ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (2/11/2025)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ΛΟΥΚΑ
Προς Γαλάτας, κεφάλαιο Β΄, εδάφια 16-20
16 Εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. 17 Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. 18 Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. 19Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. 20 Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
16 Επειδή, όμως, μάθαμε από την προσωπική μας πείρα ότι δεν γίνεται δίκαιος ο άνθρωπος και δεν σώζεται με την τήρηση των τυπικών διατάξεων του μωσαϊκού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό λοιπόν και εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να γίνουμε δίκαιοι και να σωθούμε από την πίστη στον Χριστό και όχι από τα έργα του μωσαϊκού νόμου· διότι, όπως αναφέρεται και στους Ψαλμούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιωθεί και δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος. 17Αλλά εάν υποθέσουμε ότι η τήρηση του μωσαϊκού νόμου είναι επιβεβλημένη, και συνεπώς εμείς που αφήσαμε τον νόμο αμαρτήσαμε και βρεθήκαμε να είμαστε αμαρτωλοί μόνο και μόνο επειδή ζητούμε να δικαιωθούμε και να σωθούμε με την πίστη και την κοινωνία μας με τον Χριστό, τότε γεννιέται το άτοπο ερώτημα: «Άρα ο Χριστός είναι υπηρέτης αμαρτίας, αφού Αυτός μας ώθησε να αφήσουμε τον μωσαϊκό νόμο;». Μη συμβεί να πούμε μια τέτοια βλασφημία. 18 Και καταλήγουμε οπωσδήποτε στη βλασφημία αυτή, εάν δεχθούμε ως αληθινή την υπόθεση που κάναμε. Διότι, εάν εκείνα που κατάργησα και αθέτησα ως ανώφελα, δηλαδή τις τυπικές διατάξεις του νόμου, αυτά πάλι τα τηρώ ως αναγκαία και απαραίτητα για τη σωτηρία, με την επάνοδό μου αυτή στην τήρηση του μωσαϊκού νόμου αποδεικνύω τον εαυτό μου παραβάτη˙ διότι βεβαιώνω έμπρακτα ότι έκανα λάθος πρωτύτερα που αθέτησα τον νόμο, και αμάρτησα όταν προτίμησα τη σωτηρία που δίνει ο Χριστός.
19 Αλλά όχι. Δεν αμάρτησα, ούτε είμαι παραβάτης. Διότι εγώ με κριτήριο τον νόμο που κατάργησα και ο οποίος τιμωρεί με θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ως προς τον νόμο, για να ζήσω για τη δόξα του Θεού. 20 Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Κι αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο νόμος. Έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και την φυσική ζωή που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα που επέστρεψα στον Χριστό, την ζω με την έμπνευση και την κυριαρχία της πίστεως στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο 16, εδάφια 19-31
19῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος. 21 Καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
22 Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 Εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
19Συνεχίζοντας ο Κύριος τη διδασκαλία Του για την καλή χρησιμοποίηση του πλούτου, είπε και την ακόλουθη παραβολή: Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα. Απέξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο, κι από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια. 20 Ήταν όμως και κάποιος φτωχός που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος ήταν γεμάτος πληγές και παραπεταμένος κοντά στην εξώπορτα του πλουσίου. 21 Και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σα να μην του έφτανε η στέρησή του αυτή, καθώς ήταν και σχεδόν γυμνός, έρχονταν και οι σκύλοι και έγλειφαν τις πληγές του. Παρόλα αυτά όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του ούτε την παραμικρή λέξη παραπόνου εναντίον του πλουσίου ή κάποιο γογγυσμό εναντίον του Θεού.
22 Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι του Θεού τον μετέφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος, και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δεν φάνηκαν γι’ αυτόν οι άγγελοι του Θεού.23 Και στον τόπο του Άδη, καθώς βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και τον Λάζαρο να είναι στην αγκαλιά του. 24 Αυτός λοιπόν που στη γη τα είχε όλα και δεν παρακαλούσε κανένα να τον βοηθήσει, φώναξε τώρα και είπε: «Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά».25 Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: «Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη. Ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα απόλαυσε τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου πάνω στη γη. 26 Κι εκτός απ’ όλα αυτά υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σας μεγάλο χάσμα, ώστε πολλοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας να μην μπορούν, αλλά ούτε κι όσοι είναι από εκεί να μπορούν να περάσουν απέναντι σε μας».
27 Είπε πάλι ο πλούσιος: «Αφού κάθε άνθρωπος που έμεινε αμετανόητος στην επίγεια ζωή του, μετά τον θάνατό του δεν έχει πλέον καμία ελπίδα, σε παρακαλώ λοιπόν, πάτερ, στείλε τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου. 28 Διότι έχω πέντε αδελφούς. Στείλε τον να τους βεβαιώσει ως αυτόπτης μάρτυρας για όσα συμβαίνουν εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτό της τιμωρίας και των βασάνων που βρίσκομαι εγώ». 29 Του λέει ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες που τους βεβαιώνουν γι’ αυτά· ας ακούσουν εκείνους». 30 Εκείνος τότε του είπε: «Όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα υπακούσουν στον Μωυσή και στους προφήτες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους νεκρούς, θα μετανοήσουν». 31 Του είπε τότε ο Αβραάμ: «Εάν δεν έχουν την καλή διάθεση να υπακούσουν στον Μωυσή και στους προφήτες, δεν θα πειστούν, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς· διότι, όταν ατονήσει η πρώτη τους εντύπωση από την ανάσταση, θα επανέλθουν πάλι στην προηγούμενή τους σκληρότητα».
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ [: Γαλ. 2, 16-20]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ(:Επειδή όμως μάθαμε από τη δική μας πείρα ότι δεν γίνεται δίκαιος ο άνθρωπος και δεν σώζεται με την τήρηση των τυπικών διατάξεων του μωσαϊκού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό λοιπόν και εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να γίνουμε δίκαιοι και να σωθούμε από την πίστη στον Χριστό και όχι από τα έργα του μωσαϊκού νόμου· διότι όπως αναφέρεται και στους Ψαλμούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιωθεί και δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος)»[Γαλ.2,16· ερμ. απόδοση Παν. Τρεμπέλα].
Πρόσεξε και εδώ πώς με ασφάλεια λέγει τα πάντα. «Διότι όχι όμως ως κακό αλλά ως ασθενή στο να μας εξασφαλίσει τη σωτηρία», λέγει, «εγκαταλείψαμε τον μωσαϊκό νόμο». Εάν λοιπόν ο μωσαϊκός νόμος δεν παρέχει δικαίωση και σωτηρία στον άνθρωπο, είναι περιττή η περιτομή. Αλλά εδώ μεν έτσι αναφέρει· προχωρώντας όμως δείχνει ότι όχι μόνο είναι περιττή η περιτομή, αλλά και επικίνδυνη· κάτι το οποίο είναι και περισσότερο αξιοπαρατήρητο, το ότι δηλαδή στην αρχή μεν λέγει ότι «δεν δικαιώνεται ο άνθρωπος από τα έργα του νόμου», προχωρώντας όμως ομιλεί και με πιο βαριές εκφράσεις.
«Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος;(:Αλλά όμως εάν υποθέσουμε ότι η τήρηση του μωσαϊκού νόμου είναι επιβεβλημένη, και συνεπώς εμείς που αφήσαμε τον νόμο, αμαρτήσαμε και βρεθήκαμε να είμαστε αμαρτωλοί μόνο και μόνο επειδή ζητούμε να δικαιωθούμε και να σωθούμε με την πίστη και την κοινωνία μας με τον Χριστό, τότε γεννιέται το άτοπο ερώτημα: “Άραγε ο Χριστός είναι υπηρέτης της αμαρτίας, αφού Αυτός μας ώθησε να αφήσουμε τον μωσαϊκό νόμο;”. Μη συμβεί να πούμε τέτοια βλασφημία)»[Γαλ.2,17]. «Διότι εάν δεν έχει δύναμη», λέγει, «η πίστη στον Χριστό να δικαιώσει, αλλά υφίσταται πάλι η αναγκαιότητα του μωσαϊκού νόμου, εκείνοι οι οποίοι εγκατέλειψαν τον νόμο για τον Χριστό και δεν δικαιώνονται από την άφεση, αλλά κατακρίνονται, θα βρούμε να γίνεται αίτιος της κατακρίσεως Αυτός, για τον οποίο, αφού εγκαταλείψαμε τον νόμο, καταφύγαμε στην πίστη».
Είδες σε πόσο αναγκαστική ατοπία οδήγησε τον λόγο και πώς αγωνίστηκε με δύναμη; «Διότι, εάν δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τον νόμο», λέγει, «τον εγκαταλείψαμε όμως για τον Χριστό, πρόκειται να κριθούμε». Γιατί λοιπόν παραινείς και λέγεις αυτά στον Πέτρο, ο οποίος τα γνωρίζει αυτά ακριβέστερα από όλους; Δεν φανέρωσε σε αυτόν ο Θεός ότι δεν πρέπει να κρίνει άνθρωπο απερίτμητο για την περιτομή που δεν έχει κάνει; Μήπως όταν ομιλούσε στους Ιουδαίους γι΄ αυτά δεν αντιπαρατάχθηκε γενναιόψυχα από αυτήν την άποψη; Μήπως πάλι δεν απέστειλε από τα Ιεροσόλυμα σαφή διδασκαλία για αυτά;
Δεν λέγει, λοιπόν, αυτά ο Απόστολος Παύλος για να διορθώσει τον Πέτρο· αλλά φαίνεται μεν ότι ο λόγος απευθύνεται σε εκείνον, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχει τους μαθητές. Αυτά λοιπόν τα λέει απευθυνόμενος όχι μονάχα προς τους Γαλάτες, αλλά και προς εκείνους οι οποίοι πάσχουν από την ίδια νόσο· διότι, εάν και δεν περιτέμνονται πολλοί τώρα, νηστεύουν όμως και τηρούν την αργία του Σαββάτου, πράττουν αυτά μαζί με εκείνους, αποχωρίζοντας τους εαυτούς τους από τη χάρη· διότι, εάν αυτούς οι οποίοι χρησιμοποιούν μόνο την περιτομή, ο Χριστός δεν τους ωφελεί σε τίποτε, όταν προστίθεται και η νηστεία και το Σάββατο και όχι μόνο μία, αλλά δύο εντολές τηρούνται, πρόσεξε πως ο κίνδυνος κα με την πρόοδο του χρόνου έγινε φοβερότερος· διότι εκείνοι μεν στην αρχή αυτό έκαναν, ενώ υπήρχε ακόμη η πόλη και ο ναός και όλα τα άλλα· αυτοί όμως, ενώ είδαν και την τιμωρία στην οποία παραδόθηκαν οι Ιουδαίοι και την καταστροφή της πόλεως και περισσότερο έβλαψαν τους εαυτούς τους και τους άλλους, ποια απολογία θα έχουν για το ότι τηρούν τον νόμο τότε, όταν αυτοί, ενώ ήσαν Ιουδαίοι και παρά το ό,τι ήθελαν πάρα πολύ, δεν μπορούν να τηρούν αυτά; Τον Χριστό ενεδύθης, μέλος του Δεσπότη έγινες, στην άνω πόλη αναγράφηκες, και ακόμη στον μωσαϊκό νόμο ακόμη έρπεις; Και πώς είναι δυνατόν να επιτύχεις τη βασιλεία;
Άκουσε τον Παύλο ο οποίος λέγει ότι το ευαγγέλιο ανατρέπεται από την τήρηση του μωσαϊκού νόμου. Και εάν θέλεις, μάθε και τον τρόπο και φρίξε και απόφυγε το βάραθρο· διότι, γιατί τηρείς το Σάββατο και νηστεύεις μαζί με εκείνους; Είναι φανερό ότι επειδή φοβάσαι τον νόμο και το να εγκαταλείψεις εκείνες τις εντολές· δεν θα φοβόσουν όμως να εγκαταλείψεις τον νόμο, εάν δεν θεωρούσες την πίστη ως ασθενή και μη ικανή να σώσει μόνη της· διότι εάν φοβάσαι τη μη τήρηση του Σαββάτου, είναι ολοφάνερο ότι φοβάσαι τον νόμο σαν να επικρατεί ακόμη.
Και αν υπάρχει ανάγκη του νόμου πάλι, όχι ενός μέρους, ούτε μιας εντολής, αλλά ολόκληρου βέβαια του νόμου υπάρχει ανάγκη· εάν όμως ολόκληρος ο μωσαϊκός νόμος είναι αναγκαίος, εξοβελίστηκε βαθμιαία η δια της πίστεως δικαίωση. Διότι, εάν τηρείς τα Σάββατα, γιατί όχι και την περιτομή; Και εάν περιτέμνεσαι, γιατί και να μη θυσιάζεις; Διότι εάν πρέπει να φυλάττει κανείς, ολόκληρο τον νόμο πρέπει να φυλάττει· εάν όμως δεν πρέπει να τον τηρεί ολόκληρο, ούτε μέρος του νόμου πρέπει. Εάν δεν φρίττεις για την τήρηση ενός μέρους, μήπως κριθείς για παράβαση, πρέπει να φοβάσαι και για την τήρηση ολόκληρου· και εάν η παράβαση ολοκλήρου του νόμου δεν κολάζει είναι φανερό ότι ούτε η παράβαση ενός μέρους κολάζει· αν πάλι η παράβαση ενός μέρους κολάζει, πολύ περισσότερο η παράβαση ολόκληρου. Αν όμως είναι ανάγκη να τηρηθεί ολόκληρος, πρέπει να παρακούσουμε τον Χριστό, ή, υπακούοντας στον Χριστό, να γίνουμε παραβάτες του νόμου· διότι εάν πρέπει να τηρούμε αυτόν, όσοι δεν τον τηρούν, είναι παραβάτες, και αίτιος αυτής της παραβάσεως θα βρεθεί για εμάς ο Χριστός· διότι Αυτός κατέλυσε τον νόμο που δόθηκε γι’ αυτούς και πρόσταξε να τον καταλύουν.
Βλέπεις τι αποδεικνύουν οι ιουδαΐζοντες; Τον Χριστό, τον αίτιο της δικής μας δικαιώσεως, Αυτόν εμφανίζουν ως αίτιο και αμαρτίας ακόμη, όπως και ο Παύλος λέγει: «Ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος;». Ύστερα, αφού απέδειξε τον λόγο ως άτοπο, δεν χρειάστηκε πλέον απόδειξη για να τους ανατρέψει, αλλά αρκέστηκε μόνο στην απαγόρευση λέγοντας: «Μή γένοιτο!(:Μη συμβεί να πούμε τέτοια βλασφημία!)»· διότι για τα αναίσχυντα και αναιδή, ούτε αποδεικτικών λόγων υπάρχει ανάγκη, αλλά αρκεί και να απαγορεύσει μόνο.
«Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι (:Και καταλήγουμε οπωσδήποτε στη βλασφημία αυτή, εάν δεχθούμε ως αληθινή την υπόθεση που κάναμε· διότι, εάν εκείνα που κατάργησα και αθέτησα ως ανώφελα, δηλαδή τις τυπικές διατάξεις του νόμου, αυτά πάλι τα τηρώ ως αναγκαία και απαραίτητα για τη σωτηρία, με την επάνοδό μου αυτήν στην τήρηση του νόμου αποδεικνύω τον εαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω έμπρακτα ότι έκανα λάθος πρωτύτερα που αθέτησα τον νόμο, και αμάρτησα όταν προτίμησα τη σωτηρία που δίνει ο Χριστός)»[Γαλ.2,18]. Κοίταξε σύνεση που διακρίνει τον Παύλο. Εκείνοι ήθελαν να δείξουν ότι όποιος δεν τηρεί τον νόμο είναι παραβάτης· αυτός στο αντίθετο έστρεψε τον λόγο, δείχνοντας ότι παραβάτης είναι αυτός ο οποίος τηρεί τον μωσαϊκό νόμο· διότι με τους λόγους «οικοδομώ αυτά που κατάργησα», εννοεί τον νόμο. Αυτό λοιπόν το οποίο λέγει, είναι το εξής: «ο νόμος έπαψε να ισχύει, και αυτό ομολογήσαμε δια του ότι, εγκαταλείποντάς τον, καταφύγαμε στην σωτηρία από την πίστη. Αν λοιπόν επιδιώξουμε να αναστήσουμε αυτόν, σε αυτόν τον ίδιο γινόμαστε παραβάτες, αγωνιζόμενοι να τηρούμε αυτά τα οποία ο Θεός κατέλυσε».
Ύστερα δείχνει και πώς καταλύθηκε ο μωσαϊκός νόμος: «Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω(:Αλλά όχι. Δεν αμάρτησα, ούτε είμαι παραβάτης· διότι εγώ με κριτήριο τον νόμο που κατάργησα και ο οποίος τιμωρεί με θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ως προς τον νόμο, για να ζήσω για τη δόξα του Θεού)»[Γαλ.2,19]. Αυτό έχει διπλή εκδοχή. Δηλαδή ή την χάρη λέγει νόμο– διότι γνωρίζει και τη χάρη να ονομάζει νόμο, όπως όταν λέγει: «Ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου(:Διότι ο Νόμος του Πνεύματος, η χάρη, ο φωτισμός και η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που μεταδίδει και καλλιεργεί και αναπτύσσει την κατά Χριστό ζωή, με απελευθέρωσε από τον νόμο και την κυριαρχία της αμαρτίας και του θανάτου)»[Ρωμ.8,2] – ή εννοεί τον παλαιό νόμο, δείχνοντας ότι δι’ αυτού του ίδιου του νόμου πέθανε για τον νόμο· δηλαδή «αυτός ο ίδιος ο νόμος με οδήγησε στο να μην είμαι προσηλωμένος σε αυτόν. Εάν λοιπόν φροντίσω να προσηλώνομαι σε αυτόν, και τον ίδιο τον νόμο παραβαίνω». Πώς και με ποιον τρόπο; Ο Μωυσής, ομιλώντας για τον Χριστό, λέγει: «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε(:Κύριος ο Θεός σου θα αναδείξει ανάμεσα οπό τους αδελφούς σου Ισραηλίτες ένα προφήτη σαν εμένα· σε Αυτόν πλέον θα υπακούετε)»[Δευτ.18,15]. Ώστε αυτοί οι οποίοι δεν πείθονται σε Αυτόν, παραβαίνουν τον νόμο.
Και με άλλον τρόπο πρέπει να νοήσουμε το «διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον». Ο νόμος δηλαδή διατάσσει όλα όσα έχουν γραφεί να τηρούνται, και κολάζει εκείνον ο οποίος δεν τα τηρεί. Επομένως όλοι κατά τον νόμο έχουμε αποθάνει· διότι κανείς δεν τον τήρησε πλήρως. Και πρόσεξε πως και εδώ με μετριοπάθεια διεξάγει τον πόλεμο προς το νόμο· δεν είπε δηλαδή «ο νόμος πέθανε για εμένα», αλλά «εγώ πέθανα ως προς τον νόμο». Και αυτό το οποίο εννοεί, είναι το εξής: «όπως ο νεκρός και πεθαμένος δεν είναι δυνατόν να υπακούει στις εντολές του νόμου, έτσι ούτε εγώ ο οποίος πέθανα ως προς την κατάρα εκείνου· διότι για τον λόγο εκείνου πέθανα». Ας μην προστάσσει λοιπόν τον πεθαμένο, τον οποίο και αυτός φόνευσε, και με θάνατο όχι μόνο τον σωματικό, αλλά και τον ψυχικό, δια του οποίου επέφερε και τον σωματικό. Το ότι λοιπόν αυτό εννοεί, έκανε φανερό δια των εξής: «ἵνα Θεῷ ζήσω(:Γιατί εγώ πέθανα ως προς τον νόμο διαμέσου του νόμου, για να ζήσω για τον Θεό)»,λέγει, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι (:Μαζί με τον Χριστό έχω σταυρωθεί)»· διότι επειδή είπε «πέθανα», για να μην πει κανείς, «πώς λοιπόν ζεις;», πρόσθεσε και την αιτία της ζωής, και έδειξε ότι ο μεν νόμος, και τον ζωντανό φόνευσε, ο δε Χριστός, ενώ παρέλαβε νεκρό με τον θάνατό Του, χάρισε σε αυτόν τη ζωή. Και λέγοντας «ζωή» εννοεί την αθάνατη ζωή· διότι αυτό σημαίνει το «για να ζήσω ως προς τον Θεό».
«Χριστῷ συνεσταύρωμαι (:Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο νόμος)». Και πώς αυτός που ζει και αναπνέει λέγει ότι συσταυρώθηκε; Διότι το ότι ο Χριστός μεν σταυρώθηκε, είναι γνωστό· εσύ όμως, Παύλε, πώς σταυρώθηκες και ζεις; Πρόσεξε πως εξηγεί και αυτό, λέγοντας: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός (:Έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός)»[Γαλ.2,20]· διότι με το να πει: «σταυρώθηκα μαζί με τον Χριστό» υπαινίχτηκε το βάπτισμα· ενώ με το να πει: «Δεν ζω πλέον εγώ», υπαινίχτηκε την μετά από αυτά ζωή, δια της οποίας νεκρώνονται τα δικά μας μέλη.
Και τι σημαίνει «αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός»; «Τίποτε δεν γίνεται από εμένα», θέλει να πει, «από εκείνα τα οποία δεν θέλει ο Χριστός». Όπως δηλαδή «θάνατο» λέγει όχι τον φυσικό, αλλά τον προερχόμενο από τις αμαρτίες, έτσι και ζωή, εννοεί την απαλλαγή από αυτές· διότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ως προς τον Θεό με άλλο τρόπο, παρά μόνο αφού νεκρωθεί ως προς την αμαρτία.
Όπως ακριβώς λοιπόν ο Χριστός υπέστη τον σωματικό θάνατο, έτσι και εγώ υπέστην τον θάνατο ως προς την αμαρτία. «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, μοιχείαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία(:Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)»[Κολοσ. 3,5]. Και πάλι: «Ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος ἐσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ(:Θα γίνουμε ένα με τον Χριστό εάν γνωρίζουμε ότι η διεφθαρμένη από την αμαρτία φύση που κληρονομήσαμε από τον Αδάμ σταυρώθηκε μαζί με τον Χριστό μυστηριακώς με το βάπτισμα, για να γίνει αδρανές και πεθαμένο το υποδουλωμένο στην αμαρτία σώμα μας, ώστε να μη γίνεται όργανό της και να μην είμαστε πλέον δούλοι και σκλάβοι στην αμαρτία)»[Ρωμ.6,6], πράγμα το οποίο έγινε στο βάπτισμα. Μετά λοιπόν από αυτά, εάν παραμένεις νεκρός ως προς την αμαρτία, ζεις ως προς τον Θεό· αν όμως πάλι αναστήσεις την αμαρτία, τότε κατέστρεψες αυτή και τη ζωή. Ο Παύλος όμως δεν ήταν τέτοιος, αλλά παρέμενε τελείως νεκρός ως προς την αμαρτία. «Εάν λοιπόν ζω ως προς τον Θεό», λέγει, «ζωή διαφορετική από αυτήν που βρίσκεται υπό τον νόμο, και έχω γίνει νεκρός για τον νόμο, δεν μπορώ να τηρώ τον νόμο».
Πρόσεξε την τελειότητα του βίου και θαύμασε τη μακάρια εκείνη ψυχή· διότι δεν είπε «ζω εγώ» αλλά «ζει μέσα σε μένα ο Χριστός». Ποιος θα τολμήσει να εκστομίσει αυτόν τον λόγο; Διότι επειδή κατέστησε τον εαυτό του ευπειθή στον Χριστό και απέβαλε όλα τα βιοτικά και έπραττε πάντοτε σύμφωνα με το θέλημα Εκείνου, δεν είπε: «ζω ως προς τον Χριστό», αλλά, πράγμα πολύ περισσότερο, «ζει μέσα σε μένα ο Χριστός»· διότι όπως ακριβώς η αμαρτία, όταν επικρατήσει, αυτή είναι εκείνη η οποία ζει, κατευθύνοντας την ψυχή σε εκείνα τα οποία θέλει, έτσι και, όταν εκείνη νεκρωθεί, γίνονται αυτά τα οποία θέλει ο Χριστός, και δεν είναι πλέον ανθρώπινη αυτή η ζωή, όταν αυτός ο ίδιος ζει μέσα σε εμάς, δηλαδή ενεργεί, επικρατεί.
Επειδή επίσης έλεγε: «Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο μωσαϊκός νόμος» και «δεν ζω πλέον εγώ, αλλά πέθανα», πρόσθεσε: «ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ(:έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. . Και την φυσική ζωή που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα που επέστρεψα στον Χριστό, τη ζω με την έμπνευση και την κυριαρχία της πίστεως στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για την σωτηρία μου)»[Γαλ.2,20].
«Αυτά μεν τα οποία είπα», λέγει, «τα είπα για τη νοερά ζωή· εάν πάλι κάποιος ήθελε να εξετάζει και αυτή την αισθητή ζωή, και αυτήν τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού. Διότι όσο ζούσα με τον παλαιό τρόπο ζωής και τον νόμο, ήμουνα άξιος εσχάτης κολάσεως και θα είχα καταστραφεί»· διότι «όλοι αμάρτησαν και στερούνται της θείας δόξης» και όλοι βρισκόμαστε υπό την καταδικαστική απόφαση· και διότι οι πάντες πέθαναν, αν και όχι εμπειρικά, αλλά ως προς την απόφαση· και επειδή δεχτήκαμε την πληγή, διότι και ο νόμος κατηγόρησε και ο Θεός αποφάσισε, αφού ήλθε ο Χριστός και παρέδωσε τον εαυτό Του στον θάνατο, εξάρπασε όλους εμάς από τον θάνατο.
Ώστε «τη ζωή την οποία τώρα ζω στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Θεό»· δηλαδή ζω για την πίστη σε Αυτόν. Επειδή εάν δεν υπήρχε αυτό, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να καταστραφούμε όλοι· πράγμα το οποίο έγινε και με τον κατακλυσμό· αλλά η παρουσία του Χριστού, αφού κατάπαυσε την οργή του Θεού, κατέστησε δυνατόν να ζούμε δια της πίστεως. Για το ότι λοιπόν αυτό εννοεί, μάθε από τα εξής. Αφού είπε δηλαδή ότι «τη ζωή την οποία ζω τώρα στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού» πρόσθεσε «ο οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του προς χάριν μου». Τι κάνεις, Παύλε, σφετεριζόμενος αυτά τα οποία ανήκουν σε όλους και οικειοποιούμενος αυτά τα οποία έγιναν για όλους; Διότι δεν είπε «ο οποίος μας αγάπησε», αλλά «ο οποίος με αγάπησε».
Αλλά όμως ο ευαγγελιστής λέγει: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον(:Και μη σου φαίνεται παράδοξο ότι ο Υιός του ανθρώπου πρόκειται να υψωθεί πάνω στον σταυρό για τη σωτηρία σας· διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο των ανθρώπων που ζούσε στην αμαρτία, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονάκριβο Υιό Του, για να μη χαθεί σε αιώνιο θάνατο κάθε άνθρωπος που πιστεύει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια)»[ Ιω.3,16] και εσύ ο ίδιος λέγεις: «Ὃς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;(: Αυτός, ο Οποίος δεν λυπήθηκε ούτε τον μονογενή Υιό Του, αλλά για χάρη όλων μας Τον παρέδωσε στον σταυρικό θάνατο, πώς μαζί με Αυτόν δεν θα μας χαρίσει και κάθε άλλη εύνοια και όλα τα άλλα, που είναι απαραίτητα για τη σωτηρία μας; Αφού μας χάρισε τον Υιό Του, δεν θα μας χαρίσει και όλα τα άλλα που χρειαζόμαστε για να σωθούμε;)» [Ρωμ.8,32]· όχι προς χάριν σου, αλλά «ὑπὲρ ἡμῶν πάντων(:προς χάριν όλων μας)» · και πάλι: «προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων(:και να ενισχυόμαστε στην ενάρετη ζωή περιμένοντας με χαρά τη μακαριότητα που ελπίζουμε και τη φανέρωση της δόξας του μεγάλου Θεού και σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος έδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη μας, για να μας εξαγοράσουν από κάθε παράβαση του νόμου, να μας καθαρίσει και να μας κάνει έτσι δικό Του εκλεκτό λαό, λαό γεμάτο ζήλο για καλά έργα)» [Τίτ.2,14].
Τι είναι λοιπόν αυτό το οποίο λέγει εδώ; Ομιλεί έτσι, επειδή κατανόησε την απελπιστική κατάσταση της ανθρώπινης φύσεως και την απερίγραπτη κηδεμονία του Χριστού, και από ποια δεινά απάλλαξε και ποια χάρισε, και φλογίστηκε από τον πόθο γι΄Αυτόν· διότι και οι προφήτες οικειοποιούνται πολλές φορές τον Θεό, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω(:Θεέ μου, που είσαι ο Θεός μου, από πολύ πρωί, από τα χαράματα προσεύχομαι προς Εσένα)»[Ψαλμ,62,1]. Και για να δείξει, εκτός από αυτά, ότι ο καθένας από εμάς εάν είναι δίκαιος, τόση χάρη πρέπει να οφείλει στον Χριστό, όση θα όφειλε εάν είχε έλθει μόνο για Αυτόν· διότι δεν θα αρνιόταν να δείξει τόση οικονομία και για ένα μόνον άνθρωπο· διότι σε τόσο μεγάλο βαθμό αγαπά τον κάθε άνθρωπο, όσο ολόκληρη την οικουμένη. Η μεν θυσία λοιπόν προσφέρθηκε υπέρ ολόκληρου του κόσμου και ήταν αρκετή να ελευθερώσει όλους. Εκείνοι όμως οι οποίοι δέχονται την ευεργεσία είναι μόνο όσοι πιστεύουν. Αλλά το ότι δεν προσήλθαν όλοι, δεν Τον απομάκρυνε από αυτήν την οικονομία· αλλά όπως το δείπνο της ευαγγελικής παραβολής, ετοιμάστηκε μεν για όλους, επειδή όμως δε θέλησαν να έλθουν αυτοί οι οποίοι κλήθηκαν δεν απέσυρε τα όσα ετοιμάστηκαν αλλά κάλεσε άλλους, έτσι έκανε και εδώ· διότι και το πρόβατο το οποίο αποχωρίστηκε από τα ενενήντα εννιά, ένα ήταν, αλλά ούτε αυτό το καταφρόνησε.
Αυτό το ίδιο λοιπόν κάπως έτσι υπαινισσόταν ομιλώντας για τους Ιουδαίους ο Παύλος λέγοντας: «Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; Μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται · ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε(:Και το προνόμιο αυτό να κατέχουν αυτοί τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού δεν εκμηδενίστηκε· διότι, τι σημασία έχει αν μερικοί από τους Ιουδαίους έδειξαν απιστία; Μήπως η απιστία τους θα καταργήσει την αξιοπιστία και την αλήθεια του Θεού; Ποτέ να μη συμβεί να πει κανείς ότι είναι δυνατόν να φανεί ο Θεός αναξιόπιστος και καταπατητής των υποσχέσεών Του. Κι ας αποδεικνύεται από τα πράγματα ο Θεός αξιόπιστος στα λόγια Του, ενώ κάθε άνθρωπος ασυνεπής και ψεύτης, σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφεί στους ψαλμούς: “Για να αποδειχθείς, Θεέ μου, δίκαιος στα λόγια Σου και τις υποσχέσεις Σου και να νικήσεις όταν οι άνθρωποι Σε κρίνουν”)»[Ρωμ.3,3-4]. Ύστερα, Αυτός μεν τόσο σε αγάπησε, ώστε και τον εαυτό Του να παραδώσει και ενώ δεν είχες ελπίδα σωτηρίας σε οδήγησε σε τόση και τέτοια ζωή, και εσύ μετά από τόσα αγαθά επιστρέφεις προς τα παλαιά;
Επειδή λοιπόν τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τους συλλογισμούς τα έθεσε ο Παύλος μέσα τους με ακρίβεια, διακηρύσσει με έντονο και εμφαντικό τρόπο λέγοντας: «Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν(:Δεν απορρίπτω ως ανώφελη τη χάρη που μου έδωσε ο Θεός. Οπωσδήποτε όμως θα αθετήσω τη χάρη αυτή, εάν επανέλθω στον μωσαϊκό νόμο· διότι εάν επανέλθω στον νόμο, σημαίνει ότι παραδέχομαι πως μπορώ να δικαιωθώ και να σωθώ με τον νόμο. Αλλά εάν η δικαίωση και η σωτηρία του ανθρώπου αποκτάται με την τήρηση του μωσαϊκού νόμου, αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός χωρίς λόγο πέθανε και ήταν περιττός ο θάνατός Του)» [Γαλ.2,21]. Ας ακούνε αυτά αυτοί οι οποίοι και τώρα ιουδαΐζουν και προσκολλώνται στον νόμο· διότι και προς αυτούς απευθύνονται αυτά.
«Διότι εάν με την τήρηση του μωσαϊκού νόμου δίδεται δικαίωση, τότε ματαίως πέθανε ο Χριστός». Τι υπάρχει φοβερότερο από αυτήν την αμαρτία; Τι προκαλεί ντροπή περισσότερο από αυτά τα λόγια; Διότι εάν πέθανε ο Χριστός είναι φανερό ότι πέθανε διότι ο νόμος δεν είχε τη δύναμη να μας δικαιώσει εάν όμως ο νόμος παρέχει δικαίωση, τότε είναι περιττός ο θάνατος του Χριστού. Και πώς θα ήταν λογικό, πράγμα τόσο μεγάλο, το οποίο είναι πλήρες τόσης φρίκης, και υπερβαίνει τον ανθρώπινο νου, και μυστήριο τόσο απόρρητο, το οποίο οι μεν προφήτες γεννούσαν σαν με πόνους τοκετού, οι δε πατριάρχες προέλεγαν και οι άγγελοι βλέποντας εκπλήσσονταν, και ομολογείται από όλους ότι είναι κεφάλαιο της πατρικής φροντίδας του Θεού, αυτό να λένε ότι έγινε άσκοπα και μάταια; Αφού λοιπόν κατάλαβε την υπερβολική ατοπία, εάν τόσο μεγάλο και τέτοιο πράγμα επιτρεπόταν να λένε ότι έγινε μάταια- διότι αυτό εξαγόταν ως συμπέρασμα από όσα έπρατταν-χρησιμοποιεί και έντονη επιτίμηση εναντίον τους με τα λόγια που τους απευθύνει αμέσως παρακάτω [:στο τρίτο κεφάλαιο της Προς Γαλάτας επιστολής].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-galatas-commentarius.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Γαλάτας επιστολήν, ομιλία στο κεφάλαιο Β΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 267-283 .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 16,19 – 31]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
[…] «Ήταν κάποτε», λέγει ο Κύριος, «κάποιος άνθρωπος πλούσιος, που ενώ ζούσε μέσα σε πολλή κακία και αμαρτία, δεν είχε λάβει πείρα καμιάς συμφοράς, αλλά τα πάντα έρρεαν ομαλά και άφθονα γι΄ αυτόν όπως το νερό στις πηγές». Το ότι πράγματι καμία συμφορά δεν του συνέβαινε, ούτε αφορμή για στενοχώρια, ούτε καμία ανωμαλία βιοτική, αυτό ακριβώς ο Κύριος το υπαινίχτηκε με αυτό που είπε ότι «ἦν εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς(:διασκέδαζε και ευφραινόταν σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)»[Λουκ.16,19].
Και ότι ζούσε με κακία, γίνεται φανερό και από το τέλος που είχε, αλλά και πριν από το τέλος του από την περιφρόνηση που έδειξε στον φτωχό. Και το ότι δεν ελεούσε όχι μόνο εκείνον που στεκόταν στην πόρτα του, αλλά ούτε και κανένα άλλον, εκείνος ο ίδιος το έδειξε· διότι εάν αυτόν που ήταν διαρκώς ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και βρισκόταν μπροστά στα μάτια του κάθε ημέρα, και αναγκαζόταν μια και δύο και πολλές φορές να τον βλέπει εισερχόμενος και εξερχόμενος (καθόσον δεν τον συναντούσε σε καμιά συνοικία, ούτε βρισκόταν σε κρυφό και απόμερο τόπο, αλλά εκεί από όπου συνεχώς έμπαινε και έβγαινε ο πλούσιος και αναγκαζόταν έτσι και χωρίς να το θέλει να τον βλέπει), εάν λοιπόν αυτόν δεν ελέησε, που βρισκόταν κατάκοιτος σε τόσο φοβερό κατάντημα και ζούσε μέσα σε τόσο μεγάλη δυστυχία, ή καλύτερα που ταλαιπωριόταν σε όλη του τη ζωή από αρρώστια, και μάλιστα από πολύ φοβερή αρρώστια, για ποιον που θα τύχαινε να συναντήσει θα συγκινούνταν ποτέ; Διότι κι αν την προηγούμενη ημέρα τον προσπέρασε, την επόμενη φυσικό ήταν κάποια συγκίνηση να αισθανόταν· αλλά εάν και κατ΄ αυτήν αδιαφόρησε, έπρεπε την τρίτη ή την τέταρτη ή την επόμενη οπωσδήποτε να λύγιζε συγκινούμενος , ακόμα κι αν ήταν αγριότερος από τα θηρία.
Όμως δεν αισθάνθηκε τίποτα παρόμοιο· […] πολλές φορές την ημέρα ο πλούσιος τον έβλεπε να είναι εκεί κατάκοιτος και σιωπηλός, και αυτό ήταν αρκετό να μαλακώσει ακόμη και κάποιον με πέτρινη καρδιά· διότι πολλές φορές, όταν μας ενοχλούν θυμώνουμε, όταν όμως δούμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθειά μας να στέκονται σιωπηλοί και να μη λένε τίποτα, αλλά παρά το ότι πάντοτε δεν πετυχαίνουν, όμως δεν παραπονούνται, επειδή όμως δεν μας δυσαρεστούν, αλλά στέκονται μόνο σιωπηλοί μπροστά μας, κι αν ακόμα είμαστε πιο αναίσθητοι κι από τις πέτρες, κατασυγκινούμαστε, αισθανόμενοι ντροπή για τη μεγάλη τους επιείκεια και πραότητα. Αλλά και κάτι άλλο όχι μικρότερο από αυτά ήταν, το ότι και η εμφάνιση του φτωχού Λαζάρου ήταν ελεεινή, εξαιτίας της πείνας και της μακροχρόνιας αρρώστιας. Και όμως τίποτε από αυτά δεν ημέρωσε και δε μαλάκωσε εκείνον τον ανήμερο.
Πρώτη λοιπόν κακία είναι αυτή, η σκληρότητα και απανθρωπιά που δεν υπάρχει μεγαλύτερη· διότι δεν είναι το ίδιο, το να μη βοηθάς αυτούς που έχουν ανάγκη επειδή είσαι φτωχός, και το να αδιαφορείς για τους άλλους που λιώνουν εξαιτίας της πείνας, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση πολυτέλεια. Και δεν είναι το ίδιο το να προσπεράσεις τον φτωχό που τον είδες μια ή δυο φορές, με το να τον βλέπεις κάθε ημέρα και να μην σε διεγείρει σε συμπάθεια και φιλανθρωπία το αδιάκοπο αυτό θέαμα. Επίσης, δεν είναι το ίδιο το να μη βοηθάς τους πλησίον, όταν εσύ βρίσκεσαι μέσα στις συμφορές και στις θλίψεις και σε κακή ψυχική διάθεση, με το να προσπερνάς τους άλλους που λιώνουν από την πείνα, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση ευφροσύνη και αδιάκοπη καλοπέραση, και να κλείνεις τα σπλάχνα σου και να μη γίνεσαι περισσότερο φιλάνθρωπος ούτε εξαιτίας αυτής της χαράς από την καλοπέραση· διότι ασφαλώς το γνωρίζετε αυτό, ότι κι αν ακόμη είμαστε αγριότεροι από όλους, έχουμε πλασθεί από τη φύση μας να γινόμαστε ημερότεροι και αγαθότεροι όταν ζούμε μέσα σε καλοπέραση. Όμως εκείνος ο πλούσιος της παραβολής ούτε εξαιτίας της υπερβολικής καλοπέρασής του έγινε καλύτερος αλλά παρέμενε άγριος σαν θηρίο, ή ,καλύτερα, και κάθε θηρίου μάλλον την αγριότητα και την απανθρωπιά ξεπέρασε με τους τρόπους του. Και όμως, αυτός που ζούσε με κακία και απανθρωπιά απόλαυσε κάθε ευτυχία, ενώ ο δίκαιος, αν και φρόντιζε για την αρετή, ζούσε μέσα στα πιο φοβερά βάσανα.
Το ότι πράγματι ο Λάζαρος ήταν δίκαιος, το έδειξε και εδώ πάλι το τέλος του, και πριν από το τέλος η υπομονή με την οποία αντιμετώπισε τη φτώχειά του. Δεν νομίζετε, αλήθεια, ότι τα βλέπετε μπροστά σας τα πράγματα; Το πλοίο για τον πλούσιο ήταν γεμάτο από εμπόρευμα και έπλεε με ευνοϊκό άνεμο. Αλλά μη θαυμάσετε· γιατί βιαζόταν να ναυαγήσει, επειδή δεν θέλησε να διαθέσει το εμπόρευμα με σύνεση. Θέλεις να σου πω κι άλλη κακία του; Το ότι κάθε μέρα διασκέδαζε αδιάντροπα.
[…] Ο πλούσιος λοιπόν ζούσε μέσα σε τόση κακία και κάθε ημέρα διασκέδαζε και ντυνόταν με λαμπρά ενδύματα, ανάβοντας φοβερότερη κόλαση για τον εαυτό του και κάνοντας μεγαλύτερη για τον εαυτό του τη φωτιά και απαρηγόρητη την καταδίκη και ασυγχώρητη την τιμωρία. Αντίθετα ο φτωχός ήταν ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και ούτε απελπίστηκε, ούτε βλασφήμησε, ούτε αγανάκτησε· δεν είπε στον εαυτό του, αυτό που λένε πολλοί: «Τι άραγε σημαίνει αυτό; Αυτός που ζει με την κακία και τη σκληρότητα και την απανθρωπιά τα απολαμβάνει όλα περισσότερο από ό,τι πρέπει, και ούτε λύπη υπομένει, ούτε κανένα άλλο ξαφνικό κακό από τα πολλά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, αλλά και την ηδονή καθαρή την απολαμβάνει· ενώ εγώ δεν μπορώ να απολαύσω ούτε την απαραίτητη τροφή. Σε αυτόν, ενώ δαπανά όλα τα υπάρχοντά του σε παρασίτους και σε κόλακες και στη μέθη, του τρέχουν όλα άφθονα σαν από πηγές, ενώ εγώ, που λιώνω από την πείνα, γίνομαι παράδειγμα σε όσους με βλέπουν και ντροπή και περίγελως. Άραγε αυτά είναι έργα πρόνοιας; Άραγε επιβλέπει κάποια δικαιοσύνη τα ανθρώπινα πράγματα;». Τίποτε από αυτά δεν είπε, ούτε σκέφθηκε. Από πού φαίνεται αυτό; Από το ότι οι άγγελοι τον οδήγησαν ως τιμητική συνοδεία και τον αποκατέστησαν στην αγκαλιά του Αβραάμ· αν όμως ήταν βλάσφημος δεν θα απολάμβανε τόση τιμή. Και οι πολλοί βέβαια γι’ αυτό μόνο θαυμάζουν τον άνθρωπο, διότι ήταν φτωχός· εγώ όμως σας δείχνω ότι υπέμεινε εννέα στον αριθμό δοκιμασίες, όχι για να τιμωρείται, αλλά για να γίνεται λαμπρότερος, πράγμα βέβαια που και έγινε.
Πραγματικά είναι φοβερό πράγμα και η φτώχεια, και το γνωρίζουν όσοι την έχουν δοκιμάσει· διότι κανένας λόγος δεν θα μπορέσει να παραστήσει τον πόνο που υπομένουν αυτοί που ζουν στη φτώχεια και δεν γνωρίζουν να αντιμετωπίζουν την κατάσταση με φιλοσοφική διάθεση. Στην περίπτωση όμως του Λαζάρου δεν ήταν αυτό μόνο το φοβερό, αλλά και την αρρώστια είχε αναπόσπαστο σύντροφο και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Και πρόσεχε πώς δείχνει ότι κάθε μία από τις συμφορές είχε φθάσει στο έπακρο. Και το ότι η φτώχεια του Λαζάρου ξεπέρασε κάθε φτώχεια, το έδειξε λέγοντας ότι «ἦν ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου (:προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου)»[Λουκ.16,21]· το ότι όμως και η αρρώστια είχε φθάσει στο ίδιο μέτρο με την φτώχεια, πέρα από το οποίο δεν ήταν δυνατό να επεκταθεί, και αυτό πάλι ο Κύριος το φανέρωσε λέγοντας ότι «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ(:τα σκυλιά έγλυφαν τις πληγές του)».
Τόσο πολύ εξασθενημένος ήταν, ώστε να μην μπορεί ούτε τα σκυλιά να απομακρύνει, αλλά ήταν ξαπλωμένος, ζωντανός νεκρός, και ενώ τα έβλεπε να έρχονται εναντίον του, όμως δεν είχε τη δύναμη να αμυνθεί. Σε τέτοια αδυναμία βρίσκονταν τα μέλη του, τόσο πολύ είχε φθαρεί από την αρρώστια, τόσο είχε καταβληθεί από τη δοκιμασία. Είδες πόσο πολύ του πολιορκούσαν το σώμα και η φτώχεια και η αρρώστια; Αλλά εάν το καθένα από αυτά και μόνο του είναι φοβερό και αβάσταχτο, πώς δεν ήταν διαμάντι, αυτός που τα υπέμενε ενωμένα μαζί και τα δύο;
Πολλοί πολλές φορές κάποιοι άνθρωποι ασθενούν, αλλά δεν στερούνται την αναγκαία τροφή· άλλοι ζουν βέβαια στη χειρότερη φτώχεια, αλλά είναι υγιείς, και το ένα γίνεται παρηγοριά του άλλου· ενώ εδώ και τα δύο αυτά είχαν συντρέξει. Αλλά ίσως έχεις να μου αναφέρεις κάποιον, που βρίσκεται μέσα στη φτώχεια και την αρρώστια. Όμως όχι σε τόση μεγάλη ερημιά· διότι, και εάν ακόμη δεν μπορεί να βοηθηθεί ούτε από τον εαυτό του, ούτε από τους δικούς του, όμως μπορεί να ελεηθεί απ’ αυτούς που τον βλέπουν να βρίσκεται ανάμεσά τους· αλλά σε αυτόν τα δεινά που προαναφέραμε τα έκανε να γίνονται βαρύτερα η αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν· και αυτήν πάλι την έκανε να φαίνεται βαρύτερη το ότι βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του πλουσίου. Εάν δηλαδή αυτά τα πάθαινε βρισκόμενος στην έρημο και σε ακατοίκητο τόπο και δεν τον πρόσεχε κανείς, δεν θα πονούσε τόσο· διότι το να μην υπάρχει κανείς, θα τον έπειθε να υπομένει και χωρίς τη θέλησή του αυτά που του συνέβαιναν· το να βρίσκεται όμως ανάμεσα σε τόσους που μεθούσαν, που ευημερούσαν, και να μην βρίσκει από κανέναν ούτε την παραμικρή φροντίδα, αυτό τον έκανε να αισθάνεται πιο δυνατούς τους πόνους και του άναβε περισσότερο τη στενοχώρια· διότι εκ φύσεως μας πληγώνουν οι συμφορές, όχι τόσο όταν δεν υπάρχουν εκείνοι που θα μας βοηθήσουν, όσο όταν υπάρχουν, αλλά δεν θέλουν να απλώσουν το χέρι τους, πράγμα βέβαια που και εκείνος τότε πάθαινε. Πράγματι κανείς δεν υπήρχε να τον παρηγορήσει με λόγια, να τον βοηθήσει με έργα, ούτε φίλος, ούτε γείτονας, ούτε συγγενής, ούτε κανείς από όσους τον έβλεπαν μέσα από όλο το διεφθαρμένο σπίτι του πλουσίου.
Επιπλέον, κοντά σε αυτά, του προξενούσε κι άλλη οδύνη και το ότι έβλεπε άλλον να ευτυχεί· όχι διότι ήταν ζηλιάρης και κακός, αλλά επειδή εκ φύσεως όλοι μας, όταν οι άλλοι ευημερούν, αισθανόμαστε περισσότερο τις δικές μας συμφορές. Επιπλέον στην περίπτωση του πλουσίου υπήρχε και κάτι άλλο, που μπορούσε να τον πληγώνει· διότι όχι μόνο, συγκρίνοντας τη δυστυχία του με δικές του ευτυχίες, αισθανόταν μεγαλύτερες τις δικές του συμφορές, αλλά κι όταν σκεφτόταν ότι ο πλούσιος, αν και ζει με σκληρότητα και απανθρωπιά, όλα του έρχονται ευνοϊκά, ενώ αυτός, αν και ζει με αρετή και καλοσύνη, υποφέρει τα πάνδεινα· και εξαιτίας αυτού πάλι υπέμεινε απαρηγόρητα τη λύπη· διότι, εάν ήταν δίκαιος, αν ήταν επιεικής, αν ήταν αξιοθαύμαστος ο πλούσιος άνθρωπος, εάν ήταν γεμάτος από κάθε αρετή, δεν θα τον λυπούσε· τώρα όμως και στην κακία ζούσε, και είχε φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, και τόση μεγάλη απανθρωπιά έδειχνε και έκανε ό,τι κάνουν οι ίδιοι οι εχθροί, και σαν να ήταν πέτρα, με αδιαντροπιά και ασπλαχνία τον προσπερνούσε, και μετά απ’ όλα αυτά απολάμβανε τόση μεγάλη ευημερία.
Σκέψου πως φυσικό ήταν αυτός ο άνθρωπος να πνίγει την ψυχή του φτωχού σαν μέσα σε αλλεπάλληλα κύματα· σκέψου τον Λάζαρο ποιος φυσικό ήταν να είναι, βλέποντας τους παρασίτους, τους κόλακες και τους υπηρέτες να ανεβαίνουν, να κατεβαίνουν , να βγαίνουν, να μπαίνουν, να τρέχουν βιαστικά, να θορυβούν, να μεθούν, να πηδούν και να παρουσιάζουν κάθε άλλη ασέλγεια. Σαν να ήλθε δηλαδή γι’ αυτό στον κόσμο, για να βλέπει των άλλων τα αγαθά, έτσι ήταν ριγμένος στην εξώπορτα, ζώντας τόσο, όσο για να αισθάνεται μόνο τις συμφορές του, για να υπομένει το ναυάγιο μέσα σε λιμάνι, και να υποφέρει η ψυχή του από φοβερότατη δίψα δίπλα στην πηγή.
Να αναφέρω μαζί με αυτά και ένα άλλο κακό; Δεν είχε να δει έναν άλλο Λάζαρο. Εμείς δηλαδή κι αν ακόμη πάθουμε μύρια κακά, όμως μπορούμε βλέποντας εκείνον να πάρουμε αρκετή παρηγοριά και να νιώσουμε μεγάλη ανακούφιση· διότι το να βρίσκεις μετόχους στις συμφορές σου ή στα ζητήματά σου ή στις διηγήσεις σου, αυτό δίνει πολλή παρηγοριά σε όσους πονούν. Ενώ εκείνος δεν είχε να δει κανέναν άλλον που να υπέφερε τα ίδια με αυτόν· ή καλύτερα ούτε είχε ακούσει ότι κάποιος από τους προγόνους του είχε τόσα πολλά υποφέρει. Και αυτό ήταν ικανό να του σκοτώσει την ψυχή.
Μπορώ μαζί με αυτά και κάτι άλλο να πω, ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη για την ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι τα παρόντα πράγματα περιορίζονται μόνο σε αυτή τη ζωή· διότι ζούσε πριν από τη χάρη. Εάν τώρα σε εμάς, μετά από τόση γνώση του Θεού, τις αγαθές ελπίδες της αναστάσεως, τις τιμωρίες που περιμένουν εκεί τους αμαρτωλούς και τα αγαθά που έχουν ετοιμαστεί για όσους πράττουν το καλό, υπάρχουν μερικοί που δείχνουν τόση μικροψυχία και ζουν τόσο άθλια, ώστε ούτε με αυτές τις προσδοκίες να μην γίνονται καλύτεροι, τι ήταν φυσικό να πάθει εκείνος, που ήταν στερημένος και αυτήν την άγκυρα; Διότι εκείνος καμία τέτοια πίστη δεν μπορούσε να έχει τότε, αφού δεν υπήρχαν ακόμη αυτά τα διδάγματα.
Και μαζί με αυτά υπήρχε και κάτι άλλο, το ότι και η υπόληψή του είχε προσβληθεί από τους ανόητους ανθρώπους. Πράγματι συνηθίζουν οι πολλοί, όταν δουν κάποιους να ζουν μέσα στην πείνα και σε συνεχή αρρώστια και στα χειρότερα κακά, να μην έχουν καλή γνώμη γι΄ αυτούς, αλλά από τη συμφορά να κρίνουν και για τη ζωή τους, και να πιστεύουν ότι εξαιτίας της κακίας τους ταλαιπωρούνται έτσι· και πολλά άλλα τέτοια λένε μεταξύ τους, ανόητα βέβαια, όμως τα λένε· ότι δηλαδή αυτός, εάν ήταν φίλος του Θεού, δεν θα τον άφηνε να ταλαιπωρείται στη φτώχεια και στις άλλες συμφορές.[…]
Κι όμως, αν και ήταν τόσο μεγάλα τα κύματα και χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο, δεν βυθίστηκε το σκάφος· και ενώ βρισκόταν ο Λάζαρος μέσα σε καμίνι, σαν να απολάμβανε δροσιά ατέλειωτη, τα αντιμετώπιζε όλα με φιλοσοφικότητα και καρτερικότητα, ούτε και είπε στον εαυτό του κάτι τέτοιο, που συνήθως λένε οι πολλοί, ότι δηλαδή : «αυτός ο πλούσιος, αν κατακριθεί και τιμωρηθεί, όταν πεθάνει, θα είναι ίσα και ίσα· αν όμως και εκεί απολαύσει τις ίδιες τιμές, τότε και τις δύο φορές δεν θα πάθει τίποτε».
Πες μου τι λες, εάν τιμωρείται ο πλούσιος εκεί, όταν πεθάνει θα είναι ίσα κι ίσα με τον φτωχό; Και πώς θα μπορούσε αυτό να δικαιολογηθεί; Διότι πόσα χρόνια θέλεις να υπολογίσουμε, ότι θα απολαμβάνει τα πλούτη του εδώ; Θέλεις να πούμε εκατό; Εγώ όμως λέγω και διακόσια και τριακόσια και δύο φορές τόσα και, εάν θέλεις και χίλια, πράγμα αδύνατο· διότι όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη(:Όλες οι ημέρες των ετών της ζωής μας ανέρχονται περίπου σε εβδομήντα έτη. Εάν πάλι κανείς έχει ισχυρή κράση μπορεί να φτάσει στα ογδόντα έτη)»[Ψαλμ.89,10]. Πλην όμως ας υποθέσουμε και χίλια. Μήπως έχεις, πες μου, να μου δείξεις εδώ ζωή χωρίς τέλος και χωρίς τέρμα, όπως είναι η ζωή των δικαίων εκεί; Εάν λοιπόν κάποιος, πες μου, σε διάστημα εκατό ετών, είδε μία νύχτα ένα όνειρο ευχάριστο και ένιωσε μεγάλη ηδονή στον ύπνο του, εάν βασανιζόταν εκατό χρόνια, θα μπορούσε να πει άραγε γι’ αυτό, ότι είναι ίσα κι ίσα και να θεωρήσει ισάξια τη μία εκείνη νύχτα των ονείρων με τα εκατό έτη; Δεν μπορεί να το πει.
Αυτό λοιπόν να σκέπτεσαι και για τη μέλλουσα ζωή. Διότι αυτό που είναι το ένα όνειρο μπροστά στα εκατό έτη, αυτό είναι η παρούσα ζωή μπροστά στη μέλλουσα ζωή· ή καλύτερα και πολύ περισσότερο· όσο είναι μία μικρή σταγόνα μπροστά στο άπειρο πέλαγος, τόσο είναι τα χίλια έτη μπροστά σε εκείνη τη μέλλουσα δόξα και απόλαυση. Και τι περισσότερο δηλαδή θα μπορούσε να πει κανείς, από το ότι δεν έχει τέρμα και δεν γνωρίζει τέλος και όσο απέχουν τα όνειρα από την αλήθεια των πραγμάτων, τόση είναι η διαφορά της καταστάσεως αυτού του κόσμου και του άλλου;
Εξάλλου και πριν από την εκεί τιμωρία, όσοι ζουν με κακία και μέσα στην αμαρτία, τιμωρούνται εδώ. Μη μου πεις δηλαδή απλώς αυτόν που απολαμβάνει το πλούσιο τραπέζι, και ντύνεται με μεταξωτά ενδύματα, και φέρνει μαζί του αμέτρητους δούλους και βαδίζει με υπερηφάνεια στην αγορά· αλλά παρουσίασε μου τη συνείδησή του και θα δεις μέσα του μεγάλη ταραχή εξαιτίας των αμαρτιών του, διαρκή φόβο, χειμώνα, τρικυμία, σαν να βρίσκεται σε δικαστήριο και ο νους ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο της συνειδήσεως, και σαν να είναι κάποιος δικαστής κάθεται και παρουσιάζει τους λογισμούς ως δημίους, και κρεμώντας τη διάνοια και ξεσχίζοντάς την για τις αμαρτίες φωνάζει δυνατά, χωρίς να το γνωρίζει κανείς, παρά μόνο ο Θεός που τα γνωρίζει καλά όλα.
Και ο μοιχός επίσης, και αν ακόμη είναι μύριες φορές πλούσιος, κι αν ακόμη δεν έχει κανένα να τον κατηγορεί, δεν παύει ενδόμυχα να κατηγορεί τον εαυτό του. Και η ηδονή βέβαια είναι πρόσκαιρη, η οδύνη όμως διαρκής. Από παντού φόβος και τρόμος, υποψία και αγωνία· φοβάται τα στενά, τρέμει τις ίδιες τις σκιές, τους υπηρέτες του, εκείνους που τον ξέρουν, εκείνους που δεν τον ξέρουν, την ίδια την αδικημένη, τον άνδρα που έχει προσβάλει· περιφέρεται φέρνοντας μαζί του σαν πικρό κατήγορο τη συνείδησή του, καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του, και μη μπορώντας ούτε για λίγο να αναπνεύσει· διότι και στο κρεβάτι και στο τραπέζι και στην αγορά και στο σπίτι και την ημέρα και τη νύχτα και σε αυτά τα όνειρά του πολλές φορές βλέπει τα είδωλα της αμαρτίας και ζει τη ζωή του Κάιν, στενάζει και τρέμει επάνω στη γη, και χωρίς να το γνωρίζει κανείς[βλ. Γέν. κεφ.4], έχει συγκεντρωμένη μέσα του τη φωτιά για πάντα.
Αυτό παθαίνουν και οι άρπαγες και οι πλεονέκτες, αυτό και οι μέθυσοι και γενικά και ο καθένας από αυτούς που ζουν μέσα στις αμαρτίες· διότι είναι αδύνατο εκείνο το δικαστήριο να διαφθαρεί, αλλά και αν ακόμη δεν ασκούμε την αρετή, όμως υποφέρουμε, επειδή δεν την ασκούμε, και αν πράττουμε το κακό, όμως όταν σταματήσει η ηδονή της αμαρτίας, αισθανόμαστε τον πόνο.
Ας μη λέμε λοιπόν ότι είναι ίσα αυτά που απολαμβάνουν οι πλούσιοι και κακοί εδώ, με εκείνα που απολαμβάνουν οι δίκαιοι εκεί, αλλά ότι είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα· διότι στους δικαίους και τα εδώ και τα εκεί προσφέρουν μεγάλη ευχαρίστηση· ενώ οι κακοί και πλεονέκτες και εδώ και εκεί τιμωρούνται· διότι και εδώ τιμωρούνται με την αναμονή της εκεί τιμωρίας και με την πονηρή υποψία όλων, και εξαιτίας της ίδιας της αμαρτίας και της διαφθοράς της ψυχής τους· και μετά την αποδημία τους από εδώ θα υπομείνουν αφόρητες τιμωρίες. Οι δίκαιοι πάλι, κι αν ακόμη εδώ υποφέρουν μύρια δεινά, όμως τρέφονται με καλές ελπίδες, έχοντας ηδονή καθαρή, σίγουρη και σταθερή, κα ύστερα από αυτά θα τους έλθουν τα μύρια αγαθά, όπως ακριβώς και στον Λάζαρο.
Μη μου πεις δηλαδή ότι ο Λάζαρος ήταν γεμάτος πληγές, αλλά αυτό να προσέχεις, το ότι είχε μέσα του ψυχή πολυτιμότερη από κάθε χρυσάφι· ή καλύτερα όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα του· διότι αρετή του σώματος δεν είναι η πολυσαρκία και η ευρωστία, αλλά το να αντέχει τόσα πολλά και τέτοιου είδους βάσανα. Καθόσον δεν είναι αποκρουστικός εκείνος που έχει τέτοια τραύματα στο σώμα, αλλά εκείνος που, ενώ έχει πάρα πολλές πληγές στην ψυχή του, δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτές, όπως ήταν εκείνος ο πλούσιος που το εσωτερικό του ήταν γεμάτο πληγές. Και όπως τα σκυλιά έγλυφαν τα τραύματα του φτωχού Λαζάρου, έτσι και οι δαίμονες τα αμαρτήματα του άσπλαχνου πλούσιου· και όπως αυτός ζούσε στερημένος από τροφή, έτσι εκείνος ζούσε στερημένος από κάθε αρετή.
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας τα φιλοσοφούμε, κι ας μην λέμε, ότι «εάν τον τάδε τον αγαπούσε ο Θεός, δεν θα τον άφηνε να γίνει φτωχός». Καθόσον αυτό ακριβώς είναι απόδειξη μεγάλης αγάπης· διότι «ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται(:διότι εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί με θλίψεις και μαστιγώνει με δοκιμασίες καθέναν που τον δέχεται κοντά Του σαν δικό Του παιδί)» [Εβρ. 12,6]. Και πάλι· «Τέκνον, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν, εὔθυνον τὴν καρδίαν σου καὶ καρτέρησον (:Παιδί μου, εάν προσέρχεσαι να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για δοκιμασία, κάνε ευθεία την καρδιά σου και δείξε υπομονή)»[Σοφ.Σειρ.2,1-2]. Ας διώξουμε λοιπόν, αγαπητοί, τις περιττές προλήψεις από τους εαυτούς μας και τα λόγια αυτά του λαού· διότι λέγει: «Καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία, τὰ οὐκ ἀνήκοντα, ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστία(:Επίσης δεν αρμόζουν σε σας τους Χριστιανούς και δεν πρέπει να αναφέρονται και ως λέξεις οι αισχρές πράξεις και τα ανόητα φλύαρα λόγια ή τα άπρεπα και βρώμικα αστεία· αντιθέτως, φροντίζετε περισσότερο να λέτε προσευχές ευχαριστίας)»[Εφ.5,4]. Ούτε λοιπόν εμείς οι ίδιοι να τα λέμε, αλλά και αν δούμε άλλους να τα λένε, να τους αποστομώσουμε, να εναντιωθούμε πάρα πολύ, να εμποδίσουμε την αδιάντροπη γλώσσα τους.
Πες μου, εάν δεις κάποιον λήσταρχο να τρέχει στους δρόμους, να στήνει ενέδρα στους περαστικούς, να αρπάζει ό,τι βρίσκει στα χωράφια, να κρύβει μέσα σε σπηλιές και κρυψώνες χρυσό και άργυρο και να συγκεντρώνει εκεί πολλά κοπάδια και ενδύματα και να έχει αποκτήσει και δούλους πολλούς από την επιδρομή εκείνη, άραγε, πες μου, τον μακαρίζεις αυτόν για τον πλούτο του εκείνον ή τον λυπάσαι για την τιμωρία που πρόκειται να λάβει; Αν και βέβαια δεν έχει ακόμα συλληφθεί, ούτε έχει παραδοθεί στα χέρια του δικαστού, ούτε κλείστηκε στη φυλακή, ούτε κατηγορήθηκε, ούτε βγήκε η απόφαση η καταδικαστική, αλλά διασκεδάζει, μεθά, απολαμβάνει πολλή ευημερία· αλλά όμως, δεν τον μακαρίζουμε για τα παρόντα και για όσα βλέπουμε, αλλά τον ταλανίζουμε γι’ αυτά που περιμένουμε να συμβούν στο μέλλον. Αυτό σκέψου και για τους πλούσιους και για τους πλεονέκτες. Είναι σαν κάποιοι ληστές και στήνουν ενέδρες στους δρόμους, ληστεύουν τους περαστικούς και κρύβουν βαθιά μέσα στα σπίτια τους, σαν σε σπήλαια και κρυψώνες, τις περιουσίες των άλλων.
Ας μην τους μακαρίζουμε λοιπόν για τα παρόντα, αλλά ας τους ταλανίζουμε για τα μέλλοντα, για το φοβερό εκείνο δικαστήριο, για τις αναπόφευκτες ευθύνες, για το σκότος το εξώτερο, που πρόκειται να τους δεχτεί. Αν και βέβαια οι ληστές πολλές φορές ξέφυγαν τα ανθρώπινα χέρια· αλλά όμως, έχοντάς το και αυτό υπόψη μας, και για τους εαυτούς μας και για τους άλλους ας μην ευχόμαστε τη ζωή εκείνων και τον καταραμένο πλούτο τους. Στην περίπτωση όμως του Θεού δεν είναι δυνατό να το πει κανείς αυτό, διότι κανείς δεν θα διαφύγει την απόφασή Του, αλλά οπωσδήποτε όλοι όσοι ζουν με πλεονεξίες και αρπαγές θα επισύρουν την τιμωρία Του, εκείνην την αθάνατη και που δεν έχει τέλος, όπως ακριβώς και εκείνος ο πλούσιος.
Όλα αυτά λοιπόν συλλέγοντάς τα ενώπιόν μας, αγαπητοί, ας μην μακαρίζουμε τους πλουσίους, αλλά εκείνους που ζουν ενάρετα· ας μην ταλανίζουμε τους φτωχούς, αλλά εκείνους που ζουν μέσα στην κακία· ας μην προσέχουμε τα παρόντα, αλλά ας έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας στα μέλλοντα· ας μην εξετάζουμε την εξωτερική ενδυμασία, αλλά εξετάζοντας του καθενός τη συνείδηση και επιδιώκοντας τη χαρά και την αρετή που προέρχονται από τα κατορθώματα, ας μιμηθούμε τον Λάζαρο και πλούσιοι και φτωχοί· διότι δεν υπέμεινε αυτός έναν και δύο και τρεις μόνο άθλους αρετής, αλλά πολύ περισσότερους, εννοώ τη φτώχεια, την αρρώστια, την αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν, το ότι υπέμεινε όλα εκείνα τα κακά έξω από το σπίτι εκείνο που μπορούσε όλα αυτά να του τα σβήσει, χωρίς να περιμένει λόγο παρηγοριάς από κανέναν, το ότι έβλεπε τον υπερήφανο εκείνον πλούσιο να απολαμβάνει τόση τρυφή, και όχι μόνο να απολαμβάνει την τρυφή, αλλά και να ζει μέσα στην κακία και να μην παθαίνει κανένα κακό· το ότι δεν είχε να προσβλέψει σε κανένα άλλον Λάζαρο, το ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη σε ανάσταση, το ότι είχε, μαζί με τα κακά που έχουμε αναφέρει, κακή υπόληψη από τους πολλούς εξαιτίας των συμφορών εκείνων, το ότι όχι μέχρι δύο και τρεις ημέρες έβλεπε τον εαυτό του σε αυτά τα δεινά, αλλά σε όλη του τη ζωή, και τον πλούσιο στα αντίθετα αυτών.
Ποια λοιπόν απολογία θα έχουμε, εάν αυτός με τόση ανδρεία υπέμεινε όλα μαζί τα δεινά, και εμείς δεν υπομείνουμε ούτε τα μισά από αυτά; Διότι δεν έχεις, δεν έχεις να δείξεις ούτε να αναφέρεις κάποιον άλλον που έχει υποστεί τόσο πολλά και τέτοια κακά. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Χριστός τον τοποθέτησε ανάμεσά μας, ώστε και σε οποιαδήποτε δεινά κι αν πέσουμε, βλέποντας σε αυτόν το τόσο υπερβολικό μέγεθος των θλίψεων, να λάβουμε, από τη δική του αρετή και υπομονή, αρκετή παρηγοριά και θάρρος· διότι προβάλλει σαν κοινός διδάσκαλος ολόκληρης της οικουμένης σε αυτούς που υποφέρουν από οποιοδήποτε κακό, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προσβλέπουν προς αυτόν και νικώντας τους όλους με το υπερβολικό μέγεθος των δικών του συμφορών.
[…] «Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν(:Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός)», λέγει, «καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ (:και οι άγγελοι του Θεού τον μετέφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο)» [Λουκά 16,22]. Γίνεται φανερό λοιπόν από την εξεταζόμενη παραβολή ότι οι ψυχές όταν βγουν από το σώμα, δεν μένουν πια εδώ, αλλά αμέσως μεταφέρονται. Και όχι μόνο οι ψυχές των δικαίων, αλλά και οι ψυχές των αμαρτωλών μεταφέρονται εκεί· και αυτό πάλι γίνεται φανερό από έναν άλλον άφρονα πλούσιο, μιας άλλης παραβολής. Επειδή δηλαδή απέδωσαν πλούσια σοδειά τα χωράφια του, είπε μέσα του: «Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου(:Αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου)»[Λουκά,12,18]. Τίποτα δεν είναι χειρότερο από μια τέτοια γνώμη. Πράγματι γκρέμισε τις αποθήκες του· διότι αποθήκες ασφαλισμένες δεν είναι οι τοίχοι, αλλά τα στομάχια των φτωχών· ενώ ο πλούσιος άφησε εκείνες τις αποθήκες και φρόντιζε για τους τοίχους.
Τι λοιπόν του λέγει ο Θεός; «Ἂφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;(:Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισε ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από εδώ και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;)»[Λουκ.12,20].
Και πρόσεχε ότι στην περίπτωση του Λαζάρου λέγει ότι μεταφέρθηκε από τους αγγέλους, ενώ στην περίπτωση του άφρονος πλουσίου λέγει «απαιτούν» και τον ένα τον πήραν σαν αιχμάλωτο, ενώ τον άλλο τον περιστοίχιζαν σαν νικητή. Τον Λάζαρο άγγελοι τον μεταφέρουν, ενώ την ψυχή του άφρονος πλουσίου την απαιτούσαν κάποιες φοβερές δυνάμεις, ίσως σταλμένες γι΄αυτόν τον σκοπό· διότι δεν αναχωρεί προς εκείνην τη ζωή μόνη της η ψυχή, επειδή δεν είναι δυνατό· διότι εάν όταν μεταβαίνουμε από πόλη σε πόλη, έχουμε ανάγκη από οδηγό, πολύ περισσότερο η ψυχή όταν αποσπαστεί από το σώμα και μεταφέρεται προς την μέλλουσα ζωή, έχει ανάγκη από οδηγούς.
Γι΄αυτό πολλές φορές ανεβαίνει προς τα επάνω και προχωρεί πάλι προς το βάθος και φοβάται και φρίττει, όταν πρόκειται να αποχωρισθεί από το σώμα· διότι πάντα μας κεντρίζει η συνείδηση για τις αμαρτίες μας, πολύ περισσότερο όμως κατά την ώρα εκείνη, όταν πρόκειται να μεταφερθούμε από εδώ εκεί για να λογοδοτήσουμε στο φοβερό δικαστήριο. Για τον λόγο αυτό πρέπει συνεχώς να ετοιμαζόμαστε από εδώ, για την έξοδό μας προς τα εκεί· διότι τι θα συμβεί εάν αποφασίσει ο Κύριος να μας καλέσει απόψε; Τι αν αύριο; Είναι άγνωστο το μέλλον, γι’ αυτό πρέπει να αγωνιζόμαστε διαρκώς και να είμαστε έτοιμοι για το ταξίδι εκείνο, όπως ακριβώς ο Λάζαρος αυτός διαρκώς υπέμενε και καρτερούσε· γι΄αυτό και με τόση τιμή τον οδηγούσαν.
Όμως πέθανε και ο πλούσιος και ε νταφιάστηκε, σαν να ήταν καταχωνιασμένη η ψυχή του μέσα στο σώμα του, όπως σε μνήμα, και περιέφερε σαν τάφο μαζί της τη σάρκα· διότι δεμένος σαν με κάποια αλυσίδα με τη μέθη και τη γαστριμαργία, έτσι είχε κάνει άπρακτη και νεκρή την ψυχή. Μην προσπεράσεις, αγαπητέ, έτσι απλώς το «ἐτάφη», αλλά σκέψου εδώ, σε παρακαλώ, τα τραπέζια τα επαργυρωμένα, τα κρεβάτια, τους τάπητες, τα σκεπάσματα, όλα τα άλλα του σπιτιού, τα μύρα, τα αρώματα, το άφθονο καθαρό κρασί, τις ποικιλίες των φαγητών, τα καρυκεύματα, τους μαγείρους, τους κόλακες, τους σωματοφύλακες, τους υπηρέτες, όλη την άλλη πολυτέλεια κατασβησμένη και καταμαραμένη. Όλα στάχτη, όλα τέφρα και σκόνη, θρήνοι και οδυρμοί, χωρίς να μπορεί κανείς να βοηθήσει, ούτε να επαναφέρει την ψυχή που έφυγε. Τότε φάνηκε η δύναμη του χρυσού και της πολλής περιουσίας.
Πράγματι μέσα από την τόση μεγάλη περιποίηση αναχωρούσε γυμνός και μόνος, χωρίς να μπορεί να μεταφέρει μαζί του τίποτε από τον τόσο πλούτο, αλλά έφευγε έρημος και απροστάτευτος. Κανείς από όσους τον υπηρέτησαν, κανείς απ’ όσους τον βοήθησαν δεν ήταν παρών, για να τον γλυτώσουν από την κόλαση και την τιμωρία, αλλά αφού αποσπάσθηκε από όλους εκείνους, τον μετέφεραν μόνο για να υπομείνει τις αφόρητες τιμωρίες. Αλήθεια, «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπεσε, τὸ δὲ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:κάθε άνθρωπος είναι σαν το χόρτο και κάθε δόξα του ανθρώπου σαν το άνθος του χόρτου. Ξεράθηκε το χόρτο και το άνθος του έπεσε· ο λόγος όμως του Κυρίου θα μένει στον αιώνα)»[Ησαΐας 40,6-8].Ήλθε ο θάνατος και όλα εκείνα τα έσβησε· και παίρνοντάς τον σαν αιχμάλωτο, έτσι τον οδήγησε σκυμμένο κάτω, γεμάτο ντροπή, χωρίς παρρησία, να τρέμει, να φοβάται, σαν να απήλαυσε όλη εκείνη την τρυφή στα όνειρά του· και μετά ο πλούσιος γινόταν ικέτης του φτωχού, και είχε ανάγκη από το τραπέζι εκείνου, που άλλοτε πεινούσε και ήταν μπροστά στα στόματα των σκυλιών· και τα πράγματα άλλαξαν και έμαθαν όλοι, ποιος ήταν ο πλούσιος και ποιος ήταν ο φτωχός και ότι ο Λάζαρος ήταν πιο πλούσιος απ’ όλους, ενώ αυτός πιο φτωχός απ΄ όλους.
[…] Πολλές φορές κάποιος από τους εδώ πλουσίους βρέθηκε εκεί να είναι φτωχότερος όλων, όπως ακριβώς και αυτός ο πλούσιος· διότι, όταν τον κατέλαβε το βράδυ, δηλαδή ο θάνατος, και βγήκε από το θέατρο της παρούσας ζωής, και έβγαλε το προσωπείο και φάνηκε εκεί ότι είναι φτωχότερος όλων, και τόσο φτωχός, ώστε να μην έχει ούτε μια σταγόνα νερό, αλλά γι’ αυτήν να παρακαλεί επίμονα, χωρίς να εκπληρώνεται ούτε αυτή η αίτησή του. Ποια φτώχεια θα ήταν χειρότερη απ’ αυτήν; Και άκουε πώς· διότι λέγει: «Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ(:Αυτός λοιπόν που στη γη τα είχε όλα και δεν παρακαλούσε κανένα να τον βοηθήσει, φώναξε τώρα και είπε: ‘’Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σε αυτή τη φωτιά’’)»[Λουκ. 16,24]. Βλέπεις πόση είναι η θλίψη του; Όταν ήταν κοντά του, τον προσπερνούσε, και τώρα που είναι μακριά του τον καλεί· αυτόν που πολλές φορές, μπαίνοντας και βγαίνοντας δεν τον έβλεπε, αυτό τώρα που είναι μακριά, τον βλέπει με πολύ πόθο.
Και για ποιο λόγο τον βλέπει; Ίσως πολλές φορές είπε αυτός ο πλούσιος: «Τι μου χρειάζεται η ευλάβεια και η αρετή; Όλα για μένα είναι σαν να τρέχουν από πηγές· απολαμβάνω μεγάλη αφθονία αγαθών, πολλή ευτυχία, δεν υποφέρω καμιά δυστυχία· για ποιο λόγο να ασκήσω την αρετή; Αυτός ο φτωχός που ζει με δικαιοσύνη και ευσέβεια υποφέρει μύρια βάσανα». Αυτά βέβαια πολλοί πολλές φορές και τώρα τα λένε. Για να ξεριζωθούν λοιπόν αυτές οι κακές σκέψεις, του δείχνει ότι και για την κακία υπάρχει τιμωρία, και τιμή και στέφανος για τους κόπους υπέρ της ευσεβείας. Και δεν τον είδε μόνο γι’ αυτό, αλλά για να πάθει και ο πλούσιος τώρα, σε μεγαλύτερο βαθμό, εκείνο ακριβώς που έπαθε και ο φτωχός·διότι, όπως ακριβώς σε εκείνον έκανε φοβερότερη την τιμωρία τώρα, το να βρίσκεται στην κόλαση και να βλέπει την ευτυχία του Λαζάρου, ώστε να έχει πιο αφόρητη την τιμωρία, όχι μόνο εξαιτίας του είδους των βασάνων, αλλά και εξαιτίας της τιμής που αξιώθηκε εκείνος.
Και όπως, όταν έδιωξε ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισο, του παρήγγειλε να κατοικεί απέναντι από τον παράδεισο, για να του ανανεώνει τη λύπη η αδιάκοπη θέα και να του δίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια την αίσθηση των αγαθών που έχασε, έτσι λοιπόν κι αυτόν τον έβαλε να κατοικεί απέναντι από τον Λάζαρο, για να δει από ποια αγαθά στέρησε τον εαυτό του. «Σου έστειλα», λέγει, «μπροστά στην πόρτα σου τον φτωχό Λάζαρο, για να σου γίνει διδάσκαλος της αρετής και αφορμή για φιλανθρωπία· περιφρόνησες το κέρδος, δεν θέλησες να χρησιμοποιήσεις όπως έπρεπε την αφορμή αυτή της σωτηρίας· θα σου χρησιμεύσει λοιπόν τώρα ως αφορμή μεγαλύτερης κολάσεως και τιμωρίας».
Απ ’αυτά μαθαίνουμε ότι όλοι όσοι από εμάς περιφρονούνται και αδικούνται, τότε, κατά την ημέρα της Κρίσεως, θα σταθούν μπροστά μας. Αν και βέβαια ο Λάζαρος δεν αδικήθηκε από τον πλούσιο· διότι ο πλούσιος δεν έκλεψε ακριβώς τα χρήματα του Λαζάρου, αλλά δεν του έδωσε από τα δικά του. Και εάν, επειδή δεν του έδωσε από τα δικά τους, έχει κατήγορο αυτόν που δεν ελέησε, αυτός που άρπαξε και τα ξένα, ποιας συγνώμης θα τύχει, όταν οι αδικημένοι από παντού θα τον περιστοιχίζουν; Διότι εκεί δεν χρειάζονται μάρτυρες, ούτε κατήγοροι, ούτε αποδείξεις, ούτε τεκμήρια· αλλά αυτά τα ίδια τα πράγματα, όπως ακριβώς εμείς τα ετοιμάσαμε, φαίνονται μπροστά στα μάτια μας. «Διότι να», λέγει, «ο άνθρωπος και τα έργα του». Και αυτό δηλαδή είναι αρπαγή, το να μη δίνεις στον άλλον από τα δικά σου.
Και ίσως σας φαίνεται παράξενο αυτό που λέγω, αλλά μην εκπλήττεσθε· διότι θα σας φέρω μαρτυρία από τις θείες Γραφές που λέγει ότι το όχι μόνο το να αρπάξεις τα ξένα, αλλά και το να μη δίνεις στους άλλους από τα δικά σου και αυτό είναι αρπαγή και πλεονεξία και αποστέρηση. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Κατηγορώντας τους Ιουδαίους ο Θεός λέγει μέσω του προφήτη: «Καὶ εἰσηνέγκατε πάντα τὰ ἐκφόρια εἰς τοὺς θησαυρούς, καὶ ἔσται ἡ διαρπαγὴ αὐτοῦ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ(:Και σεις βάλατε όλα τα προϊόντα της γης σας μέσα στις αποθήκες σας. Έτσι λοιπόν κάνατε αρπαγή των δεκάτων και απαρχών, που βρίσκονται τώρα στο σπίτι σας και τα στερήσατε από τους φτωχούς στους οποίους οφείλατε να τα δώσετε)»[Μαλ.3,10]. «Επειδή», λέγει, «τις συνηθισμένες προσφορές δεν τις δώσατε, αρπάξατε αυτό που ανήκε στον φτωχό». Και αυτό το λέγει, για να δείξει στους πλουσίους ότι έχουν αυτά που ανήκουν στους φτωχούς, είτε πατρική κληρονομιά δεχτούν, είτε από οπουδήποτε συγκεντρώσουν τα χρήματα. Και πάλι αλλού λέγει: «Τέκνον, τὴν ζωὴν τοῦ πτωχοῦ μὴ ἀποστερήσῃς καὶ μὴ παρελκύσῃς ὀφθαλμοὺς ἐπιδεεῖς(:Παιδί μου, μη στερήσεις τον πτωχό από όσα του χρειάζονται για τη ζωή του και μην αναβάλεις την βοήθειά σου σε μάτια τα οποία σε κοιτάζουν ικετευτικώς)»[Σοφ. Σειρ.4,1]· και αυτός που στερεί, τα ξένα στερεί· διότι αποστέρηση λέγεται το ότι πήραμε τα ξένα πράγματα και τα κρατούμε.
Και με αυτό λοιπόν διδασκόμαστε ότι όταν δεν ελεούμε θα τιμωρηθούμε εξίσου με τους καταχραστές· διότι τα χρήματα είναι του Κυρίου από οπουδήποτε και αν τα συλλέξουμε και αν τα δώσουμε στους φτωχούς θα έχουμε μεγάλο κέρδος. Και γι’ αυτό επέτρεψε ο Θεός να έχεις εσύ περισσότερα, για να τα ξοδέψεις όχι στην πορνεία και στη μέθη και στην πολυφαγία και στην πολυτέλεια των ενδυμάτων και στην άλλη βλακεία, αλλά για να τα μοιράσεις σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη· διότι, όπως ένας που παραλαμβάνει βασιλικά χρήματα, αν αφήσει εκείνους στους οποίους έχει εντολή να τα μοιράσει και τα ξοδέψει σε δική του ανοησία, θα λογοδοτήσει και θα θανατωθεί, έτσι λοιπόν και ο πλούσιος είναι σαν ένας που εισπράττει τα λεφτά που πρέπει να μοιραστούν στους φτωχούς και έχει πάρει εντολή να τα μοιράσει στους φτωχούς συνδούλους του. Αν λοιπόν ξοδέψει κάτι περισσότερο για τον εαυτό του από ό,τι χρειάζεται, θα υποστεί εκεί φοβερότατες τιμωρίες· διότι δεν είναι δικά του τα δικά του, αλλά των συνδούλων του.
Ας τα διαχειριζόμαστε λοιπόν αυτά σαν ξένα, για να γίνουν δικά μας. Και πώς θα τα διαχειριστούμε, σαν ξένα; Όταν δεν τα ξοδεύουμε σε περιττές ανάγκες, ούτε μόνο στις δικές μας, αλλά όταν τα διαμοιράζουμε στα χέρια των φτωχών· και αν είσαι πλούσιος και ξοδεύεις κάτι περισσότερο από το αναγκαίο, θα λογοδοτήσεις για τα χρήματα που σου έχει εμπιστευθεί. Αυτό συμβαίνει και στα μεγάλα σπίτια. Πολλοί δηλαδή τα ταμεία τους τα εμπιστεύτηκαν στους υπηρέτες τους· αλλά όμως οι διαχειριστές εκείνοι φυλάσσουν αυτά που τους έχουν δώσει και δεν καταχρώνται αυτά που τους εμπιστεύθηκαν, αλλά τα διανέμουν σε εκείνους που ο οικοδεσπότης θα διατάξει και όταν διατάξει. Αυτό και εσύ να κάνεις·διότι πήρες πιο πολλά από τους άλλους και τα έλαβες, όχι για να τα ξοδέψεις μόνος σου, αλλά να γίνεις και στους άλλους καλός διαχειριστής.
Αξίζει όμως κι εκείνο να ερευνήσουμε: γιατί άραγε δεν είδε τον Λάζαρο κοντά σε κανέναν άλλον δίκαιο, αλλά τον είδε μέσα στην αγκαλιά του Αβραάμ; Ήταν φιλόξενος ο Αβραάμ· για να γίνει λοιπόν και αυτός κατήγορος αυτού για την αφιλοξενία του, τον βλέπει μαζί με εκείνον· διότι εκείνος και τους περαστικούς έψαχνε να βρει και τους οδηγούσε στο σπίτι του, ενώ αυτός αδιαφορούσε και γι’ αυτόν που βρισκόταν μέσα, και ενώ είχε τόσο θησαυρό και αφορμή για σωτηρία, τον προσπερνούσε αδιάφορα κάθε ημέρα, και δεν χρησιμοποίησε όσο μπορούσε την προστασία του φτωχού. Όμως ο πατριάρχης δεν ήταν τέτοιος, αλλά τελείως διαφορετικός· καθόταν μπροστά στις θύρες και προσκαλούσε για φιλοξενία στο σπίτι του όλους τους κουρασμένους διαβάτες, και όπως κάποιος αλιέας, ρίχνοντας δίχτυ στη θάλασσα, ανασύρει συνήθως ψάρι, όμως ανασύρει πολλές φορές και χρυσό και μαργαριτάρια, έτσι λοιπόν κι αυτός, αλιεύοντας ανθρώπους, κατόρθωσε να αλιεύσει κάποτε και αγγέλους, και το αξιοθαύμαστο είναι αυτό, ότι χωρίς να το γνωρίζει το έκανε αυτό.
Διότι εάν το γνώριζε και τους υποδεχόταν με τόση καλοσύνη, δεν θα έκανε τίποτε μεγάλο και αξιοθαύμαστο, ενώ ο έπαινος όλος του αξίζει, επειδή, ενώ αγνοούσε ποιοι ήταν οι διερχόμενοι, και νομίζοντας ότι ήταν απλώς άνθρωποι οδοιπόροι, με τόσο μεγάλη προθυμία τούς κάλεσε μέσα στο σπίτι του [βλ. Γεν.18,2-5: «Ὤφθη δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας.ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. Καὶ εἶπε· Κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. Καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας(:Φανερώθηκε λοιπόν ο Θεός στον Αβραάμ, που ήταν κοντά στη δρυ Μαμβρή και καθόταν στη θύρα της σκηνής του κατά τον Νότο. Σήκωσε τα μάτια του ο Αβραάμ και είδε ξαφνικά τρεις άνδρες όρθιους απέναντι του. Αμέσως έτρεξε προς συνάντησή τους από τη θύρα της σκηνής του, προσκύνησε αυτούς έως το έδαφος και είπε: “Κύριε, εάν τυχόν βρήκα χάρη ενώπιόν σου, σε παρακαλώ μην καταφρονήσεις τον δούλο σου· ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να φέρω νερό και οι δούλοι μου να νίψουν τα πόδια σας, και να δροσιστείτε κάτω από το δένδρο. Εγώ λοιπόν θα ετοιμάσω και θα σας φέρω φαγητό, για να φάτε, και έπειτα θα συνεχίσετε τον δρόμο σας, από τον οποίο παρεκκλίνατε έως εμένα, τον δούλο σας, για να μου κάνετε την τιμή να σας περιποιηθώ”. Εκείνοι λοιπόν είπαν: “κάνε όπως είπες”)»].
Γι’ αυτό λοιπόν νιώθοντας έκπληξη και ο Παύλος συμβουλεύει και λέει: «Ἡ φιλαδελφία μενέτω, τῆς φιλοξενίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· διά ταύτης γὰρ ἔλαθόν τινες ξενίσαντες ἀγγέλους(:Μόνιμη και σταθερή ας μένει στις καρδιές σας η αγάπη προς τους αδελφούς Χριστιανούς. Μη λησμονείτε ποτέ να ασκείτε την φιλοξενία· διότι χάρη στη φιλόξενη διάθεσή τους μερικοί, όπως ο Αβραάμ και ο Λωτ, αξιώθηκαν, χωρίς και οι ίδιοι να το καταλάβουν, να φιλοξενήσουν αγγέλους)»[ Εβρ.13,2]. Και σωστά είπε «χωρίς να το ξέρουν»· διότι εάν το γνώριζε και τους υποδεχόταν με τόση καλοσύνη, δεν θα έκανε τίποτε μεγάλο και αξιοθαύμαστο· ενώ ο έπαινος όλος του αξίζει, επειδή, ενώ αγνοούσε ποιοι ήταν οι διερχόμενοι και νομίζοντας ότι ήταν απλώς άνθρωποι οδοιπόροι, με τόση μεγάλη προθυμία τους κάλεσε μέσα στο σπίτι του.
Και εσύ λοιπόν, εάν υποδεχτείς κάποιον επίσημο και λαμπρό και δείξεις μεγάλη προθυμία, δεν έκανες τίποτε αξιοθαύμαστο· διότι το αξίωμα του φιλοξενούμενου εξαναγκάζει πολλές φορές και τον αφιλόξενο να δείχνει κάθε καλή διάθεση. Το πιο υπέροχο όμως είναι όταν και τους τυχόντες και τους περιφρονημένους και τους ευτελείς τούς δεχόμαστε με πολλή καλοσύνη. Γι΄ αυτό και ο Χριστός, υποδεχόμενος αυτούς που ενεργούν έτσι, έλεγε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε(: Αληθινά σας λέγω, καθετί που κάνατε για να εξυπηρετήσετε έναν από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα στην κοινωνία, το κάνατε σε εμένα)»[Ματθ.25,40]. Και πάλι: «Οὕτως οὐκ ἔστι θέλημα ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς τῶν μικρῶν τούτων(: Όπως ο καλός ποιμένας δεν θέλει να χάσει ούτε ένα πρόβατο, έτσι δεν είναι θέλημα του Πατρός σας που βρίσκεται στους ουρανούς να χαθεί ένας από τους μικρούς τούτους. Λοιπόν προσέχετε μήπως τυχόν καταφρονήσετε κανένα από τους άσημους και απλοϊκούς πιστούς)»[Ματθ.18,14].
Και πάλι: «Ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης(: Όποιος όμως σκανδαλίσει και παρασύρει στην αμαρτία έναν από τους μικρούς και απλοϊκούς αυτούς, που πιστεύουν σε εμένα, είναι προτιμότερο γι΄αυτόν να κρεμαστεί στον τράχηλό του μυλόπετρα από εκείνες που γυρίζει ο όνος στον μύλο και να καταποντιστεί στην ανοικτή θάλασσα)» [Ματθ.18,6]. Και παντού πολύς λόγος γίνεται από τον Χριστό για τους μικρούς και τους ελαχίστους.
Αυτό λοιπόν γνωρίζοντας και ο Αβραάμ, δεν εξέταζε τους διερχομένους ποιοι ήταν και από πού έρχονταν, όπως ακριβώς εμείς τώρα· αλλά τους δεχόταν όλους χωρίς διάκριση· διότι αυτός που δείχνει φιλική διάθεση δεν πρέπει να ζητά να δίνουν λόγο για τη ζωή τους, αλλά μόνο να διορθώνει τη φτώχεια και να καλύπτει την ανάγκη. Έναν λόγο συνηγορίας έχει ο φτωχός, τη φτώχεια και το ότι βρίσκεται σε ανάγκη· τίποτε λοιπόν περισσότερο μην του ζητάς, αλλά κι αν ακόμη είναι ο πιο καλός από όλους και του λείπει η αναγκαία τροφή, ας τον απαλλάξουμε από την πείνα. Αυτό και ο Χριστός παρήγγειλε να κάνουμε λέγοντας· «Γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:Για να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς· διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»[Ματθ.5,45]. Είναι λιμάνι για όσους βρίσκονται σε ανάγκη ο ελεήμονας· και το λιμάνι δέχεται όλους τους ναυαγούς και τους απαλλάσσει από τους κινδύνους· και είτε είναι κακοί, είτε είναι αγαθοί, είτε είναι οτιδήποτε άλλο αυτοί που κινδυνεύουν, τους δέχεται όλους μέσα στην αγκαλιά Του.
[…]Όταν λοιπόν ο πλούσιος στον Άδη είδε τον φτωχό Λάζαρο στην αγκαλιά του Αβραάμ, είπε: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ(:Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σε αυτή τη φωτιά)»[Λουκ. 16,24].
Για ποιον λόγο δεν απηύθυνε τον λόγο προς τον Λάζαρο; Εγώ νομίζω ότι ντράπηκε και κοκκίνισε και κρίνοντας από τον εαυτό του, νόμιζε ότι οπωσδήποτε θα του κρατά κακία. «Διότι, εάν εγώ», ίσως να σκέφτηκε, «που απολάμβανα τόση ευτυχία, και σε τίποτα δεν αδικήθηκα, περιφρόνησα τον άνθρωπο αυτόν που βρισκόταν σε τόσα κακά και ούτε ψίχουλα δεν του έδωσα, πολύ περισσότερο αυτός τώρα, που τόσο περιφρονήθηκε, δεν θα συγκατανεύσει στην παράκλησή μου». Αυτά βέβαια δεν τα λέμε για να κατηγορήσουμε τον Λάζαρο, διότι εκείνος δεν διακατεχόταν από τέτοιες σκέψεις, μη γένοιτο, αλλά επειδή ο πλούσιος αυτά φοβήθηκε και δεν κάλεσε τον ίδιο τον Λάζαρο, αλλά φώναξε τον Αβραάμ, για τον οποίο πίστευε ότι αγνοούσε εκείνα που είχαν γίνει. Και ζήτησε εκείνο το δάχτυλο, το οποίο πολλές φορές άφησε να το γλύψουν οι γλώσσες των σκύλων.
Τι λοιπόν είπε εκείνος; «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου(:Παιδί μου θυμήσου ότι εσύ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη)»[Λουκ.16,25]. Πρόσεχε σύνεση, πρόσεχε φιλοστοργία δικαίου. Δεν είπε: «απάνθρωπε και σκληρέ και παμπόνηρε, ενώ άφησες σε τόσο μεγάλα κακά τον άνθρωπο αυτόν, θυμάσαι τώρα τη φιλανθρωπία και το έλεος και την συγνώμη; Δεν κοκκινίζεις, δεν ντρέπεσαι;». Αλλά τι λέγει; «Τέκνο μου», λέγει, «απήλαυσες τα αγαθά σου». Διότι λέγει ο σοφός Σειράχ: «Καρδίαν παρωργισμένην μὴ προσταράξῃς καὶ μὴ παρελκύσῃς δόσιν προσδεομένου (: Μην ταράξεις περισσότερο την καρδιά, την οποία έχει αναστατώσει η οργή, και μην αναβάλεις τη βοήθειά σου σε άνθρωπο, που έχει την ανάγκη σου)» [Σοφ. Σειρ. 4,3]. Του αρκούν οι τιμωρίες του, ας μην επιβαρύνουμε τις συμφορές του. Εξάλλου και για να μην νομίσει ότι από μνησικακία για τα περασμένα δεν άφησε τον Λάζαρο να πάει, τον αποκαλεί «τέκνο μου», απολογούμενος κατά κάποιον τρόπο για τον εαυτό του, με την προσφώνησή του. «Αυτό που είναι στην εξουσία μου», λέγει, «σου το δίνω, το να μεταβεί όμως ο Λάζαρος από εδώ εκεί , δεν είναι στη δική μου δικαιοδοσία».
«Εἶπε δὲ Ἀβραάμ», λέγει, λοιπόν, «τέκνον μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν(:Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη, ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας· τώρα όμως αυτός παρηγορείται για όσα υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου επάνω στη γη. Και εκτός από όλα αυτά, χάσμα μεγάλο έχει στηριχθεί ανάμεσά μας, ώστε εκείνοι που θέλουν να μεταβούν από εδώ προς εσάς να μην μπορούν, ούτε αυτοί που είναι εκεί να περάσουν προς εμάς)»[Λουκ.16,25-26].
Είναι βαριά αυτά που έχουν λεχθεί και πότισαν με μεγάλο πόνο την ψυχή μας. Το ξέρω κι εγώ· αλλά όσο μας πληγώνει η συνείδηση, άλλο τόσο και ωφελεί την ψυχή αυτών που ερεθίζει· διότι, εάν εκεί μας τα έλεγαν αυτά, όπως στον πλούσιο, πράγματι έπρεπε να θρηνούμε και να οδυρόμαστε και να πενθούμε, διότι δε θα είχαμε καιρό για μετάνοια· επειδή όμως τα ακούμε τώρα που είμαστε εδώ, όπου και είναι δυνατό να μετανοήσουμε και να καθαρισθούμε από τις αμαρτίες και να αποκτήσουμε μεγάλη παρρησία, και να αλλάξουμε ανησυχώντας από τα κακά που συνέβηκαν στους άλλους, ας ευχαριστήσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό, που διεγείρει τη δική μας οκνηρία με την τιμωρία των άλλων, και μας αφυπνίζει ενώ κοιμόμαστε. Γι΄ αυτό ακριβώς προλέχθηκαν αυτά, για να μην πάθουμε κι εμείς κάτι ανάλογο με τον άσπλαχνο πλούσιο· διότι, εάν ήθελε να μας τιμωρήσει ο Κύριος, δεν θα μας προειδοποιούσε με αυτήν την παραβολή· γι’ αυτό λοιπόν προλέγει την τιμωρία, για να σωφρονισθούμε με την πρόρρηση και να αποφύγουμε να τα γνωρίσουμε στην πράξη.
Αλλά γιατί δεν είπε «έλαβες τα αγαθά σου», αλλά «ἀπέλαβες»; Εδώ ανοίγεται μπροστά μας αχανές και μεγάλο πέλαγος νοημάτων· διότι το «ἀπέλαβες» φανερώνει και σημαίνει κάποια οφειλή· καθόσον απολαμβάνει κανείς αυτά που του οφείλουν. Αν λοιπόν ήταν μιαρός και ακάθαρτος και σκληρός και απάνθρωπος αυτός ο πλούσιος, γιατί δεν του είπε: «έλαβες τα αγαθά σου» αλλά «απόλαβες», σαν να του τα χρωστούσε και να του τα όφειλε; Τι λοιπόν μαθαίνουμε από εδώ; Ότι, και αν είναι μερικοί άνθρωποι ακάθαρτοι και έχουν φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, πολλές φορές έχουν κάνει ένα και δύο και τρία καλά.
Και το ότι τα λέγω αυτά τώρα, όχι από δική μου σκέψη, γίνεται ολοφάνερο από αυτό· διότι τι μιαρότερο υπήρχε από τον κριτή εκείνον της αδικίας (στην παραβολή του αδίκου κριτή και της χήρας· βλ. Λουκά 18, 1-8); Αυτός ούτε τον Θεό φοβόταν, ούτε τους ανθρώπους ντρεπόταν· αλλ’ όμως, αν και ζούσε μέσα στην κακία, έκανε κάτι καλό, ελέησε την χήρα, που συνεχώς τον ενοχλούσε, υποχώρησε και εκπλήρωσε την απαίτησή της και την προστάτευσε από εκείνους που την αδικούσαν. Έτσι συμβαίνει να είναι κάποιος ασελγής, αλλά και ελεήμων πολλές φορές, ή απάνθρωπος, αλλά και φρόνιμος· αλλά κι αν είναι ακόλαστος και απάνθρωπος, όμως έκανε κατά τη ζωή του πολλές φορές και κάποιο καλό.
Επειδή λοιπόν ήταν φυσικό και ο πλούσιος, εάν και είχε φθάσει στο ύψιστο σημείο της κακίας, να είχε κάνει κάποιο καλό, και ο Λάζαρος, αν και έφθασε στην κορυφή της αρετής, να είχε αμαρτήσει έστω και ελάχιστα, πρόσεχε πώς και τα δύο αυτά τα υπαινίχθηκε ο πατριάρχης Αβραάμ, λέγοντας: «Κι εσύ απήλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά». Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής· εάν κι εσύ έχεις κάνει κάποιο καλό, και σου οφειλόταν γι΄αυτό κάποιος μισθός, όλα αυτά τα απήλαυσες σ’ εκείνον τον κόσμο, όταν διασκέδαζες, χαιρόσουν τα πλούτη σου, απολάμβανες μεγάλη ευημερία και ευτυχία· και αυτός, αν έκανε κάποιο κακό, όλα τα εξόφλησε με τη φτώχεια και την πείνα και με όλα τα μεγάλα κακά με τα οποία ταλαιπωρήθηκε· και γυμνός ο κάθε ένας από σας έχει φθάσει εδώ, εκείνος χωρίς αμαρτίες, κι εσύ χωρίς κατορθώματα δικαιοσύνης· γι΄αυτό και αυτός έχει καθαρή την παρηγοριά, κι εσύ υπομένεις απαρηγόρητη την τιμωρία.
[…]Αλλά ας ακούσουμε και την συνέχεια. «Και εκτός από όλα αυτά», λέγει, «μεγάλο βάραθρο έχει στηριχθεί μεταξύ μας». Επομένως, καλά είπε ο Δαυίδ: «Ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος; οὐ δώσει τῷ Θεῷ ἐξίλασμα ἑαυτοῦ (:Θα αντικρύσουν όμως και αυτοί τον θάνατο, από τον οποίον ούτε ο στοργικότερος αδελφός δεν μπορεί να τους σώσει. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να τους γλυτώσει ο οποιοσδήποτε ξένος άνθρωπος; Κανείς δεν μπορεί να προσφέρει προς τον Θεό εξιλεωτική προσφορά, για να διαφύγει τον θάνατο)» [Ψαλμ. 48,8]. Πράγματι, δεν είναι δυνατό, κι αν ακόμη είναι αδελφός, κι αν είναι πατέρας, κι αν είναι υιός. Διότι πρόσεχε· «παιδί μου», ονόμασε ο Αβραάμ τον πλούσιο, κι όμως δεν μπόρεσε να φανεί πατέρας· «πατέρα» αποκάλεσε τον Αβραάμ ο πλούσιος, κι όμως, δεν μπόρεσε, όπως ήταν φυσικό, να απολαύσει την πατρική εύνοια, για να μάθεις ότι ούτε συγγένεια, ούτε φιλία, ούτε προσπάθεια, ούτε τίποτ’ άλλο από όσα υπάρχουν, μπορεί να ωφελήσει εκείνον που προδόθηκε από τη δική του τη ζωή.
[…] Άκουσε λοιπόν πώς και ο πλούσιος που ζήτησε δύο χάρες από τον Αβραάμ, και στις δύο απέτυχε· διότι πρώτα τον παρακάλεσε για τον εαυτό του, λέγοντας, «στείλε τον Λάζαρο»· έπειτα όμως όχι πια για τον εαυτό του, αλλά για τους αδελφούς του· αλλά καμιάς χάριτος δεν αξιώθηκε· διότι η πρώτη ήταν αδύνατο να γίνει, ενώ η δεύτερη, για τους αδελφούς του, ήταν περιττή. Αλλ’ όμως, εάν θέλετε, ας ακούσουμε κι αυτά τα λόγια με μεγάλη προσοχή. Δεν άκουε ο κατάδικος τον Θεό να του μιλάει, αλλά ο Αβραάμ ήταν στο ενδιάμεσο, για να μεταφέρει στον δικαζόμενο τα λόγια του δικαστή· διότι δεν έλεγε από μόνος του αυτά που έλεγε, αλλά του διάβαζε τους θείους νόμους και του έλεγε τις αποφάσεις που έβγαζε ο Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς ο πλούσιος δεν μπορούσε ούτε να αντιμιλήσει.
Αλλά είναι ώρα πια να ακούσουμε τα λόγια του πλουσίου. «Ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ(:Σε παρακαλώ, πατέρα)», λέγει, δηλαδή δέομαι, σε ικετεύω, «ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου(:να στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου τον Λάζαρο· διότι έχω πέντε αδέλφια· για να τους βεβαιώσει τα όσα γίνονται εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτόν της βασάνου)»[Λουκ.16,27-28]. Επειδή απέτυχε για τον εαυτό του, τώρα παρακαλεί για τους άλλους. Πρόσεχε πώς έγινε φιλάνθρωπος και ήμερος εξαιτίας της κολάσεως· διότι αυτός που περιφρονούσε τον Λάζαρο, ενώ τον είχε καθημερινά μπροστά στα πόδια του όσο ζούσε, φροντίζει τώρα τους άλλους που είναι μακριά· αυτός που αδιαφορούσε γι’ αυτόν που ήταν μπροστά στα μάτια τους, ενδιαφέρεται γι΄αυτούς που δεν βλέπει, και με μεγάλο σεβασμό και βιασύνη ζητεί να δειχθεί κάποια πρόνοια γι΄αυτούς, για να αποφύγουν τα βάσανα που θα τους καταλάβουν και αυτούς μόλις πεθάνουν. Και παρακαλεί να σταλεί ο Λάζαρος στο σπίτι του πατέρα του, εκεί όπου ήταν τα αγωνιστικά σκάμματα γι’ αυτόν και είχε ανοιχθεί το στάδιο της αρετής.
«Ας τον δουν τον Λάζαρο τώρα», σκέφτηκε, «με τα στεφάνια, εκείνοι που τον είδαν καθώς αγωνιζόταν με υπομονή και αγόγγυστα όσο βρισκόταν στην επίγειά του ζωή· εκείνοι που ήταν μάρτυρες της φτώχειας και της πείνας και των μυρίων συμφορών του, να γίνουν μάρτυρες της τιμής, της μεταβολής, όλης της δόξας, για να διδαχθούν και να μάθουν και από τα δύο ότι δε θα τελειώσουν τα πράγματά μας σε αυτήν τη ζωή, και να ετοιμασθούν έτσι, με τη μετάνοια, για να μπορέσουν να αποφύγουν αυτήν την κόλαση και τιμωρία)». Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας(:Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες)», λέγει, «ἀκουσάτωσαν αὐτῶν(:αυτούς ας ακούσουν)»[ Λουκ.16,29]. «Δεν ενδιαφέρεσαι εσύ», είναι σαν να του λέει, «για τους αδελφούς σου περισσότερο από τον Θεό που τους δημιούργησε. Τους έδωσε άπειρους διδασκάλους που τους παροτρύνουν, τους συμβουλεύουν, τους νουθετούν».
Τι λοιπόν απάντησε πάλι αυτός; «Οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ(:Όχι, πατέρα Αβραάμ)», λέγει, «ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν(:αλλά εάν πάει κάποιος από τους νεκρούς, θα τον πιστέψουν)». Αυτά δηλαδή είναι τα λόγια των πολλών. Πού είναι τώρα αυτοί που λένε: «Ποιος ήρθε από εκεί; Ποιος αναστήθηκε από τους νεκρούς; Ποιος είπε αυτά που συμβαίνουν στον Άδη;» Πόσα τέτοια και τόσο μεγάλα είπε στον εαυτό του ο πλούσιος εκείνος όταν απολάμβανε τις τρυφές; Διότι ούτε από αφέλεια παρακάλεσε να αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς· αλλά επειδή περιφρονούσε τις Γραφές όταν τις άκουγε και τις περιγελούσε και νόμιζε ότι είναι μύθοι τα λεγόμενα, από εκείνα λοιπόν που έπασχε αυτός, πίστευε ότι και τα αδέλφια του τα ίδια θα πάθαιναν. « Κι εκείνοι», λέγει, «τέτοια λάθος θεώρηση για τα επίγεια έχουν όπως είχα και εγώ· εάν όμως πάει κάποιος από τους νεκρούς, δεν θα αρνηθούν να τον πιστέψουν, δεν θα τον περιγελάσουν, αλλά θα προσέξουν πολύ τα λεγόμενά του».
Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται(:Εάν δεν ακούνε τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε εάν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί δεν θα τον ακούσουν)». Και ότι είναι αληθινό αυτό, ότι δηλαδή όποιος δεν ακούει τις Γραφές, ούτε τους νεκρούς εάν αναστηθούν θα τους ακούσει, το απέδειξαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, επειδή δεν άκουσαν τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε όταν είδαν αναστημένους νεκρούς πίστεψαν· αλλά άλλοτε επιχειρούσαν να σκοτώσουν τον αναστημένο Λάζαρο[βλ.Ιω.12,9-11:«Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν(:Οι αρχιερείς, όταν πληροφορήθηκαν αυτά, αποφάσισαν να φονεύσουν και τον Λάζαρο, διότι πολλοί από τους Ιουδαίους πήγαν σε αυτόν στη Βηθανία και όταν τον έβλεπαν ζωντανό πάλι και υγιή, αναστημένο από τους νεκρούς, πίστευαν στον Ιησού)»,και άλλοτε ορμούσαν επάνω στους αποστόλους, αν και βέβαια πολλοί από τους νεκρούς αναστήθηκαν κατά την ώρα του σταυρού[βλ.Ματθ.27,51-52: «Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς(:και ιδού το παραπέτασμα του ναού, που χώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια, σχίστηκε στα δύο από επάνω έως κάτω και η γη συγκλονίστηκε από τον σεισμό και οι πέτρες σχίστηκαν και τα μνημεία στην περιοχή της Ιερουσαλήμ ανοίχτηκαν μόνα τους και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν· και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάσταση του Χριστού, εισήλθαν στην αγία πόλη, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάστηκαν σε πολλούς)»].
Αλλά για να μάθεις και από αλλού ότι η διδασκαλία των προφητών είναι πιο αξιόπιστη από την εξιστόρηση των ίδιων των αναστημένων, εκείνο πρόσεξε ότι ο κάθε νεκρός είναι δούλος· αυτά όμως που λένε οι Γραφές, αυτά τα είπε ο Θεός· ώστε είτε αναστηθεί νεκρός, είτε κατεβεί άγγελος από τον ουρανό, οι Γραφές ας είναι πιο αξιόπιστες από όλους· διότι ο Κύριος των αγγέλων και των νεκρών και των ζωντανών Κύριος, Αυτός τις νομοθέτησε. Και ότι περιττά πράγματα ζητούν, αυτοί που ζητούν να έλθουν από εκεί οι νεκροί· εκτός από αυτά που έχουν λεχθεί, είναι δυνατό να αποδειχτεί αυτό και από τα υπάρχοντα δικαστήρια.
Η γέενα δεν φαίνεται στους απίστους· στους πιστούς είναι γνωστή και φανερή, αλλά όμως στους απίστους δε φαίνεται· τα δικαστήρια όμως φαίνονται και κάθε μέρα ακούμε ότι ο τάδε δικάστηκε, του τάδε η περιουσία δημεύθηκε, άλλος δουλεύει στα μεταλλεία, άλλος κάηκε στη φωτιά, και άλλος με άλλον τρόπο καταδίκης και τιμωρίας χάθηκε. Αλλά όμως αν και τα ακούνε αυτά οι πονηροί και κακούργοι και απατεώνες, δε σωφρονίζονται. Και τι λέγω, ότι δεν σωφρονίζονται αυτοί που ποτέ δεν έπεσαν σε αυτά; Πολλές φορές και πολλοί από αυτούς που πιάστηκαν και ξέφυγαν την τιμωρία, ανοίγοντας τόπο στη φυλακή και πηδώντας έξω, πάλι επέστρεψαν στα ίδια και έκαναν πολύ χειρότερα αυτοί.
Ας μη ζητούμε λοιπόν να ακούμε από τους νεκρούς αυτά τα οποία με μεγαλύτερη σαφήνεια κάθε ημέρα μας διδάσκουν οι Γραφές· διότι, εάν το γνώριζε αυτό ο Θεός, ότι δηλαδή οι αναστημένοι νεκροί θα ωφελούσαν τους ζωντανούς, δεν θα παρέλειπε, ούτε θα παρέβλεπε τόσο κέρδος, Αυτός που όλα τα κάνει για το συμφέρον μας. Και εκτός από αυτά, εάν διαρκώς επρόκειτο να ανασταίνονται οι νεκροί και να μας αναγγέλλουν όλα όσα συμβαίνουν εκεί, και αυτό πάλι με την πάροδο του χρόνου θα είχε καταφρονηθεί· επιπλέον ο διάβολος θα εισήγαγε πονηρά δόγματα με μεγάλη ευκολία· διότι πολλές φορές θα μπορούσε να δείξει είδωλα ή και θα έβαζε κάποιους να υποκρίνονται ότι πέθαναν και θάφτηκαν και έπειτα πάλι θα έδειχνε ότι αναστήθηκαν και μέσω εκείνων θα έκανε πιστευτά όσα ήθελε στις ψυχές εκείνων που θα απατούσε.
Διότι, εάν τώρα, ενώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, πολλές φορές όνειρα που παρουσιάζονται με τη μορφή των ανθρώπων που έφυγαν, πολλούς ξεγέλασαν και τους κατέστρεψαν, πολύ περισσότερο εάν αυτό είχε γίνει και είχε επικρατήσει στις ψυχές των ανθρώπων, όπως δηλαδή εάν πολλοί από αυτούς που πέθαναν, επέστρεφαν πάλι, μύριες οδούς θα έπλεκε ο μιαρός εκείνος δαίμονας και πολλή απάτη θα εισήγαγε στη ζωή μας. Γι’ αυτό έκλεισε καλά τις θύρες ο Θεός και δεν αφήνει κάποιον από αυτούς που έφυγαν να επανέλθει και να πει όσα συμβαίνουν εκεί, για να μην πάρει αφορμή από αυτό ο διάβολος και εισαγάγει όλα τα δικά του.
Πραγματικά, όταν υπήρχαν οι προφήτες, αυτός παρουσίασε ψευδοπροφήτες· και όταν ήταν οι απόστολοι, ψευδαποστόλους· και όταν παρουσιάστηκε ο Χριστός, ψευδοχρίστους, και όταν μας δόθηκαν οι σωστές διδασκαλίες, εισήγαγε τις διεφθαρμένες αιρέσεις, σπέρνοντας παντού τα ζιζάνια. Ώστε, εάν συνέβαινε και αυτό, θα επιχειρούσε να το κάνει και αυτό υποκριτικά με τα όργανά του, και δεν θα ανέσταινε πραγματικά νεκρούς, αλλά με κάποιες μαγείες και απάτες θα απατούσε τα μάτια των ανθρώπων ή και θα ετοίμαζε κάποιους, όπως προανέφερα, να υποκριθούν ότι πέθαναν, και θα τα έκανε όλα άνω κάτω, προκαλώντας σύγχυση. Αλλά ο Θεός, επειδή όλα αυτά τα προγνώριζε, του απέκλεισε αυτήν την επιβουλή, και φροντίζοντας για μας, δεν επέτρεψε να έλθει ποτέ κανείς από εκεί και να συζητήσει με τους ζωντανούς ανθρώπους, για να μας διδάξει να θεωρούμε τις θείες Γραφές πιο αξιόπιστες από όλους· διότι μας έδειξε πολύ πιο φανερά πράγματα από την ανάσταση των νεκρών· όλη την οικουμένη επέστρεψε, απομάκρυνε την πλάνη, επανέφερε την αλήθεια, όλα αυτά τα κατόρθωσε με αλιείς και ασήμαντους ανθρώπους, δίνοντας παντού αρκετές αποδείξεις της πρόνοιάς Του.
Ας μη νομίζουμε λοιπόν ότι όλα τα σχετικά με εμάς σταματούν σε αυτή τη ζωή, αλλά ας πιστεύουμε ότι οπωσδήποτε θα υπάρξει κρίση και ανταπόδοση για όλα αυτά που κάνουμε εδώ· διότι αυτό είναι τόσο σαφές και ολοφάνερο σε όλους, ώστε και οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες και οι αιρετικοί και ο οποιοσδήποτε άνθρωπος έχουν την ίδια γνώμη γι’ αυτό το θέμα. Αν και δεν πιστεύουν δηλαδή όλοι στην ανάσταση όπως θα έπρεπε, όμως για την κρίση και την κόλαση και για τα εκεί δικαστήρια όλοι συμφωνούν, ότι υπάρχει κάποια ανταπόδοση εκεί για όσα γίνονται εδώ· διότι, εάν αυτό δεν συνέβαινε, για ποιο λόγο ο Δημιουργός μας, άπλωσε τόσο μεγάλο ουρανό, έστρωσε κάτω τη γη, άπλωσε τη θάλασσα, άφησε να χυθεί παντού ο αέρας, έδειξε τόσο μεγάλη πρόνοια, εάν δεν επρόκειτο να μας φροντίσει μέχρι τέλους;
Δεν βλέπεις πόσοι άνθρωποι που έζησαν στην αρετή, αν και έπαθαν μύρια δεινά, έφυγαν χωρίς να απολαύσουν κανένα αγαθό; Και άλλοι πάλι, αν και έδειξαν μεγάλη κακία, άρπαξαν τις περιουσίες των άλλων, ξεγύμνωσαν χήρες και ορφανά και τα καταπίεσαν, αφού απήλαυσαν τον πλούτο και την τρυφή και μύρια αγαθά, έφυγαν χωρίς να πάθουν ούτε το παραμικρό κακό; Πότε λοιπόν ή εκείνοι οι πρώτοι θα απολαύσουν τις αμοιβές της αρετής ή αυτοί θα πληρώσουν για την κακία τους, εάν στο τέλος αυτής της ζωής σταματούν τα δικά μας πράγματα; Διότι, το ότι εάν υπάρχει Θεός, όπως βέβαια και υπάρχει, είναι δίκαιος, ο καθένας θα μπορούσε να το πει· και ότι εάν είναι δίκαιος, και αυτούς και εκείνους θα τους ανταποδώσει αυτά που τους αξίζουν και αυτό από όλους έχει ομολογηθεί. Αλλά, εάν πρόκειται και εκείνους και αυτούς να τους ανταποδώσει κατά την αξία τους και εδώ κανείς από αυτούς δεν έλαβε την αμοιβή, ούτε εκείνος της κακίας την τιμωρία, ούτε αυτός της αρετής τις αμοιβές είναι ολοφάνερο ότι υπολείπεται κάποιος καιρός, κατά τον οποίο και οι δύο θα έχουν την ανταπόδοση που τους αρμόζει.
[…] Γνωρίζοντας, λοιπόν, αγαπητοί, όλα αυτά, ας προσέχουμε τους εαυτούς μας με κάθε ακρίβεια· κι αν τιμωρούμαστε, να ευχαριστούμε· κι αν ευημερούμε, να ασφαλίζουμε τους εαυτούς μας και σωφρονιζόμενοι από τις τιμωρίες των άλλων, να ευχαριστούμε τον Θεό δια της μετανοίας και της κατανύξεως και της διαρκούς εξομολογήσεως· και εάν έχουμε διαπράξει κάποια αμαρτία κατά την παρούσα ζωή, αφού την αποβάλουμε και με πολλή προσπάθεια σβήσουμε την κάθε κηλίδα της ψυχής μας, ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας αξιώσει όλους να απαλλαγούμε από τις αμαρτίες μας όσο είμαστε εδώ, κι έτσι να πάμε εκεί, ώστε όχι με τον πλούσιο, αλλά με τον Λάζαρο να απολαύσουμε τους κόλπους του πατριάρχη, και να εντρυφούμε με τα αθάνατα αγαθά, τα οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, μαζί με το Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ :
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-lazaro-et-divite.pdf
Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 25, σελίδες 425-549 [κατ΄επιλογήν από τις ομιλίες α΄- δ΄ του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον»].
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμοι 14 και 15, σελ. 27- 51 και σελ. 11-25 αντίστοιχα .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ E΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 16,19-31]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
«Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς (:Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα. Απέξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο και από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)» [Λουκ. 16,19].
Θα ρωτούσε ίσως κάποιος : «Άραγε, σύμφωνα με την ευαγγελική ιστορία, η οποία λέγει ότι ο φτωχός πήγε στον τόπο της ανάπαυσης, ενώ ο πλούσιος στην κόλαση, έχουν ήδη γίνει αυτά, και κληρώθηκε ανταπόδοση αντάξια στον καθένα, ή με αυτά που λέγει ο Κύριος παριστάνει την εικόνα της μελλοντικής κρίσεως; Αλλά βέβαια», θα συνέχιζε τον συλλογισμό του, «επειδή αναφέρει τον Λάζαρο, πραγματικά έγινε και πραγματοποιήθηκε. Και γιατί δεν είπε ‘’κάποιος φτωχός άνθρωπος’’, αλλά είπε ‘’Λάζαρος’’; Μήπως για να δείξει με την ονομασία ότι αυτά έγιναν πραγματικά και αληθινά και δεν είναι παραβολή;».
Σε αυτόν όμως που έτσι συλλογίζεται, θα πούμε: Η κρίση, λέγει παντού η Αγία Γραφή, θα γίνει μετά την ανάσταση των νεκρών, και η ανάσταση δε θα γίνει, αν δεν έρθει και πάλι ο Χριστός, σε εμάς από τον ουρανό με τη δόξα του Πατέρα μαζί με τους αγίους αγγέλους. Έτσι και ο πάνσοφος Παύλος λέγει ότι «αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ᾿ οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον(:κι αυτό θα συμβεί, διότι ο ίδιος ο Κύριος με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου και με σάλπιγγα Θεού θα κατεβεί από τον ουρανό, και οι νεκροί που είχαν πεθάνει πιστοί στο Χριστό θα αναστηθούν πρώτοι)»[Α΄Θεσ.4,16]. Χωρίς λοιπόν να κατεβεί από τους ουρανούς ο Κριτής όλων, ούτε και η ανάσταση των νεκρών θα γίνει. Και πώς τότε δεν είναι απίθανο να σκεφτούμε ότι έγινε ήδη σε κάποιους η ανταπόδοση ή των πονηρών ή των αγαθών έργων; Αυτά λοιπόν που λέγονται από τον Χριστό και για τον πλούσιο και για τον Λάζαρο είναι τρόπος παραβολής διατυπωμένος με ευφυΐα.
Η διήγηση, όπως διασώζει η παράδοση των Εβραίων, αναφέρει ότι εκείνο τον καιρό υπήρχε κάποιος Λάζαρος στα Ιεροσόλυμα, που ζούσε σε έσχατη φτώχεια και ασθένεια, τον οποίο και ανάφερε ο Κύριος, παίρνοντάς τον ως παράδειγμα προς φανερότερη απόδειξη των όσων έλεγε. Γιατί, αφού δεν είχε έρθει ακόμα από τους ουρανούς ο Χριστός, ούτε ανάσταση είχε γίνει, ούτε ακολούθησε σε κάποιους ανταπόδοση των πράξεών τους. Αλλά σαν σε εικόνα, περιγράφτηκε με την παραβολή ένας πλούσιος που ζούσε μέσα σε απολαύσεις και χωρίς ευσπλαχνία, και ένας φτωχός και άρρωστος, για να γνωρίσουν ότι, αν αυτοί που έχουν τον πλούτο στη γη δε θελήσουν να γίνουν καλοκάγαθοι και μεταδοτικοί και κοινωνικοί και δε θελήσουν να βοηθήσουν τις ανάγκες των φτωχών, θα υποστούν φοβερή και αναπόφευκτη τιμωρία.
Νομίζω όμως ότι είναι αναγκαίο να πω προηγουμένως ποια υπήρξε η αφορμή του λόγου ή ποιο πράγμα θέλησε ο Χριστός να αποδείξει και διαμόρφωσε και διατύπωσε άριστα την παραβολή αυτή. Σκοπός δηλαδή του Σωτήρα ήταν να μας καθιστά τεχνίτες στην αγαθοεργία και να διαπρέπουμε στα καυχήματα των αρετών. Γιατί ήθελε να καλλιεργούμε τη φιλαλληλία και να φροντίζουμε για τη φιλοπτωχία, και να αγωνιζόμαστε γενναία για την πραγματοποίηση αυτών των έργων και μάλιστα απευθύνοντας τις παραινέσεις Του για το θέμα αυτό στους πλούσιους του κόσμου αυτού και οδηγώντας τους στο δρόμο που ταιριάζει πάρα πολύ στους αγίους, έλεγε: «πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται(:κι αν για την εξασφάλιση της ουράνιας αυτής βασιλείας τα υλικά αγαθά σας γίνονται εμπόδιο, πουλήστε όσα έχετε και δώστε τα ελεημοσύνη στους φτωχούς. Και με την ελεημοσύνη και την αγαθοεργία κάντε για τον εαυτό σας πουγκιά που δεν παλιώνουν, θησαυρό που δεν χάνεται και δεν λιγοστεύει˙ θησαυρό στους ουρανούς, όπου ούτε κλέφτης πλησιάζει για να τον αρπάξει, ούτε σκόρος τον καταστρέφει)»[Λουκ.12,33]. Και η εντολή βέβαια ήταν καλή και αγαθή και σωτήρια, όμως ο Χριστός δεν αγνοούσε ότι η δυνατότητα εφαρμογής αυτού που συνιστούσε δεν είναι δυνατή στους πολλούς, γιατί ο ανθρώπινος νους αδυνατεί πάντοτε μπροστά στα δυσχερή και δύσκολα να κατορθωθούν έργα. Επειδή όμως είναι αγαθός και φιλάνθρωπος, επινόησε κάποιο τρόπο βοήθειας προς αυτούς, για να μη διαδεχθεί τον εδώ πλούτο διαρκής και δύσκολα να αποβληθεί φτώχεια, και τις πρόσκαιρες απολαύσεις αιώνια κόλαση.
«Εάν λοιπόν», λέγει, «δεν ανέχεστε να εγκαταλείψετε τον φιλήδονο πλούτο και να πωλήσετε όλες τις περιουσίες σας και να τις μοιράσετε σε αυτούς που έχουν ανάγκη, προσπαθήστε να ευδοκιμήσετε έστω και λιγότερο· κάνετε για τους εαυτούς σας φίλους, από τον άδικο μαμωνά, δηλαδή μη χρησιμοποιείτε τον πλούτο μόνο για τον εαυτό σας αλλά απλώστε χέρι και σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Πονέστε μαζί με αυτούς που υποφέρουν, παρηγορήστε τους αγίους, που αγαπούν την εκούσια φτώχεια, για να λατρεύουν απερίσπαστα τον Θεό. Αυτό δεν θα σας είναι χωρίς αμοιβή γιατί όταν θα σας λείψει ο επίγειος πλούτος, επειδή θα έχετε καταληφθεί από το τέλος της ζωής σας, τότε θα σας κάνουν μετόχους της ελπίδας τους και η παρηγοριά που θα δοθεί σε αυτούς από τον Θεό. Γιατί αυτούς που καταπονήθηκαν σε αυτήν τη ζωή και βάσταξαν με υπομονή το δυσβάστακτο φορτίο της φτώχειας, ως αγαθός θα τους κάνει πάλι δικούς Του».
Κάτι ανάλογο συμβουλεύει και ο Παύλος στους πλουσίους, λέγοντας σχετικά με αυτούς που ταλαιπωρούνται σε τούτη τη ζωή: «ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης(:αλλά και η δική τους παρρησία στον Θεό, που εξαιτίας των δοκιμασιών τους πλεονάζει, να συμπληρώσει το δικό σας τυχόν πνευματικό υστέρημα, για να υπάρξει έτσι ισότητα και στα σωματικά και στα πνευματικά)»[Β΄Κορ.8,14]. Και αυτό σημαίνει ότι δεν παραγγέλλει τίποτε άλλο, παρά εκείνο που είπε ο Χριστός: «Ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς(:Όπως ο άδικος αυτός διαχειριστής φρόντισε εγκαίρως να εξασφαλίσει τη φιλία των οφειλετών του κυρίου του, έτσι και εσείς φροντίστε να κάνετε για το καλό σας φίλους απ’ τον πλούτο που είναι άδικος˙ διότι οι μεγάλες περιουσίες με αδικία συνήθως συγκεντρώνονται˙ αλλά και όποιος κατακρατά τα πλούτη μόνο για τον εαυτό του διαπράττει μεγάλη αδικία. Κάντε λοιπόν κι εσείς φίλους απ’ τον άδικο πλούτο ευεργετώντας με φιλανθρωπίες τους συνανθρώπους σας, ώστε όταν πεθάνετε, να σας υποδεχθούν οι φίλοι σας αυτοί στις αιώνιες σκηνές του παραδείσου)»[Λουκ. 16,9]. Ότι όμως το να μην ανέχονται οι πλούσιοι να το κάνουν ούτε αυτό, γίνεται πρόξενο καταστροφής και φωτιάς που δεν σβήνει, το δείχνει καθαρά λέγοντάς μας την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
«Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς(:Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα. Απ’ έξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο, κι από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)» [Λουκ. 16,19].
Εδώ πρόσεξε, σε παρακαλώ, και εξέτασε με ακρίβεια τα λόγια του Σωτήρα που παρουσιάζουν κάτι το πολύ σοφό. Γιατί ,ενώ μπορούσε να πει: «Ο τάδε άνθρωπος,που ονομαζόταν…, ήταν πλούσιος», όπως στην περίπτωση του Ιώβ[βλ. Ιώβ,1,1: «Ἄνθρωπος τις ἦν ἐν χώρᾳ τῇ Αὐσίτιδι, ᾧ ὄνομα Ἰώβ, καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος(:Στην Αυσίτιδα χώρα ζούσε ένας άνθρωπος ο οποίος ονομαζόταν Ιώβ. Ήταν ευθύς και έντιμος, άμεμπτος, δίκαιος απέναντι όλων, ευσεβής προς τον Θεό, απέφευγε κάθε πονηρό πράγμα, κάθε αμαρτωλή πράξη)»], αυτό βέβαια δεν το είπε, αλλά τον ονομάζει απλώς άνθρωπο πλούσιο, ενώ αναφέρει τον φτωχό με τον όνομά του. Ποια λοιπόν είναι η παρατήρηση; Ο πλούσιος, επειδή δεν ήταν φιλεύσπλαχνος, είναι ανώνυμος στον Θεό. Γιατί είπε κάπου με τη φωνή του Ψαλμωδού για εκείνους που δεν τον σέβονται: «Οὐ μὴ συναγάγω τὰς συναγωγὰς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων, οὐδ᾿ οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου(:Δεν θα συναθροίσω ποτέ κατά κανένα λόγο και τρόπο σε λατρευτικές συγκεντρώσεις ανθρώπους μολυσμένους με αίματα αθώων ανθρώπων ή με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών. Ποτέ δεν θα αναφέρω στα χείλη μου, ούτε καν και θα ενθυμηθώ, τα ονόματα των ασεβών ανθρώπων και των ειδωλολατρικών τους θεών)»[Ψαλμ.15,4]. Αντίθετα, όπως είπα, ο φτωχός αναφέρεται ονομαστικά με τη γλώσσα του Θεού.
Όμως ας δούμε την έπαρση του πλουσίου για όσα από αυτά που κανένα δεν είναι από τα αναγκαία. Τι λέγει λοιπόν γι’ αυτόν ο Χριστός; «Και φορούσε πορφύρα και λινό ένδυμα», δηλαδή φρόντιζε να ντύνεται με πολυτελέστατα ενδύματα. Ο φτωχός όμως ήταν πεταμένος δίπλα στον πυλώνα, δεσμευμένος με την αρρώστια και τη φτώχεια, και δεν του έδινε καμία σημασία. Επειδή δεν είχε καμία φροντίδα και περιποίηση προσπαθούσε να χορτάσει από εκείνα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου και τα πιο άχρηστα. Αλλά και «οι σκύλοι», λέγει, «έγλειφαν τις πληγές του», που δεν τον έβλαπταν βέβαια, όπως ήταν φυσικό, αλλά του έδειχναν κατά κάποιο τρόπο τη συμπόνια τους και τον θεράπευαν(γιατί με τη γλώσσα τους αποκαθιστούν και τις δικές τους πληγές), ξύνοντας κατά κάποιο τρόπο το μέρος που του πονούσε και γλείφοντας το με φιλοφροσύνη. Εκείνος όμως που ήταν πλούσιος και σκληρότερος από τα θηρία, αποδεικνυόταν ασυγκίνητος και άσπλαχνος και γεμάτος από κάθε απανθρωπιά.
«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη(:Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός και οι άγγελοι του Θεού τον μετάφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος, και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δεν φάνηκαν γι’ αυτόν οι άγγελοι του Θεού)»[Λουκ.16,22].
Έφυγε όμως ο Λάζαρος αυτός όχι μόνος, αλλά με ολόκληρη συνοδεία δορυφόρων αγγέλων και με τις πιο αγαθές ελπίδες για αιώνια πλέον ανάπαυση· διότι γι’ αυτούς που έχουν τις ελπίδες τους στον Θεό η αποδημία από τα δικά μας είναι μετάθεση από τη θλίψη και τους πόνους. Κάτι ανάλογο δίδαξε και ο Σολομών λέγοντας: «Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἑλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα· οἱ δὲ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ(:Η ζωή των δικαίων βρίσκεται κάτω από το παντοδύναμο προστατευτικό χέρι του Θεού, και καμιά θλίψη και βάσανος δεν θα τους αγγίξει, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψει. Στα μάτια των αφρόνων φάνηκε ότι πέθαναν και η έξοδός τους από τον κόσμο αυτό θεωρήθηκε δυστύχημα και η αναχώρησή τους από τη ζωή αυτή φάνηκε στους άφρονες ως όλεθρος και απώλεια. Εκείνοι όμως υπάρχουν και ζουν σε ειρήνη)»[Σοφ.Σολ. 3,1-3]. Γιατί τους δίνεται ισάξιο προς τους κόπους τους το μέτρο παρηγορίας ή ενδεχομένως οι αμοιβές είναι περισσότερες από τους πόνους, γιατί το είπε Χριστός: «μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν(: Η πρόνοια, η δικαιοσύνη και η αγαθότητα του Θεού θα σας δώσει στην αγκαλιά σας ένα μέτρο καλό, στοιβαγμένο και κουνημένο, ώστε να μη μένει καθόλου κενός χώρος από το δοχείο της μετρήσεως, ένα μέτρο που θα πλεονάζει και θα ξεχύνεται)»[Λουκ.6,38].
Συμπέρασμα: «Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν(:Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός Λάζαρος)», λέγει, «καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη(:και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους του Θεού στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε και ο πλούσιος, και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δε φάνηκαν γι΄αυτόν οι άγγελοι του Θεού, αλλά βασανιζόταν στον τόπο του Άδη)» [Λουκ.16,22]. Γιατί η απαλλαγή από το σώμα ήταν θάνατος για τον πλούσιο αυτόν που υπήρξε σκληρός και άσπλαχνος γιατί μεταφέρθηκε από την απόλαυση στην κόλαση, από τη δόξα στην ατιμία, από το φως στο σκοτάδι.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»[σελίδες 124 και 125 του PDF].
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Β΄», κεφάλαιο 16ο, σελ. 111-115.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ[: Λουκά, 16, 19-31]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ. ΔΥΟ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΕΣ»
(Έκδοσις Β΄)
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 4-11-1995]
[Β323]
Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, αγαπητοί μου, που ακούσαμε στη σημερινήν ευαγγελική περικοπή, είναι μία κατασκευασμένη ιστορία, που ο Κύριος ήθελε να δώσει μία απάντηση εις τους Φαρισαίους.
Σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν». Κάθε κήρυγμα του Κυρίου, προπαντός περί πτωχείας, περί εκουσίου πτωχείας, όταν οι Φαρισαίοι άκουγαν αυτά, φιλάργυροι υπάρχοντες, ήσαν φιλοχρήματοι και φιλάργυροι άνθρωποι, τον εξεμυκτήριζον, τον κορόιδευαν τον Ιησούν. «Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». «Σεις», λέει, «είσαστε εκείνοι οι οποίοι δικαιώνετε τους εαυτούς σας μπροστά στους ανθρώπους και δείχνετε ότι έχετε αγιότητα. Όμως ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας, και εκείνο που είναι εις τους ανθρώπους υψηλόν, -δηλαδή υπερηφάνεια-, αυτό στον Θεό μπροστά είναι βδέλυγμα, είναι σίχαμα».
Κι έτσι ο Κύριος είπε την παραβολήν αυτήν, του πλουσίου και του Λαζάρου και ήθελε να τους δείξει ότι δεν πρέπει να καυχώνται δια τον πλούτον των, δια την τιμή των, δια την αξιοπρέπειά των κ.τ.λ., γιατί τα πράγματα αλλάζουν μετά τον θάνατον. Αλλάζει το σκηνικό. Και τους είπε ότι υπάρχουν δύο σκηνικά. Το ένα στη Γη, με την παρούσα ζωή. Το άλλο στον ουρανό, μετά τον θάνατο. Κι εκεί ακριβώς ο Κύριος οικοδομεί την παραβολήν αυτήν.
Όμως, όπως πάντα, κάθε λόγος του Κυρίου είναι πολυσήμαντος. Έτσι και η παραβολή αυτή, δεν θέλει μόνον απλώς να διδάξει ό,τι είπαμε, αλλά έχει και άλλες πολλές πλευρές, τις οποίες εξυπηρετεί. Ο λόγος του Θεού, ποτέ δεν εξαντλείται. Και το σημαντικόν, ότι σε κάθε εποχή κατανοείται ο λόγος του Θεού περισσότερο και περισσότερο, ανακαλύπτεται πάντοτε κάτι καινούριο, το οποίον έχει να μας δώσει ως απάντηση.
Εμείς ας μείνομε, στην αγάπη σας, σε μία ψυχογραφία σύντομη, των δύο προσώπων της παραβολής. Και πρώτα ο πλούσιος της παραβολής. Σημειώνει ο ευαγγελιστής: «Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς». «Κάποιος άνθρωπος», λέει, «ήτο πλούσιος. Και αυτός εντύνετο με πορφύραν, εξωτερικά ιμάτια, που ήσαν χρώματα βαθέος κοκκίνου», ένα χρώμα και μία ποιότητα υφάσματος, που φορούσαν την εποχή εκείνη οι βασιλείς. Και ο βύσσος είναι ένα βαμβακερόν εσωτερικότερον ένδυμα, από αιγυπτιακό βαμβάκι, βεβαίως την εποχή εκείνη πανάκριβο. Και το πρώτο και το δεύτερο. «Και ακόμη, έξω από την πολυτελή του ένδυση, ήτο ευφραινόμενος. Ευφραινόμενος κάθε μέρα. Και όχι μόνο κάθε μέρα, αλλά και λαμπρώς!».
Ένας πλούσιος άνθρωπος, όπως όλοι οι πλούσιοι άνθρωποι, έτσι κι αυτός ζούσε και επολιτεύετο. Το πώς βέβαια τώρα απέκτησε τον πλούτον αυτόν, αυτό εις την παραβολή δεν αναφέρεται. Μπορεί με απάτες. Μπορεί όμως και τίμια. Αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό. Η αμαρτία του δεν είναι εις τον πλούτον, γιατί κι ο Θεός είναι πλούσιος. Κι Εκείνος δίδει τον πλούτον. Και ο Αβραάμ, ο οποίος θα μπει σαν τρίτο πρόσωπο μέσα εις την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου, κι αυτός ήτο όχι απλώς πλούσιος, αλλά σφόδρα-σφόδρα πλούσιος. Πάρα πολύ πλούσιος. Αλλά ποτέ δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον ο Αβραάμ. Και ακόμη, επειδή δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον, γι’ αυτό και δεν προσεκολλήθη στον πλούτον τον επίγειον. Μας λέγει ο Απόστολος εις την προς Εβραίους επιστολήν του ότι ο Αβραάμ «ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς -της οποίας- τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Ποια είναι αυτή η πόλις, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός; Είναι η Βασιλεία του Θεού. Δηλαδή ζούσε στη Γη αλλά επολιτεύετο εις τον ουρανόν. Και εξεδέχετο και απεδέχετο και ανέμενε την βασιλείαν του Θεού. Κάπου αλλού θα μας πει ο Απόστολος Παύλος, ότι από πλευράς γης, δεν είχε αποκτήσει ούτε τόσην έκτασιν όση είναι η έκταση μιας ανθρωπίνης πατούσας, ποδός, πατούσας, πέλματος. Γιατί; Γιατί ο Αβραάμ έλεγε πάντοτε ότι είναι πάροικος και παρεπίδημος. Όχι στη γη Χαναάν, που του είπε ο Θεός να εγκατασταθεί μονίμως, αλλά εις τον παρόντα κόσμον. Και το σπουδαίον είναι ότι βρίσκομε τον Αβραάμ μες την παραβολή που είπε ο Κύριος, να υπάρχει εις τον Παράδεισον. Εδώ είναι το σπουδαίο. Ότι όντως ο Αβραάμ εκέρδισε τον Παράδεισον.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οικονομείται η παραβολή στη δομή της, ώστε να ανοιχθεί διάλογος ανάμεσα δύο πλουσίων. Του Αβραάμ και του πλουσίου, που μετά θάνατον βεβαίως επήγε όχι εις τον Παράδεισον, αλλά εις τον Άδη. Και οικονομείται, σας είπα, γιατί, όπως ακούσατε στην παραβολή και δεν μπορούμε να τα πούμε όλα, είναι πολυσήμαντη παραβολή, ότι «χάσμα μέγα», λέει, «ἐστήρικται ανάμεσα σε σας και σε μας. Δεν μπορούμε ούτε σε σας να περάσομε, ούτε σεις σε μας να έρθετε». Αλλά οικονομείται, δομείται η παραβολή για να ανοιχθεί διάλογος μεταξύ δύο πλουσίων! Είναι καταπληκτικό. Του Αβραάμ και του πλουσίου της παραβολής. Αυτό σημαίνει ότι ο πλούτος δεν είναι κάτι καθ’ εαυτό κακόν. Αλλά εκείνο που είναι κακό είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι εις τον πλούτον. Ποια είναι η στάση που παίρνει απέναντι εις τον πλούτον.
Αφού λοιπόν ο πλούτος είχε γίνει για τον πλούσιον σκοπός της ζωής, επόμενον ήτο να απολαμβάνει ό,τι ο πλούτος μπορούσε να του δώσει, όλα τα αγαθά. Και πρώτα ησθάνετο και ήθελε και επιζητούσε ένα αίσθημα ασφαλείας ότι… «Ἒχω κείμενα πολλά ἀγαθά», όπως λέει και μία άλλη παραβολή. Ξέρετε ο πλούσιος έχει πάντοτε αυτό το αίσθημα της ασφαλείας. Ότι έχει χρήματα. Ό,τι πείνα και να ‘ρθει, όπως και αν γυρίσουν τα πράγματα, αυτός έχει χρήματα. Βεβαία αυτό είναι μία απάτη, γιατί ο πλούτος είναι μία ρόδα που γυρίζει. Και τα χρήματα είναι τα πιο άπιστα πράγματα. Αλλάζουν με πάσαν ευκολίαν τσέπη με τσέπη. Φεύγουν από την τσέπη μου και πηγαίνουν στην τσέπη του αλλουνού. Έτσι, ωστόσο, ζει ο πλούσιος αυτήν την αίσθηση. Γι΄αυτό θέλει να είναι πλούσιος. Για να έχει το αίσθημα της ασφάλειας. Αλλά και της ανέσεως, αλλά και της ευημερίας. Να τρώγει, να πίνει καλά. Έτσι, τι λέει; Πώς αισθάνεται; Όλα πηγαίνουν καλά. Όλα είναι για μας. Έτσι, σιγά σιγά δημιουργείται ένας εγωκεντρικός τύπος εις τον πλούσιον, που όλοι πρέπει να στρέφονται γύρω από αυτόν. Στον εγωκεντρισμό δεν υπάρχει περιθώριο ή χώρος ούτε ακόμη γι’ Αυτόν τον Θεόν. Δεν χωράει… Και ο Θεός πρέπει να στρέφεται, αντίθετα, να στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, για να τον ικανοποιεί διαρκώς. Έτσι ζητάει ο άνθρωπος ο πλούσιος τον Θεό· κάνει τον σταυρό του, ανάβει ένα κεράκι, για να εξασφαλίσει την εύνοια του Θεού. Για να μην λιγοστέψουν τα αγαθά του. Συνεπώς βλέπετε μίαν θρησκευτικότητα ιδιοτελέστατη. Μία θρησκευτικότητα η οποία βεβαίως στα μάτια του Θεού απορρίπτεται.
Ακόμη, πώς σκέπτεται; Όπως και τα σύγχρονα παιδιά που ζητούν χρήματα από τον πατέρα τους. Το είχα ακούσει αυτό… Να λέει ο ένας πιτσιρίκος στον άλλον πιτσιρίκο: «Κοίταξε, ο πατέρας σου που σε γέννησε, είναι υποχρεωμένος να σου δώσει χρήματα!». Έτσι και ο άνθρωπος, ο άφρων άνθρωπος, ο άφρων πλούσιος, τι λέγει; «Ο Θεός, ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μου δώσει αγαθά». Γίνεται ακόμη και τύπος ηδονιστικός. Λέγει ο Θεοφύλακτος: «Καί οὐ μόνον ἐνεδίδετο πορφύραν καί βύσσον –όχι μόνο ντυνόταν όπως ντυνόταν– ἀλλά καί τήν ἂλλην τρυφήν ἐτρύφα πᾶσαν -αλλά και όλη την άλλη τρυφή ετρυφούσε– εὐφραινόμενος οὐ νῦν μέν νῦν δέ οὐ –όχι σήμερα κι όχι αύριο, μέρα παρά μέρα, μία φορά την εβδομάδα– ἀλλά καθ’ ἡμέραν– καθημερινά!. Καί οὐ μετρίως, ἀλλά λαμπρῶς- Και όχι μέτρια, αλλά με λαμπρότητα». Γι΄αυτό, αυτό το «λαμπρῶς» ο ίδιος ο Θεοφύλακτος το αποδίδει: «ἀσώτως και πολυτελῶς». Και ο ηδονιστικός τύπος ουσιαστικά τι είναι; Είναι τύπος υλιστικός. Αυτός είναι υλιστής, είναι ειδωλολάτρης. Λατρεύει την ύλη. Λατρεύει τη σάρκα.
Είναι κατ’ εξακολούθησιν άσπλαχνος άνθρωπος. Δεν τον ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Μάλιστα, πόσον καιρό είχε, αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός, έξω απ’ τον πυλώνα του σπιτιού του, τον φτωχό τον Λάζαρο; Πολύ καιρό. Εντούτοις, δεν συνεκινείτο που τον έβλεπε από το παράθυρο και από το μπαλκόνι του σπιτιού του να χορταίνει από τα ψίχουλα του τραπεζομανδήλου που τίναζαν οι υπηρέται. Δεν συνεκινείτο. Και ο άσπλαχνος είναι α-κοινώνητος. Δεν έχει κοινωνίαν. Μένει στον εαυτόν του. Είναι ακοινώνητος. Εντούτοις, εντούτοις διατηρούσε πολλές φορές, για να καθησυχάζεται η συνείδησις, διατηρούσε και μίαν υποτυπώδη θρησκευτικότητα. Διότι ανεφώνησε εις τον Άδη. Τι είπε; «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με». Ανεγνώριζε τον Αβραάμ, πρόγονον και ζητούσε το έλεός του. Αλλά… είναι τόσο στοιχειώδες, δεν ήτο ικανό αυτό βεβαίως να τον βοηθήσει. Ακόμη διατηρούσε και μίαν φυσικήν αγάπην, αλλά στα σαρκικά του αδέλφια, εις τους στενούς του συγγενείς, όταν ενδιαφέρθηκε να μην φθάσουν κι εκείνοι εις εκείνον τον τόπον της βασάνου. Τι είπε; «Καλά, δεν μπορώ να ΄ρθω εγώ σε εσένα, ούτε εσύ σε μένα. Ούτε ο Λάζαρος να ‘ρθει σε μένα, για να μου δώσει μίαν λιγάκι κατάψυξη, μια ευχαρίστηση. Να βουτήξει– λέει- το μικρό του δαχτυλάκι μες το νερό και να ‘ρθει να μου το βάλει στα χείλη μου, τα φρυγμένα μου χείλη. Δεν είναι δυνατόν. Σε παρακαλώ όμως πάτερ Αβραάμ, αν είναι δυνατόν, στείλε τον Λάζαρο εις την Γη -δηλαδή να αναστηθεί ο Λάζαρος- και να πει στους αδελφούς μου, τους σαρκικούς μου αδελφούς, γιατί έχω πέντε αδέλφια, να προσέξουν τη ζωή τους, για να μην έρθουν κι αυτοί εδώ». Βλέπετε λοιπόν ότι υπήρχε μία αγάπη· τελείως περιορισμένη. Μόνον εις τον συγγενικόν κύκλον. Στον φτωχό Λάζαρο, που τον έβλεπε κάθε μέρα εκεί απέναντι στον πυλώνα του ουδεμία ευσπλαχνία, ουδέ μία αγάπη. Βλέπετε λοιπόν ότι είχε λίγη, στοιχειώδη ανθρωπιά. Δυστυχώς όχι ικανή να τον σώσει.
Η ζωή του ήταν έκφραση βίου αλαζονικού. Η παρουσία του βεβαίως ήταν πρόκλησις στην πτωχείαν. Είναι εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή, είναι ο πλούτος που κάνει τους πτωχούς να εμπυρίζονται. Να παίρνουν φωτιά. Να πυρώνουν. Είναι η ζήλεια. Είναι το νεύρο εκείνο που κινεί τον φθόνον και την κακίαν, εναντίον εκείνου που απολαμβάνει τα αγαθά του ως πλούσιος κι ο άλλος δεν έχει να φάει. «Ὁ πτωχός», λέγει, «ἐμπυρίζεται», μας λέγει η Γραφή. Και το αξιοπαρατήρητον στην όλη ιστορία είναι το εξής: Δεν είχε όνομα. Πώς το έλεγαν; Λέγει, σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος: «Καί ποῦ τό ὂνομα τοῦ πλουσίου; -Πού είναι το όνομα του πλουσίου;-. Οὐδαμοῦ -Πουθενά-. Ἀνώνυμος γάρ ἐστίν(Δεν έχει όνομα. Είχε. Αλλά δεν αναφέρεται). Πόσος πλοῦτος! Και ὂνομα αὐτῷ οὐχ εὐρίσκεται–Τόσος πλούτος, ε; Το όνομά του δεν υπάρχει».
Και ένας άλλος ερμηνευτής, ο Θεοφύλακτος, λέγει: «Τόν μέν πλούσιον ἀνωνύμως ἐν τῇ παραβολῇ παρέλαβεν, οἶα μηδέ ἂξιον παρά Θεῷ ὀνομάζεσθαι». «Δεν ήταν άξιος ο άνθρωπος αυτός καν να ονομασθεί από τον Θεό». Και ένας άλλος, τρίτος ερμηνευτής: «Γέγραπται γάρ περί τῶν πονηρῶν· οὐ μή μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διά χειλέων μου – Ο Θεός λέει: Δεν θέλω να θυμηθώ, ούτε καν να προσφέρω το όνομα των πονηρών ανθρώπων». Ο Θεός τα πάντα γνωρίζει. Εκείνο που λέει: «Δεν θέλω να θυμηθώ», όχι ότι ο Θεός ξεχνάει. Αλλά είναι μία έκφρασις που θα το λέγαμε κι εμείς. «Δεν θέλω να ξέρω το όνομά του!». Το ξέρομε. Το λέμε σαν έκφραση περιφρονήσεως. Ότι «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να έχει καμίαν σχέση με εμένα». Έτσι λοιπόν λέγει ο Θεός: «Δεν θέλω να θυμηθώ το όνομα του ασεβούς, του αμαρτωλού. Ούτε καν να το προφέρω με τα χείλη μου».Ο πλούσιος λοιπόν της παραβολής δεν είχε όνομα. Δηλαδή ξέρετε; Δεν είχε πρόσωπο. Το όνομα είναι εκείνο που δίδει το πρόσωπον.
Έχομε και την ψυχογραφία του φτωχού Λαζάρου. Γι’ αυτόν η παραβολή μάς αναφέρει αρκετά χαρακτηριστικά. Ήταν πτωχός. Από συγκυρία ή όχι, έτσι τα πράγματα ήρθαν, μας είναι άγνωστο. Πάντως δεν ήταν πτωχός από ασωτία· διότι είχε μίαν ευσέβειαν. Δεν ήταν λοιπόν πτωχός, γιατί ήταν άσωτος. Έτσι, πολλές φορές, η πτωχεία είναι ένας μόνιμος σύντροφος σε πολλούς ανθρώπους και χωρίς βέβαια αυτοί να ευθύνονται για την πτωχεία τους. Αλλά εκείνο που τον καθιστά πρόσωπον, τον φτωχόν, είναι ότι ήτο επώνυμος. Ελέγετο Λάζαρος. Και Λάζαρος, εδώ θέλω να προσέξομε κάτι, σημαίνει: «Ο Θεός είναι βοηθός μου». Θα ‘θελα να ρωτήσω: Αφού ο Θεός ήτο βοηθός του, γιατί δεν τον έβγαζε από την πτωχείαν; Γιατί δεν τον έβγαζε από την ασθένειαν; Από τις πληγές· που ήταν, λέγει, γεμάτος από έλκη. Γιατί; Πολλάκις το λέγω. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέπει να αλλάξομε αντίληψη περί θείας βοηθείας. Θεία βοήθεια δεν σημαίνει να με βγάλει ο Θεός από τη φτώχεια μου. Δεν σημαίνει να με βγάλει από την αρρώστιά μου. Να με βγάλει από τις αντίξοες καταστάσεις. Αλλά βοήθεια του Θεού είναι να μπορώ να υπομένω όλα αυτά, για να φθάσω να δω το πρόσωπό Του, το πρόσωπο του Θεού. Αυτό είναι η βοήθεια. Δηλαδή, να σωθώ. Και όπως λέγει εδώ ο Θεοφύλακτος: «Τοῦ πένητος ὀνομαστί μνημονεύει –Δίδει όνομα εις τον φτωχόν». Και ξέρετε ότι είναι το μόνο όνομα μέσα σε παραβολή; Σε καμία άλλη παραβολή δεν υπάρχει όνομα. Είναι η μοναδική περίπτωσις. Είναι κι άλλα πράγματα…
Επιτρέψατέ μου μία παρένθεση πολύ γρήγορα. Σας είπα, είναι πολυσήμαντη παραβολή. Ξέρετε ότι ο Λάζαρος, ο αδελφός της Μαρίας και της Μάρθας, ανεστήθη από τους νεκρούς. Τετραήμερος νεκρός ανεστήθη. Όχι μόνον δεν πίστεψαν οι Εβραίοι, αλλά έκαναν συμβούλιον να θανατώσουν το αντικείμενον του θαύματος του Ιησού Χριστού. Για να μην φαίνεται. Γιατί, λέει, πήγαινε όλη η Ιερουσαλήμ εκεί εις την Βηθανία, για να δουν τον Λάζαρο· που ανεστήθη. Και οι ταλαίπωροι σχεδιάζουν τον φόνον του Λαζάρου. Πίστεψαν; Όχι. Γι΄αυτό βάζει όνομα ο Κύριος στην παραβολή. Σαν να ήθελε να τους πει: «Κι ο Λάζαρος ανεστήθη». Στην παραβολή χαλκεύεται το πράγμα, οικοδομείται ότι και αν, λέει, αναστηθεί, «Παιδάκι μου», του λέει, «τέκνον», του λέει ο Αβραάμ του πλουσίου, «δεν πρόκειται να πιστέψουν. Εάν δεν δεχθούν τον Μωυσέα και τον νόμο και τους προφήτας, δεν πρόκειται να πιστέψουν». Ο Λάζαρος ανεστήθη. Τους το ‘κανε αυτό. Τον είδαν. Πίστεψαν; Επαναλαμβάνω· επαναλαμβάνω: Ετοιμάζουν την δολοφονία του.
Έδωσε απάντηση ο Χριστός. Τοποθετημένος, να επανέλθω, εις τον πτωχόν της παραβολής, τοποθετημένος εις τον πυλώνα του πλουσίου, δημιουργεί μία ζωηρή αντιπαράθεση με τον πλούσιον ιδιοκτήτη του. Παρά ταύτα, δεν διαμαρτύρεται. Δεν επικαλείται κοινωνική ισότητα. Δεν βρίζει τον πλούσιο. Ή την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Δεν σήκωσε ποτέ τη γροθιά του. Αυτό το σύγχρονο σύμβολον της εκδικήσεως της κοινωνικής. Ποτέ δεν χόρτασε φαγητό. Και αυτό προήρχετο, που έτρωγε, από τα ψιχουλάκια, από τα σκουπίδια του πλουσίου σπιτιού. Αυτό τι δείχνει; Είχε πολλή ταπείνωση. Δεν ήταν απλώς πτωχός. Αλλά ήταν και άρρωστος. Κάτι περισσότερο. Ήταν πληγιασμένος. Αυτό τον έκανε να απομονούται από τους άλλους ανθρώπους. Τον εσιχαίνοντο. Γεμάτος από πληγές. Κι έτσι ανέπτυσσε και την αρετή της υπομονής. Συντροφιά του είχε τα αδέσποτα σκυλιά. Μόνον αυτά έδειχναν μία φιλική διάθεση απέναντί του. Φαίνεται ότι η πτωχεία στον άνθρωπο, τον καθιστά πιο κοντινό στη Δημιουργία. Όπως αυτή, κατά φυσικό τρόπο προσφέρεται. Το φτωχό παιδί θα παίξει με το χώμα. Πιο κοντά στη δημιουργία. Το πλουσιόπαιδο δεν ξέρω με τι παιγνίδια παίζει. Ο πλούτος, για σκεφθείτε το, απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φύση. Η πτωχεία κάνει τον άνθρωπο να είναι πιο κοντά εις την φύσιν. Τον κάνει πιο φυσικόν άνθρωπον. Και οι τροφές του είναι πιο φυσικές. Ο τρόπος του είναι πιο φυσικός. Ο πλούτος δημιουργεί έναν τεχνητό κόσμο, έναν ψεύτικο κόσμο.
Στον φτωχό Λάζαρο ακόμη βρίσκομε και μία αξιοζήλευτη αρετή. Την αγία σιωπή! Στην αγία σιωπή, που πολλά έχει να πει, υπάρχει το μυστήριον της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Βρίσκομε τον Ιησούν, ο Οποίος εσιώπα. «Δεν μου αποκρίνεσαι;», του λέει ο Πιλάτος. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Ακριβώς γιατί είχε πολλά να πει. Σιωπά εκείνος που έχει πολλά να πει.
Τέλος, η παρουσία του φτωχού απέναντι στον πλούσιο, ήταν μία πρόκληση στον πλούτο. Μία πρόκληση, που θα ΄πρεπε να κάνει αίσθηση και να προκαλεί την ντροπή. Ο πλούσιος έπρεπε να κρύβει το πρόσωπό του μπροστά στη φτώχεια του Λαζάρου. Αλλά όταν λείπει η ντροπή, τότε αναφαίνεται η πρόκληση.
Αγαπητοί, ο Κύριος σήμερα, μας παρουσίασε στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, δύο πρόσωπα. Πρόκειται για δύο θέσεις στη ζωή. Για δύο στάσεις απέναντι στον Θεό και εις τους συνανθρώπους. Σε αυτές ο καθένας μας πρέπει να καθρεπτίζεται. Ούτε ο πλούτος είναι ικανός καθ’ εαυτόν, όπως είπαμε, ούτε η πτωχεία καθ’ εαυτή είναι καλή. Απλώς είναι δύο ευκαιρίες να αναπτύξει ο άνθρωπος την προσωπικότητά του. Και ο φτωχός και ο πλούσιος. Είναι δύο διαφορετικά επίπεδα, που δημιουργούν μία διαφορά δυναμικού θα λέγαμε· που αναπτύσσεται το ανθρώπινον ενδιαφέρον και η ανθρωπίνη αγάπη. Δεν φταίει η διαφοροποίηση στη ζωή. Αλλά η κοινωνική απομόνωση. Αυτή γέννησε τις κοινωνικές επαναστάσεις, τον φθόνο, το μίσος, τον πόλεμο. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, είναι, αγαπητοί μου, μία μικρογραφία δύο ψυχογραφιών· που πρέπει πάντοτε να μελετούμε και να μαθαίνομε πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_652.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ[: Λουκά, 16, 19-31]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΗΓΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 2-11-1997]
[Β364]
Όλοι γνωρίζομε, αγαπητοί μου, την θαυμασία παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Κάθε της φράση, κάθε της λέξη, είναι και μία θεολογική αποκάλυψις. Και είναι αποκάλυψη, γιατί Αυτός ο Κύριος την εδίδαξε. Μέσα σε όσα ειπώθηκαν, διαλογικά, ανάμεσα στον πλούσιον και τον Αβραάμ, είναι και τούτα τα λόγια. Σας διαβάζω: «Ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ, πεισθήσονται».
Εδώ έχομε έναν διάλογον πέραν από τον φυσικόν κόσμον. Πλέον ο Αβραάμ εις τον Παράδεισον, ο πλούσιος εις τον Άδην· κι εκεί οικονομείται ένας διάλογος. Είπα «οικονομείται», διότι όπως πράγματι καλώς ειπώθηκε, ότι «χάσμα μέγα ἐστήρικται μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν». Γιατί ζήτησε ο πλούσιος να στείλει τον Λάζαρον, να στείλει ο Αβραάμ τον Λάζαρον, για να βρέξει, λέει, το άκρον του δακτύλου, επειδή φλέγεται, με νερό, επειδή φλέγεται, λέγει, εις αυτό το πυρ το βασανιστικό. Και είπε ότι «μέγα χάσμα ἐστήρικται» κ.λπ. · οπότε οικονομείται πραγματικά αυτός ο διάλογος, διότι δεν θα ήταν δυνατόν να ανοιχθεί στην πραγματικότητα αυτός ο διάλογος.
Ωστόσο εδώ παρακαλεί ο πλούσιος τον Αβραάμ να πέμψει τον Λάζαρον εις τον οίκον του πατρός του, «γιατί», λέγει, «έχω πέντε αδελφούς», να τους ειδοποιήσει, να μην έλθουν κι αυτοί εις αυτόν εδώ τον τόπον της βασάνου. Και λέγει ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσέα και τους προφήτας. Ας ακούσουν αυτούς τι λεν για την άλλη ζωή». «Όχι», λέει, «πάτερ Αβραάμ. Εάν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς, τότε θα μετανοήσουν». «Αχ, παιδάκι μου, αν δεν ακούσουν τον Μωυσή και τους προφήτες, τότε, κι από τους νεκρούς να αναστηθεί κάποιος, δεν θα πεισθούν».
Μέσα σ’ αυτά τα πέντε χωρία, αγαπητοί μου, του διαλόγου, θέλει ο Κύριος να ξεχωρίσει δύο πηγές πίστεως. Δύο πηγές πίστεως. Είναι τα θαύματα, όπως να αναστηθεί ο Λάζαρος και οι πληροφορίες που μπορούμε να πάρομε μελετώντας τις άγιες γραφές. Και φυσικά ο Κύριος δέχεται και τις δύο πηγές πίστεως αναμφισβήτητα αλλά δίδει όμως το προβάδισμα και την σιγουριά εις την πηγήν της πίστεως που είναι η Αγία Γραφή. Εκεί θα πας να πληροφορηθείς. Δεν θα μείνεις εις το θαύμα. Εκεί θα πας να πληροφορηθείς. Απλώς το θαύμα επιβεβαιώνει την Αγίαν Γραφήν. Πρόκειται για ένα σπουδαιότατο θέμα και το οποίο θα παρακαλέσω ας το προσέξομε και να το θυμόμαστε. Πάντοτε επίκαιρο είναι, γιατί οι άνθρωποι σ’ όλες τις εποχές, και στην εποχή μας, δεν γνωρίζουν να διακρίνουν αυτές τις δύο πηγές πίστεως. Το θαύμα, επαναλαμβάνω, να πάρω πληροφορίες από το θαύμα και η Αγία Γραφή. Περιφρονούν βέβαια την πηγή πίστεως από την Αγία Γραφή. Δεν δίνουν και πολλή σημασία. Και αναζητούν την πηγήν πίστεως από το θαύμα.
Αν, με ένα πολύ απλό παράδειγμα, πω, ανακοινώσω, δημοσιεύσομε, ειδοποιήσομε ότι θα γίνει μια ομιλία περί της αναστάσεως των νεκρών, πόσοι θα ΄ρθουν; Να ακούσουν; Λίγοι. Απ’ την πόλη μας. Αν αντιθέτως ακουστεί ότι αναστήθηκε κάποιος, τρέχουν όλοι! Είδατε την περίπτωση, «κάπου», λέει, «εμφανίστηκε ο Χριστός», «κάπου η Παναγία», τούτο, εκείνο, «δακρύζει το εικόνισμα της Παναγίας, του Χριστού», είδατε πόσος κόσμος πηγαίνει; Εκεί ζητούν, στην πηγή του θαύματος, κάποια πληροφορία. Είναι χαρακτηριστικό. Θα λέγαμε ότι ο Κύριος μετά την απάντηση που δίδει στους Φαρισαίους, γιατί γι’ αυτούς είπε την παραβολή, ότι υπάρχει μεταθανάτιος ζωή. «Προσέξατε. Προσέξατε Φαρισαίοι, υπάρχει μεταθανάτιος ζωή. Και σήμερα είσαστε και θέλετε να είσαστε πρώτοι, αλλά όταν θα αλλάξουν τα σκηνικά, τότε δεν θα είσαστε πρώτοι. Προσέξατέ το».
Έτσι, κύριο θέμα εδώ βλέπομε, ως σπουδαιοτέρα πηγή πληροφοριών είναι η Αγία Γραφή. Τα θαύματα, κι ο Κύριος έκανε θαύματα, επιτελούσε θαύματα, το βάρος όμως το έθετε εις την Αγίαν Γραφήν. Από εκεί θα αντλήσεις την πίστιν. Από την διδασκαλίαν του Χριστού. Αντιλαμβανόμεθα αυτές τις δύο πηγές, αγαπητοί μου; Είναι σαφείς. Ελπίζω μπόρεσα να σας δώσω να καταλάβετε. Πολλοί λέγουν ότι θέλουν να δουν θαύμα για να πιστέψουν. Πόσες φορές το έχομε ακούσει αυτό; Και δεν αντιλαμβάνονται ότι ζητούν κάτι το αντιφατικό. Γιατί; Εάν μένουν στο θαύμα, τότε με την γνώση αυτή καταργώ την πίστη. Και το θαύμα υπάρχει όχι για να καταργεί την πίστιν, αλλά για να επισφραγίζει την πίστη. Αν θέλετε, το θαύμα είναι κυρίως δια τους πιστούς, όχι δια τους απίστους. Πολλές φορές νομίζομε ότι είναι χρήσιμο το θαύμα δια τους απίστους. Όχι. Είναι δια τους πιστούς.
Θυμηθείτε τον Θωμά. Για να δείτε την αντιφατικότητα. «Εάν», λέγει, «δεν δω ‘’τόν τύπον τῶν ἥλων’’, τα καρφιά, που καρφώθηκε ο Διδάσκαλος, δεν βάλω και το δάκτυλό μου μέσα εις την τρύπα που άνοιξαν τα καρφιά, δεν θα πιστεύσω». Μα, αγαπητέ Θωμά, εάν δεις, τότε η πίστις κατηργήθη. Γιατί τι θα πει πίστις; «Να δεχθείς πράγματα», όπως λέει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος, «μη βλεπόμενα». Εάν λοιπόν δεις, τότε κατήργησες την πίστιν. Ένα παράδειγμα που το λέω πολύ συχνά. Εάν σας πω ότι στην τσέπη μου έχω τόσα χρήματα, εάν τα δείτε τα χρήματα αυτά, σας τα δείξω, τότε δεν υπάρχει πλέον η πίστις. Υπάρχει η γνώσις. Βλέπετε λοιπόν ότι όταν ζητώ για να πιστέψω, να γνωρίσω εκ των προτέρων, αν το θέλετε, δια των πέντε μου αισθήσεων, τότε δεν καταργώ την πίστιν; Και τότε δεν είμαι αντιφατικός; Αναμφισβήτητα. Έτσι λοιπόν ο Κύριος τι του είπε του Θωμά; «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». «Γιατί με είδες, γι’αυτό πίστεψες». Αν αυτό λογαριάζεται πίστις. Δεν λογαριάζεται πίστις. Συνεπώς ευτυχισμένοι εκείνοι οι οποίοι δέχτηκαν, πίστεψαν, χωρίς να δουν.
Αλλά ας πάρομε με την σειρά του το ιερό κείμενο. Παρατηρούμε ότι ο πλούσιος της παραβολής, διατηρούσε βέβαια κάποια αισθήματα φυσικής, φυσικής αγάπης. «Ε, να μην έλθουν και τα αδέλφια μου εδώ. Έχω πέντε αδέλφια. Εγώ βασανίζομαι. Τουλάχιστον αυτοί να γλυτώσουν». Αυτό είναι βέβαια μία φυσική αγάπη. Γιατί ήταν αδέλφια του. Αυτή όμως η φυσική αγάπη δεν ήταν επαρκής να προσεγγίσει και τον φτωχό Λάζαρο, που τον έβλεπε απ’ τα παράθυρά του ο πλούσιος, εκεί απέναντι. Εκεί, λέει, «παρά τόν πυλώνα» του σπιτιού του πλουσίου. Να τον λυπηθεί, να δείξει αγάπη, να τον βοηθήσει, να τον περιθάλψει, να τον χορτάσει. Βλέπετε; Αυτή η φυσική αγάπη περιορίζονταν μόνον στα πρόσωπα τα δικά του. Παραπέρα δεν πήγαινε. Όπως όταν αγαπάς το παιδί σου, την γυναίκα σου, τον άνδρα σου, την μάνα σου, τον πατέρα σου. Αυτό είναι μία φυσική αγάπη. Αλλά δεν είναι επαρκής. Βεβαίως πρέπει να αγαπάς, εκείνοι που είναι κοντινοί σου και συγγενείς σου. Αλλά δεν είναι επαρκής αυτή η αγάπη. Πρέπει να επεκταθεί και εις τους παραπέρα ανθρώπους.
Και τώρα, ο άνθρωπος αυτός της παραβολής, ο πλούσιος, ζητά, όχι απλώς κάποιος να επιστρέψει από τους νεκρούς στη Γη, αλλά να επιστρέψει ο Λάζαρος. Γιατί; Γιατί ο Λάζαρος ήταν γνωστός στα αδέλφια αυτού του πλουσίου. Και συνεπώς θα επείθοντο ότι υπάρχει άλλη ζωή. Τρόπον τινά θα έφερνε κι ένα μήνυμα από τον πλούσιο, που ήταν αδελφός τους, που ήταν εις τον Άδη. Αλλά και αυτό το αίτημα του πλουσίου στρέφεται εναντίον του. Εναντίον του πλουσίου στρέφεται. Σαν να έλεγε, σαν να του ελέγετο, καλύτερα: «Ώστε τον γνωρίζατε τον Λάζαρο, ε; Α, τον γνωρίζατε, βλέπατε την συμφορά του· γιατί δεν τον βοηθήσατε;». Άρα λοιπόν ήταν γνωστός.
Ο στίχος ακόμη αποκαλύπτει ότι η βάσανος του Άδου, παρότι είναι μία κρίσις προ της τελικής κρίσεως, προσωρινή κρίσις, αρχίζει όμως ευθύς μετά τον θάνατον του αμαρτωλού ανθρώπου. Προσέξατέ το. Δεν αναμένεται η τελική κρίσις. Έχομε την μερική, όπως λέγεται, κρίση. Δεν αναμένεται η τελική. Το αποκαλύπτει σαφέστατα αυτή η παραβολή. Όταν όμως θα πάρομε με την ανάσταση τα σώματά μας, τότε θα έχομε την τελική κρίση. Και θα κριθούμε ως πλήρεις άνθρωποι. Όχι ως ψυχές. Αλλά ως πλήρεις άνθρωποι. Αυτό λέει πολλά. Να το προσέξομε…
Ο Αβραάμ, σαν απάντηση δεν αναφέρεται στο εάν ήταν δυνατόν να αναστηθεί ο Λάζαρος και να πορευθεί στα αδέλφια του και να τους αναγγείλει τι συμβαίνει μετά από τον τάφο. Αυτό δεν ενδιαφέρει. Αλλά δίνει την απάντηση ως εξής: «Ἒχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν». Έχουν τον Μωυσή. Δηλαδή τι σημαίνει «έχουν τον Μωυσή»; Έχουν τα βιβλία που έγραψε ο Μωυσής. Την Πεντάτευχον. Τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι γραμμένα από τον Μωυσή. Έχουν, λοιπόν, την Αγίαν Γραφήν. Τα πέντε πρώτα βιβλία. Και μετά, εκεί δηλαδή, θα δουν αν υπάρχει πέραν του τάφου ζωή. Και μετά; Έχουν και τους προφήτες, τα προφητικά βιβλία. Ας ανοίξουν να μελετήσουν την Αγίαν Γραφήν κι εκεί θα δουν να ομιλεί η Αγία Γραφή περί άλλης ζωής. Και αναφέρεται ο Μωυσής ως εκπρόσωπος, κυρίως, του ηθικού νόμου. Επειδή εκείνος προσέφερε τον δεκάλογον του ηθικού νόμου. Για να γίνει αντιληπτή η αμαρτία…
Με πήρε ένας τηλέφωνο από κάπου από την Ελλάδα. Άκουσε μία κασέτα από κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό, δική μου κασέτα, που αναφερόμουνα στα αμαρτήματα τα σαρκικά. Πορνείες, μοιχείες κ.τ.λ. «Δεν ήξερα», λέγει, «ότι αυτά είναι αμαρτία»! Άγνωστος σε μένα άνθρωπος… «Δεν ήξερα. Με διαφωτίσατε». Δεν ήξερες ότι είναι αμαρτία; Ε, λοιπόν, άνοιξε την Αγία Γραφή, θα βρεις τον Δεκάλογον: «Οὐ πορνεύσεις, οὐ μοιχεύσεις» και θα πάρεις την πληροφορία για να διορθώσεις το ήθος σου. Τους προφήτας; Τους προφήτας, διότι εκείνοι προδιαγράφουν το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού και συνεπώς να πιστέψεις εις τον Ιησούν Χριστόν.
Θέματα δύο λοιπόν. Δύο κατηγορίες. Είναι το ήθος, είναι και η πίστις στο θεανθρώπινο πρόσωπον του Χριστού. Έτσι λοιπόν ποιος τα προβάλλει αυτά; Η Αγία Γραφή. Πάρε να μελετήσεις την Αγία Γραφή και όλα αυτά θα τα βρεις.
Ο πλούσιος όμως είχε αντίρρηση. Επιμένει, σαν πηγή πίστεως, στο θαύμα. «Όχι», λέει. Ακούστε: «Οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ(:Όχι, πάτερ Αβραάμ), ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν». «Τότε θα μετανοήσουν. Όταν κάποιος αναστηθεί. Και πάει και τους πει το και το». Αλλά γιατί δεν δέχεται την πρόταση του Αβραάμ ο πλούσιος; Πάντοτε αυτά στον Άδη τώρα. Δηλαδή εις την άλλη ζωή, όχι στον Άδη, εις την άλλη ζωή. Διότι οι Γραφές δεν έχουν κάτι το εντυπωσιακό. Ενώ το θαύμα, αναστάσεως μάλιστα νεκρού, έχει κάτι το εξαιρετικά εντυπωσιακό. «Ααα! Αναστήθηκε κάποιος! Να πάμε να τον ρωτήσομε, τι είδε, τι ξέρει». Εξάλλου, λέει ο Θεοφύλακτος: «Τίς οἶδεν τά ἐν ᾅδου;(:Ποιος γνωρίζει τι υπάρχει στον Άδη;) Τίς ἐλθών ἐκεῖθεν ἀπήγγειλεν ἡμῖν;(:Ποιος από κει ήλθε και να μας αναγγείλει τι υπάρχει;)». Και όπως λέγει και ο Ζιγαβηνός: «Ταῖς βίβλοις μέν ἀπιστοῦσι, ὡς παρά ζώντων γραφείσαις (:Απιστούν εις τα βιβλία της Αγίας Γραφής, επειδή –λέγει- εγράφησαν από ανθρώπους που ζούσαν) μήπω θεασαμένων τά τοῦ μέλλοντος αἰῶνος (:Δεν είχαν δει τίποτα· εκείνα τα οποία συμβαίνουν πέρα από τον τάφον). Ἐάν δέ τις ἀπό νεκρῶν πορευθῇ πρός αὐτούς, πιστεύσουσι αὐτῷ ὡς ἰδόντι πάντα(:Αν όμως κάποιος αναστηθεί, τότε πιστεύουν, γιατί αυτός τα είδε αυτά εις την άλλην ζωήν)». Θέσεις που πάντοτε προβάλλουν, αγαπητοί, οι άνθρωποι που δεν έχουν διάθεση να πιστέψουν. Δεν έχουν διάθεση να πιστέψουν. Δικαιολογούν έτσι, εκόντες άκοντες την απιστία των.
Και όμως ο Θεός επιμένει. Επιμένει να σώζει δια των Αγίων Γραφών. Από εκεί θα πάρεις τις πληροφορίες. Δηλαδή είσαι θεϊκότερος, άνθρωπε, του Θεού; Ο Θεός θέλει να μας σώσει. Και βρίσκει τον τρόπο να μας σώσει με την μελέτη της Αγίας Γραφής. Εσύ λες: «Όχι, πρέπει να δω θαύμα για να πιστέψω». Έτσι, λοιπόν, χρησιμοποιεί ο πλούσιος εδώ και την λέξη -προσέξτε- «μετανοήσουσιν». Λέει «τότε θα μετανοήσουν». Το θαύμα σε κάποιους μπορεί να προκαλέσει την μετάνοια. Είναι αληθές. Αλλά τέτοιος τρόπος μετανοίας, πρέπει να πούμε, ή δεν έχει ρίζα για να διατηρηθεί αυτή η μετάνοια ή ύστερα από λίγο οι άνθρωποι απορρίπτουν αυτήν την μετάνοιαν και ξαναζούν την ζωή την οποία είχαν. Βλέπετε λοιπόν ότι οι άνθρωποι μένουν σε θέματα εντυπωσιακά. Πόσοι άνθρωποι -σας βεβαιώνω, το ξέρομε- γιατί πέθανε ένας φίλος ξαφνικά, γιατί είδαν ένα όνειρο, γιατί δεν ξέρω, είδαν ένα θαύμα, τους βλέπετε αμέσως συρρικνώνονται. Πολύ γρήγορα, αγαπητοί μου, μία τέτοια μετάνοια άρριζος, χωρίς ρίζα, γρήγορα φεύγει. Πάρα πολύ γρήγορα φεύγει. Γιατί; Υπάρχει ένας εξαναγκασμός· το αντιλαμβάνεστε; Θέλω δεν θέλω, με πιέζει ένα θαύμα να αποδεχθώ. Σαν να είναι ένας οδοστρωτήρ, που ισοπεδώνει τα πάντα. Έτσι είναι ένα θαύμα. Θέλω δεν θέλω θα δεχθώ. Ποία η θέσις όμως της προαιρέσεως; Δεν είναι παρούσα η προαίρεσις για να κρίνει τα πράγματα. Ε, λοιπόν, μία τέτοια μετάνοια, πάρα πολύ γρήγορα εξανεμίζεται. Και δεν έχει αξία. Δεν έχει καρπόν.
Και η απάντησις του Αβραάμ: «Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν –Επειδή είπε εκείνος «Πάτερ Αβραάμ», «πατέρα μας», γι ‘αυτό εδώ θα το λέγαμε: «Παιδάκι μου, εάν δεν ακούν τον Μωυσή και τους προφήτες, δηλαδή δεν πείθονται από την Αγίαν Γραφήν–, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται(:ούτε κι αν κανείς αναστηθεί, θα πεισθούν ότι υπάρχει άλλη ζωή)».Ορθότατη απάντησις.
Είναι γνωστό ότι σ’ αυτήν μόνη την παραβολή χρησιμοποιήθηκε όνομα. Καμία παραβολή, φερειπείν, του ασώτου υιού… πώς τον έλεγαν τον πατέρα; Δεν δίνει ο Κύριος όνομα. Πώς έλεγαν τον άσωτο υιό; Δεν δίνει ο Κύριος όνομα. Είναι η μοναδική παραβολή που τίθεται εις τον φτωχόν αυτόν άνθρωπον το όνομα Λάζαρος. Σας κάνει εντύπωση; Δεν είναι τυχαίο αυτό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Ο Κύριος έκανε μία παραχώρηση. «Θέλετε να γυρίσει ο Λάζαρος πίσω να σας πει; Ω ανεκδιήγητοι Γραμματείς και Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι;». Ξέρετε ότι οι Σαδδουκαίοι δεν πίστευαν τίποτα απ’ όλα αυτά. Και όμως κατείχαν την θέση του αρχιερέως! Ακούτε; Ο αρχιερεύς στην εποχή του Χριστού ήταν Σαδδουκαίος. Και δεν πίστευε τίποτα! «Τ’ ακούτε; Εγώ θα σας φέρω τον Λάζαρο πίσω». Είναι ο Λάζαρος ο τετραήμερος που τον ανέστησε ο Χριστός. Πήγαν άραγε να τον ρωτήσουν: «Λάζαρε, έλα εδώ, σε ανέστησε ο Ιησούς· τι είδες στην άλλη ζωή;». Αυτό έκαναν; Ακούστε τι κάνανε. Όταν ακούστηκε η ανάστασις του Λαζάρου. Έκαναν συμβούλιον και είπαν: «Πρέπει να φονεύσομε και τον Ιησούν που κάνει τέτοια θαύματα αλλά να φονεύσομε και τον Λάζαρον, που είναι το τεκμήριον ενός τέτοιου θαύματος». Ακούσατε; Και τον Λάζαρον.
Θέλετε ακόμη να σας πω; Δεν ήταν της στιγμής απόφαση αυτή. Ούτε ο Ματθαίος αναφέρει την ιστορία του Λαζάρου, ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Λουκάς. Μόνος ο Ιωάννης. Ξέρετε γιατί; Είναι ο τελευταίος που έγραψε το Ευαγγέλιό του. Διότι οι άλλοι γράψανε πρώιμα και εφοβούντο μήπως κινδυνεύσει η ζωή της Μάρθας, της Μαρίας και του Λαζάρου. Και δεν δημοσιεύουν το θαύμα αυτό, παρά μόνον ο Ιωάννης, που πια όλοι είχαν πεθάνει και δεν κινδύνευαν. Δηλαδή η μανία των αρχόντων παρέμενε. Να δολοφονήσουν και τον Λάζαρον. Πίστεψαν; Δεν πίστεψαν. Είναι φοβερό!
Αλλά μήπως δέχθηκαν και την ανάσταση του Χριστού; Τριήμερος νεκρός. Όχι μόνον δεν απεδέχθησαν την ανάσταση του Χριστού, αλλά και πλήρωσαν τους στρατιώτες να διαδώσουν ότι «ἡμῶν κοιμωμένων…» κ.τ.λ. κτλ. «ήρθαν οι μαθηταί και έκλεψαν τον νεκρόν Ιησούν». Όταν ο άνθρωπος δεν είναι διατεθειμένος να πιστεύσει από τις Γραφές – ο Χριστός προανήγγειλε την ανάστασή Του και οι προφήται- τότε, αγαπητοί μου, και ανάστασις νεκρού να γίνει, δεν πιστεύουν. Αντιθέτως, ξέρετε τι λένε; «Ααα, φαντασιοπληξία, νεκροφάνεια. Έμοιαζε ότι είχε πεθάνει» –Έχομε το φαινόμενον της νεκροφανείας. «Πνευματιστικόν φαινόμενον!»- τρέχουν να πουν. Και ό,τι άλλο θέλετε. Ο Θεοφύλακτος σημειώνει: «Εἰ τῶν γραφῶν οὐκ ἀκούομεν, οὐδέ τοῖς ἐξ ἅδου ἐρχομένοις πιστεύσωμεν». «Εάν», λέγει, «δεν ακούμε τις Γραφές, ούτε κι αν έρθουν από τον Άδη νεκροί θα πιστεύσομε».
Θέλετε, ακόμη, μία μαρτυρία; Μας αναφέρει η Αγία Γραφή το εξής καταπληκτικόν. Ότι με τον σεισμόν που έγινε, άνοιξαν πολλά μνημεία. Προσφάτως ανθρώπων που εκοιμήθησαν, που πέθαναν. Και με την ανάσταση, λέει, του Χριστού, μπήκαν εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ, το λέει αυτό η Αγία Γραφή, το ενθυμείσθε, μπήκαν στην αγία πόλη την Ιερουσαλήμ. Αυτούς δεν τους ερώτησαν τι γίνεται εις τον άδην; Να μαρτυρίες. Επίστευσαν; Ο λαός επίστευσε εις τον Χριστόν; Μόνον μερικοί άνθρωποι πίστευσαν. Και μέχρι σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια. Και επιμένουν οι Εβραίοι να μην θέλουν να πιστέψουν.
Αγαπητοί, πηγές πίστεως είναι πρώτιστα ο λόγος του Θεού, και σαν επικύρωσή του είναι το θαύμα· που πάντοτε δεν είναι και αναγκαίον. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο Κύριος αρνήθηκε το θαύμα, όταν Τον προκάλεσαν πολλοί, και ο Ηρώδης: «Κάνε», λέει, «ένα θαύμα». Σαν να ήταν ο Κύριος κανένας… θαυματοποιός. Αν έπρεπε, όμως, οι άνθρωποι να σωθούν με τα θαύματα, τότε, αρνούμενος ο Κύριος, θα ήτο ένοχος δια την σωτηρία μας. Κάθε άλλο. Χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, μόνον άνδρες. Και είδαν όλοι το θαύμα του πολλαπλασιασμού των ψωμιών και των ψαριών. Όταν όμως ο Κύριος τούς μίλησε για το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, Τον εγκατέλειψαν με την δικαιολογία: «Σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». «Ποιος μπορεί να τον ακούει; Να φάμε, λέει, την σάρκα Του και να πιούμε το αίμα Του!».
Αγαπητοί, πρέπει να πεισθούμε από τις Γραφές για το μέλλον των πιστών, αλλά και για το ήθος. Ξέρεις τι μεγάλη αμαρτία, αδελφέ μου, είναι η πορνεία; Ξέρεις, αδελφέ μου, τι μεγάλη αμαρτία είναι η μοιχεία; Δεν θα σου το πω από τα κοινωνικά αποτελέσματα. Αλλά θα σου το πω από την Γραφή. Είναι πολύ μεγάλη αμαρτία… Πού θα το βρω αυτό; Στην Αγία Γραφή. Μην ζητούμε λοιπόν θαύματα. Το μεγάλο θαύμα είναι Αυτός ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος και ότι Εκείνος είπε και δίδαξε. Αυτά μας είναι αρκετά. Εξάλλου αυτό σημαίνει πίστις: Να αποδεχθείς ό,τι είναι γραμμένο, χωρίς να ζητάς να ικανοποιήσεις τις αισθήσεις σου, γιατί αυτό είναι εύσχημος απιστία.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_734.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ[: Λουκά, 16, 19-31]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
με θέμα:
«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 31-10-1999]
[Β406]
Ακούσαμε όλοι, αγαπητοί μου, την σπουδαιοτάτην παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου. Στην παραβολή αυτή δίδονται πολλές απαντήσεις που ενδιαφέρουν όλους τους ανθρώπους. Μία απάντησις είναι ότι ο θάνατος είναι ένα καθολικό φαινόμενο. Ότι δηλαδή όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν, σε μικρή ή μεγάλη ηλικία και σε όποια κοινωνική κατάσταση κι αν βρίσκονται. Πλούσιοι και φτωχοί. Όλοι πεθαίνουν.
Μας πληροφορεί, λοιπόν, η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου ότι «ἐγένετο ἀποθανεῖν τὸν πτωχόν… ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη». «Και ο ένας πέθανε και ο άλλος πέθανε». Και δεν είναι απαραίτητο σαν θέμα πίστεως αυτό. Γιατί απλούστατα είναι μία καθημερινή πραγματικότητα, που την ζούμε όλοι μας. Εξάλλου λέγει ο Ψαλμωδός: «Τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον;(:Ποιος άνθρωπος που υπάρχει, -λέγει- που να μην δοκίμασε τον θάνατον;)». Και τον θάνατον όλοι τον βλέπομε και τον γνωρίζομε. Εκείνο που μας αποκαλύπτεται, όμως, είναι ότι μετά θάνατον υπάρχει άλλη ζωή. Αυτό δεν το ξέρουμε. Μας αποκαλύπτεται. Βλέπομε μόνον το φαινόμενον του θανάτου. Και αυτή η ζωή δεν είναι στην ποιότητά της όμοια – κι αυτό μας αποκαλύπτεται- με εκείνη που ζήσαμε σε τούτη την ζωή. Αν φυσικά δεν υπάρξει μετάνοια. Όποια η ζωή μας εδώ, εκεί και η ζωή εκεί. Ίδια ποιότητα.
Τι είναι ο θάνατος; Ένα βαθύ μυστήριο, που έξω από την αποκάλυψη του Θεού, δηλαδή να μας το αποκαλύπτει ο Θεός τι είναι, τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίζομε. Ο θάνατος είναι ένας ακατανόητος παραλογισμός. Πώς, δηλαδή, ο άνθρωπος, αυτό το θαυμαστό δημιούργημα του Θεού, που έβαλε τόση επιμέλεια για να το δημιουργήσει και δημιουργήθηκε, για να υπάρχει, φθάνει να εξαφανίζεται; Να γιατί είναι ένας παραλογισμός ο θάνατος.
Και βεβαιώνει επιπλέον η Γραφή: «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν(: Απόκειται εις τους ανθρώπους μια φορά να πεθάνουν)». Αλλά … πούθε ο θάνατος; Αυτό θα παρακαλέσω να το προσέξουμε. Γιατί υπάρχει και εις τους Χριστιανούς μας μία εσφαλμένη αντίληψη. Μάλιστα πολλοί λέγουν: «Ε, ο Θεός…», λέει, «έτσι, έδωσε τον θάνατον». Για να παρηγορήσομε πολλές φορές τους συγγενείς κεκοιμημένων αδελφών λέμε: «Ε, τι να κάνομε; -Κοιτάξτε: «Ε, τι να κάνομε;»-. Ο Θεός έδωσε τον θάνατον». Ο Θεός έδωσε τον θάνατον;… Κι εκείνο το «Ε, τι να κάνομε;» είναι μία μοιρολατρία. Ότι δηλαδή υπακούομε σε έναν νόμον αδυσώπητον. «Κι εμείς θα πεθάνομε», λέμε, «ε, τι να κάνομε;». Δεν είναι τα πράγματα έτσι.
Καταρχάς, πούθε ο θάνατος; Από πού; Ο θάνατος ρητά και κατηγορηματικά, δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Γιατί θα ερχόταν σε αντίφαση ο θάνατος με εκείνο που ο Θεός δημιουργεί, σας είπα, τον άνθρωπο, την ζωή, να ζήσει αιωνίως ο άνθρωπος. Αν θέλετε, θα μπορούσε να ζήσει αιωνίως επάνω εις την Γην. Μην σας κάνει εντύπωση. Άλλο τώρα, εν όψει ότι θα επήρχετο ο θάνατος, ο Θεός οικονομεί· οικονομεί τον μεν πλανήτη μας μικρόν αφενός, μπροστά σε ένα τρομακτικά μεγάλο σύμπαν. Αφετέρου κάνει τον άνθρωπο υπό τα δύο φύλα, άρρεν-θήλυ, για μία διαιώνιση. Εν όψει τι θα εγίνετο. Ως παντογνώστης ο Θεός. Ο Θεός γνωρίζει όχι μόνο τα περασμένα και τα παρόντα, αλλά και τα μέλλοντα. Άλλο θέμα αυτό. Ο θάνατος δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Ο Θεός, ό,τι δημιουργεί, μένει. Μας λέγει δια του προφήτου Ησαΐου: «Ἃ ἐγὼ ποιῶ, μένει». «Εκείνα τα οποία Εγώ δημιουργώ, παραμένουν».
Εν παρόδω, και η Δημιουργία, δεν πρόκειται να γίνει μηδέν, ούτε ένα άτομον της ύλης. Αλλά τι; Έχουμε μετασχηματισμούς, όπως τους θέλει ο Θεός. Αλλά ό,τι ο Θεός φέρει εκ του μηδενός, εκ της ανυπαρξίας εις το είναι, εις την ύπαρξιν, αυτό μένει. Αυτό μην το ξεχνάμε αυτό.
Τότε; Λέγει η «Σοφία Σολομῶντος», εις το δεύτερο κεφάλαιο, «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ». «Ο Θεός», λέγει, «έκανε τον άνθρωπο να μένει άφθαρτος». Συνοδά και αθάνατος. Ο αθάνατος είναι και άφθαρτος. Ο άφθαρτος είναι και αθάνατος. Προσέξτε, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δυο. Η αφθαρσία είναι η μη μεταβολή. Η αθανασία είναι ο μη θάνατος. Τώρα η μη μεταβολή στην αφθαρσία είναι όταν το παιδί από τη στιγμή που σπείρεται εις την μήτραν της μάνας του, αρχίζει ταυτοχρόνως να σπείρεται το σπέρμα της φθοράς. Η φθορά θα πει: «μεγαλώνω, τρώω, πίνω, κοιμάμαι, αρρωσταίνω, πεθαίνω». Αυτές είναι μεταβολές. Όλες αυτές οι μεταβολές λέγονται φθαρτότης.
Ο Θεός, λοιπόν, έκανε τον άνθρωπο να μην υπάρχει η φθαρτότητα. Άλλο τώρα αν είπε: «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» κ.λπ. κ.λπ. Ενόψει της αμαρτίας των πρωτοπλάστων, ο Θεός μάς έβαλε εις το σχήμα, σχήμα, το υπογραμμίζω, εις το σχήμα να υπάρχει και η φθορά και ο θάνατος. Μεγαλώνουμε, γηράσκουμε, πεθαίνουμε.
Έτσι, λοιπόν, λέει εδώ η Σοφία Σολομώντος «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν (:τον έκανε σύμφωνα με την δική Του εικόνα)· φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον». Να, λοιπόν, πώς μπήκε ο θάνατος. Από τον φθόνον του διαβόλου. «Α», λέει στους πρωτοπλάστους, πρώτα στην Εύα, «ο Θεός σας είπε να μην δοκιμάσετε από τον καρπόν αυτόν» –που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία δοκιμασία σταθεροποιήσεως του αγιασμού, να γίνει άγιος ο Αδάμ και οι απόγονοί του. Έρχεται και λέει, λοιπόν, ο διάβολος, αυτός, όπως μας είπε ο Χριστός, ο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος. Δεν θέλει την παρουσία του ανθρώπου. Φθονεί. Φθονεί, φθονεί. Γι’αυτό ο φθονερός άνθρωπος μοιάζει με τον διάβολο. Είναι φοβερό αμάρτημα, φοβερό έγκλημα ο φθόνος. Και πάει και λέει: «Α», λέει, «σας είπε ψέματα ο Θεός». Διαβάλλει τον Θεόν. Εξ ου και «διάβολος». «Αντιθέτως, σας φθονεί», λέει, «ο Θεός και δεν θέλει να γίνετε σαν θεοί. Γι΄αυτό, λοιπόν, σας είπε να μην δοκιμάσετε από τον καρπόν αυτόν. Δοκιμάστε και θα δείτε, θα γίνετε θεοί. Θα ανοίξουν –λέει- τα μάτια σας, θα δουν, θα κατανοήσουν». Τι ψεύδος! Τι διαβολή!
Έτσι, λοιπόν, μπήκε ο θάνατος γιατί; Γιατί απλούστατα, τι είπε ο Θεός στους πρωτοπλάστους; Σας είπα, ήταν μία δοκιμασία, ή προς αγιασμόν ή προς θάνατον. Διάλεξε και πάρε. Να, λοιπόν, και η αφετηρία της ελευθερίας: «Ἐν ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». «Την ημέρα που θα παραβείτε την εντολή μου και θα δοκιμάσετε τον καρπόν, θα πεθάνετε». Αυτό ήταν όλο. Πεινούσαν; Όλα τα δένδρα του Παραδείσου ήταν δικά τους. Όλοι οι καρποί ήταν δικοί τους. Συνεπώς ήταν ένα πειρατήριον, ένα δοκιμαστήριον της ελευθερίας. Είδατε ο Θεός, ε; Έκανε τον άνθρωπο ελεύθερο. Δεν είναι εξαναγκασμός η αγιότητα. Αν εσύ θέλεις να γίνεις άγιος, θα γίνεις άγιος. Αρκεί να το θέλεις. Διαλέγεις τον θάνατον; Δικαίωμά σου. Κάπου αλλού λέει στον προφήτην: «Σου έβαλα μπροστά και την ζωήν και τον θάνατον. Διάλεξε». Συμφέρει να διαλέξει κανείς τον θάνατον; Ο απόστολος Παύλος λέει: «Πάντα μοὶ ἔξεστι, ἀλλ΄ οὐ πάντα συμφέρει». Όλα μου επιτρέπονται. Δεν μου επιτρέπεται να πάρω… ποιος θα με εμποδίσει άμα θέλω, να πάρω ένα περίστροφο και να τινάξω τα μυαλά μου. Δεν μου επιτρέπεται; Δεν μπορώ; Άμα το θέλω; Βεβαίως μπορώ. Αλλά δεν συμφέρει. «Πάντα μοὶ ἔξεστι(:όλα μου επιτρέπονται), ἀλλ΄ οὐ πάντα συμφέρει». Κι αυτό είναι για πάρα πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μας. Μη νομίζετε, κακίζομε τον Αδάμ ότι στάθηκε εκείνος ο οποίος στάθηκε αιτία να πεθαίνομε. Όχι. Κι εμείς ακολουθούμε την ιδίαν πορείαν με τον Αδάμ. Κάνομε κακή χρήση της ελευθερίας μας.
Ωστόσο, εισηγητής του θανάτου είναι μεν ο διάβολος αλλά ο άνθρωπος, παραβαίνοντας την εντολή ελευθέρως, απεδέχθη τελικά τον θάνατον. Έτσι έρχεται η αμετάτρεπτος εντολή του Θεού: «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». «Χωματένιος είσαι, από τα υλικά της Δημιουργίας. Ε, εκεί θα ξανακαταλήξεις πάλι». Και συνεπώς μπαίνει ο θάνατος.
Έκτοτε, όπως μας λέγει η Γραφή, «ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει». «Τι είναι», λέει, «οι ημέρες της ζωής του ανθρώπου; Σαν το λουλούδι. Ε, εξανθίζει το λουλούδι και μετά μαραίνεται και χαλάει». Και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος μάς λέγει: «Ποία ἡ ζωὴ ἡμῶν; (:Ποια είναι η ζωή μας;) Ἀτμὶς ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη». «Ἀτμίς», συννεφάκι. Βλέπετε τα σύννεφα πώς μετασχηματίζονται πάνω στον ουρανόν, τον μετεωρολογικό ουρανό; Παίρνουν διάφορα σχήματα. Έτσι, λέγει, είναι και η ζωή μας. Εξαφανίζεται.
Ίσως έβγαινε το συμπέρασμα, απ΄όλα αυτά τα οποία είπαμε μέχρι στιγμή, ότι ο άνθρωπος εις μάτην επλάσθη. Ματαίως. Και πάλιν η Γραφή μάς βεβαιώνει, στον 88ον Ψαλμόν: «Μὴ γὰρ ματαίως ἔκτισας πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων;», ερωτά ο Δαβίδ. «Τάχα μάταια, που έτσι είναι τα πράγματα και πεθαίνουν οι άνθρωποι, μάταια έκανες τους ανθρώπους;». Βεβαίως όχι! Αν ο Θεός επέτρεψε τον θάνατον, ετοίμασε, όμως, την αναγέννηση του ανθρώπου. Φαινομενικώς μοιάζει ότι ματαίως ο άνθρωπος κινείται. Και η μέθοδος είναι η ιδία που ετέθη κάποτε εις τον Αδάμ. Τι του είπε; «Δεν θα δοκιμάσεις από τον καρπόν αυτόν». Δηλαδή, «θα πιστέψεις αυτό που σου είπα». Διότι δεν προϋπήρξε κάποιος του Αδάμ να δει ότι πεθαίνει ο άνθρωπος. Δεν ήξερε ο Αδάμ τι πράγμα είναι ο θάνατος. «Συνεπώς θα με πιστέψεις αυτό που σου είπα». Ο Αδάμ, λοιπόν, δεν επίστεψε εις τους λόγους του Θεού και εζημιώθη φυσικά την φοβερή, αυτή, ζημία.
Πάλι τίθεται η μέθοδος τώρα ή η οδός, αν θέλετε, της πίστεως, εις το θεανθρώπινον πρόσωπον του Χριστού. Πάλι η πίστις. Θα ‘λεγε κανείς: «Εκείνος ο καρπός τότε, θα είχε την δύναμη να με κάνει να πεθάνω; Τώρα, αυτό το πρόσωπο που λέγεται Ιησούς, είναι ικανό, αν πιστέψω εις αυτό», εντελώς ανθρώπινη διάσταση, «να μην πεθάνω; Να σωθώ;». Ναι, αγαπητοί μου, εάν πιστεύσεις στο θεανθρώπινον πρόσωπον του Χριστού, τότε δεν θα πεθάνεις. Θα ζεις αιωνίως. Όλοι εξάλλου θα αναστηθούν. Δεν υπάρχει αντίρρησις. Οι πιστοί, όμως, θα δικαιωθούν· Διότι επίστευσαν εις το θεανθρώπινον πρόσωπον του Χριστού. Δέχτηκαν και την θείαν και την ανθρωπίνη φύση του Χριστού.
Ο Θεός συνεπώς δεν δημιουργεί μάταια πράγματα. Και πολύ παραπάνω τον άνθρωπο, που είναι η κορωνίδα της Δημιουργίας, να τον έκανε επί ματαίω. Κι όλα αυτά διαζωγραφίζονται και απαντώνται, αν κανείς ψάξει, αναλύσει στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Είναι η επέκεινα πραγματικότητα. Πέθανε ο ένας, πέθανε και ο άλλος. Πού βρέθηκαν; Όλοι, λοιπόν, θα πεθάνομε. Το πρόβλημα όμως, σας είπα, δεν βρίσκεται εκεί. Το πρόβλημα είναι το πώς θα πεθάνομε. Σε ποια, δηλαδή, ποιοτική κατάσταση θα βρεθούμε.
Βλέπομε σαφώς από την παραβολή ότι η ζωή του πλουσίου και του Λαζάρου αλλάζει απερχόμενοι από τον κόσμον αυτόν. Αλλάζει. Βλέπομε ότι η αιωνιότητα είναι ηχώ αυτής της παρούσης ζωής. Με τις διαθέσεις που πεθαίνει κανείς εδώ, με τις ίδιες διαθέσεις θα ξυπνήσει στην αιωνιότητα. Γιατί στον Άδη δεν υπάρχει μετάνοια. Δεν μπορεί να υπάρξει μετάνοια, δεν μπορεί. Όπως ακριβώς και εις τους δαίμονες, δεν μπορεί μετά την πτώσιν των να υπάρξει μετάνοια. Υπάρχει μία παγίωσις της καταστάσεως σε εκείνη την οποία βρέθηκε ο άνθρωπος φεύγοντας από την παρούσα ζωή. Σε μια παγίωση. Προσέξτε, είναι κάτι το καταπληκτικό.
Τώρα θα χρησιμοποιήσω την ελληνική σοφία. Φεύγω από την Αγία Γραφή για μια στιγμή. Μας διασώζεται το εξής. Ένα πολύ πολύ χαρακτηριστικός μύθος, που κάποτε, λέγει, αφού βρέθηκαν οι ψυχές εις τον Άδη, λένε οι αρχαίοι Έλληνες, οι προ Χριστού, ερωτήθηκαν αν ήθελαν να γυρίσουν πίσω στη Γη. Και αν γύριζαν τι θα επιθυμούσαν να ήσαν. Και από πλευράς ενδιαφερόντων και από πλευράς χαρακτήρος. Ξέρετε τι απήντησαν οι ψυχές; Λένε οι αρχαίοι Έλληνες: «Εκείνο που ήσαν στη Γη». Καμία μεταβολή; Όχι. «Αυτό που ήμουνα στη Γη». «Μα ήσουνα κλέφτης». «Κλέφτης θέλω να είμαι πάλι». Δηλαδή οσφράνθηκαν οι αρχαίοι Έλληνες την παγίωση της ψυχής, όταν φύγει από τον παρόντα κόσμο. Σας κάνει εντύπωση αυτό; Το λέγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Αλλά μας το λέει και η Αγία Γραφή. Σωστότατα και ορθότατα. Ο άνθρωπος αγαπάει τον εαυτόν του, εκείνος που είναι. Καλός; Καλός. Κακός; Κακός. Όπως είναι. Τον αγαπάει τον εαυτόν του.
Η μετάνοια, αγαπητοί, ενεργείται εν χώρω και χρόνω εδώ στη Γη. Γι’αυτό ας σπεύσομε να μετανοούμε καθημερινά. Δεν γνωρίζομε την ώρα του θανάτου μας, δεν γνωρίζομε. Μάλιστα ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος ευλογούσε το κρεβάτι του κι έλεγε: «Ω κλίνη μου, απόψε μπορείς να γίνεις το φέρετρό μου». Πόσοι δεν πεθαίνουν από μία καρδιακή προσβολή, απ’ ό,τι άλλο και δεν ξυπνούν… Είναι γνωστό αυτό. Πάντως, δεν γνωρίζομε ούτε τον τρόπο του θανάτου μας, ούτε την ώρα του θανάτου μας. Γι’αυτό η μετάνοια, μόνον η μετάνοια σώζει. Όταν όμως αυτή είναι έγκαιρη, έγκαιρη, το ξαναλέγω. Μη λέμε εκείνο το επικίνδυνο αλλά και ανόητο ότι «όταν θα γεράσομε τότε θα μετανοήσουμε». Πόσες φορές το έχω ακούσει αυτό και ασφαλώς κι εσείς το έχετε ακούσει, ελπίζω, σεις που ακούτε τον λόγο του Θεού, ότι αυτό εσείς δεν το έχετε πει. Ελπίζω.
Και πρώτιστα, δεν γνωρίζομε αν θα γεράσομε. Ξέρεις, άνθρωπέ μου, αν θα γεράσεις; Ξέρεις, παιδί μου, αν θα γεράσεις; Πόσα παιδιά πεθαίνουν και μάλιστα από ατυχήματα. Μάλιστα ο αριθμός των θανάτων στη νεανική ηλικία είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των θανάτων των ηλικιωμένων ανθρώπων. Ο ηλικιωμένος κάπου προσέχει. Όταν θέλει να περάσει τον δρόμο, κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει. Ο νέος περνάει, ακάθεκτος… Γι’ αυτό έχομε και πολλά ατυχήματα κ.λπ. κ.λπ.
Αλλά και να γεράσομε, όταν οι ψυχοσωματικές μας δυνάμεις μας εγκαταλείπουν, τότε τι μετάνοια μπορούμε να έχομε, όταν έχομε διαμορφωμένη πλέον νοοτροπία κοσμική; Δεν αλλάζει η νοοτροπία του ηλικιωμένου ανθρώπου. Έλεγε ο πατέρας μου μια παροιμία: «Παλιός γάιδαρος δεν αλλάζει αντίληψη, τρόπους». Έτσι έμαθε. Ο ηλικιωμένος άνθρωπος; Έχει αποκρυσταλλωμένη την νοοτροπία του. Κι αν αυτή η νοοτροπία, παρακαλώ, είναι κοσμική, πώς τώρα θα μπορεί αυτή να μεγαλώσει, να μαλακώσει, να γίνει εκείνη η οποία θα πρέπει να αλλάξει…
Ακόμα, αν θέλετε, η ώρα εκείνη του τέλους, δεν είναι ώρα μυστηρίων, όπως μας λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, αλλά… ώρα διαθηκών. Τελειώνοντας η ζωή μας, κάνομε πια την διαθήκη μας. Όχι βεβαίως ότι δεν θα μπορούσαμε να μετανοήσομε, αν μπορούσαμε. Αλλά ένας άνθρωπος παγιωμένος πλέον εκεί που παγιώθηκε, τι είδους μετάνοια μπορεί να έχει; Ξέρετε τι λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης; Ότι… πηγαίνομε βέβαια και κοινωνούμε έναν άνθρωπο που ετοιμάζεται να πεθάνει. Πηγαίνομε, γιατί μας το ζήτησαν. Δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Αλλά αμφιβάλλομε για τη σωτηρία αυτού του ανθρώπου. Αμφιβάλλομε. Προσέξατέ το αυτό. Ο Θεός να φυλάξει. Μη χάσουμε την αιώνιον ζωήν. Βεβαίως.
Και το σπουδαιότερον; Το σπουδαιότερον… η μετάνοια δεν είναι μία λέξις, μετανοώ, φερειπείν. Είναι μία κουβέντα αυτό το πράγμα. Αλλά είναι ένας καρπός. Θα το επαναλάβω. Είναι ένας καρπός η μετάνοια. Γι’αυτό έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής στα πλήθη που τον επεσκέπτοντο στην έρημο: «Ποιήσατε οὗν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας». «Να κάνετε καρπούς αξίους της μετανοίας». Ναι. Όταν όμως γεράσω, πότε θα αποφέρω καρπόν; Ο καρπός τώρα, τώρα πρέπει να αρχίσω, από μικρό παιδί. Είναι μακάριες οι μητέρες που οδηγούν τα μικρά τους παιδάκια από νήπια -μακαριστή και η μάνα μου- που τα οδηγούν στην εξομολόγηση από νήπια. Πάρα πολλά πράγματα θυμάμαι από την νηπιακή μου ηλικία. Σε καταπληκτικό βαθμό. Δεν θυμάμαι όμως, περιέργως, πότε πρωτοεξομολογήθηκα. Δεν ξέρω. Πάντως η μητέρα μου, εξομολογουμένη μας έπαιρνε και μας έβαζε κάτω από το επιτραχήλιο κι εμάς. Και έμαθα από την μάνα μου να εξομολογούμαι. Είναι εφεξής αδιανόητο ένας άνθρωπος να μην μπορεί, να μην θέλει να εξομολογηθεί. Γι’αυτό, μάθετε τα παιδάκια σας από νήπια. «Μα έχουν αμαρτία τα παιδάκια;». Πρώτα πρώτα, γιατί δεν έχουν; Ξέρετε τα παιδιά είναι εγωκεντρικά. Δεν χρειάζεται πιο πολλά να σας πω. Συνεπώς έχουν αμαρτίες. Αλλά το σπουδαίο: Συνηθίζουν.
Λοιπόν, μη επικαλούμεθα, αγαπητοί μου, εκείνο…την μετάνοια του ληστού. Ότι δηλαδή: «Να, είδες; Τελευταία στιγμή μετανόησε». Το θαύμα του ληστού, η μετάνοια του ληστού είναι ένα θαύμα. Γιατί έγινε κάτω από φοβερές συνθήκες. Και οι συνθήκες στάθηκαν ένα μεγάλο έργο της μετανοίας, όπως και εκείνων των μαρτύρων που μεταπήδησαν από τους βασανιστές, μάρτυρες, τους βασανιζομένους μάρτυρες κι έγιναν οι βασανισταί -όπως τον άγιο Χαράλαμπο- έγιναν μάρτυρες. Κάποια στιγμή ξύπνησαν. Κι αυτοί οι άνθρωποι έγιναν άγιοι.
Αγαπητοί, «το δένδρον πέφτει από κει που κλίνει», λέει μία παροιμία. Και η ελαχίστη πιθανότης να υπάρξει ότι μπορούμε να φθάσομε στον θάνατον χωρίς μετάνοια, είναι τραγικό και απελπιστικό. Ελαχίστη πιθανότης. Και τούτο γιατί έχομε να κάνομε με την αιωνιότητα. Δεν έχομε συλλάβει τι σημαίνει αιωνιότης. Πρέπει να εννοήσομε ότι, κατά δυστυχίαν, δεν θα σωθούν όλοι οι άνθρωποι. Βέβαια «ὁ Θεὸς θέλει πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», αλλά δεν θέλουν όλοι οι άνθρωποι να σωθούν· γιατί δεν πιστεύουν στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και συνεπώς γι’ αυτούς, ό,τι ο Χριστός είπε, όπως εν προκειμένω τούτη την παραβολή, πέφτει στο κενό.
Πάντως ο Χριστός μάς είπε: «Ἐὰν μὴ πιστεύσητε, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν». Φυσικά φεύγοντας από τον κόσμον αυτόν, δεν παίρνομε τίποτα μαζί μας. Και φυσικά, ό,τι δεν πάρομε μαζί μας είναι μία ματαιότης. Και η ανθρωπίνη δόξα και ο πλούτος και όλα. Τα ακούμε στην ακολουθία της κηδείας. Είναι κι αυτή μία ματαιότης. Τα πουλιά, αγαπητοί, που πετούν, κανένα σημάδι δεν αφήνουν στον αέρα. Τα καράβια που αρμενίζουν, κανένα ίχνος δεν αφήνουν στο υγρό στοιχείο. Τα λουλούδια σήμερα ανθούν κι αύριο μαραίνονται. Γιατί, λοιπόν, εμείς έχομε την εντύπωση ότι το πέρασμά μας από την ζωή αυτή θα μείνει αιώνιο; Εννοείται στην Ιστορία. Μαζί μας δεν θα πάρομε παρά μόνον ό,τι εργαστήκαμε στο όνομα του Ιησού Χριστού. Κι αυτό είναι η αγιότητα. Μια αγιότητα με κίνητρο την υπερηφάνεια ή την κενοδοξία… Θα μου πείτε: «Είναι δυνατόν;». Ναι, ναι. Δεν αντέχει στην αιωνιότητα. «Πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως –λέει ο απόστολος Παύλος- ἁμαρτία ἐστίν». Ο Κύριος μάς είπε ότι ένα ποτήρι κρύο νερό να δώσουμε, αλλά στο όνομά Του, αυτό θα μείνει στην αιωνιότητα. Θα μείνει.
Αγαπητοί, ένας τρόπος για να μην αμαρτάνομε είναι να θυμόμαστε τον θάνατόν μας. Λέγει η Σοφία Σειράχ στο 7ον κεφάλαιον: «Ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις σου μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου (:όπως κι αν κινείσαι, να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις) καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις (:και αιωνίως δεν θα αμαρτήσεις)». Όταν θυμόμαστε τον θάνατο, δεν θα αμαρτάνουμε. Ναι, αγαπητοί. Έτσι, η μνήμη του θανάτου είναι ο καλύτερος παιδαγωγός για την σωτηρία μας. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_817.mp3

