ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ Ματθαίου (27/8/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Α’ προς Κορινθίους, κεφάλαιο ΙΕ΄, εδάφια 1-11
1Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, 2 δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε. 3 Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, 4 καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς, 5 καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· 6 ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· 7 ἔπειτα ὤφθη ᾿Ιακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· 8 ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. 9 Ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· 10 χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. 11 Εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Σας γνωστοποιώ λοιπόν, αδελφοί, το Ευαγγέλιο που σας δίδαξα, το οποίο και παραλάβατε και στο οποίο μένετε αμετακίνητοι από τότε. 2 Με αυτό και θα σωθείτε, εάν το κρατάτε στερεά, όπως εγώ σας το κήρυξα˙ εκτός αν μάταια και χωρίς λόγο πιστέψατε. Λησμονήσατε όμως μια ουσιώδη αλήθεια του Ευαγγελίου μου αυτού. 3 Με την προφορική δηλαδή διδασκαλία σάς παρέδωσα πρώτα εκείνο που κι εγώ παρέλαβα, ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας, σύμφωνα με όσα προφητεύθηκαν στις Γραφές, 4 και ότι ενταφιάστηκε και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε σύμφωνα με τις Γραφές. 5 Και ότι εμφανίστηκε μετά την Ανάστασή Του στον Κηφά (Πέτρο), κι έπειτα στους δώδεκα Αποστόλους. 6 Έπειτα εμφανίστηκε για μια φορά συγχρόνως σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς, από τους οποίους βέβαια μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως ζουν έως τώρα. 7 Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, και ύστερα σε όλους τους Αποστόλους.
8 Και τελευταία απ’ όλους εμφανίστηκε και σε μένα σαν σε έκτρωμα, σαν έμβρυο δηλαδή που παράκαιρα αποβλήθηκε απ’ την κοιλιά της μητέρας του. 9 Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος, ο κατώτερος απ’ όλους τους Αποστόλους, που δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι Απόστολος, διότι καταδίωξα την Εκκλησία του Θεού. 10 Με την χάρη του Θεού όμως είμαι ό,τι είμαι τώρα, δηλαδή Απόστολος ίσος με τους άλλους. Και η χάρις που μου έδωσε ο Κύριος δεν έμεινε άκαρπη και χωρίς αποτέλεσμα, αλλά περισσότερο απ’ όλους αυτούς κοπίασα. Και το έργο μάλιστα αυτό δεν το εργάστηκα εγώ, αλλά η χάρις του Θεού που είναι μαζί μου και με ενισχύει. 11 Αφού λοιπόν και στους άλλους Αποστόλους και σε μένα εμφανίστηκε ο Κύριος, και όλοι από Εκείνον αναδειχθήκαμε Απόστολοί Του, είτε εγώ ασκώ το αποστολικό έργο, είτε εκείνοι, με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο Ευαγγέλιο κηρύττουμε όλοι˙ και όπως κηρύττουμε, έτσι κι εσείς πιστέψατε.
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ
Προς Εφεσίους, κεφάλαιο ΣΤ΄, εδάφια 10-17
10 Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. 11 Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· 12 ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. 13 Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. 14 Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, 15 καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, 16 ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· 17 καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ρῆμα Θεοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
10 Η προτροπή λοιπόν που μένει να σας κάνω, αδελφοί μου, είναι: Να ενισχύεστε με τη δύναμη που σας δίνει η κοινωνία σας με τον Κύριο και που πηγάζει από την πανίσχυρη δύναμή Του. 11 Ντυθείτε ολόκληρο τον οπλισμό με τον οποίο οπλίζει ο Θεός τους στρατιώτες Του, για να μπορείτε να αντιστέκεστε στα πανούργα τεχνάσματα του διαβόλου. 12 Διότι πραγματικά δεν έχουμε να παλέψουμε με αντιπάλους ίδιους με μας, με αίμα και σάρκα σαν τη δική μας˙ αλλά η πάλη και ο πόλεμός μας είναι με τις αρχές, τις εξουσίες, με τα διαβολικά αυτά τάγματα, με τους κοσμοκράτορες που εξουσιάζουν το πλήθος των ανθρώπων που είναι βυθισμένοι στο ηθικό σκοτάδι που επικρατεί στον κόσμο αυτό. Καλούμαστε να παλέψουμε με τα πνευματικά όντα που είναι γεμάτα πονηρία και κατοικούν ανάμεσα στη γη και στον ουρανό. 13 Επειδή λοιπόν ο αγώνας είναι φοβερός, γι’ αυτό πάρτε πάνω σας και φορέστε την πανοπλία που δίνει ο Θεός, για να μπορέσετε να αντισταθείτε την ημέρα που ο πειρασμός θα σας προσβάλει με δύναμη. Κι αφού επιτελέσετε με ακρίβεια όλα τα καθήκοντά σας, να σταθείτε στη θέση σας και να την κρατήσετε καλά. 14 Σταθείτε λοιπόν στην παράταξη του αγώνα. Ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτισμός της αλήθειας να σας δίνει πνευματική δύναμη και ευκινησία. Και φορέστε ως θώρακα τη δικαιοσύνη, ώστε να είστε απλήγωτοι από κάθε βέλος αδικίας και να μην παρασύρεστε σε κανένα άδικο έργο εναντίον των ανθρώπων γύρω σας. 15 Και φορέστε στα πόδια σας ως υποδήματα που θα σας διευκολύνουν να περπατάτε ελεύθερα, την ετοιμότητα και πρόθυμη δραστηριότητα που δίνει στην ψυχή η τήρηση του Ευαγγελίου, το οποίο παρέχει την ειρήνη.
16 Μαζί με όλα αυτά πάρτε επάνω σας και φορέστε ως θυρεό, δηλαδή στενόμακρη ασπίδα που θα σας σκεπάζει ολόκληρους, την πίστη, με την οποία θα μπορέσετε να σβήσετε όλους τους καυστικούς πειρασμούς του πονηρού που μοιάζουν με πύρινα βέλη. 17 Και δεχθείτε σαν περικεφαλαία την ελπίδα της σωτηρίας, ώστε, όπως η περικεφαλαία προστατεύει το κεφάλι του στρατιώτη, έτσι να περιφρουρούν τη διάνοιά σας οι αγαθοί και χαρούμενοι λογισμοί που εμπνέει η χριστιανική ελπίδα. Πάρτε και το μαχαίρι που δίνει το Άγιον Πνεύμα, και το Οποίο είναι ο λόγος του Θεού.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Κατά Ματθαίον, κεφάλαιο ΙΘ΄, εδάφια 16-26
16 Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; 17 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. 18 Λέγει αὐτῷ· ποίας; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 20 Λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; 21 Ἒφη αὐτῷ ὁ ῾Ιησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 22 Ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά.
23 ῾Ο δὲ ᾿Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 24 Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 25 Ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; 26 Ἐμβλέψας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
16 Και ιδού, κάποιος τον πλησίασε και του είπε: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθό και τι καλό να κάνω για να αποκτήσω την αιώνια ζωή;». 17 Και ο Κύριος τού είπε: «Αφού απευθύνεσαι σε μένα θεωρώντας ότι είμαι ένας απλός άνθρωπος, γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανείς δεν είναι από τον εαυτό του πραγματικά αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός. Εάν όμως θέλεις να μπεις στην αιώνια και μακάρια ζωή, τήρησε σε όλη τη ζωή σου τις εντολές». 18 Του λέει ο νέος: «Ποιες εντολές;». Και ο Ιησούς τού είπε: «Το να μη σκοτώσεις, να μη μοιχεύσεις, να μην κλέψεις, να μην ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου, και να αγαπήσεις το συνάνθρωπό σου σαν τον εαυτό σου». 20 Του λέει ο νέος, ο οποίος δεν είχε διδαχθεί ποια είναι και πώς εφαρμόζεται η αγάπη προς τον συνάνθρωπο: «Όλα αυτά τα φύλαξα από τότε που ήμουν νέος. Τι άλλο μου λείπει ακόμη;» 21 Κι ο Ιησούς τού είπε: «Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς. Κι έλα να με ακολουθήσεις». 22 Μόλις όμως ο νέος άκουσε τον λόγο αυτό, έφυγε λυπημένος˙ διότι είχε πολλά κτήματα, και η καρδιά του ήταν κολλημένη σε αυτά.
23 Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του: «Αληθινά σας λέω ότι δύσκολα ένας πλούσιος άνθρωπος θα μπει στη Βασιλεία των ουρανών. 24 Πάλι σας λέω, ευκολότερο είναι να περάσει μια καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ο πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού». 25 Αλλά όταν οι μαθητές Του το άκουσαν αυτό, ένιωσαν πολύ μεγάλη έκπληξη και είπαν: «Ποιος τάχα μπορεί να σωθεί;». 26 Ο Ιησούς τότε τους κοίταξε εκφραστικά και τους είπε: «Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, στον Θεό όμως όλα είναι δυνατά. (Μπορεί λοιπόν ο Θεός με την χάρη Του να λύσει τους δεσμούς της καρδιάς κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου με το χρήμα και να τον καταστήσει άξιο της σωτηρίας)».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Α΄Κορ.15,1-11]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε (:Σας γνωστοποιώ λοιπόν, αδελφοί, το Ευαγγέλιο που σας δίδαξα, το οποίο και παραλάβατε και στο οποίο μένετε αμετακίνητοι από τότε. Με αυτό και θα σωθείτε, εάν το κρατάτε στερεά, όπως εγώ σας το κήρυξα· εκτός αν μάταια και χωρίς λόγο πιστέψατε. Λησμονήσατε όμως, μία ουσιώδη αλήθεια του Ευαγγελίου μου αυτού)»[Α΄Κορ.15,1-2].
Αφού ολοκλήρωσε τον λόγο για τα πνευματικά χαρίσματα, έρχεται σε αυτό που είναι το πιο αναγκαίο από όλα, την διδασκαλία για την ανάσταση, καθόσον η πίστη τους σε αυτό ήταν πολύ ασθενής. Και όπως ακριβώς στα σώματα, όταν ο πυρετός προσβάλει τα στερεά, δηλαδή τα νεύρα και τις φλέβες και τα πρώτα στοιχεία που τα συνθέτουν, τότε το κακό γίνεται αθεράπευτο, εάν δεν τύχουν πολλής περιποιήσεως, έτσι λοιπόν υπήρχε κίνδυνος να γίνει και τότε· διότι το κακό βάδιζε ήδη εναντίον των στοιχείων της ευσέβειας. Για τον λόγο αυτόν και καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια ο Παύλος.
Το θέμα βέβαια γι’ αυτόν δεν ήταν για τον τρόπο ζωής, ούτε ότι ο μεν πόρνευε, ο δε ήταν πλεονέκτης, ο άλλος κάλυπτε την κεφαλή, αλλά γι΄αυτό το αποκορύφωμα των αγαθών· καθόσον διαφωνούσαν γι’ αυτήν την ίδια την ανάσταση· διότι επειδή αυτή είναι όλη μας η ελπίδα, προς αυτό έπληττε με δύναμη ο διάβολος, και άλλοτε μεν τελείως εξάλειφε την πίστη σε αυτήν, άλλοτε πάλι έλεγε ότι ήδη έγινε αυτό, πράγμα για το οποίο γράφοντας στον Τιμόθεο ο Παύλος ονομάζει «γάγγραινα» την πονηρή αυτή δοξασία και στιγμάτιζε αυτούς που εισήγαν αυτόν, με τους λόγους: «Καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει· ὧν ἐστιν ῾Υμέναιος καὶ Φιλητός, οἵτινες περὶ τὴν ἀλήθειαν ἠστόχησαν, λέγοντες τὴν ἀνάστασιν ἤδη γεγονέναι, καὶ ἀνατρέπουσι τήν τινων πίστιν(:Και η διδασκαλία τους θα εξαπλωθεί σαν γάγγραινα. Δύο μάλιστα από αυτούς τους ψευδοδιδασκάλους είναι ο Υμέναιος και ο Φιλητός. Αυτοί αστόχησαν και απομακρύνθηκαν από την αλήθεια λέγοντας ότι έχει γίνει πλέον η ανάσταση των νεκρών, κι έτσι ανατρέπουν και γκρεμίζουν την πίστη μερικών)» [Β΄Τιμ. 2,17-18]. Και άλλοτε λοιπόν αυτό έλεγαν, άλλοτε πάλι ότι το σώμα δεν ανασταίνεται, αλλά ότι ανάσταση είναι η κάθαρση της ψυχής.
Αυτά λοιπόν τους έπειθε να τα λέγουν εκείνος ο πονηρός δαίμονας, καθόσον ήθελε όχι μόνο να καταργήσει την πίστη στην ανάσταση, αλλά και να δείξει ότι όλα όσα έγιναν προς χάριν μας από τον Χριστό είναι μύθος· διότι, εάν πίστευαν ότι δεν υπάρχει ανάσταση των σωμάτων, λίγο λίγο θα τους έπειθε ότι ούτε ο Χριστός αναστήθηκε· από αυτό δε καθώς θα προχωρούσε σε αυτήν την οδό, θα εισήγε και την πλάνη ότι ούτε ήλθε στη γη, ούτε έκανε όσα έκανε. Τέτοια είναι λοιπόν η κακουργία του διαβόλου. Γι΄αυτό και ονομάζει αυτή «μεθοδεία» ο Παύλος, διότι δεν δείχνει ευθέως αυτό που θέλει να κάνει, ώστε να μη φανερωθεί, αλλά, αφού περιβληθεί με άλλο προσωπείο, άλλα μηχανεύεται, και όπως όταν εχθρός και κακούργος προσβάλει πόλη και τα τείχη σκάβει κρυφά από κάτω, ώστε δύσκολα να μπορεί να φυλαχθεί αυτή και να κατορθώσει αυτό που θέλει.
Για τον λόγο αυτόν, επειδή έβρισκε τις παγίδες του και έπιανε τις πονηρές του ενέδρες ο θαυμαστός αυτός και μεγάλος άνδρας, έλεγε: «Οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν (:Διότι δεν αγνοούμε τις δόλιες επινοήσεις του)»[Β΄Κορ.2,11]. Καθόσον και εδώ ανακαλύπτει ολόκληρη την απάτη του και δείχνει όλα τα πονηρά του σχέδια και προβάλλει όλα όσα θέλει να κάνει, αφού προσβάλλει όλα με πολλή ακρίβεια. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και έθεσε τελευταίο αυτό το κεφάλαιο, επειδή και πάρα πολύ αναγκαίο ήταν και συγκρατεί όλη την πίστη μας.
Και πρόσεχε σύνεση. Αφού ασφάλισε πρώτα τους πιστούς της εκκλησίας, τότε προχωρεί και περαιτέρω στον λόγο και αποστομώνει τελείως και αυτούς που προσβάλλουν από έξω. Και ασφαλίζει τους δικούς του όχι με συλλογισμούς, αλλά με αυτά που ήδη έγιναν και τα οποία αυτοί παραδέχτηκαν και πίστεψαν ότι έγιναν, πράγμα που προκαλούσε πολλή ντροπή και ήταν ικανό να τους συγκρατήσει· διότι εάν ήθελαν μετά από αυτά να απιστήσουν, θα απιστούσαν πλέον όχι στον Παύλο, αλλά στους εαυτούς τους, πράγμα που ήταν κατηγορία για εκείνους που παραδέχτηκαν την πρώτη φορά και πίστεψαν. Γι΄αυτό λοιπόν και αρχίζει από εδώ, για να δείξει ότι δεν χρειάζεται άλλους μάρτυρες για το ότι λέγει την αλήθεια, αλλά ότι αυτοί οι ίδιοι που εξαπατήθηκαν, είναι μάρτυρες.
Για να γίνει όμως σαφέστερο αυτό που λέω, είναι ανάγκη πλέον να ακούσουμε αυτούς τους λόγους. Ποιοι λοιπόν είναι αυτοί; «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί(:Σας γνωστοποιώ λοιπόν, αδελφοί)», λέγει, «τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν(:το Ευαγγέλιο που σας δίδαξα)»[Α΄Κορ.15,1]. Είδες με πόση επιείκεια; Είδες πως από την αρχή έδειξε ότι δεν εισάγει τίποτε νέο, ούτε ξένο; Διότι αυτός που υπενθυμίζει αυτό που ήδη γνωρίστηκε και ύστερα λησμονήθηκε, το ίδιο γνωρίζει αφού το υπενθυμίσει πάλι.
Επίσης με το να τους ονομάσει αδελφούς έδωσε προκαταβολικά και από αυτό όχι μικρή απόδειξη γι΄αυτό· διότι από πουθενά αλλού δεν γίναμε αδελφοί, παρά από τη σωτηριώδη ένσαρκο οικονομία του Χριστού. Για τον λόγο αυτόν βέβαια και τους ονόμασε έτσι, αφενός μεν για να τους καταπραΰνει και να τους περιποιηθεί, αφετέρου δε για να τους υπενθυμίσει τα άπειρα αγαθά.
Και εκείνο που ακολουθεί πάλι μετά από αυτό αποδεικνύει το ίδιο το πράγμα. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Το ευαγγέλιο· διότι το περιεχόμενο των ευαγγελίων εδώ έχει την αρχή, στο ότι δηλαδή ο Θεός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Αυτό το χαρμόσυνο άγγελμα έφερε και ο Γαβριήλ στην Παρθένο, αυτό και οι προφήτες στην οικουμένη, αυτό και οι απόστολοι όλοι· «δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε(:με αυτό και θα σωθείτε, εάν το κρατάτε στερεά, όπως εγώ σας το κήρυξα· εκτός αν μάταια και χωρίς λόγο πιστέψατε. Λησμονήσατε όμως, μία ουσιώδη αλήθεια του Ευαγγελίου μου αυτού)»[Β΄Κορ.15,2]. Είδες πώς καλεί αυτούς τους ίδιους μάρτυρες αυτών που ελέχθησαν; Και δεν λέγει «αυτό που ακούσατε», αλλά «αυτό που παραλάβατε», σαν να απαιτεί κάποια παρακαταθήκη από αυτούς και φανερώνει ότι όχι μόνο με λόγο, αλλά και με έργα και σημεία και θαύματα παρέλαβαν αυτό και για να το κρατούν με ασφάλεια.
Στην συνέχεια, επειδή ομιλούσε για τα παλαιά, έστρεψε την προσοχή και στον παρόντα χρόνο όταν είπε: «Ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε (:και στο οποίο μένετε αμετακίνητοι από τότε)», για να τους προκαταλάβει, ώστε να μην μπορούν, και αν ακόμη θελήσουν πολύ, να αρνηθούν. Γι΄αυτό και στην αρχή δεν είπε: «Σας διδάσκω», αλλά: «Σας υπενθυμίζω», αυτό δηλαδή που ήδη γνωρίσατε.
Και πώς αυτούς που κλονίζονται λέγει ότι στέκονται; Προσποιείται άγνοια για το συμφέρον τους, πράγμα που κάνει και στους Γαλάτες, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Επειδή δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να προσποιηθεί άγνοια εκεί, πραγματεύεται τον λόγο με άλλο τρόπο και λέει: «Ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε (:Εγώ έχω σε σας την πεποίθηση που εμπνέει η σχέση και η κοινωνία μου με το Κύριο, ότι δεν θα δεχθείτε άλλο φρόνημα, αλλά το φρόνημα της αληθείας που διδαχτήκατε)» [Γαλ.5,10]. Δεν είπε ότι «δεν σχηματίσατε άλλη γνώμη», επειδή το παράπτωμά τους είχε ομολογηθεί και ήταν καταφανές, αλλά εγγυάται για το μέλλον· αν και βέβαια και αυτό ήταν αβέβαιο· αλλά για να τους προσελκύσει περισσότερο.
Εδώ όμως επιπλέον και προσποιείται ότι αγνοεί, λέγοντας: «στο οποίο και στέκεστε». Ύστερα δείχνει την ωφέλεια· «δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε(:με αυτό και θα σωθείτε, εάν το κρατάτε στερεά, όπως εγώ σας το κήρυξα)». Ώστε αυτή η διδασκαλία που γίνεται τώρα αποσκοπεί στο να διασαφηνίσει και να ερμηνεύσει αυτά. «Δεν χρειάζεστε δηλαδή να διδαχτείτε αυτήν την πίστη», λέγει, «αλλά να τη θυμηθείτε και να διορθωθείτε».
Αυτά επίσης τα λέγει για να μην τους αφήσει να γίνουν τελείως αναίσχυντοι. Και τι σημαίνει η πρόταση «όπως εγώ σας κήρυξα»; «Με ποιο τρόπο σας είπα», λέγει, «ότι θα γίνει η ανάσταση· διότι για το ότι μεν υπάρχει ανάσταση, δεν θα μπορούσα να πω ότι αμφιβάλλετε· ίσως όμως ζητείτε να μάθετε σαφέστερα αυτό που ειπώθηκε. Αυτό λοιπόν και θα κάνω· διότι γνωρίζω σαφώς ότι κρατείτε την πίστη σε αυτό το δόγμα».
Στην συνέχεια, επειδή ρητώς έλεγε: «ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε (:το οποίο και παραλάβατε και στο οποίο μένετε αμετακίνητοι από τότε)», για να μην τους κάνει και ραθυμήσουν περισσότερο με αυτό, τους φοβίζει πάλι με τα λόγια: «εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε(:εάν το κρατάτε στερεά, όπως εγώ σας το κήρυξα· εκτός αν μάταια και χωρίς λόγο πιστέψατε)»· για να δείξει ότι η πληγή βρίσκεται στην ουσία και ότι ο αγώνας γίνεται όχι για τυχόντα πράγματα, αλλά για ολόκληρη την πίστη.
Και τώρα μεν λέγει αυτό σε χαμηλό τόνο, αλλά καθώς προχωρεί και θερμαίνεται, με γυμνή πλέον την κεφαλή φωνάζει και λέει: «Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν(:Εάν όμως ο Χριστός δεν αναστήθηκε, είναι χωρίς πραγματικό περιεχόμενο και χωρίς νόημα το κήρυγμά μας, αλλά και η πίστη σας είναι κούφια και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο· αφού και το κήρυγμά μας και η πίστη σας έχει θεμέλιο και βάση την Ανάσταση του Χριστού)»[Α΄Κορ.15,14]. Αλλά στο προοίμιο δεν λέει έτσι διότι έτσι ήταν ωφέλιμο να μιλήσει, με ηρεμία και να προχωρεί προοδευτικά.
«Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον(:με την προφορική μου δηλαδή διδασκαλία σάς παρέδωσα πρώτα εκείνο που κι εγώ παρέλαβα)». Δεν λέει ούτε εδώ ότι «σας είπα», ούτε ότι «σας δίδαξα», αλλά χρησιμοποιεί την ίδια λέξη πάλι και λέει: «σας παρέδωσα». Και έτσι δύο πράγματα αποδεικνύει, και ότι τίποτε δεν εισάγει επιπροσθέτως, και ότι γνώρισαν αυτά με έμπρακτη απόδειξη και όχι μόνο με θεωρητικά λόγια. Και για να κάνει σταδιακά αξιόπιστο τον λόγο, ανάγει το παν στον Χριστό και δείχνει ότι κανένα από αυτά τα δόγματα δεν είναι ανθρώπινο.
«Και τι σημαίνει: ‘’Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις’’;», θα πει κάποιος. Από την αρχή, όχι τώρα. Και τα λέγει σαν να φέρει μάρτυρα και τον χρόνο και διότι ήταν μέγιστη ντροπή αφού πίστεψαν για τόσο χρόνο, τώρα να αλλάζουν πίστη· και όχι μόνο αυτό, αλλά διότι ήταν και απαραίτητη η πίστη σε αυτό το δόγμα· γι΄αυτό και παραδόθηκε εξαρχής και αμέσως από την πρώτη στιγμή. Και τι παρέδωσες; Πες μου. Δεν λέει όμως αμέσως αυτό, αλλά πρώτα λέει ότι παρέλαβαν.
Και τι παρέλαβες; «ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν (:ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας)». Δεν είπε αμέσως ότι θα αναστηθούν τα σώματα, αλλά αυτό ακριβώς προετοιμάζει, από μακριά όμως και με άλλα θέματα, λέγοντας ότι ο Χριστός πέθανε και αφού έθεσε από πριν κάποια μεγάλη βάση και θεμέλιο ακλόνητο τον λόγο για την ανάσταση· διότι δεν είπε απλά ότι πέθανε ο Χριστός, αν και αυτό ήταν αρκετό για να δηλώσει την ανάσταση, αλλά πρόσθεσε και ότι ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας.
Αξίζει όμως πρώτα να ακούσουμε τι λένε εδώ αυτοί που προσβλήθηκαν από τη νόσο των Μανιχαίων και που είναι εχθροί της αλήθειας και πολεμούν την ίδια τη σωτηρία τους. Τι λένε λοιπόν αυτοί; «Θάνατο, εδώ», λένε, «τίποτε άλλο δεν ονομάζει ο Παύλος παρά το να πέσει κανείς σε αμαρτία, και ανάσταση το να απαλλαγεί από τις αμαρτίες». Είδες ότι τίποτε δεν είναι ασθενέστερο από την πλάνη; Και πως από τα ίδια τα φτερά της αιχμαλωτίζεται και δεν χρειάζεται να την πολεμήσει κανείς απέξω, αλλά διασκορπίζεται από μόνη της; Πρόσεχε λοιπόν πώς προσπαθούσαν και αυτοί να διαφθείρουν τους εαυτούς τους με όσα είπαν· διότι εάν αυτό είναι θάνατος και σώμα δεν ανέλαβε κατά τη γνώμη σας ο Χριστός, πέθανε όμως, τότε κατά τα λεγόμενά σας, αμάρτησε ο Χριστός. Εγώ όμως όταν λέω ότι ανέλαβε σώμα, λέω και ότι κατά σάρκα πέθανε, ενώ εσύ με το να αρνείσαι αυτό, θα αναγκαστείς να πεις αυτό που ανέφερα πριν. Εάν όμως αμάρτησε ο Χριστός, πώς λέει: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;(: Ποιος από σας, εξετάζοντας και ελέγχοντας τη ζωή μου, μπορεί να αποδείξει ότι έχω κάνει έστω και την παραμικρή αμαρτία; Κανείς)»[Ιω.8,46]· και: «Ἒρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν(:Έρχεται ο σατανάς, που εξουσιάζει τον κόσμο που βρίσκεται μακριά από τον Θεό˙ κι έρχεται για να πραγματοποιήσει την τελευταία και βιαιότερη επίθεσή του εναντίον μου. Αλλά δεν θα βρει σε μένα τίποτε το δικό του, το οποίο θα του δίνει κάποια εξουσία ή κάποιο δικαίωμα επάνω μου)»[Ιω.14,30]; Και πάλι: «Πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην(:Πρέπει να εκπληρώσω κάθε εντολή του Θεού)» [Ματθ.3,15];
Πώς, λοιπόν, πέθανε μόνο υπέρ των αμαρτωλών, εάν Αυτός βρισκόταν σε αμαρτία; Διότι αυτός που αποθνήσκει υπέρ αμαρτωλών, πρέπει ο ίδιος να είναι αναμάρτητος· καθόσον εάν αμαρτήσει και αυτός, πώς θα πεθάνει για άλλους αμαρτωλούς; Εάν λοιπόν πέθανε υπέρ αμαρτιών άλλων, πέθανε αναμάρτητος. Εάν πάλι πέθανε αναμάρτητος, δεν πέθανε τον θάνατο της αμαρτίας, διότι πώς ήταν δυνατόν αφού είναι αναμάρτητος; Αλλά πέθανε τον θάνατο του σώματος. Εάν όμως απέθανε τον θάνατο του σώματος, τότε και η ανάστασή Του είναι ανάσταση του σώματος. Για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος δεν είπε απλώς: «πέθανε», αλλά πρόσθεσε: «για τις αμαρτίες μας»· και για να τους βάλει και χωρίς να θέλουν να ομολογήσουν τον σωματικό θάνατο, και για να δείξει με αυτό ότι και πριν από τον θάνατο ήταν αναμάρτητος· διότι είναι επόμενο ότι αυτός που αποθνήσκει για αμαρτίες άλλων είναι αναμάρτητος.
Και ούτε σε αυτό αρκέστηκε, αλλά πρόσθεσε: «κατὰ τὰς γραφάς(:σύμφωνα με όσα προφητεύτηκαν στις Γραφές)»· ώστε και με αυτό και αξιόπιστο κάνει πάλι τον λόγο, και δηλώνει ποιον θάνατο έλεγε· διότι και οι Γραφές τον θάνατο του σώματος κηρύττουν παντού. Διότι λέγει: «Ὢρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας(:Διατρύπησαν τα χέρια και τα πόδια μου)»[Ψαλμ.21,17]· και: «Καὶ ἐπιβλέψονται πρός με ἀνθ᾿ ὧν κατωρχήσαντο καὶ κόψονται ἐπ᾿ αὐτὸν κοπετόν, ὡς ἐπ᾿ ἀγαπητῷ, καὶ ὀδυνηθήσονται ὀδύνην ὡς ἐπὶ τῷ πρωτοτόκῳ(:Και θα στρέψουν τα βλέμματά τους προς Εμένα, τον Οποίο ύβρισαν, περιφρόνησαν και χλεύασαν, και θα θρηνήσουν για Εκείνον, όπως θρηνούν και οδύρονται με κλαυθμούς και μοιρολόγια για τον θάνατο αγαπητού υιού. Θα θρηνήσουν με οδύνη κατεξοχήν μεγάλη, όμοια με εκείνη που δοκιμάζουν για τον θάνατο πρωτότοκου υιού)» [Ζαχ.12,10].
Και πολλά άλλα, για να μην λέμε όλα και το καθένα ιδιαιτέρως, άλλα μεν με λόγια, και άλλα με προτυπώσεις είναι δυνατό να δούμε να βρίσκονται στη Γραφή αυτά που δηλώνουν τη σφαγή της σαρκός και ότι σφαγιάστηκε για τις αμαρτίες μας. Διότι «ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου(:εξαιτίας των αμαρτιών του λαού μου)», λέγει, «ἤχθη εἰς θάνατον οδηγήθηκε σε θάνατο)»[Ησ.53,8] και: «Καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν(:ο Κύριος τον παρέδωσε σε παθήματα και θάνατο για τις αμαρτίες μας)» [Ησ. 53,6] και : «Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν (:Αυτός όμως υπέμεινε πληγές για τις αμαρτίες μας και ταλαιπωρήθηκε για τις ανομίες μας)» [Ησ.53,5].
Εάν όμως δεν πείθεσαι στην Παλαιά Διαθήκη, άκουσε τον Ιωάννη που φωνάζει και φανερώνει και τα δύο, και την σφαγή του σώματος και την αιτία· διότι: «Ἲδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου(:Να Eκείνος που προφήτευσε ο Ησαΐας και μας τον απέστειλε ο Θεός για να θυσιαστεί ως αρνί και να σηκώσει με τη σφαγή και τη θυσία Tου ολόκληρη την αμαρτία και την ενοχή του κόσμου, και έτσι να την εξαλείψει)» [Ιω.1,29], λέγει· και τον Παύλο που λέει: «Τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ(:Είναι εύκολο να συμφιλιωθείτε, διότι τον Χριστό, ο Οποίος δεν γνώρισε εκ πείρας αμαρτία, Τον άφησε ο Θεός να κατακριθεί ως αμαρτωλός για χάρη μας, για να γίνουμε εμείς δικαιοσύνη Θεού μέσω της ενώσεώς μας με Αυτόν)» [Β΄Κορ.5,21] · και πάλι: «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα· γέγραπται γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου(:Ο Χριστός μάς εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου, και ως λύτρα για την εξαγορά μας αυτή κατέβαλε το ότι έγινε για χάρη δική μας καταραμένος. Και έγινε καταραμένος, διότι κρεμάστηκε στον σταυρό· διότι είναι γραμμένο: ‘’Καταραμένος να είναι καθένας που κρέμεται και πεθαίνει επάνω στο ξύλο’’)» [Γαλ. 3,13] · και πάλι: «Ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ, θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ(:Εκεί στον σταυρό έγδυσε τις πονηρές αρχές και εξουσίες και τις διαπόμπευσε, τις καταντρόπιασε φανερά μπροστά σε όλον τον πνευματικό κόσμο και έσυρε τους δαίμονες νικημένους με θριαμβευτική πομπή. Και το πραγματοποίησε αυτό με τον σταυρό Του, ο οποίος έγινε για τον Χριστό θριαμβευτικό άρμα νικητή)» [Κολ. 2,15] · και πάρα πολλά άλλα που δηλώνουν αυτά που έγιναν κατά τη σφαγή του σώματος για τις αμαρτίες μας.
Αλλά και ο ίδιος λέγει: «Καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ(:Και για χάρη τους εγώ αφιέρωσα τη ζωή μου ολόκληρη σε σένα και προσφέρω και τώρα τον εαυτό μου ως θύμα και ιερό σφάγιο, για να είναι κι αυτοί αγιασμένοι με τη συμμετοχή τους στη θυσία μου αυτή, αφού πρώτα εγκολπωθούν τον λόγο της αλήθειας)» [Ιω.17,19] · και «Ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται(:Ο άρχοντας του αμαρτωλού αυτού κόσμου, δηλαδή ο σατανάς, είναι ήδη καταδικασμένος με τον θάνατό μου και έχασε για πάντα την εξουσία του)» [Ιω.16, 11], και έτσι κάνει φανερό ότι σφαγιάστηκε χωρίς να έχει αμαρτία.
«Καὶ ὅτι ἐτάφη(:και ότι ενταφιάστηκε)». Και αυτό επίσης το αποδεικνύει με τα προηγούμενα· διότι αυτό που θάπτεται, οπωσδήποτε είναι σώμα. Και εδώ δεν προσθέτει: «σύμφωνα με τις Γραφές». Βέβαια αναφέρεται μεν, αλλά δεν προσθέτει. Για ποιον λόγο; Ή διότι ο τάφος ήταν σε όλους γνωστός και τότε και τώρα ή ότι ετέθη και γι΄αυτό το «σύμφωνα με τις Γραφές». Γιατί λοιπόν εδώ προσθέτει: «σύμφωνα με τις Γραφές» και « ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς (:την τρίτη ημέρα αναστήθηκε σύμφωνα με τις Γραφές)»[Α΄Κορ.15,4] και δεν αρκείται στο προηγούμενο που ειπώθηκε κοινώς για όλα; Διότι και αυτό ήταν άγνωστο στους πολλούς. Γι’ αυτόν τον λόγο και εδώ αναφέρει τις Γραφές κατόπιν εμπνεύσεως, αφού κατανόησε αυτό το σοφό και θεϊκό νόημα.
Πώς λοιπόν κάνει το ίδιο και για τον θάνατο του Χριστού; Καθόσον και εκεί ο μεν σταυρός ήταν καταφανής σε όλους και σταυρωνόταν ενώπιον όλων, η αιτία όμως δεν ήταν γνωστή· διότι το ότι πέθανε μεν, το γνώριζαν όλοι, το ότι όμως έπαθε αυτό για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, καθόλου δεν το γνώριζαν οι πολλοί αυτό. Γι΄αυτό αναφέρει μαρτυρία από τις Γραφές.
Όμως αυτό αποδείχτηκε επαρκώς με όσα ειπώθηκαν σε μας. Πού λένε όμως οι Γραφές ότι ενταφιάστηκε και ότι θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα; Με προτύπωση τον Ιωνά, τον οποίο και ο Ίδιος ο Χριστός αναφέρει όταν λέγει: «ᾫσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας(:Όπως δηλαδή τότε ο Ιωνάς ήταν τρεις ημέρες και τρεις νύχτες μέσα στη κοιλιά του κήτους, έτσι θα είναι και ο υιός του ανθρώπου μέσα στον τάφο και τα βάθη της γης επί τρία μερόνυχτα)» [Ματθ.12,40].
Με την βάτο στην έρημο. Όπως ακριβώς δηλαδή εκείνη φλεγόταν και δεν καιγόταν, έτσι και το σώμα εκείνο πέθανε μεν, αλλά δεν κρατήθηκε από τον θάνατο αιώνια. Αλλά και ο δράκοντας στον Δανιήλ αυτό υπαινίσσεται. Όπως ακριβώς δηλαδή εκείνος, αφού έλαβε την τροφή που του έδωσε ο προφήτης, σχίστηκε στη μέση, έτσι και ο Άδης αφού κατάπιε εκείνο το σώμα σχίστηκε, διότι το σώμα Του κατέκοψε την κοιλία του και αναστήθηκε. Εάν όμως θέλεις να ακούσεις αυτά και με λόγους, αυτά που τα είδες δια των τύπων, άκουσε τον Ησαΐα που λέγει: «Αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ(:Σηκώθηκε βίαια με θάνατο η ζωή του από τη γη)» [Ησ. 53,8] και «Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς πληγῆς. ἐὰν δῶτε περὶ ἁμαρτίας, ἡ ψυχὴ ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον· καὶ βούλεται Κύριος ἀφελεῖν ἀπὸ τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεῖξαι αὐτῷ φῶς καὶ πλάσαι τῇ συνέσει, δικαιῶσαι δίκαιον εὖ δουλεύοντα πολλοῖς, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν αὐτὸς ἀνοίσει(:Ο Κύριος θέλει να Τον αποδείξει καθαρό και να Τον απαλλάξει από την επενεχθείσα για την ενοχή των άλλων σε Αυτόν πληγή. Εάν προσφέρετε Αυτόν εξιλαστήριο θυσία για τις αμαρτίες σας, η ψυχή σας θα δει τη μακρόβιο και ατελεύτητη γενεά Του. Και ο Κύριος θέλει να αφαιρέσει τον πόνο της ψυχής Του, δείχνοντας σε Αυτόν φως και αναπλαστική δύναμη συνέσεως· πρόκειται να αποδείξει αθώο τον δίκαιο, που διακονεί καλώς πολλούς, και αυτών τις αμαρτίες Αυτός θα βαστάσει)» [Ησ. 53, 10-11] · και τον Δαβίδ πριν από τον Ησαΐα: «Ὃτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν(:Διότι δεν θα εγκαταλείψεις, Κύριε, την ψυχή μου στον Άδη, ώστε να εγκλειστεί σε αυτόν διαπαντός, καθόσον δεν θα επιτρέψεις στον εξαιρετικώς αφοσιωμένο σε εσένα Μεσσία να δοκιμάσει τη φθορά και την αποσύνθεση του τάφου)» [Ψαλμ.15,10].
Για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος σε παραπέμπει στις Γραφές, για να μάθεις ότι αυτά δεν έγιναν απλώς και όπως έτυχε· διότι πώς ήταν δυνατόν όταν τόσοι προφήτες περιέγραψαν και ανακήρυξαν αυτά τόσους αιώνες πριν γίνουν, και για να μάθεις ακόμη ότι πουθενά η Γραφή δεν ονομάζει τον θάνατο του Χριστού πτώση στην αμαρτία, όταν μνημονεύει τον θάνατο του δεσπότη, αλλά τον θάνατο και την ταφή και την ανάσταση του σώματος.
«Καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ (:Και ότι εμφανίστηκε μετά την Ανάστασή Του, στον Κηφά(Πέτρο)». Αμέσως αναφέρει αυτόν που ήταν περισσότερο αξιόπιστος από όλους. «Εἶτα τοῖς δώδεκα· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· ἔπειτα ὤφθη ᾿Ιακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί(:Κι έπειτα στους δώδεκα Αποστόλους· έπειτα εμφανίστηκε για μια φορά συγχρόνως σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς, από τους οποίους βέβαια μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως ζουν έως τώρα· έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, και ύστερα σε όλους τους Αποστόλους. Και τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σε μένα, σαν σε έκτρωμα, σαν έμβρυο δηλαδή που παράκαιρα αποβλήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του)»[Α΄Κορ. 15,5-8].
Επειδή δηλαδή ανάφερε την απόδειξη από τις Γραφές, προσθέτει και την εκ των πραγμάτων απόδειξη και παρουσιάζει ως μάρτυρες της αναστάσεως μετά από τους προφήτες τους αποστόλους και άλλους πιστούς ανθρώπους. Εάν όμως ονόμαζε ανάσταση την απαλλαγή από την αμαρτία, θα ήταν περιττό να πει ότι παρουσιάστηκε στον τάδε και τον τάδε· διότι αυτό πιστοποιεί την ανάσταση του σώματος, δεν υπαινίσσεται την απαλλαγή από την αμαρτία. Για τον λόγο αυτόν δεν είπε μία φορά το «παρουσιάστηκε», αν και βέβαια ήταν αρκετό να πει τη λέξη μία φορά για όλα· τώρα όμως και δύο και τρεις και σε καθένα σχεδόν από όσους είδαν τον Χριστό μετά την ανάσταση αναφέρει αυτήν. «Διότι», λέγει, «παρουσιάστηκε στον Κηφά, παρουσιάστηκε σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς, παρουσιάστηκε και σε μένα». Και όμως το ευαγγέλιο λέγει το αντίθετο, ότι δηλαδή πρώτα εμφανίστηκε στη Μαρία. Αλλά στον Κηφά εμφανίστηκε πρώτο από τους άντρες, διότι αυτός ποθούσε πάρα πολύ να τον δει.
Και ποιους αποστόλους ονομάζει εδώ δώδεκα; Διότι ο Ματθίας εξελέγη μετά την Ανάληψη, όχι αμέσως μετά την ανάσταση. Αλλά είναι πιθανό ότι εμφανίστηκε σε αυτόν μετά από την Ανάληψη· αφού αυτός ο Απόστολος μετά από την Ανάληψη και κλήθηκε και είδε τον Χριστό. Για τον λόγο αυτόν δεν αναφέρει συγκεκριμένα τον χρόνο, αλλά απαριθμεί γενικά και απροσδιόριστα τις εμφανίσεις· διότι εμφανίστηκε πολλές φορές· γι’αυτό ο Ιωάννης έλεγε: «Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος(:Μετά από λίγες μέρες ο Ιησούς εμφανίστηκε πάλι στους μαθητές Του στην λίμνη της Τιβεριάδος)»[Ιω.21,1] και «Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν(:Αυτή ήταν η τρίτη μέχρι τότε φορά που φανερώθηκε ο Ιησούς στους μαθητές Του συγκεντρωμένους, μετά την Ανάστασή Του από τους νεκρούς)» [Ιω.21,14].
«Ἒπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ(:Έπειτα εμφανίστηκε για μια φορά συγχρόνως σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς)»[Α΄Κορ.15,6]. Μερικοί λένε ότι με το «ἐπάνω» εννοεί από τους ουρανούς· διότι δεν εμφανίστηκε να βαδίζει πάνω στη γη, αλλά επάνω από την κεφαλή τους· διότι ήθελε να πιστοποιήσει όχι μόνο την Ανάσταση, αλλά και την Ανάληψη. Άλλοι όμως λένε ότι το «ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς» σημαίνει περισσότερους από πεντακόσιους· «ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι(:από τους οποίους οι περισσότεροι ζουν έως τώρα)»[Α΄Κορ.15,6]. «Αν και διηγούμαι δηλαδή πράγματα που έγιναν στο παρελθόν, έχω μάρτυρες που ζουν ακόμη»· «τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν(:μερικοί όμως και κοιμήθηκαν)». Δεν είπε «πέθαναν», αλλά «κοιμήθηκαν», και βεβαιώνει πάλι και με αυτή τη λέξη την Ανάσταση.
«Ἒπειτα ὤφθη ᾿Ιακώβῳ(:Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο)». Εγώ νομίζω ότι εννοεί τον αδελφό του· διότι λέγεται ότι ο ίδιος ο Χριστός τον χειροτόνησε και τον κατέστησε πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων· «εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν(:και ύστερα σε όλους τους Αποστόλους)»· διότι υπήρχαν και άλλοι απόστολοι, όπως οι εβδομήκοντα.
«Ἒσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί(:Και τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σε μένα, σαν σε έκτρωμα, σαν έμβρυο δηλαδή που παράκαιρα αποβλήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του)»[Α΄Κορ.15,8]. Αυτός είναι λόγος μεγάλης μετριοφροσύνης. Καθόσον δεν παρουσιάστηκε τελευταία σε αυτόν επειδή ήταν πολύ μικρής αξίας· διότι αν και ονόμασε τον εαυτό του τελευταίο, από πολλούς που έγιναν πριν από αυτόν, μάλλον δε από όλους αποδείχτηκε λαμπρότερος· αλλά και οι πεντακόσιοι αδελφοί δεν ήσαν βέβαια καλύτεροι από τον Ιάκωβο επειδή παρουσιάστηκε πρώτα σε αυτούς.
Και γιατί δεν παρουσιαζόταν ο Κύριος σε όλους μαζί; Για να σπείρει από πριν τα σπέρματα της πίστεως· διότι αφού θα τον έβλεπε ο πρώτος και θα πληροφορείτο με απόλυτη βεβαιότητα την ανάσταση, θα ανήγγειλε αυτήν στους άλλους· ύστερα αφού θα έφτανε πρώτα ο λόγος, θα έκανε αυτόν που την άκουγε να προσδοκεί το μέγα αυτό θαύμα και θα προετοίμαζε την οδό της εμφανίσεως με την πίστη. Για τον λόγο αυτόν ούτε σε όλους μαζί εμφανίστηκε, ούτε από την αρχή σε όλους, αλλά σε ένα μόνο πρώτα και αυτό στον κορυφαίο και πιο πιστό από όλους· διότι χρειαζόταν πάρα πολύ πιστή ψυχή για να δεχτεί πρώτη αυτήν την εμφάνιση. Διότι εκείνοι μεν που θα Τον έβλεπαν, αφού πρώτα θα άκουγαν για την ανάσταση από αυτούς που πρώτοι Τον είδαν, θα είχαν τη μαρτυρία εκείνων που θα συντελούσε πολύ στο να πιστέψουν και να προετοιμάσει την ψυχή τους· ο πρώτος όμως που θα καταξιωνόταν να Τον δει πρώτος, χρειαζόταν, όπως είπα, πολλή πίστη, για να μη φοβηθεί από το παράδοξο που θα έβλεπε. Για τον λόγο αυτόν εμφανίζεται πρώτα στον Πέτρο· διότι αυτός που ομολόγησε πρώτος τον Χριστό, ήταν εύλογο να αξιωθεί και να δει την ανάσταση.
Δεν εμφανίζεται όμως μόνο για αυτόν τον λόγο πρώτα στον Πέτρο, αλλά και επειδή τον είχε αρνηθεί, για να τον παρηγορήσει και να τον πείσει ότι δεν πρέπει να απελπιστεί γι΄αυτό, τον αξίωσε να δει πρώτος αυτήν την εμφάνιση, και πρώτα σε αυτόν παρέδωκε ως πρόβατα τους πιστούς. Για τον λόγο αυτόν και σε γυναίκες παρουσιάστηκε πρώτα, επειδή το φύλο των γυναικών υποτιμήθηκε· γι΄αυτό και στη Γέννηση και στην Ανάσταση του Χριστού γυναίκα πρώτη αισθάνεται αυτή τη χάρη. Ύστερα δε από τον Πέτρο εμφανίζεται και ιδιαιτέρως στον καθένα, και άλλοτε μεν σε λιγότερους, άλλοτε δε σε περισσότερους και κάνει αυτούς μάρτυρες και διδασκάλους μεταξύ τους και αποδεικνύει τους αποστόλους αξιόπιστους σε όσα έλεγαν.
«Ἒσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί(:Και τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σε μένα, σαν σε έκτρωμα, σαν έμβρυο δηλαδή που παράκαιρα αποβλήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του)»[Α΄Κορ. 15,8]. Τι θέση έχουν εδώ οι λόγοι ταπεινοφροσύνης ή με ποια ευκαιρία ειπώθηκαν; Διότι εάν θέλει να εμφανιστεί ως αξιόπιστος και να απαριθμήσει όλους τους μάρτυρες της Αναστάσεως, τότε κάνει το αντίθετο από αυτό που θέλει· έπρεπε δηλαδή να εξυψώσει τον εαυτό του και να δείξει ότι είναι μέγας, πράγμα που κάνει σε πολλά σημεία όταν το καλεί η περίσταση. Γι΄αυτό λοιπόν και παρουσιάζεται μετριόφρονας εδώ, επειδή αυτό πρόκειται να κάνει· όχι ευθέως όμως, αλλά με τη σύνεση που αρμόζει σε αυτόν. Αφού προηγουμένως δηλαδή έδειξε μετριοφροσύνη και συγκέντρωσε για τον εαυτό του πολλές κατηγορίες, όταν έρχεται η κατάλληλη στιγμή πλέον, τότε επαινεί τα δικά του έργα.
Για ποιον λόγο, άραγε; Για να γίνει περισσότερο εύκολα παραδεκτός ο λόγος όταν λέει εκείνο το «περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα(:περισσότερο από όλους αυτούς εκοπίασα)»[Α’ Κορ.15,10], και όσα ακολουθούν, αλλά χωρίς να λεχτεί από πριν. Γι΄αυτό και όταν γράφει στον Τιμόθεο και πρόκειται να πει μεγάλα για τον εαυτό του, και μάλιστα όταν καλεί ως μάρτυρα τον εαυτό του, ντρέπεται και κοκκινίζει. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και αυτός ο μακάριος πρώτα ελεεινολογεί τον εαυτό του και ύστερα τον επαινεί. Και αυτό το κάνει και για να απαλλαγεί από το βαρύ φορτίο της περιαυτολογίας και για να κάνει με αυτόν τον τρόπο αξιόπιστα αυτά που θα ειπωθούν μετά από αυτά· διότι αυτός που λέγει με ειλικρίνεια αυτά που είναι άξια κατηγορίας και δεν αποκρύπτει τίποτε από αυτά, όπως ότι κατεδίωξε την εκκλησία, ότι πολέμησε την πίστη, απαλλάσσει έτσι από κάθε υποψία και εκείνα που τον τιμούν.
Και πρόσεχε υπερβολική ταπεινοφροσύνη. Αφού είπε δηλαδή: «Ἒσχατον δὲ πάντων ὤφθη κἀμοί(:Και τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σε μένα)»[Α΄Κορ.15,8], δεν αρκέστηκε σε αυτό· διότι «Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι(:Πολλοί μάλιστα που είναι στον κόσμο αυτό πρώτοι, θα είναι στον άλλο κόσμο τελευταίοι)», λέγει, «καὶ ἔσχατοι πρῶτοι (:και πολλοί τελευταίοι θα είναι εκεί πρώτοι)» [Ματθ.19,30]. Γι΄αυτό πρόσθεσε «ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι(:σαν σε έκτρωμα, σαν έμβρυο δηλαδή που παράκαιρα αποβλήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του)». Και ούτε εδώ σταμάτησε, αλλά προσθέτει και τη δική του κρίση και την αιτιολογεί με τους λόγους: «Ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ(: Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος, ο κατώτερος απ΄ όλους τους Αποστόλους, που δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι Απόστολος, διότι κατεδίωξα την εκκλησία του Θεού)»[ Α΄Κορ. 15,9]. Και δεν είπε από τους Δώδεκα μόνο, αλλά και από όλους τους άλλους απόστολους. Αυτά λοιπόν τα έλεγε και από μετριοπάθεια και διότι έτσι αισθανόταν, όπως είπα, και επειδή προετοιμαζόταν και έκανε περισσότερο εύκολα παραδεκτό αυτό που επρόκειτο να πει. Διότι, εάν μεν παρέλειπε αυτά και έλεγε «Πρέπει να με πιστέψετε ότι αναστήθηκε ο Χριστός, διότι Τον είδα και είμαι πιο αξιόπιστος από όλους, επειδή κοπίασα περισσότερο από όλους», θα προκαλούσε ενόχληση αυτό σε εκείνους που τον άκουγαν· τώρα όμως αφού προηγουμένως στάθηκε σε αυτά που προκαλούν ταπείνωση και περιέχουν κατηγορία, και την τραχύτητα από όσα πρόκειται να πει εξαλείφει και προετοίμασε την οδό για να πιστέψουν στη μαρτυρία του. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς δεν λέει τυχαία ότι είναι ελάχιστος και ανάξιος του ονόματος των αποστόλων, αλλά θέτει και την αιτία με τους λόγους: «διότι κατεδίωξα την εκκλησία του Θεού».
Και όμως όλα εκείνα συγχωρήθηκαν, αλλά αυτός ποτέ δεν το λησμονεί, όταν θέλει να δείξει το μέγεθος της χάριτος. Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει τους λόγους. «Χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι (:Με την χάρη του Θεού όμως είμαι ό,τι είμαι τώρα, δηλαδή Απόστολος ίσος με τους άλλους)»[Α΄Κορ.15,10]. Είδες πάλι άλλη εκδήλωση υπερβολικής ταπεινοφροσύνης; Τα μεν ελαττώματα δηλαδή στον εαυτό του αποδίδει· ενώ από τα κατορθώματα κανένα, αλλά τα αποδίδει όλα στον Θεό.
Στην συνέχεια, για να μην κάνει τον ακροατή αμελή με αυτό, λέγει: «Καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη (:Και η χάρις που μου έδωσε ο Κύριος δεν έμεινε άκαρπη και χωρίς αποτέλεσμα)»[Α΄Κορ.15,10]. Και αυτό πάλι με μετριοπάθεια. Διότι δεν είπε ότι «κατέβαλα προσπάθεια αντάξια της χάριτος», αλλά ότι δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα· «ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα(:αλλά περισσότερο από όλους αυτούς κοπίασα)». Δεν είπε: «τιμήθηκα», αλλά «κοπίασα», και ενώ μπορούσε να πει για κινδύνους και θανάτους, με την λέξη «κόπος», πάλι μετριάζει αυτό που είπε. Ύστερα πάλι με τη συνήθη του ταπεινοφροσύνη, προσπέρασε ταχέως και αυτό και απέδωσε το παν στον Θεό με τα λόγια: «Οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί(:Και το έργο μάλιστα αυτό δεν το εργάστηκα εγώ, αλλά η χάρις του Θεού που είναι μαζί μου και με ενισχύει)»[Α΄Κορ.15,10]. Τι θα ήταν περισσότερο αξιοθαύμαστο από αυτή την ψυχή; Διότι αφού με τόσα εξαφάνισε τον εαυτό του από ταπείνωση και είπε ένα μόνο πράγμα τιμητικό για τον εαυτό του, ούτε αυτό λέγει ότι είναι δικό του, αφού το περικόπτει από παντού και το μετριάζει, και από όσα είπε πριν, και από όσα είπε μετά από αυτόν τον τιμητικό λόγο, και αυτό παρά το ότι αναγκάστηκε να το πει. Πρόσεχε δε πώς με αφθονία λέγει λόγους ταπεινοφροσύνης. Διότι «ἔσχατον δὲ πάντων ὤφθη κἀμοί(:τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σε μένα)», λέγει· γι΄αυτό κανένα άλλο δεν θέτει μαζί με τον εαυτό του· και «ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι(:σαν σε έκτρωμα, σαν έμβρυο δηλαδή που παράκαιρα αποβλήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του)» και λέγει ότι αυτός είναι ο ελάχιστος από τους αποστόλους και ούτε αυτού του τίτλου άξιος.
Και ούτε σε αυτά αρκέστηκε, αλλά για να μην θεωρηθεί ότι μόνο στους λόγους ταπεινοφρονεί, εκθέτει και αιτίες και αποδείξεις των λόγων του, και για το ότι μεν είδε τελευταίος τον Ιησού ως αιτία λέγει ότι είναι έκτρωμα, για το ότι δε είναι ανάξιος και να λέγεται απόστολος, το ότι καταδίωκε την εκκλησία. Διότι αυτός μεν που ταπεινοφρονεί μόνο με τα λόγια, δεν το κάνει αυτό· ενώ αυτός που αναφέρει και τους λόγους της ταπεινότητάς του, λέγει τα πάντα με συντετριμμένη ψυχή. Για τον λόγο αυτόν και αλλού μνημονεύει τα ίδια όταν λέει: «Καὶ χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί με Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὅτι πιστόν με ἡγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν, τὸν πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτην καί ὑβριστήν(:Και ευχαριστώ τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας, ο οποίος με ενίσχυσε. Τον ευχαριστώ, διότι με έκρινε άξιο της εμπιστοσύνης Του και με έθεσε στη διακονία του Ευαγγελίου, εμένα που ήμουν πρωτύτερα βλάσφημος και διώκτης και υβριστής της Εκκλησίας Του)»[Α΄Τιμ. 1,12-13].
Για ποιον λόγο όμως είπε και αυτόν τον τιμητικό για τον εαυτό του λόγο, δηλαδή το «περισσότερο από αυτούς κοπίασα»; Έβλεπε ότι τον εξανάγκαζε η περίσταση· διότι εάν δεν έλεγε αυτό, πώς θα μπορούσε να καλεί τον εαυτό του ως μάρτυρα χωρίς δισταγμό και να τον συγκαταλέγει μαζί με τους άλλους και να λέγει: «Εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν(:Αφού λοιπόν και στους άλλους Αποστόλους και σε μένα εμφανίστηκε ο Κύριος, και όλοι από Εκείνον αναδειχτήκαμε Απόστολοί Του, είτε εγώ ασκώ το αποστολικό έργο, είτε εκείνοι, με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο Ευαγγέλιο κηρύττουμε όλοι)»[Α΄Κορ.15,11]. Διότι ο μάρτυρας πρέπει να είναι αξιόπιστος και να τον έχουν σε υπόληψη. Και το με ποιον τρόπο εκοπίασε περισσότερο από αυτούς, το έδειξε παραπάνω όταν έλεγε: «Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι(:Δεν έχουμε και εγώ και οι συνεργάτες μου δικαίωμα να φάμε και να πιούμε αυτά που μας προσφέρουν οι μαθητές μας, όπως έχουν και οι υπόλοιποι απόστολοι;)»[Α΄Κορ.9,4-5] · και πάλι: «Ἐγενόμην τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος(:Στους εθνικούς που δεν είχαν νόμο όπως οι Ιουδαίοι, για να κερδίσω αυτούς που δεν είχαν νόμο, συμπεριφέρθηκα σαν άνομος, μολονότι δεν διέπραξα καμία ανομία ενώπιον του Θεού, αλλά ζω σύμφωνα με τον νόμο ενώπιον του Χριστού)» [Α΄Κορ.9,21]. Διότι όπου έπρεπε να επιδείξει ακρίβεια, υπερέβαινε τους πάντες, όπου όμως έπρεπε να δείξει συγκατάβαση, πάλι την ίδια υπερβολή έδειχνε. Μερικοί δε λένε ότι το ότι απεστάλη στα έθνη σημαίνει και ότι επισκέφτηκε το μεγαλύτερο μέρος της οικουμένης· από όπου γίνεται φανερό ότι και περισσότερης χάριτος αξιώθηκε. Διότι εάν κοπίασε περισσότερο, περισσότερη ήταν και η χάρη· αξιώθηκε δε περισσότερης χάριτος επειδή και έδειξε μεγαλύτερο ζήλο. Είδες πως ακόμη και με αυτά που μάχεται και βιάζει τον εαυτό του για να κρύψει αυτά που τον τιμούν, αποδεικνύεται ότι ήταν πρώτος από όλους;
Αυτά αφού ακούσαμε και εμείς, τα μεν ελαττώματά μας ας τα κοινοποιούμε για να ταπεινοφρονούμε, ενώ τα κατορθώματα ας τα αποσιωπούμε· και αν μας εξαναγκάζει η περίσταση, ας τα λέμε τουλάχιστον με μετριοφροσύνη και ας αποδίδουμε το παν στην Χάρη του Θεού· αυτό λοιπόν κάνει και ο Παύλος, αφού στιγματίζει συνεχώς την προηγούμενή του ζωή, ενώ αυτά αποδίδει στην Χάρη, για να δείξει παντού την φιλανθρωπία του Θεού, στο ότι δηλαδή, ενώ ήταν τέτοιος, τον έσωσε, και αφού τον έσωσε πάλι τον έκανε τέτοιο. Κανείς λοιπόν, από όσους βρίσκονται στην κακία, ας μην απελπίζεται, κανείς από τους εναρέτους ας μην επαναπαύεται, αλλά και εκείνος ας έχει φόβο μήπως πέσει, και αυτός ας είναι πρόθυμος. Δηλαδή ούτε μπορεί να μένει κανείς στην αρετή εάν είναι ράθυμος, ούτε αυτός που καταβάλλει προσπάθεια είναι δυνατόν να μην αποφύγει την κακία.
Και παράδειγμα γι’ αυτά και τα δύο είναι ο μακάριος Δαβίδ, ο οποίος όταν για λίγο χαλάρωσε την προσοχή, έπεσε σε μέγα βάραθρο, και όταν μετανόησε με συντριβή και κατάνυξη επανήλθε στο προηγούμενο ύψος· διότι και τα δύο είναι εξίσου κακά και το να απελπίζεται και το να αμελεί κανείς· διότι το μεν ένα καταρρίπτει ταχέως και από αυτήν την κορυφή του ουρανού, το δε άλλο δεν αφήνει τον άνθρωπο να ανορθωθεί. Γι΄αυτό προς εκείνον μεν έλεγε ο Παύλος: «Ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ(:Όποιος έχει την ιδέα ότι στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέχει μην πέσει)» [Α΄Κορ.10,12]· σε αυτόν δε: «Σήμερον, ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν(: Σήμερα, οπότε ο Θεός απευθύνεται προς τον καθένα μας και μας προσκαλεί στην σωτηρία, μακάρι να ακούσετε την πατρική φωνή Του, η οποία λέει: ’’Μην κάνετε με την απείθεια σκληρές και ανυπότακτες τις καρδιές σας’’)» [Ψαλμ. 94, 8]· και πάλι: «Τὰς παρειμένας χεῖρας καὶ τὰ παραλελυμένα γόνατα ἀνορθώσατε(:Σηκώστε ψηλά τα χέρια σας που είναι πεσμένα κάτω και στερεώστε όρθια τα παραλυμένα γόνατά σας˙ πάρτε θάρρος και δύναμη)»[Εβρ.12,12]. Αλλά και αυτόν που πόρνευσε, όταν μετανόησε, γι΄αυτό τον δέχεται πάλι ταχέως, «μήπως τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος(:μήπως ο άνθρωπος τέτοιας διαγωγής εξαιτίας της υπερβολικής λύπης του απελπιστεί και τον καταπιεί ο διάβολος)» [Β΄Κορ.2,7].
Γιατί, λοιπόν, στενοχωριέσαι, άνθρωπε, για τα άλλα; Αφού, εάν στη λύπη για τις αμαρτίες, που μόνο γι’ αυτές είναι χρήσιμη η λύπη, η υπερβολή επιφέρει μεγάλη ζημία, πολύ περισσότερο στα άλλα. Γιατί λοιπόν στενοχωρείσαι; Διότι έχασες χρήματα; Αλλά σκέψου αυτούς που ούτε ψωμί χορταίνουν και αμέσως θα παρηγορηθείς. Αλλά και σε κάθε δυστυχία μην θρηνείς αυτά που συμβαίνουν, αλλά να ευχαριστείς για τις συμφορές που δεν συνέβησαν. Απέκτησες χρήματα και τα έχασες; Μην δακρύσεις για την ζημία, αλλά ευχαρίστησε για τον χρόνο κατά τον οποίο τα είχες ωφεληθεί. Είπε όπως ο Ιώβ: «Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;(: Εάν δεχτήκαμε ευχαρίστως τα αγαθά από τον Κύριο, τα πικρά δεν θα τα υπομείνουμε;)» [Ιώβ 2,10]. Μαζί με αυτό δε να σκέπτεσαι και εκείνο, ότι και αν έχασες χρήματα, όμως έχεις το σώμα σου υγιές και δεν θρηνείς μαζί με την πτωχεία και την αναπηρία του σώματος. Αλλά υπέστη κάποια βλάβη και το σώμα σου; Δεν είναι όμως αυτός ο βυθός των ανθρωπίνων κακών, αλλά στο μέσο της επιφανείας και του βυθού βρίσκεσαι ακόμη. Διότι πολλοί μαζί με πτωχεία και σωματική αναπηρία παλεύουν συγχρόνως και με δαίμονες και περιπλανώνται σε ερήμους· άλλοι πάλι υποφέρουν άλλα φοβερότερα από αυτά. Είθε λοιπόν να μη συμβούν όλα όσα μπορούμε να υπομείνουμε.
Αυτά λοιπόν σκεπτόμενος πάντοτε, να αναλογίζεσαι αυτούς που πάσχουν φοβερότερα και για κανένα από αυτά να μην στενοχωριέσαι· αλλά όταν αμαρτήσεις, τότε μόνο να στενάξεις, τότε να δακρύσεις· όχι μόνο δεν εμποδίζω, αλλά μάλλον και προτρέπω· αλλά και τότε με μέτρο, με την σκέψη ότι υπάρχει επιστροφή, ότι υπάρχει συνδιαλλαγή με τον Θεό. Αλλά βλέπεις άλλους να ζουν με πλούτο και ανέσεις, ενώ τον εαυτό σου με πτωχεία, και άλλον με φανταχτερά ενδύματα και δόξα; Μην βλέπεις όμως μόνο αυτά, αλλά και τα λυπηρά που γεννώνται από αυτά. Και στην φτώχεια επίσης όχι μόνο την φτώχεια, αλλά να σκέπτεσαι και την γλυκύτητα που προέρχεται από αυτήν. Διότι ο πλούτος το μεν προσωπείο έχει ευχάριστο, αλλά τα μέσα του είναι τελείως σκοτεινά, ενώ η φτώχεια το αντίθετο. Και εάν φανερώσεις την συνείδηση του καθενός, στην μεν ψυχή του φτωχού θα δεις πολλή την άνεση και την ελευθερία, ενώ στην ψυχή του πλουσίου συγχύσεις, ταραχές, δυσκολίες. Εάν όμως στενοχωριέσαι που τον βλέπεις να πλουτίζει και εκείνος περισσότερο από εσένα να στενοχωριέται όταν βλέπει αυτόν που είναι πλουσιότερος από εκείνον· και όπως εσύ φοβάσαι αυτόν, έτσι και εκείνος άλλον και σε τίποτε δεν πλεονεκτεί από εσένα ως προς αυτό.
Αλλά στενοχωριέσαι επειδή βλέπεις τον άλλον να είναι άρχοντας, ενώ εσύ ασήμαντος, κατώτερος και από τους πολίτες που διοικούνται; Αλλά σκέψου και την ημέρα της αλλαγής, και πριν από εκείνη την ημέρα τους φόβους, τους κινδύνους, τους κόπους, τις απατηλές κολακείες, τις αγρυπνίες, τις ταλαιπωρίες όλες. Και αυτά λέμε σε εκείνους που δεν θέλουν να ζουν και να σκέπτονται βαθύτερα· διότι, εάν γνωρίσεις αυτό, από άλλα σημαντικότερα μπορούμε να σε παρηγορήσουμε· τώρα όμως είναι ανάγκη να ομιλούμε σε εσένα για τα χονδροειδέστερα. Όταν, λοιπόν, δεις πλούσιο, σκέψου αυτόν που είναι από εκείνον πλουσιότερος και θα δεις αυτόν στην ίδια θλίψη με τη δική σου. Μαζί με αυτόν δε πρόσεχε και τον πτωχότερο από εσένα και πόσοι απεβίωσαν μέσα σε πείνα και έχασαν τις πατρικές τους περιουσίες και ζουν σε φυλακή και εύχονται κάθε ημέρα να αποθάνουν. Διότι ούτε η πτωχεία γεννά θλίψη, ούτε ευτυχία ο πλούτος, αλλά και το ένα και το άλλο συνήθως η σκέψη μας το δημιουργεί.
Πρόσεχε δε όταν αρχίζεις από εκείνους που είναι κατώτεροί σου. Αυτός που καθαρίζει ακαθαρσίες δυσφορεί και υποφέρει διότι δεν απαλλάσσεται από αυτό το άθλιο και αξιοκατηγόρητο, όπως νομίζει, επάγγελμα· αλλά αν τον απαλλάξεις από αυτά και τον κάνεις να κερδίζει με ευπορία τα προς το ζην, θα δυσφορήσει πάλι διότι δεν έχει περισσότερα από τα αναγκαία· και εάν του δώσεις περισσότερα, θα θελήσει πάλι να διπλασιαστούν αυτά και θα στενοχωρηθεί γι’ αυτά, όχι λιγότερο από όσο προηγουμένως· και εάν του δώσεις διπλάσια, και εάν του δώσεις τριπλάσια πάλι θα στενοχωρηθεί διότι δεν διακρίνεται στην πολιτική· και αν του δώσεις και αυτό, θα θεωρήσει δυστυχή τον εαυτό του, διότι δεν είναι από τους πρώτους μεταξύ των πολιτών· αλλά και όταν αποκτήσει και αυτήν την τιμή, θα θρηνήσει διότι δεν διοικεί· και όταν γίνει διοικητής, θα δυσανασχετήσει διότι δεν κυβερνά έθνος ολόκληρο· όταν δε κυβερνήσει και έθνος ολόκληρο, διότι δεν εξουσιάζει πολλά έθνη· όταν εξουσιάσει πολλά έθνη, διότι δεν τα εξουσιάζει όλα· όταν γίνει υπαρχηγός, θα λυπηθεί πάλι διότι δεν είναι και βασιλέας· και εάν γίνει βασιλέας, διότι δεν είναι ο μόνος· και αν είναι μόνος, διότι δεν βασιλεύει και στους βαρβάρους· και εάν βασιλεύσει στους βαρβάρους, διότι δεν βασιλεύει και σε όλη την οικουμένη· και εάν βασιλεύσει σε όλη την οικουμένη, γιατί να μη βασιλεύει και σε άλλο κόσμο; Και έτσι καθώς προχωρεί επ’ άπειρον ο λογισμός, δεν τον αφήνει ποτέ να σκεφτεί και να κρίνει με ορθό τρόπο.
Είδες πως και αν ακόμη τον κάνεις από ασήμαντο και πτωχό, βασιλέα, δεν εξαφανίζεις την λύπη εάν προηγουμένως δεν διορθώσεις σε αυτόν που αγαπά την πλεονεξία; Έλα λοιπόν και θα σου δείξω το αντίθετο, ότι δηλαδή και αν από τα υψηλά καταβιβάσεις στα κατώτερα αυτόν που έχει σύνεση, δεν θα τον ρίξεις σε στενοχώρια και λύπη. Και εάν θέλεις, την ίδια κλίμακα ας κατέβουμε και τον υπαρχηγό, με τον λόγο αφού τον κατεβάσεις από τον θρόνο, στέρησέ τον από αυτό το αξίωμα. Λοιπόν καθόλου δεν θα στενοχωρηθεί αυτός από αυτό, εάν θέλει να κατανοήσει αυτά που είπα. Διότι δεν θα σκεφτεί αυτά που του αφαιρέθηκαν, αλλά αυτά που έχει τώρα, την δόξα δηλαδή από την εξουσία που είχε. Κι αν αφαιρέσεις και αυτήν, θα σκεφτεί τους απλούς και ασήμους ανθρώπους, οι οποίοι ποτέ δεν έλαβαν τέτοια εξουσία και θα του αρκέσει ο πλούτος του· αν όμως αφαιρέσεις και αυτόν, θα δει αυτούς που έχουν τα ίσα με αυτόν· αν πάλι αφαιρέσεις και αυτά και του δώσεις μόνο την αναγκαία τροφή, θα μπορέσει να σκεφθεί αυτούς που ούτε τροφή έχουν, αλλά παλεύουν με διαρκή πείνα και κατοικούν σε φυλακή. Εάν πάλι προσθέσεις στη φυλακή και αυτούς που πάσχουν από ανίατα νοσήματα, σκεπτόμενος αυτούς που βρίσκονται σε αθεράπευτες δυστυχίες, θα δει τον εαυτό του να είναι καλύτερος σε πολλά. Και όπως εκείνος που καθαρίζει ακαθαρσίες ούτε όταν γίνει βασιλιάς θα ευθυμήσει, έτσι αυτός ούτε όταν φυλακιστεί, θα στενοχωρηθεί ποτέ.
Άρα δεν είναι ο πλούτος αιτία ευτυχίας, ούτε η φτώχεια αιτία δυστυχίας, αλλά η δική μας γνώμη και το ότι οι οφθαλμοί της ψυχής μας δεν είναι καθαροί, ούτε στεκόμαστε κάπου και μένουμε εκεί, αλλά πετούμε απεριόριστα. Και όπως τα μεν υγιή σώματα και αν ακόμη τρέφονται μόνο με ψωμί, είναι εύρωστα και σφριγηλά, ενώ τα φιλάσθενα, και αν ακόμη απολαμβάνουν πλούσια και με ποικίλα φαγητά τράπεζα, τόσο περισσότερο ασθενή γίνονται, έτσι συμβαίνει συνήθως και με την ψυχή· οι μεν μικρόψυχοι, ούτε με στέμμα και απερίγραπτες τιμές μπορούν να είναι εύθυμοι, ενώ αυτοί που έχουν σοφία και σύνεση και σε φυλακή και με αλυσίδες και σε φτώχεια απολαμβάνουν ευτυχία. Αναλογιζόμενοι λοιπόν αυτά, ας βλέπουμε πάντοτε προς αυτούς που βρίσκονται σε χειρότερη θέση από εμάς.
Βέβαια υπάρχει μεν και άλλη παρηγορία, αλλά είναι πνευματική και σοφή και υπερβαίνει την υλοφροσύνη των πολλών. Ποια είναι αυτή; Ότι τίποτε δεν είναι ο πλούτος, τίποτε η φτώχεια, τίποτε η περιφρόνηση, τίποτε η τιμή, αλλά σε σύντομη διάρκεια και στην ονομασία διαφέρουν μεταξύ τους. Μαζί επίσης με αυτήν υπάρχει και άλλη μεγαλύτερη από αυτήν, το να σκέφτεται δηλαδή κανείς τα αγαθά και τα κακά της μελλούσης ζωής, αυτά που στην πραγματικότητα είναι κακά και αυτά που στην πραγματικότητα είναι αγαθά και να παρηγορείται από εκείνα. Αλλά επειδή πολλοί από αυτούς, όπως είπα, απέχουν πολύ από τους λόγους αυτούς, γι’αυτό αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε και εκείνους τους λόγους, για να οδηγήσουμε στην ορθή οδό και αυτούς που δέχτηκαν εκείνα.
Αναλογιζόμενοι λοιπόν όλα αυτά, ας τακτοποιήσουμε τον εαυτό μας από κάθε πλευρά, και ποτέ δεν θα στενοχωρηθούμε για τις αιφνίδιες και απροσδόκητες θλίψεις. Διότι, εάν δούμε πλούσιους σε μια εικόνα, δεν θα πούμε ότι είναι αξιοζήλευτοι, όπως ούτε τους φτωχούς που εικονίζονται εκεί, θα θεωρήσουμε άθλιους και αξίους οίκτου· αν και βέβαια εκείνοι οι πλούσιοι της εικόνας μένουν περισσότερο από τους πλούσιους που ζουν μεταξύ μας· διότι περισσότερο διαρκεί ο πλούτος στην εικόνα, παρά στην πραγματικότητα. Διότι αυτός μεν που είναι στην εικόνα, πολλές φορές έφτασε να φαίνεται έτσι και εκατό χρόνια, ενώ αυτός που είναι πλούσιος στην πραγματικότητα ορισμένες φορές, αφού ούτε έναν χρόνο δεν απόλαυσε τα υπάρχοντά του, γυμνώθηκε από όλα μεμιάς. Αναλογιζόμενοι λοιπόν όλα αυτά, ας περιτειχίσουμε από όλες τις πλευρές την επιθυμία εναντίον της παράλογης λύπης, για να ζήσουμε και την παρούσα ζωή με αληθινή ηδονή και τα μελλοντικά αγαθά να επιτύχουμε, με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, ομιλία ΛΗ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1980, τόμος 18Α, σελίδες 548-587.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh
ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΝΟΥΣ [:Εφεσ. 6,10-17]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ(:Η προτροπή λοιπόν που μένει να σας κάνω, αδελφοί μου, είναι να ενισχύεστε με τη δύναμη που σας δίνει η κοινωνία σας με τον Κύριο και που πηγάζει από την πανίσχυρη δύναμή Του)»[Εφ.6,10]. Όταν πρόκειται να τελειώσει ο λόγος, πάντοτε χρησιμοποιεί αυτόν τον τρόπο.
Δεν έλεγα καλά από την αρχή ότι η οικία του καθενός είναι ολόκληρο στρατόπεδο; Διότι ιδού, αφού παρέταξε όλες τις εξουσίες, στη συνέχεια τούς εξοπλίζει καλώς και τους οδηγεί σε πόλεμο. Εάν βέβαια δεν αρπάζει κανείς την εξουσία του άλλου, αλλά ο καθένας μένει στο αξίωμά Του, όλα θα είναι διευθετημένα καλώς. «Ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ(:Να ενισχύεστε με τη δύναμη που σας δίνει η κοινωνία σας με τον Κύριο και που πηγάζει από την πανίσχυρη δύναμή Του)», λέγει· δηλαδή ελπίζοντας σε Αυτόν για την βοήθειά Του. Επειδή, λοιπόν, παρήγγειλε πολλά που έπρεπε να γίνουν, «μη φοβάστε», λέγει, «στηρίξτε την ελπίδα σας στον Κύριο, και όλα θα τα ανακουφίσει». «Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου(: Ντυθείτε ολόκληρο τον οπλισμό με τον οποίο οπλίζει ο Θεός τους στρατιώτες Του, για να μπορείτε να αντιστέκεστε στα πανούργα τεχνάσματα του διαβόλου)»[Εφ.6,11]. Δεν είπε «στις μάχες», ούτε «στους πολέμους», αλλά «στα τεχνάσματα». Διότι ο εχθρός δεν μας πολεμάει ούτε απλά, ούτε φανερά αλλά με τεχνάσματα. Και τι σημαίνει «μεθοδεία»; «Μεταχειρίζομαι τέχνασμα» σημαίνει «παραπλανώ και με επινοήσεις καταβάλλω κάποιον», πράγμα που γίνεται και στην περίπτωση των τεχνασμάτων και με λόγια και με έργα, και με παλαιστικά τεχνάσματα, σε εκείνους οι οποίοι μας παραπλανούν. Επεξηγώ τι εννοώ: Ποτέ δεν παρουσιάζει φανερά τα αμαρτήματα ο διάβολος, την ειδωλολατρία δεν την λέγει, αλλά διαφορετικά παριστάνει τούτο μεταχειριζόμενος τεχνάσματα, δηλαδή, παριστάνει πιθανόν τον λόγο και χρησιμοποιεί επικαλύμματα.
Ήδη λοιπόν και με αυτό διήγειρε τους στρατιώτες και τους έκανε να είναι άγρυπνοι και νηφάλιοι με το να τους πείσει και να τους διδάξει ότι η μάχη μας είναι ενάντια σε κάποιον πολύ έμπειρο στα πολεμικά, που πολεμάει όχι απλώς, ούτε φανερά αλλά με πολλά τεχνάσματα. Και πρώτα μεν από τη φύση και το πλήθος διεγείρει ο Παύλος τους μαθητές. Τους είπε για τα σοφίσματα του αντικείμενου και τους ετοίμασε να είναι άγρυπνοι και να έχουν νήψη, επειδή ήθελε όχι να καταβάλει τους υπό αυτόν παρατεταγμένους στρατιώτες, αλλά να τους ερεθίσει και να τους διεγείρει. Εάν μεν τελείωνε τον λόγο μέχρι τούτου του σημείου διηγούμενος μόνο τη δύναμη των δαιμόνων, ίσως να κατέβαλλε τους χριστιανούς ακροατές του· εάν όμως και πριν από αυτά και μετά δείχνει ότι είναι δυνατό να καταβάλουν τον εχθρό αυτόν, τους διεγείρει περισσότερο. Διότι όσο σαφέστερα από εμάς θα αναγγέλλεται στους δικούς μας η δύναμη των αντιπάλων, τόσο σπουδαιότερους κάνει τους δικούς μας στρατιώτες.
«Ὃτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις(:Διότι πραγματικά δεν έχουμε να παλέψουμε με αντιπάλους ίδιους με μας, με αίμα και σάρκα σαν τη δική μας· αλλά η πάλη και ο πόλεμός μας είναι με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τα διαβολικά αυτά τάγματα, με τους κοσμοκράτορες που εξουσιάζουν το πλήθος των ανθρώπων που είναι βυθισμένοι στο ηθικό σκοτάδι που επικρατεί στον κόσμο αυτό. Καλούμαστε να παλέψουμε με τα πνευματικά όντα που είναι γεμάτα πονηρία και κατοικούν ανάμεσα στη γη και στον ουρανό)»[Εφ.6,12].
Αφού λοιπόν τους προέτρεψε από το είδος της μάχης, στο εξής τους διέγειρε από τα έπαθλα που είναι για αυτούς. Τι λοιπόν συμβαίνει; Αφού είπε ότι οι εχθροί μας είναι δυνατοί, πρόσθεσε, ότι μας στερούν μεγάλα αγαθά. Ποια είναι αυτά; Η μάχη κείται στους ουρανούς. Ο αγώνας δεν είναι για χρήματα, ούτε για τη δόξα, αλλά για δουλεία. Ώστε η έχθρα γίνεται αδιάλλακτη. Η φιλονικία και η μάχη είναι σφοδρότερη, όταν γίνεται για μεγάλα αγαθά. Διότι το «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» τίθεται αντί του «ὑπέρ τῶν ἐπουρανίων». Όχι για να λάβουν αυτοί κάποιο έπαθλο, επειδή μας νίκησαν, αλλά για να το στερήσουν από εμάς, σαν να έλεγε: η συνθήκη εξαρτάται εντελώς από κάτι, το «ἐν» σημαίνει «ὑπέρ» και το «ἐν» σημαίνει «διά». Πρόσεχε πώς μας διεγείρει η δύναμη του εχθρού και μας κάνει να είμαστε προσεκτικοί, η γνώση ότι ο κίνδυνος και η νίκη είναι για τα μεγάλα αγαθά, διότι πασχίζει να μας εκδιώξει από τον ουρανό. Ποιες αρχές, λέγει, και εξουσίες και κοσμοκράτορες του σκοταδιού, που επικρατεί στον αιώνα αυτόν; Ποιου σκοταδιού; Μήπως το σκοτάδι της νύχτας; Καθόλου, αλλά το σκοτάδι της πονηρίας, «διότι είσαστε», λέγει, «κάποτε σκοτάδι», λέγοντας έτσι την πονηρία, που επικρατεί στην παρούσα ζωή. Διότι δε θα έχει πλέον χώρα, ούτε στον ουρανό, ούτε στον αιώνα.
Και ονομάζει τους δαίμονες κοσμοκράτορες, όχι επειδή είναι κύριοι του κόσμου, αλλά επειδή είναι αίτιοι των πονηρών έργων. Διότι γνωρίζει η Γραφή να ονομάζει «κόσμο» τις πονηρές πράξεις, όπως όταν ο Χριστός λέγει: « Ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου(: Εγώ τους έδωσα το λόγο Σου και το Ευαγγέλιό Σου. Όμως ο κόσμος που βρίσκεται μακριά από την αλήθεια τούς μίσησε, διότι δεν έχουν τα φρονήματα του κόσμου και δεν είναι από τον κόσμο, όπως Εγώ δεν έχω καμία σχέση με τον κόσμο της αμαρτίας και δεν είμαι από τον κόσμο)» [Ιω.17,14]. Άρα λοιπόν δεν ήσαν από τον κόσμο; Δεν έφεραν σάρκα; Δεν ήσαν από τους ανθρώπους του κόσμου; Και πάλι: «Οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν(:Δεν υπάρχει λόγος να μισεί εσάς ο κόσμος, και γι’ αυτό κανείς δε σας εμποδίζει να πάτε όποτε θέλετε στα Ιεροσόλυμα. Εμένα όμως ο κόσμος με μισεί, διότι εγώ αποκαλύπτω και καταγγέλλω ότι τα έργα του είναι πονηρά και τον ελέγχω γι’ αυτά. Όταν λοιπόν πάω στα Ιεροσόλυμα, θα με σκοτώσουν)» [Ιω.7,7], αποκαλώντας έτσι πάλι τις πονηρές πράξεις· ή ονομάζει εδώ «κόσμο» τους πονηρούς ανθρώπους, διότι οι δαίμονες περισσότερο αυτούς εξουσιάζουν.
«Πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις(:Η πάλη και ο πόλεμός μας είναι με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τα διαβολικά αυτά τάγματα, με τους κοσμοκράτορες που εξουσιάζουν το πλήθος των ανθρώπων που είναι βυθισμένοι στο ηθικό σκοτάδι που επικρατεί στον κόσμο αυτό. Καλούμαστε να παλέψουμε με τα πνευματικά όντα που είναι γεμάτα πονηρία και κατοικούν ανάμεσα στη γη και στον ουρανό)»[Εφ.6,12]. «Αρχές και εξουσίες» λέγει, όπως ακριβώς και στα επουράνια υπάρχουν θρόνοι, κυριότητες, αρχές, εξουσίες.
«Διὰ τοῦτο(:Γι’ αυτό λοιπόν)», λέγει, «ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι(:επειδή ο αγώνας είναι φοβερός, πάρτε πάνω σας και φορέστε την πανοπλία που δίνει ο Θεός, για να μπορέσετε να αντισταθείτε την ημέρα που ο πειρασμός θα σας προσβάλει με δύναμη. Κι αφού επιτελέσετε με ακρίβεια όλα τα καθήκοντά σας να σταθείτε στη θέση σας και να την κρατήσετε καλά)»[Εφ.6,13].Ονομάζει «ημέρα πονηρή» την παρούσα ζωή και «αιώνα πονηρό» τον παρόντα, εξαιτίας των κακών που γίνονται σε αυτόν. Δηλαδή, πάντοτε να είστε εξοπλισμένοι.
«Καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι (:Κι αφού επιτελέσετε με ακρίβεια όλα τα καθήκοντά σας, να σταθείτε στη θέση σας και να την κρατήσετε καλά)», λέγει. Δηλαδή «αφού εκτελέσετε όλα εντελώς και πάθη και παράδοξες επιθυμίες και όλα εκείνα τα οποία προκαλούν σε εμάς ενόχληση». Δεν είπε απλώς «εκτελέσετε», αλλά «εκτελέσετε εντελώς», ώστε όχι μόνο να νικήσετε, αλλά και να σταθείτε στη θέση σας μετά τη νίκη. Διότι πολλοί, αφού πέτυχαν αυτήν τη νίκη, πάλι έπεσαν. «Όλα τα πάθη», λέγει, «αφού τα εκτελέσετε εντελώς», όχι αυτό μεν ναι, εκείνο όμως όχι· διότι είναι ανάγκη και μετά την νίκη να σταθούμε στη θέση μας. Τραυματίστηκαν κάποτε, αλλά πάλι επανέρχονται στη ζωή εκείνα που τραυματίζονται· εάν δεν θα σταθούμε, ήδη και αυτά που έπεσαν σηκώνονται. Έως ότου θα είμαστε όρθιοι, θα είναι πεσμένος ο εχθρός· έως ότου δεν θα είμαστε ασταθείς, εκείνος δε σηκώνεται. Ας ενδυθούμε την πανοπλία του Θεού.
Βλέπεις πώς εκδίωξε τον φόβο; Εάν βέβαια είναι δυνατόν να εκτελείς όλα και να σταθείς όρθιος, γιατί αποφεύγεις τη μάχη; Στάσου όρθιος όταν εκτελείς και έχεις νικήσει. Και μην απορήσεις επειδή λέγει τόσα πολλά για τη δύναμη των εχθρών· διότι με το να πει αυτά, δεν προκαλεί δειλία και φόβο, αλλά αποτινάσσει τη νωθρότητα. «Ἳνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ(:Για να μπορέσετε να αντισταθείτε την ημέρα που ο πειρασμός θα σας προσβάλει με δύναμη)», λέγει.
Και από τον χρόνο τούς παρηγορεί. «Σύντομος», λέγει, «είναι ο καιρός, ώστε πρέπει να σταθείτε στη θέση σας, να μη καταβληθείτε μετά τη μάχη». Εάν λοιπόν υπάρχει πόλεμος, εάν υπάρχουν αυτές οι παρατάξεις, εάν οι αρχές είναι ασώματες, εάν υπάρχουν οι κοσμοκράτορες, εάν υπάρχουν τα πνευματικά όντα της πονηρίας, πες μου, πώς ζεις ζωή τρυφής; Πώς έχεις διαχύσει την προσοχή σου σε τόσες ματαιότητες; Πώς θα μπορέσουμε να νικήσουμε αφοπλισμένοι; Ο καθένας ας λέγει αυτά στον εαυτό του κάθε ημέρα, όταν κυριαρχείται από τον θυμό, από επιθυμίες υλικές, όταν επιζητεί τον φιλήδονο και μάταιο τούτο βίο. Ας ακούει τον μακάριο Παύλο που λέγει: «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας(:Δεν έχουμε να παλέψουμε με αντιπάλους ίδιους με μας, με αίμα και σάρκα σαν τη δική μας· αλλά η πάλη και ο πόλεμός μας είναι με τις αρχές, με τις εξουσίες του σκότους)». Αυτός ο πόλεμος είναι δυσκολότερος του αισθητού, η πάλη είναι σφοδρότερη. Κατανόησε πόσο χρόνο παλεύει αυτός , για ποιον πυγμαχεί, και γίνε ασφαλέστερος του εαυτού σου.
«Ναι», θα μπορούσε να πει κάποιος, «αλλά έπρεπε να φύγει ο διάβολος από το μέσο και όλοι θα σώζονταν». Μερικοί από τους οκνηρούς προφασιζόμενοι λέγουν αυτά. Είναι ανάγκη να σε ευχαριστήσω, άνθρωπε, διότι υπερισχύεις, αν θέλεις, ενός τέτοιου αντιπάλου, και αγανακτείς λέγοντας τα λόγια ενός νωθρού και υπναλέου στρατιώτη. Γνωρίζεις τις αφορμές, αν θέλεις, πρόσεχε από παντού, οχύρωνε τον εαυτό σου. Διότι η πάλη δεν είναι μόνο προς τον διάβολο, αλλά και προς τις δυνάμεις του. «Πώς λοιπόν», θα απορούσε κάποιος, «θα αντιμετωπίσουμε το σκοτάδι;». Με το να γίνουμε φως. Πώς θα αντιμετωπίσουμε τα πνευματικά όντα της πονηρίας; Με το να γίνουμε αγαθοί. Διότι η πονηρία είναι αντίθετη προς το αγαθό, και το φως απομακρύνει το σκοτάδι. Αν όμως και εμείς οι ίδιοι είμαστε σκοτάδι, θα πέσουμε οπωσδήποτε στο χέρι του εχθρού. Πώς λοιπόν θα γίνουμε υπέρτεροι αυτών; Αν εκείνο που εκ φύσεως είναι αυτοί, τούτο θα γίνουμε εκ προαιρέσεως εμείς, χωρίς σάρκα και αίμα· κατ’ αυτόν τον τρόπο θα τους καταβάλουμε. Επειδή βέβαια ήταν φυσικό να εκδιώκονται από πολλούς, αυτοί, μη νομίσετε, λέγει ο Παύλος, ότι αυτοί μας πολεμούν. Οι δαίμονες, που ενεργούν σε αυτούς, είναι εκείνοι που μας πολεμούν· προς εκείνους πρέπει να πολεμήσουμε. Από αυτά λοιπόν δύο πράγματα κατορθώνει: πρώτο κάνει αυτούς προθυμότερους απέναντι σε εκείνους που τους πολεμούν και δεύτερον εξάπτει τον θυμό προς εκείνους.
Και για ποιο λόγο έχει γίνει σε εμάς η μάχη προς αυτούς; Επειδή έχουμε και σύμμαχο άμαχο, την χάρη του αγίου Πνεύματος, διδαχτήκαμε την τέχνη αυτήν, ώστε να μπορούμε να αγωνιζόμαστε όχι προς ανθρώπους, αλλά προς τους δαίμονες. Αν όμως θέλουμε, ούτε θα παλέψουμε· επειδή βεβαίως θέλουμε, υπάρχει ο αγώνας, Διότι είναι τόσο μεγάλη η δύναμη του Πνεύματος, που ενοικεί μέσα μας, καθώς λέγει: «Ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ(:Ιδού, Εγώ σας δίνω τώρα εξουσία εναντίον του σατανά πολύ μεγαλύτερη απ’ όση σας έδωσα όταν σας έστειλα να κηρύξετε. Σας δίνω εξουσία να νικάτε και να ποδοπατάτε όλα τα όργανα του σατανά, που σαν φίδια και σκορπιοί επιβουλεύονται και χύνουν το δηλητήριό τους ύπουλα στις ψυχές των ανθρώπων, για να τις νεκρώσουν. Σας δίνω εξουσία να κατανικάτε όλη τη δύναμη που διαθέτει ο εχθρός του ανθρώπου, ο σατανάς. Κι έτσι κανένα μέσο να μην τελεσφορεί απ’ όσα θα χρησιμοποιεί για να παρεμποδίσει το έργο σας. Κι απ’ όσα μηχανεύεται εναντίον σας, τίποτε δεν θα σας ζημιώσει ούτε θα σας βλάψει)»[Λουκ.10,19]. Έχει δώσει σε εμάς κάθε εξουσία και να αγωνιζόμαστε και να μην αγωνιζόμαστε, επειδή όμως είμαστε νωθροί, αγωνιζόμαστε προς αυτούς.
Λοιπόν ότι ο Παύλος δεν πάλεψε, άκουσε αυτόν να λέγει: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;(:Ποιος λοιπόν θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη αυτή που μας έχει ο Χριστός; Μήπως θα μας καταστήσει λιγότερο αγαπητούς στον Χριστό ή μήπως θα μας χωρίσει από Αυτόν θλίψη από εξωτερικές περιστάσεις ή στενοχώρια και εσωτερική πίεση των καρδιών μας ή διωγμός ή πείνα ή γύμνια και έλλειψη ρούχων ή κίνδυνος ή μαχαίρι που να μας φοβερίζει με σφαγή;)» [Ρωμ.8,35]. Και πάλι άκουε αυτόν να λέγει: «Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν(:Και ο Θεός που δίνει ειρήνη θα συντρίψει γρήγορα κάτω από τα πόδια σας τον σατανά, που είναι ο αίτιος των διαιρέσεων και των σκανδάλων. Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας)» [Ρωμ.16,20].
Βέβαια είχε αυτόν υποτεταγμένο, για τούτο και έλεγε: « Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. Καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ(:Και αυτό το έκανε για πολλές ημέρες, όχι βέβαια με καλό σκοπό. Αλλά το μαντικό πνεύμα επιδίωκε να ελκύσει πάνω του την απεριόριστη εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί τελικά με δολιότητα και πανουργία. Αγανακτώντας λοιπόν ο Παύλος στράφηκε πίσω προς τη δούλη αυτή που τον ακολουθούσε και είπε προς το πνεύμα: ‘’Σε διατάζω, επικαλούμενος το όνομα του Ιησού Χριστού, να βγεις από αυτήν’’. Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα βγήκε)»[Πράξ.16,18].
Τούτο όμως δεν είναι χαρακτηριστικό εκείνου που αγωνίζεται. Διότι ο αγωνιζόμενος δεν νίκησε μέχρι τώρα, και αυτός που νίκησε δεν αγωνίζεται πλέον. Υπέταξε αυτόν, τον αιχμαλώτισε εντελώς. Και ο Πέτρος δεν αγωνιζόταν προς τον διάβολο, αλλά εκείνο που ήταν καλύτερο της πάλης, τούτο έπραττε. Πολλοί από τους πιστούς, αυτούς που υπάκουαν, τους κατεχόμενους που ήσαν γύρω του, ήσαν ανώτεροι από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν έλεγε και ο μακάριος Παύλος: «ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν(: έκανα τη χάρη αυτή για την πνευματική σας ωφέλεια και για τη δόξα του Χριστού, για να μη νικηθούμε με απάτη από τον σατανά. Και λέω με απάτη του σατανά, διότι γνωρίζουμε τις δόλιες επινοήσεις του)» [Β΄Κορ.2,11]. Για τον λόγο αυτόν και υπερίσχυσε αυτού κατά πολύ.
Και πάλι άκου αυτόν να λέει: «Οὐ μέγα οὖν εἰ καὶ οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης, ὧν τὸ τέλος ἔσται κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν (:Δεν είναι λοιπόν μεγάλο πράγμα εάν και οι υπηρέτες του μεταμφιέζονται και παρουσιάζονται σαν υπηρέτες δικαιοσύνης. Το τέλος τους όμως θα είναι ίδιο με τα έργα τους)»[Β΄Κορ.11,15]. Έτσι γνώριζε όλη τη μάχη και τίποτε δε διέφυγε της προσοχής του. Και πάλι: «Τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας, μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται (: Δεν ήλθε όμως ακόμη ο καθορισμένος καιρός του. Διότι τώρα είναι σε ενέργεια η μυστική δύναμη του κακού και της ανομίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό παραμένει κρυμμένη και δε φανερώθηκε ακόμη ολόκληρη· υπάρχει μάλιστα κάποιος που εμποδίζει τον άνομο να φανερωθεί. Η φανέρωση λοιπόν του ανόμου αυτού θα αναβληθεί μόνο μέχρις ότου φύγει από τη μέση αυτός που σύμφωνα με τη θεία πρόνοια παρεμποδίζει την εμφάνισή του)»[Β΄Θεσ.2,7].
Αλλά ο αγώνας είναι προς εμάς. Άκου λοιπόν αυτόν πάλι να λέει: «Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα·οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν(: Τα υπερνικούμε όλα. Διότι είμαι πεπεισμένος ότι ούτε θάνατος, με τον οποίο ενδεχομένως θα μας φοβερίσουν, ούτε ζωή, με την οποία μας υπόσχονται οποιαδήποτε ευτυχία, ούτε τα τάγματα των ουράνιων πνευμάτων, ούτε οι άγγελοι δηλαδή, ούτε οι αρχές, ούτε οι δυνάμεις, αλλά ούτε και οι περιστάσεις και τα γεγονότα του παρόντος, ούτε τα μελλοντικά γεγονότα, ούτε οι ένδοξες επιτυχίες που υψώνουν τον άνθρωπο πολύ, ούτε οι άδοξες ταπεινώσεις που τον καταρρίπτουν σε μεγάλα βάθη, ούτε οποιαδήποτε άλλη κτίση διαφορετική από αυτήν που βλέπουμε δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει και να μας απομακρύνει από την αγάπη που μας έδειξε ο Θεός, μέσω του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, και η οποία μας κρατά στενά συνδεδεμένους μαζί Του και ιδιαιτέρως προστατευόμενους Του)» [Ρωμ.8,38-39]. Δεν είπε μόνο «από τον Χριστό» αλλά «από την αγάπη του Χριστού». Διότι πολλοί είναι ενωμένοι δήθεν με τον Χριστό, δεν αγαπούν όμως Αυτόν. «Όχι μόνο», λέγει, «δε θα με πείσεις να Τον αρνηθώ, αλλά ούτε να Τον αγαπήσω λιγότερο».
Εάν όμως οι ουράνιες δυνάμεις δεν ήταν δυνατόν να κατορθώσουν αυτό, ποιος άλλος θα απομάκρυνε αυτόν; Και όχι επειδή εκείνες το επιχειρούν, τα λέγει αυτά, αλλά καθ’ υπόθεση. Για τον λόγο αυτόν και έλεγε: «είμαι πεπεισμένος». Επομένως δεν πάλευε αλλά όμως φοβάται τις πανουργίες του. Διότι άκου αυτόν να λέει: « Φοβοῦμαι δὲ μήπως, ὡς ὁ ὄφις Εὔαν ἐξηπάτησεν ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτοῦ, οὕτω φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς ἁπλότητος τῆς εἰς τὸν Χριστόν (:Φοβούμαι όμως μήπως, όπως το φίδι εξαπάτησε άλλοτε με την πανουργία του την Εύα, έτσι διαφθαρούν οι σκέψεις σας και χάσετε την ειλικρίνεια και καθαρότητα που οφείλουμε όλοι να έχουμε προς τον νυμφίο μας Χριστό)»[Β΄Κορ.11,3]. «Ναι», θα μπορούσε να πει κάποιος, «αλλά και για τον εαυτό του χρησιμοποιεί το ρήμα αυτό, εφόσον λέγει: ‘’ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι(: αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλο, για να μην αποδοκιμαστώ και αποδειχτώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία αυτοί πήραν το βραβείο)’’[Α΄Κορ. 9,27].Πώς λοιπόν είσαι πεπεισμένος, ότι κανείς δεν θα σε χωρίσει;»
Βλέπεις ότι ο λόγος δηλώνει την ταπεινοφροσύνη και τη μετριοφροσύνη; Ήδη εκείνος κατοικούσε στον ουρανό, γι’ αυτό και έλεγε: «Οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ σύνοιδα· ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι· ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστιν (: Και δεν θεωρώ ούτε τον εαυτό μου αρμόδιο για να βγάλω απόφαση για τη διαχείρισή μου ως οικονόμου του Θεού, διότι ναι μεν η συνείδησή μου δεν μου μαρτυρεί καμία ενοχή, αλλά κι αυτό δεν φτάνει για να είμαι δικαιωμένος. Διότι ο Κύριος είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει αν πράγματι υπήρξα καλός οικονόμος)» [Α΄Κορ. 4,4]· και πάλι: «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα(:Έχω αγωνιστεί τον καλό αγώνα για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Έχω φτάσει στο τέλος του δρόμου της αρετής και της εκπληρώσεως τη αποστολή μου. Έχω διαφυλάξει την πίστη)»[Β΄Τιμ.4,7].
Επομένως δεν ήταν κύριος εκείνων μόνο αυτός, αλλά και η προαίρεσή τους. Εκεί κάπως ήταν κύριος, μάλλον δε ούτε εκεί ήταν κύριος αυτού, αλλά της ραθυμίας εκείνων που δεν πρόσεχαν. Διότι, εάν μεν δεν εκπλήρωνε τα καθήκοντά τους, ή εξαιτίας της νωθρότητας ή οποιασδήποτε άλλης αιτίας, ήταν κύριος αυτού· εάν όμως αυτός μεν έπραττε τα πάντα, εκείνοι δε δεν πείθονταν, δεν ήταν κύριος αυτού, αλλά της απείθειας εκείνων. Και η ασθένεια δεν υπερίσχυε του ιατρού, αλλά της αδυναμίας του ασθενούς. Όταν λοιπόν αυτός με έχει κάνει τα πάντα, ο ίδιος όμως ο ασθενής καταστρέφει τα πάντα, εκείνος είναι ηττημένος, όχι αυτός. Ώστε πουθενά δεν υπερίσχυσε του Παύλου. Αλλά όμως είναι αγαπητό σε εμάς το και να μπορούμε να αγωνιζόμαστε.
Στους Ρωμαίους δεν εύχεται αυτό, αλλά το εξής: «Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν(:Και ο Θεός που δίνει ειρήνη θα συντρίψει γρήγορα κάτω από τα πόδια σας τον σατανά, που είναι ο αίτιος των διαιρέσεων και των σκανδάλων. Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας)» [Ρωμ.16,20]· και στους Εφεσίους έτσι εύχεται: «Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ τὴν δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν, αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων· ἀμήν(:Στον Θεό λοιπόν που έχει τη δύναμη να κάνει για μας απείρως μεγαλύτερα και περισσότερα από όλα όσα εμείς ζητούμε ή μπορούμε να βάλουμε με το μυαλό μας, και να τα κάνει σύμφωνα με τη δύναμη που ενεργεί μέσα μας για τον αγιασμό και τη σωτηρία μας, σε Αυτόν ας είναι η δόξα μέσα στην Εκκλησία, η οποία έχει οικοδομηθεί πάνω στο θεμέλιο του Ιησού Χριστού και είναι ενωμένη με Αυτόν, σε όλες τις εποχές της ατέλειωτης σειράς ων αιώνων του μέλλοντος. Αμήν)» [Εφ.3,21].
Εκείνος που αγωνίζεται, ακόμη κατέχεται· είναι όμως αγαπητό και το να μην πέσουμε. Ή νίκη τότε γίνεται λαμπρή, όταν εξέλθουμε από την πάλη αυτήν. Επί παραδείγματι, ας υποτεθεί ότι υπάρχει μια πονηρή επιθυμία. Το παράδοξο είναι, όχι να τη δεχθούμε, αλλά να μην την εξαλείψουμε· εάν όμως το ίδιο δεν είναι δυνατόν, τουλάχιστον ας αγωνιζόμαστε και ας την κατέχουμε πάντοτε· αν αγωνιζόμενοι εξέλθουμε, έχουμε νικήσει. Διότι δε συμβαίνει, εδώ έτσι όπως και στην περίπτωση των αθλητών. Διότι εκεί μεν αν δεν καταβάλεις τον αντίπαλο, δεν έχεις νικήσει· εδώ όμως αν δεν σε καταβάλει ο αντίπαλος, είσαι ο νικητής· αν δε σε καταβάλει, νίκησες. Είναι εύλογο· διότι εκεί και οι δύο πασχίζουν για την νίκη και αν ο ένας νικηθεί, ο άλλος στεφανώνεται. Εδώ όμως δε συμβαίνει έτσι, όπως και στην περίπτωση των αθλητών. Διότι εκεί μεν αν δεν καταβάλεις τον αντίπαλο, δεν έχεις νικήσει· εδώ όμως αν δε σε καταβάλει ο αντίπαλος, είσαι ο νικητής· αν δε σε καταβάλει, νίκησες. Είναι εύλογο· διότι εκεί και οι δύο πασχίζουν για την νίκη, και αν ο ένας νικηθεί, ο άλλος στεφανώνεται.
Εδώ όμως δεν συμβαίνει έτσι, αλλά ο διάβολος πασχίζει για τη δική μας ήττα. Όταν λοιπόν αποστερήσω από αυτόν εκείνο για το οποίο πασχίζει, νίκησα· διότι ο διάβολος δεν επείγεται για να νικήσει, αλλά για να νικήσει ολοκληρωτικά. Ήδη λοιπόν έχει νικηθεί, διότι έχει καταβληθεί αυτός και βρίσκεται στην απώλεια. Και η νίκη του δεν αποβλέπει στο να στεφανωθεί αυτός, αλλά στο να απολέσει εμένα. Επομένως αν δεν καταβάλω, αλλά και δεν καταβληθώ, έχω νικήσει. Ποια λοιπόν είναι ένδοξη νίκη; Να καταπατούμε αυτόν δια της περιουσίας, καθώς έκανε ο Παύλος, θεωρώντας ότι δεν έχουν καμία αξία τα παρόντα πράγματα. Ας μιμούμαστε και εμείς αυτόν, και ας επιδιώκουμε να γίνουμε ανώτεροι και να μη δίνουμε από πουθενά αφορμή στον αντικείμενο.
Σε αυτόν δίνει αφορμή ο πλούτος, τα χρήματα, η κενοδοξία· και πολλές φορές μεν ανέστησε αυτόν, πολλές δε φορές τον ερέθισε. Αλλά γιατί έχουμε ανάγκη του αγώνα; Γιατί έχουμε ανάγκη της συμπλοκής; Εκείνος που συμπλέκεται με άλλον έχει αβέβαιο τέλος, ποιο από τα δύο να μην ηττηθεί και αυτός και θα πέσει στα χέρια του αντιπάλου του. Αυτός όμως που καταπατά, έχει βέβαιη τη νίκη. Λοιπόν ας καταπατήσουμε τις αμαρτίες, εννοώ όλα τα βιοτικά, τον θυμό, την επιθυμία, την αλαζονεία, όλα τα πάθη, για να μην βρεθούμε, όταν απέλθουμε στην άλλη ζωή, ότι δεν τηρήσαμε την εξουσία, την οποία μας έδωσε ο Θεός. Διότι κατά αυτόν τον τρόπο θα επιτύχουμε και τα μέλλοντα αγαθά. Αν όμως γινόμαστε κακοί όσον αφορά σε τούτο, ποιος θα μας εμπιστευτεί τα μεγαλύτερα; Διότι, αν δεν μπορέσουμε να πατήσουμε τον αποκρουσθέντα, τον κατησχυμένο, τον περιφρονημένο, τον ευρισκόμενο κάτω από τα πόδια μας, πώς θα μας δώσει ο Πατήρ αυτά που είναι δικά Του; Εάν δεν νικήσαμε αυτόν που είναι έτσι υποτεταγμένος, ποιο θάρρος θα έχουμε να εισέλθουμε στην πατρική οικία; Διότι πες μου, εάν έχεις υιό, και εκείνος αφού εγκαταλείψει τους ευγνώμονες δούλους, συναναστρέφεται με αυτούς που σε έχουν λυπήσει, οι οποίοι έχουν εκδιωχθεί από την πατρική οικία, και ασχολούνται με τους κύβους, και μέχρι τέλος κάνει αυτό, δε θα τον αποκληρώσεις; Είναι ολοφάνερο.
Έτσι και εμείς, αν συναναστρεφόμαστε μαζί με τον διάβολο, αφού εγκαταλείψουμε τους αγγέλους που είναι ευάρεστοι και επιτεταγμένοι σε μας, οπωσδήποτε θα στερηθούμε της κληρονομίας. Αλλά μακάρι να μην πάθει τούτο κανένας μας, αλλά αφού αναλάβουμε τον πόλεμο προς αυτόν, και νικήσουμε με τη βοήθεια της άνωθεν συμμαχίας, αν γίνουμε κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών. Εάν κανείς έχει εχθρό, εάν κανείς έχει αδικηθεί από αυτόν, αν κανείς είναι άγριος, αφού συγκεντρώσει όλο εκείνον τον θυμό, όλη την οργή, ας τα αδειάσει στο κεφάλι του διαβόλου. Εδώ ο θυμός είναι καλό, εδώ η οργή είναι χρήσιμη, εδώ η μνησικακία είναι επαινετή. Διότι όπως ακριβώς η μνησικακία αυτή επί τω έξωθεν είναι κακό, έτσι εδώ η μνησικακία είναι αγαθό. Επομένως εάν έχεις ελαττώματα, εδώ να αποβάλεις αυτά, ειδεμή μπορείς εσύ ο ίδιος να τα απομακρύνεις, έστω και με τα δικά σου μέλη. Σε έπληξε κανείς; Να γίνεις μνησίκακος εναντίον του διαβόλου και ποτέ να μη διαλύσεις την προς αυτόν έχθρα. Αλλά δε σε έπληξε κανείς; Και έτσι να είσαι μνησίκακος, διότι εξύβρισε τον Δεσπότη σου, τον πολέμησε, διότι καταστρέφει και πολεμάει τους αδελφούς.
Ας είσαι πάντοτε εχθρός, πάντοτε πικρός, πάντοτε άγριος προς τον διάβολο· έτσι θα είναι εκείνος τόσο ταπεινός, τόσο ευκαταφρόνητος, τόσο ευάλωτος. Εάν είμαστε εμείς άγριοι προς αυτόν, εκείνος δεν θα είναι σε εμάς άγριος· εάν είμαστε εμείς επιεικείς, τότε εκείνος θα είναι άγριος, όχι όπως επί των αδελφών μας. Είναι εχθρός και πολέμιος και της ζωής και της σωτηρίας της δικής μας και της δικής του. Εάν τον εαυτό του δεν αγαπά, πώς θα μπορέσει να αγαπήσει εμάς; Ας παρατασσόμαστε λοιπόν και ας πλήττουμε αυτόν έχοντας ισχυρό σύμμαχο τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος θα μπορέσει να καταστήσει και εμάς ακατάβλητους στις παγίδες εκείνου και άξιους των μελλόντων αγαθών, τα οποία είθε να επιτύχουμε όλοι μας, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του Οποίου ανήκει στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα δόξα, δύναμη, τιμή, τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΟΜΙΛΙΑ ΚΓ’
«Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ(:Σταθείτε λοιπόν στην παράταξη του αγώνα. Ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτισμός της αλήθειας να σας δίνει πνευματική δύναμη και ευκινησία)»[Εφ.6,14].
Αφού σύνταξε το στράτευμα τούτο των Χριστιανών και αφού διέγειρε τη διάθεσή τους -διότι ήσαν αναγκαία και τα δύο, και να είναι συντεταγμένοι και να διεγείρει τη διάθεσή τους-, και αφού τους έδωσε θάρρος -καθόσον και αυτό ήταν αναγκαίο-, στη συνέχεια τους εξοπλίζει τελείως. Διότι δεν ωφελούν καθόλου τα όπλα, αν δεν έχουν παραταχθεί εκείνοι προηγουμένως και αν δεν διεγερθεί η διάθεση της ψυχής του στρατιώτη. Διότι πρέπει να οπλίζει πρώτα αυτόν εσωτερικά και έπειτα εξωτερικά. Και αν τούτο ισχύει για τους αισθητούς στρατιώτες, κατά πολύ περισσότερο θα ενισχύει για τους νοητούς· και μάλλον αυτοί δεν είναι δυνατόν να οπλισθούν εξωτερικά, αλλά πάντοτε εσωτερικά. Διήγειρε τη διάθεση και την παρόξυνε, πρόσθεσε το θάρρος, παρέταξε αυτούς με τάξη, στη συνέχεια τους οπλίζει.
Πρόσεχε όμως πώς χορηγεί τα όπλα. «Σταθείτε λοιπόν», λέγει. Το πρώτο που πρέπει να προσέχουν οι στρατιώτες είναι, να γνωρίζουν να παρατάσσονται με τάξη, και από αυτό πολλά μπορούν να γίνουν. Για τον λόγο αυτόν πολλά λέγει για τον τρόπο της παρατάξεως και σε άλλο σημείο λέγοντας: «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε(:Προσέχετε σαν άγρυπνοι φρουροί. Μένετε στερεοί και όρθιοι στην πίστη. Να αγωνίζεστε σαν άνδρες γενναίοι. Πάρτε δύναμη και θάρρος)» [Α΄Κορ.16.13]· και πάλι: «Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοὶ καὶ ἐπιπόθητοι, χαρὰ καὶ στέφανός μου, οὕτω στήκετε ἐν Κυρίῳ, ἀγαπητοί(:Συνεπώς, αδελφοί μου αγαπητοί και πολυπόθητοι, εσείς που είστε για μένα τον απόστολο και διδάσκαλό σας χαρά και στεφάνι δόξας λόγω των αρετών σας, σας προτρέπω, αγαπητοί μου, έτσι να μένετε σταθεροί στην εν Κυρίω ζωή· όπως δηλαδή σας είπα προηγουμένως και όπως ταιριάζει σε ανθρώπους που περιμένουν Σωτήρα από τους ουρανούς)» [Φιλιπ.4,1]· και πάλι: «Ὥστε ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ(: Από τα διδακτικά λοιπόν αυτά παραδείγματα της ιστορίας του Ισραήλ βγαίνει ως συμπέρασμα ότι όποιος έχει την ιδέα ότι στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέχει μην πέσει, όπως έπεσαν και οι Ισραηλίτες που ανέφερα)» [Α΄Κορ.10,12]· και πάλι: «Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι(:Επειδή λοιπόν ο αγώνας είναι φοβερός, γι’ αυτό πάρτε πάνω σας και φορέστε την πανοπλία που δίνει ο Θεός, για να μπορέσετε να αντισταθείτε την ημέρα που ο πειρασμός θα σας προσβάλει με δύναμη. Κι αφού επιτελέσετε με ακρίβεια όλα τα καθήκοντά σας να σταθείτε στη θέση σας και να την κρατήσετε καλά)» [Εφ.6,13]. Άρα δεν εννοεί απλώς οποιανδήποτε παράταξη, αλλά την διατεταγμένη καλώς· και όσοι είναι έμπειροι των πολεμικών ζητημάτων, γνωρίζουν πόσο αξίζει το να γνωρίζουν να παρατάσσονται.
Εάν, λοιπόν, επί των πυγμάχων και παλαιστών ο γυμναστής πριν από οτιδήποτε άλλο διατάσσει αυτό, να στέκονται δηλαδή καλώς, πολύ περισσότερο το ίδιο ακριβώς ισχύει επί των πολέμων και των στρατιωτικών πραγμάτων. Εκείνος που έχει σταθεί όρθιος δεν έχει σταθεί με σύγχυση, ούτε στηρίζεται σε άλλον· η ακριβής όρθια στάση φαίνεται στον τρόπο, με τον οποίο στέκεται κανείς. Ώστε οι όντως όρθιοι, αυτοί έχουν σταθεί· αυτοί όμως που δεν έχουν σταθεί, δε θα έχουν την κανονική στάση, αλλά θα είναι διαλυμένοι και διασκορπισμένοι. Ο φιλήδονος δεν στέκεται όρθιος, αλλά στηρίζεται, καθώς ο λάγνος και ο φιλοχρήματος. Αυτός που γνωρίζει να στέκεται, θα έχει εύκολα όλα τα απαραίτητα όπλα για την πάλη από τη στάση του αυτήν, σαν από κάποιο στήριγμα.
«Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ(:Σταθείτε λοιπόν στην παράταξη του αγώνα. Ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτισμός της αλήθειας να σας δίνει πνευματική δύναμη και ευκινησία)», λέγει. Δεν ομιλεί περί πραγματικής ζώνης, διότι όλα στο χωρίο αυτό τα λέγει με αλληγορικό νόημα. Και πρόσεχε πώς προχωρεί μεθοδικά. Κατά πρώτον ζώνει εκ νέου τον στρατιώτη. Τι τέλος πάντων σημαίνει αυτό; Με τη ζώνη ανακόπτει εκείνον, που είναι διαλυμένος και παραλυμένος από τις επιθυμίες και έχει τις σκέψεις του στραμμένες προς τα ταπεινά, δεν επιτρέπει να εμποδίζεται αυτός από τα συμπλεκόμενα με τις κνήμες ιμάτια, αλλά τον αφήνει να τρέχει με ευλύγιστα πόδια.
«Σταθείτε, λοιπόν», λέγει, «αφού ζώσετε τη μέση σας». «Μέση» εδώ εννοεί το εξής· όπως ακριβώς βάση στα πλοία είναι η καρίνα, έτσι και σε εμάς βάση όλου του σώματος είναι η μέση· διότι είναι σαν θεμέλιο και επάνω σε αυτό οικοδομείται το παν, καθώς βέβαια λέγουν οι ιατροί. Περισφίγγει λοιπόν την ψυχή μας, περιβάλλοντας με ζώνη τη μέση, διότι δεν εννοεί βέβαια τη μέση αυτή, αλλά ομιλεί αλληγορικά. Και όπως η μέση είναι η βάση των κάτω και των άνω μελών του σώματος, έτσι συμβαίνει και επί της νοητής μέσης. Εκείνοι λοιπόν που καταπονήθηκαν πολλές φορές, αφού θέσουν εκεί τα χέρια τους σαν σε ένα στήριγμα, έτσι στηρίζαν σταθερά, τους εαυτούς τους. Και η ζώνη για τον λόγο αυτόν γίνεται στους πολέμους, για να συγκρατεί και αν περισφίγγει το ευρισκόμενο σε εμάς στήριγμα. Για τούτο και όταν τρέχουμε φορούμε ζώνη, για να προφυλάσσει το στήριγμα σε μας. Τούτο λοιπόν λέγει, ας γίνεται και επί της ψυχής, και οτιδήποτε αν κάνουμε, θα είμαστε δυνατοί. Βέβαια η ζώνη κατεξοχήν αρμόζει στους στρατιώτες.
«Ναι», θα μπορούσε να πει κάποιος, «αλλά τη μέση αυτή ζώνουμε με δερμάτινο ιμάντα· εμείς όμως με ποιον;» Με τον κυριότερο των λογισμών, εννοώ με την αλήθεια. «Ζωστείτε την αλήθεια στη μέση σας σαν ζώνη», λέγει. Ας μην αγαπάμε λοιπόν κανένα ψεύδος, να επιδιώκουμε τα πάντα εν αληθεία, ας μην ψευδόμαστε ο ένας στον άλλο. Και αν πρόκειται για δόξα, ας ζητούμε την αληθινή· και αν είναι τρόπος ζωής, τον αληθινό. Αν περιγράφουμε με τούτο τους εαυτούς μας, αν ζωστούμε με την αλήθεια, κανείς δε θα γίνει υπέρτερός μας. Εκείνος που ζητεί το δόγμα της αληθείας, δε θα νικηθεί και δε θα χάσει το θάρρος του στη γη. Ότι βεβαίως τα μη αληθινά κατάγονται από τη γη, είναι φανερό από το ότι όλοι οι κοσμικοί είναι δούλοι στα πάθη, υπακούοντας στις δικές τους σκέψεις.
Για τον λόγο αυτόν εάν είμαστε νηφάλιοι, δε θα έχουμε ανάγκη διδασκαλίας στους λόγους των Ελλήνων. Βλέπεις πώς εκείνοι είναι μαλακοί και νωθροί, χωρίς να μπορούν να αποδεχθούν τίποτε αυστηρό, τίποτε υπεράνω του ανθρώπινου λογικού; Διότι δεν είναι ζωσμένοι με την αλήθεια. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς η μέση τους έχει διαλυθεί, καθώς το μέρος που δέχεται τα γεννητικά σπέρματα και το στήριγμα των λογισμών. Τίποτε λοιπόν δεν είναι ασθενέστερο από αυτούς.
Και βλέπεις πάλι τους Μανιχαίους, πώς τολμούν να λέγουν τα πάντα με τους δικούς τους συλλογισμούς; «Δεν μπορούσε», λένε, «ο Θεός χωρίς ύλη να δημιουργήσει τον κόσμο». Από πού είναι φανερό αυτό; Ισχυρίζονται αυτά από τα όσα συμβαίνουν εδώ κάτω και από τα γήινα και από τα ανθρώπινα. «Διότι ο άνθρωπος», λένε οι οπαδοί του Μάνεντος, «δεν μπορεί να δημιουργήσει με άλλο τρόπο». Πάλι πρόσεχε τι λέγει ο Μαρκίωνας[έζησε τον 2ο αιώνα μ. Χ. , μέγας οπαδός της αίρεσης του Γνωστικισμού, συγκρότησε δυαρχικό θεολογικό σύστημα και ιδιαίτερη εκκλησία, δική του]: «Δεν μπορούσε ο Θεός να παραμείνει αμόλυντος, αφού έγινε άνθρωπος». Από πού είναι φανερό αυτό; «Διότι ούτε οι άνθρωποι μπορούν», λέει. Αν και οι άνθρωποι μπορούν.
Ο Ουαλεντίνος πάλι[:αιρεσιάρχης του 2ου αιώνα· καταγόταν από την Αίγυπτο και διδάχτηκε την ελληνική φιλοσοφία. Αφού εγκαταστάθηκε ση Ρώμη αποσχίστηκε από την Εκκλησία, γενόμενος αρχηγός της αίρεσης του Γνωστικισμού], έχοντας στραμμένους τους λογισμούς του στα γήινα, ομιλεί από όσα συμβαίνουν στη γη· ομοίως και ο Παύλος ο Σαμοσατεύς[: αιρετικός του 3ου αιώνα, επίσκοπος Αντιοχείας. Ήταν μοναρχιανός, αρνιόταν το δόγμα της αγίας Τριάδος και το δόγμα της ενανθρωπήσεως, μη παραδεχόμενος τις υποστάσεις του υιού και του αγίου Πνεύματος· θεωρούσε τον Χριστό όχι ως Θεό, αλλά ως σκήνωμα της θείας σοφίας] και ο Άρειος[: αιρετικός πρεσβύτερος και θεολόγος της Αλεξάνδρειας από τη διδασκαλία του οποίου προήλθε ο αρειανισμός, η γνωστή χριστολογική αίρεση του 4ου αιώνα]. «Τι λοιπόν;», λέγει ο Άρειος. «Δεν μπορούσε ο Θεός όταν γεννά, να γεννήσει απαθώς». Πώς τολμάς να το λέγεις αυτό, Άρειε; Από αυτά που συμβαίνουν σε μας; Βλέπεις οι λογισμοί όλων να σύρονται κάτω στη γη, να είναι χαλαροί, να εμπνέονται από τη γη; Και όσον αφορά μεν τα δόγματα, έτσι συμβαίνει· όσον αφορά δε πάλι τον τρόπο ζωής, οι πόρνοι, όσοι αγαπούν υπερβολικά τα χρήματα, τη δόξα και όλα τα άλλα, κάτω σύρονται· δεν έχουν όρθια αυτή τη μέση, ώστε να αναπαύονται όταν κουραστούν, αλλά εάν κουραστούν, δε θέτουν το χέρι σε αυτήν για να σταθούν, αλλά διαλύονται. Ο ζωσμένος λοιπόν την αλήθεια, πρώτα μεν ουδέποτε θα κουραστεί· δεύτερο δε, και αν ακόμη κουραστεί, θα επαναπαύεται σε αυτήν την αλήθεια.
Τι λοιπόν, πες μου; Η πτωχεία θα αναγκάσει αυτόν να κουραστεί; Καθόλου· διότι επαναπαύεται στον αληθινό πλούτο και με την πτωχεία θα γνωρίσει την πραγματική πτωχεία. Μήπως η δουλεία θα κάνει αυτόν να κουραστεί; Καθόλου· διότι γνωρίζει την πραγματική δουλεία. Μήπως η ασθένεια; Αλλά ούτε αυτή. «Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι(:Η μέση σας ας είναι ζωσμένη καλά, και τα λυχνάρια σας ας είναι πάντοτε αναμμένα. Δηλαδή αν θέλετε να γίνουν κτήμα σας οι επουράνιοι θησαυροί, πρέπει να είστε πάντοτε έτοιμοι και άγρυπνοι προσέχοντας να εκτελείτε σε κάθε περίσταση τις εντολές του Κυρίου σας και πρόθυμοι να Τον υπηρετήσετε)»[Λουκ.12,35], ώστε να έχουν άσβεστο το φως.
Αυτό διατάσσονταν να κάνουν και οι εξερχόμενοι από την Αίγυπτο και ζωσμένοι έτρωγαν το Πάσχα. «Και γιατί», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, «έτρωγαν κατά αυτόν τον τρόπο;». Θέλεις να μάθεις όλη την ιστορική υπόθεση ή την αλληγορική ερμηνεία τους; Εγώ λοιπόν θα τα πω και τα δύο, εσείς πάλι να εμβαθύνετε σε αυτά. Διότι δεν ομιλώ απλώς, για να πω μόνο την εξήγηση, αλλά και για να γίνουν μεταξύ σας οι λόγοι μου έργο. «Οὕτω δὲ φάγεσθε αὐτό· αἱ ὀσφύες ὑμῶν περιεζωσμέναι, καὶ τὰ ὑποδήματα ἐν τοῖς ποσὶν ὑμῶν, καὶ αἱ βακτηρίαι ἐν ταῖς χερσὶν ὑμῶν· καὶ ἔδεσθε αὐτὸ μετὰ σπουδῆς· πάσχα ἐστὶ Κυρίῳ(:Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο θα φάτε το πάσχα: η μέση σας θα είναι ζωσμένη, τα υποδήματά σας φορεμένα στα πόδια σας και οι ράβδοι στα χέρια σας. Θα φάτε αυτό βιαστικά. Αυτό είναι Πάσχα (:διάβαση) Κυρίου)»[Έξ.12,11], λέγει. Φρικτά και φοβερά είναι τα μυστήρια και έχουν πολύ βάθος. Εάν όμως είναι τόσο φοβερά στους τύπους, πολύ περισσότερο είναι στην πραγματικότητα. Εξέρχονται από την Αίγυπτο, τρώγουν το πάσχα. Πρόσεχε, η εξωτερική τους εμφάνιση είναι δείγμα των οδοιπόρων· διότι το να φορούν τα υποδήματα, να κρατούν ραβδιά στα χέρια και να τρώγουν όρθιοι, τίποτε άλλο δε δηλώνει παρά τούτο.
Επιθυμείτε να ακούσετε πρώτα την ιστορία ή την αλληγορική ερμηνεία; Καλύτερα την ιστορία. Τι λοιπόν θέλει να πει η ιστορία; Οι Ιουδαίοι ήσαν αγνώμονες και συνεχώς λησμονούσαν τις ευεργεσίες του Θεού. Επειδή λοιπόν ήθελε να θυμούνται Αυτόν και χωρίς την θέλησή τους, καθορίζει τον τρόπο αυτόν της βρώσεως του πάσχα. Τι τέλος πάντων; Για να έχουν την ανάγκη να τηρούν κάθε χρόνο την νομοθεσία, και να θυμούνται κατ’ ανάγκη και τον Θεό, ο οποίος εξήγαγε αυτούς από την Αίγυπτο. Άρα λοιπόν ο Θεός δεν πρόσδεσε μόνο τις ευεργεσίες Του στον χρόνο, αλλά και στον τρόπο αυτών που έτρωγαν το πάσχα. Για τον λόγο αυτόν βέβαια τρώνε ζωσμένοι και φορώντας τα σανδάλια τους, για να λένε όταν τους ρωτούν, ότι «Είμαστε έτοιμοι προς οδοιπορία» και ότι «Επρόκειτο να εξέλθουμε από την Αίγυπτο στη γη της επαγγελίας». Αυτή μεν είναι η μορφή των γεγονότων, η αλήθεια όμως είναι η εξής:
Και εμείς εσθίουμε πάσχα, τον Χριστό. «Ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα, καθώς ἐστε ἄζυμοι. καὶ γὰρ τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός(: Ξεκαθαρίστε λοιπόν το παλιό προζύμι της διαφθοράς του παλαιού ανθρώπου, για να είστε νέα μάζα ζυμαριού, καθώς έχετε απαλλαγεί από την παλιά κακή ζύμη με την πίστη και το βάπτισμα. Και οφείλουμε να είμαστε άζυμοι, διότι και εμείς εορτάζουμε θείο και υπερφυσικό Πάσχα. Ο δικός μας πασχαλινός αμνός είναι ο Χριστός, που θυσιάστηκε για χάρη μας)» [Α΄Κορ. 5,7]. Άρα και εμείς εσθίουμε πάσχα πολύ καλύτερο από το ιουδαϊκό. Βέβαια και εμείς οφείλουμε να εσθίουμε έχοντας υποδήματα στα πόδια και ζώνη στη μέση μας. Γιατί; Για να είμαστε και εμείς έτοιμοι για την έξοδο, για την αποδημία από τη ζωή αυτή. Κανείς από όσους τρώνε τούτο το πάσχα ας μην προσέχει προς την Αίγυπτο, αλλά προς τον ουρανό, προς την άνω Ιερουσαλήμ. Για τον λόγο αυτόν εσθίεις ζωσμένος και έχοντας τα υποδήματα στα πόδια, για να μάθεις ότι ευθύς μόλις αρχίσεις να τρώγεις το πάσχα, οφείλεις να αποδημείς και να οδεύεις. Και υπαινίσσεται δύο πράγματα και ότι πρέπει να εξέλθουν από την Αίγυπτο και ότι όταν μένουν, να μένουν στο εξής σαν σε ξένη χώρα.
«Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν(:Η συμπεριφορά τους και τα φρονήματά τους είναι τελείως αντίθετα με τα δικά μας. Διότι η δική μας πατρίδα και πολιτεία και τα δικά μας πολιτικά δικαιώματα είναι στους ουρανούς, από όπου με πολύ πόθο περιμένουμε και τον Σωτήρα μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό)»[Φιλιπ.3,20], λέγει ο Παύλος, και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι πάντοτε σε όλη τη ζωή μας, ώστε όταν κληθούμε, να μην αναβάλλουμε, αλλά να λέμε «Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου(:Είναι έτοιμη η καρδιά μου, ω Θεέ μου, είναι έτοιμη, για να ψάλλω με τη φωνή μου προς δόξα δική Σου, να παίζω μουσικά όργανα με όλη μου την ψυχή)»[Ψαλμ.107,2]. Αλλά αυτό μεν μπορούσε να το λέγει ο Παύλος που δεν συναισθάνεται τίποτε να τον βαραίνει· εγώ όμως που έχω ανάγκη πολλού χρόνου για μετάνοια, δεν μπορώ να το πω.
Και το ότι το να είναι κάποιος ζωσμένος είναι δείγμα της γρηγορούσης ψυχής, άκουε τον Θεό να λέγει προς τον δίκαιο εκείνον άνδρα, τον Ιώβ: «Ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀποκρίθητι. Ποῦ ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τὴν γῆν; Ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν.τίς ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; Ἤ τίς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς;(: Ζώσε, λοιπόν, τη μέση σου ως άνδρας παλαιστής και πάρε θάρρος, διότι Εγώ θα σε ερωτήσω, και εσύ δώσε μου απόκριση: Πού ήσουνα, όταν Εγώ θεμελίωνα την γη; Απάντησέ μου, εάν έχεις σύνεση. Ποιος έθεσε τα μέτρα αυτής; Πες μου, εάν το γνωρίζεις. Ποιος, όταν αυτή χτιζόταν, έβαλε νήμα στάθμης για την ακρίβεια της οικοδομής;)»[Ιώβ, 38,3-5]. Τούτο λέγει και προς όλους τους αγίους, τούτο δε και προς τον Μωυσή. Και ο ίδιος πάλι φαίνεται ζωσμένος στο βιβλίο του Ιεζεκιήλ, μάλλον δε και οι άγγελοι φαίνονται σε μας ζωσμένοι, επειδή είναι στρατιώτες. Από την περίζωση γίνεται γενναίως ο τρόπος κατά τον οποίο στέκεται κανείς, όπως από την στάση η περίζωση.
Ας περιζώσουμε λοιπόν και τους εαυτούς μας, διότι και εμείς πρόκειται να εξέλθουμε και πολλές είναι οι ενδιάμεσες δυσκολίες. Όταν διέλθουμε τούτο το πεδίο, έρχεται αμέσως ο διάβολος και τα πάντα ενεργεί και επινοεί, ώστε, αφού συλλάβει, να καταστρέψει αυτούς που σώθηκαν από την Αίγυπτο, αυτούς που διάβηκαν την Ερυθρά θάλασσα, αυτούς που απελευθερώθηκαν από τους δαίμονες και συγχρόνως από πάρα πολλές συμφορές. Αλλά εάν είμαστε νηφάλιοι, έχουμε και εμείς στήριγμα ισχυρό τη χάρη του αγίου Πνεύματος· το στήριγμα αυτό και φωτίζει και σκιάζει. Έχουμε μάννα· μάλλον δε όχι μάννα, αλλά πολύ περισσότερο του μάννα έχουμε. Από την πέτρα δεν εξέρχεται ύδωρ, αλλά πόμα πνευματικό. Έχουμε και παραπήγματα, κατοικώντας την έρημο και τώρα. Διότι πράγματι και τώρα έχει γίνει η γη έρημη από την αρετή και περισσότερο εκείνης. Για ποιο λόγο έπρεπε να αποφεύγει κανείς εκείνη την έρημο; Άραγε όχι διότι είχε σκορπιούς και έχιδνες; Από την οποία, λέγει, δεν διήλθε άνθρωπος. Αλλά δεν είναι , δεν είναι εκείνη τόσο άκαρπη, όπως η ανθρώπινη φύση;
Πόσοι άνθρωποι σήμερα είναι σκορπιοί στην έρημο αυτήν, πόσοι έχιδνες, πόσοι φίδια, πόσοι γεννήματα εχιδνών, τους οποίους τώρα διήλθαμε; Αλλά ας μη φοβηθούμε, διότι αρχηγός της εξόδου αυτής δεν είναι ο Μωυσής, αλλά ο Ιησούς. Πώς λοιπόν δε θα πάθουμε τα ίδια; Ας μην πράξουμε τα ίδια και δε θα πάθουμε τα ίδια. Εκείνοι γόγγυζαν, εκείνοι ήσαν αγνώμονες. Εμείς λοιπόν ας μην πάθουμε αυτά. Πώς έπεσαν όλοι εκείνοι; Περιφρόνησαν την επιθυμητή γη. Πώς την περιφρόνησαν; Και μάλιστα τη θαύμαζαν. Με το να δείξουν δειλία και να μη θελήσουν να αποδεχθούν υπέρ αυτής κακουχίες. Λοιπόν ας μην περιφρονήσουμε εμείς τον ουρανό· τούτο είναι περιφρόνηση. Μεταφέρθηκε και από εμάς καρπός από τον ουρανό, όχι σταφύλια μεταφερόμενα μέσα σε αμφορείς, αλλά ο αρραβώνας του αγίου Πνεύματος, το ευρισκόμενο στους ουρανούς πολίτευμα, το οποίο δίδαξε ο Παύλος, όλος ο χορός των αποστόλων, οι θαυμάσιοι γεωργοί. Τους καρπούς αυτούς δεν έφερε ο Χάληβ, ο υιός του Ιεφανή[: ο Χάληβ ήταν αφοσιωμένος στο Μωυσή· στάλθηκε από αυτόν να κατασκοπεύσει τη γη Χαναάν. Αξιώθηκε μαζί με τον Ιησού του Ναυή να εισέλθει στη γη της επαγγελίας], ούτε ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή[: διάδοχος του Μωυσή ως θεοκρατικός αρχηγός του Ισραήλ κατά την περίοδο της κατακτήσεως της γης Χαναάν], αλλά ο Ιησούς, ο Υιός του Πατρός των οικτιρμών, ο Υιός του αληθινού Θεού έφερε όλη την αρετή, όλους τους καρπούς έφερε από εκεί κάτω και σε μας, εννοώ τους επουράνιους ύμνους. Διότι εκείνα που λέγουν τα Χερουβείμ στους ουρανούς, αυτά διέταξε και εμάς να λέμε, δηλαδή «Άγιος, άγιος, άγιος».
Έφερε σε μας την πολιτεία των αγγέλων. Οι άγγελοι δεν νυμφεύονται, ούτε παντρεύονται. Την αρετή αυτήν φύτεψε και εδώ. Εκείνοι δεν αγαπούν τα χρήματα, ούτε τα άλλα υλικά αγαθά· και τούτο εγκατέσπειρε σε μας. Εκείνοι δεν πεθαίνουν· αυτό χάρισε και σε μας· διότι ο θάνατος δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ύπνος. Διότι άκουε τον Ιησού να λέγει: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν(:Ο φίλος μας ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω)»[Ιω.11,11]. Είδες τους καρπούς της άνω Ιερουσαλήμ;
Και το πλέον αξιοθαύμαστο είναι ότι ο πόλεμος δεν κρίθηκε ακόμη, αλλά έχει δωρίσει όλα αυτά πριν από την επαγγελία σε εμάς. Διότι εκείνοι μεν κοπίαζαν, και όταν ακόμη ήρθαν στη Γη της Επαγγελίας. Μάλλον δε δεν κοπίαζαν, διότι εάν ήθελαν να υπακούσουν στον Θεό, θα κατελάμβαναν χωρίς όπλα και μάχη όλες σε πόλεις. Την Ιεριχώ λοιπόν κατατρόπωσαν χορεύοντας μάλλον παρά πολεμώντας. Εμείς όμως αφού εισέλθουμε στη γη της επαγγελίας, δηλαδή στον ουρανό, δεν πολεμούμε, αλλά μόνο όταν είμαστε στην έρημο, δηλαδή στην παρούσα ζωή. «Ὁ γὰρ εἰσελθὼν εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ καὶ αὐτὸς κατέπαυσεν ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὥσπερ ἀπὸ τῶν ἰδίων ὁ Θεός(: Πράγματι λοιπόν πρόκειται για ιερή και αιώνια ανάπαυση, για σαββατισμό. Διότι εκείνος που μπαίνει στην ουράνια ανάπαυση του Θεού, αναπαύεται και αυτός από τα έργα του, όπως ακριβώς αναπαύτηκε και ο Θεός από τα δικά Του έργα)» [Εβρ.4,10] και: «Τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐκκακῶμεν· καιρῷ γὰρ ἰδίῳ θερίσομεν μὴ ἐκλυόμενοι(:Ας μη χάνουμε όμως το κουράγιο μας όταν κάνουμε το καλό. Διότι στον κατάλληλο καιρό θα θερίσουμε τους καρπούς των κόπων μας, εάν δεν αποκάμνουμε τώρα, αλλά είμαστε ακούραστοι στο καλό)» [Γαλ. 6,9]. Βλέπεις ότι καθώς οδήγησε εκείνους, έτσι οδήγησε και εμάς; Εκεί αναφερόμενος στο μάννα και την έρημο λέγει: «Καὶ μετρήσαντες γομόρ, οὐκ ἐπλεόνασεν ὁ τὸ πολύ, καὶ ὁ τὸ ἔλαττον οὐκ ἠλαττόνησεν· ἕκαστος εἰς τοὺς καθήκοντας παρ᾿ ἑαυτῷ συνέλεξαν(:Όταν όμως μέτρησαν το ποσό που είχαν συλλέξει με το δοχείο, που χωρούσε ένα γομόρ, είδαν ότι όποιος είχε συλλέξει πολύ δεν ξεπέρασε το ένα γομόρ, και όποιος μάζεψε λίγο δεν είχε λιγότερο από ένα γομόρ. Ο καθένας δηλαδή είχε στη διάθεσή του ένα γομόρ για το κάθε άτομο της οικογένειάς του)»[Έξ.16,18]. Και σε μας αυτό έχει προστάξει, να μη μαζεύουμε θησαυρούς επάνω στη γη.
Αν όμως μαζεύουμε θησαυρούς, δεν τους καταστρέφει πλέον ο αισθητός σκώληκας, όπως ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του μάννα, αλλά αυτός που διαρκεί αιώνια μαζί με το πυρ. Τα πάντα λοιπόν ας πράξουμε καλά, για να μην ετοιμάσουμε τροφή στον σκώληκα. Διότι λέγει η Αγία Γραφή: «Καὶ μετρήσαντες γομόρ, οὐκ ἐπλεόνασεν ὁ τὸ πολύ, καὶ ὁ τὸ ἔλαττον οὐκ ἠλαττόνησεν· ἕκαστος εἰς τοὺς καθήκοντας παρ᾿ ἑαυτῷ συνέλεξαν(:Όταν όμως μέτρησαν το ποσό που είχαν συλλέξει με το δοχείο, που χωρούσε ένα γομόρ, είδαν ότι όποιος είχε συλλέξει πολύ δεν ξεπέρασε το ένα γομόρ, και όποιος μάζεψε λίγο δεν είχε λιγότερο από ένα γομόρ. Ο καθένας δηλαδή είχε στη διάθεσή του ένα γομόρ για το κάθε άτομο της οικογένειάς του)» [Έξ.16,18] και: «Καθὼς γέγραπται· ὁ τὸ πολὺ οὐκ ἐπλεόνασε, καὶ ὁ τὸ ὀλίγον οὐκ ἠλαττόνησε(:Και να γίνει η ισότητα αυτή σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή: ‘’Εκείνος που μάζεψε πολύ μάννα δεν είχε περίσσευμα, κι εκείνος που μάζεψε λίγο δε στερήθηκε, ούτε πήρε λιγότερο’’. Αυτό λοιπόν που έγινε στους Ισραηλίτες τότε αναγκαστικά με το θαύμα του Θεού, κάντε το εσείς σήμερα με την ελεύθερη προθυμία και γενναιοδωρία σας)» [Β΄Κορ. 8,15].
Και τούτο βέβαια γίνεται καθημερινά και σε μας· διότι όλοι γεμίζουμε την κοιλιά στο ανώτατο όριο· το περιττό όμως είναι προσθήκη των ανόητων φροντίδων. Διότι εκείνο που ήθελε μετά από αυτά να διδάξει λέγοντας: «Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς(:Μην κυριευτείτε λοιπόν από ανήσυχη φροντίδα για όσα ενδέχεται να παρουσιαστούν αύριο. Διότι η αυριανή ημέρα θα φροντίσει για όλα όσα θα σας συμβούν τότε. Αρκεί για την κάθε ημέρα η δική της σκοτούρα και ταλαιπωρία)» [Ματθ.6,34], αυτό ήδη δίδαξε άνωθεν και ούτε έτσι δέχτηκαν. Αλλά εμείς ας μην είμαστε άπληστοι, αγνώμονες, ας μην επιζητούμε λαμπρά σπίτια· διότι βαδίζουμε, δεν κατοικούμε. Ώστε αν κανείς γνωρίζει ότι η παρούσα ζωή είναι μία οδοιπορία και εκστρατεία, και όπως θα μπορούσε να πει κανείς το λεγόμενο από αυτούς «φουσάτο»[:περιχαρακωμένο στρατόπεδο, δηλαδή στίφος ενόπλων, στράτευμα], δεν θα ζητήσει λαμπρά οικοδομήματα. Διότι, πες μου, ποιος ενώ είναι πολύ εύπορος, θα προτιμήσει να κτίζει λαμπρές οικίες πλησίον του λεγομένου «φουσάτου»; Κανείς· διότι θα γίνει καταγέλαστος, και θα κτίσει για τους εχθρούς και μάλλον αυτούς θα προκαλέσει· ώστε εάν είμαστε νηφάλιοι και αγρυπνούμε, ούτε εμείς θα ζητήσουμε εδώ να κτίσουμε λαμπρά οικοδομήματα. Η παρούσα ζωή δεν διαφέρει καθόλου από την εκστρατεία και το φουσάτο.
Για τον λόγο αυτόν, σας παρακαλώ, τα πάντα να πράττουμε ώστε να μη μαζεύουμε καθόλου θησαυρούς εδώ, διότι αν έλθει ο κλέπτης, αμέσως θα απομακρυνθούμε: «Ἐκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ(:Από την πείρα σας μάλιστα γνωρίζετε και εκείνο, ότι δηλαδή εάν γνώριζε ο οικοδεσπότης σε ποιο τρίωρο της νύχτας έρχεται ο κλέπτης, θα αγρυπνούσε και δε θα άφηνε να του διαρρήξουν το σπίτι του)» [Ματθ.24,43], λέγει ο Κύριος, αποκαλώντας έτσι τον θάνατο.
Προτού λοιπόν έλθει ο θάνατος, ας αποστέλλουμε τα πάντα στη δική μας πατρίδα. Εδώ πάλι ας είμαστε καλώς ζωσμένοι, για να μπορέσουμε να νικήσουμε τους εχθρούς, τους οποίους είθε να έχουμε νικήσει κατά την ημέρα των επάθλων της άφθαρτης δόξας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του Οποίου ανήκει στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, δόξα, δύναμη, τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
ΟΜΙΛΙΑ ΚΔ’[ένα μέρος της]
«Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης(:Σταθείτε λοιπόν στην παράταξη του αγώνα. Ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτισμός της αλήθειας να σας δίνει πνευματική δύναμη και ευκινησία. Και φορέστε ως θώρακα τη δικαιοσύνη, ώστε να είστε απλήγωτοι από κάθε βέλος αδικίας και να μην παρασύρεστε σε κανένα άδικο έργο εναντίον των ανθρώπων γύρω σας), καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης(: και φορέστε στα πόδια σας ως υποδήματα που θα σας διευκολύνουν να περπατάτε ελεύθερα, την ετοιμότητα και πρόθυμη δραστηριότητα που δίνει στην ψυχή η τήρηση του Ευαγγελίου, το οποίο παρέχει την ειρήνη), ἐν πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι(: μαζί με όλα αυτά πάρτε επάνω σας και φορέστε ως θυρεό, δηλαδή στενόμακρη ασπίδα που θα σας σκεπάζει ολόκληρους, την πίστη, με την οποία θα μπορέσετε να σβήσετε όλους τους καυστικούς πειρασμούς του πονηρού που μοιάζουν με πύρινα βέλη)· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ πνεύματος, ὅ ἐστιν ῥῆμα Θεοῦ (:και δεχτείτε σαν περικεφαλαία την ελπίδα της σωτηρίας, ώστε, όπως η περικεφαλαία προστατεύει το κεφάλι του στρατιώτη, έτσι να περιφρουρούν τη διάνοιά σας οι αγαθοί και χαρούμενοι λογισμοί που εμπνέει η χριστιανική ελπίδα. Πάρτε και το μαχαίρι που δίνει το Άγιο Πνεύμα, και το οποίο είναι ο λόγος του Θεού)»[ Εφ.6,14-17].
«Περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ(:Ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτισμός της αλήθειας να σας δίνει πνευματική δύναμη και ευκινησία)», λέγει. Τι τέλος πάντων σημαίνει αυτό; Έχει λεχθεί σε μας κατά την προηγούμενη ομιλία ότι πρέπει να είμαστε τόσο ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, ώστε να μην υπάρχει κανένα εμπόδιο για να τρέχουμε.
«Καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης(:Και φορέστε ως θώρακα τη δικαιοσύνη, ώστε να είστε απλήγωτοι από κάθε βέλος αδικίας και να μην παρασύρεστε σε κανένα άδικο έργο εναντίον των ανθρώπων γύρω σας)», λέγει. Όπως ακριβώς ο θώρακας είναι άτρωτος, έτσι και η δικαιοσύνη. Και «δικαιοσύνη» εδώ εννοεί γενικώς τον ενάρετο βίο. Κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να καταβάλει ένα τέτοιο βίο, αλλά πολλοί μεν τραυματίζουν, κανείς όμως δεν αποκόπτει, ούτε ο ίδιος ο διάβολος. Όπως θα μπορούσε να πει κανείς, «αφού ενστερνιστείτε τα δίκαια πράγματα». Γι΄αυτούς λέγει ο Χριστός: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται (:Μακάριοι είναι εκείνοι που με σφοδρό εσωτερικό πόθο σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν τη δικαιοσύνη και την τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτάσουν, καθώς θα ικανοποιηθούν πλήρως οι πόθοι τους)» [Ματθ.5,6]. Εκείνος που ενστερνίζεται τη δικαιοσύνη είναι τόσο ισχυρός, καθώς ο θώρακας· αυτός δεν θα οργιστεί ποτέ.
«Καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης(:Και φορέστε στα πόδια σας ως υποδήματα που θα σας διευκολύνουν να περπατάτε ελεύθερα, την ετοιμότητα και πρόθυμη δραστηριότητα που δίνει στην ψυχή η τήρηση του Ευαγγελίου, το οποίο παρέχει την ειρήνη)».Κάπως ασαφέστερα έχει λεχθεί αυτό. Τι λοιπόν σημαίνει; Φόρεσε σε μας τις καλές περικνημίδες, την ετοιμασία του Ευαγγελίου. Ή τούτο λοιπόν εννοεί, ώστε να είναι έτοιμοι για το Ευαγγέλιο, και για τον λόγο αυτόν να χρησιμοποιούν τα πόδια τους, και να προπαρασκευάζουν και να προετοιμάζουν την οδό Αυτού, ή εάν όχι τούτο, ώστε να είναι αυτοί έτοιμοι για την έξοδο. Η ετοιμασία λοιπόν του Ευαγγελίου δενσημαίνει τίποτε άλλο παρά βίος άριστος. Πράγμα που έλεγε ο Προφήτης: «Τὴν ἐπιθυμίαν τῶν πενήτων εἰσήκουσε Κύριος, τὴν ἑτοιμασίαν τῆς καρδίας αὐτῶν προσέσχε τὸ οὖς (:Ο Κύριος άκουσε την δίκαιη επιθυμία των πτωχών ανθρώπων. Και το αυτί Του το έτεινε προσεκτικό στους δικαίους πόθους της καρδιάς τους)»[Ψαλμ.9,38], δηλαδή την προετοιμασία.
«Τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης», λέει· εύλογα. Αφού λοιπόν μίλησε περί πολέμου και μάχης, δείχνει ότι η μάχη πρέπει να γίνεται εναντίον των δαιμόνων, διότι το Ευαγγέλιο είναι της ειρήνης. Εκείνος ο πόλεμος διαλύει άλλο πόλεμο, τον πόλεμο εναντίον του Θεού. Αν πολεμούμε εναντίον του Διαβόλου, ειρηνεύουμε με τον Θεό. Να μη φοβηθείς λοιπόν, αγαπητέ, το Ευαγγέλιο είναι· ήδη η νίκη έχει έλθει.
«ἐν πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως(:μαζί με όλα αυτά πάρτε επάνω σας και φορέστε ως θυρεό, δηλαδή στενόμακρη ασπίδα που θα σας σκεπάζει ολόκληρους, την πίστη)». «Πίστη» εδώ δεν εννοεί τη γνώση, διότι δε θα έθετε αυτήν σε κατώτερη θέση, αλλά τη χάρη, με την οποία γίνονται τα θαύματα. Και είναι φυσικό να ονομάζει «ασπίδα» την πίστη· διότι όπως ακριβώς εκείνη υπερασπίζεται όλο το σώμα, σαν να είναι τείχος, έτσι ακριβώς και η πίστη, διότι τα πάντα υποχωρούν σε αυτήν.
«ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι (:με την οποία πίστη θα μπορέσετε να σβήσετε όλους τους καυστικούς πειρασμούς του πονηρού που μοιάζουν με πύρινα βέλη)». Άκου λοιπόν τον Χριστό που έλεγε προς τους μαθητές Του: «Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν(:Αληθινά σας λέω, εάν έχετε πίστη θερμή και δυνατή σαν τον μικρό σπόρο του σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό: ‘’Πήγαινε από εδώ, εκεί’’ και θα μετακινηθεί. Και τίποτε δεν θα είναι αδύνατο σε σας)» [Ματθ.17,20]. Πώς όμως θα έχουμε την πίστη; Όταν θα κατορθώσουμε εκείνα. Και «βέλη του διαβόλου» καλεί και τους πειρασμούς και τις παράδοξες επιθυμίες. Και καλώς πρόσθεσε «τα πύρινα», διότι είναι οι επιθυμίες. Εάν όμως η πίστη διέταξε τους δαίμονες, πολύ περισσότερο και τα πάθη της ψυχής.
«καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε(:και δεχτείτε σαν περικεφαλαία την ελπίδα της σωτηρίας)», δηλαδή την ελπίδα της δικής σας σωτηρίας. Προφυλάσσει δηλαδή αυτούς από παντού, σαν να οδηγεί αυτούς σε πόλεμο.
«καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ πνεύματος, ὅ ἐστιν ῥῆμα Θεοῦ(: ώστε, όπως η περικεφαλαία προστατεύει το κεφάλι του στρατιώτη, έτσι να περιφρουρούν τη διάνοιά σας οι αγαθοί και χαρούμενοι λογισμοί που εμπνέει η χριστιανική ελπίδα. Πάρτε και το μαχαίρι που δίνει το Άγιο Πνεύμα, και το οποίο είναι ο λόγος του Θεού)». Δηλαδή λέγει, το Πνεύμα, την πνευματική μάχαιρα. Διότι με αυτήν τα πάντα τέμνονται, τα πάντα κόπτονται, και με αυτήν αποκόπτουμε το κεφάλι του δράκοντος.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Εφεσίους επιστολή, ομιλίες ΚΒ΄- ΚΔ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1980, τόμος 21, σελίδες 281-323 .
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ.19,16-26]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ
«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;(:Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε: ‘’Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16].
Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως κάποιον ύπουλο και πονηρό και εκτιμούν ότι πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δε θα μπορούσα, βέβαια, να αρνηθώ ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον έλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δε θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω με κανέναν τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να καταλήγει σε τολμηρές κρίσεις για ζητήματα που αφορούν τον εσωτερικό κόσμο κάποιου ανθρώπου και πόσο μάλιστα όταν πρόκειται να τον κατηγορήσει για κάτι, καθώς επίσης και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία για τυχόν δόλιες προθέσεις του συγκεκριμένου νέου· πιο συγκεκριμένα, λέγει τα εξής για τον νεανίσκο αυτόν: «Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν(:Και καθώς ο Ιησούς έβγαινε στον δρόμο, έτρεξε προς Αυτόν και αφού γονάτισε εμπρός Του, Τον ρωτούσε)»[Μάρκ.10,17] και ότι «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ…(:ο Ιησούς τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε και του είπε…)»[Μάρκ.10,21].
Οπωσδήποτε όμως είναι μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από το περιστατικό αυτό· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, η φιλαργυρία καταστρέφει οποιαδήποτε αρετή διαθέτουμε, καταστρέφει τα πάντα. Δικαιολογημένα λοιπόν και ο Παύλος είπε ότι αυτό το πάθος είναι η ρίζα όλων των κακών[Α΄Τιμ.6,10: «Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:Γιατί ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία· μερικοί μάλιστα, λόγω της φιλαργυρίας τους, κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].
Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας: «Οὐδεὶς ἀγαθὸς(:Κανείς δεν είναι αγαθός)»; Επειδή ο νέος αυτός Τον πλησίασε με την ιδέα ότι ο Κύριος είναι ένας οποιοσδήποτε κοινός άνθρωπος ανάμεσα στους πολλούς και κάποιος από τους Ιουδαίους διδασκάλους· για τούτο λοιπόν και σαν να ήταν ένας απλός άνθρωπος ο Ιησούς, ο νέος αυτός συζητεί μαζί Του. Καθόσον ο παντογνώστης Κύριος και σε πολλές άλλες περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει: «Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν(:Εσείς οι Σαμαρείτες, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προσκυνείτε εκείνο, το οποίο πολύ λίγο γνωρίζετε. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που περισσότερο από σας και από τους άλλους λαούς γνωρίζουμε)»· και: «Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής(:Ίσως μου πείτε: ‘’Εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία’’. Πράγματι. Εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη)»[Ιω.5,31].
Όταν λοιπόν λέγει: «Οὐδεὶς ἀγαθὸς(:Κανείς δεν είναι αγαθός)», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό Του από το ότι είναι αγαθός, μη σκεφτείς κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση· διότι δεν είπε: «Για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός» αλλά είπε ότι «οὐδεὶς ἀγαθὸς(:κανείς δεν είναι αγαθός)»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού και για να ξεχωρίσει το μέγεθός της. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε· «εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός(:παρά μόνο ένας, ο Θεός)». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό Του στον νεανίσκο.
Κατά τον ίδιο τρόπο και παραπάνω αποκαλούσε τους ανθρώπους «πονηρούς», λέγοντας: «Εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν(:Εάν λοιπόν εσείς, ενώ είστε ατελείς και διεφθαρμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, γνωρίζετε να δίνετε στα παιδιά σας ωφέλιμα πράγματα)»[Ματθ.7,11]. Πραγματικά και στην περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», όχι για να αποδώσει το γνώρισμα της πονηρίας σε όλη γενικά την ανθρώπινη φύση πονηρή (διότι το «εσείς» δεν σημαίνει «όλοι εσείς οι άνθρωποι»),αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· για τούτο και πρόσθεσε: «πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;(: πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώσει καλά και ωφέλιμα σ’ εκείνους που του ζητούν;)»[Ματθ.7,11].
Αλλά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: «Ποια κατεπείγουσα ανάγκη υπήρχε ή ποια χρησιμότητα επέβαλε στον Κύριο να δώσει αυτήν την απάντηση;». Με τον τρόπο αυτόν ο Ιησούς εξυψώνει πνευματικά τον πλούσιο αυτό νέο σιγά-σιγά και τον διδάσκει να απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεό, και τον πείθει επίσης να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει Αυτόν που πράγματι είναι αγαθός και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών, και σε Αυτόν να αποδίδει τις τιμές.
Διότι και όταν λέγει: «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε (:Όμως εσείς μην επιδιώκετε να καλείστε ‘’διδάσκαλοι’’· διότι ένας είναι ο διδάσκαλός σας, ο Χριστός, και όλοι εσείς είστε αδέλφια και άρα ίσοι μεταξύ σας)»[Ματθ.23,8], το λέγει σε αντιδιαστολή προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποια είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κυριεύτηκε από τέτοια δυνατή επιθυμία για τα πνευματικά αγαθά, τη στιγμή που άλλοι μεν πείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνια ζωή· διότι η γη μεν, η ψυχή δηλαδή του νέου, ήταν εύφορη και πλούσια, όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο.
Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν τη στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για να υπακούει στις εντολές· διότι λέγει: «Τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;(:Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή😉».Τόσο ήταν προετοιμασμένος και πρόθυμος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και στις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή π.χ. στην περίπτωση του νομικού[βλ. Ματθ.22,35-40: «Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό,καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται (:Οι Φαρισαίοι όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος όπου ήταν κι Εκείνος μαζί με τους Σαδδουκαίους, κι ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, Τον ρώτησε δοκιμάζοντάς Τον, για να δει ποια απόκριση θα έδινε, και Του είπε: “Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στον νόμο;” Ο Ιησούς τού είπε: “Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε αυτόν ολοκληρωτικά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολόκληρη η θέλησή σου να είναι παραδομένη σε Αυτόν, και με το νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Και δεύτερη εντολή όμοια με αυτήν και εξίσου σπουδαία είναι: Να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών”)»].
Αλλά και αν ακόμη το αποσιώπησε ο ευαγγελιστής, ο Χριστός όμως δεν θα ήταν δυνατόν να τον αφήσει απαρατήρητο για τις υστερόβουλες προθέσεις του, αλλά θα τον έλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι πλανήθηκε και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, ο νέος αυτός δε θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε· διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλά εξαγριώνονταν όταν τους αποστόμωνε. Όμως δεν συνέβη αυτό στον νέο, αλλά έφυγε καταλυπημένος και κατηφής, πράγμα που αποτελεί όχι μικρή απόδειξη, ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρή διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμούσε μεν την αιώνια ζωή, αλλά όμως τον είχε κατακυριεύσει ένα φοβερότατο πάθος, αυτό της φιλαργυρίας.
Όταν λοιπόν ο Χριστός του είπε: «Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς(:Εάν όμως θέλεις να μπεις στην αιώνια και μακάρια ζωή, τήρησε σε όλη τη ζωή σου τις εντολές)», ο νέος ρωτάει: «Ποίας;(:Ποιες εντολές😉», όχι με σκοπό να Τον πειράξει, μη γένοιτο, αλλά επειδή νόμιζε ότι άλλες είναι εκείνες οι εντολές, εκτός από τις εντολές του μωσαϊκού Νόμου, που θα του χάριζαν την αιώνια ζωή, πράγμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι κυριευμένος από κάποια σφοδρή επιθυμία. Έπειτα, επειδή ο Ιησούς του είπε να τηρεί τις εντολές του νόμου, απαντά: «Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου(:Όλα αυτά τα έχω τηρήσει από την νεανική μου ηλικία)». Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά και πάλι ρωτά: «Τί ἔτι ὑστερῶ;(:Σε τι ακόμη υστερώ;)», πράγμα που αποδείκνυε επίσης και αυτό τη μεγάλη επιθυμία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι νόμιζε ότι υστερεί σε κάτι, και το ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις εντολές του Νόμου για να επιτύχει αυτά που επιθυμούσε.
Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή επρόκειτο στη συνέχεια να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα και λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι(:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με)»[Ματθ.19,21]. Είδες πόσα βραβεία και πόσους στεφάνους ορίζει για αυτόν τον αγώνα; Εάν όμως πείραζε τον Κύριο, δε θα Του έδινε αυτήν την απάντηση. Τώρα όμως και του απαντά σχετικώς, και για να τον προσελκύσει, του φανερώνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο μισθός, και αφήνει το παν στη διάθεση του νέου, επικαλύπτοντας με όλα όσα λέγει την εντύπωση ότι είναι βαριά η παραίνεση. Για τον λόγο αυτόν και πριν καθορίσει το αγώνισμα και τον κόπο, του φανερώνει το βραβείο, λέγοντας: «Εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει: «πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς» και αμέσως πάλι αναφέρει τα βραβεία: «και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς˙ και τότε έλα και ακολούθησέ με». Καθόσον το να ακολουθεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγάλη ανταμοιβή.
«Και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Επειδή δηλαδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα και τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα ακόμη σε αυτά που ήδη έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να προσφέρει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσο υπερέχει ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. ‘’Θησαυρό’’ δε ονόμασε τη μεγαλοδωρία και την αφθονία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει τη μονιμότητα και την ασφάλειά της· προσπαθούσε δηλαδή όσο ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα και να τον κάνει να καταλάβει στο μέτρο των ανθρώπινών του δυνατοτήτων.
Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους φτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλα τα προστάγματά Του και να είναι έτοιμος ακόμη και για σφαγή χάριν Αυτού και για καθημερινό θάνατο· διότι λέγει ο Κύριος: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι(:Εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του, να λάβει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί)»[Λουκά 9,23]. Ώστε η εντολή αυτή, το να θυσιάζει δηλαδή κανείς και την ίδια του τη ζωή του είναι πολύ πιο ανώτερη από το να περιφρονήσει τα χρήματα και δεν είναι μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής.
«Ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος(:Μόλις όμως ο νέος άκουσε αυτόν τον λόγο, έφυγε λυπημένος)». Και στη συνέχεια, για να δείξει ο ευαγγελιστής ότι δεν ήταν αυτό που έπαθε κάτι το αφύσικο, λέγει: «ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά (:διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδιά του ήταν κολλημένη σε αυτά)» [Ματθ.19,22]. Δεν είναι δηλαδή κυριευμένοι από το ίδιο πάθος της φιλαργυρίας αυτοί που έχουν λίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος για τα χρήματα. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που δεν θα παύσω να το επαναλαμβάνω συνεχώς, ότι η προσθήκη των εκάστοτε αποκτωμένων χρημάτων ανάπτει κατά πολύ περισσότερο τη φλόγα και κάνει πιο φτωχούς αυτούς που τα αποκτούν, καθόσον εμβάλλει σε αυτούς μεγαλύτερη επιθυμία για αυτά και τους κάνει να αισθάνονται πολύ περισσότερο τη φτώχειά τους. Και πρόσεχε λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ποια δύναμη επέδειξε ότι έχει πάνω του το πάθος αυτό της φιλαργυρίας· διότι εκείνον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προθυμία, επειδή ο Χριστός τον προέτρεψε να απαρνηθεί τα χρήματα, τόσο πολύ τον εξουθένωσε και κατέβαλε τις δυνάμεις του, ώστε δεν τον άφησε ούτε καν να απαντήσει σε όσα του είπε, αλλά έφυγε σιωπηλός, σκυθρωπός και καταλυπημένος.
Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν(:Αληθινά σας λέγω ότι δύσκολα θα εισέλθει πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών)», κατηγορώντας όχι τα ίδια τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σε αυτά. Εάν όμως θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης· διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς από τα υπάρχοντά του σε όσους έχουν ανάγκη, συλλογίσου πόσο πυρ επισωρεύει και το να αρπάζει κιόλας και τα αγαθά των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ο Κύριος ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον οι ίδιοι οι μαθητές ήσαν πτωχοί και δεν είχαν τίποτε στην κατοχή τους; Με σκοπό να τους διδάξει να μην αισχύνονται για την πενία τους και απολογούμενος, κατά κάποιο τρόπο, προς αυτούς για το ότι δεν τους επέτρεψε να έχουν τίποτε.
Αφού λοιπόν τους είπε ότι είναι δύσκολο, στη συνέχεια τονίζει ότι είναι και αδύνατο, και όχι απλώς αδύνατο, αλλά αδύνατο σε υπερβολικό βαθμό, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλας και της βελόνας· διότι λέγει: «Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν(:Ευκολότερο είναι να περάσει μία καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά να εισέλθει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού)». Αποδεικνύεται λοιπόν εξ αυτού ότι δεν θα είναι μικρή και ασήμαντη η αμοιβή εκείνων που ενώ είναι πλούσιοι, μπορούν να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, για να δείξει δηλαδή ότι χρειάζεται άφθονη χάρη από μέρους του Θεού εκείνος ο πλούσιος που πρόκειται να επιτύχει τη σωτηρία. Επειδή λοιπόν ταράχθηκαν οι μαθητές Του, είπε: «Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι(:Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, στο Θεό όμως όλα είναι δυνατά. Μπορεί λοιπόν ο Θεός με τη χάρη του να λύσει τους δεσμούς της καρδιάς κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου με το χρήμα και να τον καταστήσει άξιο της σωτηρίας. Αρκεί να έχει την καλή διάθεση της αυταπαρνήσεως και θυσίας)»[Ματθ.19,26].
Και για ποια αιτία ταράσσονται οι μαθητές, ενώ ήσαν πτωχοί και μάλιστα πολύ πτωχοί; Για ποιο λόγο θορυβούνται; Επειδή λυπούνταν και ενδιαφέρονταν για τη σωτηρία των άλλων ανθρώπων και μεγάλη στοργή είχαν για όλους και αισθάνονταν πλέον σαν διδάσκαλοι των άλλων. Έτσι, λοιπόν, έτρεμαν και φοβούνταν για την οικουμένη ολόκληρη, εξαιτίας της αποφάσεως αυτής, ώστε χρειάζονταν μεγάλη παρηγορία. Γι’ αυτό ο Κύριος τούς κοίταξε πρώτα και τους είπε: «Εκείνα που είναι αδύνατα να γίνουν από τους ανθρώπους, αυτά είναι δυνατά να γίνουν από τον Θεό». Αφού λοιπόν με το ήμερο και πράο βλέμμα Του παρηγόρησε τη γεμάτη από ταραχή σκέψη τους και διέλυσε την αγωνία τους (διότι αυτό το έκανε φανερό ο ευαγγελιστής, όταν είπε: «Ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς(:Ο Ιησούς λοιπόν τους κοίταξε κατάματα και εκφραστικά και τους είπε)», στη συνέχεια τους καθησυχάζει και με τα λόγια Του, αφού τους παρουσίασε τη δύναμη του Θεού και έτσι τους γέμισε με θάρρος.
Αλλά εάν επιθυμείς να μάθεις και τον τρόπο και πώς θα μπορούσε το αδύνατο να γίνει δυνατό, άκου· διότι δεν είπε φυσικά αυτά τα παραπάνω λόγια για να απελπιστούμε και να παραιτηθούμε με τη σκέψη ότι είναι αδύνατα, αλλά το είπε με σκοπό, ώστε, αφού κατανοήσουμε το μέγεθος του κατορθώματος, να σπεύσουμε με ευκολία να αναλάβουμε τον αγώνα και επικαλούμενοι και τη βοήθεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώνες και τους άθλους μας, να επιτύχουμε να αποκτήσουμε την αιώνια ζωή.
Πώς λοιπόν θα μπορούσε αυτό να επιτευχθεί; Αν απαρνηθείς τα υπάρχοντά σου, αν μοιράσεις τα χρήματά σου, αν απαλλαγείς από την πονηρή επιθυμία σου. Το ότι λοιπόν αυτό δεν είναι έργο μόνο του Θεού, αλλά το είπε αυτό με σκοπό να δείξει το μέγεθος του κατορθώματος, άκουσε τα όσα λέγει στη συνέχεια. Διότι όταν ο Πέτρος είπε: «Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι(:Ιδού εμείς αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε)» και ρώτησε «Τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;(:Ποια τάχα θα είναι η αμοιβή μας;)» [Ματθ.19,27], ορίζοντας τον μισθό για εκείνους ο Κύριος, πρόσθεσε: «Καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει(:Και κάθε ένας, ο οποίος για χάρη μου άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή χωράφια, θα λάβει εδώ στη γη εκατό φορές περισσότερα και, το σπουδαιότερο, θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή)»[Ματθ.19,29]. Έτσι το αδύνατο γίνεται δυνατό. Αλλά θα μπορούσε να πει κάποιος: «Πώς αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί; Πώς είναι δυνατόν αυτός που κατακυριεύτηκε μία φορά από την επιθυμία αυτού του είδους να απαρνηθεί τα χρήματά του;». Αν αρχίσει να μοιράζει τα υπάρχοντά του και να περικόπτει τα περιττά πράγματα· διότι έτσι θα προχωρήσει και πιο πέρα και θα προχωρήσει στο εξής ευκολότερα.
Μη ζητήσεις λοιπόν να ανέβεις αμέσως, εάν σου φαίνεται δύσκολο το ανέβασμα με την πρώτη, αλλά ανέβαινε ήρεμα και σιγά σιγά την κλίμακα αυτήν που σε οδηγεί στον ουρανό· διότι, όπως ακριβώς αυτοί που υποφέρουν από πυρετό, έχοντας μέσα τους ευκολοερέθιστη και πλεονάζουσα χολή, όταν προσθέσουν τροφές και ποτά, όχι μόνο δε σβήνουν τη δίψα τους, αλλά και ανάπτουν τη φλόγα, έτσι και οι φιλοχρήματοι, όταν προσθέτουν τα χρήματα στην πονηρή αυτή επιθυμία, που είναι πολύ πιο ευκολοερέθιστη από εκείνη τη χολή, την ανάπτουν ακόμη περισσότερο. Τίποτε λοιπόν δεν καθησυχάζει αυτήν τη φιλοχρηματία τόσο, όσο η απομάκρυνση καταρχήν της επιθυμίας του κέρδους, όπως ακριβώς βέβαια και την ευκολοερέθιστη χολή το λίγο φαγητό και η αποβολή. «Αλλά», θα πει κάποιος, «πώς θα γίνει αυτό;» Εάν κατανοήσεις ότι όσο μεν αυξάνονται τα πλούτη σου, ποτέ δε θα σταματήσει η δίψα σου γι’ αυτά και να βαστάζεσαι από την επιθυμία του περισσότερου, όταν όμως απαλλαγείς από τα υπάρχοντά σου, θα μπορέσεις και την ασθένεια αυτήν να την καθησυχάσεις.
Μην περιβάλλεσαι λοιπόν από περισσότερα, για να μην επιδιώκεις ακατόρθωτα πράγματα και υποφέρεις αθεράπευτα και να γίνεσαι έτσι, υπό την επίδραση αυτής τη λύσσας, ελεεινότερος από όλους. Διότι πες μου: ποιος θα μπορούσαμε να πούμε βασανίζεται και υποφέρει, αυτός που επιθυμεί πολυτελή φαγητά και ποτά και δεν μπορεί να τα απολαύσει όπως θέλει, ή αυτός που δεν είναι κυριευμένος από μια τέτοια επιθυμία; Είναι ολοφάνερο ότι βασανίζεται αυτός που έχει μεν αυτήν την επιθυμία, αλλά δεν μπορεί να απολαύσει αυτά που επιθυμεί. Τόσο δηλαδή οδυνηρό είναι αυτό, το να μην μπορεί δηλαδή να απολαύσει κανείς αυτό που επιθυμεί και το να διψά αλλά να μην μπορεί να πιει κάτι για να ξεδιψάσει, ώστε, θέλοντας ο Χριστός να μας παρουσιάσει με παράδειγμα την γέεννα που περιμένει τους αμετανόητους, με αυτόν τον τρόπο επέλεξε να την περιγράψει και να παρουσιάσει τον πλούσιο έτσι να κατακαίεται [βλ. παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου: Λουκά 16,19-31]· τιμωρούνταν δηλαδή εκείνος ο άσπλαχνος πλούσιος με το ότι επιθυμούσε μία σταγόνα ύδατος και δεν μπορούσε να την απολαύσει.
Εκείνος λοιπόν που περιφρονεί τα χρήματα κατάπαυσε την επιθυμία αυτήν, ενώ αυτός που επιθυμεί να πλουτίζει και να αποκτήσει περισσότερα, την άναψε περισσότερο την επιθυμία του και ουδέποτε αρκείται σε αυτά που έχει· αλλά και αν ακόμη αποκτήσει άπειρα τάλαντα, επιθυμεί άλλα τόσα· και αν τα αποκτήσει και αυτά, επιθυμεί και πλάι τους άλλα διπλάσια από αυτά, και προχωρώντας, εύχεται και τα όρη και η γη και η θάλασσα κι όλα γενικώς να γίνουν προς χάριν του χρυσός, κατεχόμενος από μία νέα μορφή φοβερής μανίας, που δεν μπορεί έτσι να σβήσει ποτέ. Και για να μάθεις ότι το κακό αυτό δεν σταματά με την προσθήκη, αλλά με την αφαίρεση, πρόσεξε το εξής: Εάν κάποτε σου γεννιόταν η παράλογη επιθυμία να πετάξεις και να μεταβείς κάπου μέσω του αέρος, πώς θα μπορούσες να σβήσεις αυτήν την παράλογη επιθυμία σου; Με το να κάνεις φτερά και να κατασκευάσεις άλλα όργανα, ή με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι επιθυμεί ακατόρθωτα πράγματα κι ότι δεν πρέπει να επιχειρεί κανένα από αυτά; Ολοφάνερο είναι ότι θα έσβηνες την άτοπη αυτή επιθυμία σου με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι η υλοποίησή της είναι ανέφικτη.
«Αλλά», θα έλεγε κάποιος, «εκείνο είναι αδύνατο». Όμως και αυτό είναι πιο ακατόρθωτο, το να βρεις δηλαδή τέρμα για την επιθυμία σου. Καθόσον είναι ευκολότερο, αν και είμαστε άνθρωποι, να πετάξουμε, παρά με την προσθήκη του επιπλέον να σταματήσουμε την σφοδρή αυτήν επιθυμία· διότι όταν είναι κατορθωτά αυτά που επιθυμούμε, είναι δυνατόν να παρηγορηθεί κανείς και με την απόλαυση, όταν όμως είναι ακατόρθωτα, μία πρέπει να είναι τότε η φροντίδα μας, πώς να απομακρυνθούμε από αυτήν την επιθυμία μας· διότι δεν είναι δυνατόν κατά άλλον τρόπο να ξανακερδίσουμε την ψυχή μας. Ώστε λοιπόν για να μην στενοχωριόμαστε για περιττά πράγματα, αλλά, αφού αποβάλουμε τη σφοδρή επιθυμία για τα χρήματα, που συνεχώς μας λυπεί και ουδέποτε ανέχεται να σταματήσει, ας στραφούμε προς άλλη, που μας κάνει μακαρίους και είναι πολύ εύκολη, και ας επιθυμήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών· διότι προς την κατεύθυνση αυτήν δεν υπάρχει ούτε τόσο μεγάλος κόπος, αλλά και το κέρδος είναι απερίγραπτο, και δεν είναι δυνατόν να αποτύχει εκείνος που κατά κάποιον τρόπο επαγρυπνεί, φροντίζει τα μελλοντικά και περιφρονεί τα παρόντα· ενώ αντιθέτως αυτός που είναι δούλος των υλικών πραγμάτων και έχει δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του σε αυτά άπαξ δια παντός, οπωσδήποτε αυτός θα αναγκαστεί κάποτε να τα αποχωριστεί.
Αναλογιζόμενος λοιπόν όλα αυτά, βγάλε από μέσα σου την πονηρή επιθυμία των χρημάτων. Βέβαια ούτε και αυτό μπορείς να μου πεις, ότι σου παρέχει μεν αυτή η επιθυμία τα παρόντα· αλλά όμως σου στερεί τα μέλλοντα· και αν ακόμη βέβαια συνέβαινε αυτό, θα ήταν χειρότερη κόλαση και τιμωρία. Τώρα όμως ούτε αυτό είναι δυνατό· διότι μαζί με την γέεννα και πριν από την γέεννα εκείνη, και στην εδώ ζωή σου γίνεται πρόξενος χειρότερης κολάσεως. Καθόσον η επιθυμία αυτή πολλές οικίες κατέστρεψε και φοβερούς πολέμους υποκίνησε και οδήγησε κατ’ ανάγκην τη ζωή σε βίαιο θάνατο· και επίσης, πριν από τους κινδύνους αυτούς, καταστρέφει την ευγένεια της ψυχής και κατέστησε πολλές φορές αυτόν που διακατέχεται από αυτήν, δειλό, άνανδρο, θρασύ, ψεύτη, συκοφάντη, άρπαγα, πλεονέκτη και οτιδήποτε άλλο χειρότερο.
Αλλά μήπως καταγοητεύεσαι, όταν βλέπεις τη λάμψη των χρημάτων και το πλήθος των υπηρετών και το κάλλος των οικοδομημάτων και τις τιμές όταν διέρχεσαι από την αγορά; Ποια λοιπόν θεραπεία θα μπορέσει να βρεθεί για το πονηρό αυτό τραύμα; Αν σκεφτείς, πώς καταντούν όλα αυτά την ψυχή σου· ότι την καθιστούν σκοτεινή, έρημη, αισχρή και άσχημη· αν αναλογιστείς με τη βοήθεια πόσων κακών αποκτήθηκαν αυτά, με πόσους κόπους φυλάσσονται μέχρι τέλους, αλλά και όταν ακόμη αποφύγει κανείς όλων τις αρπαγές, αφού έλθει ο θάνατος, πολλές φορές οδηγεί αυτά στα χέρια των εχθρών σου, ενώ εσένα σε παίρνει γυμνό από όλα και φεύγει, χωρίς να σύρεις από πίσω σου τίποτε από όλα αυτά, παρά μόνο τα τραύματα και τις πληγές, τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύγει.
Όταν λοιπόν δεις κάποιον να λάμπει εξωτερικά από τα ενδύματά του και τη μεγάλη ακολουθία του, ανάλυσε λεπτομερώς τη συνείδησή του, και θα βρεις μέσα της πολλή πονηρία και θα δεις να υπάρχει μέσα της πολλή σκόνη. Αναλογίσου τον Παύλο, τον Πέτρο, σκέψου τον Ιωάννη, τον Ηλία· ή, καλύτερα, σκέψου τον Υιό του Θεού που δεν είχε πού να κλίνει την κεφαλή Του. Γίνε μιμητής Εκείνου και των δούλων Εκείνου και να φέρεις στη φαντασία σου τον απερίγραπτο πλούτο αυτών. Εάν όμως για μια στιγμή ρίξεις το βλέμμα σου προς τα χρήματα και σκοτιστεί και πάλι το μυαλό σου, όπως ακριβώς στην περίπτωση κάποιου ναυαγίου τη στιγμή που έρχεται η καταιγίδα, άκουσε την απόφαση του Χριστού που λέγει ότι είναι αδύνατο ο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών. Και απέναντι από την απόφαση αυτήν θέσε τα όρη, τη γη και τη θάλασσα και κάνε τα όλα αυτά, εάν θέλεις, με τη σκέψη σου χρυσό· θα διαπιστώσεις λοιπόν τότε ότι τίποτε δεν μπορεί να εξισωθεί με τη ζημία που προέρχεται από αυτά.
Και εσύ μεν σκέπτεσαι τόσα και τόσα στρέμματα γης, και τις δέκα ή είκοσι οικίες ή και περισσότερες και τα τόσο πολλά δημόσια λουτρά, και τους χίλιους δούλους ή τις δύο χιλιάδες αυτών και τα αργυροστόλιστα και χρυσοστόλιστα οχήματα, εγώ όμως σου λέγω εκείνο: Εάν ο καθένας από εσάς τους πλουσίους, εγκατέλειπε αυτήν την φτώχεια (διότι αυτά είναι φτώχεια εν συγκρίσει με εκείνα που πρόκειται να σας πω), και αποκτούσε ολόκληρο τον κόσμο και ο καθένας από αυτούς είχε τόσους πολλούς ανθρώπους, όσοι τώρα κατοικούν σε όλα τα μέρη της γης και της θαλάσσης, και είχε ο καθένας όλη την οικουμένη, και τη γη και τη θάλασσα και παντού είχε οικοδομήματα και πόλεις και έθνη, και από παντού έρρεε προς χάριν του αντί ύδατος, αντί πηγών, χρυσός, δεν θα μπορούσα να πω ότι αυτοί που έχουν αυτά τα τόσα πλούτη ότι αξίζουν τρεις οβολούς, εάν επρόκειτο να αποκλειστούν από την Βασιλεία των Ουρανών· διότι εάν τώρα, επιθυμώντας να αποκτήσουν χρήματα, βασανίζονται όταν δεν επιτύχουν στην προσπάθειά τους αυτήν, εάν επρόκειτο να λάβουν γνώση των απορρήτων εκείνων αγαθών, τι θα αρκούσε τότε για να τους παρηγορήσει; Δεν υπάρχει τίποτε.
Μην μου προβάλλεις λοιπόν την αφθονία των χρημάτων, αλλά να σκέπτεσαι πόσο μεγάλη είναι η ζημία που υφίστανται οι εραστές αυτής, οι οποίοι αντί τούτων χάνουν τη Βασιλεία των ουρανών, και παθαίνουν το ίδιο πράγμα που παθαίνει κάποιος, εάν συνέβαινε να εκπέσει από την τιμητική του θέση στα ανάκτορα, και να θεωρεί πολύ σπουδαίο πράγμα τη μία σωρό κοπριάς που έχει. Καθόσον ως προς τίποτε δεν διαφέρει η συγκέντρωση των χρημάτων από εκείνη, μάλλον δε είναι και καλύτερη· διότι η μεν κοπριά είναι χρήσιμη και για τη γεωργία και για τη θέρμανση του λουτρού και για άλλα παρόμοια, ο κρυμμένος όμως μέσα στη γη χρυσός δεν είναι χρήσιμος για κανένα από αυτά.
Και μακάρι να ήταν μόνο άχρηστος· όμως τώρα ανάπτει και πολλές καμίνους σε εκείνον που τον έχει, εάν συμβεί να μην τον χρησιμοποιεί όπως πρέπει· διότι τα περισσότερα κακά προέρχονται από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν οι ειδωλολάτρες αποκαλούσαν την φιλαργυρία «ακρόπολη των κακών», ο δε μακάριος Παύλος τη χαρακτήρισε κατά τρόπο καλύτερο και παραστατικότερο, αφού την ονόμασε ρίζα όλων των κακών[πρβλ. Α΄Τιμ.6,10: «Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:Πέφτουν σε πειρασμό και καταστρεπτική παγίδα, διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Μερικοί μάλιστα λόγω της φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].
Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα αυτά, ας μάθουμε να είμαστε μιμητές εκείνων που είναι άξιοι μιμήσεως. Όχι τις λαμπρές οικοδομές, ούτε τους πλούσιους αγρούς, αλλά να ζηλεύουμε τους άνδρες εκείνους που έχουν πολλή παρρησία ενώπιον του Θεού, εκείνους που είναι πλούσιοι στον ουρανό, τους κυρίους των θησαυρών εκείνων, τους πραγματικά πλουσίους, τους πτωχούς χάριν του ονόματος του Χριστού, ώστε και των αιωνίων αγαθών να επιτύχουμε με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα μαζί με το Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμις και τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
- Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΞΓ΄, σελίδες 208-233.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 196-207 .
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Α΄Κορ. 15,1-11]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 17-8-1980]
[Β33]
Εάν έπρεπε, αγαπητοί μου, να ερωτήσουμε τι είναι το Ευαγγέλιον, θα μπορούσαμε με συντομία να απαντήσουμε: «Η παράδοσις της αληθείας». Αλλά τι είναι αλήθεια; Η αλήθεια είναι ο Χριστός και ο λόγος Του. Όχι ο λόγος Του, αλλά και ο λόγος Του. Διότι ο ίδιος είπε: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια». Συνεπώς η αλήθεια είναι τα λόγια Του. Αλλά η πηγή των λόγων Του είναι ο Ίδιος. Συνεπώς η πηγή της αληθείας είναι το πρόσωπό Του.
Επανερχόμενοι λοιπόν εις την ερώτηση, εάν θα πρέπει να ρωτήσουμε τι είναι Ευαγγέλιον, θα απαντούσαμε: «Η Αλήθεια, η Παράδοσις της αληθείας». Δηλαδή ο Χριστός και ο λόγος Του. Αλλ’ όμως πολλές φορές, αγαπητοί μου, ξεχνάμε αυτήν την Παράδοσιν της αληθείας, που είναι το Ευαγγέλιον. Ο Απόστολος Παύλος θα βρεθεί σε μία πολύ δύσκολη θέση, δυσάρεστη, όταν θα γράψει την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του εις την εκκλησία της Κορίνθου και θα τους πει: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε. Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» κ.λπ. Δηλαδή μερικοί Κορίνθιοι αμφισβητούσαν την ανάστασιν των νεκρών.
Και φυσικά, όπως λέγει ευστοχότατα κάποιος Πατήρ ότι «εάν αμφισβητείς την ανάστασιν των νεκρών, τότε μην μιλάς πια για το Ευαγγέλιο, δεν έχεις τίποτα». Και συνεπώς ο Απόστολος Παύλος βλέποντας πόσο ακριβώς μεγάλο είναι το θέμα αυτό, αφιερώνει ένα ολόκληρο και μακρότατο κεφάλαιον υπέρ της αναστάσεως των νεκρών, αφού βεβαίως η κατοχύρωσις θα γίνει επάνω στην Ανάσταση του Χριστού. Και θα τους πει: «Γνωρίζω δέ ὑμῖν ἀδελφοί», δηλαδή το «γνωρίζω» εδώ έχει την έννοια «Σας υπενθυμίζω. Γιατί το ξέρετε. Αλλά, το ξεχάσατε;». Δεν τους θίγει. Να τους πει: «Το αμφισβητήσατε; Σας υπενθυμίζω, λοιπόν, αδελφοί, το Ευαγγέλιον. Εκείνο που εγώ ευαγγελίστηκα σε σας. Εκείνο το οποίον εσείς παραλάβατε και επάνω στο οποίο σεις σταθήκατε, δια του οποίου Ευαγγελίου σεις σώζεσθε, εἰ κατέχετε, εάν βεβαίως το κρατάτε».
Εδώ βλέπομε, σ’ αυτήν την έκφρασή του, αγαπητοί μου, όλη εκείνη την διαδικασία της παραδόσεως της αληθείας. Γιατί είναι μεγάλο θέμα η παράδοσις της αληθείας. Είναι αυτό που πήρα εγώ, να το δώσω στον άλλον. Αλλά αυτό που θα δώσω στον άλλον, πώς θα το δώσω; Και αυτός που θα το πάρει από μένα και θα το δώσει στην επόμενη γενεά, πώς θα το δώσει; Θα το δώσει ακέραιο, σωστό, όπως ακριβώς βγήκε από την πηγήν; Ή θα είναι διαφορετικό; Έτσι προκύπτει, αγαπητοί μου, ένα πρόβλημα. Φυσικά αυτό που λέγει εδώ ο Απόστολος ότι «εγώ σας έδωκα το Ευαγγέλιον –εὐηγγελισάμην ὑμῖν τό Εὐαγγέλιον- το οποίον εσείς πήρατε και επάνω στο οποίο σταθήκατε», θέμα δεν ετίθετο τόσο τότε εις τον Απόστολον και την γενεά στην οποία υπάρχει, διότι είναι ο ίδιος εκείνος ο οποίος πήρε απευθείας από την πηγήν τον λόγο του Θεού, όπως και οι άγιοι Απόστολοι. Μάλιστα θα πει λίγο πιο κάτω, που ακούσαμε την αποστολικήν περικοπήν, ότι «εἴτε ἐγώ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτῳ κηρύσσομεν καί οὕτως ἐπιστεύσατε». «Έτσι κηρύσσομε και έτσι πιστεύετε. Αλλά το θέμα είναι ότι εκείνο που εγώ σας έδωκα, εσείς πώς το παραλάβατε; Και ακόμη, όταν εσείς θα το δώσετε λίγο πιο κάτω, οι άλλοι οι επιγενέστεροι, πώς θα το παραλάβουν;».
Όταν λέμε, αγαπητοί μου, «Παράδοση», τι ακριβώς εννοούμε; Είναι ό,τι λέγει η λέξις σε μία πρώτη διάσταση. Δηλαδή αυτό το οποίο παίρνω και δίδω. «Ὃ παρέλαβον -λέγει ο Απόστολος- ὃ καί παρέδωκα ὑμῖν». Τι; Ότι ο Χριστός απέθανε και την τρίτη ημέρα ανέστη. Αυτό πήρα, αυτό σας έδωκα. Αυτό βασικά είναι Παράδοσις. Αλλά το θέμα είναι όταν γραφτεί αυτή η Παράδοσις, κι αυτή η Παράδοσις εγράφη, είναι το Ευαγγέλιον – φερ’ ειπείν, αυτά που γράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος, αυτά αγαπητοί είναι κατατεθειμένα, έγιναν βιβλίο. Έτσι λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Οι επόμενες γενεές, όταν θα διαβάσουν αυτό, πώς θα το καταλάβουν; Δηλαδή πώς θα το ερμηνεύσουν το Ευαγγέλιο; Διότι αν δεν υπήρχε πρόβλημα ερμηνείας, τότε δεν υπήρχε θέμα παραδόσεως. Εάν υπήρχε ένας τρόπος που όλες οι γενεές να καταλαβαίνουν το Ευαγγέλιο σωστά, όπως ακριβώς παρεδόθη από τον Κύριον στους μαθητάς Του, επαναλαμβάνω, δεν θα υπήρχε ανάγκη παραδόσεως.
Η Παράδοσις λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φρόνημα της Εκκλησίας, πώς ακριβώς βλέπει τις Γραφές. Πώς η Εκκλησία, πάντοτε η Εκκλησία, από την εποχή των Αποστόλων, από την Αποστολικήν Εκκλησίαν μέχρι σήμερα, πώς η Εκκλησία βλέπει τις Γραφές και τι φρονεί γι’ αυτές. Δηλαδή, πώς ερμηνεύει τις γραφές. Και έτσι το κλειδί της ερμηνείας βρίσκεται μέσα εις αυτό το φρόνημα της Εκκλησίας, δηλαδή μέσα εις αυτήν την Παράδοση της Εκκλησίας. Είναι γνωστό ότι είναι θεμελιωδέστατο αυτό, από τα πιο θεμελιώδη. Γιατί αν αυτό δεν το κρατώ στα χέρια μου, τότε πώς θα καταλάβω την Γραφή; Και μην νομίσετε ότι αυτό είναι μια κουβέντα με την οποία μπορούμε τώρα να απασχολούμεθα και ανήκει σε κάποιους άλλους κύκλους θεωρητικούς. Όχι, δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Το πείραμα έγινε. Έγινε στους Προτεστάντες. Επήραν την Γραφή και άρχισαν να την μελετούν. Και επειδή ήθελαν να αντιδράσουν εις την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, την Δυτικήν, την Εκκλησίαν της Ρώμης, γι΄αυτό τον λόγο άρχισαν να λέγουν ότι… «Μελετάτε την Γραφήν κι όπως την καταλαβαίνετε». Κι έτσι ο κάθε ένας μελετητής έγινε μία αυθεντία ερμηνείας. Το αποτέλεσμα; Επειδή δεν δέχτηκαν την Παράδοσιν, το φρόνημα της Εκκλησίας, πώς ερμηνεύει η Εκκλησία, το αποτέλεσμα είναι να διασπαστούν σε χίλια κομμάτια. Και η πίστις να διασπαστεί και να εισαχθούν πλήθος αναρίθμητο αιρέσεων. Επόμενο ήταν. Διότι όταν ο καθένας ερμηνεύει όπως θέλει, δεν θα εισαχθούν αιρέσεις;
Κατηγορούν την Εκκλησία μας ότι κρατούμε την Παράδοση. Προσέξτε. Όχι τας Παραδόσεις· την Παράδοσιν. Προσέξτε. Όχι τας Παραδόσεις· την Παράδοσιν(Το Π με κεφαλαίο και ενάρθρως). Την Παράδοσιν. Όχι «Παράδοσιν», την Παράδοσιν. Συγκεκριμένο στοιχείο. Την Παράδοσιν. Μας κατηγορούν. Ή ακόμη αν θέλετε και η εποχή μας είναι τέτοια, που εμείς οι ίδιοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να στεκόμεθα εναντίον της Παραδόσεως και να λέμε: «Και πού τα βρήκες αυτά; Και τι είναι αυτά;». Και πολλοί που θα’ θελαν ίσως να ζήσουν μία πνευματική ζωή, έξω όμως από την Εκκλησία, έξω από την Παράδοση της Εκκλησίας, όπως πολλές φορές έχομε λογίους ανθρώπους, που παίρνουν την Γραφή την μελετούν, την θαυμάζουν αλλά την καταλαβαίνουν όπως θέλουν αυτοί. Τότε αυτό δεν έχει καμία αξία. Γιατί απλούστατα η Γραφή κατανοείται μόνο μέσα εις την Εκκλησίαν. Μόνον. Δεν μπορώ ποτέ να βρω τον Χριστό, εάν δεν μελετήσω την Γραφή μες την Εκκλησία· που θα πει μέσα στο φρόνημα, με το φρόνημα της Εκκλησίας. Αυτή όμως η Παράδοσις είναι μέσα εις αυτήν την ουσίαν του Χριστιανισμού.
Θα μπορούσαμε να απαντήσομε λοιπόν το εξής: Όταν ο Χριστός παρέδωκε στους Αποστόλους την αλήθειαν, τι είπε; Είπε το εξής: «Εγώ δεν ελάλησα τίποτε απ’ ό,τι ήκουσα από τον Πατέρα. Τίποτα δεν ελάλησα παραπάνω ή παρακάτω απ’ ό,τι ήκουσα από τον Πατέρα. Κι εκείνο που ήκουσα από τον Πατέρα, τούτο λαλώ». Αλλά αυτό που ο Χριστός λαλεί επιβεβαιούται από το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Συνεπώς παρατηρούμε ότι μέσα εις τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος να υπάρχει μία ιδιότυπος παράδοσις. Λέγω «ιδιότυπος» διότι ο Θεός είναι εις. Η ουσία του Θεού είναι μία. Παρά ταύτα, επειδή «ο Χριστιανισμός είναι μίμησις της Αγίας Τριάδος», όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γι΄αυτό και εις το σημείο αυτό η Εκκλησία μιμείται την Αγία Τριάδα. Σε τι; Στην Παράδοση. Αφού ο Υιός τίποτα δεν λέγει απ’ ό,τι δεν ήκουσε από τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιον επιβεβαιοί παν ό,τι ο Υιός είπε την ημέρα της Πεντηκοστής, διότι τότε κατενοήθη, αλλά και το σπουδαίον είναι ότι δεν θα ήρχετο ποτέ η Πεντηκοστή εάν ο άνθρωπος Ιησούς, όπως τον έβλεπαν οι άνθρωποι, δεν ήτο αληθής. Συνεπώς το Πνεύμα το Άγιον απέδειξε την ημέρα της Πεντηκοστής ότι ο Ιησούς είναι αληθής, συνεπώς είναι Θεάνθρωπος. Ώστε αυτή η Παράδοσις μέσα στη ζωή της Αγίας Τριάδος, που δείχνει μια πειθαρχία, η οποία μας καταπλήσσει, γίνεται μοντέλο, γίνεται πρότυπον για μας μες την Εκκλησία.
Έτσι τώρα πηγή είναι ο Ιησούς Χριστός. Διδάσκει. Οι μαθηταί ακούν. Κατόπιν εκείνοι παίρνουν την εντολή ότι «Πορευθέντες εἰς πάντα τά ἔθνη, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». «Αφού τους διδάξετε να τηρούν όσα εγώ σας παρήγγειλα». Προσέξτε: Πάντα. Ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Και η αξία, αγαπητοί μου, του Αποστόλου είναι η πιστότητα. Ο Απόστολος δεν πρωτοτυπεί. Η αξία του δεν είναι στην πρωτοτυπίαν. Η αξία του είναι εις την πιστότητα. Εάν παρέδωκε επακριβώς εκείνο το οποίον έχει πάρει.
Και κατόπιν, η Παράδοση αυτή περνάει στους αγίους της Εκκλησίας μας, στους Πατέρες. Και συνεπώς η Αποστολική Παράδοσις γίνεται Πατερική Παράδοσις. Και είναι το φρόνημα της Εκκλησίας. Είναι το κλειδί της ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηριστικότατα εις την Α΄ του επιστολή. Δια πολλών, εγώ σας λέω μόνον τρεις λέξεις. Το λέγει κατ’ επανάληψιν συνωνύμους λέξεις: «Ὃ ἑωράκαμεν, ὃ ἀκηκόαμεν ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν». «Εκείνο που είδαμε και εκείνο που ακούσαμε, αυτό σας λέμε. Τίποτα παραπάνω από εκείνο που είδαμε και ακούσαμε και τα χέρια μας», λέγει παρακάτω, «εψηλάφησαν περί του λόγου της ζωής. Και σας τα λέμε όχι για να κάνομε τον έξυπνο, αλλά για να έχετε κι εσείς την ζωή, όπως την έχομε και εμείς». Είναι καταπληκτικό, αγαπητοί μου. Αυτή ακριβώς η πιστότης. Θα μας πει δε αργότερα ο Μέγας Αθανάσιος το εξής θαυμάσιον: «Εἴδομεν καί αὐτήν τήν ἐξ ἀρχῆς Παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἥν (:την οποίαν) ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν». «Καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν». Συνεπώς το ταμείον της αληθείας είναι σ’ αυτό που εφύλαξαν οι Πατέρες, που επήραν από κείνο που εδίδαξαν οι Απόστολοι, οι οποίοι ήκουσαν από το στόμα του Χριστού. «Ἐν ταύτῃ γάρ τῇ παραδόσει ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται». «Εδώ είναι», λέγει, «θεμελιωμένη, έχει θεμελιωθεί η Εκκλησία. Επάνω εις αυτήν την Παράδοσιν».
Έτσι, αγαπητοί, βλέπομε ότι δεν μπορούμε να λέμε ότι θα παίρνομε την Γραφή να την διαβάζομε, για να παίρνομε συνθήματα ζωής και να την εξηγούμε όπως εμείς την θέλομε και μας συμφέρει. Ή ακόμη να βλέπομε κάποια που να νομίζομε ότι μας αρέσουν και κάποια άλλα να τα βάζομε στην άκρη. Η Γραφή ολόκληρη είναι η αλήθεια.
Θα ΄θελα όμως ακόμη να σας τονίσω και κάτι άλλο. Πολλές φορές, όταν μελετούμε την Γραφή, νομίζομε ότι είναι ένα γράμμα η Γραφή. Όπως ακριβώς θα ήταν ένας που μας στέλνει ένα γράμμα, μια επιστολή, και ξεχνάμε για μια στιγμή τον αποστολέα και μένομε μόνο στο γράμμα. Έτσι θέλομε πολλές φορές να μείνομε σε ένα ρητό, το οποίο θα θέλαμε να το εφαρμόσομε. Σωστό. Δεν αντιλέγει κανείς. Ξεχνάμε όμως κάτι που είναι πολύ ουσιώδες. Ότι δεν είναι αρκετό να πεις «Θα βάλω μπροστά να εφαρμόσω το Ευαγγέλιον, με άσκηση φυσικά». Δεν πρέπει να ξεχνώ ότι πίσω από εκείνο που διαβάζω, πίσω από εκείνο το οποίον με πάσαν προσπάθειαν προσπαθώ να το οικειωθώ, είναι ένα πρόσωπο. Δεν είναι ένας λόγος. Είναι ένα πρόσωπο. Και το πρόσωπο αυτό είναι ο Ιησούς Χριστός. Γι΄αυτό η Παράδοσις δεν είναι ένα γράμμα. Είναι μία ζωντανή πραγματικότης. Και η τελειοτάτη έκφρασις αυτής της Παραδόσεως, όχι σαν γράμμα, αλλά σαν ζωή, είναι η Θεία Λειτουργία. Την νύχτα που παρεδίδετο ο Υιός Σου, ω Πάτερ, πήρε στα χέρια Του το ψωμί και το κρασί και είπε: «Αυτό είναι το Σώμα μου και αυτό είναι το Αίμα μου· γιατί είμαι Εγώ σ’ αυτό που τώρα Εγώ σας παραδίδω». Και η Εκκλησία εκράτησε την υψίστην Παράδοσιν, την Θεία Λειτουργία. Τον ανεκτίμητον αυτόν θησαυρόν. Και δεν έχομε πια μια παράδοση γράμματος, αλλά μια Παράδοση προσώπου. Αυτόν τον Ίδιον τον Χριστό· ο Οποίος είναι… το Σώμα Του, η Εκκλησία. Έτσι, ο Χριστός και η Εκκλησία είναι Ένα. Ό,τι η κεφαλή με το σώμα. «Και το σώμα του Χριστού», λέει ο Απόστολος Παύλος, «είναι η Εκκλησία». Όταν κοινωνούμε σωστά, όπως πρέπει, το σώμα και το αίμα του Χριστού, κρατάμε την Παράδοση, την ζώσα Παράδοση. Γι’ αυτόν τον λόγο λέγει ο Απόστολος Παύλος ότι θα τελείται το μυστήριον αυτό ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ, έως ότου έλθει ο Χριστός. Δεν έχει σημασία, αγαπητοί μου, αν λίγοι άνθρωποι τηρούν αυτό. Έστω κι αν αποτελεστεί ένα λείμμα. Πάντα δε, θα είναι η Ορθοδοξία.
Μην το ταυτίζομε, θέλω να ξυπνήσομε λίγο, να ξυπνήσομε. Μην το ταυτίζομε, «ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ». Κάποτε θα δραπετεύσει η Ορθοδοξία από την Ελλάδα. Θα δραπετεύσει. Δεν ξέρω πού θα πάει. Στην Κίνα θα πάει; Στην Ουγκάντα θα πάει; Στον Βόρειο Πόλο θα πάει; Δεν ξέρω. Στους Εσκιμώους; Δεν ξέρω. Ένα μόνο. Η Ορθοδοξία θα μείνει ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ ο Χριστός. Μας το είπε ο Απόστολος Παύλος. Βεβαίως, εάν δεν μείνει η Ορθοδοξία στην Ελλάδα, εδώ που κηρύχτηκε κι από δω που ξεκίνησαν οι ιεραπόστολοι, πραγματικά θα ήταν κάτι πολύ λυπηρό για μας. Πάρα πολύ λυπηρό για μας. Αλλά, όπως πηγαίνομε και όπως σκεφτόμαστε και όπως κινούμεθα εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, φοβάμαι ότι γρήγορα θα χάσομε αυτήν μας την μεγάλη δόξα και τιμή. Όπως την έχασαν και οι Εβραίοι· την τιμή να γνωρίσουν τον Χριστό. Μην νομίζετε, ο Θεός δεν μεροληπτεί. Ο Θεός δεν περιορίζεται από συναισθηματισμούς. Όχι. «Τήρησες; Θα σε ανεβάσω και θα σε δοξάσω. Δεν ετήρησες; Θα σε απορρίψω»... Δεν εδίστασε, λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, «να απορρίψει τον Ισραήλ. Εσύ ποιος είσαι; Εσύ είσαι αγριέλαιος. Θα σε απορρίψει. Εάν λέει την φύσει καλλιέλαιον απέρριψε, εσύ που είσαι αγριέλαιος και σε εκέντρισε δηλαδή σε μπόλιασε, πολύ παραπάνω θα σε απορρίψει».
Γι’ αυτόν τον λόγο αν αγαπάμε και την πατρίδα μας, την Ελλάδα, ας προσέξομε. Η Ελλάς υπάρχει γιατί υπάρχει Ορθοδοξία. Ή καλύτερα, η δόξα της Ελλάδος είναι η Ορθοδοξία. Και η Ορθοδοξία είναι η Παράδοση της Εκκλησίας, είναι η Παράδοση των Αποστόλων, είναι η Παράδοση των Πατέρων. Και εμείς είμεθα η ζώσα παρακαταθήκη. Αλλά ακόμη κάτι να μην ξεχνάμε. Οι Πατέρες, όπως και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και ο Θαλής ο Μιλήσιος και ο Σωκράτης και ει τις έτερος σοφός και σπουδαίος, όπως και οι μεγάλοι καλλιτέχνες, δεν ανήκουν στην Ελλάδα αλλά σε όλον τον κόσμο. Είναι κληρονομιά όλου του κόσμου. Βεβαίως οι Πατέρες είναι Έλληνες, αλλά δεν ανήκουν παρά σε ολόκληρο τον κόσμο. Μην, λοιπόν, εμείς καυχόμαστε και λέμε ότι οι Πατέρες ήσαν Έλληνες. Είδατε τι σας διάβασα; Την γνώμη του Μεγάλου Αθανασίου. Και όμως οι Πατέρες θα πουν: «Ανήκομε σ’ όλο τον κόσμο. Όπου υπάρχει Ορθοδοξία. Και σας σάς αγνοούμε». Μη μείνομε, δηλαδή, μόνο με το όνομα. Με ψιλό όνομα ότι οι Πατέρες είναι Έλληνες. Αλλά να κρατήσομε την πίστιν μας. Λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Κρατάτε τάς παραδόσεις». «Να κρατάτε τις παραδόσεις που εγώ σας παρέδωσα». Θα πει να κρατούμε ,να φυλάττουμε. Και τι λέγει ο Κύριος στην Αποκάλυψη σε μια Του επιστολή σε μία Του Εκκλησία. «Κράτει ὃ ἔχεις ἕως οὗ ἄν ἔλθω». «Κράτησε αυτό που έχεις, έως ότου έλθω». Και θέλετε; Αυτή η Εκκλησία της Μικράς Ασίας… -αν και οι επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας είναι τύπος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με επτά πτυχές, με επτά πλευρές, μία η Εκκλησία. Αυτές οι τοπικές Εκκλησίες αποτελούν τύπον. Αυτή η Εκκλησία που πήρε την εντολή να κρατήσει εκείνο που έχει έως ότου έλθει ο Χριστός, δεν το κράτησε. Η λυχνία της έσβησε. Οριστικά το 1922. Έσβησε. Πάει. Βλέπετε δεν εκράτησε την λυχνίαν έως ότου έλθει ο Χριστός. Τι δυστύχημα… Λοιπόν η φωνή του Χριστού μάς ειδοποιεί: «Κράτει ὃ ἔχεις ἕως οὗ ἄν ἔλθω».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_069.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 19,16-26]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ»
εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-8-1990]
[Β237]
Είναι συγκινητικό, αγαπητοί μου, όταν βλέπεις τους νέους ανθρώπους να αναζητούν το αγαθόν, το τέλειον, για να το γνωρίσουν και για να το βιώσουν. Μια υποδειγματική περίπτωση με θετική και αρνητική πλευρά μάς παρουσιάζει σήμερα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Μας διηγείται ότι ένας πλούσιος νεανίσκος με καλή καρδιά και αγαθή προαίρεση, πλησίασε τον Κύριον και Τον ερωτά: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Και ο Κύριος τού απαντά: «Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς». «Εάν θέλεις να κερδίσεις την ζωήν την αιώνιον, να εισέλθεις εις αυτήν, να εφαρμόσεις τις εντολές». Κι εκείνος έκπληκτος, γιατί ίσως κάτι το άλλο περίμενε, ερωτά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απήντησε ότι είναι οι εντολές, οι γνωστότατες, του δεκαλόγου. Η πρώτη εντολή, η δευτέρα, η δεκάτη. Ο νεανίσκος όμως σημείωσε ότι τις εντολές αυτές, του δεκαλόγου, τις είχε εφαρμόσει από μικρό παιδί. Γι’αυτό και εξεπλάγη. Εδώ θα έλεγα, η προσφορά της «πεζότητος» -τη λέξη «πεζότητα» την βάζω εντός εισαγωγικών- των εντολών. Λέμε: «Ε, τώρα, τις εντολές…». Δεν ξέρουμε. Οι άνθρωποι αναζητούν πάντα κάτι καινούριο, κάτι άλλο. Και όταν δουν έναν εκπληκτικόν διδάσκαλον, τότε ζητούν ακριβώς αυτό το κάτι άλλο. Ο Κύριος όμως παραπέμπει στον δεκάλογον, τον γνωστόν, τον αιώνιον, τον αναλλοίωτον δεκάλογον του νόμου του Θεού.
Ωστόσο, εφόσον είπε ότι από μικρό παιδί είχε εφαρμόσει τον νόμον, τότε ο Κύριος περνά σε μία τελειοτέρα φάση πνευματικής ζωής. Και του λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Εάν», λέγει, «θέλεις να είσαι τέλειος», μία υπέρβαση δηλαδή των εντολών, όχι ότι οι εντολές δεν καθιστούν τέλειον τον άνθρωπον, αλλά εδώ μίαν υπέρβασιν των εντολών -άλλοτε θα μιλήσομε γι’ αυτήν την υπέρβαση των εντολών- τι του λέγει; «Πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα εις τους πτωχούς και θα ΄χεις εκεί τον θησαυρόν· στον ουρανόν. Και έλα να με ακολουθήσεις».
Όμως ο πλούσιος νεανίσκος, επειδή ακριβώς είχε πολλή περιουσία και ήτο και φιλοχρήματος, λυπήθηκε γι’ αυτήν την απάντηση που του έδωκε ο Κύριος και ανεχώρησε χωρίς πια να ενδιαφερθεί για κάτι περισσότερο.
Παρατηρεί κανείς στη συμπεριφορά αυτού του νεανίσκου, πάρα πολύ ενδιαφέρουσες πλευρές. Και ακριβώς αυτές, αγαπητοί μου, ας προσέξομε. Καταρχάς προσεγγίζει τον Κύριον. Όχι μόνο για τη φήμη που είχε ο Κύριος, αλλά και για την αυθεντία Του. Είχε αυθεντία. Η διδασκαλία του Κυρίου ήταν όντως αυθεντική. Γι’αυτό σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στο 7ο κεφάλαιο, όταν είχε πει ο Κύριος την περιώνυμον εκείνη διδασκαλία Του επί του Όρους: «Καὶ ἐγένετο – σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής- ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ –είχαν μείνει έκπληκτοι οι όχλοι-· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς». Διότι εδίδασκε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων». Όχι όπως οι γραμματείς. Δηλαδή ήτο αυθεντία.
Έτσι μια βασική προϋπόθεση αναζητήσεως διδασκάλου, είναι η αυθεντία του. Προσέξτε, παρακαλώ, αυτό το σημείο. Είναι η αυθεντία του. Αλλά η εποχή μας, αν θα έπρεπε να δούμε την εποχή μας, έχει γκρεμίσει κάθε αυθεντία. Και την αυθεντία του ανθρώπου και την αυθεντία του Θεού. Έτσι, ο κάθε νέος που θέλει να μάθει, σε ποιον αλήθεια θα καταφύγει, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να του δώσει μια αυθεντική απάντηση; Οι γονείς; Χμ… Οι γονείς, αγαπητοί μου, έπαυσαν να είναι αυθεντία. Οι εκπαιδευτικοί; Αλίμονο, απώλεσαν κάθε αυθεντία. Θα έλεγα ότι ο νέος δεν πείθεται πια, ό,τι και αν του πουν. Κυρίως όταν αναφερθούν σε διδασκαλία ανθρωπιστική. Δεν πείθεται πλέον ο νέος. Εξάλλου, οι εκπαιδευτικοί έσπευσαν να αποβάλλουν κάθε αυθεντία, γιατί την θεωρούν πια την αυθεντία μύθον. Δηλαδή οι εκπαιδευτικοί μας απομυθοποιήθηκαν. Απομυθοποιήθηκαν. Είναι φοβερόν. Η πολιτεία; Η πολιτεία με τους άρχοντές της, τους ταγούς της; Και αυτή με την σειρά της ήρθε να απορρίψει κάθε αυθεντία έναντι των πολιτών της. Δηλαδή η αυθεντία πλέον δεν υπάρχει. Έτσι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί πια δεν εμπνέουν καμία αυθεντία εις τον πολίτην. Βέβαια βαλθήκαμε με τα δέκα μας δάκτυλα και με τα δέκα νύχια των δακτύλων μας, να σκάψομε και να θάψομε την αυθεντία. Την κοροϊδέψαμε. Την ειρωνευτήκαμε. Είπαμε ότι «Ουφ! Αυθεντία… Τι θα πει αυθεντία του γονιού, τι θα πει αυθεντία του δασκάλου, του εκπαιδευτικού, τι θα πει αυθεντία της πολιτείας… Κολοκύθια στο πάτερο»- Με συγχωρείτε…
Το ίδιο πράγμα συνέβη και εις τον εκκλησιαστικό χώρο. Οι σύγχρονες κοινωνίες μας πια αφήρεσαν και την αυθεντία από τον Θεό. Κατ’ επέκτασιν και από τον κλήρο που υπηρετεί τον Θεό και τον λαό. Έτσι αυθεντία δεν υπάρχει. Ή ακριβέστερα, αυθεντία γίνεται ο κάθε άνθρωπος: «Γιατί είσαι εσύ αυθεντία και δεν είμαι εγώ αυθεντία; Είμαι εγώ λοιπόν αυθεντία. Και δεν έχω να αναγνωρίσω κανέναν άλλον, έξω από τον εαυτόν μου». Έτσι έχομε ένα φαινόμενον, το φαινόμενον του λεγομένου Κοινωνικού Προτεσταντισμού. Είναι γνωστό ότι ο Προτεσταντισμός θεωρεί αυθεντία όχι τον Πάπα, εξάλλου γι’αυτό έφυγε από τη δυτική Εκκλησία, την Ρωμαιοκαθολική, γιατί δεν έδιδε πλέον αυθεντία εις την έδρα του Πάπα, αλλά τι είπε ο Προτεσταντισμός; «Αυθεντία, Χριστιανέ, είσαι εσύ, ο καθένας. Δεν έχεις να κοιτάξεις πουθενά αλλού παρά στον εαυτό σου. Μελέτα την Αγία Γραφή και αυτή θα σου πει ό,τι έχει να σου πει, όπως εσύ την καταλάβεις». Εμείς λέμε: «Έχομε την αυθεντία των Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής». «Όχι», λέγει ο Προτεσταντισμός, «είσαι εσύ η αυθεντία. Και θα καταλάβεις αυτό που θα καταλάβεις, αυτό είναι το σωστό». Δηλαδή μια υποκειμενική κατάσταση. Γι’αυτό σας είπα, έχομε έναν κοινωνικόν Προτεσταντισμό ως προς το φαινόμενο αυτό της αυθεντίας. Έχομε δηλαδή στην εποχή μας ό,τι συνέβη τότε στην εποχή του Σωκράτους. Το φαινόμενο της διδασκαλίας των Σοφιστών, που με την διδασκαλία τους αυτή -Πρωταγόρας, Πρόδικος ο Κείος κ.ά.- όλοι αυτοί με την διδασκαλία τους διέφθειραν τους πολίτας των Αθηνών και γενικά την Ελλάδα. Και η Ελλάδα παρήκμασε θρησκευτικά, γιατί αυτοί εκήρυτταν ότι δεν υπάρχουν θεοί. Θρησκευτικά παρήκμασε η Ελλάς, πολιτιστικά, πολιτειακά, και σαν νόμοι και σαν ήθος και σαν θεσμοί. Σας θυμίζω τον Σωκράτη, που είχε πει στον Ιπποκράτη, τον νεαρόν Ιπποκράτη, που ήθελε να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα: «Και τι θα πας να μάθεις εκεί;», του λέει. «Τι θα πας να μάθεις εκεί, που ήρθες πρωί πρωί να σε πάω εκεί να γίνεις μαθητής του σοφιστού. Τι θα μάθεις εκεί;». Είναι πάρα πολύ αξιόλογα εκείνα που λέει ο Σωκράτης εις τον Ιπποκράτην τον νεαρόν. Αν θέλομε, αγαπητοί μου, ανόρθωση, επανόρθωση, πρέπει να προσδώσομε το κύρος και την αυθεντία, ό,τι πρέπει να έχει κύρος και αυθεντία.
Ο πλούσιος νεανίσκος στην συνέχεια ερωτά τον Κύριον: «Τί ἀγαθὸν ποιήσω για να έχω ζωήν αιώνιον;». «Τι αγαθό να κάνω για να αποκτήσω την αιώνιον ζωήν;». Εδώ βλέπομε εις τον νεανίσκον την αναζήτηση του αγαθού. «Τί ἀγαθὸν ποιήσω;». Σαν ένα μέσο απόκτησης της αιωνίου ζωής.
Αλήθεια, τι είναι αγαθόν; Θα έπρεπε η απάντησις να ήτο αυτονόητος· διότι το αγαθόν είναι αντιληπτόν από κάθε άνθρωπον. Εντούτοις, το αγαθόν δεν είναι αυτονόητον, αγαπητοί μου. Διότι η αδαμιαία πτώσις το αγαθόν το έκανε, αφού προηγουμένως το κατακερμάτισε, το έκανε υποκειμενικόν. Τι είναι αγαθόν; «Αυτό που νομίζω εγώ ότι είναι αγαθόν. Αυτό είναι αγαθόν». Και ότι δεν υπάρχει εξ αντικειμένου το αγαθόν, αλλά εξ υποκειμένου. Και έτσι η απάντησις εξαρτάται από τον κοσμοθεωριακόν προσανατολισμό που μπορεί να έχει ο κάθε άνθρωπος. Ο καθένας δηλαδή έχει μία διαφορετική απάντηση να δώσει, τι είναι αγαθόν. Άλλη δίδει ο υλιστής, άλλη δίδει ο ιδεαλιστής, άλλη απάντηση δίδει ο Χριστιανός. Είναι όπως και η αλήθεια. Εκείνο που είχε πει ο Πιλάτος: «Τί ἐστίν ἀλήθεια;». Ξέρετε, εκεί δεν ήταν ερώτημα. Ήταν εκείνο το … «Δεν βαριέσαι… Μου ήρθες», λέγει, «να μαρτυρήσεις για την αλήθεια, τι εστίν αλήθεια». «Καί εὐθέως», λέει, «ἐξῆλθεν ἔξω, εἰς τό Πραιτώριον» κ.τ.λ. ο Πιλάτος. Δηλαδή: «Δεν βαριέσαι, πολλοί λένε την αλήθεια. Ήρθες κι εσύ, ένας απ’ όλους αυτούς τους πολλούς, να πεις για την αλήθεια. Δεν βαριέσαι, τί ἐστίν ἀλήθεια, τι είναι αλήθεια…». Έτσι κι εδώ: «Τι είναι αγαθόν; Δεν βαριέσαι, τι είναι αγαθόν». Όπως η αλήθεια χρήζει, αγαπητοί μου, αποκαλύψεως, έτσι και το αγαθόν χρήζει αποκαλύψεως. Πρέπει να μας αποκαλύψει ο Θεός τι είναι αγαθόν. Ο πλούσιος νεανίσκος καλώς ερώτησε τον Κύριον.
Αλλά σήμερα η γενεά μας, πώς θεωρεί το αγαθόν; Τι είναι γι’ αυτήν την γενεά μας το αγαθόν; Καταρχάς είναι μια κακώς νοουμένη ελευθερία. Ή αν θέλετε, ένα κακέκτυπο της ελευθερίας. Το πρώτο αγαθόν. Μιλάμε για ελευθερία. Αλλά σήμερα η γενεά μας αυτήν την ελευθερία την έχει φοβερά κακοποιήσει. Ακόμη, αγαθόν είναι για κάποιους η αναρχία. Ή η απελευθέρωσις απ’ όλα τα ταμπού. Είναι ο ευδαιμονισμός. Είναι η ψυχαγωγία σαν δια-σκέδασις· που θα πει… από το «διασκεδάννυμι»= σκορπίζω, διασκορπίζω. Κι έτσι, εκείνο που λέει στον άσωτον υιόν στην παραβολή ο Κύριος, ότι «διεσκόρπισεν τήν οὐσίαν τοῦ Πατρός» και η ουσία του πατρός είναι το κατ’ εικόνα, ο σύγχρονος άνθρωπος διασκορπίζει, σπαταλά το κατ’ εικόνα. Διασκεδάζει, σκορπίζει το κατ΄εικόνα. Σήμερα ο άνθρωπος όταν πηγαίνει να διασκεδάσει, στην πραγματικότητα στραπατσαρίζεται. Στραπατσαρίζει την ἐν αὐτῶ εικόνα του Θεού. Ο πανσεξουαλισμός θεωρείται αγαθόν ή φροϋδισμός. Ο πλούτος. Η αεργία. Όχι η ανεργία. Η αεργία. Άεργος είναι αυτός που δεν θέλει να εργαστεί. Ενώ άνεργος είναι αυτός που δεν βρίσκει δουλειά. Έτσι, βλέπετε τα παιδιά μας σήμερα, φεύγουν το πρωί απ’ το σπίτι, γυρίζουν το μεσημέρι για να φάνε, πάνε στις καφετέριες… δεν θέλουν να δουλέψουνε. Είναι ακατανόητο πράγμα! Κάποτε οι άνθρωποι πήγαιναν στα καφενεία, νέοι και μεγάλοι, αλλά πήγαιναν το βράδυ. Να πας σε καφενείο τις πρωινές ώρες, ήταν ακατανόητο. Πήγαιναν μόνο οι συνταξιούχοι. Σήμερα θα δείτε οι καφετέριες είναι γεμάτες από νέους, ώρες πρωινές… Αυτή η αεργία… Ο τυχοδιωκτισμός. Ακόμα, ο αστισμός. Δηλαδή ένα βόλεμα επαγγελματικό, μια τεχνική άνεση, ένα όμορφο σπίτι, κι ακόμη μια καλή υγεία. Διαβάζομε μύριες συνταγές, για να αποκτήσουμε και να έχουμε και να διατηρήσομε μια καλή υγεία. Ένας δηλαδή άκρατος βιταλισμός, ένας ζωισμός. Δηλαδή αυτό που λέμε και χαρακτηρίζει τα ζώα: «Να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω! Όχι πνευματικά. Αλλά να ζήσω ζωικά». Όλα αυτά, αγαπητοί μου, θα σας απαντήσουν οι σύγχρονοι άνθρωποι ότι είναι το αγαθόν. Και τούτο γιατί ο σύγχρονος κοσμοθεωριακός προσανατολισμός είναι υλιστικός. Απλούστατα, το βλέπει κανείς. Έχομε τον λεγόμενον «πρακτικόν υλισμόν». Θα πούμε πάλι και θα το ξαναπούμε ότι η έννοια του αγαθού χρήζει αποκαλύψεως. Από πηγή αυθεντική. Κι Αυτός είναι ο Θεός.
Ο πλούσιος νεανίσκος ακόμα είπε εις τον Κύριον: «Τί ἀγαθόν ποιήσω;». «Τι αγαθό να κάνω;». Δεν ζητά μια θεωρητική απάντηση, αλλά μια πρακτική απάντηση. Η εποχή μας αναζητά, αλλά δεν θέλει να κουραστεί. Το στοιχείον της ασκήσεως είναι αποκρουστικόν. Διότι ο Χριστιανισμός είναι άσκησις. Είναι μάλιστα σταυρικός, σταυρική άσκησις. Και οι αρχαίοι έλεγαν ότι «τά ἀγαθά κόποις κτῶνται». Τα αγαθά αποκτώνται με κόπους. Αλλά ο Χριστιανισμός σήμερα για να αρέσει στους πολλούς –προσέξτε αυτό το σημείο- έχει νοθευτεί σε βαθμόν υπερβολικόν. Κι έτσι για να προσελκύει δήθεν τους νέους, οι οποίοι δεν θέλουν να κουραστούν, απεχθάνονται αυτό που λέγεται άσκησις εν ευρεία εννοία. Μια μορφή της ασκήσεως, η πιο μικρή, είναι η νηστεία. Επειδή λοιπόν απεχθάνονται την άσκηση, έρχεται τότε να μεταβάλει, να μεταβάλει, ο Χριστιανισμός, δηλαδή εμείς, που κατά κάποιο τρόπο προσφέρομε τον Χριστιανισμόν, έρχεται, αγαπητοί μου, να προσφερθεί ως Κοινωνισμός και ως Ανθρωπισμός. Δηλαδή απώλεσε όλο το στοιχείο του μυστηρίου του Θεού. Κι έγινε ανθρώπινος ο Χριστιανισμός. Έγινε ανθρωποκεντρικός, όχι θεοκεντρικός. Όχι τι θα πει ο Θεός, αλλά πώς καταλαβαίνομε εμείς οι άνθρωποι, για να ζήσομε δήθεν κάποια στοιχεία του Χριστιανισμού, για να λεγόμαστε Χριστιανοί. Είδατε; Θα ήθελα πολύ χρόνο να σας πω πώς μετεβλήθη δυστυχώς ο Χριστιανισμός σε Κοινωνισμό και σε Ανθρωπισμό.
Όλα αυτά βέβαια χωρίς Θεό. Αυτόνομα. Διότι εκείνος που θα δεχθεί έναν Χριστιανισμό ως Κοινωνισμό, δεν δυσκολεύεται να τοποθετήσει έναν Θεό τόσο μακριά που ούτε Εκείνος να ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο, ούτε ο άνθρωπος να ενδιαφέρεται για τον Θεό. Ουσιαστικά δηλαδή μία αυτόνομη κατάσταση. Γι’αυτό και οι νέοι μας στο τέλος καταντούν ρηχοί, αθεολόγητοι, ανερμάτιστοι. Δεν έχουν βάθος. Δεν έχουν βάθος. Γιατί; Το βάθος είναι ο Θεός.
Ο νεανίσκος ακόμα είπε: «ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον». «Για να έχω», λέγει, «αιώνιο ζωή». Το αγαθό το έβλεπε σαν μέσον ενός σκοπού· της αιωνίου ζωής. Στις αναζητήσεις τους όμως οι σύγχρονοι νέοι μας, που διψούν για την αιωνία ζωή…- αλλά τελικά δεν την αναζητούν. Είναι σαν εκείνον τον άρρωστο άνθρωπο που έχει πάθει αφυδάτωση και δεν ξέρει τι έχει. Διψά και πέρασε στην κατάσταση της αφυδατώσεως. Και δεν ξέρει ότι του λείπει το νερό. Δηλαδή έχει μία υπολανθάνουσα δίψα η γενεά μας, ιδίως η γενεά των νέων. Ο οπτικός των ορίζων περιορίζεται μόνον εις τον παρόντα αιώνα, εις την παρούσα ζωή. Δεν θέλει ο σύγχρονος νέος κάτι το μελλοντικό, κάτι που να είναι επέκεινα της παρούσης ζωής. Κι εδώ φαίνεται ακριβώς η ρηχότης και η πνευματική μυωπία. Βέβαια δεν είναι όλοι οι νέοι αυτό. Πρέπει να το πούμε.
Αλλά σε εποχές παρακμής… δεν το αντιλαμβάνεστε ότι η εποχή μας είναι εποχή παρακμής; Φοβερής παρακμής; Παρά τον πλούτο του τεχνικού πολιτισμού; Φοβερής παρακμής; Λοιπόν σε εποχής παρακμής, αποπροσανατολισμού και υποκαταστάσεως των πάντων, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν και θαυμάσιοι νέοι, οι οποίοι εντελώς συγκεκριμένα αναζητούν, όχι αφηρημένα, εντελώς συγκεκριμένα, μέσα στον χώρο της Εκκλησίας και του Χριστιανισμού, αναζητούν την αιωνία ζωή. Την αιωνία ζωή! Ως απουσία του θανάτου. Και των ανθρωπίνων δεινών. Ως αφθαρσία, και αιωνία νεότης, ως αιωνία μακαριότης. Έτσι την ζητούν. Όπως την προσφέρει ο λόγος του Θεού. Ακόμη, ως γνώσις και ως θεωρία του Χριστού. Λέγει ο Κύριος: «Καί αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή …-Ποια είναι η αιώνιος ζωή; ἵνα γινώσκωσι σέ τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Αγαπητοί μου, η αιώνιος ζωή είναι Αυτός ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Δεν είναι εδώ ο Χριστός και εκεί η αιώνιος ζωή. Δεν είναι εδώ ο Χριστός και εκεί είναι η Βασιλεία Του. Όταν λέμε Βασιλεία, όταν λέμε αιώνιος ζωή, δεν είναι παρά Αυτός ούτος ο Χριστός, αυτή η παρουσία του Χριστού, αυτός ο χώρος που είναι ο Χριστός.
Πολλές φορές οι νέοι αναζητούν την αιώνια ζωή μέσα εις τον Μοναχισμόν. Είναι το ίδιο φαινόμενο που παρετηρήθη μετά από την επισημοποίηση του Χριστιανισμού, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Είδαν πολλοί νέοι να επέρχεται με ακάθεκτον τρόπον μία εκκοσμίκευση μέσα στην Εκκλησία. Γι’αυτό και αφήνουν τις πόλεις και αναχωρούν εις την έρημον. Μέχρι τότε, που υπήρχε το μαρτύριο στις πόλεις, δεν υπήρχε λόγος να πάνε εις την έρημο. Τώρα που κοσμικοποιείται η Εκκλησία, εκκοσμικεύεται, αφήνουν τις πόλεις, και πηγαίνουν στην έρημο. Μια ζωντανή Εκκλησία δίδει βέβαια πάντοτε δυνατότητες αιωνίου ζωής και αν ακόμη είναι μέσα στην πόλη. Αλλά μια ζωντανή Εκκλησία, η οποία προσελκύει τους νέους, είτε στην έρημο των πόλεων, είτε στην έρημο από ανθρώπους. Αλλά η ζώσα, η ζωντανή Εκκλησία. Γι’αυτό, αγαπητοί μου, θα λέγαμε, για την Εκκλησία μας σήμερα, υπάρχει εκείνο που είπε ο Χριστός και εφαρμόζονται τα λόγια Του, που είπε εις τον άγγελον της Εκκλησίας των Σάρδεων, είναι στην Αποκάλυψη, είναι στο τρίτο κεφάλαιο. Λέγει: «Οἶδά σου τὰ ἔργα (:Γνωρίζω τα έργα σου) ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ(:Έχεις μόνο όνομα ότι ζεις)». Λέμε: «Ορθοδοξία, Ορθόδοξος Εκκλησία». Το όνομα έχομε. Είμαστε νεκροί. «Γίνου γρηγορῶν(:ξύπνα, σήκω), καὶ στήρισον τὰ λοιπὰ ἃ ἔμελλον ἀποθνήσκειν (: τα μέλη της Εκκλησίας στήριξέ τα. –Επρόκειτο να πεθάνουν). Μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας(:Θυμήσου πώς πήρες και πώς άκουσες), καὶ τήρει καὶ μετανόησον».
Η Ορθόδοξός μας Εκκλησία έχει ανάγκη να μετανοήσει. Δηλαδή εμείς να γυρίσουμε πίσω. Να δούμε την αρχέγονο Εκκλησία, όπως οι Πατέρες την είδαν, όπως την στήριξαν και ερμήνευσαν τον Λόγο του Θεού. Ορθά βεβαίως, εξ ου και Ορθόδοξος Εκκλησία. Τα μέλη μιας ζωντανής Εκκλησίας πρέπει πάντοτε να αναζητούν την αιώνιον ζωήν. Πάντοτε. Αν σταματήσουν μπροστά σ’ αυτήν αναζητούντες αλλότρια και εγκόσμια πράγματα, έχουν αστοχήσει. Πάντοτε την αιώνιον ζωήν. «Ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς», λέει ο Απόστολος Παύλος.
Για εποχές μιας φοβερής παρακμής ακόμα, έχουν γραφεί και οι λόγοι του Ψαλμωδού: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰς ἐστί συνιών ἤ ἐκζητών τόν Θεόν -Σκύβει ο Θεός από τον ουρανό να δει, υπάρχει κάποιος που ζητάει τον Θεό; Που καταλαβαίνει κάτι από τον Θεό;- Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν (:Όλοι εξέκλιναν, όλοι έγιναν αχρείοι) οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν, ἕως ἑνός». «Κανένας», λέγει ο Ψαλμωδός, στον 13ο Ψαλμό του.
Αγαπητοί μου, ο πλούσιος νεανίσκος απήλθε λυπούμενος. Και στην εποχή μας υπάρχει η δίψα της αιωνίου ζωής, αλλά όταν ακούσουν τους όρους για να την αποκτήσουν, διαμαρτύρονται και λέγουν: «Σκληρός ἐστίν οὗτος ὁ λόγος. Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». «Φοβερά πράγματα. Ποιος μπορεί να τα ακούσει αυτά που λέει η Εκκλησία;». Και ο Κύριος λέγει… «Ἐμβλέψας αὐτῶ -λέει άλλος Ευαγγελιστής· δηλαδή τον κοίταξε τον νεανίσκον- ἠγάπησεν αὐτόν». «Τον συνεπάθησε». Όπως ακριβώς συμπαθεί ο Θεός κάθε νέο άνθρωπο, που του γυρίζει την πλάτη…
Αγαπητοί μου, ο Κύριος είναι ο κομιστής της αιωνίου ζωής. Καλύτερα; Σας το είπα προηγουμένως, είναι η αποκάλυψις του Θεού Λόγου, ως ανθρώπου ανάμεσά μας, είναι η αποκάλυψις της αιωνίου ζωής που πλέον δια του Ιησού Χριστού και εν τω Ιησού Χριστώ μπορούμε να προσεγγίσομε και να κατακτήσομε. Κάποτε ένας νεαρός είκοσι ετών, ο Μέγας Αντώνιος, όταν άκουσε αυτήν την σημερινή ευαγγελική περικοπή, τραντάχτηκε, συγκλονίστηκε. Και είπε: «Εγώ τι κάνω;». Πούλησε τα υπάρχοντά του κι έφυγε για την έρημο. Εκείνο που δεν έκανε ο πλούσιος νεανίσκος στην εποχή του Χριστού, το έκανε ο Μέγας Αντώνιος. Αλήθεια, πώς τον έλεγαν εκείνον τον νεανίσκον; Μήπως θυμόσαστε; Δεν είχε όνομα. Το όνομά του δεν έμεινε στην αιωνιότητα. Αλλά ο Μέγας Αντώνιος; Ε, είναι ο Μέγας Αντώνιος! Έμεινε στην αιωνιότητα. Γιατί; Γιατί ζήτησε ακριβώς την αιωνιότητα.
Κορυφαία, αγαπητοί μου, αναζήτησή μας πρέπει να είναι η αιώνιος ζωή. Ιδιαιτέρως μάλιστα των νέων. Εξάλλου σε νέον έγραψε ο Απόστολος Παύλος, στον Τιμόθεο, όταν του γράφει στην πρώτη του επιστολή: «Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς». «Ἐπιλαμβάνομαι» θα πει αρπάζω, πιάνω. «Ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς», της αιωνίου ζωής. Αυτήν την αιώνιον ζωήν, αγαπητοί, πρέπει κι εμείς να πιάσομε· καλά να πιάσομε, να κρατήσομε, για να μπορέσομε να ζήσομε μέσα σ’ αυτήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_480.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.