνο με εκείνα τα θαυμαστά που μπορούσε να βιώνει ο λαός.
Γι΄αυτό, η Ενανθρώπησις του Θεού Λόγου είναι κεντρικόν γεγονός της Ιστορίας. Τελείως βέβαια ακατανόητον, αλλά πραγματικό, ρεαλιστικό. Ο Θεός λοιπόν επισκέπτεται και τις επιμέρους, θα λέγαμε, ανθρώπινες καρδιές. Και τις επιμέρους ανθρώπινες καρδιές. Λέει ο Κύριος στην Αποκάλυψη, είναι στο τρίτο κεφάλαιο: «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». «Να, στάθηκα, μπροστά στην πόρτα του οίκου της υπάρξεώς σου. Και χτυπώ. Και κρούω». Δεν λέγει «έκρουσα». Λέει «κρούω». Πράξη διαρκείας. «Ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν(:θα μπω μέσα) καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ». «Θα καθίσω στο τραπέζι, θα δειπνήσει αυτός μαζί μου κι εγώ μαζί του». Κι εδώ συναντούμε εκφράσεις αδιανόητα οικείες. «Χτυπάω την πόρτα». «Θύρα» είναι η προαίρεσις της υπάρξεως του ανθρώπου. Και η «κρούσις του κρούοντος την θύραν» είναι εκείνα τα μικρά-μικρά θαύματα, τα καθημερινά, που ανοίγουν και φωτίζουν τον νου και την καρδιά. Για να πει ο πιστός: «Ποιος είσαι, Κύριε; Ποιος κρούει; Τι είναι αυτό που βιώνω;». Είναι εκείνα που δημιουργούν το θάμβος και την έκπληξιν.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος έχει μία ωραία περικοπή στα Άπαντά του. Επιτρέψατέ μου να σας τη διαβάσω σε απόδοση: «Κατά καιρούς και ανεπαίσθητα πέφτει σε όλο το σώμα μία τρυφή και αγαλλίασις, που γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει, έως ότου ο άνθρωπος θεωρήσει όλα τα επίγεια, στάχτη, σποδόν και σκύβαλα. Αυτά συμβαίνουν την ώρα της προσευχής ή της αναγνώσεως ή στη συνεχή μελέτη, που απλώνεται η διάνοια και τότε θερμαίνεται ο νους. Ακόμα, αυτή η τρυφή συμβαίνει ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο. Σαν να κοιμάται κανείς, αλλά δεν κοιμάται. Και όταν έλθει αυτή η τρυφή, η απόλαυσις, που σφύζει σε όλο το σώμα, ο άνθρωπος τότε νομίζει ότι αυτό είναι η Βασιλεία του Θεού». Και αυτή η κατάστασις, πρέπει να σας σημειώσω, είναι χωρίς παραστάσεις, χωρίς εικόνες. Είναι ανεικόνιστος. Δεν είναι όνειρο. Δεν υπάρχει καμία εικόνα, μα καμία εικόνα. Μόνο ένα αίσθημα μακαριότητος απιθάνου. Και τότε εκεί ο άνθρωπος παίρνει μία γεύση της Βασιλείας του Θεού· που δεν μεταφέρεται ούτε με εικόνες, ούτε με λόγια. Είναι… πώς να σας το πω; Όπως ακριβώς μας δίνει κάποιος ένα μεζεδάκι, για να πάρομε μία γεύση ενός γεύματος που θα ακολουθήσει. Έτσι ο Θεός στέλνει αυτές τις γεύσεις, για να σου πει ποιο είναι το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Προσέξτε, είναι πραγματικά αυτά. Σας ξαναλέγω, δεν είναι όνειρον. Δεν είναι ύπνος, δεν είναι ξύπνιος. Είναι μία κατάστασις που ο άνθρωπος έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του. Αν υπάρξει ένας θόρυβος, θα ήθελε να μην υπάρξει, για να μην τελειώνει ποτέ αυτή η κατάστασις. Έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του.
Αγαπητοί, η καρδιά είναι ο χώρος συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Και οι μεγάλες χαρές του ανθρώπου. Μετά την ανάσταση των νεκρών, δεν θα είναι μόνον η καρδιά τόπος συναντήσεως του Θεού. Αλλά ο όλος άνθρωπος. Γι΄αυτό γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα(:Ακόμη δεν φανερώθηκε τι θα είμαστε) οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐάν φανερωθῇ (:γνωρίζομε ότι όταν θα φανερωθεί… –Το ἐάν είναι όχι υποθετικό, αλλά χρονικό) ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα(:θα είμεθα όμοιοι με Εκείνον. Όπως ήταν σαρκωμένος και θεωμένος) ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι». «Γιατί θα Τον δούμε όπως είναι». Θα Τον δούμε όπως είναι.
Ακόμη είναι και τούτο το ρεαλιστικό· που αρχίζει από τη Γη και εκπληρούται στη Βασιλεία του Θεού· που λέγει ο Θεός και στην Παλαιά και στην Καινή. Το χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος: «Καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός». Θα περπατήσω ανάμεσά τους. «Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί (λέει ο Παύλος: «έχοντες αυτές τις υποσχέσεις»),καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς(:ας καθαρίσουμε τον εαυτόν μας) ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».
Γι΄αυτό, ας προσέχομε την ζωή μας, το ήθος μας, την πίστη μας, την καρδιά μας. Γι΄αυτό λέγει η Γραφή: «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς ἀπολωλεκόσι τὴν καρδίαν(«Αλίμονο σε εκείνους που έχασαν την καρδιά τους», λέει η Σοφία Σειράχ)· Καὶ τί ποιήσετε ὅταν ἐπισκέπτηται ὁ Κύριος;». Τι θα κάνετε όταν θα σας επισκεφθεί ο Κύριος;». Ο Ισραήλ έχασε την καρδιά του. Και είπε ο Χριστός: «Αλίμονό σου, Ισραήλ -από το όρος των ελαιών το είπε- οὐκ ἔγνως(:δεν εγνώρισες) τήν ἐπισκοπήν σου -«ἐπισκοπή» θα πει επίσκεψις- ὃτι σε ἐπεσκέφθη ὁ ᾋγιος τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Κύριός σου». «Δεν το γνώρισες». Έχασε την καρδιά του. Όπως και πολλοί άνθρωποι χάνουν την καρδιά τους. Οι επισκέψεις του Θεού και δυνατές είναι και υπέροχες. Αρκεί ο Θεός να βρίσκει τόπο. Και ο τόπος είναι η καρδιά. Τότε, κατ’ αλήθειαν, λέγει, ο πιστός ότι δέχεται θείες επισκέψεις. Γιατί ο Θεός είναι πολύ κοντά μας και μας αγαπά. Και αγαπά να μας επισκέπτεται.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_695.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 7,11-16]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΑΣ
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 19-10-1986]
(Β166)
Η σκηνή, αγαπητοί μου, της αναστάσεως του υιού της χήρας της Ναΐν, περιγράφεται λιτά μεν αλλά πολύ ζωηρά. Με ένα Του λόγο ο Κύριος, όπως ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ανέστησε εκείνο το παλληκάρι που ήταν μοναχοπαίδι εκείνης της φτωχιάς, χήρας γυναίκας. Και του είπε: «Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι». «Νεανίσκε, νέε μου, σε εσένα το λέγω· σήκω επάνω». Και ο νεανίσκος ανεστήθη.
Φόβος και έκσταση κατέλαβε τον λαό, όπως μας περιγράφει ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς. Και πολύ δίκαια, έβγαλε το συμπέρασμα ο λαός «ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ».
Αλλά, αγαπητοί μου, και σήμερα στην εποχή μας η νεότητα παρουσιάζει μία χειρότερη νέκρωση. Και αυτή η νέκρωση είναι πνευματική. Και όπως στη βιολογική νέκρωση ενός νέου ανθρώπου λέμε όλοι «κρίμα, νέο παιδί, νέος άνθρωπος πέθανε» και υπάρχει και πολύ πένθος, έτσι, πολύ περισσότερο πένθος υπάρχει όταν δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά είναι ολόκληρη η νεολαία. Τότε ανήκει στη νέκρωση της νεολαίας πολύς οδυρμός και πολλά δάκρυα. Περπατάμε στον δρόμο και βλέπουμε αυτούς τους ζωντανούς νεκρούς που ανήκουν στη νεολαία μας. Και σας βεβαιώνω, κλαίει η ψυχή, κλαίει ασφαλώς όλων των ανθρώπων εκείνων που καταλαβαίνουν, μπορούν να νιώθουν, να προσδιορίζουν και να πενθούν. Και πενθούν. Και οδύρονται. Όταν βλέπουν περιφερομένους νεκρούς από τη νέα γενεά, από τα παιδιά μας, από τη νεολαία μας.
Αλλά εάν ο Κύριος όμως, αγαπητοί μου, πραγμάτωσε τρεις αναστάσεις, τόσες τουλάχιστον αναγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια, πιθανότατα πολλούς άλλους είχε αναστήσει, όμως πολύ περισσότερες πνευματικές νεκραναστάσεις ο Κύριος επιτελεί. Και επιτελούσε και επιτελεί και θα επιτελεί.
Αλλά ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, όπως μας τα περιγράφει το ιερό κείμενο. Λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής, όταν εξήρχετο εκείνη η συνοδεία του νεκρού από την πύλη της πόλεως Ναΐν, εισήρχετο εις την πόλιν ο Κύριος με μία πολύ μεγάλη συνοδεία πολλών ανθρώπων, θαυμαστών Του, που Τον ακολουθούσαν. Είδε το πένθος ο Κύριος. Είπε στη μητέρα: «Μὴ κλαῖε», «μην κλαις». Και τότε «προσελθών», λέει ο ιερός Ευαγγελιστής, «ἥψατο τῆς σοροῦ». Τότε λέγει, αφού προσήλθε, ήγγισε την σορό. Το φέρετρο δηλαδή και τον νεκρό που ήταν μέσα στο φέρετρο. Βλέπει κανείς εδώ ότι υπάρχει ανάγκη ο Ιησούς Χριστός να προσεγγίσει την νεκρωμένη νεολαία.
Αυτή η προσέγγιση όμως πώς μπορεί να νοηθεί; Λέμε ότι πρέπει να προσεγγίσει ο Ιησούς τη νεολαία. Πώς το καταλαβαίνουμε αυτό; Πώς το εννοούμε; Αυτή η προσέγγιση γίνεται με τη Χάρη του Θεού, όταν ο Θεός δίνει τη χάρη Του, όπως ακριβώς οι ακτίνες του ηλίου αναδεύουν και αντικείμενα και πρόσωπα, έτσι, οι ακτίνες της θείας Χάριτος να έλθουν να αναδεύσουν, να χαϊδεύσουν, να εγγίσουν, να προσάψουν, να χαϊδέψουν, όπως σας το είπα, αλλά να έρθει και το δεύτερο στοιχείο. Ο ζωντανός λόγος του Θεού, που προσφέρεται από την Εκκλησία.
Η χάρις λοιπόν του Θεού και ο ζωντανός λόγος της Εκκλησίας του Θεού. Αυτός ο ζωντανός λόγος, που έρχεται απέξω και προσφέρεται, πρέπει να βρει σημεία επαφής. Προσέξτε, ο Κύριος λέει, «ἤγγισεν» εκείνον τον νεκρό. Πρέπει λοιπόν να βρει ο λόγος του Θεού αυτά τα σημεία της επαφής στη νεκρή νεολαία. Αλλά εδώ χρειάζεται όμως πάρα πολλή προσοχή· διότι όταν λέμε «σημεία επαφής» δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία θα προβεί σε αβαρίες για να κερδίσει τους νέους. Υπάρχει μία παρανόησις εδώ. «Να βάλουμε όργανα μουσικά, επειδή η νεολαία μας αγαπάει τη μουσική, να τα βάλουμε μέσα στη λατρεία για να προσελκύσουμε», λέμε. Επειδή μάλιστα αρέσει ο ρυθμός της τζαζ, να βάλουμε μουσική που να είναι στο ρυθμό της τζαζ, για να προσελκύσουμε τη νεολαία. «Τι κάνετε εκεί;», ερωτούμε. «Μα, σημεία επαφής βρίσκουμε ανάμεσα στην Εκκλησία, στον λόγο του Θεού και τον λαό του Θεού, κυρίως τους νέους». Λάθος βέβαια. Λάθος αγαπητοί. Δεν μπορεί να γίνει καμία αβαρία.
Έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι όταν προσφέρεται ο λόγος του Θεού ατόφιος, καθαρός, ανόθευτος και με πολλή αγάπη, με πολλήν αγάπη, αγάπη που φθάνει και ξεπερνά τα όρια της αυτοθυσίας, τότε δημιουργούνται σημεία επαφής. Δεν χρειάζεται τίποτα να τροποποιήσουμε. Αρκεί να είναι αυτός ο λόγος του Θεού ζωντανός, καθαρός, επαναλαμβάνω, και με αγάπη· γιατί η ψυχή ζητάει το αληθινό, εκείνο που προσφέρεται με αλήθεια και αυτό που προσφέρεται με αγάπη. Συνεπώς, όταν λέμε «προσέγγισις», «εύρεσις σημείων επαφής», δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να προβούμε σε υποχωρήσεις και αβαρίες τέτοιες που τελικά φθάνουμε κατά διαλεκτικό τρόπο, φθάνουμε, αγαπητοί μου, εκείνο που προσφέρουμε να μη σώζει. Και μια προσφορά λόγου Θεού που δεν σώζει, μία Εκκλησία που δεν σώζει, είναι περιττό να προσφερθεί.
«Νεανίσκε», λέει ο Κύριος. Νεανίσκε. Ωραία προσφώνησις του Κυρίου: «Νεανίσκε». «Νέε μου»· που φανερώνει… όχι το όνομα, αλλά φανερώνει την ηλικία. Πράγματι η εφηβική ηλικία και η νεανική ηλικία είναι η πιο όμορφη ηλικία. Αλλά και η πιο σκληρή και η πιο δύσκολη. Συμπαθής, αλλά δύσκολη ηλικία. Έτσι που πολλές φορές, αν κανείς μεγαλώσει και κοιτάξει πίσω τη ζωή του, μπορεί να βλέπει στα νεανικά του χρόνια και να τα νοσταλγεί. Αλλά όταν βλέπει πόσο δύσκολα πέρασε, να εύχεται να μην ξαναγύριζε στα νεανικά του χρόνια. Προβλήματα, πολλά προβλήματα. Προβλήματα υπαρξιακά. Ένας νέος άνθρωπος στέκεται μπροστά στη ζωή και αναρωτιέται ποιος είναι αυτός ο ίδιος, ποιοι είναι οι άλλοι, ποιος είναι ο Θεός, τι υπάρχει. Έχει ψυχή; Δεν έχει ψυχή; Ποιο είναι το μέλλον του ανθρώπου; Ποιος ο σκοπός της υπάρξεως; Αυτά τα λεγόμενα «υπαρξιακά προβλήματα», για έναν νέο που σκέπτεται, είναι βασανιστικά. Και ο πιο επιπόλαιος ακόμη νέος, έχει στιγμές που φθάνει σε ένα αδιέξοδο. Και μπορεί να αναρωτιέται και να λέγει: «Αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει;».
Προβλήματα επαγγελματικά. Το βλέπομε καθαρά αυτό στα παιδιά μας. Τι θα ακολουθήσουν και πώς θα επιτύχουν εκείνο το οποίο θέλουν να ακολουθήσουν. Προβλήματα ηθικά. Πω πω, προβλήματα ηθικά! Προβλήματα πνευματικού προσανατολισμού. «Τι θα ακολουθήσω; Πώς θα προσανατολισθώ στη ζωή μου;». Προβλήματα σχέσεων. Αυτό το τελευταίο μάλιστα το τονίζομε, γιατί το βλέπομε ανάγλυφο στην εποχή μας. Βλέπομε αγαπητοί μου τους νέους να μην έχουν αγαθές σχέσεις με τους γονείς τους, με το σπίτι τους γενικά, με την Εκκλησία, με την κοινωνία. Ο αναρχισμός, εκείνο το ανέμελο, εκείνο το «δεν με νοιάζει», εκείνο το «δεν βαριέσαι», εκείνο το «εγώ είμαι και κανείς άλλος στον κόσμο» δημιουργεί φοβερά προβλήματα σχέσεων. Τόσο που μόνα αυτά να υπήρχαν, θα λέγαμε όλα τα άλλα είναι περιττά. Αλλά αν το θέλετε, επειδή όλα τα άλλα υπάρχουν, γι’ αυτό υπάρχει πρόβλημα οξύτατο σχέσεων.
Ποιος όμως θα λύσει αυτά τα προβλήματα; Ποιος άλλος από τον Ιησού Χριστό; Πρέπει να αντιληφθεί η νεολαία μας ότι ματαιοπονεί στις αναζητήσεις της, στην κουλτούρα, στις υλιστικές και πολιτικές θεωρίες, στις ηδονές και τα ναρκωτικά. Ματαιοπονεί. Δεν θα βρει τίποτε εκεί. Όλα αυτά οδηγούν σε ένα αδιέξοδο, σε ένα χάος. Και τότε έρχεται η φωνή του Κυρίου: «Νεανίσκε, σοι λέγω…». «Νεανίσκε, σε σένα μιλάω, σε εσένα μιλάω. Σε εσένα. Εγώ ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού, Εγώ που στάθηκα νήπιο, Εγώ που στάθηκα έφηβος και νέος, επέρασα την ανθρώπινη αυτή ηλικία, αυτή που τώρα περνάς εσύ, Εγώ είμαι Εκείνος, ο μαθών ανθ’ ων έπαθον. Είμαι Εκείνος που έχω μάθει, από εκείνα που έχω πάθει. Δηλαδή Εγώ που δοκίμασα τη ζωή, Εγώ που πειράστηκα από τον διάβολο, που σε πειράζει και εσένα, τον ενίκησα όμως. Και τον κόσμον ενίκησα. Και τον διάβολο ενίκησα. Κι έμεινα χωρίς αμαρτία. Νέε μου, νεανίσκε μου, ομιλώ σε εσένα προσωπικά. Εσύ που ζεις τόσο έντονα την πνευματική κρίση της εποχής σου. Εσύ που έχεις βαθιές εμπειρίες της αμαρτίας. Εσύ που στράφηκες ακόμα και εναντίον μου. Σε εσένα στρέφομαι, νέε μου. Σε θεωρώ φίλο μου και θέλω να σε βοηθήσω. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει και να σε νεκραναστήσει. Στρέψου σε εμένα, όχι για να με πολεμήσεις, αλλά για να με ακούσεις. Τι έχω να σου πω; Εγέρθητι! Σήκω επάνω. Νεανίσκε, σοι λέγω· εγέρθητι. Σήκω επάνω. Εγέρθητι. Ναι. Σήκω επάνω. Εγώ ο Κύριός σου είμαι Εκείνος που σε δημιούργησα σε ορθία κατάσταση· που είναι έκφρασις, γιατί περπατάς στα δυο σου ποδάρια, έκφρασις ότι είσαι εσύ κύριος της Δημιουργίας, ότι εσύ είσαι βασιλιάς και κυρίαρχος του παντός. Ναι. Γι’ αυτό Εγώ ο Κύριός σου λέγομαι: «Κύριος των κυριευόντων». Ποιων κυριευόντων; Των κυριευόντων ανθρώπων. Γι’ αυτό Εγώ λέγομαι «ο βασιλεύς των βασιλευόντων». Είμαι ο βασιλιάς τίνων; Εκείνων που βασιλεύουν. Ποιοι είναι αυτοί που βασιλεύουν; Οι άνθρωποι. Γιατί εσείς οι άνθρωποι είσαστε οι κύριοι και οι βασιλείς. Κι Εγώ είμαι ο Κύριος των κυρίων και ο Βασιλιάς των βασιλευόντων. Έτσι, η ορθία στάση, που Εγώ σε έχω έτσι δημιουργήσει, είναι έκφραση της δικής μου εικόνος στη δική σου την ύπαρξη. Αυτή η ορθία στάσις ακόμα δείχνει, εκφράζει, μία αναζήτηση εμού του Δημιουργού σου.
Εκφράζει ακόμα μία διαφοροποίηση της δικής σου της ζωής από τη ζωή των άλλων ζώων. Γι’ αυτό, σε τιμή όντας, δεν πρέπει να συγκρίνεσαι με τα ζώα. Ούτε να κατεβαίνεις στο επίπεδό τους και να επιθυμείς να τους μοιάσεις. Είσαι ευγενούς καταγωγής. Μην πέφτεις στα πάθη που σε εξομοιώνουν με τα ζώα. Σου έδωσα όλα τα αγαθά της Δημιουργίας. Μην αναζητάς το παραπάνω. Σου έδωσα το κρασί, που ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου. Μη μεθάς. Σου ‘δωσα το ψωμί, που στηρίζει καρδίαν ανθρώπου. Μην γίνεσαι κοιλιόδουλος. Σου έδωσα όλη την ομορφιά της ζωής, σου έδωσα να χαίρεσαι κι οι αισθήσεις σου ακόμη. Μην τρυγάς στην πορνεία. Μην πηγαίνεις και γίνεις κυνηγός των ηδονών του βίου τούτου. Πρόσεξε. Όταν κάνεις αυτά, ενώ συ είσαι τιμημένος, υπάρχων εν τιμή, έρχεσαι και εξομοιούσαι με τα ζώα. Κάτι περισσότερο. Κατεβαίνεις πιο κάτω από τα ζώα.
Ο θάνατος είναι εκείνος που οριζοντιοποιεί τον άνθρωπο. Τον ξαπλώνει κάτω. Τον κάνει πτώμα. Από το «πίπτω». Τον κάνει πτώμα τον άνθρωπο. Ο θάνατος. Αλλά Εγώ είμαι η Ζωή, που έρχομαι να σου πω: «Νεανίσκε· σήκω επάνω». Νεολαία, σήκω επάνω. Στην εποχή σου, νέε μου, οι άνθρωποι περπατούν με τα τέσσερα! Ενώ Εγώ τους έκανα να περπατούν με τα δύο. Και περπατώντας με τα τέσσερα, δεν έχουν τη δυνατότητα να κοιτάξουν ψηλά. Πραγματικά θεωρούν μόνο ό,τι βλέπουν. Ό,τι δεν βλέπουν, το αγνοούν. Ό,τι είναι χώμα, αυτό μόνο βλέπουν, γιατί βλέπουν χάμω. Ό,τι είναι υλικό, αυτό βλέπουν. Και ό,τι είναι παθιασμένο, αυτό ζουν. Περπατώντας με τα τέσσερα, δεν μπορούν να σηκώσουν τον νου και την καρδία προς Εμένα, να με αναζητήσουν και να με αναγνωρίσουν. Νέε μου, ζεις σε μια εποχή, που οι άνθρωποι περπατούν με τα τέσσερα».
Αγαπητοί, έτσι ομιλεί ο Κύριος στον κάθε νέο, στη νεολαία μας. Αλλά εμείς οι μεγάλοι… ω εμείς οι μεγάλοι… Εμείς οι μεγάλοι είμαστε εκείνοι που οδηγούμε την νεολαία στο νεκροταφείο για ενταφιασμό. Εμείς κρατάμε το φέρετρο, εμείς οι μεγάλοι, το φέρετρο της νεολαίας. Δεν αφηνίασε η νεολαία μόνη της. Εμείς οι μεγάλοι της βγάλαμε τα χαλινάρια, αφαιρέσαμε τα μη, τους νόμους, τις εντολές, τα κάγκελα, και τους είπαμε ότι είναι ελεύθεροι και ότι μπορεί να κάνουν ό,τι θέλουν και μπορούν να κινούνται όπως θέλουν. Κι αν ακόμη στραφούν εναντίον μας και μας φτύσουν, θα τους πούμε: «Καλά κάνατε, παιδιά μας!». Εμείς λοιπόν αφαιρέσαμε όλα αυτά, τα χαλινάρια του νόμου του Θεού και της λογικής και της ανθρωπιάς. Κι έφτασε η νεολαία να αφηνιάσει.
Αλλά όταν ο Κύριος, αγαπητοί μου, επλησίασε το φέρετρο εκείνου του νέου της Ναΐν, λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής: «Οἱ βαστάζοντες ἔστησαν». Εκείνοι που κρατούσαν το φέρετρο, στάθηκαν. Ναι. Ας σταματήσουμε κι εμείς, οι βαστάζοντες το φέρετρο της νεολαίας. Ναι, της νεολαίας, του νέου λαού, του «κτιζομένου λαοῦ», όπως λέγει ο Ψαλμωδός[Ψαλμ.101,19]· που την οδηγούμε στον θάνατο και στο σωματικό και τον πνευματικό, με τους σάπιους νόμους μας, με τη χαλασμένη λογική μας, με τη διεφθαρμένη αγωγή μας, με τους θανατηφόρους προσανατολισμούς που δίνομε στους νέους μας, με την αποστασία που δημιουργήσαμε. Ας σταματήσουμε. Ας δώσουμε την ευκαιρία στον Χριστό να πλησιάσει τη νεκρωμένη νεολαία μας. Κι Εκείνος θα την αναστήσει. Και θα την αποδώσει πάλι στη μητέρα Εκκλησία και στη μητέρα της την πατρίδα. Κάποτε, ας το αντιληφθούμε, μόνον ο Χριστός ανέστηνε τους νεκρούς· τους σωματικά και πνευματικά νεκρούς. Γιατί Αυτός είναι η Ζωή και η Ανάστασις.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση δια χειρός του αξιοτίμου κυρίου Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_337.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 7, 11-16]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 6-10-1991]
(Β 252, έκδοσις β΄)
Πολύ μας συγκινεί, αγαπητοί μου, η σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο Κύριος, όπως ακούσαμε, κατευθύνεται σε μία μικρή πόλη, που την έλεγαν Ναΐν· και θα πει «ωραία». Αλλά κατά συγκυρίαν, ενώ όχλος πολύς μαθητών Τον ακολουθούσε, εκεί στην πύλη της μικρής, αυτής, πόλεως, συναντούν μίαν νεκρώσιμη εκφορά. Είναι ένας άλλος όχλος που συνόδευε την εκφορά και εξήρχετο από την πόλη. Πήγαιναν δια το νεκροταφείον. Ήταν η κηδεία ενός νέου παιδιού, μονάκριβο, μιας χήρας μάνας. Ο Κύριος την λυπήθηκε, όπως εκείνη θρηνούσε. Και της είπε: «Μὴ κλαῖε». Δηλαδή «μην κλαις». Και πλησίασε το φέρετρο. Εκείνοι που το μετέφεραν, σταμάτησαν. Και τότε ο Κύριος, με εξουσιαστικήν επιταγήν, λέγει στον νεκρό: «Νεανίσκε(:Νεαρέ -δηλαδή) σοὶ λέγω, ἐγέρθητι (:Εγώ σου το λέγω: Σήκω)». Και ο νεκρός ζωντάνεψε, αγαπητοί μου. Και ανεκάθισε μέσα εις το φέρετρο. Και άρχισε να ομιλεί· που έδειχνε ότι δεν ήταν ψευδαίσθησις, αλλά ήταν πραγματικότης. Με μάρτυρες εκατοντάδες ανθρώπους κι από τις δύο πλευρές. Και εκ των του όχλου των μαθητών που ακολουθούσαν τον Κύριον, αλλά και εκ του όχλου που ακολουθούσε την εκφορά του νεκρού, αυτού, νέου. Και τότε ο Κύριος παρέδωσε τον νέον αυτόν εις την μητέρα του.
Το θαύμα ήταν καταπληκτικό. Και βεβαιωμένο. Οι άνθρωποι κατελήφθησαν από φόβο και εδόξαζαν τον Θεόν. Κοινό τους θέμα ήταν ότι μεγάλος προφήτης ανεφάνη στον καιρό τους. Και ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαόν Αυτού.
Αλήθεια, πόσα θέματα θα μπορούσαν και πόσες πτυχές προς εξέτασιν θα μπορούσαν να αναπηδήσουν από την περικοπή αυτή! Επιτρέψατε, όμως, να μείνομε μόνο σε ένα σημείο. Σε εκείνο το «Μὴ κλαῖε», που είπε στη μητέρα του νεκρού παιδιού. «Μην κλαις». Είπε: «Μην κλαις»! Εκ πρώτης όψεως ήτο μία απάνθρωπος, θα λέγαμε, συμβουλή. Τόσο πόνο είχε η γυναίκα αυτή, χήρα, μονάκριβο το παιδί της και πολύ νεαρό. Και να της πει κάποιος: «Μην κλαις»; Απάνθρωπο δεν είναι; Σκληρό δεν είναι;
Αλλά όταν, όμως, ο Κύριος το είπε αυτό, δεν ήθελε να αφαιρέσει από τη μάνα το δικαίωμα να κλάψει το παιδί της. Αλλά γιατί σε λίγο θα το είχε ζωντανό το παιδί της. Γι’αυτό ακριβώς της είπε: «Μην κλαις· σε λίγο, σε λίγα δευτερόλεπτα, Εγώ θα επαναφέρω την ζωή του, θα επαναφέρω την ψυχή του και θα σου τον παραδώσω».
Βέβαια, με όλο αυτό το θέμα βλέπομε ποία η στάσις απέναντι στο πένθος. Μπορούμε να κλάψομε; Μπορούμε να κλαίμε; Ο Κύριος, όμως, το Πνεύμα του Θεού κατέγραψε στην Αγία Γραφή ότι το κλάμα θα καταργηθεί, το δάκρυ θα καταργηθεί. Γιατί δεν θα υπάρχει πια λόγος να κλαίει κανείς. Λέει, επί παραδείγματι, εκεί στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, εις το 7ον κεφάλαιον, ανάμεσα στα πολλά, αρνητικά και θετικά προσόντα, που θα έχουν οι άνθρωποι μετά την ανάσταση των νεκρών, ότι «ὁ Θεός», λέγει, «ἐξαλείψει πᾶν δάκρυον». Κι όταν λέγει «πᾶν δάκρυον» εννοεί κάθε μορφής δάκρυον.
Όσο, όμως, μένομε εις τον κόσμον αυτόν, τότε μπορούμε να πούμε ότι δεν θα χρησιμοποιήσομε τα δάκρυα; Αλλά τίθεται το ερώτημα: Τα δάκρυα είναι επιτρεπτά ή όχι; Έχετε προσέξει ότι κανένα ζώο δεν δακρύζει; Κανένα ζώο. Μόνον ο άνθρωπος δακρύζει. Τα ζώα λυπούνται. Μπορεί να εκφραστούν με άλλον τρόπον. Αν πάρετε τα παιδάκια μιας μάνας, ενός πουλιού, μιας γάτας τα γατάκια, τα σκυλάκια μιας σκύλας, θα δείτε, τα πουλάκια μιας κλώσας, θα δείτε ότι η μάνα διαμαρτύρεται. Αλλά κανένα ζώο, όμως, δεν κλαίει. Μόνον ο άνθρωπος κλαίει. Είναι προνόμιον αυτό του ανθρώπου. Προνόμιον; Μέχρις ενός βαθμού είναι προνόμιον. Θα το δούμε αυτό γιατί; Διότι… μπορούμε να θέσομε και ένα άλλο ερώτημα: «Ο Θεός πώς βλέπει τα δάκρυα;». Διότι Εκείνος έκανε τον άνθρωπο, ο άνθρωπος να έχει δάκρυα. Πώς λοιπόν ο Θεός βλέπει τα δάκρυα;
Πάντως, είναι γεγονός ότι ο Κύριος Ιησούς, όπως αναφέρει η επιστολή προς Εβραίους, τον καιρό της σαρκός Αυτού, είχε πολλάκις κλαύσει. Να τι λέγει στο 5ο κεφάλαιο: «Ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς σαρκὸς αὐτοῦ –δηλαδή κατά την Ενανθρώπησή Του, ευρισκόμενος εδώ εις την γην– δεήσεις τε καὶ ἱκετηρίας πρὸς τὸν δυνάμενον σώζειν αὐτὸν ἐκ θανάτου μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων προσενέγκας(:προσέφερε)». Ο Κύριος, λοιπόν, προσηύχετο μετά δακρύων. Ακόμη ο ίδιος ο Κύριος, όταν από τον λόφο των Ελαιών, το όρος των ελαιών, είδε την πόλιν την προφητοκτόνον και σε λίγο χριστοκτόνον, την Ιερουσαλήμ, «ἰδὼν τὴν πόλιν –λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς- ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτήν». Έκλαψε. Έκλαψε.
Και ο Απόστολος Παύλος, σαν ένα σημείον πολλής ευγενείας και ψυχικής ευαισθησίας, γράφει στον Τιμόθεον στην Β΄του επιστολή τα εξής: «Μεμνημένος σου τῶν δακρύων, ἐπιποθῶν σε ἰδεῖν, ἵνα χαρᾶς πληρωθῶ». «Ενθυμούμενος τα δάκρυά σου, ποθώ πολύ να σε δω, για να πάρω χαρά», λέγει στον πολύ αγαπητό του Τιμόθεο ο Παύλος. Κι ο Παύλος, ξέρετε, ήταν σκληρός άνθρωπος. Αν έπρεπε να αναφέρομε χίλια περιστατικά από την ζωή του, όπως καταγράφονται τόσο στις Πράξεις, όσο και στις επιστολές, ήτο σκληρός άνθρωπος. Αλλά ήταν ἐν ταυτῷ και τρυφερότατος… Εδώ είναι το καταπληκτικό. Να είσαι σκληρός εκεί που πρέπει. Και να είσαι τρυφερός πάλι εκεί που πρέπει. Αλλά Αυτός ο Κύριος, εις αυτούς τους Μακαρισμούς Του λέγει: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν ὅτι γελάσετε». «Εσείς θα γελάσετε. Εσείς τελευταίοι θα γελάσετε. Όταν ο κόσμος γελά, εσείς κλαίτε και πενθείτε για την κατάσταση του κόσμου. Αλλά ευτυχείς γιατί κλαίτε και πενθείτε, γιατί εσείς πραγματικά θα γελάσετε εις το τέλος. Δηλαδή θα σας δικαιώσει ο Θεός. Όταν οι άλλοι αναισθήτως γελούν και θα καταδικαστούν».
Και πάλι ο Απόστολος Παύλος, σαν ένα δόγμα, έτσι…, κοινωνικότητος, γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Κλαίειν μετὰ κλαιόντων». «Να κλαις κι εσύ με εκείνους που κλαίνε». Δεν μπορείς να πας σε μία κηδεία και να βάζεις τα γέλια. Θα κλάψεις. Στον πόνο του αλλουνού. Μαζί του θα κλάψεις. Κ.ο.κ. «Κλαίειν μετὰ κλαιόντων». Είναι μία ωραιοτάτη έκφρασις κοινωνικής μετοχής.
Τι, λοιπόν, θα λέγαμε; Πρέπει να δακρύομε ή όχι; Γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον 7ο του λόγο: «Ὁ περὶ τῶν δακρύων λόγος ἐκ πολλῶν καὶ διαφόρων τρόπων ταῦτα τίκτεσθαι λέγεται -δηλαδή ότι τα δάκρυα έχουν διάφορες αιτίες. Από πολλούς λόγους-. Λέγω δή (:αναφέρω) -λέει ο άγιος πατήρ- ἐκ φύσεως -ένας άνθρωπος εκ φύσεως εύκολα τα δάκρυα τα έχει, κάτω από τα μάτια του τα έχει, απ’ τις βλεφαρίδες-, ἐκ Θεοῦ, ἐκ θλίψεως ἐναντίας (:όταν υπάρχουν πιεστικές καταστάσεις), ἐξ ἐπαινουμένης (:όταν ακόμη σε επαινέσουν δακρύζεις, συγκινείσαι), ἐκ κενοδοξίας -έρχονται δάκρυα-, ἐκ πορνείας -έρχονται δάκρυα-, ἐξ ἀγάπης, ἐκ μετανοίας, ἐκ μνήμης θανάτου καὶ ἑτέρων πολλῶν», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Απ’ όλα αυτά, όμως, ποια δάκρυα είναι δεκτά στον Θεό; Είναι ακόμη επαινετά, είναι ακόμη χρήσιμα. Ποια δάκρυα; Είναι, αγαπητοί μου, τα δάκρυα της μετανοίας, τα δάκρυα της μνήμης του θανάτου και τα δάκρυα της αγάπης. Αυτά τα τρία. Μόνον αυτά τα τρία. Ο Ιερός Χρυσόστομος συγχωρεί μόνον αυτά τα τρία. Ενώ αντιθέτως τα κλάματα, τα δάκρυα από αντίξοες καταστάσεις και θλίψεις και πένθους κ.τ.λ. τα χαρακτηρίζει «δάκρυα δειλίας» και τα απορρίπτει. Γιατί δείχνουν ότι ο άνθρωπος δεν έχει ανδρείον φρόνημα. Για σκεφθείτε, να είσαι μάρτυς, να πηγαίνουν να σε σκοτώσουν και να βάζεις τα κλάματα. Διαβάστε, σας παρακαλώ, όλο το μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας μας, να δείτε, ποιος μάρτυς πήγαινε να μαρτυρήσει και πήγαινε με δάκρυα; Όλοι πήγαιναν με χαρά, πήγαιναν με αγαλλίαση. Γι’αυτό ο Χρυσόστομος καταδικάζει τα δάκρυα που προέρχονται από τη δειλία. Ενώ τα δάκρυα της μετανοίας, τα δάκρυα της μνήμης του θανάτου και της αγάπης του Θεού αρμόζουν σε κάθε άνθρωπο, δεν καταστρέφουν τον ανδρισμόν, στον άνδρα τουλάχιστον, αλλά ούτε καταστρέφουν την ανθρωπίνη αξιοπρέπεια.
Τα δάκρυα, λοιπόν, είναι το πιο ακριβό, είναι το πιο λεπτό στολίδι στον κάθε άνθρωπο. Αλλιώτικα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πέτρινος, άκαρδος, χωρίς συναισθήματα. Και ο άκαρδος άνθρωπος, ο πέτρινος, είναι αντιπαθέστατος και στον Θεό και στους ανθρώπους.
Τα δάκρυα, λοιπόν, της μετανοίας να ιδούμε πρώτα. Τι γράφει ο Ιερός Χρυσόστομος; Λέγει τα εξής: «Μέγας σπόγγος τὰ δάκρυα τῶν ἁμαρτιῶν». «Τι είναι», λέει, «τα δάκρυα; Το μεγάλο σφουγγάρι, που έρχεται να σβήσει τις αμαρτίες». «Ἡ μεγάλη δύναμις τῶν δακρύων εἴπω σοι (:Θα σου πω ότι είναι μεγάλη η δύναμις των δακρύων).Πόσον ἰσχύει τὰ δάκρυα;(:Πόσον ισχύουν τα δάκρυα;). Οἱ μάρτυρες ἐκχέουσιν αἷμα, οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐκχέουσιν δάκρυα (:Οι μάρτυρες το αίμα τους δίνουν. Συ, ο αμαρτωλός, τα δάκρυά σου δίνεις). Ἵνα μάθῃς ὅσην δύναμιν ἔχει τὰ δάκρυα, ἡ πόρνη μὴ αἷμα ἐξέχεεν (:για να μάθεις πόσην δύναμιν έχουν τα δάκρυα, εκείνη η πόρνη γυναίκα, η οποία – λέει –έκλαιε, και με τα δάκρυά της έπλενε τα πόδια του Κυρίου και με τα μύρα της, δάκρυα και μύρα και με τα μαλλιά της εσκούπιζε τα πόδια του Κυρίου, που είχε κληθεί κάποτε σε ένα δείπνο. Είδες; Δικαιώθηκε. Από τα δάκρυά της. Δεν έδωσε αίμα. Έδωσε δάκρυα). Οὐ πηγὴ δακρύων ἐξέχεεν καὶ ἐξήλειψε τὰ ἁμαρτήματα». «Δεν έδωσε», λέγει, «παρά μόνον πηγή δακρύων». «Πέτρος οὐκ ἠρνήσατο τὸν Χριστόν;(:Ο Πέτρος – λέει- δεν αρνήθηκε τον Χριστόν;). Μὴ αἷμα ἐξέχεεν; Οὐ πηγὰς δακρύων ἐξέχεεν, καὶ ἔκλαυσεν, καὶ ἀπεσμήξατο αὐτοῦ τὰ ἁμαρτήματα; (:Ο Πέτρος δεν έδωσε το αίμα του. Αλλά έκλαψε. Και ο Χριστός ήρθε και του σκούπισε την άρνησή του)».
Και επιλέγει πάνω σ’ αυτό ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος «Μείζων τοῦ βαπτίσματος μετὰ τὸ βάπτισμα ἡ τῶν δακρύων πηγὴ καθέστηκεν(:Μετά από το βάπτισμα, το μεγαλύτερο βάπτισμα είναι τα δάκρυα. -Γι’ αυτό και λέγονται «δεύτερον βάπτισμα». Το βάπτισμα της μετανοίας, που είναι μετά δακρύων) εἰ καὶ τολμηρὸν πως (ἐστὶν) τὸ λεγόμενον (:αν και είναι τολμηρό να το λέει κανείς αυτό)». Παρά ταύτα είναι αληθές. Και απορρέει από αυτήν την Αγίαν Γραφήν. Κάποτε ο ευσεβής Εζεκίας, όταν ειδοποιήθηκε από τον Ησαΐα: «Ετοίμασε την διαθήκη σου και πεθαίνεις· τάξον τὰ τοῦ οἴκου σου» και γύρισε από την άλλη μεριά κι έκλαψε, προς τον τοίχον γύρισε, κι άρχισε να κλαίει. Τότε, λέγει ο Θεός εις τον Ησαΐα, που ήταν ακόμα στην αυλή του παλατιού: «Είδες; Ο βασιλιάς κλαίει. Πήγαινε πες του, δεν θα πεθάνει. Θα ζήσει ακόμα 15 χρόνια!». Πόση είναι η δύναμις, αλήθεια, των δακρύων! Και συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και λέγει: «Διότι ἐκεῖνο μέν, τῶν προγεγονότων ἐν ἡμῖν κακῶν ἐστὶν καθαρτήριον, τοῦτο δὲ τῶν μεταγενεστέρων (:το βάπτισμα καθάρισε τα προγενέστερα· τα δάκρυα καθαρίζουν τα μεταγενέστερα αμαρτήματα)· κἀκεῖνο μέν, νήπιοι λαμβάνοντες πάντες ἐμολύναμεν (:αφού πήραμε το βάπτισμα, κατά την νηπιακή μας ηλικία, τον μολύναμε τον χιτώνα του βαπτίσματος), ὃ, εἰ μὴ ἐκ Θεοῦ φιλανθρώπως ἐδεδώρητο τοῖς ἀνθρώποις, σπάνιοι ὄντως καὶ δυσεύρετοι οἱ σωζόμενοι (:Αν δεν είχαμε το δεύτερον βάπτισμα των δακρύων, θα ήτανε ελάχιστοι και σπάνιοι εκείνοι οι οποίοι θα μπορούσαν να σωθούν)».
Ακόμη, αγαπητοί μου, είναι τα δάκρυα του κατά Θεόν πένθους. Προσέξτε. Όχι του πένθους. Αλλά του κατά Θεόν πένθους. Να κλαις για την φτώχεια σου, για τις αμαρτίες σου. Άνθρωπε, να κλαις για την ταπεινότητά σου. Να κλαις γιατί ο κόσμος δεν πάει καλά…· γιατί επίκειται καταστροφή· γιατί πολλοί αυτομολούν, φεύγουν από το στρατόπεδο, την παρεμβολήν Κυρίου και πηγαίνουν εις την αλλοτρίαν, του Αντιχρίστου, του διαβόλου την παρεμβολήν, το στρατόπεδο. Να κλάψεις, να πονέσεις. Αυτό είναι το κατά Θεόν πένθος. Και λέγει ο Μέγας Αθανάσιος: «Οὐχ οἱ πολλοὶ ἔχουσιν τὸ χάρισμα τῶν δακρύων (:δεν έχουν οι πολλοί –λέει– το χάρισμα των δακρύων) ἀλλ’ ὅσοι τὸν νοῦν ἔχουσι ἄνω, ὅσοι τῶν γηίνων ἐπιλανθάνονται, ὅσοι τῆς σαρκὸς πρόνοιαν οὐ ποιοῦσιν, οἵτινες οὐκ ἐπίστανται ὅλως ἢ ἔνι κόσμος, οἵτινες ἐνέκρωσαν τὰ μέλη τα ἐπὶ τῆς γῆς (:εκείνοι που παραθεωρούν τα ανθρώπινα και έχουν τον νου τους στον ουρανό, αυτοί έχουν το κατά Θεόν πένθος). Τούτοις μόνοις δίδοται πένθος δακρύων». «Σ’ αυτούς μόνον δίδεται». Α: «δίδεται». Ώστε τα δάκρυα είναι δώρον. Θα το δούμε παρακάτω.
Είναι, όμως, και τα δάκρυα της αγάπης, αγαπητοί. Εδώ υπάρχει όλο το μεγαλείο και η χρυσή πλατεία της Βασιλείας του Θεού, όπως την βλέπει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του. Αφού «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί», τότε η άκτιστη ενέργεια της θείας αγάπης πληγώνει την καρδιά με την πληγή της αγάπης. Είναι μία φοβερή πληγή η πληγή της αγάπης του Θεού. Γι’αυτό και αναφωνεί ο άνθρωπος -είναι στο «Ἆσμα Ἀσμάτων», αγαπητοί μου, γραμμένο, που είναι η νύμφη, είναι η ψυχή, είναι η Εκκλησία- «ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ». «Εγώ είμαι πληγωμένη από την αγάπη», λέγει. Μεγάλη η πληγή της αγάπης· της αγάπης κατ’ εξοχήν του Θεού.
Γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Καὶ τί ἐστὶ καρδία ἐλεήμων; (:Τι είναι –λέει- η καρδιά αγαπώσα;)». Και είπε: «Καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως -προσέξτε την λέξη, το ουσιαστικό «καῦσις». Τι είχαν πει οι δύο προς Εμμαούς; «Η καρδιά μας δεν καιγόταν από μέσα;». Αυτήν την καύση όσοι την νιώθουν, ας το ξέρουν, είναι δώρο του Θεού, είναι προνόμιο. Είναι, λοιπόν, η «καιομένη καρδία» για ολόκληρη την κτίσιν, όλη την κτίσιν– ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων(:των πουλιών) καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων – Άνθρωπος που αγαπά τον Θεό, λέγει: «Ταλαίπωρες υπάρξεις, ω δαίμονες· ταλαίπωρες υπάρξεις, που δεν μπορείτε ούτε να μετανοήσετε, ούτε να αγαπήσετε, ταλαίπωρες υπάρξεις». Και κλαίει. Έτσι λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος- καί ὑπὲρ παντὸς κτίσματος– κλαίει για όλα- καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν (:όταν τα θυμάται όλα αυτά, με το χιόνι όταν πέφτουν τα πουλάκια από τον ουρανό, πέφτουν τα δένδρα κ.τ.λ.) καὶ τῆς θεωρίας αὐτῶν ῥέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα». Αυτός είναι εκείνος που αγαπά. Έχει τα δάκρυα γρήγορα, εύκολα.
Και ένας διάλογος του αγίου Ισαάκ του Σύρου:; «Ποία είναι –τον ερώτησαν- η τελειότης των πολλών καρπών του Πνεύματος;». Κι εκείνος απήντησε: «Όταν κανείς αξιωθεί με την τελεία αγάπη του Θεού». «Και από πού γνωρίζει κανείς ότι έφθασε σε αυτήν;», ερωτάται. Και απαντά: «Όταν κινηθεί η μνήμη του Θεού στον νου του, αμέσως η καρδιά κινείται στην αγάπη του Θεού και τα μάτια γεμίζουν από πλούσια δάκρυα. Συνήθεια της αγάπης είναι από τη μνήμη των αγαπημένων, να βγάζει δάκρυα. Και όταν πάντα κάποιος έχει αυτήν την αγάπη, ποτέ δεν στερείται από δάκρυα», λέγει εις τον λόγο του τον 85ον.
Τα δάκρυα, όμως, δεν πρέπει, αγαπητοί μου, να μεταβληθούν σε σκοπό. Δεν αποτελούν σκοπό. Είναι ένα μέσον, πλούσιο, όμορφο, ευγενικό, αλλά πάντοτε είναι ένα μέσον. Δεν πρέπει δηλαδή να σταθούν σαν μια αναζήτηση ψυχολογικής ικανοποιήσεως ή ενός πνευματικού ναρκισσισμού. Μερικοί κάνουν, ξέρετε, την ελεημοσύνη τους για να νιώσουν μία χαρά. «Κάνε», λέει, «μια καλή πράξη, να δεις τι χαρά θα νιώσεις». Και γίνεται σκοπός και η καλή πράξις και τα δάκρυα. Όχι ποτέ. Να το ξέρομε. Απλώς είναι για να προσεγγίσουμε περισσότερο τον Θεό. Να θερμανθούμε περισσότερο. Γι’αυτό λέγει ο άγιος Νείλος ο Σιναΐτης: «Κέχρησο τοῖς δάκρυσι, πρὸς παντὸς αἰτήματος κατόρθωσιν (:Να κάνεις χρήση των δακρύων, όταν θες κάτι να κατορθώσεις). Λίαν γὰρ χαίρει σου ὁ Δεσπότης ἐν δάκρυσι προσευχὴν δεχόμενος (:Χαίρεται ο Χριστός όταν σε βλέπει να δακρύζεις, και δη στην προσευχή σου). Μὴ οὖν εἰς πάθος τρέψῃς τὸ τῶν παθῶν ἀλέξημα (:Μην μεταβάλεις, όμως, εκείνο που απομακρύνει τα πάθη, το μετατρέψεις σε πάθος) ἵνα μὴ πλέον παροργίσῃς τον δεδωκότα τὴν χάριν (:για να μην παροργίσεις τον Κύριον, που σου έδωσε το χάρισμα των δακρύων)».
Τα πάθη, αγαπητοί μου, και η αναισθησία, εμποδίζουν τα δάκρυα. Το ίδιο και η γαστριμαργία και οι συντυχίες και η πολυλογία αλλά και η τυχαία, τυχαία, τυχαία πνευματική ζωή, εμποδίζουν τα δάκρυα. Αντίθετα, η εργασία των εντολών του Θεού, οδηγεί στην κατάνυξη και στα δάκρυα. Τα δάκρυα μπορεί να γεννηθούν στην προσευχή, στη μελέτη του λόγου του Θεού, στην παρατήρηση της κτίσεως, βλέποντας την δημιουργία, στην πνευματική συντροφιά και συζήτηση με πνευματικούς αδελφούς, στη Θεία Λειτουργία, στην περισυλλογή, στο ταξίδι, στον δρόμο, στο λεωφορείο, στο τραίνο, παντού, πάντοτε. Αυτό εξαρτάται από την κατάσταση της καρδιάς αν καθαρεύει κι αν έχει τη μνήμη του Θεού.
Ας τελειώσομε, όμως, με μία ωραιοτάτη προσευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου, που αναφέρεται ακριβώς εις την ένδακρυ προσευχή. Και λέγει: «Κύριε, Συ μόνος γνωρίζεις ότι η ψυχή μας Εσένα διψά σαν την άνυδρη γη κι Εσένα ποθεί. Στάξε στην καρδιά μας μια σταγόνα από την θεία Σου χάρη και άναψε μέσα σε αυτήν την φλόγα της αγάπης Σου. Κρούσε στην δεκάχορδη κινύρα μας μέλη κατανυκτικά και ευφρόσυνα. Συ που άνοιξες τα μάτια του τυφλού, άνοιξε τα μάτια της διανοίας μας να κατανοεί την ομορφιά της δόξης Σου. Συ που έδωκες νερό στην έρημο σε έναν λαό απειθή και φιλόνικο, δώσε μας κατάνυξη και δάκρυα στα μάτια, για να δακρύομε κάθε μέρα της ζωής μας με ταπείνωση, αγάπη και καθαρή καρδιά. Ας προσεγγίσει η δέησή μας την αγάπη Σου, να μας χαρίσει τον άγιο σπόρο της αληθείας Σου, για να Σου προσφέρομε δεμάτια πλήρη κατανύξεως και δοξολογίας. Εισάκουσον, Κύριε, της προσευχής των δούλων Σου, δια πρεσβειών της Θεοτόκου και πάντων των αγίων Σου, ο επί πάντων ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_510.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 7, 11-16]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 7-10-1990]
(Β 240)
Πολύ μας συγκινεί, αγαπητοί μου, η σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο Κύριος κατευθύνεται σε μία μικρή πόλη που την έλεγαν Ναΐν, δηλαδή «ωραία». Αλλά, κατά συγκυρία, ενώ όχλος πολύς μαθητών Τον ακολουθεί, στην πύλη της μικρής αυτής πόλεως, συναντούν μια νεκρώσιμη εκφορά. Ένας άλλος όχλος που συνόδευε την εκφορά, εξήρχετο από την πόλιν. Ήταν η κηδεία ενός νέου, που ήταν παιδί μονάκριβο μιας χήρας γυναίκας. Ο Κύριος την λυπήθηκε, όπως θρηνούσε και της είπε: «Μὴ κλαῖε» · δηλαδή, μην κλαις. Και πλησίασε το φέρετρο. Εκείνοι που μετέφεραν το φέρετρο σταμάτησαν. Και τότε ο Κύριος με εξουσιαστική επιταγή, λέγει στο νεκρό παλικάρι: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι (:Νεανίσκε, σε σένα το λέγω· σήκω)». Και ο νεκρός νέος ζωντάνεψε και ανεκάθισε και άρχισε να ομιλεί. Ήταν εκπληκτικό! Και τότε ο Κύριος παρέδωσε το παιδί εις την μητέρα του. Ήταν η καλύτερη και η πλέον αντιπροσωπευτική παρηγορία που μπορούσε να πάρει αυτή η χήρα γυναίκα.
Το πένθος της, όπως ήταν φυσικό, μετεστράφη σε χαρά. Αλλά ας μείνομε σ’ αυτό το πένθος. Τι είναι το πένθος; Η λέξις «πένθος» ξεπηδά από την λέξη «πάθος» και «πάσχω»· που σημαίνει θλίβομαι, σημαίνει πιέζομαι. Και το πένθος είναι μία μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου. Ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπον να πενθεί. Είναι αποτέλεσμα της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Μάλιστα ο Αδάμ, καθήμενος απέναντι του Παραδείσου, πενθούσε την απώλεια την δική του. Και όπως ο ιερός υμνογράφος βάζει στο στόμα του Αδάμ εκείνον τον θρηνητικόν μονόλογον, που είναι ο Οίκος της Κυριακής της Τυρινής: «Ἐκάθισεν ὁ Ἀδάμ τότε καὶ ἔκλαυσεν ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶν τύπτων τὰς ὄψεις (:χτυπούσε με τα χέρια του το πρόσωπό του) καὶ ἔλεγεν· ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα· συνάλγησον, Παράδεισε, τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι (:έλα να πονέσεις μαζί μου, Παράδεισε, σε εκείνον που σε είχε κτήμα του κι έχει φτωχύνει)» κ.λπ.
Βλέπετε, λοιπόν, ότι πενθεί ο Αδάμ. Και συνέπεια εκείνης της πτώσεως του Αδάμ ήταν ο θάνατος του υιού της χήρας, δηλαδή όλων των ανθρώπων· που τώρα έρχεται ο Κύριος ανοίγοντας πάλι τον Παράδεισον. Απώλεια, λοιπόν, του Παραδείσου και θάνατος. Δυο κακά. Έκτοτε αυτά τα δυο κακά, αυτά τα δυο δεινά θα θλίβουν τους ανθρώπους.
Πώς, όμως, θα σταθεί ο άνθρωπος απέναντι του πένθους; Διότι το πένθος υπάρχει, παρότι το ενίκησε ο Κύριος, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω. Η στάση του ανθρώπου δεν θα είναι παρά ό,τι ακριβώς ήταν η στάση του πλήθους εκείνου και της μητέρας του νεκρού νέου, απέναντι στον Χριστόν. Δηλαδή θα πρέπει να δούμε κατάματα τον Χριστόν. Αυτή θα πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στο πένθος. Ο Χριστός είπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή». «Εγώ είμαι η Ανάστασις και η Ζωή». Κι εκείνος που πιστεύει στον Ιησούν Χριστόν, έχει εν εαυτώ την Ανάστασιν και την Ζωή. Και αυτό δεν είναι μία φιλολογική έκφρασις· όπως θα μπορούσαμε να πούμε σε έναν άνθρωπο ότι είναι η σελήνη και ο ήλιος, ότι είναι τα αστέρια τ’ ουρανού… ότι… ότι… Ο Χριστός είναι πραγματικά η Ζωή και η Ανάστασις, είναι η Αυτοζωή, είναι Εκείνος που μας έδωσε την ανάσταση πραγματικά. Διότι ο Ίδιος ανεστήθη και ενίκησε οριστικά τον θάνατον. Ανεστήθη, εννοείται, με την ανθρωπίνη Του φύση. Γιατί ως Θεός είναι αθάνατος.
«Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν -θα πει ο Απόστολος Παύλος- ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο». «Τώρα πλέον ο Χριστός ανεστήθη. Κατά λέξη: Τώρα δα, νυνί, ο Χριστός ανεστήθη και έγινε η απαρχή, το ξεκίνημα, η αρχή των κεκοιμημένων». Δεν λέει: «των πεθαμένων», λέει: «των κεκοιμημένων». Για να δείξει ότι ο θάνατος εφεξής δεν είναι παρά ένα περιστατικό. Και επαναλαμβάνει τους λόγους του Ησαΐου: «Ποῦ σου θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, Ἅδη, τὸ νῖκος;». Δηλαδή, «Θάνατε, πού είναι το κεντρί σου, σαν άλλη σφήκα, που ερχόσουν να δηλητηριάσεις πάντα άνθρωπον; Άδη, πού είναι η νίκη σου που τους μάζευες όλους;».
Και με θρίαμβο ο ευαγγελιστής Ιωάννης καταγράφει στην Αποκάλυψή του και λέει: «Καὶ ἐξαλείψει ἀπ’ αὐτῶν (:από των ανθρώπων) ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (:δεν θα υπάρχουν δάκρυα). Καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι (:Και ο θάνατος δεν θα υπάρχει πια». Ακούστηκε ποτέ μέσα στους αιώνες αυτό; Και ο θάνατος δεν θα υπάρχει πια. Όχι ο μεταφορικός θάνατος. Αυτόν που τον λέμε «βιολογικό θάνατο». Αυτό που λέμε «πέθαμα». Μπορεί να το πει κανείς με έναν ρεαλιστικόν τρόπον. Όπως ο Ιωάννης για να δείξει ότι ο Υιός του Θεού, ο Θεός Λόγος, πραγματικά έγινε άνθρωπος, εχρησιμοποίησε την έκφραση «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Δεν είπε «άνθρωπος». Είπε «σάρξ». Σάρκα. Για να τονίσει με ρεαλισμό αυτό που ο Θεός Λόγος έγινε. Έτσι κι εδώ. Δεν έχομε, θα λέγαμε, μια μεταφορική έννοια. Ο θάνατος πραγματικά δεν θα υπάρχει πια. Ποιος; Αυτός που τον βλέπομε καθημερινά στη ζωή μας. «Οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι (:δεν θα υπάρχει πια)· ὃτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον(: Πέρασε η πρώτη φάση της ανθρωπότητος)».
Αν επιτρέπεται να πούμε, αν επιτρέπεται, θα λέγαμε ότι η ανθρωπότητα πέρασε τρεις φάσεις. Η μία μέσα στον Παράδεισο. Η δευτέρα έξω από τον Παράδεισο. Και η τρίτη πάλι μέσα εις τον Παράδεισον, εις την Βασιλείαν του Θεού. Αν έπρεπε, βέβαια, να υποδιαιρέσομε, θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος έξω από τον Παράδεισον, πριν ακόμα φύγει από την παρούσα ζωήν και πριν γίνει η ανάστασις των νεκρών, ήδη πέρασε από τον θάνατον εις την ζωήν. Το λέγει έτσι ωραιότατα, ο Κύριος εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «Επίστευσες εις τον Χριστόν;» λέει ο Ιωάννης. «Τότε πέρασες από τον θάνατον στη ζωή». Δηλαδή δεν περνάς από τον βιολογικόν θάνατον, σαν να ήθελε να πει. Ή καλύτερα, πέρασες από τον πνευματικόν θάνατον εις την αιώνιον ζωήν. Τώρα αν θα περάσεις από τον βιολογικόν ή όχι, είναι άλλο θέμα. Γιατί ενδέχεται να μην περάσεις από τον βιολογικόν θάνατον. Πότε; Όταν θα ξανάρθει ο Χριστός εκείνοι που θα ζουν, δεν θα περάσουν από τον βιολογικόν θάνατον.
Πρέπει, αγαπητοί μου, να μάθομε το μυστήριον του θανάτου. Πρέπει να το μάθουμε, να το δούμε από κοντά. Να εξοικειωθούμε όχι με την έννοια που ο σύγχρονος άνθρωπος προσπαθεί να εξοικειωθεί με τον θάνατον, ωραιοποιώντας τον. Ο θάνατος είναι φρικώδης. Κάνει ωραία μνημεία, κάνει ωραία τελετή κηδείας, εκφωνεί λόγους, ωραιοποιούμε τα πράγματα. Όχι. Ο θάνατος είναι φρικτός! Αλλά η προσέγγισίς μας σ’ αυτόν θα είναι να τον δούμε από κοντά. Να τον δούμε να μάθομε τι πράγμα είναι και ότι αυτό το πράγμα που λέγεται «θάνατος» το ενίκησε ο Χριστός.
Συνεπώς, δεν θα υπάρχουν αυτά πια, γιατί «τὰ πρῶτα ἀπῆλθον». Πέρασαν τα πρωτινά. «Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ τὰ πάντα (:Να, όλα τα κάνω καινούρια). Καί λέγει μοι (:Και μου είπε)· γράψον ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοὶ εἰσί. Καὶ εἶπε μοὶ· γέγονεν (:Γράψε. Αυτά είναι αληθινά. Είναι αξιόπιστα. Και μου είπε: ‘’Γέγονεν’’· θα λέγαμε είναι ο ελληνικός τύπος του εβραϊκού ‘’ἀμήν’’. Το ‘’ἀμήν’’: έγινε, γίνεται, θα γίνει. Γέγονεν. Έχει γίνει. Και μάλιστα σε περασμένο χρόνο, για την βεβαιότητα ότι αυτά όλα που είπα είναι αξιόπιστα και θα γίνουν)».
Πρέπει, λοιπόν, να σταθούμε μπροστά στον Ιησούν Χριστόν. Με την απόλυτη βεβαιότητα ότι είναι ο μόνος, ο μόνος, ο μόνος που ενίκησε τον θάνατον. Κανείς δεν υπάρχει, ούτε στον ουρανό, ανάμεσα στους αγίους αγγέλους, ούτε στη γη, ούτε στο σύμπαν, ούτε στον άδη, νικητής του θανάτου. Μόνος, μοναδικός είναι ο Ιησούς Χριστός. Και θα επαναλάβω, πια μπροστά Του ο θάνατος είναι ένα περιστατικό.
Βέβαια, μας λυπίζει. Αλλά δεν πρέπει να μας απελπίζει. Το πένθος πρέπει να το αντιμετωπίζομε υπό το πρίσμα της αναστάσεως. Ότι θα αναστηθούμε. Ότι είναι ένα περιστατικό. Θα αναστηθούμε. «Ὁ Θεός Πατήρ», λέγει ο απόστολος Πέτρος στην πρώτη του ομιλία στα πλήθη μετά την Πεντηκοστή, «ἀνέστησε τὸν Ἰησοῦν, λύσας τὰς ὠδίνας τοῦ θανάτου (:αφού έλυσε τις ωδίνες του θανάτου)». Έχει ωδίνες ο θάνατος. Όχι κατά τη στιγμή που πεθαίνει ο άνθρωπος. Όχι. Αυτό πόσο κρατά; Μετά. Ο Άδης έχει ωδίνες.
Αν ο χριστιανός δεν παρηγορείται, αγαπητοί μου, με όλα αυτά που είπαμε, τότε του καταλογίζεται απιστία. Ένα πένθος και μία λύπη απαρηγόρητη, συνιστά αμάρτημα. Και μάλιστα αν θέλετε, ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, που είναι η λύπη. Από το πένθος περνά ο άνθρωπος στην λύπη. Και γράφει ο απόστολος Παύλος: «Ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη, θάνατον κατεργάζεται». Είδατε; Διότι πρόκειται περί λύπης με κοσμικές διαστάσεις. Είναι η κατά Θεόν λύπη, με πνευματικές διαστάσεις: Πενθώ τις αμαρτίες μου. Αυτό ο Θεός το θέλει. Όχι, βεβαίως, κατά έναν τρόπον απαρηγόρητον. Αλλά ότι ελύπησα τον Κύριον με τις αμαρτίες μου. Χαίρομαι όμως γιατί μου τις συγχώρησε. Άρα λοιπόν έχω χαρμο-λύπη. Λύπη και χαρά. Λύπη τι έκανα, χαρά τι μου έδωσε ο Κύριος. Αλλά ας προσέξομε, αγαπητοί μου, γιατί αυτή η λύπη με κοσμικές διαστάσεις, θανατώνει και την ψυχή και το σώμα. Την ψυχή την θανατώνει με τον αιώνιον θάνατον. Όχι με την έννοια της διαλύσεώς της, της εξαφανίσεώς της, της εκμηδενίσεώς της. Όχι με αυτήν την έννοια. Αλλά με την έννοια της αιωνίου κολάσεως. Και το σώμα με την γνωστή έννοια.
Θανατώνει, λοιπόν, η λύπη και την ψυχή και το σώμα. Γι’αυτό συμβουλεύει ο σοφός Σειράχ. Ακούσατε να σας διαβάσω. Έχει αρκετά πράγματα στο 38ον κεφάλαιον. Λέει τα εξής: «Τέκνον(:Παιδί), ἐπὶ νεκρῷ κατάγαγε δάκρυα καὶ ὡς δεινὰ πάσχων ἔναρξαι θρήνου (:κατέβασε δάκρυα απ’ τα μάτια σου, όταν είσαι μπροστά σε έναν νεκρόν και, ακόμη, άρχισε να θρηνείς) – Προσέξτε όμως. Αυτά είναι στην Παλαιά Διαθήκη. Παρά ταύτα υπάρχει μία πολύ σωστή τοποθέτηση. Πλην κάποιων σημείων, που αυτά φεύγουν πια εις τον χώρον της Καινής Διαθήκης- κατὰ δὲν τὴν κρίσιν αὐτοῦ περίστειλον τὸ σῶμα αὐτοῦ -«περιστέλλω» θα πει σαβανώνω- καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν ταφὴν αὐτοῦ (:δηλαδή σύμφωνα με την κρατούσα συνήθεια, φρόντισε γι’ αυτόν. Εξάλλου «κηδεία» αυτό θα πει. Από το «κήδομαι», φροντίζω. «Κηδεμών», λέμε. «Εκείνος που φροντίζει για σένα». Συνεπώς «κηδεία» είναι η φροντίδα του νεκρού). Πίκρανον κλαυθμόν (:κλάψε πικρά) και θέρμανον κοπετόν –Μην ξεχνάτε ότι και στον Στέφανον έκαναν άνδρες ευλαβείς «κοπετόν». Ο κοπετός είναι το χτύπημα του στήθους, το τράβηγμα των μαλλιών. Αυτά διορθώνονται στην Καινή Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχουν αυτά. Δεν υπάρχει ο κοπετός και ο θρήνος. Αλλά έχει όμως αξία, σας είπα- καὶ ποίησον τὸ πένθος κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ ἡμέραν μίαν καὶ δύο χάριν διαβολῆς καὶ παρακλήθητι λύπης ἕνεκα (:να του αποδώσεις, κατά την αξία του, αν είναι ο πατέρας σου, το πένθος σου –αλλά εδώ τώρα:- μία ημέρα και δύο ημέρες, για να μη σε κατηγορήσουν ως άσπλαχνον). -Πώς το λέγει; «Χάριν διαβολῆς». Και κατόπιν τι θα κάνεις; -«Κατόπιν», λέγει, «θα παρηγορηθείς». Να η αξία του πράγματος:- ἀπὸ λύπης γὰρ ἐκβαίνει θάνατος, καὶ λύπη καρδίας κάμψει ἰσχύν (:διότι από τη λύπη ξεπηδά ο θάνατος. Αν λυπηθείς παρατεταμένα, θα πεθάνεις, θα αρρωστήσεις. Και η λύπη της καρδιάς θα λυγίσει τη δύναμή σου. Δηλαδή θα α-σθενήσεις. Θα φύγει το σθένος. Θα αρρωστήσεις)». Ξέρετε ότι ένας παράγων του καρκίνου είναι και η λύπη; Αν το ξέρετε. Δεν είναι μόνο τι έφαγα, τι ανέπνευσα, αλλά και η ψυχολογική μου κατάσταση πώς βρίσκεται.
«Μὴ δῷς εἰς λύπην τὴν καρδίαν σου (:μη δώσεις την καρδιά σου στην απεριόριστη λύπη), ἀπόστησον αὐτὴν μνησθείς τὰ ἔσχατα (:διώχτην. Κι εσύ θα πεθάνεις)· μὴ ἐπιλάθῃ, οὐ γὰρ ἐστὶν ἐπάνοδος (:μην ξεχνάς, δεν έχει ξαναγύρισμα. Γιατί κλαις; Να ξαναγυρίσει πίσω ο άνθρωπος; Γιατί κλαις; Δεν γυρνάει κανείς πίσω) καὶ τοῦτον οὐκ ὠφελήσεις καὶ σεαυτὸν κακώσεις (:κι εκείνον δεν έχεις να του προσφέρεις καμία ωφέλεια, αλλά και τον εαυτόν σου θα τον κακοποιήσεις, θα αρρωστήσεις). Μνήσθητι τὸ κρῖμα αὐτοῦ, ὅτι οὕτω καὶ τὸ σόν (:θυμήσου· ό,τι συνέβη σε εκείνον, θα γίνει και σε σένα). Ἐμοὶ χθὲς καὶ σοὶ σήμερον (:σαν να σου λέγει ο νεκρός: ‘’Για μένα συνέβη ο θάνατος χθες. Σήμερα θα συμβεί σε σένα’’. Δηλαδή: σήμερα αυτός, αύριο εγώ. Άρα λοιπόν γιατί να υπάρχει αυτή η απεριόριστη λύπη;). Ἐν ἀναπαύσει νεκροῦ κατάπαυσον τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ (:όταν, λέγει, ο νεκρός ετελείωσε, ετάφη· σταμάτα την μνήμη του… ποια μνήμη; Την θλιβερή του μνήμη. Και να κλαις. Μόλις σου θυμίσουν κάτι να βάζεις τα κλάματα. Όχι. Μια γλυκιά μνήμη μόνο μπορείς να έχεις) καὶ παρακλήθητι ἐν αὐτῷ ἐν ἐξόδῳ πνεύματος αὐτοῦ(: Παρηγορήσου, επειδή η ψυχή του έχει φύγει)». Τίποτε άλλο. Και αυτά, επαναλαμβάνω για τρίτη φορά, ανήκουν εις τον χώρον της Παλαιάς Διαθήκης. Τι θα λέγαμε εις τον χώρον της Καινής Διαθήκης που έχομε την Ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των νεκρών; Πράγμα που δεν ήτανε γνωστό εις την Παλαιά Διαθήκη. Ή ήτο ασαφές.
Έτσι ο Χριστιανός που πολλάκις πενθεί, όχι μόνον μένει απαρηγόρητος, αλλά και στρέφεται εναντίον του Θεού και κατηγορεί τον Θεόν ως άδικον και κακόν… «Το παιδί μου», λέει, «βρήκε να πάρει;», λένε οι άνθρωποι, ασεβέστατα. Βλέπετε ότι μια υπερβολή λύπης φθάνει εις την βλασφημίαν κατά του Θεού.
Ακόμη, όταν μένει απαρηγόρητος, δεν εκκλησιάζεται. Γιατί θεωρεί ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα, υπεύθυνο τον Θεό για τον θάνατο αυτού του προσφιλούς προσώπου. Ως να λέγει: «Εγώ ερχόμουνα στην Εκκλησία, γιατί είχες ανάγκη από μένα. Μου πήρες το παιδί μου, τον άνδρα μου, την γυναίκα μου; Ε, τώρα δεν έρχομαι στην Εκκλησία! Δεν θέλω να σε τιμήσω. Δεν θέλω!». Βλέπετε μια δοσοληψία, υποσυνείδητη δοσοληψία που υπάρχει στη λατρεία ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό; Κακές τοποθετήσεις, πολύ κακές τοποθετήσεις.
Ή ακόμη, γυναίκες κυρίως, δεν πηγαίνουν στην Εκκλησία, αν πεθάνει μάλιστα ο σύζυγος, για να μην κατηγορηθούν ότι… «Να, λέει, αυτή, μπα, πότε πέθανε καλέ (βάζουν και το «καλέ», μιλάω, κάνω μεταφορά) ο άνδρας της, κι αυτή γαμπρίζει;». Δι’ όνομα του Θεού! Δηλαδή, «πέθανε ο άνδρας μου. Πήγα σε χορό; Πήγα σε διασκέδαση;». Τι είναι η Εκκλησία; Η Εκκλησία δεν είναι ο χώρος της παρηγορίας; Αυτή η αντίληψις υπάρχει. Κι όταν εγώ λέγω… μυριάδες φορές το έχω πει: «Θα σου κόψω την Θεία Κοινωνία, κυρά μου, εάν δεν πηγαίνεις στην Εκκλησία», προτιμά να της κόψεις την Θεία Κοινωνία, στην Εκκλησία όταν πενθεί, δεν πηγαίνει. Διότι θα την κατηγορήσουν οι συγχωριανοί. Δηλαδή να το κοσμικό φρόνημα. Αν ερωτήσετε τι είναι; Να ‘το. Θέλετε ακόμη; Η ανθρωπαρέσκεια, η οποία υπερισχύει της ευσεβείας. Αυτό όμως είναι ένα δυστύχημα.
Πώς θα σταθούμε απέναντι στους πενθούντας; Συμβουλεύει ο Εκκλησιαστής και λέγει: «Ἀγαθὸν πορευθῆναι εἰς οἶκον πένθους ἢ ὅτι πορευθῆναι εἰς οἶκον πότου (:Είναι καλύτερο, λέγει, να πας στο σπίτι που πενθεί, παρά να πας στο σπίτι –θα το πω έτσι λιγάκι απλοελληνικά- του «πιει», του ποτού, δηλαδή εκεί που γίνεται πότος, εκεί που υπάρχουν τραπεζώματα. Όχι. Πήγαινε καλύτερα εις το σπίτι εκείνου που πενθεί)». Αυτό εξάλλου δείχνει και μία σωστή κοινωνικότητα. Διότι είναι αντικοινωνική η πράξις να πας εκεί που πίνουν και τρώνε και είναι κοσμική, όχι κοινωνική. Αν πας στο σπίτι που πενθεί, είναι έκφρασις, κατάστασις κοινωνική, αληθινά κοινωνική.
Ο σοφός Σειράχ λέει το εξής: «Πένθος νεκροῦ ἑπτὰ ἡμέραι -22 κεφ. στίχ.12– (:το πένθος του νεκρού, 7 ημέρες)». Ο Μωυσής επειδή ήτο πολύ μεγάλο πρόσωπο, επενθήθη 40 ημέρες. Αγαπητοί, όχι περισσότερο. Και φορτωνόμαστε τα μαύρα, τρία χρόνια, εφτά χρόνια. Άλλο να είναι ηλικιωμένη γυναίκα, να φοράει τα μαύρα μέχρι που να πεθάνει. Μέχρι που να πεθάνει. Άλλο θέμα. Να είναι ηλικιωμένη. Αλλά τα παιδιά διαμαρτύρονται μέσα…λέει: «Δεν μπορούμε να βλέπομε μαύρα». Τα μικρά παιδιά. Είναι αντιψυχολογικό το μαύρο χρώμα.
Ακόμα, όταν πενθούμε, τόσο κατά την κηδεία όσο και μετά, δεν θα μετέλθομε συνήθειες ειδωλολατρικές. Δεν θα σπάζομε πιάτα, ποτήρια ή σταμνιά. Ακόμη, δεν θα τοποθετούμε στο φέρετρο του νεκρού νομίσματα ή φρούτα. Δεν θα περάσει από κανέναν Αχέροντα να τον πληρώσει. Τι πράγματα είναι αυτά; Ειδωλολατρικά καθαρά. Ούτε μπουκάλια με νερό ή κρασί, για να αποκτήσομε το «φριξονέρι» κι όλα εκείνα τα γνωστά. Δεν έχω χρόνο να τα αναλύσω. Όταν ανάβομε ένα κανδήλι, ένα κερί στον τάφο ή στο σπίτι, αυτό δεν σημαίνει ότι φωτίζομε την ψυχή του νεκρού, γιατί είναι στο σκοτάδι. Τιμούμε την εικόνα του Θεού, εις αυτόν ο οποίος εκοιμήθη. Μόνο τιμή είναι. Δεν είναι για να φωτίζεται.
Δεν θα παραθέτομε φαγητό πάνω από τον τάφο, όπως έκαναν οι αρχαίοι, οι προ Χριστιανοί, προ Χριστού δηλαδή. Ούτε θα πιστεύομε ότι η ψυχή του νεκρού τριγυρνά γύρω από το σπίτι ή στο νεκροταφείο ή όπου αλλού. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος πάνω σ’ αυτό, ότι «ἐπῆγε εἰς τὸν οἰκεῖον τόπον». Εκεί που είχε να πάει. Δεν τριγυρνάει από δω και από κει. Δεν θα πιστεύομε ότι η ψυχή του νεκρού βρυκολακιάζει. Ούτε η ψυχή του νεκρού έρχεται να εκδικηθεί ή να φανερώνει μυστικά ή να εμφανίζεται εις τον ύπνον. Πολλές φορές βλέπομε στον ύπνο μας τον κεκοιμημένον. Μη δώσετε σημασία. Προσέξατε. Δεν είναι ο κεκοιμημένος. Δεν είναι η ψυχή του. Εκείνος πήγε «εἰς τὸν οἰκεῖον τόπον».. Όταν στο σπίτι παραθέτομε τραπέζι, μετά την κηδεία ή στο μνημόσυνο, δεν θα βάλομε κρέας, όταν έχομε Μεγάλη Σαρακοστή ή Σαρακοστή. Πολλοί λένε: «Μα, θα μας παρεξηγήσουν!». Κι εδώ ανθρωπαρέσκεια. Κι εδώ κοσμικό φρόνημα.
Ακόμη, δεν θα νηστεύομε 40 μέρες για τον νεκρόν. Προσέξατε. Πολλές φορές δεν νηστεύομε την κεκανονισμένη νηστεία και νηστεύομε τον θάνατον ενός νεκρού. Ούτε θα κάνομε πολυτελή κηδεία, αλλά την πρέπουσα κηδεία. Ό,τι ανήκει στην εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο. Χρήματα δεν θα δώσομε αντί μνημοσύνου. Το βλέπομε στις εφημερίδες. Λέει: «Αντί μνημοσύνου». Και δίνομε στα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Όχι «αντί μνημοσύνου». Είναι αμαρτία. Το μνημόσυνο δεν αντικαθίσταται με τίποτε. «Αντί στεφάνων», ναι. «Αντί πολυτελούς κηδείας», ναι. Θα δώσομε τα χρήματα κάπου, σ’ ένα ίδρυμα. Ποτέ «αντί μνημοσύνου».
Αγαπητοί μου, όταν πενθούμε, θα πενθούμε σαν άνθρωποι, που πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών, σαν άνθρωποι που πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού. Θα έχομε ήρεμη και γλυκεία συμπεριφορά. Δεν θα κάνομε ούτε κοπετό, ούτε μοιρολόγια, ούτε τραγούδια. Ο θάνατος του αγαπημένου μας προσώπου ας μας αφήσει μόνο μία καλή γλυκιά ανάμνηση. Σε κάθε προσευχή μας, ας ζητούμε την ανάπαυσή του. Στην Θεία Λειτουργία συχνά να προσφέρομε ένα πρόσφορο και λίγο κρασί, για να γίνει μνημόνευση του ονόματός του. Και με την ελπίδα στον Χριστό ας περιμένομε αυτήν την κοινήν ανάστασιν. Όλοι θα αναστηθούμε. Θα λέμε: «Χριστὸς ἀνέστη καὶ οἱ νεκροὶ ἐγείρονται». Θα είναι η καλυτέρα μας παρηγορία.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_485.mp3