ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (14/5/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΙΑ΄, εδάφια 19-30
19 Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ ᾿Αντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον ᾿Ιουδαίοις. 20 ῏Ησαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς ᾿Αντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς ῾Ελληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν. 21 Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον. 22 ᾿Ηκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν ῾Ιεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως ᾿Αντιοχείας·23 ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, 24 ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου καὶ πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. 25 Ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς ᾿Αντιόχειαν.26 Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν ᾿Αντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς.27 ᾿Εν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων προφῆται εἰς ᾿Αντιόχειαν·28 ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι ῎Αγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. 29Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ ἀδελφοῖς· 30 ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
19 Αλλά προτού συμβούν αυτά με τον Κορνήλιο, στους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων επικρατούσε η προκατάληψη ότι οι εθνικοί δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους Ιουδαίους στη σωτηρία που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός. Εκείνοι λοιπόν που είχαν φύγει από τα Ιεροσόλυμα και είχαν διασκορπιστεί λόγω του διωγμού που είχε γίνει εξαιτίας του Στεφάνου, έφθασαν μέχρι τη Φοινίκη και την Κύπρο και την Αντιόχεια. Και σε κανέναν άλλο δεν κήρυτταν τον λόγο του Θεού παρά μόνο στους Ιουδαίους. 20 Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήταν βέβαια Ιουδαίοι στην καταγωγή, αλλά είχαν γεννηθεί άλλοι στην Κύπρο και άλλοι στην Κυρηναϊκή Λιβύη. Αυτοί, όταν ήλθαν στην Αντιόχεια, δίδασκαν τους Ιουδαίους που είχαν γεννηθεί μακριά από την Παλαιστίνη και είχαν πλέον μητρική τους γλώσσα την ελληνική, και τους κήρυτταν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός. 21 Και η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους. Έτσι, με τη συνέργεια και την ενίσχυση της δυνάμεως αυτής ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς τους Ιουδαίους Ελληνιστές πίστεψε και επέστρεψε στον Κύριο.
22 Έφθασε λοιπόν η φήμη των θαυμαστών αυτών γεγονότων στα αυτιά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, και αποφάσισαν να στείλουν τον Βαρνάβα να πάει μέχρι την Αντιόχεια. 23 Αυτός, όταν ήλθε και είδε τα έργα της χάριτος του Θεού, που φανερωνόταν από το πλήθος αυτών που είχαν πιστέψει και από τη ζωή τους, χάρηκε και προέτρεπε όλους να μένουν αφοσιωμένοι και προσηλωμένοι στον Κύριο με όλη τη διάθεση της ψυχής τους. 24 Χάρηκε λοιπόν ο Βαρνάβας και στήριζε τους νέους αυτούς μαθητές, διότι ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Πνεύμα Άγιο και πίστη. Γι’ αυτό εξάλλου και μπορούσε να στηρίζει και να παρηγορεί. Και από τη δράση αυτή του Βαρνάβα μεγάλο πλήθος λαού προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου. 25 Ο Βαρνάβας μάλιστα πήγε και στην Ταρσό για να αναζητήσει τον Σαύλο και να τον πάρει βοηθό του στο έργο της διδασκαλίας και της ενισχύσεως του πλήθους αυτού των Χριστιανών. Και όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια.
26 Εκεί λοιπόν για ένα ολόκληρο χρόνο οι δύο αυτοί απόστολοι συμμετείχαν στις συνάξεις των πιστών στην Εκκλησία και δίδαξαν πλήθος πολύ. Έτσι στην Αντιόχεια οι μαθητές του Κυρίου εξαιτίας του πλήθους τους ονομάστηκαν για πρώτη φορά «Χριστιανοί». 27 Εκείνες τις ημέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα στην Αντιόχεια μερικοί προφήτες. 28 Ένας από αυτούς, που λεγόταν Άγαβος, σηκώθηκε στη σύναξη των πιστών, και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα αποκάλυψε ότι θα έπεφτε μεγάλη πείνα σε όλη την οικουμένη. Πράγματι η πείνα αυτή συνέβη όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος Καίσαρ. 29 Μετά λοιπόν από την προφητεία αυτή, οι μαθητές, ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία. 30 Και πραγματικά αυτό έκαναν˙ έστειλαν την εισφορά τους στους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων με τα χέρια του Βαρνάβα και του Σαύλου.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
Κατά Ιωάννην, κεφ. Δ΄, εδάφια 5-42
5 Ἒρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· 6 ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.
7 Ἒρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν. 8 Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. 9 λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; Οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις. 10 Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. 11 Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; 12 Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; 13 Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· 14 ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
15 Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. 16 Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. 17 ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· 18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. 19 Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. 20 Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. 21 Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. 22 Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν. 23 Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. 24 Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. 25 Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. 26 Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
27 Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; 28 ᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· 29 δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; 30 ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.
31 ᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. 32 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. 33 ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; 34 Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. 35 Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. 36 Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. 37 Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. 38 Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
39 ᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. 40 Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. 41 Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, 42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
5 Έρχεται λοιπόν σε κάποια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, η οποία ήταν κοντά στην περιοχή που είχε δώσει ο Ιακώβ στον γιο του, τον Ιωσήφ. 6 Υπήρχε μάλιστα εκεί κι ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι.
7 Έρχεται τότε μία γυναίκα που καταγόταν από τη Σαμάρεια, να βγάλει από το πηγάδι νερό. Ο Ιησούς τότε, ο οποίος πραγματικά διψούσε, της είπε: «Δώσ’ μου να πιω». 8 Και ζήτησε από τη γυναίκα νερό, διότι οι μαθητές Του, που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα. 9 Του λέει λοιπόν η γυναίκα η Σαμαρείτιδα: «Πώς εσύ, που είσαι Ιουδαίος, καταδέχεσαι και ζητάς να πιεις νερό από μένα, που είμαι γυναίκα Σαμαρείτιδα;». Και έκανε η γυναίκα την ερώτηση αυτή, διότι οι Ιουδαίοι μισούσαν τους Σαμαρείτες και δεν είχαν σχέσεις μαζί τους. 10 Ο Ιησούς της απάντησε: «Εάν γνώριζες τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους, και Ποιος είναι Εκείνος που σου λέει τώρα: ‘’Δώσ’ μου να πιω’’, εσύ θα Του ζητούσες, και θα σου έδινε νερό τρεχούμενο, που δεν στερεύει ποτέ. Θα σου έδινε Αυτός τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία σαν πνευματικό νερό καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεί και ζωοποιεί τις ψυχές, χωρίς να στερεύει ποτέ». 11 Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, ασφαλώς το νερό αυτό για το οποίο μιλάς δεν είναι από το πηγάδι αυτό· διότι ούτε αγγείο έχεις, με το οποίο θα μπορούσες να βγάλεις από εδώ νερό, αλλά και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο και αστείρευτο νερό; 12 Μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε;». 13 Της αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς: «Βεβαίως δεν εννοώ το νερό του πηγαδιού αυτού· διότι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. 14 Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα˙ αλλά το νερό που θα του δώσω, θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα αναπηδά και θα τρέχει πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια»’.
15 Του λέει τότε η γυναίκα: «Κύριε, δώσ’ μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην υποβάλλομαι σε τόσο κόπο να έρχομαι εδώ για να βγάζω νερό από το πηγάδι». 16 Της λέει ο Ιησούς: «Εφόσον το νερό αυτό δεν το θέλεις μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για εκείνους με τους οποίους συζείς, πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζί με αυτόν, ώστε κι εκείνος να δεχθεί μαζί σου τη δωρεά αυτή»’. 17 Του αποκρίθηκε τότε η γυναίκα: «Δεν έχω άνδρα». Της λέει ο Ιησούς: «Καλά είπες: ‘’Δεν έχω άνδρα’’· 18 διότι έχεις λάβει πέντε άνδρες, τον ένα ύστερα από τον άλλο. Και τώρα με αυτόν που ζεις, είσαι συνδεδεμένη κρυφά, και γι’ αυτό δεν είναι άνδρας σου. Αυτό το είπες αλήθεια».
19 Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, καταλαβαίνω ότι εσύ είσαι προφήτης· διότι μου είπες κάποια μυστικά της ζωής μου, ενώ δεν με έχεις συναντήσει άλλη φορά, αλλά μόλις σήμερα με βλέπεις για πρώτη φορά. Σε παρακαλώ, λοιπόν, να με διαφωτίσεις πάνω στο παρακάτω σπουδαίο ζήτημα: 20Οι πατέρες μας προσκύνησαν και λάτρευσαν τον Θεό στο όρος αυτό το Γαριζείν, ενώ εσείς οι Ιουδαίοι λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος που πρέπει να λατρεύουμε τον Θεό. Εσύ λοιπόν ως προφήτης τι λες γι’ αυτό;». 21 Της λέει ο Ιησούς: «Πίστεψέ με, γυναίκα, ότι γρήγορα έρχεται ο καιρός που ούτε σε αυτό το βουνό το Γαριζείν μόνο, ούτε στα Ιεροσόλυμα αποκλειστικά θα λατρεύσετε τον ουράνιο Πατέρα. 22 Εσείς οι Σαμαρείτες απορρίψατε τα βιβλία των προφητών και προσκυνάτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή και πλήρη γνώση. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη μάλιστα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αυτούς διάλεξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί τον γνώρισαν και τον λάτρευσαν τελειότερα από κάθε άλλον λαό. 23 Πολύ σύντομα όμως έρχεται ώρα, και μπορώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγματικοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν και θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά˙ δηλαδή με θεοφώτιστες τις πνευματικές δυνάμεις και με λατρεία όχι τυπική και σκιώδη, αλλά πραγματική και εμπνευσμένη από πλήρη επίγνωση της αλήθειας· διότι και ο Πατήρ ζητά επίμονα τέτοιοι αληθινοί και πραγματικοί προσκυνητές να είναι εκείνοι που Τον λατρεύουν. 24 Ο Θεός είναι πνεύμα, γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σε τόπους. Και εκείνοι που Τον λατρεύουν πρέπει να Τον προσκυνούν με τις εσωτερικές τους πνευματικές δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που Του αρμόζει». 25 Του λέει η γυναίκα: «Γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, όνομα που μεταφράζεται με τη λέξη Χριστός. Όταν έλθει Eκείνος, θα μας τα διδάξει όλα». 26 Της λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι ο Μεσσίας, εγώ που τη στιγμή αυτή σου μιλάω»’.
27 Και τη στιγμή αυτή ακριβώς ήλθαν οι μαθητές Του και απόρησαν που ο διδάσκαλος μιλούσε δημοσίως με γυναίκα, κάτι που απαγορευόταν από τις παραδόσεις των ραβίνων. Κανείς όμως δεν Του είπε: «Τι ζητάς να σου κάνει η γυναίκα αυτή, ή για ποιο θέμα μιλάς μαζί της;». 28 Στο μεταξύ η γυναίκα, γεμάτη συγκίνηση ύστερα απ’ αυτά που άκουσε, άφησε τη στάμνα της στο πηγάδι και πήγε τρέχοντας στην πόλη και άρχισε να λέει στους ανθρώπους: 29 «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακόμη τα μυστικά και προσωπικά στοιχεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;». 30 Βγήκαν λοιπόν από την πόλη οι Σαμαρείτες και άρχισαν να έρχονται προς Αυτόν.
31 Στο μεταξύ όμως, μέχρι να ειδοποιηθούν οι Σαμαρείτες και να έλθουν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή ο Κύριος είχε απορροφηθεί απ’ το πνευματικό Του έργο και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για φαγητό, Τον παρακαλούσαν οι μαθητές και Του έλεγαν: «Διδάσκαλε, φάε κάτι». 32 Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω φαγητό να φάω που εσείς δεν το ξέρετε». 33 Επειδή, λοιπόν, δεν κατάλαβαν οι μαθητές τη σημασία των λόγων αυτών του Κυρίου, έλεγαν μεταξύ τους: «Μήπως την ώρα που λείπαμε, του έφερε κανείς άλλος φαγητό κι έφαγε;». 34 Τους λέει ο Ιησούς: «Δικό μου φαγητό, που με χορταίνει και με τρέφει, είναι να κάνω πάντοτε το θέλημα Εκείνου που με απέστειλε στον κόσμο και να ολοκληρώσω το έργο Του, το οποίο είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Και το θερμό ενδιαφέρον μου για το έργο αυτό με απορρόφησε ολόκληρο τώρα που πρόκειται να έλθουν εδώ οι Σαμαρείτες, και μου έκοψε κάθε όρεξη που προέρχεται από τη φυσική πείνα. 35 Δεν λέτε εσείς ότι τέσσερις μήνες μένουν ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Στην πνευματική όμως σπορά είναι δυνατόν ο λόγος του Θεού να καρποφορήσει και σε χρονικό διάστημα πολύ πιο σύντομο. Και για να πειστείτε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε το πλήθος αυτό των Σαμαρειτών που έρχονται. Μοιάζουν οι ψυχές τους με χωράφια, στα οποία δεν πρόφθασε να σπαρεί ο λόγος της αλήθειας, κι όμως είναι λευκά και ώριμες πλέον, έτοιμα να θερισθούν. Έτσι και σ’ όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώπων είναι τώρα ώριμες για να δεχθούν τη σωτηρία.36 Κι εκείνος που θερίζει στον πνευματικό αυτό αγρό παίρνει μισθό, όχι μόνο διότι χαίρεται και εδώ βλέποντας την πνευματική συγκομιδή, αλλά και διότι θα ανταμειφθεί και στη μελλοντική ζωή από τον Κύριο. Επειδή λοιπόν ελκύει στη σωτηρία ψυχές αθάνατες, συναθροίζει καρπό για την αιώνια ζωή. Κι έτσι, στην πνευματική σπορά που γίνεται τώρα, χαίρομαι κι Εγώ που σπέρνω μαζί με σας που θα θερίσετε· 37 διότι στη δική μας περίπτωση εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, ότι άλλος έσπειρε κι άλλος θερίζει. Έσπειρα εγώ και θα θερίσετε εσείς, όπως και μελλοντικά θα σπέρνετε εσείς και θα θερίζουν οι διάδοχοί σας. 38 Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστειλα για να θερίζετε καρπό για τον οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει για να σπαρεί. Άλλοι, δηλαδή εγώ και οι προφήτες πριν από μένα, έχουν κοπιάσει κι έχουν σπείρει, κι εσείς έχετε μπει στους κόπους και τη σπορά τους για να θερίσετε».
39 Από την πόλη εκείνη Συχάρ πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σε Αυτόν ότι ήταν ο Μεσσίας, εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας που έλεγε «Μου είπε όλα όσα έχω κάνει, κι αυτά ακόμη τα μυστικά μου, τα οποία δεν ήξεραν ούτε εκείνοι με τους οποίους συζώ και με γνωρίζουν από πολύ καιρό». 40 Όταν λοιπόν ήλθαν κοντά Του οι Σαμαρείτες, Τον παρακαλούσαν να μείνει για πάντα μαζί τους. Κι έμεινε εκεί δύο ημέρες. 41 Και από τη διδασκαλία που τους έκανε τις δύο ημέρες πίστεψαν πολύ περισσότεροι από εκείνους που ήλθαν στο πηγάδι και Τον παρακάλεσαν να μείνει στην πόλη τους. 42 Και στη γυναίκα έλεγαν ότι «Δεν πιστεύουμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ· διότι εμείς οι ίδιοι Τον έχουμε τώρα ακούσει και γνωρίζουμε πλέον ότι Αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας όλου του κόσμου, ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Χριστός».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑΣ [:Πράξ.11,19-30]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ
[Υπομνηματισμός των εδαφίων Πράξ. 11, 19-30]
«Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις(:Εκείνοι λοιπόν που είχαν φύγει από τα Ιεροσόλυμα και είχαν διασκορπιστεί λόγω του διωγμού που είχε γίνει εξαιτίας του Στεφάνου, έφθασαν μέχρι τη Φοινίκη και την Κύπρο και την Αντιόχεια. Και σε κανέναν άλλο δεν κήρυτταν τον λόγο του Θεού παρά μόνο στους Ιουδαίους)»[Πράξ. 11,19]. Δεν το έκαναν αυτό φοβούμενοι τους ανθρώπους, διότι τον φόβο δεν τον σκέφτονταν καθόλου, αλλά το έκαναν τηρώντας τον μωσαϊκό νόμο και δείχνοντας ακόμη ανοχή σε αυτούς.
Δεν συνέβαλε λίγο ο διωγμός στη διάδοση του θείου λόγου· διότι λέγει ο Παύλος: «Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν(: Γνωρίζουμε επίσης ότι σε εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους. Αυτοί κλήθηκαν σύμφωνα με την προαιώνια απόφαση του Θεού και δέχτηκαν τη σωτήρια κλήση. Πώς λοιπόν να μη συνεργούν όλα για το καλό τους;)»[Ρωμ. 8,28]. Δεν θα μπορούσαν τίποτα άλλο να κάνουν, εάν επιδίδονταν με θέρμη έχοντας ως προκαθορισμένο σκοπό τους το να στερεώσουν την εκκλησία, παρά αυτό ακριβώς· και εννοώ δηλαδή το να διασκορπίσουν σε όλα τα μέρη τους δασκάλους.
Και πρόσεχε μέχρι πού επεκτάθηκε το κήρυγμα: «Διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας(:Έφθασαν μέχρι τη Φοινίκη και την Κύπρο και την Αντιόχεια)»,λέγει, «μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις(:και σε κανέναν άλλο δεν κήρυτταν τον λόγο του Θεού παρά μόνο στους Ιουδαίους)». Βλέπεις ότι κατά θεία οικονομία έγιναν όλα εκείνα τα σχετικά με τον Κορνήλιο; Αυτό επίσης αποτελεί και απολογία για τον Χριστό και κατηγορία για τους Ιουδαίους.
Όταν λοιπόν θανατώθηκε ο Στέφανος[βλ. Πράξ. 7, 58-60: « Καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου,καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ(:Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη, άρχισαν να τον λιθοβολούν. Και οι μάρτυρες, που σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε πρώτοι να ρίξουν πέτρες εναντίον του, άφησαν τα ρούχα τους κοντά στα πόδια κάποιου νέου που λεγόταν Σαύλος, για να τα φυλάει. Και ενώ εκείνοι λιθοβολούσαν τον Στέφανο, αυτός επικαλούνταν τον Κύριο κι έλεγε: ‘’Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου’’. Ύστερα γονάτισε, κραύγασε με μια δυνατή φωνή, που ακούστηκε και απ΄ τους φονιάδες του, και είπε: ‘’Κύριε, μην τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή’’. Και με αυτά τα λόγια έκλεισε τα μάτια του, για να παραδοθεί στον ειρηνικό ύπνο του θανάτου. Ο Σαύλος στο μεταξύ επικροτούσε και επιδοκίμαζε μαζί με τους φονιάδες τη θανατική εκτέλεση του Στεφάνου)»], όταν ο Παύλος κινδύνεψε δύο φορές[Πράξ. 21,27-31 και 23,12-35], όταν οι απόστολοι μαστιγώθηκαν [βλ. Πράξ. 5,40: «Ἐπείσθησαν δὲ αὐτῷ, καὶ προσκαλεσάμενοι τοὺς ἀποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μὴ λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἀπέλυσαν αὐτούς (:Τότε τα μέλη του συνεδρίου πείστηκαν από τα λόγια του. Και αφού προσκάλεσαν τους αποστόλους να μπουν πάλι στην αίθουσα του δικαστηρίου, τους έδειραν και τους έδωσαν την εντολή να μη διδάσκουν έχοντας ως κύριο θέμα του κηρύγματός τους το όνομα και το πρόσωπο του Ιησού. Και μετά τους άφησαν ελεύθερους)», όταν πολλές φορές διώχθηκαν, τότε τα έθνη δέχθηκαν το κήρυγμα, τότε και οι Σαμαρείτες.
Αυτό και ο Παύλος βροντοφωνάζει λέγοντας: «Ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη (:Σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, ο οποίος κάλεσε στη σωτηρία τον Ισραήλ πριν απ’ όλους τους άλλους λαούς, ήταν αναγκαίο και επιβεβλημένο να κηρυχθεί ο λόγος του Θεού πρώτα σε σας τους Ιουδαίους. Αφού όμως τον αποδιώχνετε και δεν τον δέχεστε, και αφού εσείς οι ίδιοι βγάζετε για τους εαυτούς σας την απόφαση ότι δεν είστε άξιοι της αιώνιας ζωής, ιδού, στρεφόμαστε στους εθνικούς)»[Πράξ. 13, 46]. Γύριζαν λοιπόν από τόπο σε τόπο, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού στους εθνικούς.
«Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον (:Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήταν βέβαια Ιουδαίοι στην καταγωγή, αλλά είχαν γεννηθεί άλλοι στην Κύπρο και άλλοι στην Κυρηναϊκή Λιβύη. Αυτοί, όταν ήλθαν στην Αντιόχεια, δίδασκαν τους Ιουδαίους που είχαν γεννηθεί μακριά από την Παλαιστίνη και είχαν πλέον μητρική τους γλώσσα την ελληνική, και τους κήρυτταν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός. Και η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους. Έτσι, με τη συνέργεια και την ενίσχυση της δυνάμεως αυτής ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς τους Ιουδαίους Ελληνιστές πίστεψε και επέστρεψε στον Κύριο)»[Πράξ. 11, 20-21]. Πρόσεχε ότι κηρύσσουν το ευαγγέλιο στους Έλληνες· διότι φυσικό ήταν να γνώριζαν αυτοί τα ελληνικά, και να υπήρχαν πολλοί τέτοιοι στην Αντιόχεια.
«Καὶ χεὶρ Κυρίου (:Και η δύναμη του Κυρίου)», λέει, «ἦν μετ᾿ αὐτῶν (:ήταν μαζί τους)»· δηλαδή επιτελούσε θαύματα. Βλέπεις για ποιο λόγο και τώρα κατέστη αναγκαία η επιτέλεση θαυμάτων, ώστε να πιστέψουν;
«Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας(:Έφθασε λοιπόν η φήμη των θαυμαστών αυτών γεγονότων στα αυτιά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, και αποφάσισαν να στείλουν τον Βαρνάβα να πάει μέχρι την Αντιόχεια)»[Πράξ. 11,22]. Γιατί τέλος πάντων, ενώ μια τέτοια πόλη δέχεται τον θείο λόγο, δεν ήρθαν οι ίδιοι οι απόστολοι, αλλά στέλνουν τον Βαρνάβα; Εξαιτίας των Ιουδαίων. Πλην όμως το θέμα οικονομείται πολύ καλά, ώστε έτσι να έρθει εδώ ο Παύλος· και όχι τυχαία, αλλά αποστρέφονται αυτόν απολύτως κατ΄οικονομίαν, ώστε να μην παραμείνει κλεισμένη μέσα στα Ιεροσόλυμα η φωνή του κηρύγματος, η σάλπιγγα των ουρανών. Είδες πως παντού χρησιμοποίησε ο Χριστός τις κακίες τους κατά τον πρέποντα τρόπο και όπως ακριβώς Αυτός ήθελε από την αρχή; Και ότι το μίσος τους για τον Παύλο το χρησιμοποίησε για την οικοδομή της εκκλησίας των πιστών που προέρχονταν από τους εθνικούς; Και γιατί δεν γράφουν στον Παύλο, αλλά στέλνουν τον Βαρνάβα; Δεν γνώριζαν ακόμα την αρετή του άνδρα· γι’ αυτό και ρυθμίζεται μόνο ο Βαρνάβας να μεταβεί εκεί. Επειδή λοιπόν και πλήθος υπήρχε και κανένας δεν εμπόδιζε, εύλογα βλάστησε η πίστη και κυρίως επειδή δεν υπέμεναν εδώ κανένα πειρασμό και επειδή ο Παύλος κηρύσσει εκεί και δεν αναγκάζεται πια να φεύγει. Πολλοί σωστά επίσης αυτοί δεν κάνουν λόγο για την πείνα, αλλά οι προφήτες για να μη θεωρηθούν ανυπόφοροι.
«Ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ (:Αυτός, όταν ήλθε και είδε τα έργα της χάριτος του Θεού, που φανερωνόταν από το πλήθος αυτών που είχαν πιστέψει και από τη ζωή τους, χάρηκε και προέτρεπε όλους να μένουν αφοσιωμένοι και προσηλωμένοι στον Κύριο με όλη τη διάθεση της ψυχής τους. Χάρηκε λοιπόν ο Βαρνάβας και στήριζε τους νέους αυτούς μαθητές, διότι ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Πνεύμα Άγιο και πίστη. Γι’ αυτό εξάλλου και μπορούσε να στηρίζει και να παρηγορεί. Και από τη δράση αυτή του Βαρνάβα μεγάλο πλήθος λαού προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου)»[Πράξ.11,22-24].
Εμένα μου φαίνεται ότι εδώ «ἀγαθὸν» ονομάζει τον απλό άνθρωπο, τον ειλικρινή, εκείνον που επιθυμεί υπερβολικά την σωτηρία του συνανθρώπου του. Και δεν ήταν μόνο αγαθός άνθρωπος, αλλά και «πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου καὶ πίστεως (:γεμάτος από άγιο Πνεύμα και πίστη)»· γι’ αυτό και με όλη τη δύναμη της καρδιάς του παρότρυνε τους πάντες· δηλαδή με εγκώμιο και έπαινο.
«Ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν (:Ο Βαρνάβας μάλιστα πήγε και στην Ταρσό για να αναζητήσει τον Σαύλο και να τον πάρει βοηθό του στο έργο της διδασκαλίας και της ενισχύσεως του πλήθους αυτού των Χριστιανών. Και όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια)» [Πράξ. 11,25]. Αλλά πρόσεξε και αυτόν τον άγιο, εννοώ τον Βαρνάβα, ότι δεν έδωσε σημασία για τα δικά του πράγματα, αλλά έτρεξε στην Ταρσό.
Γιατί όμως ο Βαρνάβας απέσπασε τον Παύλο από την Ταρσό και τον οδήγησε εδώ; Όχι στην τύχη, αλλά επειδή εδώ και καλές ελπίδες υπήρχαν και η πόλη ήταν μεγαλύτερη και το πλήθος πολύ. Και είναι άξιο απορίας πως δεν αγανάκτησαν, αλλά αποδέχονται με προθυμία τους δασκάλους· τόσο μεγάλη προθυμία έδειχναν όλοι για τον θείο λόγο. Και πρόσεχε πως η πόλη αυτή δέχθηκε τον θείο λόγο σαν γη γόνιμη και απέδωσε πολύ καρπό. Είδες που όλα τα επιτελούσε η θεία χάρη και όχι ο Παύλος, και πως με ασήμαντους ανθρώπους άρχισε το έργο του κηρύγματος, και όταν αυτό έγινε περίλαμπρο, τότε στέλνουν τον Βαρνάβα; Και γιατί πριν από αυτό δεν έστειλαν αυτόν; Έδειχναν μεγάλη πρόνοια για όλα τα θέματα τα σχετικά με τους εαυτούς τους, και δεν ήθελαν να τους κατηγορούν οι Ιουδαίοι, ότι δέχονταν στους κόλπους τους, τους εθνικούς· αν και βέβαια, για το ότι ήταν αναγκαία η ανάμιξή τους με αυτούς, επειδή επρόκειτο να δημιουργηθεί κάποια αμφισβήτηση από αυτούς, προηγήθηκαν όλα εκείνα που συνέβηκαν σχετικά με τον Κορνήλιο. Και τότε λοιπόν λένε: «ώστε εμείς μεν να κηρύξουμε στους εθνικούς, αυτοί δε στους Ιουδαίους».
Ο Βαρνάβας ήταν πολύ ενάρετος άνθρωπος, απλοϊκός και γνωστός του Παύλου· για αυτό και ήρθε προς τον αθλητή, προς τον στρατηγό, προς τον μονομάχο, προς το λιοντάρι (δεν έχω τι να πω, διότι όσα και να πω, λιγότερα θα πω από αυτό που αξίζει ο Παύλος)· ήρθε λοιπόν προς τον κυνηγετικό σκύλο, που φόνευε λιοντάρια, προς τον ταύρο τον ισχυρό, προς τη φωτεινή λαμπάδα, προς το στόμα που επαρκούσε για όλη την οικουμένη. Πράγματι, γι’ αυτό στην Αντιόχεια έλαβαν οι πιστοί την τιμητική ονομασία «χριστιανοί», επειδή ο Παύλος διέμενε σε αυτήν τόσο πολύ χρόνο.
«Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς(:Εκεί λοιπόν για έναν ολόκληρο χρόνο οι δύο αυτοί απόστολοι συμμετείχαν στις συνάξεις των πιστών στην Εκκλησία και δίδαξαν πλήθος πολύ. Έτσι στην Αντιόχεια οι μαθητές του Κυρίου εξαιτίας του πλήθους τους, ονομάστηκαν για πρώτη φορά ‘’Χριστιανοί’’)» [Πράξ.11,26].
Δεν είναι μικρός ο έπαινος αυτός για την πόλη. Αυτός ο έπαινος μπορεί να σταθεί απέναντι σε όλους τους επαίνους, διότι πρώτη αυτή από τις άλλες πόλεις απόλαυσε για τόσο πολύ χρόνο το στόμα εκείνου· γι’ αυτό και πρώτα εδώ αξιώθηκαν οι πιστοί να λάβουν το όνομα αυτό.
Βλέπεις σε πόσο ύψος ανέβασε την πόλη και την κατέστησε περισσότερο ένδοξη; Αυτό ήταν κατόρθωμα του Παύλου. Εκεί που πίστεψαν τρεις χιλιάδες, εκεί που πίστεψαν πέντε χιλιάδες, εκεί που πίστεψε τόσο πολύ πλήθος, τίποτα παρόμοιο δεν συνέβηκε, αλλά ακόμα άκουγαν να γίνεται λόγος για «οδό»[βλ. Πράξ.9, 1-2: «Ὁ δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ ᾐτήσατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς Ἱερουσαλήμ (:Στο μεταξύ ο Σαύλος, σαν να ζούσε μέσα σε κάποια φονική ατμόσφαιρα, εξακολουθούσε να αποπνέει από μέσα του και να εκδηλώνει απειλητικές και φονικές διαθέσεις εναντίον των μαθητών του Κυρίου. Γι’ αυτό παρουσιάστηκε στον αρχιερέα και του ζήτησε συστατικές και εξουσιοδοτικές επιστολές για τη Δαμασκό προς τις συναγωγές που υπήρχαν εκεί. Ήθελε να φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ όποιους θα έβρισκε να ανήκουν στην οδό του Κυρίου, στην κοινότητα δηλαδή των πιστών του Ιησού Χριστού, είτε άνδρες ήταν αυτοί είτε γυναίκες)»], ενώ εδώ ονομάστηκαν «χριστιανοί».
«Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν (:Εκείνες τις ημέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα στην Αντιόχεια μερικοί προφήτες)» [Πράξ.11,27]. Επειδή έπρεπε εδώ να φυτευτεί και ο καρπός της ελεημοσύνης ρυθμίζεται προς αποκόμιση ωφέλειας να κατεβούν εδώ οι προφήτες. Εσύ όμως, σε παρακαλώ, πρόσεχε πως κανένας από τους φημισμένους δεν γίνεται δάσκαλός τους· διότι είχαν δασκάλους Κύπριους και Κυρηναίους και τον Παύλο(αν και αυτός υπερέβαινε αυτούς), όπως ακριβώς ο Παύλος είχε τον Βαρνάβα και τον Ανανία· αλλά δεν μειονεκτεί σε τίποτα ως προς αυτό, είχε όμως και τον Χριστό.
«Ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος(:Ένας από αυτούς, που λεγόταν Άγαβος, σηκώθηκε στη σύναξη των πιστών, και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα αποκάλυψε ότι θα έπεφτε μεγάλη πείνα σε όλη την οικουμένη. Πράγματι η πείνα αυτή συνέβη όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος Καίσαρ)»[ Πράξ.11,28]. Κατά ανάγκη εδώ προλέγει ότι πρόκειται να συμβεί κάποια μεγάλη πείνα, η οποία βέβαια συνέβηκε, όπως προλέχθηκε γι’ αυτήν. Για να μη νομίζουν δηλαδή μερικοί ότι γι΄αυτό συνέβηκε η πείνα, επειδή εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός, επειδή απομακρύνθηκαν οι δαίμονες, προλέγει το άγιο Πνεύμα εκείνο που πρόκειται να συμβεί, όπως ακριβώς και ο Χριστός προείπε πολλά και συνέβησαν. Δεν συνέβη βέβαια αυτή γι’ αυτό, επειδή δηλαδή έπρεπε από την αρχή να συμβεί αυτή, αλλά συνέβη εξαιτίας των κακών που συνέβησαν στους Αποστόλους, τα οποία αν και έγιναν, στην αρχή έδειχνε ο Θεός μακροθυμία, επειδή όμως εξακολουθούσαν την καταδίωξη, πραγματοποιείται η πείνα προλέγοντας στους Ιουδαίους τα κακά που επρόκειτο να συμβούν.
Αλλά αν και εξαιτίας αυτών συνέβη, έπρεπε εξαιτίας των άλλων και ενώ υπήρχε, να σταματήσει· διότι ποιο αδίκημα έκαναν οι Έλληνες, ώστε και αυτοί να συμμετέχουν στα κακά, αν και δεν διέπραξαν καμία αδικία; Εάν λοιπόν δεν συνέβη εξαιτίας των Ιουδαίων, έπρεπε βέβαια αυτοί και να ευημερήσουν περισσότερο, διότι έκαναν ό,τι εξαρτιόταν από αυτούς, διότι φόνευαν, υπέβαλλαν κολαστήρια, τιμωρούσαν, και επέβαλαν κάθε είδους εκδιώξεις. Και πρόσεχε πότε συμβαίνει η πείνα· όταν και οι εθνικοί πλέον αποδέχθηκαν το κήρυγμα.
«Αλλά», θα μπορούσε να πει κανείς, «εάν συνέβη εξαιτίας των κακών, έπρεπε αυτοί να εξαιρεθούν». Γιατί; Πες μου· δεν είπε από την αρχή ο Χριστός σε αυτούς: «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε(:εφόσον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχετε θλίψη)»[Ιω. 16,33];
Εσύ όμως λέγοντας αυτά ίσως να πεις και αυτό, ότι δηλαδή δεν έπρεπε ούτε να μαστιγώνονται. Αλλά πρόσεχε το ότι και η πείνα γίνεται αιτία σωτηρίας γι’ αυτούς, αφορμή ελεημοσύνης και πρόξενος πολλών αγαθών· βέβαια και σε σας θα μπορούσε να γίνει, εάν φυσικά το θέλετε αλλά δεν το θελήσατε. Προλέγεται επίσης (με σκοπό να προετοιμαστούν στη συνέχεια για την ελεημοσύνη), διότι υπέφεραν δεινά οι πιστοί της Ιερουσαλήμ· πριν μάλιστα από αυτό δεν υπέφεραν από πείνα. Και αποστέλλονται ο Βαρνάβας και ο Παύλος για να βοηθήσουν.
«Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς(:Μετά λοιπόν από την προφητεία αυτή, οι μαθητές, ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία)»[Πράξ. 11,29]. Είδες πως συγχρόνως με την πίστη τους παράγουν συγχρόνως και καρπούς και όχι μόνο οι δικοί τους εκεί, αλλά και όσοι βρίσκονταν μακριά;
Μου φαίνεται εδώ ότι εννοεί αυτό που αλλού λέγει ο Παύλος: «Καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι, ᾿Ιάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ ᾿Ιωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν περιτομήν· μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν, ὃ καὶ ἐσπούδασα αὐτὸ τοῦτο ποιῆσαι(:Και επειδή αναγνώρισαν τη χάρη που μου δόθηκε, ο Ιάκωβος και ο Κηφάς και ο Ιωάννης, που θεωρούνται ότι είναι στύλοι, έδωσαν τα δεξιά τους χέρια σε εμένα και στον Βαρνάβα ως ένδειξη κοινωνίας, για να πηγαίνουμε εμείς στους εθνικούς, ενώ αυτοί σε αυτούς που έχουν την περιτομή. Ζήτησαν μόνο να θυμούμαστε τους φτωχούς, το οποίο και φρόντισα επιμελώς αυτό ακριβώς να κάνω)»[Γαλ. 2, 9-10].
Τόσο πολύ ωφέλησε η πείνα. Και πρόσεχε αυτούς που δεν καταφεύγουν κατά την ώρα της θλίψης σε θρήνους και δάκρυα, όπως ακριβώς κάνουμε εμείς, αλλά παραδίδουν τους εαυτούς τους σε μεγάλο και αγαθό έργο· διότι με μεγαλύτερη αφοβία και ασφάλεια κήρυτταν τον θείο λόγο. Και δεν είπε: «Εμείς που είμαστε Κυρηναίοι και Κύπριοι, ας προσπαθήσουμε να τεθούμε επί κεφαλής μιας τέτοιας λαμπρής και μεγάλης πόλης», αλλά πιστεύοντας στη χάρη του Θεού, και εκείνοι επιδόθηκαν στην διδασκαλία, και αυτοί δεν θεώρησαν ανάξιο να μάθουν κάτι από εκείνους. Πρόσεχε που όλα κατορθώνονται με τα ταπεινά εκείνα πράγματα, το κήρυγμα αυξάνεται, οι πιστοί των Ιεροσολύμων φροντίζουν εξίσου για όλους, έχοντας σαν μια οικία όλη την οικουμένη.
Άκουσαν ότι η Σαμάρεια δέχθηκε τον θείο λόγο, και έστειλαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη: «Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην (:Στο μεταξύ όμως, όταν άκουσαν οι απόστολοι, που παρέμεναν ακόμη στα Ιεροσόλυμα, ότι η Σαμάρεια δέχθηκε τον λόγο του Θεού, έστειλαν στους Σαμαρείτες τον Πέτρο και τον Ιωάννη, για να συμπληρώσουν το κήρυγμα του Φιλίππου και για να μεταδώσουν το Άγιο Πνεύμα σε όσους είχαν βαπτιστεί)» [Πράξ. 8,14]· άκουσαν τα όσα συνέβησαν στην Αντιόχεια, και στέλνουν τον Βαρνάβα· διότι ήταν μεγάλη η απόσταση μέχρι εκεί και δεν έπρεπε οι απόστολοι στην αρχή να απομακρυνθούν από την Ιουδαία, για να μη νομιστούν σαν φυγάδες και ότι το έκαναν αυτό αποφεύγοντας τους δικούς τους.
Τότε χωρίζονται αναγκαστικά, όταν πλέον φαίνονταν αθεράπευτα όλα τα σχετικά με αυτούς, όταν πλέον ο πόλεμος κηρύχθηκε εναντίον τους και έπρεπε να εξαφανιστούν, όταν πάρθηκε η απόφαση· διότι εξακολουθούσαν να βρίσκονται οι απόστολοι εκεί, ενόσο ο Παύλος δεν επιχειρούσε να μεταβεί στην Ρώμη. Και εξέρχονται από την Ιουδαία, όχι φοβούμενοι τον πόλεμο, διότι πώς ήταν δυνατό να φανεί αυτό σε εκείνους που επρόκειτο να τους πολεμούν; Και ο πόλεμος δεν κηρύσσεται εναντίον τους τότε πλέον, όταν πέθαναν οι απόστολοι, και βρίσκει την πραγματοποίησή του εκείνο που λέχθηκε γι’ αυτούς: «Κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε. ἔφθασε δὲ ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος (:Αυτοί μας εμποδίζουν να κηρύξουμε τον λόγο του Θεού στους εθνικούς, για να μη σωθούν και αυτοί. Και τα κάνουν αυτά, για να γεμίσουν μέχρι επάνω το ποτήρι των αμαρτιών τους, με το να αμαρτάνουν πάντοτε και σε κάθε εποχή. Έφθασε όμως επάνω τους η θεία οργή για να επιφέρει το τέλος και την καταστροφή τους)» [Α΄ Θεσ. 2, 16]. Όσο πιο άσημοι λοιπόν ήταν, τόσο περισσότερο έλαμπε η χάρη, που με ασήμαντους ανθρώπους επιτελούσε μεγάλα κατορθώματα. Αλλά ας δούμε από την αρχή τα όσα έχουν λεχθεί.
Και πρόσεχε ότι σε κατάλληλη στιγμή η ανάγκη της πείνας οδήγησε στην σύσφιξη των σχέσεων με τους εθνικούς με τη βοήθεια που έστειλαν αυτοί προς τους πιστούς των Ιεροσολύμων· διότι δέχθηκαν τα όσα στάλθηκαν από εκείνους, οι οποίοι βέβαια δεν αντιμετώπιζαν με θρήνους τις συμφορές όπως ακριβώς εμείς· αλλά ζούσαν με μεγαλύτερη ασφάλεια, επειδή βρίσκονταν μακριά από εκείνους, που πρόβαλλαν εμπόδια, και ζούσαν ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν φοβούνταν τους Ιουδαίους, πράγμα που βοηθούσε πάρα πολύ στο κήρυγμα. Αλλά και στην Κύπρο μετέβησαν, όπου υπήρχε και μεγάλη ασφάλεια, και ήταν περισσότερη η αμεριμνησία.
Και δεν περίμεναν αυτοί να ξαπλωθεί η πείνα, αλλά προτού να συμβεί αυτή, έστειλαν τη βοήθειά τους: «Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς(:Μετά λοιπόν από την προφητεία αυτή, οι μαθητές, ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία)» [Πράξ. 11,29].
Και πρόσεχε ότι στην περίπτωση μεν των αποστόλων, άλλοι αναλαμβάνουν το έργο αυτό, ενώ εδώ ο Παύλος και ο Βαρνάβας. Δεν ήταν και αυτή μικρή φροντίδα, άλλωστε δε και αρχή ήταν και δεν έπρεπε στην αρχή να σκανδαλιστούν. Αλλά σήμερα κανένας δεν το κάνει αυτό, αν και βέβαια υπάρχει πείνα φοβερότερη από εκείνη· διότι δεν είναι το ίδιο το να υπομείνουν όλοι μαζί τη συμφορά, και, ενώ οι περισσότεροι έχουν με αφθονία τα αγαθά, οι φτωχότεροι πεινούν. Τότε μόνο πείνα υπήρχε, και εκείνοι που έδιναν βοήθεια ήταν φτωχοί (διότι λέγει: «ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία»), ενώ τώρα υπάρχει διπλή πείνα, όπως ακριβώς και η αφθονία των αγαθών είναι διπλή, πείνα φοβερή, πείνα όχι για να ακούσει καθένας τον λόγο του Κυρίου, αλλά για να τραφεί με ελεημοσύνη. Τότε και οι φτωχοί που ζούσαν στην Ιουδαία απόλαυσαν τα αγαθά, και οι Αντιοχείς που έδωσαν χρήματα, και περισσότερο αυτοί από εκείνους· τώρα όμως και εμείς και οι φτωχοί, ζούμε μέσα στην πείνα, από τη μία πλευρά οι φτωχοί στερούμενοι την τροφή, και από την άλλη εμείς που, μην ελεώντας τους φτωχούς, στερούμαστε το έλεος του Θεού.
Τίποτε δεν θα μπορούσε να υπάρξει αναγκαιότερο από την τροφή αυτήν. Δεν είναι δυνατό να υποστεί κανείς τα κακά που προέρχονται από τον χορτασμό, δεν είναι δυνατόν να καταλήξει το πλεόνασμα της τροφής αυτής στο αποχωρητήριο. Τίποτε δεν υπάρχει ωραιότερο, τίποτε δεν υπάρχει υγιεινότερο από την ψυχή εκείνη που τρέφεται με την τροφή αυτή· στέκεται πάνω από κάθε ασθένεια, από κάθε πείνα, από κάθε ανωμαλία και δύσκολη κατάσταση· κανένας δεν θα μπορέσει αυτήν να τη νικήσει, αλλά, όπως ακριβώς αδαμάντινο σώμα δεν μπορεί ο σίδηρος να το χαράξει, ούτε τίποτε άλλο, έτσι και η ψυχή, που έχει στερεοποιηθεί από την ελεημοσύνη, τίποτε απολύτως δεν θα μπορέσει να την καταβάλει. Διότι, πες μου, τι θα μπορέσει ποτέ να νικήσει αυτήν; Φτώχεια; Δεν είναι δυνατό· διότι φυλάσσεται μέσα στα βασιλικά ταμεία. Μήπως όμως ληστής και διαρρήκτης; Αλλά εκείνους τους τοίχους κανένας δεν μπορεί να τους διαρρήξει. Μήπως σκώληκας; Αλλά ο θησαυρός αυτός είναι ανώτερος και από αυτήν την καταστροφή. Μήπως όμως η μοχθηρία και ο φθόνος; Αλλά ούτε από αυτά καταβάλλεται. Αλλά μήπως συκοφαντίες και επιβουλές; Ούτε αυτό· διότι είναι ασύλητος ο θησαυρός αυτός της ελεημοσύνης προς τον άπορο πλησίον μας, ένας θησαυρός που αποθηκεύεται απευθείας στον ουρανό.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-actapdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλία ΚΕ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Α, σελίδες 44-63.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ [: Ιω. 4, 5-42]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ
«Ὡς οὖν ἔγνω ὁ Κύριος ὅτι ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὅτι Ἰησοῦς πλείονας μαθητὰς ποιεῖ καὶ βαπτίζει ἢ Ἰωάννης- καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλ᾿ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ–ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν(:Όταν λοιπόν έμαθε ο Κύριος ότι οι Φαρισαίοι άκουσαν ότι ο Ιησούς προσελκύει και βαπτίζει περισσότερους μαθητές παρά ο Ιωάννης – αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν βάπτιζε, αλλά βάπτιζαν οι μαθητές Tου – για να μην ερεθίζει τον φθόνο των εχθρών Tου άφησε την Ιουδαία και αναχώρησε πάλι για τη Γαλιλαία, όπου δεν υπήρχαν πολλοί αντίζηλοί Tου)»[Ιω.4,1-3].
«Γιατί λοιπόν αναχωρεί από την Ιουδαία;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Όχι από δειλία φυσικά, αλλά για να σταματήσει τη ζηλοτυπία των Ιουδαίων και να ανακόψει τον φθόνο τους. Είχε βέβαια τη δυνατότητα να τους αντιμετωπίσει εάν Του έκαναν επίθεση, αλλά δεν θέλει να το πράττει αυτό συχνά, για να μην κινούνται αμφιβολίες για την πραγματικότητα της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού του Θεού· διότι, εάν κάθε φορά που Τον συλλάμβαναν, διέφευγε, ασφαλώς πολλοί θα σχημάτιζαν σχετικές υποψίες.
Για τον λόγο αυτό, τις περισσότερες πράξεις Του τις έκανε σαν να ήταν ένας απλός άνθρωπος. Διότι όπως ήθελε να πιστέψουν στη θεϊκή Του υπόσταση, έτσι ήθελε να πιστέψουν επίσης ότι, αν και Θεός, έφερε σάρκα ανθρώπινη. Γι’ αυτό και ύστερα από την Ανάσταση έλεγε προς τους μαθητές: «Ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα(:Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημάδια των καρφιών, και βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδάσκαλός σας που σταυρώθηκε. Ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και βεβαιωθείτε ότι δεν είμαι άσαρκο πνεύμα· διότι η ψυχή και το φάντασμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέπετε και πείθεσθε ότι έχω εγώ)»[Λουκ.24,39]. Επίσης για τον ίδιο λόγο επιτίμησε τον Πέτρο όταν Του είπε «Ἳλεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο(: Ο Θεός να σε φυλάξει, Κύριε, από όσα φοβερά μας είπες ότι θα σου συμβούν. Δεν πρέπει να σου συμβούν αυτά και να θανατώσουν Εσένα τον Μεσσία)»[Ματθ.16,22]. Τόση σπουδαιότητα απέδιδε ο Κύριος στο θέμα αυτό, στο να πιστευτεί δηλαδή ότι έφερε και την ανθρώπινη σάρκα.
Άλλωστε και μεταξύ των δογμάτων της Εκκλησίας δεν είναι μικρό το θέμα αυτό, ούτε για τη σωτηρία μας αποτελεί κάτι το ασήμαντο το κεφάλαιο αυτό, δια του οποίου έχουν γίνει και έχουν επιτευχθεί τα πάντα· διότι έτσι, και ο θάνατος καταλύθηκε και η αμαρτία συγχωρήθηκε και η κατάρα εξαφανίστηκε και άπειρα αγαθά εισήλθαν στη ζωή μας. Για τον λόγο αυτό ήθελε παρά πολύ να πιστέψουν οι άνθρωποι στην αλήθεια ότι η κατά σάρκα Γέννησή Του υπήρξε η ρίζα και η πηγή των αναρίθμητων αγαθών. Και ενώ φρόντιζε για την απόδειξη της ανθρώπινης Του φύσης, δεν άφηνε παράλληλα ούτε τη θεία να συσκιάζεται.
Αφού αναχώρησε λοιπόν από την Ιουδαία, έρχεται πάλι στα ίδια έργα που έκανε και προηγουμένως. Διότι δεν πήγαινε χωρίς αιτία στη Γαλιλαία, αλλά θέλοντας να κάνει σπουδαία πράγματα στους Σαμαρείτες και για να τα επιτύχει, όχι μόνο τα σχεδίαζε αυτά, αλλά ενεργούσε με τη σοφία που Τον διέκρινε, ώστε να μην αφήσει στους Ιουδαίους καμία πρόφαση αναίσχυντης δικαιολογίας.
Αυτό λοιπόν υπαινισσόμενος και ο Ευαγγελιστής έλεγε: «Ἒδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας(:Και επειδή λόγω της εποχής προτίμησε τον συντομότερο δρόμο, έπρεπε να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια)», διότι ήθελε να δείξει ότι αυτό το έκανε ο Ιησούς ως κάτι το πάρεργο κατά τη διάρκεια της πορείας Του προς τη Γαλιλαία. Το ίδιο έκαναν και ο Απόστολοι. Όπως δηλαδή εκείνοι, όταν τους καταδίωκαν οι Ιουδαίοι, τότε στρέφονταν και κήρυτταν προς τους ειδωλολάτρες, κατά όμοιο τρόπο και ο Χριστός, όταν Τον εκδίωξαν, τότε πλησίαζε και εκείνους, όπως έκανε και με τη Συροφοινίκισσα γυναίκα[:τη Χαναναία δηλαδή εκείνη γυναίκα, της οποίας τη θυγατέρα θεράπευσε από δαιμόνιο][βλ. Μαρκ.7,24-30]. Αυτό λοιπόν έγινε για να αφαιρέσει κάθε δικαιολογία από τους Ιουδαίους και να μην μπορούν να λένε ότι τους εγκατέλειψε και πήγε προς τους ειδωλολάτρες.
Για τον λόγο αυτό και οι μαθητές απολογούνταν και έλεγαν: «Ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη(:Αλλά ο Παύλος και ο Βαρνάβας τους μίλησαν με αφοβία και θάρρος και τους είπαν: ‘’Σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, ο οποίος κάλεσε στη σωτηρία τον Ισραήλ πριν απ’ όλους τους άλλους λαούς, ήταν αναγκαίο και επιβεβλημένο να κηρυχτεί ο λόγος του Θεού πρώτα σε σας τους Ιουδαίους. Αφού όμως τον αποδιώχνετε και δεν τον δέχεστε, και αφού εσείς οι ίδιοι βγάζετε για τους εαυτούς σας την απόφαση ότι δεν είστε άξιοι της αιώνιας ζωής, ιδού, στρεφόμαστε στους εθνικούς’’)»[Πράξ.13,46].
Και ο ίδιος ο Ιησούς λέγει πάλι: «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ(:Δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους)»[Ματθ.15,24]. Και πάλι: «Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις(:Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια)»[Ματθ.15,26].Όταν όμως έδιωξαν τον Ιησού, άνοιξαν θύρα στους εθνικούς[:έδωσαν δηλαδή τις προϋποθέσεις για να στραφεί ο Ιησούς προς τους ειδωλολάτρες και να Τους φωτίσει με τη διδασκαλία Του].
Αλλά και κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν έρχεται με κύριο προορισμό Του ο Ιησούς εκείνους, αλλά καθώς διερχόταν από εκεί. Διερχόμενος λοιπόν «ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ(:έρχεται λοιπόν σε κάποια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, η οποία ήταν κοντά στην περιοχή που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Υπήρχε μάλιστα εκεί κι ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι)»[Ιω.4,5-6].
Γιατί όμως ο Ευαγγελιστής δίνει τόσες λεπτομέρειες για τον τόπο; Για να μην παραξενευτείς όταν θα ακούσεις τη γυναίκα να λέγει: «Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;(:Μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε;)»[Ιω.4,12]. Διότι ο τόπος αυτός ήταν εκείνος στον οποίο διέπραξαν τον φοβερό εκείνον φόνο, εκδικούμενοι για την αρπαγή της αδερφής τους της Δείνας, ο Λευί και ο Συμεών[:Η Δείνα ήταν θυγατέρα του πατριάρχου Ιακώβ από τη γυναίκα του τη Λεία. Αυτήν την αγάπησε και την άρπαξε ο Συχέμ, γιος του Εμμώρ, άρχοντας των Συκίμων, αλλά οι αδελφοί της Συμεών και Λευί φόνευσαν πατέρα και γιο και πήραν πίσω την Δείνα(Γεν.30,21)].
Αξίζει όμως να εξηγήσουμε από πού προήλθαν οι Σαμαρείτες· διότι όλη η περιφέρεια ονομάζεται Σαμάρεια. Από πού λοιπόν πήρε το όνομα αυτό; Σομόρ λεγόταν το όρος από τον κατακτητή της χώρας αυτής, όπως λέγει και ο Ησαΐας : «Καὶ ἡ κεφαλὴ Ἐφραὶμ Σομόρων(:Επί του παρόντος, πρωτεύουσα του βασιλείου του Ισραήλ θα είναι η Σαμάρεια)»[Ησ.7,9]. Οι κάτοικοι όμως δεν ονομάζονταν Σαμαρείτες, αλλά Ισραηλίτες.
Με την πάροδο του χρόνου όμως ήλθαν σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Και όταν έγινε βασιλιάς ο Φακεέ[:βασιλιάς του Ισραήλ που αντιστάθηκε στην επέκταση των Ασσυρίων και οργάνωσε συμμαχία βασιλέων εναντίον τους, όμως η προσπάθεια αυτή απέτυχε], έκανε επίθεση εναντίον του ο Θεγλαθφαλλασάρ[:βασιλιάς της Ασσυρίας που επέδραμε το 733π.Χ. ενάντια στο Βασίλειο του Ισραήλ και οδήγησε πολλούς Ισραηλίτες αιχμάλωτους στην Ασσυρία] και κυρίευσε πολλές πόλεις και επιτέθηκε εναντίον του Ηλά και αφού τον φόνευσε, έδωσε τη βασιλεία στον Ωσηέ[:ο τελευταίος βασιλιάς του βορείου βασιλείου, γιος του Ηλά· στηρίχθηκε στην εύνοια του Θεγλαθφαλλασάρ, στον οποίο ήταν φόρου υποτελής· στην προσπάθειά του όμως να συνασπισθεί με τους Αιγυπτίους κατά των Ασσυρίων συνελήφθη από τον Σαλαμανάσαρ τον Ε]. Εναντίον του στράφηκε ο Σαλαμανασάρ [:διάδοχος του Θεγλαθφαλλασάρ, πολιόρκησε τη Σαμάρεια για τρία χρόνια, και τελικά την κυρίευσε ο διάδοχός του ο Σενναχηρίμ το 722π. Χ.] , ο οποίος και κυρίευσε άλλες πόλεις και τις κατέστησε φόρου υποτελείς[πρβλ. Δ΄Βασ. 17,1 κ. ε.].
Ο Ωσηέ όμως υποτάχτηκε μεν στην αρχή, αλλά αργότερα αποστάτησε και στράφηκε προς τη συμμαχία των Αιθιόπων. Το αντιλήφθηκε αυτό ο βασιλιάς της Ασσυρίας και εκστράτευσε εναντίον του και αφού τους κυρίευσε, δεν τους άφησε πλέον να κατοικούν στο χώρο εκείνο ως ξεχωριστό έθνος, επειδή είχε υποψίες για παρόμοιες μελλοντικές αποστασίες, αλλά τους μετέφερε στη Βαβυλώνα και την Μηδία και από εκεί συγκέντρωσε διάφορους λαούς και τους εγκατέστησε στη Σαμάρεια,ώστε να είναι ασφαλής η κυριαρχία του στο εξής, εφόσον θα κατείχαν τον τόπο οι δικοί του.
Όταν συνέβησαν αυτά, επειδή ήθελε ο Θεός να δείξει τη δύναμή Του και ότι δεν άφησε χωρίς βοήθεια τους Ιουδαίους από αδυναμία, αλλά εξαιτίας των αμαρτιών αυτών που είχαν αρπαχτεί αιχμάλωτοι από τους Ασσυρίους, έστειλε εναντίον των βαρβάρων λέοντες οι οποίοι λυμαίνονταν όλη την περιοχή. Αναγγέλθηκαν αυτά στον βασιλέα της Ασσυρίας και απέστειλε έναν ιερέα για να παραδώσει σε αυτούς τους νόμους του Θεού. Αλλά ούτε και τότε άφησαν εξ ολοκλήρου την ασέβεια, αλλά κατά το ήμισυ. Κατά το πέρασμα όμως του χρόνου, άφησαν τα είδωλα και λάτρευαν τον αληθινό Θεό.
Έτσι είχαν λοιπόν τα πράγματα, όταν επανήλθαν οι Ιουδαίοι[:από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνος]και αποστρέφονταν αυτούς, συμπεριφερόμενοι προς αυτούς με υπεροψία, διότι τους θεωρούσαν αλλόφυλους και εχθρούς και από το όρος τούς ονόμαζαν Σαμαρείτες. Για τους Ιουδαίους δεν υπήρξε μικρή η διαμάχη προς τους Σαμαρείτες στα επόμενα χρόνια· διότι οι Σαμαρείτες δεν παραδέχονταν όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, παρά μόνο του Μωυσή, ενώ δεν απέδιδαν μεγάλη σημασία στα βιβλία των προφητών. Βρίσκονταν λοιπόν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, διότι οι Σαμαρείτες προσπαθούσαν να αποδείξουν την ιουδαϊκή τους καταγωγή και υπερηφανεύονταν για τον Αβραάμ και τον θεωρούσαν πρόγονό τους, επειδή ήταν από τη Χαλδαία. Επίσης και τον Ιακώβ τον ονόμαζαν πατέρα τους, επειδή και αυτός ήταν απόγονος του Αβραάμ. Οι Ιουδαίοι όμως μαζί με τους άλλους λαούς απεχθάνονταν και τους Σαμαρείτες.
Επομένως, για τους ίδιους λόγους περιέπαιζαν και τον Χριστό και Του έλεγαν : «Οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις;(:Αφού τόσο περιφρονητικά εκφράζεσαι για τους Ισραηλίτες, καλά δεν λέμε εμείς ότι είσαι Σαμαρείτης και ότι έχεις δαιμόνιο, από το οποίο εμπνέεσαι την τρελή αυτή ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου😉»[Ιω.8,48]. Και στην παραβολή εκείνη του ανθρώπου, ο οποίος πήγαινε από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές, για τον ίδιο λόγο ο Χριστός παρουσιάζει τον Σαμαρείτη να του προσφέρει βοήθεια και να του δείχνει ευσπλαχνία[βλ.Λουκά,10,33-37],ο οποίος Σαμαρείτης εθεωρείτο ασήμαντος, ευκαταφρόνητος και βδελυκτός από τους Ιουδαίους.
Και στη θεραπεία των δέκα λεπρών επίσης, ο Ιησούς ονόμασε «ἀλλογενὴ» τον ένα λεπρό που επέστρεψε να Τον ευχαριστήσει για την ίασή του, για την ίδια αιτία(ήταν βέβαια Σαμαρείτης)[βλ. Λουκ. 17,15-18: «Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:Ένας απ’ αυτούς, μόλις είδε ότι θεραπεύθηκε, επέστρεψε και με δυνατή φωνή εκφράζοντας τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του δόξαζε τον Θεό που τον θεράπευσε διαμέσου του Ιησού. Έπεσε τότε με το πρόσωπο κάτω στη γη κοντά στα πόδια του Ιησού και τον ευχαριστούσε.Και αυτός ήταν Σαμαρείτης, δηλαδή σχισματικός και λιγότερο φωτισμένος από τους Ιουδαίους. Συνεπώς κανείς δεν θα περίμενε να δείξει αυτός μια τέτοια ευγνωμοσύνη που δεν έδειξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραηλίτες. Τότε ο Ιησούς είπε: ‘’Δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω και να δοξάσουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανήκει στο γνήσιο ιουδαϊκό γένος; Και σε αυτόν είπε: ‘’Σήκω και πήγαινε. Η πίστη σου σε έσωσε. Δεν θεράπευσε μόνο το σώμα σου, αλλά αποτελεί και καλή αρχή που θα σε οδηγήσει και στην πνευματική σου σωτηρία’’)»].Αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς με το ίδιο πνεύμα ομιλεί στους μαθητές Του και λέγει: «Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε(:Μην πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που κατοικούν ειδωλολάτρες, και μη μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες)»[Ματθ.10,5].
Και δεν μας υπενθύμισε ο Ευαγγελιστής τον τόπο του Ιακώβ, μόνο για την πλοκή της διηγήσεως, αλλά για να δείξει επίσης ότι από παλαιά είχαν εκβληθεί από εκεί οι Ιουδαίοι· διότι από την εποχή των προγόνων τους, τούς τόπους τους τούς είχαν εκείνοι αντί γι’ αυτούς. Πραγματικά εκείνα που κατείχαν οι πρόγονοί τους, χωρίς να είναι δικά τους, τα έχασαν αυτοί, αν και ήσαν δικά τους. Έτσι βλέπουμε ότι καμία ωφέλεια δεν προέρχεται από τους αγαθούς προγόνους, εάν δεν είναι αγαθοί και οι απόγονοί τους. Διότι οι βάρβαροι μόνο όταν δοκίμασαν την αγριότητα των λεόντων, επανήλθαν αμέσως στην ιουδαϊκή ευσέβεια· εκείνοι όμως, αν και υπέφεραν τόσες τιμωρίες, δεν σωφρονίστηκαν ούτε με αυτόν τον τρόπο.
Έφθασε λοιπόν ο Χριστός πεζοπορώντας στο πηγάδι του Ιακώβ στη Σαμάρεια, αποφεύγοντας πάντοτε τον μαλθακό και χαλαρό τρόπο ζωής και χρησιμοποιώντας παραδειγματικά τον αντίστοιχο κοπιαστικό και πλήρη εμποδίων· διότι δεν είχε χρησιμοποιήσει υποζύγια, αλλά περιπατεί τόσο πολύ, ώστε να κουραστεί από την οδοιπορία. Και τούτο διδάσκει παντού, δηλαδή να εργάζεται ο καθένας για τον εαυτό του, να μη ζητεί τα περιττά και να μην έχει ανάγκη από πολλά. Διότι θέλει να είμαστε ξένοι προς τα περιττά τόσο, ώστε να περικόπτουμε και πολλά από τα αναγκαία. Για τον λόγο αυτό έλεγε: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:Οι αλεπούδες έχουν τρύπες που τις χρησιμοποιούν ως φωλιές, και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη για να κουρνιάζουν, ενώ ο Υιός του ανθρώπου -δηλαδή Εγώ που γεννήθηκα από την Παρθένο και είμαι ο κατεξοχήν Άνθρωπος, γνωστός από τις υποσχέσεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσσίας πρόκειται να έλθω πάλι Κριτής ένδοξος πάνω στις νεφέλες του ουρανού- δεν έχει ούτε πού να ακουμπήσει το κεφάλι Του. Μην περιμένεις λοιπόν κι εσύ να έχεις σωματικές ανέσεις και αναπαύσεις, αλλά πάρε τις αποφάσεις σου γνωρίζοντας από πριν ότι η ζωή των ακολούθων μου είναι γεμάτη από στερήσεις και θυσίες, όπως η δική μου)»[Ματθ.8,20].Για τον λόγο αυτόν παραμένει ως επί το πλείστον στα όρη και τις ερήμους, όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τη νύκτα.
Από όσα γράφονται εδώ πληροφορούμαστε και την αντοχή του Ιησού στις οδοιπορίες και την αδιαφορία Του για τις τροφές και ότι τις θεωρούσε δευτερεύουσας σημασίας. Και οι μαθητές λοιπόν διδάχτηκαν να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Πραγματικά δεν έπαιρναν εφόδια μαζί τους. Και το φανερώνει αυτό και άλλος Ευαγγελιστής, ο οποίος λέγει ότι όταν ο Ιησούς τούς έκανε λόγο για τη ζύμη των Φαρισαίων, εκείνοι σκέπτονταν ότι δεν είχαν μαζί τους άρτους[Ματθ.16,5-12]· επίσης και όταν μας παρουσιάζει ο Ευαγγελιστής πεινασμένους τους μαθητές να μαδούν τα στάχυα και να τρώνε[βλ. Ματθ.12,1: «Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐπορεύθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων· οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπείνασαν, καὶ ἤρξαντο τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν(:Εκείνο τον καιρό βάδιζε ο Ιησούς την ημέρα του Σαββάτου μέσα από σπαρμένα χωράφια· και οι μαθητές Του πείνασαν και άρχισαν να μαδούν στάχυα και να τρώνε)»· πρβλ. Μάρκ. 2,23 και Λουκά 6,18] και όταν λέγει ότι ο Ιησούς από την πείνα πήγε προς τη συκιά, τίποτε άλλο δεν κάνει, παρά αυτό με όλα αυτά μας διδάσκει να περιφρονούμε την κοιλία και να μη θεωρούμε σπουδαία τη λειτουργία της.
Το ίδιο διεκήρυσσε και ο Δαυίδ και έλεγε: «Ἐκ χειμάῤῥου ἐν ὁδῷ πίεται(:Ο Μεσσίας αγωνιζόμενος υπέρ του λαού Του θα πιει με απλότητα νερό από τον χείμαρρο στο δρόμο)»[Ψαλμ.109,7], για να καταδείξει την αυστηρότητα και τη λιτότητα της ζωής Του. Αυτό υποδεικνύει και εδώ ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι(:Υπήρχε μάλιστα εκεί και ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι. Έρχεται τότε μία γυναίκα που καταγόταν από τη Σαμάρεια, να βγάλει από το πηγάδι νερό. Ο Ιησούς τότε, ο οποίος πραγματικά διψούσε, της είπε: ‘’Δώσε μου να πιω’’. Και ζήτησε από τη γυναίκα νερό, διότι οι μαθητές Του, που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη να αγοράσουν τρόφιμα)» [Ιω.4,6-8].
Κοίταξε λοιπόν αυτούς ότι και στην προκειμένη περίπτωση ούτε φέρουν τίποτε μαζί τους, ούτε πάλι από το πρωί αμέσως φροντίζουν γι’ αυτό , επειδή δεν έχουν τροφές, αλλά κατά την ώρα κατά την οποία όλοι οι άνθρωποι γευματίζουν, αγοράζουν τρόφιμα. Εμείς όμως δεν κάνουμε το ίδιο. Αντίθετα, αμέσως μόλις θα σηκωθούμε από το κρεβάτι, πριν από τα άλλα, γι’ αυτά φροντίζουμε, φωνάζουμε τους μαγείρους και τους υπηρέτες και με μεγάλο ενδιαφέρον ασχολούμαστε με αυτά και ύστερα δευτερευόντως προσέχουμε τα άλλα και μάλιστα έτσι που προτάσσουμε τα βιοτικά από τα πνευματικά και όσα έπρεπε να έχουμε δευτερεύοντα αυτά τα τιμάμε ως αναγκαία. Γι’ αυτό και γίνονται τα πάντα άνω κάτω. Έπρεπε όμως να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή αφού ασχοληθούμε ιδιαιτέρως με όλα τα πνευματικά θέματα, ύστερα από την εκπλήρωση αυτών, να ενδιαφερθούμε και για τα βιοτικά.
Επίσης, εδώ πρέπει να παρατηρηθεί όχι μόνο ο επίπονος τρόπος της ζωής του Κυρίου, αλλά και η έλλειψη κάθε μορφής υπερηφάνειας, από το γεγονός ότι όχι μόνο κοπίασε και κάθισε στον δρόμο, αλλά και από το ότι απέμεινε τελείως μόνος και οι μαθητές Του απήλθαν. Βέβαια υπήρχε η δυνατότητα, εάν ήθελε, ή να μην τους αποστείλει όλους, ή αφού έφυγαν εκείνοι, να έχει άλλους υπηρέτες. Όμως δεν το θέλησε αυτό· διότι έτσι είχε συνηθίσει τους μαθητές Του, να καταπνίγουν κάθε είδος εγωισμού. Και τι το σπουδαίο, ίσως πει κάποιος, εάν φέρονταν με μετριοφροσύνη αυτοί που ήσαν αλιείς και σκηνοποιοί; Ήσαν βέβαια αλιείς και σκηνοποιοί, αλλά απότομα ανέβηκαν σε αυτήν την κορυφή του ουρανού και έγιναν λαμπρότεροι από όλους τους βασιλείς, εφόσον αξιώθηκαν να γίνουν μαθητές και οικείοι του Κυρίου της οικουμένης και να γίνουν ακόλουθοι του Διδασκάλου, ο οποίος θαυμαζόταν από όλους. Εξάλλου, γνωρίζετε καλά ότι όσοι προέρχονται από κατώτερη τάξη, αυτοί προπάντων όταν αποκτήσουν αξιώματα, παρασύρονται ευκολότερα προς την υπεροψία, επειδή προηγουμένως στερούνταν τόσης μεγάλης τιμής. Τους συγκρατούσε λοιπόν στην ταπεινοφροσύνη αυτή και τους δίδασκε με όλες τις πράξεις Του να είναι συνεσταλμένοι και σε καμία περίπτωση να μη χρειάζονται υπηρέτες.
«Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ(:Υπήρχε μάλιστα εκεί κι ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι)»[Ιω.4,6],λέγει ο Ευαγγελιστής. Βλέπεις ότι κάθισε από την κούραση, από τη ζέστη και για να περιμένει τους μαθητές Του; Γνώριζε βέβαια τι θα συνέβαινε με τους Σαμαρείτες, αλλά δεν ήλθε γι’ αυτήν κυρίως την αιτία. Και μολονότι δεν είχε έλθει για την αιτία αυτή, δεν ήταν λόγος να εκδιώξει από κοντά Του τη γυναίκα που ήλθε στο πηγάδι, η οποία έδειχνε τόση φιλομάθεια· διότι οι μεν Ιουδαίοι, και όταν ερχόταν κοντά τους ο Ιησούς, Τον εκδίωκαν, ενώ οι εθνικοί, και όταν κατευθυνόταν προς άλλους, Τον προσέλκυαν κοντά τους. Και οι μεν Ιουδαίοι Τον φθονούσαν, οι δε εθνικοί Τον πίστευαν. Οι μεν πρώτοι Τον μισούσαν, οι δεύτεροι όμως Τον θαύμαζαν και Τον λάτρευαν.
Τι λοιπόν; Μήπως έπρεπε να καταφρονήσει τη σωτηρία τόσων ανθρώπων και να εγκαταλείψει την τόσο μεγάλη προθυμία τους; Αυτό όμως δεν ταίριαζε στη φιλανθρωπία του Ιησού. Για τον λόγο αυτό και τακτοποιεί τα πάντα με τη σοφία που Τον διέκρινε. Καθόταν λοιπόν για να αναπαύσει και να ξεκουράσει το σώμα Του κοντά στο πηγάδι. Ήταν μεσημέρι, πράγμα που δήλωσε και ο Ευαγγελιστής, όταν είπε «ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη (:η ώρα ήταν έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι)»[Ιω.4,6]· «ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ(:κάθισε έτσι κοντά στην πηγή)». Τι σημαίνει η λέξη «οὕτως»; Δεν καθόταν, λέγει, σε θρόνο, ούτε σε προσκέφαλο, αλλά απλώς επάνω στο έδαφος όπως έτυχε.
«Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ(:Έρχεται τότε μία γυναίκα που καταγόταν από τη Σαμάρεια, να βγάλει από το πηγάδι νερό)»[Ιω. 4,7].Πρόσεξε ότι και η γυναίκα για άλλο σκοπό βγήκε από την πόλη και αποστομώνει με αυτό την αναίσχυντη αντιλογία των Ιουδαίων, για να μην ισχυριστεί κανείς ότι όσα πράττει, αντιτίθενται στο πρόσταγμά Του, επειδή είχε προστάξει να μην εισέρχονται στην πόλη των Σαμαρειτών, ενώ ο ίδιος συνομιλεί με τους Σαμαρείτες. Γι’ αυτό είπε ο Ευαγγελιστής ότι «οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι(:και ζήτησε από τη γυναίκα νερό, διότι οι μαθητές του, που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα)»[Ιω.4,8], ώστε να δώσει πολλές αιτίες για το ότι ο Ιησούς συνομίλησε με αυτήν.
«Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν(:Ο Ιησούς τότε, ο οποίος πραγματικά διψούσε, της είπε: ‘’Δώσε μου να πιω’’)».Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα; Όταν άκουσε: «Δώσε μου να πιω», πολύ φρόνιμα χρησιμοποιεί τον λόγο του Ιησού για να ρωτήσει και λέγει: «Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις(:Πώς εσύ ενώ είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να πιεις από εμένα, η οποία είμαι Σαμαρείτισσα; Και το λέω αυτό επειδή οι Ιουδαίοι αποστρέφονται τους Σαμαρείτες και δεν θέλουν να έχουν καμία επικοινωνία και σχέση με αυτούς)».
Και πώς αυτή αντιλήφθηκε ότι ο Κύριος ήταν Ιουδαίος; Ίσως από τα ενδύματα και από τον τρόπο της ομιλίας Του. Εσύ όμως παρατήρησε πόσο οξυδερκής ήταν η γυναίκα· διότι αν έπρεπε να προφυλαχθεί κάποιος, αυτός ήταν ο Χριστός και όχι εκείνη. Πραγματικά δεν είπε ότι οι Σαμαρείτες δεν έρχονται σε σχέσεις με τους Ιουδαίους, αλλά ότι οι Ιουδαίοι δεν πλησιάζουν τους Σαμαρείτες. Και όμως η γυναίκα, αν και ήταν απαλλαγμένη από την ενοχή, επειδή νόμισε ότι ο συνομιλητής της έπιπτε σε αυτήν, δε σιώπησε, αλλά όπως νομίζει, διορθώνει εκείνο που δεν γινόταν σύμφωνα με τον νόμο.
Πιθανό όμως κάποιος είναι να διατυπώσει την ακόλουθη απορία: «Πώς ο Χριστός ζήτησε να πιει νερό από αυτήν, ενώ το απαγόρευε ο Νόμος;» Εάν κάποιος απαντήσει ότι το έπραξε αυτό, επειδή γνώριζε ότι δεν θα Του δώσει, τότε γι’ αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να ζητήσει νερό. Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι Του ήταν αδιάφορο πλέον να εκπληρώνει παρόμοιες απαγορεύσεις του μωσαϊκού νόμου· διότι αυτός που κατευθύνει τους άλλους να τις καταργούν, πολύ περισσότερο θα τις παρέβλεπε ο ίδιος: «Οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον(:Δεν κάνει τον άνθρωπο βέβηλο και θρησκευτικώς ακάθαρτο εκείνο που εισάγεται με την τροφή στο στόμα, αλλά εκείνο που βγαίνει από το στόμα, δηλαδή οι πονηροί και αμαρτωλοί λόγοι)»[Ματθ.15,11].
Εξάλλου, η συνομιλία του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα δεν θα ήταν μικρή κατηγορία κατά των Ιουδαίων, διότι εκείνοι μεν, αν και πολλές φορές προσκαλούνταν από τον Ιησού και με τους λόγους και με τις πράξεις, εντούτοις δεν Τον δέχονταν, ενώ αυτή πρόσεξε πώς προσελκύεται από μια απλή ερώτηση· διότι ο μεν Χριστός δεν είχε σχεδιάσει από προηγουμένως αυτήν τη συνάντηση, ούτε αυτήν την πορεία· όταν όμως Τον πλησίαζαν ορισμένοι άνθρωποι, δεν τους εμπόδιζε· διότι στους μαθητές Του έλεγε απλώς να μην εισέλθουν σε πόλη των Σαμαρειτών, όχι όμως και να τους απομακρύνουν, εάν εκείνοι ήθελαν να προσέλθουν από μόνοι τους· διότι αυτό δεν ταίριαζε καθόλου στη φιλανθρωπία Του.
Γι’ αυτόν τον λόγο απαντά στη γυναίκα και της λέγει: «Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν(:Εάν γνώριζες τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους, και Ποιος είναι Εκείνος που σου λέει τώρα: ‘’Δώσε μου να πιω’’, εσύ θα Του ζητούσες, και θα σου έδινε νερό τρεχούμενο, που δεν στερεύει ποτέ. Θα σου έδινε Αυτός τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία σαν πνευματικό νερό καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεί και ζωοποιεί τις ψυχές, χωρίς να στερεύει ποτέ)»[Ιω.4,10]. Κατά πρώτον αποδεικνύει ότι ήταν άξια να ακούσει και όχι να περιφρονηθεί και τότε αποκαλύπτει τον εαυτό Του· διότι πραγματικά επρόκειτο αμέσως, όταν θα μάθαινε Ποιος είναι, να υπακούσει και να προσέξει σε Αυτόν και τη διδασκαλία Του, πράγμα το οποίο δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς για τους Ιουδαίους· διότι αυτοί, όταν Τον γνώρισαν, δεν ζήτησαν τίποτε, ούτε επιθύμησαν να μάθουν κάτι χρήσιμο, αλλά Τον ύβριζαν και Τον εδίωκαν.
Η γυναίκα όμως όταν άκουσε αυτά τα λόγια, πρόσεξε με πόση λεπτότητα αποκρίνεται: «Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;(:Κύριε, ασφαλώς το νερό αυτό για το οποίο μιλάς δεν είναι από το πηγάδι αυτό. Διότι ούτε αγγείο έχεις, με το οποίο θα μπορούσες να βγάλεις από εδώ νερό, αλλά και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο και αστείρευτο νερό;)»[Ιω.4,11]. Προ ολίγου την απάλλαξε από την ταπεινή αντίληψη και από την ιδέα ότι είναι ένας από τους πολλούς συνηθισμένους ανθρώπους· διότι εδώ δεν Τον ονομάζει «Κύριο» τυχαία, αλλά Του αποδίδει μεγάλη τιμή· ότι βέβαια έλεγε αυτό για να Τον τιμήσει, φαίνεται από τη συνέχεια· δηλαδή δεν Τον περιέπαιξε, ούτε Τον διακωμώδησε, αλλά απλώς διατύπωσε την απορία της.
Εάν, όμως, δεν αντιλήφθηκε αμέσως τα πάντα, μην παραξενεύεσαι, διότι ούτε και ο Νικόδημος το πέτυχε αυτό. Τι λέγει εκείνος λοιπόν; «Πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι;(: Πώς είναι δυνατό να γίνουν αυτά και να πραγματοποιηθεί αυτή η πνευματική ουράνια αναγέννηση;)»[Ιω.3,9]· και πάλι: «Πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι;(:Πώς μπορεί να γεννηθεί πάλι ο άνθρωπος, όταν έχει πλέον γεράσει; Μήπως μπορεί να μπει για δεύτερη φορά στην κοιλιά της μητέρας του και να ξαναγεννηθεί;)»[Ιω.3,4]. Αυτή όμως ρωτά με μεγαλύτερο σεβασμό: «Κύριε, ούτε δοχείο έχεις να αντλήσεις νερό και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο και αστείρευτο νερό;».
Άλλα βέβαια έλεγε ο Κύριος σε αυτήν και άλλα καταλάβαινε εκείνη, ούτε άκουσε τίποτε περισσότερο από τις λέξεις, ούτε ήταν σε θέση ακόμη να αντιληφθεί κάτι το υψηλό, αν και μπορούσε, εάν έδιδε αυθάδη απάντηση, να πει: «Εάν είχες το τρεχούμενο νερό, δεν θα ζητούσες από εμένα, αλλά θα έδινες στον εαυτό σου πρώτα. Τώρα όμως απλώς κομπάζεις». Δεν είπε όμως τίποτε από αυτά, αλλά αποκρίνεται με μεγάλη λεπτότητα και στην αρχή και στη συνέχεια. Πραγματικά στην αρχή λέγει: «Πώς εσύ, ο οποίος είσαι Ιουδαίος, ζητείς να πιεις από εμένα;». Και δεν είπε, εφόσον μιλούσε με έναν εχθρό και αλλόφυλο: «Μακάρι να μη μου συμβεί ποτέ να προσφέρω νερό σε έναν άνθρωπο που είναι εχθρός μου και απεχθάνεται το έθνος μου». Όμως και στη συνέχεια, όταν Τον άκουσε να λέγει μεγάλα πράγματα, για τα οποία προπάντων εξαγριώνονται οι εχθροί, ούτε τον καταγέλασε, ούτε τον διέσυρε, παρά μόνο τι λέγει; «Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;(:Μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε;)»[Ιω.4,12].
Βλέπεις με ποιον τρόπο εισάγει τον εαυτό της στην ιουδαϊκή οικογένεια; Ό,τι επίσης λέει, έχει την ακόλουθη σημασία: «Ο Ιακώβ το νερό αυτό χρησιμοποιούσε και δεν είχε τίποτε περισσότερο να μας δώσει». Τα έλεγε αυτά για να δείξει ότι από την πρώτη απάντηση δέχθηκε μεγάλο και υψηλό νόημα· διότι το «ο ίδιος έπινε από αυτό και τα παιδιά του και τα ζώα του» δεν φαίνεται να υπαινίσσεται μεν τίποτε άλλο, παρά ότι είχε μεν την έννοια του καλύτερου νερού, αλλά ούτε το έβρισκε, ούτε το γνώριζε καλά. Και για να μιλήσω περισσότερο καθαρά, αυτό που θέλει να πει είναι το ακόλουθο: «Δεν μπορείς βέβαια να υποστηρίξεις ότι ο Ιακώβ έδωσε σε μας μεν αυτό το πηγάδι, ενώ αυτός χρησιμοποιούσε άλλο· διότι και ο ίδιος και τα παιδιά του από αυτό έπιναν. Και δεν θα έπιναν, εάν βέβαια είχε άλλο καλύτερο πηγάδι. Από αυτό λοιπόν το πηγάδι ούτε εσύ θα μπορέσεις να δώσεις, ούτε είναι δυνατόν να έχεις άλλο καλύτερο, παρόλο που ομολογείς ότι είσαι ανώτερος από τον Ιακώβ. Από πού λοιπόν θα πάρεις το νερό, το οποίο υπόσχεσαι να μας δώσεις;».
Οι Ιουδαίοι, αντίθετα, δεν συζητούσαν με τον Ιησού τόσο φιλικά, αν και τους έκανε λόγο για το ίδιο θέμα και τους ανέφερε το ύδωρ αυτό[βλ. Ιω.7,37-38:«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος(:Την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα απ’ όλες τις άλλες ημέρες της εορτής στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με ζωηρή φωνή είπε: ‘’Εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται σε μένα με πίστη και ας πίνει ελεύθερα. Κοντά μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενικοί πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του. Από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής εκείνου που πιστεύει σε μένα, σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής, θα αναβλύζουν ποτάμια νερού που θα είναι πάντα τρεχούμενο. Κι έτσι θα ποτίζεται όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχονται σε σχέση με αυτόν’’)»].
Επίσης, όταν μίλησε για τον Αβραάμ, επιχείρησαν να Τον λιθοβολήσουν[ βλ. Ιω. 8,56-59: «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι. ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ᾿ αὐτόν. Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν οὕτως(:Ο Αβραάμ, για τον οποίο καυχιέστε ότι τον έχετε πατέρα, γεμάτος ελπίδα που τον γέμιζε με αφάνταστη χαρά, λαχταρούσε να δει τις ημέρες της ενανθρωπήσεώς μου˙ και τις είδε τώρα από τον τόπο της μακαριότητος όπου ζει, και χάρηκε. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι: ‘’Ούτε πενήντα χρονών δεν είσαι ακόμη, κι έχεις δει τον Αβραάμ, που έζησε πριν από δύο χιλιάδες περίπου χρόνια;’’. Τους είπε τότε ο Ιησούς: ‘’Αληθινά σας λέω, προτού ακόμη να έλθει στην ύπαρξη ο Αβραάμ, εγώ υπάρχω παντοτινά πριν από τους αιώνες’’. Αγανακτισμένοι τότε οι Ιουδαίοι πήραν λίθους, για να ρίξουν εναντίον Του. Όμως ο Ιησούς χάθηκε από τα μάτια τους και βγήκε από τις αυλές του ναού, περπατώντας διαμέσου αυτών απαρατήρητος. Και βάδιζε έτσι, χωρίς να Τον βλέπουν)».
Η γυναίκα όμως αυτή δεν συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο προς τον Ιησού, αλλά με μεγάλη λεπτότητα μέσα στη ζέστη και την ώρα του μεσημεριού λέγει και ακούει τα πάντα με πολλή προθυμία, χωρίς να σκέπτεται κάτι παρόμοιο, όπως ήταν φυσικό να πουν οι Ιουδαίοι, αν άκουγαν αυτά τα λόγια από τον Ιησού· δηλαδή «μαίνεται και τα έχει χαμένα αυτός, ο οποίος με κρατάει εδώ στην πηγή και το πηγάδι και δεν μου δίνει τίποτε παρά μόνον καυχάται με τα λόγια». Αντίθετα, κάνει υπομονή και παραμένει εκεί μέχρις ότου βρει εκείνο που ζητεί.
Εάν όμως η Σαμαρείτισσα γυναίκα δείχνει τόση προθυμία για να μάθει κάτι χρήσιμο και παραμένει πλησίον του Χριστού, αν και δεν Τον γνώριζε, ποια συγχώρεση θα έχουμε εμείς, οι οποίοι, αν και Τον γνωρίζουμε καλά και δεν είμαστε ούτε κοντά στο πηγάδι ούτε στην ερημιά, ούτε είναι μεσημέρι, ούτε μας καίει ο ήλιος, αλλά είναι πρωί και βρισκόμαστε κάτω από μία τόσο ωραία στέγη και απολαμβάνουμε τη σκιά και τη δροσιά, δεν έχουμε την υπομονή να ακούσουμε κάτι από τα λεγόμενα, αλλά μας κοιμίζει η αδιαφορία; Εκείνη όμως δε μοιάζει με μας, αλλά τόσο συνεπαίρνεται από τα λόγια του Ιησού, ώστε να προσκαλεί και άλλους. Οι Ιουδαίοι όχι μόνο δεν προσκαλούσαν άλλους, αλλά και εκείνους που ήθελαν να πλησιάσουν τον Ιησού, τους εμπόδιζαν και τους το απαγόρευαν. Γι’ αυτό και έλεγαν: «Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!(:Μήπως πίστεψε σε αυτόν κανείς απ’ τους άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή απ’ τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής πίστεως; Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)»[Ιω.7,48-49].
Ας μιμηθούμε λοιπόν τη Σαμαρείτιδα, ας διαλεχθούμε με τον Χριστό, διότι και σήμερα βρίσκεται ανάμεσά μας και μας ομιλεί με τους προφήτες και τους μαθητές Του. Ας Τον ακούσουμε και ας πιστέψουμε. Μέχρι πότε θα ζούμε άσκοπα και μάταια; Διότι όταν δεν πράττουμε ό,τι αρέσει στον Θεό, είναι σαν να ζούμε άσκοπα. Μάλλον όμως δεν ζούμε μόνο άσκοπα, αλλά ζούμε και για το κακό. Διότι όταν δαπανήσουμε τον καιρό που μας δόθηκε όχι όπως πρέπει, θα πεθάνουμε και θα υποστούμε την αυστηρότερη τιμωρία για την άσκοπη αυτή δαπάνη του χρόνου μας επάνω στη γη. Διότι δεν θα δώσει βέβαια λόγο στον πιστωτή του μόνο εκείνος που πήρε χρήματα για να εμπορευθεί και τα κατέφαγε, ενώ εκείνος που σπατάλησε μία τόσο επίγεια μακρά ζωή χωρίς να μεριμνά καθόλου για την αιώνια ζωή κοντά στον Δημιουργό του, θα μείνει ατιμώρητος.
Ο Θεός δεν μας έφερε στην παρούσα ζωή και δεν μας έδωσε ψυχή για να τα χρησιμοποιήσουμε μόνο στη γη, αλλά για να πράττουμε τα πάντα αποβλέποντας προς τη μέλλουσα ζωή. Διότι τα άλογα ζώα είναι χρήσιμα μόνο στον επίγειο βίο, ενώ εμείς για τον λόγο αυτό έχουμε αθάνατη ψυχή, ώστε να ετοιμάζουμε τα πάντα για την προετοιμασία εκείνης της ουράνιας ζωής. Πραγματικά, εάν μας ρωτήσει κάποιος για την αναγκαιότητα των αλόγων, των όνων και των βοδιών και των άλλων παρόμοιων οικιακών ζώων, δεν θα πούμε καμία άλλη ότι έχουν παρά ότι μας εξυπηρετούν στην παρούσα ζωή. Για εμάς όμως δεν είναι δυνατόν να πούμε το ίδιο, αλλά ότι η ανώτερη κατάσταση είναι η μετά την εδώ αποδημία μας και ότι πρέπει να πράττουμε τα πάντα, ώστε να λάμψουμε εκεί, ώστε να συμπεριληφθούμε στον χορό των αγγέλων και να στεκόμαστε συνεχώς πλησίον του Κυρίου στους απέραντους αιώνες. Διότι για τον λόγο αυτό πλάσθηκε αθάνατη η ψυχή και το σώμα θα καταστεί αθάνατο, για να απολαύσουμε τα ατελεύτητα αγαθά. Αν όμως παραμένεις προσκολλημένος στη γη, ενώ σου προσφέρονται οι ουρανοί, συλλογίσου πόσο μεγάλη προσβολή γίνεται σε Εκείνον που τα προσφέρει· διότι Εκείνος σου προτείνει τα ουράνια, ενώ εσύ δε δίνεις μεγάλη σημασία σε αυτά και τα ανταλλάσσεις με τη γη. Για τον λόγο αυτό και απείλησε με τη γέεννα, επειδή καταφρονούνταν, για να μάθεις από πόσα αγαθά αποστερείς τον εαυτό σου. Μακάρι όμως να μη συμβεί να γνωρίσουμε την κόλαση εκείνη, αλλά να φανούμε ευάρεστοι στον Χριστό και να αποκτήσουμε τα ουράνια αγαθά με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα και στο Άγιο Πνεύμα συγχρόνως στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ομιλία ΛΒ΄: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.4,13-20
«Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον(:Της αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς: ‘’Βεβαίως δεν εννοώ το νερό του πηγαδιού αυτού· διότι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα αναπηδά και θα τρέχει πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια)»[Ιω.4,13-14].
Τη χάρη του Αγίου Πνεύματος η Αγία Γραφή άλλοτε μεν την ονομάζει «πῦρ», και άλλοτε «ὕδωρ», επειδή θέλει να δείξει ότι τα ονόματα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν την ουσία, αλλά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος· διότι το Άγιο Πνεύμα δεν αποτελείται από διάφορες ουσίες, επειδή είναι αόρατο και μονοειδές. Το ένα όνομα το δίνει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όταν λέγει: «Αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί (:Αυτός θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και με το πυρ της χάριτος)»: «Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί(:Και είναι και δυνατό και εύκολο να καρποφορήσετε την αρετή. Διότι εγώ βέβαια σας βαπτίζω με νερό, για να εισέλθετε σε κατάσταση μετάνοιας. Εκείνος όμως που έρχεται ύστερα από μένα είναι δυνατότερος από μένα λόγω του αξιώματός του και της θείας Του φύσεως. Μπροστά του εγώ δεν είμαι άξιος ούτε σαν τελευταίος δούλος να κρατήσω τα υποδήματά Του. Αυτός λοιπόν θα σας βαπτίσει με Άγιο Πνεύμα και με την καθαρτική φωτιά της θείας χάριτος)»[Ματθ. 3,11], ενώ το άλλο το δίδει ο Χριστός: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν(: Από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής εκείνου που πιστεύει σε μένα, σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής, θα αναβλύζουν ποτάμια νερού που θα είναι πάντα τρεχούμενο. Κι έτσι θα ποτίζεται όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχονται σε σχέση με Αυτόν. Αυτά τα λόγια τα είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύμα, που θα αποκτούσαν μετά την Ανάληψή του στους ουρανούς όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν. Διότι πρωτύτερα είχαν βέβαια δοθεί χαρίσματα προφητικά και θαυματουργικά σε ανθρώπους δικαίους και προφήτες, αλλά η χάρις του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά τους ανθρώπους και τους μεταδίδει τη θεία και μακαρία ζωή δεν είχε δοθεί σε κανέναν. Και δεν είχε δοθεί η χάρις αυτή του Αγίου Πνεύματος, διότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί με το Πάθος Του και την Ανάληψή Του)»[Ιω.7,38-39] .
Έτσι συνομιλώντας με τη Σαμαρείτιδα ονομάζει το Άγιο Πνεύμα «ὕδωρ»: «Ὅς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα(:Εκείνος που θα πιει από το νερό, το οποίο εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει ποτέ)». Και αποκαλεί το Άγιο Πνεύμα έτσι, διότι με τη λέξη «πῦρ» υπαινίσσεται τη δύναμη και τη θερμότητα της χάριτος, ενώ με τη λέξη «ὕδωρ» θέλει να δείξει τον καθαρισμό που γίνεται από Αυτό και τη μεγάλη αναψυχή που παρέχει στις ψυχές που το δέχονται. Και δικαιολογημένα· διότι ως ένα παράδεισο στολισμένο με κάθε είδους καρποφόρα και αειθαλή δέντρα, έτσι κάνει την πρόθυμη ψυχή και δεν την αφήνει να αισθανθεί ούτε λύπη, ούτε σατανική επιβουλή, διότι κατασβήνει εύκολα όλα τα φλογισμένα βέλη του πονηρού.
Εσύ όμως πρόσεξε τη σοφία του Χριστού με πόσο ήρεμο τρόπο προκαλεί την προσοχή και ανυψώνει πνευματικά τη γυναίκα αυτή. Δεν της είπε δηλαδή από την αρχή: «Εάν γνώριζες ποιος είναι εκείνος που σου λέγει: ‘’ Δώσε μου να πιω’’», αλλά όταν αυτή του έδωσε αφορμή με το να Τον αποκαλέσει Ιουδαίο, και Τον κατηγόρησε έτσι επειδή οι Σαμαρείτες αντιπαθούσαν τους Ιουδαίους, τότε για να αποκρούσει την κατηγορία, της είπε αυτά. Αφού είπε λοιπόν «εάν γνώριζες ποιος είναι εκείνος που σου λέγει’’ δώσε μου να πιω’’» και την ανάγκασε με τις μεγάλες επαγγελίες να θυμηθεί τον πατριάρχη Ιακώβ, έδωσε έτσι στη γυναίκα τη δυνατότητα να δει καλύτερα.
Έπειτα, όταν εκείνη ανταπάντησε : «Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;(:Μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε😉»[Ιω.4,12], δεν της έδωσε την απάντηση: «Ναι, είμαι ανώτερος», διότι θα έδινε την εντύπωση ότι κομπάζει μόνο, αφού δεν υπήρχε η ανάλογη απόδειξη. Με όσα λέγει όμως αυτήν την απόδειξη προετοιμάζει.
Πραγματικά δεν της είπε απλώς: «Θα σου δώσω νερό», αλλά προηγουμένως εξάλειψε την ιδέα της γυναικός για τον Ιακώβ και ύστερα εξυψώνει το δικό Του ύδωρ, επιθυμώντας να αποδείξει τη διαφορά των προσώπων που πρόσφεραν από τη διαφορά εκείνων που προσφέρονταν και την υπεροχή Του έναντι του πατριάρχου. «Εάν θαυμάζεις», λέγει, «τον Ιακώβ, επειδή σου έδωσε αυτό το νερό, τι θα πεις εάν σου δώσω εγώ πολύ ανώτερο; Άλλωστε πρόφτασες και παραδέχτηκες ότι είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ όταν προέβαλες ως αντίρρηση και είπες ‘’Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από τον Ιακώβ;’’», επειδή σου υποσχέθηκα ότι θα σου δώσω καλύτερο νερό. Αν λοιπόν λάβεις αυτό το νερό, θα ομολογήσεις παντοιοτρόπως ότι εγώ είμαι ανώτερος.
Βλέπεις την ακέραιη και αμερόληπτη κρίση της γυναικός, η οποία από τα ίδια τα πράγματα και τα γεγονότα αποκρυσταλλώνει την άποψή της και για τον Πατριάρχη και για τον Χριστό; Οι Ιουδαίοι όμως δεν έκριναν με τον τρόπο αυτόν, αλλά και όταν έβλεπαν τον Ιησού να εκδιώκει τους δαίμονες από τους ανθρώπους, όχι μόνο δεν Τον παραδέχονταν ως ανώτερο από τον πατριάρχη αλλά Τον ονόμαζαν και δαιμονισμένο. Η γυναίκα όμως δεν σκέπτεται όπως αυτοί, αλλά από εκεί παίρνει την απόφαση, από όπου θέλει και ο Χριστός, δηλαδή από την απόδειξη των ίδιων των έργων· διότι και ο ίδιος ο Ιησούς με τον τρόπο αυτό δικάζει και κρίνει, όταν λέγει: «Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι· εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν αὐτῷ(:Εάν δεν κάνω τα υπερφυσικά έργα που μου ζητά ο Πατέρας μου και με βοηθά να τα εκτελώ, και ουσιαστικά αυτά είναι τα ίδια τα έργα του Πατέρα μου, μην πιστεύετε στη μαρτυρία του στόματός μου και στις δικές μου διαβεβαιώσεις. Εφόσον όμως ενεργώ τα έργα του Πατέρα μου, κι αν ακόμη δεν πιστεύετε σε ό,τι λέω εγώ, πιστέψτε τουλάχιστον στα έργα αυτά, για να μάθετε και να οδηγηθείτε απ’ αυτά στην τέλεια πίστη. Κι έτσι θα βεβαιωθείτε ότι μέσα μου είναι και μένει ο Πατέρας μου, κι εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα. Έχω δηλαδή ως Υιός και Λόγος του Θεού την ίδια φύση με τον Πατέρα, και είμαι άπειρος κι εγώ, ώστε να χωράει μέσα μου ο Πατέρας. Είμαστε αχώριστοι ο ένας από τον άλλο, διότι κι εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα μου)»[Ιω,10,37-38]. Έτσι και η γυναίκα οδηγείται προς την πίστη.
Γι’ αυτό και όταν άκουσε ο Ιησούς την ερώτησή της: «Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ;», άφησε τη συζήτηση για τον Ιακώβ και κάνει λόγο για το νερό και λέγει: «Καθένας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι» και έτσι κάνει τη σύγκριση στηριζόμενος όχι στην κατηγορία, αλά στην υπεροχή. Δεν λέει δηλαδή ότι το νερό αυτό δεν αξίζει, ούτε ότι είναι ευτελές και ασήμαντο, αλλά εκείνο επικαλείται, το οποίο και η φύση μαρτυρεί: «Καθένας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό, το οποίο θα του δώσω εγώ, δε θα διψάσει ποτέ στον αιώνα».
Άκουσε βέβαια προηγουμένως η γυναίκα για το «ὕδωρ τό ζῶν», όμως δεν αντιλήφθηκε τη σημασία του. Πραγματικά επειδή «ὕδωρ ζῶν» ονομάζεται και το νερό που τρέχει συνέχεια και εκείνο που αναβλύζει χωρίς καμία διακοπή και δεν στερεύουν καθόλου οι κρουνοί, νόμισε η γυναίκα ότι για το συγκεκριμένο νερό της έλεγε ο Ιησούς. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, για να καταστήσει περισσότερο σαφές το λεγόμενο, κάνει τη σύγκριση με βάση την υπεροχή και προσθέτει : «Εκείνος που θα πιει από το νερό, το οποίο θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα». Με τα λόγια αυτά, όπως είπα, αποδείκνυε την υπεροχή τη δική Του, αλλά και με όσα είπε στη συνέχεια· διότι το υλικό νερό δεν έχει τίποτε από αυτά που είπε. Και ποια είναι αυτά; «Θα μεταβληθεί μέσα σε όποιον το λάβει αυτό το νερό που θα του δώσει ο Ιησούς, σε μια εσωτερική πηγή ύδατος, που θα αναβλύζει και θα του παρέχει ζωή αιώνια». Όπως ακριβώς εκείνος που έχει μέσα του μια πηγή, δε θα διψάσει ποτέ, κατά όμοιο τρόπο και όποιος έχει το νερό αυτό του Ιησού.
Και η γυναίκα πίστεψε αμέσως, αποδειχθείσα πολύ πιο συνετή από τον Νικόδημο, και όχι μόνο πιο συνετή αλλά και πιο ανδρεία· διότι ο Νικόδημος, αν και άκουγε πολλές παρόμοιες διδασκαλίες, ούτε κάλεσε κανένα άλλο σε αυτές, ούτε ο ίδιος είχε το θάρρος να τις διακηρύξει, ενώ αυτή κάνει έργο αποστολικό και αναγγέλλει την ευχάριστη αγγελία προς όλους και προσκαλεί τους πάντες πλησίον του Ιησού και ακόμη προσελκύει τους κατοίκους μιας ολόκληρης πόλης προς Αυτόν. Και εκείνος μεν, όταν άκουσε τους λόγους του Κυρίου, έλεγε : «Ρώτησε τότε ο Νικόδημος: ‘’Πώς είναι δυνατό να γίνουν αυτά και να πραγματοποιηθεί αυτή η πνευματική ουράνια αναγέννηση;’’»[Ιω.3,9] και όταν ο Χριστός έφερε το σαφές παράδειγμα του ανέμου, δεν μπόρεσε ούτε και έτσι να καταλάβει τα λεγόμενα, η γυναίκα όμως δε συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο τρόπο.
Στην αρχή είχε μεν απορίες, έπειτα όμως δεν αποδέχθηκε υπό όρους τον λόγο, αλλά έλαβε σταθερή απόφαση και βιάζεται να λάβει αμέσως το νερό αυτό· διότι, όταν είπε ο Χριστός:«Ὅς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον(:Βεβαίως δεν εννοώ το νερό του πηγαδιού αυτού· διότι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα αναπηδά και θα τρέχει πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια)», η Σαμαρείτιδα Του απάντησε: «Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν(:Κύριε, δώσε μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην υποβάλλομαι σε τόσο κόπο να έρχομαι εδώ για να βγάζω νερό από το πηγάδι)»[Ιω.4,15].
Βλέπεις με ποιο τρόπο ολίγον κατ’ ολίγον ανάγεται στο ύψος των δογμάτων η Σαμαρείτιδα; Κατά πρώτον νόμισε ότι ο Ιησούς είναι κάποιος Ιουδαίος που παραβαίνει τον νόμο. Έπειτα, όταν ο Κύριος απέκρουσε την κατηγορία αυτή, διότι το πρόσωπο, το οποίο επρόκειτο να την κατηχήσει σε τόσο υψηλές αλήθειες, δεν έπρεπε να γεννά υποψίες, επειδή άκουσε «ὕδωρ ζῶν» νόμισε ότι ομιλεί για το υλικό νερό. Στη συνέχεια αντιλήφθηκε ότι γινόταν λόγος για πνευματικά πράγματα και πίστεψε ότι το νερό αυτό έχει τη δύναμη να αφαιρέσει την αδυναμία της δίψας, δεν γνώριζε όμως ακόμη τι ήταν αυτό, αλλά βρισκόταν σε απορία, έχοντας τη γνώμη ότι είναι ανώτερο από τα αισθητά, χωρίς να έχει σαφή γνώση του πράγματος.
Στο σημείο αυτό που είδε καθαρότερα, χωρίς όμως να αντιληφθεί τα πάντα(«Δώσε μου», λέγει, «το νερό αυτό, για να μη διψώ και για να μην έρχομαι εδώ και βγάζω νερό από το πηγάδι»),προτίμησε επί του παρόντος τον Κύριο από τον Ιακώβ. «Δεν χρειάζομαι βέβαια αυτό το πηγάδι, εάν θα πάρω από εσένα το νερό εκείνο». Προσέχεις ότι βάζει τον Κύριο σε ανώτερη μοίρα από τον Πατριάρχη; Αυτό είναι χαρακτηριστικό της ευσεβούς ψυχής. Έδειξε πόση μεγάλη πίστη είχε στον Ιακώβ. Γνώρισε τον ανώτερο και δεν την εμπόδισε η προηγούμενη της γνώμη.
Δεν ήταν εύπιστη η Σαμαρείτιδα (διότι δεν αποδέχτηκε αβασάνιστα και χωρίς κριτική επεξεργασία τα λόγια του Χριστού, αυτή που με τόση μεγάλη ακρίβεια τα εξέτασε), ούτε πάλι ήταν απειθής και εριστική. Και αυτό το απέδειξε από την παράκληση που έκανε. Βέβαια και στους Ιουδαίους είπε κάποτε ο Κύριος: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε(:Εγώ είμαι ο άρτος που μεταδίδω ζωή πραγματική. Τη μεταδίδω με τη μετάληψη του σώματος και του αίματος μου, αλλά και με τη διδασκαλία μου και τη χάρη του Πνεύματός μου. Όποιος έρχεται σε μένα με μετάνοια και πίστη δεν θα πεινάσει πνευματικά˙ και όποιος πιστεύει σε μένα δεν θα διψάσει πνευματικά ποτέ. Θα αποκτήσει νέες πνευματικές δυνάμεις, και θα βρει την ανάπαυση και την ικανοποίηση της καρδιάς και της ψυχής του)»[Ιω.6,35], αλλά όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά σκανδαλίστηκαν κιόλας. Η γυναίκα όμως δεν έπαθε κάτι παρόμοιο, αλλά παραμένει κοντά στον Ιησού και ζητεί το νερό αυτό. Στους Ιουδαίους λοιπόν έλεγε :«Εκείνος που πιστεύει σε εμένα, δεν θα διψάσει ποτέ», στη γυναίκα όμως δεν ομιλεί με τον ίδιο τρόπο, αλλά κάπως περισσότερο αισθητά : «Εκείνος που θα πιει από το νερό αυτό, δεν θα διψάσει». Οι λόγοι αυτοί ήταν επαγγελία πνευματικών πραγμάτων και όχι αισθητών.
Για τον λόγο αυτόν, αφού ανύψωσε τον νου της με τις υποσχέσεις, χρησιμοποιεί ακόμη ο Κύριος λέξεις με αισθητό περιεχόμενο, επειδή δεν μπορούσε ακόμη η γυναίκα να ξεχωρίσει την ακρίβεια των πνευματικών πραγμάτων· διότι εάν της έλεγε ότι, «εάν πιστέψεις σε Εμένα, δεν θα διψάσεις», δεν θα αντιλαμβανόταν το λεγόμενο, επειδή δεν γνώριζε ούτε Ποιος ήταν Αυτός που της μιλούσε, ούτε για ποιου είδους δίψα έλεγε. Γιατί όμως δεν έκανε το ίδιο και στους Ιουδαίους; Διότι εκείνοι είχαν δει πολλά θαύματα, ενώ αυτή δεν είδε κανένα θαύμα, παρά πρώτα άκουσε τα λόγια.
Για τους λόγους αυτούς που είπαμε λοιπόν παραπάνω αποκαλύπτει τη δύναμή Του ο Ιησούς με την προφητεία Του και δεν κάνει κατευθείαν τον έλεγχο, αλλά λέγει: «Ὓπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε(: Εφόσον το νερό αυτό δεν το θέλεις μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για εκείνους με τους οποίους συζείς, πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζί με αυτόν, ώστε και εκείνος να δεχθεί μαζί σου τη δωρεά αυτή)»[Ιω. 4,16]. Και εκείνη λέγει: «Οὐκ ἔχω ἄνδρα(:Δεν έχω άντρα)». Και λέγει προς αυτήν ο Ιησούς: «Καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας(:Διότι έχεις λάβει πέντε άνδρες, τον ένα ύστερα από τον άλλο. Και τώρα με αυτόν που ζεις, είσαι συνδεδεμένη κρυφά, και γι’ αυτό δεν είναι άνδρας σου. Αυτό το είπες αλήθεια)»[Ιω.4,18].
Απαντά προς Αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ(:Κύριε, καταλαβαίνω ότι εσύ είσαι προφήτης)». Ω, πόσο μεγάλη είναι η φιλοσοφία και η σύνεση της γυναικός… Με πόση πραότητα δέχεται τον έλεγχο! «Και πώς να μην τον δεχόταν;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Για ποιον λόγο; Πες μου, σε παρακαλώ, μήπως δεν έλεγξε πολλές φορές και τους Ιουδαίους και μάλιστα αυστηρότερα; Διότι δεν είναι το ίδιο να αποκαλύπτει κανείς τα απόκρυφα της ψυχής και της διανοίας και το να κάνει φανερό κάτι που γίνεται κρυφά. Διότι το πρώτο μεν είναι του Θεού μόνο και κανένας άλλος δεν γνωρίζει, παρά μόνον Εκείνος που τα έχει στην ψυχή και στη σκέψη Του, ενώ το δεύτερο το γνωρίζουν όλοι όσοι παίρνουν μέρος στη διάπραξή του.
Όταν όμως οι Ιουδαίοι ελέγχθηκαν από τον Ιησού δεν δέχτηκαν με πραότητα τον έλεγχο, αλλά όταν τους είπε: « Οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι;(: Εσείς όμως με θεωρείτε παραβάτη του νόμου και δεν δέχεσθε τη διδασκαλία μου. Αλλά πώς είναι δυνατόν να τη δεχθείτε, αφού απορρίπτετε και τη διδασκαλία του Μωυσή, τον οποίο τόσο πολύ τιμάτε; Δεν σας έχει δώσει το νόμο ο Μωυσής; Κι όμως κανείς από σας δεν τον τηρεί. Εάν τηρείτε τις εντολές του νόμου, τότε γιατί θέλετε να με σκοτώσετε αντίθετα με την έκτη εντολή;)» [Ιω.7,19], όχι μόνο δεν εκδηλώνουν θαυμασμό, όπως η γυναίκα, αλλά Τον λοιδορούν και Τον υβρίζουν. Και εκείνοι βέβαια και από άλλα θαύματα είχαν την απόδειξη της δυνάμεως του Ιησού, ενώ αυτή μόνο αυτό είχε ακούσει, και όμως όχι μόνο δεν θαύμασαν αλλά και Τον ύβρισαν λέγοντάς Του: «Δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι;(:Αποκρίθηκε ο πολύ λαός και Του είπε: ‘’Είσαι δαιμονισμένος, και το δαιμόνιο σου διατάραξε τα μυαλά και σου δημιουργεί μελαγχολία και μανία καταδιώξεως, ώστε να νομίζεις ότι κάποιοι θέλουν να σε σκοτώσουν. Ποιος θέλει να σε σκοτώσει;)»[Ιω.7,20].
Η γυναίκα όμως όχι μόνο δεν Τον υβρίζει, αλλά και θαυμάζει και δοκιμάζει κατάπληξη και Τον θεωρεί ως προφήτη· αν και ο έλεγχος αυτός προσέβαλε περισσότερο τη γυναίκα, παρά εκείνος τους Ιουδαίους. Διότι αυτός ο έλεγχος προς τη Σαμαρείτιδα αποκάλυψε προσωπικό αμάρτημα, ενώ εκείνος ένα κοινό για όλους τους. Και είναι γεγονός ότι δε θιγόμαστε τόσο για τα κοινά αμαρτήματα, όσο για τα προσωπικά. Και εκείνοι μεν θεωρούσαν ότι θα έκαναν κάποιο μεγάλο κατόρθωμα, εάν θα φόνευαν τον Ιησού, ενώ το αμάρτημα της γυναίκας εθεωρείτο από όλους ως κακό. Και όμως δεν στενοχωρήθηκε η γυναίκα, αλλά ένιωσε κατάπληξη και θαυμασμό.
Και στον Ναθαναήλ το ίδιο ακριβώς έκανε ο Ιησούς· διότι δεν προφήτευσε προηγουμένως, ούτε του είπε: «Ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε(:Σε είδα κάτω από τη συκιά)», αλλά όταν εκείνος Τον ρώτησε: «πόθεν με γινώσκεις;(:Από πού με ξέρεις; Και πώς γνωρίζεις την ειλικρίνεια των μυστικών μου σκέψεων και ελατηρίων;)»,τότε μονάχα του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε (:Πριν ακόμη σε φωνάξει ο Φίλιππος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά και προσευχόσουν μακριά από κάθε μάτι ανθρώπου, εγώ με το υπερφυσικό και θείο μου βλέμμα σε είδα)»[Ιω.1,49], τότε του πρόσθεσε την προφητεία. Ήθελε δηλαδή ο Ιησούς να παίρνει αφορμή και για τις προφητείες και για τα θαύματα από αυτούς που έρχονταν κοντά Του, ώστε και να δέχονται ευκολότερα αυτά που συνέβαιναν και ο Ίδιος να είναι απαλλαγμένος από την υποψία της κενοδοξίας. Το ίδιο λοιπόν κάνει και στην προκειμένη περίπτωση. Διότι το να ελέγξει προηγουμένως τη γυναίκα λέγοντάς της ότι δεν έχει άντρα, θα φαινόταν βαρύ και περιττό. Ενώ το γεγονός ότι πήρε αφορμή από την ίδια, διορθώνει όλα αυτά και φαίνεται πολύ φυσικό και καθιστά πραότερη τη γυναίκα.
Και ποια συνέπεια υπάρχει στη συζήτηση, θα μπορούσε να απορήσει κάποιος, με το να πει ο Ιησούς: «Πήγαινε και φώναξε τον άντρα σου»; Ο λόγος αναφερόταν στην πνευματική δωρεά και χάρη, που υπερέβαινε την ανθρώπινη φύση. Επέμενε η γυναίκα και ήθελε να λάβει τη δωρεά και ο Ιησούς της λέγει: «Φώναξε τον άντρα σου», δείχνοντάς της κατά κάποιον τρόπο ότι έπρεπε και αυτός να συμμετάσχει σε αυτά. Εκείνη λοιπόν βιάζεται να λάβει τη δωρεά και με την ιδέα ότι αποκρύπτει το αισχρό του πράγματος, επειδή νόμιζε ότι συζητεί με άνθρωπο, λέγει: «δεν έχω άντρα». Όταν άκουσε αυτό ο Ιησούς, τότε στην κατάλληλη στιγμή κάνει τον έλεγχο και εκθέτει και τα δύο με ακρίβεια. Δηλαδή και τους προηγούμενους άντρες αρίθμησε όλους και αυτόν που εκείνη την περίοδο είχε ως σύντροφο και τον έκρυβε, της τον αποκάλυψε.
Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα; Δεν στενοχωρήθηκε, ούτε Τον άφησε και έφυγε, ούτε εξέλαβε το πράγμα ως προσβολή, αλλά Τον θαυμάζει περισσότερο και επιμένει ακόμη. Διότι «Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ(:Κύριε, καταλαβαίνω ότι εσύ είσαι προφήτης)», λέγει. Και πρόσεξε τη σύνεσή της. Δεν κατέληξε αμέσως στο συμπέρασμα αυτό, αλλά ακόμη ερευνά και θαυμάζει· διότι το ρήμα «θεωρῶ» αυτήν την έννοια έχει· δηλαδή: «μου φαίνεται ότι είσαι προφήτης».
Έπειτα, όταν αποκρυστάλλωσε αυτήν τη γνώμη για τον Ιησού, δεν Τον ρωτά τίποτε το βιοτικό, ούτε για την υγεία του σώματος, ούτε για χρήματα, ούτε για πλούτο, αλλά αμέσως για τα δόγματα της πίστεως. Τι λέγει λοιπόν; «Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν(:Οι πατέρες μας λάτρευσαν τον Θεό σε τούτο εδώ το όρος, το Γαριζίν[εννοεί τον Αβραάμ, διότι σε εκείνο το όρος είχε πάει τον Ισαάκ για να τον θυσιάσει]. Εσείς όμως οι Ιουδαίοι λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύουμε τον Θεό)»[Ιω.4,20].
Είδες πώς ανυψώθηκε η διάνοιά της; Εκείνη που φρόντιζε να μην κουράζεται για τη δίψα, τώρα πλέον ρωτά και για τα δόγματα. Τι έκανε όμως ο Χριστός; Δεν έλυσε το ζήτημα (διότι δεν ήταν αυτό η κύρια φροντίδα Του, να απαντά δηλαδή απλώς σε ό,τι Του έλεγαν, αυτό ήταν κάτι που είχε δευτερεύουσα σημασία), αλλά οδηγεί τη γυναίκα πάλι σε μεγαλύτερο ύψος. Και δεν της ομιλεί προηγουμένως για αυτά, παρά όταν παραδέχτηκε αυτή ότι είναι προφήτης Εκείνος που συζητούσε μαζί της, ώστε να ακούσει πλέον τα όσα λέγονται με μεγάλη βεβαιότητα· διότι αυτή που πίστεψε στην προφητική ιδιότητα του Ιησού, δεν θα είχε πλέον στο μέλλον καμία αμφιβολία για εκείνα που θα λέγονταν στη συνέχεια.
Ας νιώσουμε ντροπή και ας κοκκινίσουμε εμείς λοιπόν από το αίσθημα αυτό: Μία γυναίκα, που είχε πέντε άντρες διαδοχικώς, που ήταν Σαμαρείτιδα, δείχνει τόσο ενδιαφέρον για τα δόγματα και ούτε η ώρα της ημέρας, ούτε το γεγονός ότι ήλθε εκεί για άλλο σκοπό, ούτε τίποτε άλλο την απέτρεψε από τη συζήτηση για τα θέματα αυτού του είδους. Εμείς, αντιθέτως, όχι μόνο δε συζητούμε για τα δόγματα, αλλά για τα πάντα κατεχόμαστε από αστόχαστη και άσκοπη διάθεση. Για τον λόγο αυτό έχουν παραμεληθεί τα πάντα. Διότι ποιος από εσάς, πες μου σε παρακαλώ, όταν πήγε στο σπίτι του, πήρε στα χέρια του ένα χριστιανικό βιβλίο και μελέτησε το περιεχόμενό του και ερεύνησε την Αγία Γραφή;
Κανένας δεν μπορεί να πει κάτι παρόμοιο, αλλά στους περισσότερους θα βρούμε πεσσούς και ζάρια και πουθενά βιβλία, παρά σε λίγους μονάχα. Αλλά και αυτοί είναι όμοιοι με εκείνους που δεν έχουν, διότι τα έδεσαν και τα έβαλαν διαπαντός μέσα σε κιβώτια κα όλο το ενδιαφέρον τους για αυτά περιορίζεται στη λεπτότητα των μεμβρανών και το κάλλος των γραμμάτων και όχι στην ανάγνωση αυτών. Διότι δεν τα απέκτησαν για ωφέλεια και κέρδος ψυχικό, αλλά φρόντισαν γι΄ αυτά για να κάνουν επίδειξη πλούτου και φιλοδοξίας, ω, πόση είναι η υπερβολή της κενοδοξίας… Πραγματικά δεν ακούω κανέναν να καυχάται ότι γνωρίζει το περιεχόμενο ενός βιβλίου, παρά ότι είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα. Και ποιο το κέρδος; Πες μου. Διότι οι άγιες Γραφές δεν μας δόθηκαν για τον λόγο αυτό, για να τις έχουμε δηλαδή ως βιβλία μόνο, αλλά για να τις γράψουμε μέσα στις καρδιές μας. Ο τρόπος βέβαια αυτός της κτήσεως αρμόζει στην ιουδαϊκή φιλοδοξία, να εναποθέτουν τις εντολές μόνο στα γράμματα. Σε εμάς όμως ο νόμος δε δόθηκε έτσι από την αρχή, αλλά στις σάρκινες πλάκες της καρδιάς μας.
Και αυτά δεν τα λέω για να εμποδίσω την απόκτηση των βιβλίων, αλλά αντίθετα το συμβουλεύω αυτό και ολοψύχως το εύχομαι. Επιθυμώ όμως από εκείνα να έχουμε συνεχώς στη διάνοιά μας και τα γράμματα και τα νοήματα, ώστε να γίνεται καθαρή, δεχόμενη τις ιδέες των όσων γράφονται. Διότι εάν δεν θα τολμήσει ο διάβολος να πλησιάσει σε ένα σπίτι, μέσα στο οποίο υπάρχει το Ευαγγέλιο, πολύ περισσότερο δεν θα εγγίσει ούτε θα κυριεύσει ο δαίμων ή η αμαρτία την ψυχή εκείνη, η οποία περικλείει τα νοήματα αυτού του είδους. Αγίασε λοιπόν την ψυχή σου, αγίασε το σώμα σου, έχοντας πάντα αυτά στην καρδιά και τη γλώσσα σου· διότι εάν η αισχρολογία καταρρυπαίνει και προσκαλεί τους δαίμονες, είναι φανερό ότι η πνευματική ανάγνωση αγιάζει και προσελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τα γράμματα αυτά είναι θεία άσματα. Ας τα ψάλλουμε λοιπόν στους εαυτούς μας και με αυτά ας κατασκευάζουμε τα φάρμακα για τα πάθη της ψυχής μας. Αν γνωρίσουμε καλά την αξία αυτών που διαβάζουμε, θα τα ακούσουμε με μεγάλη προθυμία.
Αυτά τα λέγω πάντοτε και δεν θα πάψω να τα λέγω. Διότι πώς δεν είναι άτοπο οι μεν άνθρωποι της αγοράς να λέγουν τα ονόματα, τα γένη, τις πόλεις και τους τρόπους της ενέργειας των ηνιόχων και των χορευτών και να εξαγγέλλουν με ακρίβεια τα καλά και τα κακά γνωρίσματα και αυτών ακόμα των ίππων, ενώ όσοι έρχονται εδώ να μην εννοούν τίποτε από όσα γίνονται, αλλά να αγνοούν και αυτόν τον αριθμό των βιβλίων της Αγίας Γραφής; Εάν βέβαια επιδιώκεις εκείνα για χάρη της ηδονής, θα σου αποδείξω ότι εδώ υπάρχει σε μεγαλύτερο ποσοστό αυτή. Διότι, πες μου, σε παρακαλώ, τι είναι περισσότερο ευχάριστο, τι πιο θαυμαστό, να δεις άνθρωπο να παλεύει με άνθρωπο ή άνθρωπο να αγωνίζεται προς τον διάβολο και σώμα να συμπλέκεται με δύναμη ασώματη και να νικά; Σε αυτού του είδους την πάλη ας γινόμαστε θεατές( διότι αυτήν είναι ευπρεπές και ωφέλιμο να μιμούμαστε και μιμούμενοι υπάρχει η δυνατότητα να στεφανωθούμε ως νικητές) και όχι σε εκείνους τους αγώνες, η μίμηση των οποίων φέρει ντροπή στον μιμούμενο. Διότι εκείνην την πάλη την παρακολουθείς μαζί με τους δαίμονες, εάν βέβαια την παρακολουθείς, ενώ αυτήν μαζί με τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. Διότι πες μου: Εάν είχες τη δυνατότητα να κάθεσαι και να απολαμβάνεις ένα θέαμα μαζί με τους άρχοντες ή τους βασιλείς, δεν θα το θεωρούσες αυτό μεγάλη τιμή; Εδώ όμως που παρακολουθείς μαζί με τον Βασιλέα των αγγέλων και βλέπεις τον διάβολο να κατέχεται από το μέσο των νώτων και παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει για να νικήσει, να μην κατορθώνει τίποτε, δεν τρέχεις στο θέαμα αυτό;
«Και πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό;» θα ρωτούσε κάποιος. Αν έχεις το βιβλίο της Αγίας Γραφής στα χέρια σου· διότι μέσα σε αυτό θα δεις και τα σκάμματα και τους μακρούς αγωνιστικούς διαδρόμους και τις λαβές εκείνου και του δικαίου την τέχνη. Όταν βλέπεις αυτά, θα μάθεις και εσύ να παλεύεις με τον ίδιο τρόπο και θα απαλλαγείς από τους δαίμονες· διότι τα όσα τελούνται εκτός της Εκκλησίας είναι πανηγύρεις δαιμόνων και όχι θέατρα ανθρώπων. Αφού δεν επιτρέπεται να εισέλθεις στο ναό των ειδώλων, πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται σε εορτή σατανική να συχνάζεις.
Αυτά τα λέγω και δεν θα παύσω να σας ενοχλώ, μέχρις ότου να δω την επιστροφή σας. Διότι το να σας λέγω αυτά σε εμένα μεν δεν προκαλεί οκνηρία, σε εσάς όμως είναι ασφαλές. Μην ενοχλείσθε από την παραίνεση. Εάν έπρεπε κάποιος να ενοχλείται, αυτός είμαι εγώ, ο οποίος τα λέγω πολλές φορές και δεν με ακούτε, και όχι εσείς, που συνεχώς τα ακούτε και πάντοτε τα παρακούτε.
Μακάρι όμως να μη συμβεί να κατηγορείστε για πάντα εξαιτίας αυτών των κακών συνηθειών σας, αλλά να απαλλαγείτε από την αισχύνη αυτή και να καταξιωθούμε να απολαύσουμε την πνευματική θεωρία και τη μέλλουσα δόξα, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα και στο Άγιο Πνεύμα συγχρόνως στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ομιλία ΛΓ΄: Υπομνηματισμός των χωρίων Ιω. 4,21-27
«Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί· ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν(:Της λέει ο Ιησούς: ‘’Πίστεψέ με, γυναίκα, ότι γρήγορα έρχεται ο καιρός που ούτε σε αυτό το βουνό το Γαριζίν μόνο, ούτε στα Ιεροσόλυμα αποκλειστικά θα λατρεύσετε τον ουράνιο Πατέρα. Εσείς οι Σαμαρείτες απορρίψατε τα βιβλία των προφητών και προσκυνάτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή και πλήρη γνώση. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη μάλιστα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο, προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αυτούς διάλεξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί Τον γνώρισαν και Τον λάτρευσαν τελειότερα από κάθε άλλον λαό)»[Ιω.4,21-22].
Σε κάθε περίπτωση, αγαπητοί μου, χρειαζόμαστε την πίστη, τη μητέρα των αγαθών και το φάρμακο της σωτηρίας. Χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί κανένα από τα μεγάλα δόγματα. Όσοι επιχειρούν να τα κατανοήσουν χωρίς πίστη, μοιάζουν με εκείνους οι οποίοι επιχειρούν να διαπλεύσουν ένα πέλαγος χωρίς πλοίο. Αυτοί για λίγο χρονικό διάστημα μπορούν να κολυμπούν χρησιμοποιώντας συγχρόνως χέρια και πόδια· όταν όμως προχωρήσουν περισσότερο, γρήγορα καταποντίζονται από τα κύματα. Κατά όμοιο τρόπο, και όσοι στηρίζονται στη δική τους νοητική δύναμη και τους δικούς τους συλλογισμούς, προτού να μάθουν κάτι, υφίστανται ναυάγιο.
Όπως και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Ταύτην τὴν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατὰ τὰς προαγούσας ἐπὶ σὲ προφητείας, ἵνα στρατεύῃ ἐν αὐταῖς τὴν καλὴν στρατείαν, ἔχων πίστιν καὶ ἀγαθὴν συνείδησιν, ἥν τινες ἀπωσάμενοι περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν(:Αυτήν την εντολή σού εμπιστεύομαι και σου αναθέτω να φυλάξεις ακριβώς παιδί μου Τιμόθεε, σύμφωνα με τις προφητείες που λέχθηκαν για σένα και με οδήγησαν να σε εκλέξω συνεργάτη μου. Σου παραγγέλλω δηλαδή τώρα παρακινημένος από τις προφητείες αυτές να στρατεύεσαι την καλή στρατεία, γεμάτος με πίστη και συνείδηση που να δίνει αγαθή μαρτυρία και να είναι ελεύθερη από κάθε τύψη. Μερικοί απώθησαν και κατέπνιξαν τις τύψεις και τις διαμαρτυρίες της συνειδήσεώς τους, και γι’ αυτό κατέληξαν σε ναυάγιο της πίστεώς τους)»[Α΄ Τιμοθ. 1,18-19].
Για να μην πάθουμε και εμείς το ίδιο, ας κρατούμε καλά την ιερή άγκυρα, δια της οποίας ο Χριστός προσελκύει τώρα και τη Σαμαρείτιδα. Διότι όταν εκείνη είπε: «Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν(:Οι πατέρες μας προσκύνησαν και λάτρευσαν τον Θεό στο όρος αυτό το Γαριζίν, ενώ εσείς οι Ιουδαίοι λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος που πρέπει να λατρεύομε τον Θεό. Εσύ λοιπόν ως προφήτης τι λες γι’ αυτό;)»[Ιω.4,20], ο Χριστός τής απάντησε: «Γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί (:Πίστεψέ με, γυναίκα, ότι έρχεται πολύ σύντομα καιρός, που ούτε στο όρος τούτο ούτε στα Ιεροσόλυμα μόνο θα λατρέψετε τον ουράνιο Πατέρα)»[Ιω.4,21]. Πολύ μεγάλο δόγμα τής αποκάλυψε, πράγμα που δεν είπε ούτε στον Νικόδημο, ούτε στον Ναθαναήλ.
Αυτή λοιπόν προσπαθούσε να αποδείξει ότι η δική της λατρεία ήταν ανώτερη από αυτήν των Ιουδαίων και στήριζε την άποψή της στο κύρος των πατέρων, αλλά ο Χριστός δεν έδωσε απάντηση στην ερώτηση αυτήν. Διότι ήταν περιττό τη στιγμή αυτήν να αναλύσει και να εξηγήσει, για ποιο λόγο οι πατέρες λάτρευαν τον Θεό στο όρος Γαριζίν και για ποιο λόγο οι Ιουδαίοι Τον λάτρευαν στα Ιεροσόλυμα. Για τον λόγο αυτό και το αποσιώπησε. Με την κατάργηση όμως των πρωτείων και των δύο τύπων της λατρείας, εξυψώνει την ψυχή της και της αποδεικνύει ότι ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι Σαμαρείτες έχουν να προσφέρουν κάτι το σπουδαίο για το μέλλον και τότε παρουσιάζει τη διαφορά.
Ωστόσο και έτσι έδειξε ανώτερους τους Ιουδαίους, όχι επειδή προτιμούσε τον έναν τόπο αντί για τον άλλο, αλλά έδωσε το προβάδισμα σε αυτούς από το περιεχόμενο της πίστεως, σαν να έλεγε δηλαδή: «Οι Ιουδαίοι μόνο κατά τον τρόπο υπερέχουν των Σαμαρειτών, διότι «ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν(:εσείς οι Σαμαρείτες απορρίψατε τα βιβλία των προφητών και προσκυνάτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή και πλήρη γνώση. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη μάλιστα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αυτούς διάλεξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί Τον γνώρισαν και Τον λάτρευσαν τελειότερα από κάθε άλλον λαό)»[Ιω.4,22].
Πώς όμως δε γνώριζαν οι Σαμαρείτες εκείνο που προσκυνούσαν; Διότι νόμιζαν ότι ο Θεός μπορεί να οριστεί σε έναν τόπο και να μεριστεί. Με την ιδέα αυτή Τον λάτρευαν και το ίδιο έλεγαν στους Πέρσες, όταν έστειλαν αγγελία με απεσταλμένους προς αυτούς, ότι δηλαδή «ο Θεός του τόπου τούτου αγανακτεί εναντίον σας»[πρβλ. Δ΄Βασιλ. 17,26: «Καὶ εἶπαν τῷ βασιλεῖ Ἀσσυρίων λέγοντες· τὰ ἔθνη, ἃ ἀπῴκισας καὶ ἀντεκάθισας ἐν πόλεσι Σαμαρείας, οὐκ ἔγνωσαν τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ τῆς γῆς, καὶ ἀπέστειλεν εἰς αὐτοὺς τοὺς λέοντας, καὶ ἰδού εἰσι θανατοῦντες αὐτούς, καθότι οὐκ οἴδασι τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ τῆς γῆς(:Τότε προσήλθαν μερικοί στον βασιλέα των Ασσυρίων και του είπαν: ‘’Οι λαοί, τους οποίους εσύ μετέφερες και εγκατέστησες αντί των Σαμαρειτών στις πόλεις της Σαμαρείας, δεν φρόντισαν να μάθουν το θέλημα του Θεού της χώρας αυτής. Για τον λόγο αυτό ο Θεός έστειλε εναντίον τους τα λιοντάρια· και ιδού, ότι οι λέοντες τούς κατασπαράσσουν, διότι δεν φρόντισαν οι άνθρωποι αυτοί να μάθουν και να τηρήσουν το θέλημα του Θεού της χώρας αυτής)», χωρίς να σκέπτονται τίποτε περισσότερο για Αυτόν από ό,τι φαντάζονταν για τα είδωλα. Γι’ αυτό ακριβώς και συνέχιζαν να λατρεύουν και τους δαίμονες και τον Θεό, αναμειγνύοντας τα άμεικτα. Οι Ιουδαίοι όμως ήσαν απαλλαγμένοι από την αντίληψη αυτή και γνώριζαν, έστω και όχι όλοι, ότι ήταν Θεός ολόκληρης της οικουμένης. Για τον λόγο αυτό λέγει ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα : «Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν(: Εσείς προσκυνείτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή γνώση, ενώ εμείς προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε καλά)».
Να μην παραξενεύεσαι, βέβαια, επειδή συγκαταριθμεί τον εαυτό Του μεταξύ των Ιουδαίων, διότι ομιλεί ως προφήτης των Ιουδαίων σύμφωνα με την ιδέα που είχε η γυναίκα. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί και το ρήμα «προσκυνοῦμεν »· διότι το ότι ο Ιησούς ανήκει στους προσκυνούμενους και όχι σε αυτούς που προσκυνούν είναι, νομίζω, φανερό στον καθένα. Πραγματικά η προσκύνηση είναι γνώρισμα της δημιουργίας και των κτισμάτων, ενώ το να προσκυνείται από τους άλλους είναι χαρακτηριστικό του Κυρίου της δημιουργίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, ομιλεί ως Ιουδαίος· διότι το «εμείς» εδώ σημαίνει, «εμείς οι Ιουδαίοι».
Με το να εξάρει λοιπόν την ιουδαϊκή θέση, πάλι καθιστά αξιόπιστο τον εαυτό Του και την πείθει να προσέχει περισσότερο σε όσα λέγονται από Αυτόν, αφού απαλλάσσει τον λόγο Του από την υποψία και αποδεικνύει ότι δεν επαινεί την πίστη των Ιουδαίων, επειδή ήταν ομόφυλοί Του. Πραγματικά Αυτός που είπε τόσα για τον τόπο της λατρείας, για τον οποίο προπάντων πίστευαν ότι είναι ανώτεροι όλων οι Ιουδαίοι, και έτσι κατέρριψε το καύχημά τους, είναι φανερό ότι δεν μιλούσε για να χαριστεί σε κάποιον, αλλά τα λεγόμενά του τα διέκρινε η αλήθεια και η προφητική δύναμη. Από τους συλλογισμούς αυτού του είδους[ότι δηλαδή χαρίζεται προς τους Ιουδαίους λόγω συγγενείας] την απομάκρυνε προ ολίγου, όταν της είπε: «Πίστεψέ με, γυναίκα» και πρόσθεσε «ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν(:Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη μάλιστα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αυτούς διάλεξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί Τον γνώρισαν και Τον λάτρευσαν τελειότερα από κάθε άλλον λαό)»[Ιω.4,22].
Τα όσα λέγει έχουν την ακόλουθη σημασία: Ή ότι «τα αγαθά για την οικουμένη προήλθαν από τους Ιουδαίους»–διότι η γνώση του Θεού και η καταδίκη των ειδώλων από αυτούς άρχισε και όλα τα άλλα δόγματα και αυτή ακόμη η δική σας λατρεία, των Σαμαρειτών, έστω και αν δεν είναι ορθή, από τους Ιουδαίους ξεκίνησε βέβαια». «Σωτηρίαν» λοιπόν ή τα παραπάνω ή τη δική Του παρουσία στη γη ονομάζει, μάλλον όμως δεν θα πέσει έξω κανένας, εάν και τα δύο αυτά τα ονομάσει «σωτηρίαν», για την οποία είπε ότι προήλθε από τους Ιουδαίους.
Το ίδιο υπαινισσόταν και ο απόστολος Παύλος, όταν έλεγε: «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν (:Και θα ευχόμουν εγώ, που τίποτε δεν θα μπορούσε να με χωρίσει από τον Χριστό, να χωριστώ από Αυτόν για πάντα εάν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό, για χάρη των αδελφών μου Ιουδαίων, οι οποίοι είναι συγγενείς μου από σαρκική καταγωγή. Και λυπάμαι επειδή αποξενώθηκαν από τη σωτηρία που μας έφερε ο Μεσσίας αυτοί που είναι απόγονοι του Ιακώβ, ο οποίος έλαβε από τον Θεό το τιμητικό όνομα Ισραήλ· αυτοί που τους υιοθέτησε ο Θεός και εμφανίστηκε μπροστά τους ένδοξα και τους έδωσε την Παλαιά Διαθήκη, την οποία επανειλημμένα ανανέωσε· τους έδωσε μάλιστα και την νομοθεσία και τη λατρεία και τις υποσχέσεις. Χωρίστηκαν από τον Μεσσία αυτοί που έχουν ως κληρονομιά, τους μακαριστούς πατέρες, και από τους οποίους κατάγεται ο Χριστός ως προς την ανθρώπινη φύση Του, ο οποίος είναι Θεός εξουσιαστής όλων, άξιος να υμνείται στους αιώνες.Αμήν)»[Ρωμ.9,3-5]. Βλέπεις πώς στηρίζει και εξαίρει την Παλαιά Διαθήκη και αποδεικνύει ότι αυτή είναι η ρίζα των αγαθών; Επίσης με όλα αυτά καταφαίνεται ότι δεν είναι εξ ολοκλήρου αντίθετος προς τον νόμο, εφόσον θεωρεί ότι στους Ιουδαίους υπάρχει η αιτία όλων των αγαθών.
« Ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν(:Πολύ σύντομα όμως έρχεται ώρα, και μπορώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγματικοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν και θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά˙ δηλαδή με θεοφώτιστες τις πνευματικές δυνάμεις και με λατρεία όχι τυπική και σκιώδη, αλλά πραγματική και εμπνευσμένη από πλήρη επίγνωση της αλήθειας· διότι και ο Πατήρ ζητά επίμονα τέτοιοι αληθινοί και πραγματικοί προσκυνητές να είναι εκείνοι που τον λατρεύουν)» [Ιω.4,23].
«Υπερτερούν βέβαια οι Ιουδαίοι, από εσάς, γυναίκα», λέγει, «κατά τον τρόπο της λατρείας, αλλά και αυτή η λατρεία θα τελειώσει πλέον· διότι δεν θα αλλάξουν μόνο οι τόποι της λατρείας του Θεού, αλλά και οι τρόποι· και η αλλαγή αυτή είναι πολύ κοντά μας. Έρχεται ώρα, και μάλιστα η ώρα αυτή ήλθε τώρα». Επειδή οι προφήτες προέλεγαν τα όσα κήρυτταν προ πολλών ετών, για να αφαιρέσει την ιδέα αυτή, είπε «και μάλιστα η ώρα αυτή ήλθε τώρα». «Να μη νομίσεις», λέγει, «ότι η προφητεία αυτή μοιάζει προς τις άλλες και ότι κατά συνέπεια θα πραγματοποιηθεί ύστερα από πολύ χρόνο. Τα γεγονότα έφθασαν πλέον και είναι κοντά μας η ώρα, κατά την οποία ο οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα ‘’ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ’’». Λέγοντας: «ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ» απέκλεισε ταυτόχρονα και τους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους· διότι αν και οι Ιουδαίοι υπερείχαν των Σαμαρειτών εκείνη τη στιγμή, εντούτοις θα υστερούσαν πολύ εν συγκρίσει προς τα μελλοντικά και μάλιστα θα υστερούσαν τόσο, όσο ο τύπος υστερεί από την αλήθεια.
«Καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν(:Πολύ σύντομα όμως έρχεται ώρα, και μπορώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγματικοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν και θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά˙ δηλαδή με θεοφώτιστες τις πνευματικές δυνάμεις και με λατρεία όχι τυπική και σκιώδη, αλλά πραγματική και εμπνευσμένη από πλήρη επίγνωση της αλήθειας. Διότι και ο Πατήρ ζητά επίμονα τέτοιοι αληθινοί και πραγματικοί προσκυνητές να είναι εκείνοι που Τον λατρεύουν)»[Ιω.4,23].Κατά συνέπεια, εάν έτσι ήθελε αυτούς που θα Τον προσκυνούσαν ο Θεός, επέτρεψε σε εκείνους αυτόν τον τρόπο της λατρείας, όχι επειδή αυτή ήταν η θέλησή Του, αλλά από συγκατάβαση και με σκοπό να τους προσελκύσει και αυτούς στην πραγματική λατρεία.
Ποιοι είναι όμως οι αληθινοί προσκυνητές; Όσοι δεν περιορίζουν τη λατρεία σε ορισμένο τόπο και προσκυνούν τον Θεό ἐν πνεύματι. Καθώς λέγει και ο απόστολος Παύλος: «Μάρτυς γὰρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὡς ἀδιαλείπτως μνείαν ὑμῶν ποιοῦμαι(:Μάρτυράς μου είναι ο Θεός, τον Οποίο λατρεύω από τα βάθη της ψυχής μου με τις ανώτερες πνευματικές μου δυνάμεις, υπηρετώντας και κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Υιού Του, ότι συνεχώς και αδιακόπως σας θυμούμαι, χωρίς να παραλείπω αυτό ποτέ)»[Ρωμ.1,9]. Και σε άλλο πάλι σημείο : «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν(: Αφού τόση αγαθότητα μάς δείχνει ο Θεός, οφείλουμε και εμείς να δείξουμε διαγωγή αντάξια με τις δωρεές Του. Σας προτρέπω λοιπόν, αδελφοί, στο όνομα της ευσπλαχνίας κα των οικτιρμών που μας έδειξε ο Θεός, να προσφέρετε τα σώματά σας ως θυσιαστήριο και θυσία ζωντανή, αγία, ευάρεστη στον Θεό, χρησιμοποιώντας τα μέλη σας ως όργανα αποκλειστικά και μόνο αγίων πράξεων και ποτέ ως όργανα αμαρτίας. Αυτή η θυσία είναι και η μόνη κατάλληλη και καθαρά πνευματική λατρεία, αυτή που γίνεται με τις λογικές δυνάμεις του ανθρώπου)»[Ρωμ.12,1].
Όταν επίσης λέγει ο Κύριος «πνεῦμα ὁ Θεός(:Ο Θεός είναι πνεύμα, γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σε τόπους. Και εκείνοι που Τον λατρεύουν, πρέπει να Τον προσκυνούν με τις εσωτερικές τους πνευματικές δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που του αρμόζει)»[Ιω.4,24] δεν φανερώνει τίποτε άλλο, παρά την ασώματη φύση Του. Πρέπει λοιπόν η λατρεία του Ασωμάτου να είναι ανάλογη και να προσφέρεται με το ασώματο στοιχείο που υπάρχει μέσα μας, δηλαδή με την ψυχή και με την καθαρότητα του νου. Για τον λόγο αυτόν, λέει: «Και εκείνοι που Τον προσκυνούν, πρέπει να Τον προσκυνούν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Επειδή και οι Σαμαρείτες και οι Ιουδαίοι παραμελούσαν την ψυχή και φρόντιζαν κυρίως το σώμα, καθαρίζοντάς το με πολλούς τρόπους, τονίζει ο Κύριος ότι ο Ασώματος Θεός δεν λατρεύεται με την καθαρότητα του σώματος, αλλά με την καθαρότητα εκείνου που μέσα μας είναι ασώματο, δηλαδή του νου.
Συνεπώς μη θυσιάζεις πρόβατα και μοσχάρια, αλλά ανάθεσε τον εαυτό σου με εμπιστοσύνη στον Θεό και γίνε ολοκαύτωμα. Αυτό σημαίνει το να «καταστήσετε και να παρουσιάσετε σαν άλλοι ιερείς με θυσιαστήριο, τον εαυτό σας τα σώματά σας, θυσία ζωντανή, αγία, ευάρεστη στον Θεό». Πρέπει βέβαια να Τον προσκυνούμε «ἐν ἀληθείᾳ», διότι η προηγούμενη λατρεία ήταν τύπος, όπως για παράδειγμα είναι η περιτομή, τα ολοκαυτώματα, τα σφάγια, τα θυμιάματα. Τώρα όμως δεν είναι τα ίδια πλέον, αλλά τα πάντα είναι αλήθεια. Πραγματικά, δεν είναι ανάγκη να περικόπτουμε με την περιτομή τη σάρκα, αλλά τους πονηρούς διαλογισμούς και να σταυρώνουμε τον εαυτό μας και να αφανίζουμε και να κατανεκρώνουμε τις άλογες επιθυμίες.
Η γυναίκα ένιωσε ίλιγγο μπροστά σε όσα ειπώθηκαν σε αυτήν και αισθάνθηκε αδυναμία από το ύψος των λόγων αυτών και βρισκόμενη σε αμηχανία, άκουσε τι λέγει: «Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα(:Του λέει η γυναίκα: Γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, όνομα που μεταφράζεται με τη λέξη Χριστός. Όταν έλθει εκείνος, θα μας τα διδάξει όλα)»[Ιω.4,25].
Και πώς είχαν οι Σαμαρείτες την προσδοκία του Μεσσία, αφού δέχονταν μόνο τα βιβλία του Μωυσή; Από τα ίδια τα συγγράμματα του Μωυσή· διότι ο Μωυσής στην αρχή του έργου του, στη «Γένεση», αποκάλυψε τον Υιό. Πραγματικά, το «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν(:στη συνέχεια ο Θεός είπε: ’’ας δημιουργήσουμε τώρα τον άνθρωπο, σύμφωνα με τη δική μας εικόνα, και να έχει τη δυνατότητα να ομοιάσει με εμάς)»[Γέν.1,26] προς τον Υιό ελέχθη. Και με τον φιλόξενο Αβραάμ στη σκηνή ο Υιός ήταν που μιλούσε [βλ. Γέν. 18,1 κ.ε.]. Επίσης και ο Ιακώβ έλεγε, προφητεύοντας γι’ Αυτόν: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν(:Δεν θα λείψει άρχοντας από τη φυλή Ιούδα και αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του οποίου απόκεινται οι εξουσίες. Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)» [Γεν.49,10]. Αλλά και ο ίδιος ο Μωυσής λέγει: «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε(:Κύριος ο Θεός σου θα αναδείξει ανάμεσα από τους αδελφούς σου Ισραηλίτες έναν προφήτη σαν εμένα· σε Αυτόν πλέον θα υπακούετε)»[Δευτ. 18,15].Επίσης και το περιστατικό με τον χάλκινο όφι, με τη ράβδο του Μωυσή, τον Ισαάκ και το πρόβατο και πολλά άλλα γεγονότα μπορούμε να επιλέξουμε (από την Πεντάτευχο), τα οποία διακηρύσσουν την παρουσία του Ιησού.
«Και για ποιον λόγο», θα ρωτούσε ίσως κάποιος, «δεν καθοδήγησε και τη Σαμαρείτιδα με βάση τα παραπάνω ο Χριστός, ενώ στον Νικόδημο ανέφερε στη συζήτηση τον όφι;»[ βλ. Ιω.3,14: «Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(:Άκουσε τώρα και μιαν άλλη άγνωστη και ψυχοσωτήρια αλήθεια, που θα σου αποκαλύψω: Όπως κάποτε ο Μωυσής στην έρημο κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται με αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να κρεμαστεί ψηλά πάνω στον σταυρό ο Υιός του ανθρώπου και να προσλάβει έτσι το ομοίωμα της αμαρτίας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγματική σχέση με αυτή)»] και στον Ναθαναήλ υπενθύμισε τις προφητείες[Ιω. 1,46: «Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ(:Βρίσκει στο μεταξύ ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέει: ‘’Εκείνον για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής στο νόμο και προανήγγειλαν οι προφήτες, τον βρήκαμε. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατάγεται από τη Ναζαρέτ’’)»], σε αυτήν όμως δεν είπε τίποτε παρόμοιο;
Για ποιο λόγο λοιπόν και προς ποιο σκοπό; Διότι εκείνοι μεν ήσαν άντρες και ασχολούνταν με θέματα αυτά και με τις Γραφές, ενώ αυτή ήταν γυναίκα πτωχή και αμαθής και δεν είχε καμία γνώση των Γραφών. Για αυτόν τον λόγο και ο Κύριος δεν ομιλεί σε αυτή με βάση την Αγία Γραφή, αλλά την προσελκύει με όσα της είπε για το νερό και με την προφητεία. Με αυτά την κάνει να θυμηθεί τον Χριστό και τότε πλέον αποκαλύπτει τον εαυτό Του. Εάν αυτό όμως το έκανε από την αρχή, χωρίς να το ζητήσει η γυναίκα, θα της έδινε την εντύπωση ότι φλυαρεί και λέγει ανόητα πράγματα. Τώρα όμως, αφού ολίγον κατ’ ολίγον την οδήγησε να ενθυμηθεί τον Χριστό και τότε πλέον αποκαλύπτει τον εαυτό Του. Εάν αυτό όμως το έκανε από την αρχή, χωρίς να το ζητήσει η γυναίκα, θα της έδινε την εντύπωση ότι φλυαρεί και λέγει ανόητα πράγματα. Τώρα όμως, αφού λίγο κατ’ ολίγον την οδήγησε να ενθυμηθεί τον Μεσσία, αποκάλυψε τον εαυτό Του στην κατάλληλη στιγμή.
Και στους Ιουδαίους μεν, οι οποίοι συνεχώς Του έλεγαν: «Ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παῤῥησίᾳ(:Ως πότε θα μας κρατάς σε αγωνία και θα βάζεις σε μεγάλη απορία τις ψυχές μας; Εάν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας καθαρά)» [Ιω. 10,24], δεν έδωσε σαφή απάντηση, σε αυτήν όμως φανερά είπε ότι είναι Αυτός. Διότι η διάθεση της γυναίκας ήταν περισσότερο ευσεβής από τη διάθεση των Ιουδαίων. Εκείνοι δεν ζητούσαν για να μάθουν, αλλά για να Τον διακωμωδούν και να Τον διασύρουν συνεχώς. Διότι εάν ήθελαν να μάθουν και ήταν καλοπροαίρετοι, τους ήταν αρκετή η διδασκαλία και με τους λόγους και με τις Γραφές και με τα θαύματα. Η Σαμαρείτιδα όμως, ό,τι έλεγε, το έλεγε με ανυστερόβουλη γνώμη και αγνή διάθεση. Και αυτό αποδεικνύεται από τα όσα έπραξε στη συνέχεια· διότι πραγματικά άκουσε και πίστεψε, αλλά και άλλους οδήγησε στην πίστη και σε κάθε εκδήλωση μπορούμε να διακρίνουμε την επιμέλεια και την πίστη της γυναίκας.
«Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ᾿ αὐτῆς;(: Και τη στιγμή αυτή ακριβώς ήλθαν οι μαθητές του και απόρησαν που ο διδάσκαλος μιλούσε δημοσίως με γυναίκα, κάτι που απαγορευόταν από τις παραδόσεις των ραβίνων. Κανείς όμως δεν Του είπε: ‘’Τι ζητάς να σου κάνει η γυναίκα αυτή’’, ή ‘’για ποιο θέμα μιλάς μαζί της;’’)»[Ιω.4,27].
Ποιο ήταν το αντικείμενο του θαυμασμού και της απορίας τους; Το απροσποίητο και η υπερβολική ταπείνωση, διότι ενώ ήταν τόσο περίβλεπτος, καταδεχόταν να συζητεί με τόση ταπεινοφροσύνη προς μία γυναίκα πτωχή και μάλιστα Σαμαρείτισσα. Αλλά όμως αν και εξεπλάγησαν, δεν ρώτησαν την αιτία, διότι ήσαν διδαγμένοι να διατηρούν την τάξη των μαθητών πάντοτε· τόσο ευλαβούνταν και σέβονταν τον Κύριο. Διότι, έστω και αν δεν είχαν ακόμη σχηματίσει την αντάξια για Αυτόν γνώμη, Τον πρόσεχαν ως κάποιο αξιοθαύμαστο πρόσωπο και Του απέδιδαν μεγάλο σεβασμό, μολονότι πολλές φορές φαίνονται να απευθύνονται προς Αυτόν με περισσότερο θάρρος, όπως για παράδειγμα όταν ο Ιωάννης έπεσε στο στήθος Του[ Ιω.13,25: «Ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε, τίς ἐστιν;(:Τότε εκείνος έπεσε με πολλή στοργή στο στήθος του Ιησού και του είπε: ‘’Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώσει;’’)»].
Αντίστοιχα αυτό φάνηκε και όταν Τον πλησίασαν και Τον ρώτησαν: «Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες· τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν;(: Εκείνη την ώρα που ο Ιησούς επέδειξε την προτίμηση αυτή στον Πέτρο, τον πλησίασαν οι μαθητές και του είπαν: ‘’Ποιος λοιπόν είναι μεγαλύτερος και περισσότερο διακεκριμένος απ’ τους άλλους στη βασιλεία των ουρανών;’’ )»[Ματθ.18,1] και όταν Τον παρακάλεσαν οι υιοί του Ζεβεδαίου να καθίσουν ο ένας στα δεξιά Του και ο άλλος στα αριστερά Του[Μάρκ.10,35-37: «Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου(: Πλησιάζουν τότε τον Ιησού ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, και του λένε: ‘’Διδάσκαλε, θέλουμε να μας κάνεις αυτό που θα σου ζητήσουμε’’. Και Αυτός τους ρώτησε: ‘’Τι θέλετε να σας κάνω;’’. Αυτοί Του είπαν: ‘’Όταν έλθεις στη δόξα σου και ανεβείς στον επίγειο βασιλικό θρόνο του Δαβίδ, βάλε μας να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στ’ αριστερά σου’’)»].
Για ποιον λόγο λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση δεν ρώτησαν τον Κύριο; Διότι τότε εκείνα τα θέματα αισθάνονταν την ανάγκη να εξετάζουν, επειδή ανήκαν σε αυτούς, ενώ εδώ τώρα δεν τους αφορούσε και τόσο αυτό που συνέβαινε. Αλλά και ο Ιωάννης ύστερα από πολύ χρόνο προς το τέλος της επί της γης ζωής του Κυρίου το έκανε αυτό και έπεσε στο στήθος Του, όταν πλέον είχε μεγαλύτερη παρρησία και του έδινε θάρρος η αγάπη του Χριστού, διότι «αυτός ήταν ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς» [βλ. Ιω.19,26] και ποιος μακαρισμός θα μπορούσε να εξισωθεί με αυτόν;
Ομιλία ΛΔ΄: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.4,28-39
«Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; (:Στο μεταξύ η γυναίκα, γεμάτη συγκίνηση ύστερα απ’ αυτά που άκουσε, άφησε τη στάμνα της στο πηγάδι και πήγε τρέχοντας στην πόλη κι άρχισε να λέει στους ανθρώπους: ‘’Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακόμη τα μυστικά και προσωπικά στοιχεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;’’)»[Ιω.4,28].
Χρειαζόμαστε μεγάλη θερμότητα και άγρυπνο ζήλο, διότι χωρίς αυτόν δεν είναι δυνατόν να αποκτήσουμε τα αγαθά που έχουν εξαγγελθεί για εμάς. Και για να δείξει αυτό ο Χριστός άλλοτε μεν λέγει: «Καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος(:Και εκείνος που δεν παίρνει την απόφαση να υποστεί σταυρικό θάνατο και δεν ακολουθεί πίσω μου με την απόφαση αυτή, δεν μιμείται δηλαδή σε όλα το παράδειγμά μου, δεν αξίζει για μένα)»[Ματθ. 10,38]· και άλλοτε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!(:Ο καιρός αυτός δεν είναι καιρός για ασύδοτη ζωή και για ύπνο, και για να περνούν οι δούλοι μου ξένοιαστα τις ημέρες τους. Ήλθα να βάλω φωτιά στη γη. Ήλθα δηλαδή να ανάψω την πυρκαγιά που μέσα στις καλοπροαίρετες καρδιές θα δημιουργήσει φλογερή αγάπη και ζήλο για τον Θεό˙ στους κακοπροαίρετους όμως και δύστροπους ανθρώπους θα διεγείρει φανατικό μίσος. Κι έτσι θα χωριστούν οι πιστοί απ’ τους απίστους. Τη φωτιά του πνευματικού αυτού πολέμου ήλθα να ρίξω απ’ τον ουρανό στη γη. Και τι άλλο περισσότερο θέλω, εάν τώρα άναψε κιόλας η φωτιά αυτή;)»[Λουκ.12,49].
Και με τις δύο αυτές παραβολικές εκφράσεις θέλει να μας παρουσιάσει τον διακαή και φλογερό μαθητή, ο οποίος είναι έτοιμος για κάθε κίνδυνο. Παρόμοια λοιπόν ήταν και η γυναίκα αυτή. Διότι τόσο πολύ διακαής ενθουσιασμός την κατέλαβε από τα λεχθέντα, ώστε και τη στάμνα να αφήσει και τον σκοπό για τον οποίο ήλθε και να τρέξει στην πόλη και να προσκαλέσει όλους τους ανθρώπους προς τον Ιησού. «Ελάτε», λέγει, «να δείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε όλα όσα έκανα».
Κοίταξε ζήλο και σύνεση. Ήλθε να βγάλει νερό και επειδή συνάντησε την αληθινή πηγή περιφρόνησε πλέον την αισθητή. Έτσι μας διδάσκει, έστω και με μικρό παράδειγμα, να αδιαφορούμε για τα βιοτικά και να μη φροντίζουμε καθόλου για αυτά, όταν πρόκειται να ακούσουμε την πνευματική διδασκαλία· διότι εκείνο που έκαναν οι απόστολοι, το έκανε και αυτή σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό. Εκείνοι μεν, αφού κλήθηκαν από τον Χριστό, άφησαν τα δίκτυα, ενώ αυτή από μόνη της αφήνει τη στάμνα, χωρίς να της το ζητήσει κανείς, και κάνει έργο Ευαγγελιστών, επειδή η ανεκλάλητή της χαρά τής έδωσε φτερά. Και δεν προσκαλεί ένα ή δύο πρόσωπα, όπως έκαναν ο Ανδρέας και ο Φίλιππος, αλλά αφού ξεσήκωσε πόλη ολόκληρη και τόσο πολύ κόσμο,έτσι τους οδήγησε προς τον Ιησού.
Και πρόσεξε με πόση σύνεση ομιλεί. Δεν είπε δηλαδή, ‘’ελάτε να δείτε τον Χριστό’’, αλλά με τον κατάλληλο τρόπο, όπως την προσείλκυσε ο Χριστός, προσκαλεί και αυτή τους ανθρώπους· διότι λέγει: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε όλα όσα έκανα». Μπορούσε βέβαια να ομιλήσει διαφορετικά και να πει «Ελάτε να δείτε έναν προφήτη», αλλά όταν πυρωθεί μία ψυχή από το θείο πυρ, δεν προσέχει πλέον τίποτε το γήινο, ούτε τη δόξα ούτε την αισχύνη, αλλά είναι εξ ολοκλήρου αφοσιωμένη στη φλόγα που την κατέχει.
«Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;». Κοίταξε πάλι τη μεγάλη σοφία της γυναικός. Ούτε μίλησε σαφώς, ούτε και σιώπησε. Διότι ήθελε να μην προσελκύσει τους συνανθρώπους της με τη δική της απόφαση, αλλά με την ακρόαση του Κυρίου να τους καταστήσει κοινωνούς της αποφάσεως αυτής, πράγμα που έκανε περισσότερο ευπρόσδεκτο τον λόγο. Αν και δεν της αποκάλυψε ολόκληρη τη ζωή της, εντούτοις από τα λεχθέντα πείστηκε και για τα άλλα. Και δεν τους είπε «ελάτε να πιστέψετε», αλλά «ελάτε να δείτε», το οποίο ήταν ελαφρότερο από το πρώτο και περισσότερο τους προσείλκυε.
Βλέπεις τη σοφία της γυναικός; Διότι γνώριζε, το γνώριζε καλά ότι όταν θα γεύονταν από την Πηγή εκείνη, θα πάθαιναν το ίδιο με αυτήν. Αν και σε περίπτωση που στη θέση της θα ήταν κάποιος άλλη με μεγαλύτερη πνευματική ακαμψία, θα απέκρυπτε το παράπτωμά της, ενώ αυτή διαπομπεύει τη ζωή της και αποκαλύπτει τον Κύριο σε όλους, με σκοπό να σαγηνεύσει και να προσελκύσει τους πάντες.
«Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ῥαββί, φάγε(:Στο μεταξύ όμως, μέχρι να ειδοποιηθούν οι Σαμαρείτες και να έλθουν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή ο Κύριος είχε απορροφηθεί απ’ το πνευματικό του έργο και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για φαγητό, Τον παρακαλούσαν οι μαθητές και Του έλεγαν: ‘’Διδάσκαλε, φάε κάτι’’)»[Ιω.4,31]. Το ρήμα «ἠρώτων» εδώ σημαίνει «παρακαλούσαν» στην τοπική διάλεκτό τους. Επειδή δηλαδή Τον έβλεπαν κουρασμένο από την οδοιπορία και από την επικρατούσα ζέστη, Τον παρακαλούσαν να φάει κάτι. Το ότι Τον παρακαλούσαν να λάβει τροφή δεν ήταν βέβαια ένδειξη αδιακρισίας και απερίσκεπτης παρορμητικότητας, αλλά ένδειξη στοργής προς τον Διδάσκαλο.
Τι απάντησε λοιπόν ο Χριστός; «Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε(:Αυτός όμως τους είπε: ‘’Εγώ έχω φαγητό να φάω που εσείς δεν το ξέρετε’’)»[Ιω.4,32]. «Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;(: Επειδή λοιπόν δεν κατάλαβαν οι μαθητές τη σημασία των λόγων αυτών του Κυρίου, έλεγαν μεταξύ τους: ‘’Μήπως την ώρα που λείπαμε του έφερε κανείς άλλος φαγητό και έφαγε;’’)»[Ιω.4,33]. Γιατί λοιπόν εκπλήττεσαι, επειδή η γυναίκα, όταν άκουσε για νερό, νόμιζε ακόμη ότι της ομιλεί για το φυσικό νερό, όταν βέβαια οι μαθητές παθαίνουν τα ίδια ακόμη και δεν αντιλαμβάνονται μέχρι τώρα τίποτε το πνευματικό, αλλά βρίσκονται σε απορία, αποδίδουν όμως στον Διδάσκαλό τους τον συνήθη σεβασμό και τιμή συζητώντας μεταξύ τους, χωρίς να Τον ρωτήσουν; Το ίδιο κάνουν και σε άλλες περιπτώσεις, που αισθάνονται την επιθυμία να Τον ρωτήσουν, αλλά δεν Τον ρωτούν.
Και ο Χριστός τι κάνει; Τους λέγει: «Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον(:Δικό μου φαγητό, που με χορταίνει και με τρέφει, είναι να κάνω πάντοτε το θέλημα Εκείνου που με απέστειλε στον κόσμο και να ολοκληρώσω το έργο Του, το οποίο είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Και το θερμό ενδιαφέρον μου για το έργο αυτό με απορρόφησε ολόκληρο τώρα που πρόκειται να έλθουν εδώ οι Σαμαρείτες, και μου έκοψε κάθε όρεξη που προέρχεται από τη φυσική πείνα)»[Ιω.4,34]. Τη σωτηρία των ανθρώπων την ονόμασε εδώ «βρῶσιν», για να δείξει το μέγεθος του ενδιαφέροντός Του για εμάς·διότι όπως ακριβώς σε εμάς είναι ποθητό το φαγητό, έτσι και για Αυτόν η σωτηρία μας.
Άκουσε λοιπόν με ποιον τρόπο σε κάθε περίπτωση δεν αποκαλύπτει εύκολα και αμέσως τα πάντα, αλλά κατά πρώτον εμβάλλει σε απορία τον ακροατή, ώστε, αφού αρχίσει να αναζητεί τη σημασία αυτού που ειπώθηκε, στη συνέχεια, βρισκόμενος σε κατάσταση απορίας και κοπιώδους προβληματισμού, να δεχθεί με μεγαλύτερη προθυμία τη λύση του ζητουμένου και να δείξει περισσότερο ενδιαφέρον για την ακρόαση. Πραγματικά γιατί δεν τους είπε ευθέως: «Δική μου τροφή είναι να πράττω το θέλημα του Πατρός μου»;-μολονότι και αυτό δεν ήταν σαφές, αλλά οπωσδήποτε ήταν σαφέστερο του προηγουμένου- αλλά τι είπε; «Εγώ», λέγει, «έχω τροφή να φάγω, την οποία εσείς δεν γνωρίζετε». Προηγουμένως δηλαδή, όπως είπα, με την απορία επιθυμεί να τους καταστήσει περισσότερο προσεκτικούς και να τους συνηθίσει να ακούνε τα λεγόμενα και διαμέσου παρόμοιων αινιγματικών εκφράσεων.
Ποιο είναι λοιπόν το θέλημα του Πατρός; Το λέγει στη συνέχεια και το επεξηγεί: «Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη(:Δεν λέτε εσείς ότι τέσσερις μήνες μένουν ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Στην πνευματική όμως σπορά είναι δυνατόν ο λόγος του Θεού να καρποφορήσει και σε χρονικό διάστημα πολύ πιο σύντομο. Και για να πεισθείτε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε το πλήθος αυτό των Σαμαρειτών που έρχονται. Μοιάζουν οι ψυχές τους με χωράφια, στα οποία δεν πρόφθασε να σπαρεί ο λόγος της αλήθειας, κι όμως είναι λευκά και ώριμες πλέον, έτοιμα να θερισθούν. Έτσι και σε όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώπων είναι τώρα ώριμες για να δεχθούν τη σωτηρία.Και εκείνος που θερίζει στον πνευματικό αυτό αγρό παίρνει μισθό, όχι μόνο διότι χαίρεται και εδώ βλέποντας την πνευματική συγκομιδή, αλλά και διότι θα ανταμειφθεί και στη μελλοντική ζωή από τον Κύριο. Επειδή λοιπόν ελκύει στη σωτηρία ψυχές αθάνατες, συναθροίζει καρπό για την αιώνια ζωή. Κι έτσι, στην πνευματική σπορά που γίνεται τώρα, χαίρομαι κι εγώ που σπέρνω μαζί με σας που θα θερίσετε)»[Ιω.4, 36] .
Να λοιπόν που πάλι με τις συνηθισμένες λέξεις τούς εξυψώνει στην κατανόηση των μεγίστων ζητημάτων. Διότι, όταν είπε «τροφή», τίποτε άλλο δεν δήλωσε, παρά τη σωτηρία των ανθρώπων, που επρόκειτο σε λίγο να έρθουν[δηλαδή των Σαμαρειτών που πήγαινε να προσκαλέσει η γυναίκα εν τω μεταξύ για να γνωρίσουν και εκείνοι τον Μεσσία]. Επίσης η «χώρα» και ο «θερισμός» το ίδιο φανερώνουν, το πλήθος των ψυχών δηλαδή, οι οποίες είναι έτοιμες για να δεχθούν σε λίγο το κήρυγμα. Επίσης, με τη λέξη «ὀφθαλμοὺς» εδώ εννοεί και τους νοερούς και τους σωματικούς. Διότι έβλεπαν πλέον το πλήθος των Σαμαρειτών να έρχεται· επίσης, την ετοιμότητα της διαθέσεως και την καλή προαίρεση των Σαμαρειτών την ονομάζει «χωράφια» που είναι λευκά. Δηλαδή όπως ακριβώς τα στάχυα, όταν γίνουν λευκά, είναι έτοιμα για το θερισμό, ομοιοτρόπως τώρα και αυτοί, λέγει, είναι προετοιμασμένοι και πρόθυμοι για σωτηρία.
Και γιατί δεν τους είπε καθαρά ότι έρχονται οι άνθρωποι να πιστέψουν και είναι έτοιμοι να αποδεχθούν τον λόγο της σωτηρίας, επειδή κατηχήθηκαν από τους προφήτες και τώρα δίδουν τον καρπό της πνευματική σποράς, αλλά τους ονόμασε «χωράφια» και μίλησε για «θερισμό»; Τι επιδιώκει ο Κύριος με αυτά τα σχήματα του λόγου; Διότι όχι μόνο εδώ, αλλά και σε όλο το Ευαγγέλιο πράττει το ίδιο. Επίσης και οι προφήτες χρησιμοποιούν τον ίδιο τρόπο διδασκαλίας και πολλά λένε με μεταφορική σημασία. Ποια είναι η αιτία αυτού λοιπόν; Διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος δεν όρισε αυτόν τον τρόπο διδασκαλίας χωρίς αιτία.
Αλλά για ποιο λόγο και προς ποιο σκοπό; Για δύο λόγους. Ο ένας είναι για να καταστήσει περισσότερο εμφαντικό και παραστατικό τον λόγο και να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα λεγόμενα. Διότι ο νους, όταν συναντήσει εικόνα των πραγμάτων με τις γνωστές και συνήθεις λέξεις διατυπωμένη, διεγείρεται περισσότερο και όπως να βλέπει τα πράγματα σε πίνακα ζωγραφικής, σαγηνεύεται πολύ από αυτά. Αυτός είναι ο ένας λόγος. Ο δεύτερος είναι να κάνει θελκτικότερη τη διήγηση και να διατηρηθεί μονιμότερη η μνήμη των όσων λέγονται. Διότι πραγματικά δεν αιχμαλωτίζει και δεν καθοδηγεί τόσο τους περισσότερους ακροατές μία γνώμη, όσο η διήγηση που γίνεται με βάση τα πράγματα, καθώς και η απεικόνιση των όσων εκ πείρας γνωρίζουμε. Αυτό μπορούμε να το δούμε να γίνεται με μεγάλη σοφία στις παραβολές.
«Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων(:Και εκείνος που θερίζει στον πνευματικό αυτό αγρό παίρνει μισθό, όχι μόνο διότι χαίρεται και εδώ βλέποντας την πνευματική συγκομιδή, αλλά και διότι θα ανταμειφθεί και στη μελλοντική ζωή από τον Κύριο. Επειδή λοιπόν ελκύει στη σωτηρία ψυχές αθάνατες, συναθροίζει καρπό για την αιώνια ζωή. Κι έτσι, στην πνευματική σπορά που γίνεται τώρα, χαίρομαι κι εγώ που σπέρνω μαζί με σας που θα θερίσετε)»[Ιω.4,36]. Διότι ο καρπός του επίγειου θερισμού δεν γίνεται για την αιώνια ζωή αλλά προορίζεται για την εδώ πρόσκαιρη ζωή, ενώ ο πνευματικός για την αγέραστη και αθάνατη ζωή.
Βλέπεις ότι οι λέξεις είναι αντιληπτές με τις αισθήσεις, τα νοήματα όμως είναι πνευματικά και ότι με αυτές τις λέξεις ξεχωρίζει τα γήινα από τα ουράνια; Εκείνο δηλαδή που έκανε με το νερό, συζητώντας με τη Σαμαρείτιδα και ανέφερε το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, όταν είπε «όποιος πίνει από το νερό αυτό, δεν θα διψάσει», το ίδιο κάνει και στην προκειμένη περίπτωση, όταν λέγει ότι ο καρπός αυτός συγκεντρώνεται για τη ζωή την αιώνια.
«Για να χαίρονται ταυτόχρονα μαζί και αυτός που σπέρνει και αυτός που θερίζει». Ποιος είναι αυτός που σπέρνει και ποιος είναι αυτός που θερίζει; Οι προφήτες ήταν αυτοί που έσπειραν, δεν θέρισαν όμως αυτοί, αλλά οι Απόστολοι. Και όμως εξαιτίας αυτού δεν στερήθηκαν την ευχαρίστηση και την αμοιβή των κόπων τους, αλλά ευχαριστούνται και χαίρονται μαζί μας, έστω και αν δεν θερίζουν μαζί με εμάς. Διότι ο θερισμός δεν είναι η ίδια εργασία με τη σπορά. «Όπου δηλαδή ο κόπος είναι λιγότερος και μεγαλύτερη η ευχαρίστηση, για το έργο αυτό σάς διατήρησα και σας όρισα, όχι για τη σπορά. Διότι σε αυτήν την εργασία απαιτείται μεγάλη ταλαιπωρία και κόπος· ενώ στο θερισμό η μεν συγκομιδή είναι άφθονη, ο δε κόπος όχι τόσο πολύς, αλλά και η ευκολία μεγαλύτερη».
Στην προκειμένη περίπτωση, με όσα λέγει, θέλει να δείξει ότι «και των προφητών το θέλημα αυτό ήταν, να έλθουν δηλαδή οι άνθρωποι κοντά Μου». Αυτό άλλωστε το προετοίμαζε και ο νόμος. Για τούτο και έσπειραν, για να παραχθεί αυτός ο καρπός. Φανερώνει ότι και εκείνους Αυτός τους απέστειλε και ότι η συγγένεια της Καινής Διαθήκης με την Παλαιά είναι μεγάλη και με την παραβολή αυτή έφερε τα πάντα σε στενή σχέση.
Ανέφερε επίσης και μία παροιμία που ήταν σε μεγάλη χρήση: «Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων(:Διότι στη δική μας περίπτωση εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, ότι άλλος έσπειρε κι άλλος θερίζει. Έσπειρα εγώ και θα θερίσετε εσείς, όπως και μελλοντικά θα σπέρνετε εσείς και θα θερίζουν οι διάδοχοί σας)»[Ιω.4,37].Αυτά τα έλεγαν οι άνθρωποι, όσες φορές άλλοι υφίσταντο τους κόπους και άλλοι απολάμβαναν τους καρπούς και λέγει η παροιμία αυτή εφαρμόζεται επακριβώς σε αυτούς. Διότι «κοπίασαν μεν οι προφήτες, εσείς όμως τους καρπούς, που θα παραχθούν από τους κόπους εκείνων, θα δρέψετε». Και δεν είπε: «τους μισθούς»-διότι και εκείνων ο πολύς κόπος δεν ήταν άμισθος-αλλά τους «καρπούς»· το ίδιο έκανε και ο Δανιήλ. Πραγματικά και αυτός χρησιμοποίησε παροιμία που έλεγε: «Ἐξ ἀνόμων ἐξελεύσεται πλημμέλεια· καὶ ἡ χείρ μου οὐκ ἔσται ἐπὶ σέ(:Από τους κακούς προέρχεται ως καρπός η κακία. Όμως εγώ δε θα απλώσω το χέρι πάνω σου)»[Α΄Βασ.24,14].Επίσης και ο Δαβίδ στον θρήνο του θυμάται ανάλογη παροιμία.
Γι’ αυτό πρόφθασε ο Κύριος και είπε: «ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων(:για να χαίρονται μαζί και αυτός που σπέρνει και αυτός που θερίζει)». Επειδή δηλαδή επρόκειτο να τους πει ότι άλλος έσπειρε και άλλος θερίζει, για να μη σχηματίσει κανείς την εντύπωση, όπως είπα, ότι οι προφήτες έχουν στερηθεί τον μισθό τους, λέγει κάτι το νέο και το παράδοξο, το οποίο δεν συμβαίνει στα υλικά και αισθητά πράγματα, αλλά χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τα πνευματικά. Διότι στα πράγματα που υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, εάν συμβεί άλλος να σπείρει και άλλος να θερίσει, όχι μόνο δεν χαίρονται μαζί του και όσοι έσπειραν, αλλά και αγανακτούν, επειδή κοπίασαν για άλλους και μόνο όσοι θερίζουν χαίρονται. Στα πνευματικά όμως θέματα δεν είναι το ίδιο, αλλά και όσοι δεν θερίζουν εκείνα που έσπειραν, χαίρονται εξίσου με αυτούς που θερίζουν. Συνεπώς είναι φανερό ότι και αυτοί συμμετέχουν στην αμοιβή.
«Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε(:Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστειλα για να θερίζετε καρπό για τον οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει για να σπαρεί. Άλλοι, δηλαδή εγώ και οι προφήτες πριν από μένα, έχουν κοπιάσει κι έχουν σπείρει, κι εσείς έχετε μπει στους κόπους και τη σπορά τους για να θερίσετε)»[Ιω.4,38]. Με όσα λέγει τους δίνει περισσότερο θάρρος. Επειδή δηλαδή εθεωρείτο ότι είναι επίπονο έργο το να περιέλθουν την οικουμένη και να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, τους αποδεικνύει ότι είναι και εύκολο. Διότι το πάρα πολύ επίπονο ήταν εκείνο, το οποίο και απαιτούσε πολύ κόπο, το να πραγματοποιηθεί δηλαδή η σπορά και να οδηγηθεί σε θεογνωσία η αμύητη ψυχή.
Αλλά με ποιον σκοπό τα λέγει αυτά; Για να μην πανικοβάλλονται, όταν θα τους απέστελλε στο κήρυγμα, με την ιδέα ότι αποστέλλονται σε εργασία επίπονη· διότι περισσότερο κοπιαστικό και δύσκολο ήταν το έργο των προφητών, λέγει, και σε απόδειξη των λεγομένων έρχεται το έργο, εφόσον εσείς ήλθατε στα εύκολα. Δηλαδή όπως στον θερισμό με ευκολία συγκεντρώνεται ο καρπός και σε μία και μόνη στιγμή γεμίζει το αλώνι από τα δέματα με τα στάχυα και δεν περιμένουν τις μεταβολές του καιρού, τον χειμώνα, την άνοιξη και τη βροχή, έτσι συμβαίνει και εδώ.
Και αυτό το φωνάζουν τα ίδια τα έργα· διότι καθώς ο Ιησούς έλεγε αυτά, εξέρχονταν οι Σαμαρείτες και ο καρπός συγκεντρωνόταν με αφθονία. Γι’ αυτό και τους είπε: «Ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη(:Δεν λέτε εσείς ότι τέσσερις μήνες μένουν ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Στην πνευματική όμως σπορά είναι δυνατόν ο λόγος του Θεού να καρποφορήσει και σε χρονικό διάστημα πολύ πιο σύντομο. Και για να πεισθείτε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε το πλήθος αυτό των Σαμαρειτών που έρχονται. Μοιάζουν οι ψυχές τους με χωράφια, στα οποία δεν πρόφθασε να σπαρεί ο λόγος της αλήθειας, κι όμως είναι λευκά και ώριμες πλέον, έτοιμα να θερισθούν. Έτσι και σε όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώπων είναι τώρα ώριμες για να δεχθούν τη σωτηρία)»[Ιω.4,35].
Αυτά λοιπόν είπε ο Κύριος και το πράγμα αποδείχτηκε, διότι τα λόγια επιβεβαιωθήκαν από τα έργα : «Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα(: Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστειλα για να θερίζετε καρπό για τον οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει για να σπαρεί. Άλλοι, δηλαδή εγώ και οι προφήτες πριν από μένα, έχουν κοπιάσει κι έχουν σπείρει, και εσείς έχετε μπει στους κόπους και τη σπορά τους για να θερίσετε)»[Ιω.4,38].Έβλεπαν βέβαια ότι η γυναίκα δεν θα επαινούσε Εκείνον ο οποίος της αποκάλυψε τα αμαρτήματά της, ούτε πάλι θα διαπόμπευε έτσι τη ζωή της για να κάνει τη χάρη σε κάποιον άλλο. Ας μιμηθούμε λοιπόν τη γυναίκα αυτή και εμείς και για τα αμαρτήματά μας να μην ντρεπόμαστε τους ανθρώπους, αλλά πρέπει να φοβούμαστε τον Θεό, ο οποίος και τώρα βλέπει αυτό που γίνεται, και τότε τιμωρεί όσους δεν μετανοούν σήμερα. Διότι όποιος στην παρούσα ζωή προσέχει μόνο την ντροπή των ανθρώπων, χωρίς να ντρέπεται να πράξει κάτι το άτοπο, ενώ τον βλέπει ο Θεός και δεν θέλει να μετανοήσει και να αλλάξει διαγωγή, αυτός κατά την ημέρα εκείνη, όχι ενώπιον ενός ή δύο ανθρώπων, αλλά της οικουμένης ολόκληρης πρόκειται να λάβει τιμωρία.
Ομιλία ΛΕ΄: Υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.4,40-42
[…] «Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός(:Όταν λοιπόν ήλθαν κοντά Του οι Σαμαρείτες, Τον παρακαλούσαν να μείνει για πάντα μαζί τους. Και έμεινε εκεί δύο ημέρες. Και από τη διδασκαλία που τους έκανε τις δύο ημέρες πίστεψαν πολύ περισσότεροι από εκείνους που ήλθαν στο πηγάδι και Τον παρακάλεσαν να μείνει στην πόλη τους. Και στη γυναίκα έλεγαν ότι δεν πιστεύουμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ. Διότι εμείς οι ίδιοι Τον έχουμε τώρα ακούσει και γνωρίζουμε πλέον ότι Αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας όλου του κόσμου, ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Χριστός)»[Ιω.4,40-42].
Tίποτα δεν είναι χειρότερο από τον φθόνο και τη ζηλοτυπία. Αυτή συνήθως φθείρει τα πολλά αγαθά. Οι Ιουδαίοι δηλαδή, οι οποίοι είχαν περισσότερες θρησκευτικές γνώσεις και είχαν έλθει σε επαφή με τους προφήτες, φάνηκαν κατώτεροι. Διότι οι Σαμαρείτες από την πληροφορία της γυναικός και μόνο, χωρίς να δουν κανένα θαύμα, εξήλθαν και παρακαλούσαν τον Χριστό να παραμείνει μαζί τους, ενώ οι Ιουδαίοι, αν και είδαν τα θαύματα, όχι μόνο δεν Τον κράτησαν μαζί τους, αλλά και Τον εξεδίωκαν και τα πάντα έκαναν, ώστε να Τον απομακρύνουν και από τη χώρα τους, μολονότι η επί γης παρουσία του Κυρίου για αυτούς είχε γίνει. Αλλά εκείνοι μεν Τον εξεδίωκαν, ενώ αυτοί Του ζητούσαν να παραμείνει μαζί τους.
Πες μου, σε παρακαλώ, αυτούς, αν και Τον παρακαλούσαν και Τον ικέτευαν, δεν έπρεπε να τους πλησιάσει ο Κύριος, αλλά να μένει κοντά σε εκείνους που Τον εχθρεύονταν και Τον εκδίωκαν, ενώ σε όσους Τον αγαπούσαν και ήθελαν να Τον έχουν κοντά τους να μη δίνει τον εαυτό Του αλλά να τους εγκαταλείψει; Αλλά αυτό δεν θα ήταν αντάξιο προς την πρόνοια και το ενδιαφέρον Αυτού. Για τον λόγο αυτό δέχτηκε και παρέμεινε κοντά τους για δύο ημέρες. Αυτοί βέβαια ήθελαν να Τον κρατήσουν συνέχεια μαζί τους-διότι αυτό έδειξε ο Ευαγγελιστής όταν είπε: «Τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους»-, ο Ιησούς όμως δεν το αρνιόταν, αλλά έμεινε μόνο δύο μέρες και κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών πίστεψαν πολύ περισσότεροι.
Βέβαια ήταν φυσικό να μην πιστέψουν αυτοί, επειδή και κανένα θαύμα δεν είχαν δει και ήταν εχθρικώς διακείμενοι προς τους Ιουδαίους. Και όμως, επειδή έκριναν τα λεγόμενα με βάση την αλήθεια, δεν έλαβαν υπόψη την εχθρότητα αυτή, αλλά η σκέψη τους ήταν ανώτερη από τα εμπόδια και φιλοτιμούνταν να θαυμάζουν περισσότερο τον Ιησού. «Και στη γυναίκα έλεγαν ότι ‘’δεν πιστέψαμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ, διότι εμείς οι ίδιοι έχουμε ακούσει Αυτόν και γνωρίζουμε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός’’».
Οι μαθητές υπερέβησαν τον Διδάσκαλο. Διότι αυτοί θα μπορούσαν δίκαια να κατηγορήσουν τους Ιουδαίους και με την πίστη τους και με την υποδοχή του Κυρίου. Οι Ιουδαίοι δηλαδή, χάριν των οποίων όλο το έργο Του έκανε ο Κύριος, συνεχώς Τον λιθοβολούσαν, ενώ οι Σαμαρείτες Τον προσείλκυσαν προς το μέρος τους, έστω και αν δεν κατευθυνόταν προς αυτούς. Και οι μεν παρά τα θαύματα μένουν αδιόρθωτοι, αυτοί όμως χωρίς θαύματα έδειξαν μεγάλη πίστη σε Αυτόν και συναγωνίζονται σε αυτό ακριβώς, να πιστέψουν δηλαδή χωρίς θαύματα, ενώ εκείνοι δεν παύουν και θαύματα να ζητούν και να Τον πειράζουν. Τόσο μονάχα χρειάζεται σε κάθε περίπτωση η ευσεβής και ευγνώμων ψυχή. Και όταν η αλήθεια συναντήσει παρόμοια ψυχή, εύκολα κυριαρχεί. Και αν δεν επικρατήσει, αυτό δεν οφείλεται στη δική της αδυναμία, αλλά στην αγνωμοσύνη της ψυχής. Διότι και ο ήλιος, όταν πέσει σε υγιείς οφθαλμούς, εύκολα φωτίζει. Και αν δε φωτίσει, το σφάλμα οφείλεται στην ασθένεια εκείνων και όχι στην αδυναμία αυτού.
Άκουσε λοιπόν τι λέγουν οι Σαμαρείτες: «Γνωρίζουμε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Σωτήρας του κόσμου,ο Χριστός». Βλέπεις ότι αμέσως αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο να προσελκύσει την οικουμένη και ότι ήλθε να τακτοποιήσει την κοινή σωτηρία και ακόμη ότι δε σκόπευε να περιορίσει το ενδιαφέρον Του στους Ιουδαίους μόνο, αλλά ότι παντού θα έσπειρε τον λόγο Του; Όμως οι Ιουδαίοι δεν συμπεριφέρονται τοιουτοτρόπως. Αντίθετα επιδιώκουν να στηρίξουν τη δική τους δικαιοσύνη και δεν υποτάχτηκαν στη δικαιοσύνη του Θεού. Οι Σαμαρείτες όμως, παραδεχόμενοι ότι οι πάντες βρίσκονται υπό καταδίκη, υποδηλώνουν εκείνο τον αποστολικό λόγο που λέγει: «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ(: Διότι όλοι ανεξαιρέτως αμάρτησαν και έχουν στερηθεί από τη δόξα, που έχει και μεταδίδει ο Θεός. Και γίνονται όλοι δίκαιοι και παίρνουν τη σωτηρία δωρεάν με τη χάρη του Θεού, δια της εξαγοράς από την αμαρτία, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε με τη θυσία του Ιησού Χριστού)»[Ρωμ.3,23-24]. Με το να πουν δηλαδή ότι είναι ο Σωτήρας του κόσμου, έδειξαν ότι είναι Σωτήρας του χαμένου και αμαρτωλού κόσμου και μάλιστα όχι απλώς Σωτήρας, αλλά Σωτήρας στα σπουδαιότατα και μέγιστα πράγματα. Ήλθαν βέβαια πολλοί με σκοπό να σώσουν, και προφήτες και άγγελοι, αλλά ο αληθινός Σωτήρας είναι αυτός, λέγει, ο οποίος προσφέρει την αληθινή σωτηρία και όχι την πρόσκαιρη μόνο.
Αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ειλικρινούς πίστεως, διότι οι Σαμαρείτες είναι άξιοι θαυμασμού και από τις δύο απόψεις. Αφενός μεν διότι πίστεψαν, αφετέρου δε διότι πίστεψαν χωρίς θαύματα· αυτούς μακαρίζει και ο Χριστός, όταν λέγει: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες(:Πίστεψες επειδή με είδες. Μακάριοι και πιο ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να με έχουν δει με τα μάτια τους, όπως με είδες εσύ. Και θα πιστέψουν έτσι όλα τα μέλη της Εκκλησίας μου στις γενιές που θα έλθουν)»[Ιω.20,29] και μάλιστα η πίστη τους ήταν ειλικρινής. Αν και άκουσαν τη γυναίκα να τους λέγει με αμφιβολία: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακόμη τα μυστικά και προσωπικά στοιχεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;»[Ιω.4,29], δεν είπαν και αυτοί ότι «και εμείς έχουμε αυτήν την υποψία», ούτε ότι «νομίζουμε», αλλά ότι «γνωρίζουμε» και μάλιστα όχι απλώς «γνωρίζουμε» αλλά ότι «Αυτός είναι αληθώς ο Σωτήρας του κόσμου». Δεν παραδέχονταν βέβαια τον Χριστό ως έναν από τους πολλούς σωτήρες, αλλά ως τον όντως Σωτήρα. Και όμως ποιον είδαν να σώζεται; Τους λόγους άκουσαν μόνο και είπαν εκείνα ακριβώς τα οποία θα έλεγαν, εάν έβλεπαν και θαύματα πολλά και μεγάλα.
Και για ποιον λόγο δεν μας αναφέρουν οι Ευαγγελιστές αυτούς τους λόγους και ότι τους ομίλησε κατά τρόπο θαυμαστό; Για να μάθεις ότι πολλά από τα σπουδαία και μεγάλα τα παραλείπουν. Άλλωστε από το τελική έκβαση απέδειξαν τα πάντα, διότι με τα λεχθέντα έπεισε λαό ολόκληρο και όλη την πόλη. Όπου όμως δεν πείθονται οι άνθρωποι, τότε αναγκάζονται οι Ευαγγελιστές να εκθέτουν και όσα ειπώθηκαν, για να μην κατηγορεί κανείς τον ομιλητή από την αγνωμοσύνη των ακροατών.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, επιλεγμένα αποσπάσματα από τις ομιλίες ΛΑ΄- ΛΕ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμοι 13, σελ. 515-539 και 13Α, σελ.11-63 και 75-81.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 72, σελ. 199-258 και 263-268.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ[:Ιω.4,5-42]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-5-1999]
(Β397)
Το πρώτο σύμπτωμα της πτώσεως των Πρωτοπλάστων, αγαπητοί μου, ήταν η απώλεια της γνώσεως του αληθινού Θεού. Κάποιες βέβαια λίγες γενεές μετά από τον Αδάμ, εκράτησαν αυτήν την πίστιν. Κατά παραδοσιακόν φυσικά τρόπον, την στιγμή που ο Αδάμ και η Εύα είπαν στα παιδιά τους, στα εγγόνια τους παρακάτω, πώς ήσαν εις τον Παράδεισον, πώς εγνώρισαν τον αληθινόν Θεόν κ.λπ. Αλλά όσο οι άνθρωποι εξηπλούντο επάνω εις την Γην, αλλά και απεμακρύνετο η μία ομάδα ανθρώπων από την άλλη, επάνω εις την τότε αχανή Γη, στρεφόμενοι προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, που ήτο το θέλημα του Θεού αυτό, το έχομε από πολλές μαρτυρίες και μάλιστα ο πύργος της Βαβέλ είναι ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά απομακρύνσεως των ανθρώπων, όπως και στην Καινή Διαθήκη που έγινε διωγμός εις τα Ιεροσόλυμα, μόνο και μόνο για να φύγουν οι Απόστολοι. Για να πάνε πιο πέρα. Γιατί δεν έφευγαν πιο πέρα. Έμεναν εκεί συγκεντρωμένοι.
Ωστόσο, όλα αυτά δημιούργησαν ένα ξεθώριασμα της μνήμης του Θεού. Έτσι απωλέσθη η μνήμη της γνώσεως του αληθινού Θεού. Και έπεσαν εις την ειδωλολατρίαν. Θεοποιούσαν εκείνο που έβλεπαν μπροστά τους. «Τι ευκολότερον; Βλέπω τον ήλιο. Με ζωογονεί. Θα τον λατρεύσω». Κ.ο.κ. Όπως μέχρι πρότινος, αν όχι ίσως και ακόμη, στην Αμερική οι ιθαγενείς, οι ντόπιοι, ελάτρευαν το καλαμπόκι. Γιατί τους έτρεφε. Κ.ο.κ.
Παρέμειναν μόνον μερικά ευάριθμα πρόσωπα, που είχαν κρατήσει αυτήν την πίστιν του αληθινού Θεού. Και ένας απ’ αυτούς ήταν ο Αβραάμ. Και ο Μελχισεδέκ. Αυτό το μυστηριώδες πρόσωπον, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Η Ιερουσαλήμ προϋπήρξε του Αβραάμ. Προσέξατέ το αυτό. Και αυτά τα πρόσωπα εγνώρισαν τον αληθινόν Θεόν. Μάλιστα ο δεύτερος Ψαλμός μάς λέγει ότι ο Μεσσίας θα είναι κατά την τάξιν του Μελχισεδέκ. Σπουδαίο αυτό.
Αλλά όμως, σε όλο το πρόσωπο της Γης, σας είπα, απλώθηκε η ειδωλολατρία. Συνεπώς, το κυριότερον και πρώτον έργον της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου ήταν η αποκάλυψις του αληθινού Θεού. Ήλθε να μας αποκαλύψει τον αληθινόν Θεόν. Λέγει στις Κατηχήσεις του ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων ότι το δεύτερον Πρόσωπον…- εκεί μιλάει για το θέμα γιατί ενηνθρώπησε το δεύτερον Πρόσωπον- διότι το Δεύτερον πρόσωπον είναι ο άμεσος εκτελεστής της Δημιουργίας· και «δεν ηνείχετο», λέγει, «ο Θεός Λόγος, να λατρεύονται τα ξόανα και δεν ξέρω τι, τα αγάλματα, η φύσις, αντί του Πατρός. Ενηνθρώπησε για να έρθει να μας πει Ποιος είναι ο αληθινός Θεός». Είναι μία πολύ χαρακτηριστική θέσις του αγίου Κυρίλλου. Ότι ο Θεός είναι Πνεύμα και ότι ο Θεός είναι τρεις υποστάσεις και ο Ένας εκ των Τριών ενηνθρώπησε.
Αυτά ήλθε να μας πει, αγαπητοί μου, σήμερα ο Λόγος του Θεού. Δηλαδή ήρθε ο Χριστός να μας πει αυτά που ακούσαμε στην ευαγγελική περικοπή, σήμερα, της Σαμαρείτιδος. Κι έτσι έχομε Έναν Θεόν, Πνεύμα ο Θεός, τρεις οι υποστάσεις. «Υπόστασις» εδώ θα πει «πρόσωπον». Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Το δε Σύμβολον της Πίστεως, αν το έχετε ποτέ προσέξει, πολύ εύκολο είναι να το δει κανείς, δεν είναι παρά μία αναφορά εις τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. «Πιστεύω…». Αυτό το ρήμα «πιστεύω» επαναλαμβάνεται εις το κάθε άρθρον του Συμβόλου της Πίστεως. «Εις έναν Θεόν». Αυτός ο Θεός είναι: Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Αυτό είναι το κριτήριον δε, του να είσαι Χριστιανός, αλλά και προπαντός Ορθόδοξος Χριστιανός.
Γι’αυτό ο Κύριος εδώ εις τον κόσμον όταν ήλθε, είπε στην προσευχή Του την αρχιερατική: «Ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις». «Το όνομά Σου», λέγει, «το εφανέρωσα εις τους ανθρώπους». «Καί ἐγνώρισα αὐτοῖς –λέει λίγο πιο κάτω– το ὂνομά Σου και γνωρίσω». «Το έκανα γνωστό το όνομά Σου. Αλλά και θα το κάνω και εις το μέλλον γνωστό το όνομά Σου». Πώς; Διότι η αρχιερατική προσευχή του Κυρίου μας έγινε λίγο πριν σταυρωθεί, λίγο πριν συλληφθεί. Δια του Αγίου Πνεύματος. Έρχεται το Πνεύμα το Άγιον μέσα εις την Ιστορία, σαφέστερα και αναλυτικότερα μας το λέγει αυτό ο Κύριος, αλλά δεν έχω χρόνο πιο πολύ να σας το αναλύσω, ότι Εκείνος, ο Παράκλητος, το τρίτον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, Εκείνο θα μας πει όσα δεν «πρόλαβε»(εντός εισαγωγικών το ρήμα) ο Υιός να μας πει. Γιατί δεν μπορούσαμε όλα να τα κρατήσομε εμείς οι άνθρωποι και η αποκάλυψις έπρεπε να γίνεται προοδευτικά.
Και ποιο είναι το όνομα του Θεού; Αυτό που είπε ο Κύριος εις τους μαθητάς Του μετά την Ανάστασή Του. Μ’ αυτό, μάλιστα, τελειώνει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: «Πορευθέντες –είπε εις τους μαθητάς Του- μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αυτό είναι το όνομα του Θεού. Είναι χαρακτηριστικόν ότι δεν λέγει «εἰς τά ὀνόματα», αλλά λέγει «εἰς τὸ ὄνομα». Γιατί είναι Ένα όνομα. Γιατί είναι Ένας ο Θεός. Με τις τρεις υποστάσεις. Ποιο είναι λοιπόν το όνομα του αληθινού Θεού; Το όνομα, το υπογραμμίζω. «Πατήρ, Υἱός καί Ἃγιον Πνεῦμα». Και τούτο εκφράζει ακόμα, εδώ που λέει ο Κύριος «εἰς τὸ ὄνομα», την κοινήν ουσίαν των τριών προσώπων.
Είναι γνωστό ότι ο λεγόμενος χριστιανικός κόσμος, για μία ακόμη φορά, όπως τότε, από τους απογόνους του Αδάμ, λησμονεί το αληθινόν όνομα του Θεού. Το λησμονεί. Στην εποχή μας. Και τούτο, δηλαδή το Άγιον Όνομα του Τριαδικού Θεού. Το λησμονεί. Μέσα δε εις τον χριστιανικόν κόσμον εισέδυσαν πολλές και ποικίλες αντιλήψεις περί Θεού. Ναι.
Με την παγκοσμιότητα των Μέσων Ενημερώσεως και της μετακινήσεως των ανθρώπων, ξεκίνησε ένας νέος Γνωστικισμός, δηλαδή ένα συνονθύλευμα αντιλήψεων περί Θεού. Αυτός είναι ο Γνωστικισμός· ο οποίος πρωτοεμφανίσθη τον 3ον αιώνα προ Χριστού με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γιατί οι άνθρωποι ήσαν, ούτως ειπείν, μεμονωμένοι. Αλλά έχομε ένα άνοιγμα επικοινωνιών των λαών με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κι έτσι λοιπόν η μία αντίληψις, η μία θρησκεία χωράει μέσα στην άλλη και έχομε αυτό που είπαμε: Γνωστικισμός.
Έτσι έχομε θέσεις, στην εποχή μας, πανθεϊστικές και ειδωλολατρικές. Απ’ όλη την υφήλιον. Ενδοκοσμικές θρησκείες. Έχομε Ισλαμισμόν. Έχομε όλα συσσωρευμένα και μάλιστα εις τις λεγόμενες χριστιανικές χώρες. Γι’αυτό σας είπα προηγουμένως, άρχισαν οι Χριστιανοί να λησμονούν το Όνομα του Αγίου αληθινού Θεού.
Όλα αυτά σήμερα τα ονομάζομε με μία λέξη: Οικουμενισμός. Αυτός είναι ο Οικουμενισμός. Και θα έλεγα ότι αυτός ο Οικουμενισμός είναι όχι έξω από την πόρτα μας και την κρούει, αλλά είναι ήδη μέσα, είναι εντός, μες στην χώρα μας, μες στην πατρίδα μας. Θέλετε; Και μέσα στην Εκκλησία μας…
Προ ολίγων ετών έγινε ένα διαχριστιανικό Συνέδριο στον Καναδά. Βέβαια πήγαν και Έλληνες. Ένας απ’ αυτούς έγραψε και ένα βιβλιαράκι απ΄ όπου και γνωρίζομε αυτό που θα σας πω. Προσέξτε. Εκεί μαζεύτηκαν βέβαια Ορθόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάνται. Σας είπα, διαχριστιανικόν Συνέδριον. Και ειπώθηκε εις τους συνέδρους να μην έχουν αναφορά εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν, επειδή ανάμεσά τους ήσαν Προτεστάνται αντιτριαδισταί. Δεν πίστευαν εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Επιτρέψατέ μου την λαϊκή έκφραση: Τι σόι Χριστιανοί ήταν αυτοί; Τι καθορίζει ακριβώς τον Χριστιανόν; Η πίστις εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Και όμως έγινε αυτό προ ολίγων ετών στο διαχριστιανικό αυτό Συνέδριο. Για να δείτε το πράγμα πόσο έχει προχωρήσει και ότι είναι ανάγκη, τώρα με Ενωμένες Ευρώπες και δεν ξέρω τι, και δεν ξέρω τι, όλα αυτά τα πράγματα ήδη εισβάλλουν με τα τσαρούχια εις τον χώρον και της Εκκλησίας μας.
Γι’αυτό είναι ανάγκη λοιπόν σήμερα εις τον Ορθόδοξον Χριστιανικόν Κόσμον να τονίζεται ο Άγιος Τριαδικός Θεός. Έρχονται, αγαπητοί μου, δύσκολες ημέρες· που θα μας αναγκάζουν να μην αναφερόμεθα εις το άγιον Όνομα του Τριαδικού Θεού. Θα μας αναγκάζουν… Απλώς, θα μας λέγουν, να αναφερόμεθα εις τον Θεόν. Εις τον Θεόν. Μέσα στον χώρο, ξέρετε, του Προσκοπισμού, για να υπάρχει πάσα πίστις, φερειπείν να είναι και ο Βουδιστής, ο πρόσκοπος και ο Α και ο Β και ο Γ και ο Δ διαφόρων θρησκειών, όταν θέλουν να κάνουν μία κοινή προσευχή, ξέρετε πώς την κάνουν; Διεθνώς πλέον. «Ο Θεός», λένε. Ποιος είναι αυτός ο «Θεός»; Για σένα τον Βουδιστή είναι αυτό που είναι. Για μένα τον Χριστιανό είναι αυτό που είναι. Κ.ο.κ. Σας είπα, το πράγμα έχει ξεκινήσει. Λέγουν ότι ο Θεός είναι Ένας, αυτό είναι το επιχείρημά τους, και είναι πανταχού παρών. Δεν έχει σημασία. Τι θα πει να πω Τριαδικός Θεός. «Ένας», λέει, «είναι ο Θεός και είναι πανταχού παρών». Με αυτόν τον τρόπο δικαιολογούνται με εκείνα τα οποία ήδη εισάγουν ή επιμένουν. Φυσικά ουδεμία μνεία περί Ιησού Χριστού. Το ακούσατε; Ουδεμία μνεία περί Ιησού Χριστού. Απλώς «ένας είναι ο Θεός». Τίποτε άλλο. Ούτε περί Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, ούτε περί της σταυρικής θυσίας του Χριστού, ούτε περί σωτηρίας. Ισχυρίζονται ότι είναι αδιανόητος η σωτηρία. «Τι θα πει ‘’σωτηρία’’; Δεν την καταλαβαίνομε». Καμία αίσθηση περί αμαρτίας.
Έρχεται, όμως, η σημερινή ευαγγελική περικοπή, όπως σας είπα, του Ιωάννου, που ακούσαμε εκείνον τον θαυμάσιον διάλογον του Κυρίου μετά της Σαμαρείτιδος γυναικός, να δώσει την απάντηση. Λέγει ο Κύριος εις την Σαμαρείτιδα γυναίκα: «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Πνεύμα ο Θεός. Δεν ταυτίζεται ο Θεός με την Δημιουργία. Δεν υπάρχει πανθεϊσμός. Αυτό θα πει πανθεϊσμός. Η ταύτιση του Θεού με την Δημιουργία. Σήμερα δε πάρα πολλοί, εις τον δυτικόν κόσμον, βαπτισμένοι Χριστιανοί, είναι πανθεϊσταί. Και εις ημάς τους Έλληνες. Είναι πανθεϊσταί. Θέλετε ακόμη; Ο Μασονισμός στην πραγματικότητα είναι πανθεϊσμός.
Αλλά και κάτι ακόμη. Όταν ο Μωυσής ερώτησε τον Κύριον, εκεί στην φλεγομένη βάτο, ποιο ήταν το Όνομά Του, ο Κύριος απήντησε: «Ὁ ὢν». Ρώτησε, γιατί στην Αίγυπτο είδε ότι οι Αιγύπτιοι έδιναν ονόματα εις τους θεούς των. «Όταν λοιπόν Εσύ, Κύριε, με στέλνεις εις την Αίγυπτον να μιλήσω για Σένα εις τους συμπατριώτες μου – ήσαν ήδη 430 χρόνια εκεί και είχαν οι Εβραίοι αφομοιώσει πολλά από τους Αιγυπτίους- τι να τους πω; Ποιο είναι το όνομά Σου;». Και απαντάει ο Κύριος: «Ὁ ὢν». Η μετοχή του εἰμί. Ο υπάρχων!
Με αυτές τις δύο τώρα αφετηρίες, αυτά που λέγει ο Κύριος εις την Σαμαρείτιδα γυναίκα, ότι ο Θεός είναι Πνεύμα, κι εκείνο που ο Μωυσής μας παρέδωσε, που του είπε ο Θεός: «Ἐγώ εἰμί ὁ Ὢν», με αυτές τις δύο θέσεις ξεκινούμε να δούμε το θέμα λιγάκι πιο κοντά.
Όταν λέγει «ὁ Ὢν», ο Υπάρχων, αυτό σημαίνει ότι είναι Θεός υπάρχων, Θεός ζωντανός. Είναι στον Ενεστώτα, η μετοχή στον Ενεστώτα. Ο υπάρχων. Δηλαδή πάντοτε υπήρχε. Και χθες και σήμερα και αύριο θα υπάρχει ο Θεός. Ο Ένας, ο υπάρχων, διαρκώς ο υπάρχων. Και συνεπώς ένας Θεός χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Αφού πάντα υπήρχε, πάντα υπάρχει και πάντα θα υπάρχει. Είναι δηλαδή άναρχος. Και να είμαι ακριβέστερος, είναι Αΐδιος· Αΐδιος, θα πει αυτός που δεν έχει ούτε αρχήν, ούτε τέλος. Καταχρηστικά λέμε τον Θεόν αιώνιον. Αιώνιοι θα είμαστε εμείς. Αλλά εμείς θα είμεθα αιώνιοι ως προς το μέλλον, αλλά ως προς το χθες υπήρξαμε, δεν υπήρχαμε πρώτα. Έχομε αρχήν. Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός «αιώνιος» εκφράζει αυτό το οποίον δεν υπήρχε και τώρα υπάρχει. Και δεν θα τελειώσει. Ο Θεός λοιπόν είναι Αΐδιος. Ξαναλέγω, καταχρηστικά λέμε τον Θεόν «αιώνιον». Άνευ αρχής και άνευ τέλους. Και είναι συγκεκριμένος Θεός. «Ὁ Ὢν». Με άρθρο. «Ὁ Ὢν». Ο υπάρχων. Και έρχεται σ’ αυτήν την αλήθεια τώρα της Παλαιάς Διαθήκης, να προστεθεί και η αλήθεια της Καινής Διαθήκης.
Όταν λέμε «ο υπάρχων» πρέπει να πούμε ότι είναι Θεός προσωπικός. Είναι πρόσωπον. Διότι αλλιώτικα δεν θα ήταν δυνατόν ποτέ να είναι ένας Θεός που να έχει αντίληψη του εαυτού Του και του περιβάλλοντός Του. Είναι πρόσωπον ο Θεός. Το ακούσατε; Είναι πρόσωπον. Κοιτάξτε πού φθάνει η ανοησία των ανθρώπων… Όπως οι Τέκτονες λένε ότι ο ήλιος είναι ο Μέγας Αρχιτέκτων του Σύμπαντος. Αλλά ο ήλιος δεν έχει γνώση του εαυτού του. Δεν έχει συνείδηση του εαυτού του. Ο ήλιος ξέρει ότι είναι ο ήλιος; Προφανώς όχι. Είναι πρόσωπον ο ήλιος; Προφανώς όχι. Εδώ ο Θεός, «ὁ Ὢν», είναι συγκεκριμένος και προσωπικός Θεός.
Και τι λέγει τώρα η Καινή Διαθήκη που σας είπα; Ότι ο Θεός είναι Πνεύμα. Τι θα πει αυτό; Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Οὐδέν ἄλλο δηλοῖ ἤ τό ἀσώματον». «Δεν φανερώνει τίποτ΄ άλλο, παρά ότι ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με τον υλικόν κόσμον». Δηλαδή δεν είναι ύλη. Ο Θεός δεν είναι ο κόσμος. Σας είπα προηγουμένως, δεν ταυτίζεται με τον κόσμον. Δεν είναι η Δημιουργία ο Θεός. Δεν είναι η ύλη. Δεν είναι οι δυνάμεις της φύσεως. Ο Θεός είναι έξω από όλα. Όπως ένα παράδειγμα που λέγεται, δεν είναι δικό μου το παράδειγμα, όπως ο ζωγράφος είναι έξω από τον μουσαμά του που ζωγραφίζει. Βάζει την σφραγίδα του την καλλιτεχνική επάνω εις τον μουσαμά που ζωγραφίζει, αλλά δεν είναι μέσα στον μουσαμά ο ζωγράφος.
Δηλαδή ο Θεός δημιουργεί τον κόσμον, αλλά η ουσία του Θεού είναι έξω από την ουσία της Δημιουργίας. Η Δημιουργία είναι κτιστή. Ο Θεός είναι άκτιστος. Η ουσία της Δημιουργίας είναι κτιστή. Η ουσία του Θεού είναι άκτιστος. Ο Θεός είναι Πνεύμα. Όχι απλώς ένα πνεύμα. Αλλά το ὄντως ὅν.
Είναι χαρακτηριστικόν ότι τελικά ο Θεός μίλησε για την ύπαρξή Του, αλλά δεν έδωσε συγκεκριμένο όνομα, όπως ζήτησε ο Μωυσής, που θα του ζητούσαν πιθανώς οι Εβραίοι εις την Αίγυπτον, μαθημένοι από τους Αιγυπτίους. Γιατί; Ο Θεός, αγαπητοί μου, δεν έχει όνομα. Λέγεται Κύριος. Ο Κύριος. Δεν έχει όνομα. Μάλιστα προοδευτική η αποκάλυψις. Λέγει ο Θεός εις τον Μωυσέα ότι: «Το όνομά Μου το απεκάλυψα εις τον Αβραάμ. Ποιο όνομα; ‘’Θεός’’! Σε σένα, σου αποκαλύπτω τώρα προοδευτικά το όνομά μου, που είναι: ‘’Κύριος’’». Κανένα, τίποτε άλλο. Αυτό το «Γιαχβέ» ή «Ιεχωβά», που το λένε, μία κακή μετάφρασις, Γιαχβέ θα πει Κύριος. Ο Θεός δεν έχει όνομα. Γιατί δεν έχει όνομα; Επειδή υπέρκειται παντός ονόματος και πράγματος. Όταν δίδω σε κάτι όνομα, σημαίνει αυτό το κατακτώ. Αλλά δεν μπορώ να κατακτήσω τον Θεόν. Και συνεπώς είναι ανώνυμος. Άρα τι είναι. Είναι το υπέρ παν, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, είναι «τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα». Το όνομα εκείνο, το ανέκφραστο, το ανείπωτο, πάνω από όλα τα ονόματα. Η απόδοσις του ονόματος ταυτίζεται με την κατάκτηση του προσώπου, του αντικειμένου, αλλά ο Θεός δεν κατακτάται. Γι΄αυτό δεν μπορούμε να δώσουμε όνομα στον Θεόν.
Όταν, αγαπητοί μου, ο Μανωέ, ο πατέρας του Σαμψών, είδε εκείνο το όραμα του αγγέλου, κι αυτός ο άγγελος ήταν ο Θεός Λόγος, σε πόσα σημεία δεν τον ανακαλύπτομε τον Θεόν Λόγον πριν ενανθρωπήσει, βρίσκεται στη μέση της φλογός. Άναψε φωτιά ο Μανωέ, θυσία. Κάποια στιγμή βλέπει αυτόν που του μιλούσε προηγουμένως, μέσα στην φλόγα! Τρόμαξε ο Μανωέ. Του λέει: «Τί τὸ ὄνομά σοι;». «Ποιο είναι το όνομά Σου;». «Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου -Ποιος είναι αυτός ο ἄγγελος είπαμε; Ο «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος». Ο μετέπειτα Κύριος Ιησούς Χριστός- · εἰς τί τοῦτο ἐρωτᾷς τὸ ὄνομά μου; καὶ αὐτό ἐστι θαυμαστόν». «Τι ρωτάς τ’ Όνομά μου; Κι αυτό», λέει, «είναι θαυμαστόν».
Και προσθέτει ο Κύριος στην Σαμαρείτιδα: «Καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Ναι. Εφόσον ο Θεός είναι πνεύμα, πολύ φυσικόν είναι και η λατρεία Του να είναι πνευματική. Βέβαια, δεν αποκλείεται η λατρεία του Θεού να υπάρχει με γνωρίσματα εξωτερικά. Τελέσαμε την Θεία Λειτουργία. Αυτά είναι γνωρίσματα εξωτερικά. Αλλά εννοείται λατρεία με όλες τις υποδομές της ψυχής, τη λογική, το συναίσθημα και τη βούληση. Ολόκληρος ο άνθρωπος θα λατρεύσει τον Θεόν. Κατά το «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου». Αυτό είναι.
Οι Πατέρες μας λέγουν ότι όταν ο Κύριος είπε «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» -προσέξατέ το αυτό το σημείο- εννοούσε κατά μυστικόν τρόπον τα εξής: Το «ἐν πνεύματι » είναι το Πνεύμα το Άγιον. Πνεύμα ο Θεός, αλλά το τρίτο Πρόσωπο λέγεται Πνεύμα. Συνεπώς είναι κάτι ξεχωριστό· το Οποίον, Αυτό μας οδηγεί προς τον Υιόν. Και αναφέρεται στο «ἐν ἀληθείᾳ». «Ἐν ἀληθείᾳ» τι θα πει; Είναι ο Χριστός. «Εγώ είμαι η Αλήθεια και η Ζωή». Δεν μπορείς να προσκυνήσεις τον Θεό, παρά δια του Αγίου Πνεύματος, δια του Ιησού Χριστού, τον Πατέρα. Δηλαδή με άλλα λόγια, θα προσκυνήσεις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Αυτός είναι ο Θεός. «Οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν –λέει ο Παύλος- Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Δεν μπορεί κανείς να δεχθεί την θεότητα του Ιησού Χριστού παρά μόνον αν έχει το Πνεύμα του Θεού. «Και κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα -το είπε ο Χριστός- εἰ μή δι΄ἐμοῦ». Εάν δεν τον ελκύσει ο Υιός, δεν πηγαίνει προς τον Πατέρα.
Έτσι, λοιπόν, αγαπητοί μου, όσο ποτέ άλλοτε έχομε ανάγκη σήμερα της γνώσεως του αληθινού αγίου Τριαδικού Θεού. Ο φοβερός Οικουμενισμός έρχεται σαν οδοστρωτήρας να ισοπεδώσει τα πάντα. Η έννοια του Οικουμενισμού σήμερα κινείται προς όλας τας κατευθύνσεις. Είτε πούμε «εποχή οικουμενοποιήσεως», είτε πούμε «εποχή παγκοσμιοποιήσεως» είναι το ίδιο πράγμα. Και είναι σε όλα τα πράγματα. Και είναι ο δρόμος, η λεωφόρος που θα οδηγήσει προσεχώς, προσεχέστατα εις τον Αντίχριστον. Αυτή είναι παρακαλώ η παγκοσμιοποίησις. Οδηγεί εις τον Αντίχριστον. Για να κυβερνήσει όλον τον κόσμον. Να βοηθηθεί προς τούτο.
Οι Πατέρες μάς λέγουν ότι οι Χριστιανοί των εσχάτων θα υποστούν μαρτύρια, που τα παλαιά μαρτύρια, λέγει, των Χριστιανών, ωχριούν. Μόνον όποιος κρατήσει την ορθόδοξο πίστη του θα σωθεί. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να διατηρούμε αυτή μας την πίστη. Και να την αυξάνομε κατά το «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Και συμπληρώνει ο Κύριος στην Αποκάλυψη τελειώνοντας: «᾿Ιδοὺ ἔρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον αὐτοῦ ἔσται». Λοιπόν, καιρός δεν μένει. Είναι πλέον ορατά τα σημάδια του ερχομού του Χριστού. Ορθοί λοιπόν στην πίστη και στη ζωή όλη μας. Αγαπητοί, όλοι μας! Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_799.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ [:Πράξεις 11, 19-30]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 12-5-1996]
(Β335β)
Μας περιγράφει, αγαπητοί μου, ο ευαγγελιστής Λουκάς, τις πρώτες ημέρες της ζωής της Εκκλησίας, μετά την Πεντηκοστή. Και γράφει, όπως ακούσαμε εις το σημερινόν αποστολικόν ανάγνωσμα που είναι από τις Πράξεις: «Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας». Δηλαδή μετά από τον λιθοβολισμόν του Στεφάνου, έπεσε ένας φόβος εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ. Έφυγαν πολλοί. Όχι οι Απόστολοι. Έφυγαν πολλοί, διεσπάρησαν, λέγει. Και άρχισαν να κηρύσσουν Χριστόν εις την ύπαιθρον. Κι εδώ βλέπομε ότι ήδη το κήρυγμα του Ευαγγελίου έφθασε εις την Φοινίκην, έφθασε εις την Κύπρον και εις την Αντιόχειαν. Και τότε αντελήφθησαν ότι ήδη το κήρυγμα του Ευαγγελίου είχε φθάσει εις την Κύπρο και την Αντιόχεια, αντελήφθησαν οι Απόστολοι, που είχαν μείνει μέσα εις την πόλιν και βέβαια εν συνέχεια ενήργησαν σχετικά.
Ωστόσο, πώς ακριβώς διεδόθη το Ευαγγέλιον…, ανώνυμοι το διέδωσαν. Γράφει πάλι ο Λουκάς: «Τινές ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν». Ένα είναι γεγονός ότι εξεδηλώθη μία προκοπή πέρα ως πέρα από κάθε προσδοκία τους διά την διάδοσιν του Ευαγγελίου. Είχαν μείνει έκπληκτοι εκείνοι που διέδιδαν το Ευαγγέλιο. Σας είπα: ανώνυμοι. Σημειώνει ο Λουκάς μια πολύ χαρακτηριστική φρασούλα: «Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν». «Ήταν», λέει, «χέρι Κυρίου μαζί τους». Είναι μία εβραϊκή έκφρασις που σημαίνει βοήθεια. Βοήθεια του ουρανού.
Αν έχετε προσέξει στην Αγιογραφία μας, πολλές φορές από μία εικόνα ενός αγίου ή κάποιων αγίων, να βγαίνει από τη γωνία του όλου πλαισίου της εικόνος, από τη γωνία την αριστερή συνήθως, μπορεί όμως και από τη δεξιά, να βγαίνει ένα χέρι και να ευλογεί. Αυτή είναι η χειρ Κυρίου, που δίνει ευλογία. Εικονογραφικώς έτσι παριστάνεται.
Ένα κήρυγμα λοιπόν, μία ιεραποστολική προσπάθεια, είχε εδώ όλη την ευλογία του Θεού. Ξεκίνησε δηλαδή όπως βλέπουμε σαφώς και ο Ευαγγελισμός του κόσμου, του εθνικού κόσμου. Γι΄αυτό επέτρεψε ο Θεός, ένας λόγος, δεν είναι ο μόνος, τον διασκορπισμόν των χριστιανών από την Ιερουσαλήμ, με τον λιθοβολισμόν του Στεφάνου, ακριβώς διότι, ενώ τους είπε ο Κύριος να ξεχυθούν μετά την Πεντηκοστή, έμεναν ακόμα εις τα Ιεροσόλυμα. Βλέπετε ότι όταν κάποτε ο Θεός θέλει κάτι, ενώ μας το παρήγγειλε, μετά δημιουργεί έναν βίαιο τρόπο. Μην τρομάζομε. Είναι μέσα στο σχέδιο του Θεού αυτός ο βίαιος τρόπος, να μας ταρακουνήσει, όπως λέμε στη γλώσσα μας, να μας ξυπνήσει, να αντιληφθούμε μερικά πράγματα. Και τούτο διότι ο Κύριος είπε εις τους μαθητάς Του την ημέρα της Αναλήψεώς Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». «Και να τους διδάσκετε όλα να τα φυλάττουν, εκείνα που σας παρήγγειλα Εγώ», λέει ο Κύριος. Έτσι λοιπόν ξεκινά το κήρυγμα του Χριστού, με πολλή καρποφορία και με πολλή ευλογία. Σας υπενθυμίζω: «Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν».
Τίθεται όμως το ερώτημα: Αυτά γράφτηκαν, αυτά διαβάστηκαν, αυτά ακούστηκαν σήμερα στην Εκκλησία. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Αυτή η ευλογία της διαδόσεως του Ευαγγελίου, διετήρησε την ίδια θερμότητα μέσα εις τους είκοσι διαρρεύσαντας αιώνας; Δυστυχώς όχι. Είναι γνωστό ότι κανείς κάποτε στους τρεις, τέσσερις πρώτους αιώνες δεν εγίνετο δεκτός εις την Εκκλησίαν – και δεκτός με την έννοιαν να παρίσταται εις την Θείαν Λειτουργίαν, και με την έννοια ότι ηδύνατο να κοινωνήσει, ένα απομεινάρι της εποχής είναι το «Τάς θύρας, τάς θύρας…». Ήταν παράγγελμα αυτό. Τεχνικό παράγγελμα. «Κλείστε τις πόρτες, θυρωροί, κλείστε τις πόρτες! Ουδείς αμύητος, ουδείς κατηχούμενος». Έπρεπε μόνον να είναι οι πιστοί μέσα εις την Εκκλησίαν. Έτσι βλέπομε ότι υπήρχε μία αυστηρότητα εις το θέμα αυτό.
Κανείς λοιπόν δεν εγίνετο δεκτός μη βαπτισθείς εις την Εκκλησίαν. Αλλά για να βαπτιστεί έπρεπε να δεχθεί την Κατήχησιν. Το βάπτισμα συνήθως ακολουθούσε την Κατήχησιν. Και όπου εκρίνετο βέβαια επαρκής η Κατήχησις, γιατί μπορούσε -ας χρησιμοποιήσω μία σύγχρονη έκφραση- να μείνει κανείς μεταξεταστέος· διότι ύστερα από μία μακρά κατήχηση, μηνών, έτους, ετών, ήρχετο επίσκοπος και έκανε εξετάσεις, ούτως ειπείν «Πες μου εσύ αυτό, πες μου εσύ εκείνο», κι αν κάποιος δεν εγνώριζε την Κατήχησιν, τότε ανεβάλλετο η βάπτισή του για την προσεχή φορά. Και η βάπτισις, όπως είναι γνωστό, εγίνετο χοντρικά, μία φορά τον χρόνο, δύο φορές τον χρόνο. Χριστούγεννα έως Θεοφάνια, γι΄αυτό λέμε αντί του Τρισαγίου ύμνου «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε» προς τιμήν των το λέμε αυτό, και το Πάσχα. «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Αἰνεῖτε τὸν Θεὸν, ἀλληλούια».
Έτσι, υπήρχε μία αυστηρότης. Γι΄αυτό είχαμε και σπουδαίους Χριστιανούς. Και όπως είπε κάποιος: Από την πόρτα, λέγει, έμπαιναν οι Κατηχούμενοι, δηλαδή προκειμένου να βαπτιστούν εις την Εκκλησίαν, αφού εδέχθησαν δαψιλή, λιπαρά Κατήχηση, αν θέλετε να δείτε ένα δείγμα της Κατηχήσεως των Κατηχουμένων, πάρτε παρακαλώ τον τόμον εκείνον που αναφέρεται στις «Κατηχήσεις» του αγίου Κυρίλλου, είναι γραμμένες το 350 μ. Χ. να δείτε τι ζητούσε ο άγιος Κύριλλος και τι έπρεπε να μάθουν οι Κατηχούμενοι. Ένα μικρό απόσπασμα του περιεχομένου βρίσκεται και εις τις Αποστολικές Διαταγές. Ας είναι. Θέματα και δόγματος, θέματα δε και ήθους. Δεν μπορείς να είσαι ανήθικος. Πρέπει να μάθεις γιατί δεν πρέπει να είσαι ανήθικος. Αλλά και θέματα δόγματος. Ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, τούτο, εκείνο, εκείνο, εκείνο.
Αυτή ήταν η αρχή της Εκκλησίας μας, που έλαμψε. Γιατί όπως σας είπα, από τη μία πόρτα έμπαιναν οι βαπτισμένοι αφού είχαν λιπαράν κατήχησιν, για να βγουν, λέει από την άλλην πόρταν της Εκκλησίας ως μάρτυρες. Αυτή όμως η αρχή της Εκκλησίας, εχαλάρωσε. Μετά από την ανάδειξη του Χριστιανισμού ως επισήμου θρησκείας του κράτους. Έτσι έφθασε να προηγείται το Βάπτισμα και να ακολουθεί η κατήχησις. Αλλά τότε η κατήχησις άρχισε να αμελείται. «Ε καλά… ε, καλά, θα…». Δεν υπήρχε εκείνο που θα κινούσε να προωθήσει η απουσία του Βαπτίσματος. Αυτή δε η κατάστασις έφθασε να δημιουργήσει μία χαλαρότητα και ήθους και πίστεως εις τα μέλη της Εκκλησίας μας. Και η κατήχησις απέβλεπε βεβαίως στη γνώση του δόγματος, αλλά και εις την διόρθωσιν του βίου.
Τι κόσμο βρήκε ο Χριστιανισμός; Τον γνωστό μας εθνικόν κόσμον. Ειδωλολατρικόν, με πλήθος ελαττώματα, κακίας και πάθη. Αυτά έπρεπε να διορθωθούν. Με την παραμέληση όμως της Κατηχήσεως, άρχισαν και οι ανάλογοι καρποί. Άγνοια του δόγματος της πίστεως και ημελημένος βίος. Κι όπως έγραψε κάποτε κάποιος, συγκεκριμένα ο μακαριστός Τρεμπέλας στην Κατηχητική του ότι μέσα σε ένα μεγάλο καζάνι που έβραζε το νερό, ξαφνικά, λέγει, απότομα, χύθηκε μία πολύ μεγάλη ποσότητα κρύου νερού. Και κόπηκε η βράση. Αυτό συνέβη. Έτσι βλέπομε στη Ρωσία, επί παραδείγματι, που εκατηχήθη ορθοδόξως, αλλά κατηχήθηκε πολύ χοντρικά, έσπευδαν να βαπτιστούν στα ποτάμια όλος ο λαός, ομαδικά ομαδικά. Δεν έμεναν περιθώρια κατηχήσεως. Αλλά και στον δικό μας εδώ χώρο τον Ελληνικό, τα ίδια. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί, ούτε βίο διόρθωσαν, ούτε γνώση πίστεως απέκτησαν. Και κόπηκε η βράση. Δηλαδή ο ζήλος, εκείνος ο ενθουσιασμός, εκείνο το «Είμαι Χριστιανός». Γιατί μου κόστισε να είμαι Χριστιανός.
Και η κατήχησις μετά το Βάπτισμα, κατοπινά, είτε γίνεται με την μορφήν εφεξής, τουλάχιστον εις τον χώρον τον δικό μας, με την μορφή των κατηχητικών μαθημάτων, είτε δεν γίνεται καθόλου. Λέμε «έχομε κατηχητικά σχολεία. Πρέπει να πάει το παιδί στο Κατηχητικό σχολείο». Αλλά πόσα παιδιά πάνε στο σχολείο; Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο; Όσα παιδιά πηγαίνουν τώρα στο σχολείο, πηγαίνουν άλλα τόσα παιδιά στο κατηχητικό σχολείο; Αυτά λοιπόν όλα τα παιδιά, δεν πήραν κατήχηση και δεν θα την πάρουν ποτέ. Και εκεί που γίνεται η κατήχησις, είτε σαν συχνότητα, τι είναι; Μία ώρα την εβδομάδα είναι…· είτε σαν περιεχόμενο, το έχομε ζήσει το περιεχόμενο της κατηχήσεως, μάλιστα έφθασε εις τα ανώτερα κατηχητικά σχολεία να έχει περισσότερον πολιτιστικόν χαρακτήρα η κατήχησις και ολιγότερον πνευματικό χαρακτήρα ή και καθόλου. Γιατί, λέει, οι ανάγκες σήμερα είναι πολιτιστικές… κλπ κλπ. Μα τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για χριστιανική κατήχηση. Όλα αυτά λοιπόν δείχνουν ότι το περιεχόμενο της Κατηχήσεως είναι ανεπαρκέστατο.
Και οι επιπτώσεις; Βαρύτατες. Ο λαός μας, ο ορθόδοξος λαός μας, ζει δυστυχώς σε μία παχυλή άγνοια. Και το ήθος του; Ω, το ήθος…! Είναι θέμα πολλών δακρύων. Είναι βαθύτατα κοσμικό. Έτσι έχομε, αποκτήσαμε τους Χριστιανούς μας με εκκοσμικευμένην νοοτροπίαν. Είναι γνωστό δε ότι ο εκκοσμικευμένος τρόπος ζωής δεν σώζει. Προσέξατέ το. Δεν σώζει. Δεν μπορούμε να έχομε σωτηρία. Έτσι, απ’ αυτούς τους εκκοσμικευμένους Χριστιανούς μας, ένας αριθμός, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει θεμελίωσις, δεν υπάρχει γνώσις, ένας αριθμός λοιπόν παρασύρεται στις αιρέσεις, αλλά και σε ενδοκοσμικά θρησκεύματα. Βλέπετε σήμερα τους Έλληνες Ορθοδόξους να στρέφονται στον Ινδουισμό και όπου αλλού. Είπαμε ότι είναι ενδοκοσμικές θρησκείες. Γιατί; Γιατί τον Θεό, τον τοποθετούν όλες αυτές οι θρησκείες, εντός του κόσμου. Και είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένας πανθεϊσμός.
Αλλά, αλλά αυτό το κακέκτυπον ιουδαϊκής θρησκείας, που δεν υπάρχει η ιουδαϊκή θρησκεία, απλώς είναι το προοίμιο του Χριστιανισμού, εν τοιαύτη περιπτώσει, έτσι το συνηθίζουν να το λένε, ξαναλέγω, ένας είναι ο Θεός, και αφού είναι ένας ο Θεός, είναι μία η θρησκεία. Ο Θεός του Ισραήλ, ο Άγιος του Ισραήλ είναι ο Θεός της Καινής Διαθήκης. Αναμφισβήτητα. Αλλά θέλησαν να τα χωρίσουν. Έτσι θέλησαν πιο πολύ οι Εβραίοι. Γιατί δεν απεδέχθησαν την Καινή Διαθήκη. Όμως είναι μία η θρησκεία, ένας ο Θεός. Έτσι έχομε ένα κακέκτυπον, κατασκευασμένο κάπου τον 8ον αιώνα μ.Χ. από τον Ιουδαϊσμό, από τον Χριστιανισμό και από ντόπιες παραδόσεις Αραβικές και έχομε τον διαβόητον Ισλαμισμόν. Στην Ευρώπη, οὐχ ἧττον και στην Ελλάδα, ξεκινούν οι άνθρωποι να προσέλθουν εις τον Ισλαμισμόν. Σας κάνει εντύπωση; Προ ολίγων ετών, όχι πολλών, έγινε παρουσίαση της ελληνικής μεταφράσεως του Κορανίου, στον «Παρνασσό» των Αθηνών -ο «Παρνασσός» είναι ένα φιλολογικόν ίδρυμα – σε μία μεγάλη αίθουσα, δηλαδή παρόντος και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, και εχρηματοδοτήθη αυτή η μετάφρασις από κάποιον εφοπλιστή. Ακούσατε;
Ένας αριθμός ακόμη, ζει μια…,ο μεγαλύτερος, μια ανέμελη ζωή. Δεν βαριέσαι! Κάνει τον σταυρό του, τον κάνει δε κακεκτύπως τον σταυρόν του, χωρίς βεβαίως καμίαν, μα καμίαν υποψίαν αλλαγής. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καν υποψία του Χριστιανισμού, τι είναι ο Χριστιανισμός…Και τελευταία, ένας αριθμός, επόμενον είναι, να ασχολείται με τον σατανισμόν και την σατανολατρίαν και μάλιστα η νεότερη γενεά μας, με κοινωνικές επιπτώσεις. Να πω πολύ δυσάρεστες; Ο Θεός να βάλει το χέρι Του. Είμεθα μάρτυρες και γνώσται όλοι.
Τι πρέπει να γίνει; Καλλιέργεια της κατηχήσεως και του κηρύγματος. Το κήρυγμα πρέπει να είναι κατήχησις. Πρέπει να είναι μάθημα. Από το μανθάνω, μαθαίνω. Το κήρυγμα δεν είναι διακοσμητικόν στοιχείον, που θα το λέμε στα πανηγύρια και στις γιορτές. Και να είναι λίγα λεπτά, ίσα και μόνα να καλύψουμε το επίπεδο της εορτής, με τη λειτουργία την πανηγυρική, με την αρτοκλασία – δεν λείπουν να το σημειώνουν αυτό, ότι έχει και αρτοκλασία στη γιορτή- και με ένα κήρυγμα ολίγων λεπτών. Συνήθως ως διακοσμητικόν. Τίποτε άλλο. Αχ, άνθρωποί μου, έχετε μικρόφωνο στα χέρια σας και μιλάτε τον λόγο του Θεού από κάπου, ένας τόπος που πανηγυρίζει, η Αθήνα, δεν ξέρω πού, και μάλιστα από το πρώτο πρόγραμμα, το λεγόμενον «Κρατικό πρόγραμμα», και δεν λέτε τίποτα; Τι λόγο θα δώσετε; Το κήρυγμα είναι μάθημα. Δεν έγινε η κατήχησις. Αλλά και αν έγινε η κατήχησις, όπως στην αρχαιότητα, θα πρέπει να ανανεώνεται αυτή η κατήχησις, γιατί ποτέ δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε φθάσει σε μίαν επάρκειαν. Πάντως πρέπει να ξεκινήσει το κήρυγμα ως μάθημα. Η κατήχησις σωστά. Αν θέλουμε να δούμε καλύτερες εκκλησιαστικές ημέρες.
Και το θέμα είναι πρώτιστα θέμα αγάπης εις τον Ιησούν Χριστόν. Αν αγαπάς τον Χριστό, σίγουρα μεταδίδεις στον πλαϊνό σου τον Χριστόν. Ο Κύριος, δε, αποτεινόμενος μετά την Ανάστασή Του στον Απόστολο Πέτρο, του λέγει: «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων;». Και παίρνει την απάντηση: «Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε». Συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ. Επειδή είχε τριπλήν άρνησιν. Τι του είπε ο Κύριος; «Βόσκε τά ἀρνία μου». Δηλαδή «να κάνεις ποιμαντική». «Βόσκε τά ἀρνία μου», τους χριστιανούς. Επανελήφθη δεύτερη και τρίτη φορά αυτή η ερώτησις. Και στην καταφατική απάντηση του Πέτρου, ο Κύριος απαντούσε: «Ποίμαινε τά πρόβατά μου» στη δεύτερη απάντησή του. Και στην τρίτη: «Βόσκε τά ἀρνία μου». «Μ΄αγαπάς; Να ασκήσεις ποιμαντική».
Πώς ασκείται η ποιμαντική; Με το κήρυγμα, με την κατήχηση, με τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Παρατηρούμε λοιπόν ότι η Ποιμαντική, δηλαδή η ιεραποστολή, συνδέεται με την αγάπη του Χριστού. Αγαπάς τον Χριστό; Θα ασκήσεις ιεραποστολή. Αν αγαπάς τον πλησίον σου, θα ευαγγελιστείς εις αυτόν τον Χριστόν.
Σήμερα όμως τίθεται το ερώτημα: Αυτή η αγάπη υπάρχει; Μήπως απεψύγη; Μήπως πάγωσε; Που λέει ο Χριστός: «Στις εσχάτες μέρες η αγάπη των πολλών θα ψυγεί», δηλαδή θα κρυώσει, θα παγώσει. Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, έγραφε: «Ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοι καύχημα· ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται (μου είναι ανάγκη)· οὐαὶ δὲ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι». «Αλίμονό μου», λέει, «εάν δεν ευαγγελίζομαι, εάν δεν κηρύσσω το Ευαγγέλιο».
Ο δε 58ος κανόνας των Αγίων Αποστόλων, εντέλλεται τα εξής: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἀμελῶν τοῦ κλήρου ἢ τοῦ λαοῦ, καὶ μὴ παιδεύων αὐτοὺς τὴν εὐσέβειαν,(δεν παιδαγωγεί τον λαό εις την ευσέβεια, δηλαδή εις τον Χριστιανισμόν, δηλαδή δεν κάνει κατήχηση), ἀφοριζέσθω (δηλαδή να μην κοινωνεί)· ἐπιμένων δὲ τῇ ἀμελείᾳ καὶ ῥᾳθυμίᾳ καθαιρείσθω(Εάν όμως επιμένει σε αυτήν την αμέλεια, τότε, ή ο Επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος πρέπει να καθαιρείται)». Τι θα λέγαμε; Εάν υπάρχουν πρεσβύτεροι ή επίσκοποι που εμποδίζουν στον χώρο τους να ακουστεί ο λόγος του Θεού; Εμποδίζουν! Είναι εκείνος ο άλλος λόγος που είπε ο Χριστός: «Ούτε αυτοί μπαίνουν στη Βασιλεία, αλλά κι εκείνοι που θέλουν να μπουν, τους εμποδίζουν». Στην ερμηνεία του δε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σε αυτόν τον κανόνα, βάζει μια φρασούλα, δηλαδή «να διδάσκει καθ’ εκάστην», λέει. Κάθε μέρα. Με ποικίλες μορφές. Είτε κήρυγμα από άμβωνος, είτε στην Εξομολόγηση, είτε στην Κατήχηση, είτε κατ’ ιδίαν. Δεν έχει σημασία. Και ο Απόστολος Παύλος στην Έφεσο που έμεινε τρία χρόνια, έκανε και κατ’ ιδίαν κατήχησιν.
Αλλά εάν υποχρεούται ο κληρικός να διδάσκει, αγαπητοί μου, τον λαό και ο λαός πρέπει να προσέρχεται στη διδασκαλία, είναι δίκαιο. Φροντίζουμε για σας. Εσείς πώς ακούτε; Έρχεστε να ακούσετε; Και μόνο τότε έρχεται η ευλογία του Κυρίου. Γι΄αυτό ο λαός ποτέ δεν πρέπει να απουσιάζει από τον λόγο του Θεού. Γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Εβραίους: «Μὴ ἐγκαταλείποντες τὴν ἐπισυναγωγὴν ἑαυτῶν(τη συγκέντρωσή σας), καθὼς ἔθος τισίν» κ.λπ. «Όπως είναι συνήθεια», λέει, σε μερικούς να εγκαταλείπουν την επισυναγωγή, τη συγκέντρωση, να ακούσουν τον λόγο του Θεού». Και για την αμέλεια του λαού, γράφει ο Παύλος πάλι εις τους Εβραίους: «Καὶ γὰρ ὀφείλοντες εἶναι διδάσκαλοι διὰ τὸν χρόνον (τόσον καιρό ακούτε· οφείλατε να είσαστε διδάσκαλοι), πάλιν χρείαν ἔχετε τοῦ διδάσκειν ὑμᾶς τινα τὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχῆς τῶν λογίων τοῦ Θεοῦ(τα στοιχειώδη, λέει, από τη Θεολογία, τα στοιχειώδη), καὶ γεγόνατε χρείαν ἔχοντες γάλακτος καὶ οὐ στερεᾶς τροφῆς». «Και είσαστε πάλι στην ανάγκη να πίνετε γαλατάκι και όχι στερεά τροφή».
Και κάτι που πρέπει να σχολιάσουμε. Όταν ακούστηκε ότι η Αντιόχεια δέχτηκε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, τότε οι Απόστολοι, όπως σας είπα, είχαν μείνει στα Ιεροσόλυμα, έστειλαν τον Βαρνάβαν να δει τι γίνεται. Ο άνθρωπος ήταν και Κύπριος. Όταν είδε την κίνηση στην Αντιόχεια, χάρηκε. Ακούστε πώς το γράφει ο Λουκάς: «Καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ». Χάρηκε. Και είπε: «Μπράβο, με την καρδιά σας, έτσι προσμένειν τῷ Κυρίῳ». Είδατε; Χάρηκε. Γιατί; Για την προκοπή του Ευαγγελίου. Δεν φθόνησε. Γιατί ο φθόνος υπάρχει σε κάθε εποχή. Και μπορεί να προσβάλει τον εργάτη του Ευαγγελίου. Συνήθως έτσι γίνεται. Και ο Κύριος έγινε αντικείμενον φθόνου των διδασκάλων του Ισραήλ. Και το λέμε αυτό γιατί έντονα ζούμε αυτόν τον φθόνον. Συνήθως ο εργάτης του Ευαγγελίου, που φθονεί, δεν καθάρισε την καρδιά του, δεν είναι αγιασμένος άνθρωπος.
Και δικαιολογεί για τη συμπεριφορά αυτή του Βαρνάβα ο Λουκάς: «Ὃτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως». Αυτός ήτο ο Βαρνάβας. Αγαθός άνθρωπος. Γεμάτος από Πνεύμα Θεού. Πώς μπορούσε να φθονήσει; Ο δε Παύλος παραπονείται: «Τινές μὲν καὶ διὰ φθόνον καὶ ἔριν (γκρίνια, μάλωμα, τσακωμοί…), τινὲς δὲ καὶ δι’ εὐδοκίαν τὸν Χριστὸν κηρύσσουσιν· Τί γάρ; (Ε, και;). Πλὴν παντὶ τρόπῳ, εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστὸς καταγγέλλεται. (Τι με νοιάζει;, λέει, στο τέλος- τέλος. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για τον εαυτό τους. Εμένα ένα με ενδιαφέρει. Ότι ο Χριστός καταγγέλλεται, κηρύσσεται). Καὶ ἐν τούτῳ χαίρω, ἀλλὰ καὶ χαρήσομαι». «Σ΄αυτό το πράγμα χαίρομαι και θα χαρώ».
Αγαπητοί, σήμερα ο λαός μας βρίσκεται στο χάος της άγνοιας του Ευαγγελίου. Γι΄αυτό και η αποδοχή πολλών αιρέσεως και ο διεφθαρμένος βίος. «Ἡ ἄγνοια τῶν Γραφῶν ( λέει ο Ιερός Χρυσόστομος) τά ἄνω κάτω πεποίηκεν ( Όλα τα αναποδογύρισε)». Και γράφει ο Παύλος στον επίσκοπο -επίσκοπον πλέον- Τιμόθεο στην Έφεσο: «Σύ οὖν τέκνον μου, ἃ ἤκουσας (εκείνα που άκουσες) παρ’ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις(Να τα παραθέσεις, λέει, σε πιστούς ανθρώπους), οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι (που θα σταθούν ικανοί να διδάξουν και άλλους παρακάτω). Βγάλε δηλαδή ιεροκήρυκες. Βγάλε ομιλητές του λόγου του Θεού, λέει στον Τιμόθεο ο Παύλος.
Και για να του σημειώσει πιο κάτω: «Κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως ἐν πάσῃ διδαχῇ». Εὐκαίρως ἀκαίρως. Βρες κι εσύ την ευκαιρία. Και θα αιτιολογήσει προφητικά: «Ἒσται γὰρ καιρὸς(γιατί θα υπάρξει καιρός), ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται (δεν θα ανέχονται οι άνθρωποι την υγιά διδασκαλίαν), ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι(που γαργαλούν, λέει) τὴν ἀκοήν -Ωραία πραγματάκια. Ο Ισλαμισμός τι κάνει; Γαργαλάει την ακοήν- καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται». Και αυτός ο καιρός είναι κατεξοχήν η εποχή μας, αγαπητοί μου.
Όποιος λοιπόν αγαπά τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ας αρχίσει να καταρτίζεται, για να μεταδώσει και πιο πέρα τον λόγο του Θεού. Και να συντελέσει στη γνώση του Θεού στον λαό μας. Δεν είναι μόνον ο άμβων που κηρύσσει. Είναι και το κατηχητικό σχολείο, είναι και κάθε τόπος και κάθε χρόνος, είναι οι λεγόμενοι «φιλικοί κύκλοι μελέτης της Αγίας Γραφής», όλα αυτά που σημειώνει ο Παύλος, εὐκαίρως ἀκαίρως. Κάθε τόπος, κάθε χρόνος. Και γρήγορα θα γίνει αντιληπτό ότι «χείρ Κυρίου εὐλογεῖ τό ἔργον τοῦ κηρύγματος». Όποιος αγαπά τον Κύριον, ας το σκεφτεί.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_676.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ [:Ιω.4,5-42]]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 17-5-1998]
(Β375)
Β΄ έκδοσις
Σε όλους μας είναι γνωστός, αγαπητοί μου, ο θαυμάσιος εκείνος διάλογος που διημείφθη ανάμεσα εις τον Κύριον και την Σαμαρείτιδα γυναίκα, όπως ακούσαμε σήμερα στην ευαγγελική περικοπή, Κυριακή της Σαμαρείτιδος.
Ο διάλογος αυτός ανοίχθηκε πλάι στο πηγάδι του Ιακώβ, του προγόνου Ιακώβ, όταν ο Κύριος εκάθισε κουρασμένος από το ταξίδι του από την Ιουδαία στην Γαλιλαία. Αλλά έπρεπε, για λόγους συντομίας οδού, να περάσει από την Σαμάρεια. Ήταν Ιουδαία-Σαμάρεια-Γαλιλαία. Όπως θα λέγαμε, Πελοπόννησος-Θεσσαλία-Μακεδονία. Για να πάρομε, έτσι, μία εικόνα. Η Γαλιλαία ήταν βορεία επαρχία.
Οι μαθηταί είχαν πάει ως την πόλη για να αγοράσουν τροφές. Ο Κύριος τούς περίμενε εκεί στο πηγάδι του Ιακώβ. Στο διάστημα αυτό κατέφθασε μία γυναίκα Σαμαρείτιδα, δηλαδή καταγομένη από την πόλιν της Σαμαρείας. Και τότε ανοίχθηκε αυτός ο θαυμάσιος διάλογος, με αντικείμενον, κύριο θέμα, περί Θεού και περί Μεσσίου. Εκείνη, έκπληκτη από τους λόγους του Κυρίου, σπεύδει στην πόλη να αναγγείλει στους συμπατριώτες της περί του Μεσσίου. Ότι: «Μήπως είναι αυτός ο Μεσσίας;». Στο μεσοδιάστημα όμως επέστρεψαν οι μαθηταί από την πόλη και ετοίμασαν ένα πρόχειρο γεύμα.
Ο Κύριος όμως που ανέμενε την Σαμαρείτιδα, την ανέμενε να επιστρέψει μαζί με τους συμπατριώτες της, απαντάει εις τους μαθητάς που του είπαν να φάει: «Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν(: Εγώ έχω φαγητό να φάγω), ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε(: το οποίον φαγητό σεις δεν γνωρίζετε). Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον(: διότι το δικό μου φαγητό είναι να κάνω, να ολοκληρώσω το έργον Εκείνου που με έστειλε, του Πατρός μου, του Θεού). Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη(: Να, κοιτάξτε, σηκώστε τα μάτια σας, κοιτάξτε τα χωράφια, που έχουν ασπρίσει τα στάχυα και είναι έτοιμα για θερισμό, περιμένουν τους θεριστάς τα στάχυα)».
Δηλαδή, με άλλα λόγια, ποια ήταν η βρώσις του Κυρίου Ιησού, που είπε: «Εγώ έχω να φάγω;». Ήταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αυτό ήταν το κύριο μέλημα του Ιησού Χριστού· που εξάλλου και γι’αυτό ήρθε εις τον κόσμον αυτόν. Και όπως λέγει και ο Οίκος της εορτής -είναι ένα… να το πω χοντρικά, τροπάριον που ακούσαμε στον Όρθρον και λέγεται «οίκος» αυτό το ιδιαίτερο τροπάριο: «Ἦλθε – λέγει, εκεί – ἐκζητῶν τὴν εἰκόνα αὐτοῦ». « Ήλθε γυρεύοντας τη δική Του εικόνα». Γιατί ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού Λόγου. Ακριβέστατα, δεν είναι εικών του Θεού ο άνθρωπος, αλλά είναι εικών του Θεού Λόγου του Ενανθρωπήσαντος, έστω κι αν είναι πρωθύστερον το σχήμα, ότι προϋπήρξε ο Αδάμ της Ενανθρωπήσεως του Υιού, ο δε Ιησούς Χριστός, με την ανθρωπίνη Του φύση είναι εικών του ουρανίου Πατρός. Συνεπώς ο άνθρωπος είναι εικών εικόνος. Μας το λέγει πολύ ωραία αυτό ο άγιος Ειρηναίος Λυώνος.
«Ἦλθε – λοιπόν – ἐκζητῶν τὴν εἰκόνα αὐτοῦ». «Ήλθε γυρεύοντας την εικόνα Του, τον άνθρωπο». Ειδικότερα, λέγει, ένα κεκραγάριο του Όρθρου, πάλι τροπάριο του Όρθρου είναι. Έχουν ειδική θέση, ειδική σημασία, γι’αυτό και έχουν ειδικά ονόματα αυτά όλα: «Ἐπὶ τὴν πηγὴν ἐπέστη, ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων, ἐν τῇ ἕκτῃ ὥρᾳ, τῆς Εὔας ζωγρῆσαι καρπόν». Λέγει: « Η Πηγή ήρθε και κάθισε στην πηγή· γιατί ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής. Και ήρθε εκεί, που είναι η πηγή των θαυμάτων, το κεφαλάρι των θαυμάτων, ήρθε εκεί στην πηγή του Ιακώβ να καθίσει το μεσημέρι, ἐν τῇ ἕκτῃ ὥρᾳ». Ποιος; «Ζωγρῆσαι τῆς Εὔας καρπόν». Ζωγρέω-ῶ, κατά λέξη θα πει ψαρεύω. Αλλά εδώ, να μαζέψει τον καρπόν της Εύας. Ποιος ήταν ο καρπός της Εύας; Η Σαμαρείτιδα γυναίκα. Ήρθε εκεί ακριβώς για να μαζέψει τον καρπό της Εύας. Τι ωραία που είναι η Υμνογραφία και πόσο ακριβολογεί! Γι’αυτό και την χρησιμοποιούμε, αγαπητοί μου, πάρα πολλές φορές.
Ιδιαίτερα μας συγκινεί ο λόγος του Κυρίου που είπε στους μαθητάς Του: «Ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν(:Σηκώστε τα μάτια σας να ιδείτε) καὶ θεάσασθε τὰς χώρας(: για να δείτε και δείτε τα χωράφια), ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη». «Ότι λεύκαναν, άσπρισαν, ξεράθηκαν, έτοιμα για θέρισμα». Κι εννοούσε, εννοείται, τους πνευματικούς αγρούς, τους ανθρώπους.
Ο Κύριος ήθελε να τονίσει τις πνευματικές ανάγκες της κάθε εποχής- που πρέπει να κατανοούνται αυτές οι ανάγκες. Είναι μία ωραία εικόνα αυτών των κατάλευκων σταχυών που περιμένουν τον θερισμό. Δηλαδή, περιμένουν το Ευαγγέλιον. Να ωριμάσουν οι άνθρωποι.
Και ποιες είναι αυτές οι ανάγκες; Αγαπητοί μου, δύο θεμελιώδεις και βασικές. Όλα τα άλλα έπονται. Πρώτον: Η γνώσις του αληθινού Θεού και του Μεσσίου. Δεύτερον: Η λατρεία του αληθινού Θεού. Θα το λέγαμε ως εξής: Πολλές φορές χρησιμοποιώ τούτο το σχήμα, δεν πειράζει αν το επαναλαμβάνω. Τρία πράγματα είναι. Ο Θεός, εγώ, ο άνθρωπος, και ο τρόπος που θα προσεγγίσω τον Θεόν. Το μέσον. Έτσι, εγώ είμαι το υποκείμενο -δεν σας κάνω συντακτικό-· εγώ είμαι το υποκείμενο. Ο Θεός είναι το αντικείμενον. Και η σχέση μου με τον Θεό είναι ο τρόπος που θα πλησιάσω τον Θεό. Αν το θέλετε, και ο Θεός να πλησιάσει εμένα. Κατά το «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη». Εκείνος έρχεται και εγώ πηγαίνω και συναντούμεθα.
Έτσι, η γνώσις του Θεού είναι θεμελιωδεστάτης σημασίας. Βεβαίως. Αλλά και η οδός είναι σπουδαία. Είναι ο Μεσσίας. Ο Μεσσίας είναι η οδός. «Εγώ είμαι η Οδός», είπε ο Χριστός. Η οδός που οδηγεί πού; Προς τον Πατέρα. Αλλά και μετά, όταν γνωρίσω την οδόν –κρατήσατέ το αυτό, κάτι θα σας πω στο τέλος- και γνωρίσω και τον Πατέρα, βασικά, χοντρικά τον Θεόν, τότε δεν μου μένει παρά η λατρεία μου προς Εκείνον. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός αυτής της γνώσεως.
Αλλά ας τα δούμε από πιο κοντά αυτά. Η γνώσις του αληθινού Θεού και του Μεσσίου. Αλήθεια, ο διάλογος που ανοίχθηκε με την Σαμαρείτιδα απέβλεπε εις την αποκάλυψιν του αληθινού Θεού. Οι Σαμαρείτες ήσαν περίπου ειδωλολάτρες. Από μία ιστορική ατυχία. Και δεν είχαν σαφή και ακριβή γνώση του Θεού. Αυτή η ιστορική ατυχία τους ήτανε, σας είπα, επαρχία ήταν, όλος ο Ισραήλ. Και μάλιστα έμεναν στο βόρειο μέρος, έμεναν οι δέκα φυλές. Από μία ιστορική ατυχία. Ε, καταληφθέντες από εχθρούς, έτυχαν μετοικεσίας. Αυτό που γίνεται σήμερα στην βόρειον Κύπρον. Να διώξομε από κει τους κατοίκους τους Έλληνας και να εποικίσομε Τούρκους.
Αυτό το πράγμα, αυτή η αλλαγή του πληθυσμού επιφέρει φοβερά αποτελέσματα. Είναι αρχαία η μέθοδος. Και την χρησιμοποιούν συνήθως οι βάρβαροι. Ναι. Ποτέ δεν την χρησιμοποιούν οι πολιτισμένοι άνθρωποι αυτήν την μέθοδο. Γι’αυτό, σας είπα, είχαν μία ιστορική ατυχία. Εν τοιαύτη περιπτώσει, σ’ αυτήν την αλλαγή των πληθυσμών, ξέχασαν τον αληθινό Θεό. Μπερδεύτηκαν με εκείνους οι οποίοι είχαν έρθει από άλλη περιοχή, από άλλη χώρα, και ήσαν σχεδόν -δεν ξέχασαν ολότελα τον αληθινό Θεό- σχεδόν είχαν καταντήσει ειδωλολάτρες. Το ίδιο συμβαίνει, είδατε, και στην εποχή μας, κατά δυστυχίαν. Η γνώσις, λοιπόν, του αληθινού Θεού φοβερά υστερεί, όπως και τότε και σήμερα, ανάμεσα εις τους Χριστιανούς μας. Ναι. Υστερεί!
Η αθεΐα δεν δέχεται καν την ύπαρξιν του Θεού. Ο πανθεϊσμός, αυτός που ταυτίζει τον Θεόν με την φύση ή θεοποιεί την φύση. Ο πανθεϊσμός συγχέει τον Θεό με τη φύση. Δηλαδή ειδωλολατρία. Ο δεϊσμός- δεϊσμός, δέλτα- δέχεται Θεόν υπερβατικόν, αδιάφορον όμως έναντι της Δημιουργίας. «Έκανε», λέγει, «ο Θεός τον κόσμον, δεν τον ενδιαφέρει πλέον τον Θεόν τίποτε. Ευρίσκεται εις την μακαριότητά Του. Τι δα;». Το λέμε. Χωρίς να το καταλαβαίνομε, είμαστε Δεϊσταί. «Τι δα; Ο Θεός θα ασχολείται μ’ εμάς τους μικρούς; Η δική Του η μεγαλοπρέπεια θα ασχοληθεί με εμάς;». Δεϊσμός είναι. Δεϊστική αντίληψις. Προσέξτε με δέλτα. Δεϊστική.
Η πολυθεΐα ακόμα, δέχεται θεωμένες τις δυνάμεις της φύσεως. Λέμε: «Τι ωραία πράγματα που δημιουργεί η φύσις! Τι πράγματα δημιουργεί ο ήλιος!». Ο ήλιος δημιουργεί; Ο ήλιος είναι δημιούργημα. Απλώς είναι όλα μέσα στο πρόγραμμα της Δημιουργίας, που ο Θεός έτσι όλα αυτά τα θέλει. Πάντως η πιο τραγική άγνοια του ανθρώπου μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων είναι η άγνοια του Θεού. Το πρώτο σύμπτωμα. Ο Αδάμ και η Εύα Τον εγνώριζαν τον Θεόν. Τα παιδιά τους Τον εγνώριζαν τον Θεόν. Παρακάτω, παρακάτω, ελησμονούσαν τον Θεόν. Και Τον έχασαν από τον οπτικό τους ορίζοντα. Εκείνο που είχαν μπροστά τους ήτανε μόνον η φύσις. «Η φύση, ο ήλιος, όλα αυτά τα πράγματα εμένα με ζωογονούν. Αυτός λοιπόν είναι ο Θεός μου»… Αμέσως οι άνθρωποι ειδωλολάτρησαν. Είναι το πρώτο σύμπτωμα της πτώσεως. Η ειδωλολατρία. Οφειλομένη εις την άγνοιαν –υπογραμμίζω την λέξη «άγνοιαν»- του αληθινού Θεού.
Βέβαια αυτή η άγνοια του Θεού δημιουργούσε και άγνοια της αληθινής φύσεως του ανθρώπου. Ο άνθρωπος έχασε την γνώση του εαυτού του. Έτσι βλέπομε σε όλα τα φιλοσοφικά συστήματα…: «Ποιος είμαι; Εγώ, ποιος είμαι;. Δεν ξέρω…». «Ο άνθρωπος, αυτό το μυστήριο, αυτό το άγνωστον», έγραφε ο Αλέξης Καρέλ, ένας Γάλλος. Έγραψε ένα βιβλίο: «Ο άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος». Άγνωστος. Ακόμα κι εκείνο που βλέπομε από την ανθρωπίνη φύση είναι άγνωστο. Δηλαδή ο οργανισμός του. Πόσο δε περισσότερο ο προορισμός του.
Έτσι, από τη στιγμή που ο άνθρωπος χάνει τον Θεό, χάνει και τον εαυτό του. Χάνει τη γνώση του Θεού, χάνει και την γνώση του εαυτού του. Διότι όταν πούμε ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού… τίνος Θεού; Αφού τον έχασα τον Θεό. Άρα λοιπόν έχασα και τον εαυτόν μου, ότι είμαι εικόνα του Θεού. Γι΄αυτό, λοιπόν, θαυμάσια λέγει ο οίκος, όπως σας είπα προηγουμένως, ο οίκος της ημέρας, ότι ο Θεός Λόγος «ἦλθε ἐκζητῶν τήν εἰκόνα αὐτοῦ». Ήλθε αναζητώντας την δική Του εικόνα.
Και τι λέγει τώρα ο Ιησούς εις την Σαμαρείτιδα; «Πνεῦμα ὁ Θεός». Πνεύμα ο Θεός. Και όπως αποκαλύπτει ο Θεός τον Εαυτόν Του στον Μωυσή και του λέγει, όταν τον ερώτησε ο Μωυσής προ της βάτου: «Τι θα πω εις τους Εβραίους όταν θα πάω στην Αίγυπτο που με στέλνεις; Ποιος Θεός σε στέλνει; Ποιο είναι το όνομά Σου;». Και απήντησε ο Θεός. –Ξέρετε Ποιος μιλούσε εκεί στην βάτον; Ο Θεός Λόγος μιλούσε. Υπογραμμίσατέ το αυτό. Δεν είναι ο Θεός Πατήρ. Είναι ο Θεός Λόγος. Όπως και εις το Σινά. Δεν είναι ο Θεός Πατήρ. Είναι ο Θεός Λόγος, ο μετά ταύτα Ενανθρωπήσας. Τι απαντάει λοιπόν ο Κύριος; «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν». «Αυτό θα πεις είναι το όνομα του Θεού που με στέλνει σε σας: Εγώ είμαι ο υπάρχων. Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν». Μετοχή του εἰμί.
Εδώ έχομε μια πρώτη και μεγάλη προσέγγιση του Θεού. Ο Θεός είναι πνεύμα. Δηλαδή, είναι υπερβατικός Θεός. Πέρα από την Δημιουργία. Αυτό θα πει υπερβατικός Θεός. Και δεν συγχέεται, ούτε ταυτίζεται με την ύλη και τον κόσμο και τις δυνάμεις του. Τελείως έξω από αυτό το δημιούργημά Του. Γι’αυτό ακόμη και η λέξις Θεός είναι ανεπαρκής. Πρέπει να σας πω ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πολύ συχνά αναφέρεται σ΄ αυτό το θέμα, ότι και η λέξις Θεός είναι ανεπαρκής, επειδή λέγαμε και τον… Δία, τον λέγαμε θεό, και την φύση την λέμε θεό. Γι’αυτό ο Θεός τι είναι; Πώς θα Τον πούμε; Γι΄αυτό Τον αποκαλούμε «Ὑπέρθεον». Πάρα πολύ συχνά θα συναντήσομε αυτήν την έκφραση: «Ὑπέρθεον». Μάλιστα στις ευχές των Θεοφανίων: «Ὑπέρθεε». Τι θα πει «Ὑπέρθεε»; Δεν ξέρομε τι λέξη, Κύριε, να βρούμε και βάζουμε τη λέξη «Θεός». Αλλά επειδή η λέξις Θεός είναι κάπως πεπατημένη, γι’αυτό λέμε: «Είσαι πάνω από την έννοια Θεός». Ακόμη Τον λέμε «ὑπερούσιον». Λέμε «η ουσία του Θεού». Δεν έχει βεβαίως καμία σχέση με τη Δημιουργία, αλλά πού θα τα πούμε; Πώς θα τα ονοματίσομε; Έχομε αδυναμία ανθρωπίνης εκφράσεως, γνώσεως, ατέλειες, έχομε όρια. Και λέμε…βάζομε αυτό το «υπέρ» μπροστά και λέμε: «Ὑπερούσιε! Είσαι πάνω από όλες τις νοητές και μη νοητές ουσίες». Όλα αυτά δείχνουν ότι ο Θεός υπάρχει. Είναι ο ὢν, ο υπάρχων. Που υπάρχει πάντοτε. Γιατί λέγει: «Δεν ήμουν, ούτε θα είμαι. Υπάρχω». Και υπάρχει και εις το παρελθόν και εις το παρόν και εις το μέλλον. Είναι συνεπώς άνευ αρχής, άναρχος. Ελάτε τώρα να κατανοήσομε αυτό που λέγεται χωρίς αρχή… Και άπειρος!
Είναι Θεός ακόμη, προσωπικός. Όταν χρησιμοποιεί την μετοχή βέβαια του ρήματος εἰμί, τι σημαίνει εἰμί; Υπάρχω. Και τι σημαίνει «ἐγώ» ; Πάρα πολλές φορές συναντούμε αυτήν την φρασούλα στην Παλαιά Διαθήκη. Εκατοντάδες φορές τη συναντούμε. «Ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου». «Ἐγώ εἰμί». Το «ἐγώ» εκφράζει πρόσωπον. Το «εἰμί» εκφράζει ύπαρξη. Συνεπώς μία ύπαρξις προσωπική. Πολύ σπουδαία πράγματα αυτά, αγαπητοί μου. Αρκεί να δει κανείς βυθισμένη την αρχαιότητα μέσα εις αυτήν την άγνοια. Είναι συνεπώς Θεός που διατηρεί αυτοσυνειδησία.
Απλά, πολύ απλά, αλλά δυνατά και καίρια, αυτήν την αλήθεια την αποκαλύπτει η Αγία Γραφή ως εξής: «Ὁ φυτεύσας τὸ οὖς οὐχὶ ἀκούει;». Αυτός που έκανε δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων αυτιά, όχι μόνον ανθρώπων, και στα ζώα, Αυτός δεν ακούει; «Ἢ ὁ πλάσας τὸν ὀφθαλμὸν οὐχὶ κατανοεῖ;». Εκείνος που έπλασε τα μάτια… -πόσες φορές σας το έχω πει, το ξέρετε, αγαπητοί μου, η μύγα, η μέλισσα…έξι χιλιάδες μάτια! Γιατί έχουν δύο μεγάλα σύνθετα μάτια- Εκείνος που έκανε τα μάτια, δεν βλέπει;». Αλλά εάν ακούει και βλέπει, σημαίνει ότι έχει αυτοσυνειδησία. «Ἐγώ εἰμί ὁ ὧν». «Εγώ είμαι ο υπάρχων». Ένας Θεός, ένας, μόνον ένας Θεός. Και η τελευταία αποκάλυψη που έγινε από τον Ιησούν Χριστόν, που είπε «Ἀπεκάλυψά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις» κ.λπ. «Απεκάλυψα το όνομά Σου εις τους ανθρώπους». Ποιο είναι το όνομα; Όχι εις πληθυντικόν αριθμόν, αλλά εις ενικόν, γιατί ο Θεός είναι Ένας, που τελειώνει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: «βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα -και όχι «εἰς τά ὀνόματα»– τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αυτή είναι η πλήρης και τελευταία αποκάλυψις και στην Ιστορία και στην αιωνιότητα.
Αυτή λοιπόν είναι η αλήθεια περί Θεού. Έξω της Αγίας Γραφής υπάρχει σκότος βαθύ περί Θεού. Σ’ αυτών των προγόνων μας, των σοφών μας προγόνων, των Ελλήνων, που υποτίθεται ότι ήσαν εκλεπτυσμένοι στον νουν, ρίξτε μία ματιά εις την ειδωλολατρικήν θεολογίαν, να δείτε τι πίστευαν… Ναι. Φοβερά ανόητα πράγματα. Ορθά είπε ο Πασκάλ: «Εμείς σήμερα πιστεύομε σε έναν φιλοσοφικό Θεό (Οι πιο πολλοί σήμερα, των Χριστιανών μας, όντως πιστεύουν σ΄έναν φιλοσοφικόν Θεόν) τον Οποίον πλάθομε», λέγει ο Πασκάλ, «και όχι σε έναν αποκαλυπτόμενον Θεόν». Δεν θα τον επινοήσεις. Δεν θα τον πλάσεις. Αλλά θα σου αποκαλυφθεί. Και απεκαλύφθη εν προσώπω Ιησού Χριστού. Δυστυχώς, πόσοι Χριστιανοί σήμερα δεν πιστεύουν εις τον Ιησούν Χριστόν και μένουν εις το σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού. Και το περίεργο ότι αντιδρούμε εις τον αποκαλυπτόμενον Θεόν κι επιμένομε να πλάθομε τον δικό μας, τον φανταστικό Θεό. Προχθές ακόμα ακούστηκε από το ραδιόφωνο, «Και στον Θεό», λέει, «εκείνον, όπως ο καθένας θέλει να τον πιστεύει», από ένα στόμα πολιτικού. «Όπως ο καθένας θέλει να τον πιστεύει»…
Το πρώτο,λοιπόν, σύμπτωμα του προπατορικού αμαρτήματος ήταν η άγνοια του Θεού. Και το πρώτο σύμπτωμα της σωτηρίας είναι η αληθής γνώσις του Θεού.
Ένα δεύτερο μυστήριον είναι η γνώσις του Μεσσίου, του προσώπου του Ιησού Χριστού, του Ενανθρωπήσαντος. Είναι η γνώση Εκείνου, ξαναλέγω, του Θεού Λόγου, που γίνεται άνθρωπος. Και γιατί γίνεται άνθρωπος; Γράφει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων… λίγο θα ερμηνεύσω: «Μή τι ἆρα μάτην Υἱὸς Θεοῦ κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ, ἢ ἵνα τὸ τηλικοῦτον τραῦμα (: «Ματαίως», λέγει, «έγινε άνθρωπος ο Θεός Λόγος; Ή ένα τέτοιο τραύμα…- Ποιο είναι το τραύμα; Της αγνωσίας του Θεού– θεραπεύσῃ;(:για να θεραπεύσει αυτό το τραύμα;). Μή τι μάτην ἦλθεν ὁ Υἰός ἵνα ὁ Πατήρ ἐπιγνωσθῇ (:Για να γίνει γνωστός ο Πατήρ, ματαίως ήλθε;). Ἐπέγνως τί ἐκίνησεν(:το κατάλαβες) ἐκ δεξιῶν θρόνον κατελθεῖν τον μονογενῆ; Πατήρ κατεφρονεῖτο, ἔδει Υἱόν διορθώσαντα (:ο Υιός έπρεπε να διορθώσει την καταφρόνησιν που είχαμε εμείς, τα κτίσματα, οι άνθρωποι, προς τον Πατέραν Θεόν) τήν πλάνην. Ἔδει γάρ τον δι’ οὗ ἐγένετο τά πάντα, τόν δεσπότην τῶν ἁπάντων προσενεγκεῖν τά πάντα (:Εκείνος που τα έκανε όλα, Εκείνος να έρθει, για να μας πει για τον Πατέρα, για τον αληθινό Θεό). Ἔδει θεραπευθῆναι τό τραῦμα (:Έπρεπε να θεραπευθεί αυτή η πληγή της αγνοίας του Θεού). Τί γάρ ἦν ταύτης τῆς νόσου χεῖρον; Ἤ ἵνα λίθος ἀντί Θεοῦ προσκυνηθῇ;(:Τι χειρότερη αρρώστια θα μπορούσε να υπάρξει, από του να προσκυνείται το λιθάρι αντί του αληθινού Θεού;)».
Και τώρα η Σαμαρείτισσα, αγαπητοί μου, λέγει στον Κύριον: «Οἶδα –όταν ανοίχτηκε ο διάλογος· Γνωρίζω– ὅτι Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόμενος Χριστός(Μεσσίας είναι στην εβραϊκή γλώσσα, Χριστός είναι στην ελληνική γλώσσα. Ο ορισμένος υπό του Θεού, ο κεχρισμένος, Χριστός)· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα (:Όταν εκείνος, λέει, θα έλθει, Αυτός όλα θα μας τα πει, αυτά τα οποία τώρα εμείς κουβεντιάζομε)». Από πού το εγνώριζε η Σαμαρείτις; Από τον Μωυσέα. Από την Πεντάτευχο. Με την ευκαιρία σας λέγω ότι οι Σαμαρείται εδέχοντο μόνον τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Όλα τα άλλα, Προφήτες κ.λπ. και τα ιστορικά βιβλία, όλα τα άλλα τα απέρριπτον. Γι’αυτό και ο Κύριος, όπου μίλησε, μίλησε από την Πεντάτευχον. Γι’ αυτόν τον λόγο.
Και είχε ορθή γνώση βεβαίως αυτή η γυναίκα περί του αναμενομένου Μεσσίου, αν και ατελή. Γι’αυτό και ο Κύριος της απαντά: «Ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι». «Εγώ είμαι, που τώρα σου ομιλώ. Εγώ είμαι ο Μεσσίας. Ήρθα. Εγώ είμαι». Αγαπητοί μου, πιο συγκλονιστική απάντηση δεν θα μπορούσε ποτέ να δοθεί. Ποιος ήταν μπροστά της; Ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος. Ο Μεσσίας! Η γυναίκα αυτή κατεπλάγη. Εκείνος που ομιλεί στο Σινά είναι. Ο άγιος του Ισραήλ. Ο Κύριος. Αυτός είναι. «Και τον Πατέρα κανείς δεν γνωρίζει, αν δεν γνωρίσει τον Υιόν. Κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά δια του Υιού. Και ο αρνούμενος τον Υιόν, αρνείται και τον Πατέρα». Και είναι άθεος, με την διάσταση που δίδει η Αγία Γραφή. Το λέγει σαφώς ο ευαγγελιστής Ιωάννης. «Αυτός που δεν έχει», λέει, «τον Υιόν, δεν έχει ούτε τον Πατέρα».
Και η γνώσις του αληθινού Θεού και της φύσεώς Του, μας δίδει την πρώτη φάση στην σωτηρία μας. Και ποια είναι η δευτέρα φάσις; Η λατρεία. «Καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». «Εκείνοι που Τον προσκυνούν, πρέπει να Τον προσκυνούν –προσέξτε- ἐν Πνεύματι (με το Π κεφαλαίο) καὶ Ἀληθείᾳ (το Α κεφαλαίο)».
Τι σημαίνει αυτό; Καταρχάς, είναι η προσκύνησις. Ύστερα η προσκύνησις είναι λατρεία. Άλλο πράγμα κάνω την προσευχή μου και άλλο πράγμα ανάβω ένα κερί, ή το καντήλι μου. Αυτό είναι λατρεία. Άλλο πράγμα, ήρθαμε εδώ να προσευχηθούμε, και άλλο να τελέσομε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό είναι λατρεία. Άλλο η προσευχή και άλλο η λατρεία. Και η λατρεία είναι η αποδοχή του Θεού, η ταπείνωση μπροστά Του, η επίγνωση του Ποιος είναι ο Θεός και ποιος είναι ο άνθρωπος. Είναι η προσφορά της πίστεως. Είναι η προσφορά της αγάπης. Και αυτά όλα, τόσον εξωτερικά, με κινήσεις, όσο και εσωτερικά. Το ένα δεν καταργεί το άλλο. Ούτε το ένα συμπληρώνει το άλλο. Και τα δύο προσφέρονται ταυτόχρονα. Και το έσω και το έξω. Ο Κύριος βέβαια τονίζει την εσωτερική λατρεία. Όχι γιατί ήθελε να παραμερίσει την εξωτερική λατρεία. Αλλά γιατί οι Εβραίοι είχαν μείνει στην εξωτερική λατρεία. Και οι Σαμαρείται μείναν στην εξωτερική λατρεία. Αυτό ήταν όλο.
Αλλά οι Πατέρες βλέπουν κάτι ακόμα βαθύτερο και προσέξατέ το. Η προσκύνησις του Πατρός γίνεται «ἐν Πνεύματι». «Προσκυνείται», λέει, «ο Πατήρ, ἐν Πνεύματι καὶ Ἀληθείᾳ». Σας είπα, με Π κεφαλαίο, ἐν Πνεύματι. Όχι μόνο το ανθρώπινον πνεύμα, αλλά με το Άγιον Πνεύμα. Αλλά «καὶ Ἀληθείᾳ» -δοτική-, το Άλφα κεφαλαίο. Και ποια είναι η Αλήθεια; Είναι ο Χριστός. Είπε ο Χριστός: «Εγώ είμαι η Αλήθεια». Συνεπώς, ο Πατήρ προσκυνείται δια του τρίτου και δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Αυτό θα πει «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Κανείς δεν ομολογεί, αν θέλετε να το πλατύνομε, το πλαταίνει η Αγία Γραφή, η Καινή Διαθήκη, κανείς δεν ομολογεί τον Ιησούν «Κύριον», παρά με το Πνεύμα το Άγιον. Και κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά δια του Υιού. Είναι η προσκύνησις και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος με τη σχέση που αναφέραμε.
Αγαπητοί μου, αυτή είναι η πραγματικότητα. Έτσι, τα δύο αυτά πελώρια προβλήματα, η γνώσις του αληθινού Θεού και του Μεσσίου και η σχέση μου με τον Θεόν, δηλαδή η λατρεία, αποτελούν τα μεγάλα κεφάλαια της πίστεώς μας, που, αν το θέλετε, καταξιώνουν και αξιοποιούν το δικό μου το πρόσωπο. Γιατί από τη στιγμή που θα γνωρίσω Ποιος είναι ο Θεός, θα γνωρίσω και τον εαυτό μου.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_756.mp3
«Ὅν τρόπον ἐπιπoθεὶ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιπoθεὶ ἡ ψυχὴ μοῦ πρός σε, ὁ Θεός. ἐδίψησεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζωντα»
(Ψαλμ. μά΄ 2-3)
Τὴν κραυγὴ αὐτὴ δὲν τὴ βγάζει ἕνας φτωχὸς κι ἁπλὸς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει τὸν τρόπο νὰ πλουτίσει τὴν ψυχή του μὲ ἀνθρώπινη σοφία, μὲ ἔγκόσμια γνώση, μὲ φιλοσοφία καὶ τέχνη. Ἡ γνώση τοῦ καλοῦ ξεκινάει ἀπὸ τὸ ὑλικὸ ποὺ εἶναι φτιαγμένοι, ἀπὸ τὸ ὕφασμα ποὺ εἶναι ὑφασμένοι οἱ ἄνθρωποι κι ἡ φύση. Δὲν εἶναι τέτοια ἢ κραυγὴ αὐτή. Εἶναι ἡ νοσταλγικὴ καὶ καρδιακὴ κραυγὴ κάποιου βασιλιᾶ ποὺ ἔχει ἀρίφνητα ἐπίγεια πλούτη, ποὺ εἶναι πολὺ εὐφυής, εὐγενὴς στὶς ἰδέες καὶ τὴν καρδιά, ἰσχυρὸς σὲ δύναμη καὶ ἔργα.
Πλούσια ἡ ψυχή του ἀπ’ όλ’ αὐτὰ ποὺ νοσταλγεῖ ἡ ἀνελεύθερη ψυχὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ἔνιωσε ξαφνικὰ πῶς ἡ πνευματική του δίψα ὄχι μόνο δὲν κορέστηκε, ἀλλ’ αὐξήθηκε σὲ ὕψιστο βαθμό, σὲ τέτοιο σημεῖο ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὴν κορέσει τὸ ὑλικὸ σύμπαν ὁλόκληρο. Ἔνιωσε τότε πῶς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ζοῦσε «ἐν γῆ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ» (Ψαλμ. ξβ’ 2). Γι’ αὐτὸ κραύγασε στὸ Θεό, τὴ μόνη πηγὴ ποὺ ἔχει τὸ ἀθάνατο νερό, ἐκεῖνο ποὺ διψάει ἡ λογικὴ ψυχή. Ἐδίψησεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζῶντα.
Δὲ χρειάζεται ν’ ἀποδείξουμε πῶς ἡ ὑλικὴ τροφὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε πῶς τὸ φυσικὸ νερὸ δὲν μπορεῖ νὰ κορέσει τὴν πνευματική του δίψα. Ἀκόμα κι αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς, ποὺ λάμπει καὶ ξεχωρίζει ἀνάμεσα στὰ δημιουργήματα καὶ τοὺς χαρίζει ζωὴ καὶ ἁρμονία, εἶναι ἀνίκανο νὰ χορτάσει καὶ ν’ ἀναζωογονήσει τὴν ψυχή.
Τὸ σῶμα λαβαίνει ἄμεσα τὴν τροφὴ ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη καὶ οὐσιαστικὴ γιὰ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα εἶναι γήινο, γι’ αὐτὸ κι ἡ τροφή του εἶναι γήινη. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ σῶμα αἰσθάνεται ἄνετα στὴ γῆ, στὸν κόσμο, ποῦ εἶναι ἡ πατρίδα του. Ἡ ψυχὴ ὅμως ὑποφέρει ἐδῶ. Σταυρώνεται καὶ ὑποφέρει. Ξεσηκώνεται καὶ διαμαρτύρεται γιατί τὴν τροφή της πρέπει νὰ τὴν πάρει ἔμμεσα. Γι’ αὐτὸ κι ἡ ψυχὴ στὸν κόσμο αὐτὸν αἰσθάνεται σὰ νὰ ζεῖ ξένη, ἀνάμεσα σὲ ξένους.
Τὸ ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη κι ὅτι στὴν οὐσία της ἀνήκει στὸν ἀθάνατο κόσμο, τὸ ἀποδείχνει τὸ γεγονὸς ὅτι, στὴν ἐπίγεια αὐτὴ ζωή, νιώθει σὰν τὸν ἀνικανοποίητο ταξιδιώτη σὲ ξένη χώρα, ποὺ τίποτα στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν χορτάσει καὶ νὰ τὸν ζωογονήσει. Ἀκόμα κι ἂν ἡ ψυχὴ εἶχε τὴ δυνατότητα ν’ ἀδειάσει μέσα της τὸ σύμπαν ὁλόκληρο μ’ ἕνα ποτήρι νεροῦ, ἡ δίψα της ὄχι μόνο δὲ θὰ λιγόστευε, ἀλλὰ στὴν οὐσία θὰ γινόταν ἐντονότερη. Γιατί τότε δὲ θά ‘μενε μέσα της οὔτε ἴχνος ἐλπίδας πῶς, μετὰ τὸν ἑπόμενο λόφο, θὰ βρισκε κάποια ἄλλη ἀναπάντεχη πηγὴ νεροῦ.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ζωντανή. Ζωντανὴ ποὺ πάντα ὅμως διψάει γιὰ περισσότερη ζωή. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ξεδιψάσει, παρὰ μόνο ἡ ζωή. Ἡ ζωή της ὅμως βρίσκεται μόνο στὸ Θεό, στὸ ζῶντα Θεό. Ἐδίψησεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζῶντα. Δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ψαλμὸς αὐτός, εἶναι ἕνα γεγονός. Ὁ λαιμὸς τοῦ διψασμένου λιονταριοῦ ποὺ βρυχᾶται στὴν ἔρημο, μ’ ὅλο ποὺ ὁ βρηχυθμός του ἠχεῖ στὰ πουλιὰ τῆς ἐρήμου σὰν τραγούδι, στὸ λιοντάρι δὲν εἶναι τραγούδι, μὰ κραυγὴ γιὰ βοήθεια.
Ἐδίψησεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζῶντα. Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια ποὺ τὰ λέει κάποιος ποιητής, ἀλλ’ ἕνας διψασμένος ταξιδιώτης ἐν γῆ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ. Δὲν εἶναι τραγουδιστὴς αὐτὸς ποὺ ἔχει συνθέσει τοὺς στίχους αὐτούς, ἀλλ’ ἴσως ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ μεγαλύτερη ἔμπνευση στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἄνθρωπε! Ἄν ἐξακολουθεῖς νὰ πιστεύεις πῶς ἡ σωματικὴ τροφὴ καὶ τὸ ποτὸ εἶναι ἱκανὰ νὰ θρέψουν καὶ νὰ ξεδιψάσουν τὴν ψυχή σου, θὰ βρεθεῖς στὸ ἐπίπεδο ὅπου βρίσκονται τὰ οἰκόσιτα ζῶα καὶ τὰ ἄγρια κτήνη. Ἄν κατόρθωσες νὰ ξεπεράσεις τὸ ἐπίπεδο αὐτὸ κι ἐλπίζεις πῶς ἡ ψυχή σου μπορεῖ νὰ τραφεῖ καὶ ν’ ἀναζωογονηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ τὸ ἐγκόσμιο κάλλος, τότε θὰ βρεθεῖς στὸ ἐπίπεδο ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει ἡμι-ἐμπειρία, ἡμι-ἀνάπτυξη. Ἡ πρώτη σκέψη εἶναι ἀνόητη, ἡ δεύτερη (ἡ ἐλπίδα) εἶναι στεῖρα. Στὸ δεύτερο αὐτὸ ἐπίπεδο ἀκοῦς τὰ βογγητὰ καὶ τίς κραυγὲς τοῦ διψασμένου κόσμου καὶ νομίζεις πῶς εἶναι τραγούδια κι μιὰ προσπάθεια νὰ ξεδιψάσει κανεὶς μὲ τὴ δίψα τῶν ἄλλων. Ἄν ξεπέρασες τὸ ἐπίπεδο αὐτὸ κι ἔνιωσες μιὰ ἀνέκφραστη δίψα, ποὺ καμιὰ πηγὴ στὸν κόσμο δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σβήσει – ποὺ δὲ θὰ μποροῦσε οὔτε κι ὁλόκληρος ὠκεανὸς νὰ τὴ σβήσει – τότε ἔχεις ἀποκτήσει πραγματικὴ ἐμπειρία, εἶσαι ἄνθρωπος ἀληθινός. Μόνο ὅταν βρεθεῖς στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ τῆς ἀκόρεστης πνευματικῆς δίψας, τῆς δίψας ἐκείνης ποὺ ἔνιωσε κι ὁ Δαβίδ, θὰ κατανοήσεις μὲ πληρότητα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
«Ἔρχεται οὔν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας τὴν λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου καὶ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τὼ υἱῷ αὐτοῦ» (Ἰωάν.δ’ 5). Ἡ περιοχὴ ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν Ἰουδαία μέχρι τὴ Γαλιλαία ὀνομάζεται Σαμάρεια. Τὸ ὄνομά της τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸ βουνὸ Σαμάρεια. Ὁ δρόμος ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρός τὴ Γαλιλαία ἐξακολουθεῖ νὰ περνάει ἀπὸ τὴ Συχὰρ (τὴ σημερινή Ἀσκάρ). Ἐκεῖ εἶναι ἕνα κομμάτι γῆς ποὺ τὸ εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἰακὼβ ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἐμὼρ κι ἔχτισε ἐκεῖ ἕνα θυσιαστήριο, ποὺ τὸ ὀνόμασε «Θεὸς τοῦ ‘Ἰσραήλ» (Γέν.λγ19-20). Ἀργότερα ὁ Ἰακὼβ δώρησε τὴ γῆ αὐτὴ στὸ γιο του Ἰωσήφ.
«Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὔν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἔκ τῆς ὁδοιπορίας ἔκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τὴ πηγή: ὥρα ἢν ὡσεὶ ἕκτη» (Ἰωάν. δ’ 6). “Ἡ πηγὴ αὐτὴ εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰακὼβ εἴτε ἐπειδὴ ὁ προπάτοράς μας Ἰακὼβ εἶχε κατοικήσει κοντὰ στὸ πηγάδι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια του εἴτε ἐπειδὴ τὸ πηγάδι αὐτὸ τὸ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Κουρασμένος ἀπὸ τὸν ἀπόκρημνο καὶ ἀνηφορικὸ δρόμο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὼς ἐκεῖ, ὁ Κύριος κάθησε δίπλα στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἡ ἕκτη ὥρα, ὅπως τὴ μετροῦσαν στὴν Ἀνατολή, ἦταν ἡ μεσημβρία.
Ὁ Κύριος ἔφτασε ἐκεῖ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος μεσουρανοῦσε κι ἡ ζέστη ἦταν μεγάλη. Ἦταν κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅπως κεκοπιακὼς ἦταν κι ἀργότερα, ὅταν ἀνέβαινε στὸ σταυρὸ αἱμόφυρτος καὶ πονεμένος. Γιατί δὲν ταξίδεψε νύχτα, ποὺ εἶχε καὶ δροσιά; Οἱ νύχτες γιὰ τὸν Κύριο ἦταν ἀφιερωμένες στὴν προσευχή. Κι ἂν ὑποθέσουμε στὴ συγκεκριμένη περίπτωση πῶς θὰ ταξίδευε νύχτα, τὸ εὐαγγέλιο θὰ ἦταν φτωχότερο κατὰ ἕνα μοναδικὸ γεγονὸς κι ἀπὸ μιὰ πολὺ διδακτικὴ καὶ σωστικὴ ἀποκάλυψη. Ταξίδευε μέρα, μὲ τὰ πόδια, στοὺς ἀνηφορικοὺς κι ἀπότομους δρόμους καὶ μὲ μεγάλη ζέστη, κουρασμένος καὶ διψασμένος, γιατί βιαζόταν νὰ ἐκμεταλλευτεῖ κάθε στιγμὴ τοῦ ἐπίγειου βίου Του, μέρα καὶ νύχτα, γιὰ τὴ σωτηρία μας.
«Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς δὸς μοὶ πιεῖν» (Ἰωάν. δ’ 7). Ὁ εὐαγγελιτὴς τονίζει πῶς ἡ γυναῖκα ἦταν Σαμαρείτιδα, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι χαρακτήριζαν τοὺς Σαμαρεῖτες ὡς εἰδωλολάτρες. Δὸς μοι πιεῖν, τῆς εἶπε ὁ Κύριος. Ἦταν κουρασμένος καὶ διψασμένος, σημάδι πῶς τὸ σῶμα Του ἦταν ἀληθινὰ ἀνθρώπινο σῶμα κι ὄχι ὁμοίωμα, ὅπως ἰσχυρίστηκαν κάποιοι αἱρετικοί. Ὅπως τὸ σῶμα Του δάκρυζε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ὑπόφερε ἀπὸ τοὺς πόνους Του στὸ σταυρό, ἔτσι εἶχε καὶ τὴν αἴσθηση τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας. Ἄν τὸ ἤθελε, θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ ξεπεράσει τὴν ἀνάγκη αὐτή, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτήν. Θὰ μποροῦσε μὲ τὴ θεϊκή Του δύναμη νὰ τὴν ἀναστείλει γιὰ κάποιο διάστημα ἢ καὶ νὰ τὴν καταργήσει ἐντελῶς. Πῶς ὅμως ἔτσι θά ‘δειχνε ὅτι ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος; Πῶς θὰ μποροῦσε «κατὰ πάντα τοῖς ἁδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» (Ἐβρ. β’17), πῶς θὰ τοὺς ὀνόμαζε ἀδελφούς Του; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς διδάξει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὶς θλίψεις, ἂν ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ὑποφέρει καὶ δὲν εἶχε ὑπομείνει τίς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς; Καὶ τελευταῖο, θὰ μποροῦσε ἡ τελικὴ νίκη Του νά ‘χει τὴ λαμπρότητα ποὺ μᾶς δυναμώνει καὶ μᾶς φωτίζει στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, ἂν ὁ ἴδιος δὲν τὰ εἶχε ὑπομείνει πρῶτος ὅλα καὶ μάλιστα στὸν ὕψιστο βαθμό; Θὰ ρωτήσει κανείς: «Πῶς γίνεται Ἐκεῖνος πού μποροῦσε νὰ πολλαπλασιάσει τοὺς ἄρτους καὶ νὰ περπατάει στὸ νερό, ὅπως σὲ στέρεο ἔδαφος, νὰ μὴν μπορεῖ μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο κοπιαστικὸ καὶ μακρὺ ταξίδι, μ’ ἕνα Τοῦ λόγο (ἢ καὶ μὲ μιὰ Τοῦ σκέψῃ) ν’ ἀνοίξει ξαφνικὰ μιὰ πηγὴ μὲ νερὸ στὸ βράχο ἢ στὴν ἄμμο καὶ νὰ σβήσει τὴ δίψα του;»
Σίγουρα αὐτὸ ἀνήκει στὴ δύναμή Του. Τὸ ἔκανε καὶ Μωυσῆς αὐτὸ στὴν ἔρημο. Τὸ ἔκαναν καὶ πολλοὶ ἅγιοι στὸ ὄνομά Του, ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία μας. Πῶς λοιπὸν δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει ὁ ἴδιος; Μποροῦσε, μὰ δὲν ἤθελε. Ποτέ Του δὲν ἔκανε οὔτε ἕνα μοναδικὸ θαῦμα μόνο γιὰ τὸ δικό Του καλό, γιὰ νὰ ταΐσει, νὰ ποτίσει ἢ νὰ ντύσει τὸν ἑαυτό Του. Ὅλα τὰ θαύματα τὰ ἔκανε γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρχει σκιὰ ἰδιοτέλειας στὴ ζωή Του. Ἀκόμα κι ὅταν μικρὸ παιδὶ ἔφυγε γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸ ξίφος τοῦ Ἡρώδη, δὲν τὸ ἔκανε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὥρα Του δὲν εἶχε φτάσει ἀκόμα. Ὅταν ὅμως ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο Τοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, δὲν προσπάθησε ν’ ἀποφύγει το θάνατο, δὲν ἔφυγε. Ἀντίθετα, πῆγε νὰ τὸν συναντήσει. “Ὅλα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κάθε συμπεριφορά Του καὶ κάθε ἔργο ποὺ ἔκανε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τὰ πάντα καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς κι ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη σοφία Του.
Δὸς μοι πιεῖν. Ὁ Δημιουργὸς τὸ ζητάει αὐτὸ ἀπὸ τὸ πλάσμα Του. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀντηχοῦν ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ εἶπε μόνο στὴ Σαμαρείτιδα. Ἀπευθύνονται σ’ ὅλες τίς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Δὸς μοι πιεῖν, λέει σήμερα ὁ Χριστὸς στὸν καθένα μας. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ νεροῦ, Ἐκεῖνος ποὺ παρέχει τίς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, τὰ ποτάμια καὶ τίς πηγές, δὲν τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ διψάει γιὰ νερό. Διψάει γιὰ τὴν ἀγαθή μας θέληση, γιὰ τὴν ἀγάπη μας. Ὅταν τοῦ δίνουμε κάτι, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ δικό μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ δικό Του. Κάθε ποτήρι νερὸ ποὺ ἔχουμε στὴ γῆ δικὸ Τοῦ εἶναι, Ἐκεῖνος τὸ δημιούργησε. Γιὰ κάθε ποτήρι ψυχροῦ ὕδατος ποὺ δίνουμε στοὺς ἀδελφοὺς Του τοὺς ἔλαχίστους, ἔχει πληρώσει μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του. Μὲ τὴν ἀνεξάντλητη κι ἀμίμητη ταπείνωσή Τοῦ ὅμως δὲ ζητάει ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα ὡς Δημιουργὸς ἀπὸ τὸ πλάσμα Του, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο. Μᾶς δείχνει ἔτσι τὴν ταπείνωσή Τοῦ καὶ φανερώνει τὴν περιορισμένη καὶ ἐνδεῆ ἀνθρώπινη φύση Του. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ὅπως ἔχει καὶ τὸ καθῆκον νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ νὰ ἐλεήσει τὸν ἄλλον.
«Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἕνα τροφὰς ἀγοράσωσι» (Ἰωάν. δ’ 8). Ὁ Κύριος δὲν ἦταν μόνο κουρασμένος καὶ διψασμένος, ἀλλὰ πεινοῦσε κιόλας, ὅπως καὶ οἱ μαθητές Του. Εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἀκόμα ἀπόδειξη πῶς ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ πῶς δὲν ἔκανε θαύματα στὶς περιπτώσεις ποὺ ἡ θαυματουργία δὲ λειτουργοῦσε γιὰ τὸ γενικότερο καλό, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, ὥστε νὰ ἐξηγήσει γιὰ ποιό λόγο ὁ Κύριος ζήτησε νερὸ ἀπὸ τὴ γυναῖκα. Ἄν οἱ μαθητὲς ἦταν ἐκεῖ θὰ εἶχαν βγάλει ἐκεῖνοι νερό, ὁπότε ἡ γυναῖκα δὲ χρειαζόταν ν’ ἀναφερθεῖ. Σὲ κάθε περίπτωση ἡ θεία πρόνοια ἤθελε νὰ δημιουργήσει τὴν εὐκαιρία γιὰ τὴ δική μας διδαχή, ὥστε ὅταν κι ἐμεῖς συναντᾶμε τὸν ἐχθρό μας στὴν ἀνάγκη του, νὰ τὸν βοηθᾶμε. Κι ὅταν τὸ ἔθνος μας βρίσκεται σὲ ἔχθρα μὲ τοὺς γειτονικοὺς λαούς, ἐμεῖς σὰν ἄνθρωποι νὰ μὴν τολμᾶμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὴν ἔχθρα σὲ κάθε ἄνθρωπο τοῦ ἔθνους αὐτοῦ. Ὅταν μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, εἶναι καθῆκον μας νὰ βοηθᾶμε κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἀνάγκη, χωρὶς νὰ προσέχουμε ἂν ἀνήκει στὸ δικό μας ἔθνος ἢ ὄχι.
«Λέγει οὖν αὐτῷ ἢ γυνὴ ἢ Σαμαρείτις πὼς σὺ Ἰουδαῖος ὤν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις» (Ἰωάν. δ’ 9). Ἡ γυναῖκα εἶχε τὴν ἄποψη ποὺ εἶχαν ὅλοι στὴν ἐποχή της, πῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ μισεῖ μόνο ἕνα ἐχθρικὸ ἔθνος, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀνήκει στὸ ἔθνος αὐτό. Στὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη ὁ Κύριος ἐπισήμανε τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μῖσος ποὺ ἔνιωθαν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες. Καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατί κι οἱ Σαμαρεῖτες ἔνιωθαν τὸ ἴδιο μῖσος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Γιὰ νὰ σπάσει τὸ φράγμα τοῦ μίσους ἀνάμεσα στὰ ἔθνη, πρέπει πρῶτα νὰ σπάσει κανεὶς τὸ φράγμα ποὺ δημιουργεῖ τὸ μῖσος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς λογικὸς τρόπος γιὰ νὰ θεραπεύσει κανεὶς τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀρρώστια τοῦ ἀμοιβαίου μίσους.
«Ἀπεκρίθῃ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτη εἰ ἤδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἔστιν ὁ λέγων σοί, δὸς μοὶ πιεῖν, σὺ ἂν ἤτησας αὐτὸν καὶ ἔδωκεν ἂν σοὶ ὕδωρ ζῶν» (Ἰωάν. δ’ 10). Ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ τόσο μὲ τὴν ὑλικὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια. Ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ἄποψη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοήσουμε πῶς ἀναφέρεται σ’ ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγαθότητά Τοῦ δημιούργησε καὶ ἔδωσε γιὰ χρήση καὶ βοήθεια στὸν ἄνθρωπο. Ἄν ἐσύ, γυναῖκα, γνώριζες πῶς τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἀνήκει οὔτε στοὺς Σαμαρεῖτες οὔτε στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλ’ εἶναι τοῦ Θεοῦ· ἂν γνώριζες πῶς ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἔβαλε πινακίδες ποῦ νὰ λένε πῶς «αὐτὸ εἶναι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες» ἢ «γιὰ τοὺς Ἰουδαίους», ἀλλὰ «γιὰ τοὺς ἀνθρώπους», τότε θὰ ἔβγαζες τὸ νερὸ αὐτὸ μὲ δέος, ἀφοῦ εἶναι δῶρο Θεοῦ, καὶ θὰ τὸ ἔδινες στὸ διψασμένο ἄνθρωπο νὰ πιεῖ μὲ ἀκόμα μεγαλύτερο δέος, ἀφοῦ τὸ προσφέρεις στὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δῶρο Θεοῦ στὸν κόσμο.
Ἀπὸ πνευματικὴ ἄποψη τώρα, ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Παραδίνοντας ὁλόκληρο τὸν ὁρατὸ κόσμο στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ὁ Θεός του δίνει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Ἄν ἐσύ, γυναῖκα, γνώριζες τί πολύτιμο δῶρο ἔστειλε ὁ Θεὸς στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Σαμαρεῖτες, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἄλλους λαοὺς χωρὶς ἐξαίρεση, ἡ ψυχή σου θὰ ἔτρεμε. Θὰ ἔκλαιγες ἀπὸ χαρά, θὰ ἔμενες ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲ θά τολμοῦσες νὰ σκέφτεσαι κὰν γιὰ ἀμοιβαία ἔχθρα καὶ γιὰ μῖσος ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Σαμαρεῖτες.
Νὰ ξέρεις πῶς ἂν ἐπρόκειτο νὰ σοῦ ἀποκαλυφτοῦν ὅλα τὰ μυστήρια Ἐκείνου ποὺ τώρα μιλάει μαζί σου, Αὐτοῦ ποὺ κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἐξωτερική του ἐμφάνιση τὸν λογαριάζεις γιὰ κάποιον συνηθισμένο ἄνθρωπο, ποὺ ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοράει κι ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ μιλάει τὸν θεωρεῖς Ἰουδαῖο, σὺ ἂν ἤτησας αὐτὸν καὶ ἔδωκεν ἂν σοὶ ὕδωρ ζῶν. Μὲ τὸ ὕδωρ ζών εννοεί ὁ Κύριος τὴν φωτιστικὴ καὶ ζείδωρη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὑποσχέθηκε στοὺς πιστούς. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ… ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὐ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰωάν. ζ’ 38-39). Ἡ γυναῖκα ὅμως δὲν ἤξερε καὶ δὲν καταλάβαινε τίποτα ἀπ’ όλ’ αὐτὰ καὶ γι’ αὐτὸ συνέχισε νὰ ρωτάει:
«Λέγει αὐτὴ ἡ γυνὴ Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθὺ πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ μείζων εἰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὸς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;» (Ἰωάν. δ’ 13,14). Δούλους δὲν ἔχεις, δοχεῖο δὲν ἔχεις, τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Πῶς λοιπὸν θ’ ἀντλήσεις τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερό; Ἡ γυναῖκα ἔβλεπε τὸν Κύριο κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας, τὸν λογάριαζε κάποιον συνηθισμένο θνητό, ἕναν ἀβοήθητο ἄνθρωπο. Ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε καὶ τώρα, ὀνομάζεται τὸ νερὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ πηγή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ πηγάδια καὶ στέρνες.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ πηγαδίσιο νερὸ ποὺ ὀνομάζεται δροσερό, ζῶν ὕδωρ, ὅταν τὸ πηγάδι αὐτὸ τροφοδοτεῖται ἀπὸ πηγή. Ἡ πηγὴ βρίσκεται στὸν πυθμένα τοῦ πηγαδιοῦ, ἀπ’ ὅπου ρέει τὸ νερὸ καὶ τὸ γεμίζει. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως τῆς ἔρχεται μιὰ δεύτερη σκέψη καὶ βιάζεται νά την ἐξωτερικεύσει: μὴ σὺ μείζων εἰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ; Σὰ νά ‘θελε νὰ πεῖ: Μήπως μπορεῖς ἐσὺ νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγὴ νεροῦ, δίπλα στὴν πρώτη; Ὁ πατέρας μας Ἰακὼβ δὲ δημιούργησε τὴν πηγή, ἀλλ’ ἁπλᾶ τὴν ἔχτισε καὶ τὴν περιόρισε. Ἄν ἐσὺ μπορεῖς νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγή, νὰ φτιάξεις τρεχούμενο νερό, αὐτὸ θὰ ἦταν ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε βέβαια θὰ ἤσουν μείζων τοῦ πατέρα μας Ἰακώβ. Εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον; Τὸ πηγάδι αὐτὸ τοῦ Ἰακὼβ ἔχει τόσο ἄφθονο νερό, ὥστε ἀπ’ αὐτὸ ἤπιε ὁ ἴδιος, ἤπιαν τὰ παιδιά του, τὰ ζωντανά του κι ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε ἐδῶ κοντά, καθὼς καὶ οἱ ταξιδιῶτες ποὺ περνοῦν ἀπ’ ἐδῶ, κι οἱ ἐπισκέπτες. Κι αὐτὸ γίνεται αἰῶνες τώρα καὶ τὸ νερὸ στὸ πηγάδι δὲ στερεύει. Μήπως ἐσὺ μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι καλλίτερο κι ἀνώτερο ἀπ’ αὐτό;
Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς Σαμαρείτιδας ἀπὸ τὴ μιὰ φανερώνουν τὴν ὑπερηφάνειά της γιὰ τὸν πατέρα τοὺς Ἰακώβ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη διατυπώνουν κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀμφιβολία, κάτι σὰν εἰρωνεία στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Δὲν ἦταν τόσο ἀγενὴς καὶ δημόσια ἡ εἰρωνεία ὅσο ἐκείνη ποὺ ἔγινε κατὰ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἄκουσαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς λέει πῶς κοιμᾷται τὸ κορίτσι τὸν περιγελοῦσαν (κατεγέλων αὐτοῦ), ἦταν ὅμως μιὰ ἔμμεση καὶ κρυφὴ εἰρωνεία. Ὁ Κύριος ὅμως ποὺ σκοπό Του εἶχε νὰ τραβήξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἦταν προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ ἐμπαιγμοὺς καὶ εἰρωνεῖες τόσο ἀπὸ ἀνθρώπους ὅσο κι ἀπὸ δαίμονες. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲ μέμφεται τὴ γυναῖκα γι’ αὐτὴν τὴν αἰχμηρὴ εἰρωνεία, ἀλλὰ προχωρεῖ μὲ στόχο τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της:
«Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτη πὰς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσῃ πάλιν ὅς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὐ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὸ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγῇ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν.δ’ 13,14). Ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾷ στὴ γυναῖκα μὲ τὸν τρόπο ποὺ θά ‘θελε ἐκείνη. Δὲ θὰ τῆς πεῖ πόσο ἀνώτερος εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἐκεῖνος βλέπει τὴν αἰτία τῆς παρανόησης ἀνάμεσα στὸν ἴδιο καὶ στὴ γυναῖκα, ἡ γυναῖκα ὅμως δὲν τὴ βλέπει. Ἡ παρανόηση προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι Αὐτὸς τῆς μιλάει γιὰ τὸ πνευματικὸ νερό, τὸ ζωογόνο. Ἡ γυναῖκα ὅμως εἶναι μαθημένη νὰ σκέφτεται μὲ τὴ γήινη ἀντίληψη, ἐκείνη ποὺ νιώθουν κι οἱ αἰσθήσεις. Ἐκείνη κατανοεῖ τὸ νερὸ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ, ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξεδιψάει πρόσκαιρα τὴ φυσικὴ δίψα. Τὸ ζῶν ὕδωρ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ Κύριος εἶναι ἡ ζωοποιὸς θεία χάρη ποὺ ἀναζωογονεῖ καὶ ξεδιψάει τὴν ψυχή, ποὺ τὴν ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ἀκόμα βρίσκεται στὴν παροῦσα. Ὅταν ἡ ζωοποιὸς αὐτὴ χάρη εἰσέρχεται στὸν ἄνθρωπο, ἀνοίγει μέσα του μιὰ ἀνεξάντλητη πηγὴ ζωῆς, χαρᾶς καὶ δύναμης.
«Λέγει πρὸς αὐτὸν ἢ γυνὴ Κύριε, δὸς μοὶ τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἶνα μὴ διψήσω μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν» (Ἰωάν. δ’ 15). Ἡ γυναῖκα βρίσκεται ἀκόμα ἐγκλωβισμένη στὴ δική της ἀντίληψη, σκέφτεται ἀκόμα τὸ ἐπίγειο νερό. Στὴν καλλίτερη περίπτωση θά ‘παιρνε τὸν Κύριο γιὰ κάποιον μάγο, ἱκανὸ νὰ κάνει ἕνα θαῦμα μὲ ἀπάτη. Γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει λοιπὸν τὴν ἀνθρώπινη αὐτὴ ἀντίληψη τῆς γυναίκας ὁ Κύριος, γυρίζει ξαφνικὰ τὴ συζήτηση σὲ ἄλλο θέμα.
«Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθε ἐνθάδε. ἀπεκρίθῃ ἢ γυνὴ καὶ εἶπεν οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς: καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὄν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνὴρ τοῦτο ἀληθῶς εἴρηκας (Ἰωάν. δ’ 16-18). Τῆς τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν μάθει νὰ σκέφτεται πνευματικά, ὄχι σαρκικά. Ὁ Κύριος δὲν τὸ λογαριάζει συνετὸ νὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστά της, μὰ νὰ δείξει πῶς ὁ ἴδιος εἶναι προφήτης. Ξέρει πῶς αὐτὸ θὰ ἔχει τὸ ἴδιο δυνατὸ ἀποτέλεσμα μὲ τὴ θαυματουργία. Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου.
Ὁ Κύριος γνωρίζει πῶς δὲν ἔχει ἄντρα, μὰ θέλει ν’ ἀκούσει τὴ δική της ἀπάντηση. Τὴν ταρακουνᾷ, φανερώνοντας τὴν παντογνωσία Του.
Πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες. Αὐτὴ ἦταν μιὰ δυνατὴ ἔκπληξη γιὰ τὴ γυναῖκα. Τώρα ὅμως ἀκούει κι ἕνα ἔνοχο μυστικό της, ποὺ πολὺ θά ‘θελε νὰ κρύψει, ὅπως: καί νὺν ὄν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ. Αὐτὸ λειτούργησε σὰν κεραυνὸς ποῦ ἄστραψε στὸν γαλανὸ οὐρανό.
Ἀλλὰ μὴν κατακρίνεις τὴ Σαμαρείτιδα, ἀνθρώπινη ψυχή. Μὴ τὴν καταδικάζεις. Ρώτησε καλύτερα τὸν ἐαυτο σου: «Ποιός εἶναι ὁ σύζυγός μου;» Δὲν εἶχες ἤδη πέντε ἄντρες ἴσαμε τώρα; Κι ὁ σύντροφος ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι κάποιος ἄλλος κι ὄχι ὁ νόμιμος σύζυγός σου;
Ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκκλησία. Κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Μὲ λίγα λόγια, σύζυγος (νυμφίος) τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἄν ὅμως παραμένεις δεμένη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἂν εἶσαι «συζευγμένη» μ’ αὐτὸν κι ἂν οἱ πέντε αἰσθήσεις σου εἶναι ταιριασμένες μαζί του, τότε θὰ βρίσκεσαι στὴν ἴδια ἁμαρτωλὴ καὶ δύστυχη κατάσταση ὅπου βρέθηκε κι ἡ Σαμαρείτιδα. Ἄν εἶσαι δυσαρεστημένη καὶ ἀπογοητευμένη ἀπὸ τίς αἰσθήσεις σου, τότε τίς ἔχεις πραγματικὰ ἀπορρίψει, ἔχεις πάρει διαζύγιο ἀπ’ αὐτές. Τότε θὰ εἶναι σὰν πέντε νεκροὶ σύζυγοι, ὁπότε ἐσὺ ἀποφασίζεις νὰ ζήσεις μὲ τὸν ἕκτο σύντροφο, ποὺ βέβαια δὲν εἶναι νόμιμος σύζυγός σου, ἀλλὰ διάδοχος τῶν ἄλλων πέντε, ποὺ ὅλοι μαζὶ ὁλοκληρώνουν τὴν αἰσθητική σου ἀντίληψη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ψέμμα κι ἡ λάσπη ποὺ ἔχουν μαζέψει οἱ αἰσθήσεις μέσα σου κι ἔχουν σχηματίσει ἕνα σωρὸ ἀπὸ σκουπίδια.
Ἡ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι συζήτηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἄπιστη ψυχή. Ἡ συνομιλία αὐτὴ περιέχει ἕνα μήνυμα γιὰ σένα. Εἶναι συνομιλία ἀνάμεσα στὸν Οὐράνιο Νυμφίο καὶ τὴ νύμφη Του, την ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος ἐπικέντρωσε τὴ συζήτησή Του στὸν ἄντρα τῆς Σαμαρείτιδας. Θὰ μποροῦσε νὰ ἐκτυλιχτεὶ διαφορετικὰ ἡ συζήτηση μαζί της, νὰ τῆς φανέρωνε μὲ ἄλλον τρόπο πῶς ἦταν προφήτης. Θὰ μποροῦσε νὰ τῆς ἀποκαλύψει κάποιο ἄλλο μυστικὸ δικό της ἢ τῶν γονιῶν της ἢ τῶν γειτόνων της στὸ Συχάρ. Κι ἡ γνώση αὐτὴ νὰ εἶχε καταπλήξει ἐξίσου τὴ γυναῖκα. Σκόπιμα ὅμως ἔφερε τὴ συζήτηση στὸ σύζυγο τῆς γυναίκας, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔχει νὰ προσφέρει κάτι καὶ σὲ σένα. Σὲ σένα καθὼς καὶ σ’ ὅλες τίς ψυχὲς ποὺ δημιούργησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ θὰ συνεχίσει νὰ δημιουργεῖ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἡ ἐρώτηση γιὰ τὸ σύζυγό σου, ψυχή, εἶναι ἡ σπουδαιότερη κι ἡ πιὸ ἀποφασιστική. Ὅποιος κι ἂν εἶναι ὁ σύντροφός σου, εἶσαι σύζυγος τοῦ προσώπου αὐτοῦ. Ἄν σύντροφός σου εἶναι ὁ κόσμος, θὰ καταστραφεῖς μαζί του. Ἄν σύντροφός σου εἶναι ἡ ἁμαρτία, θὰ πεθάνεις μαζί της. Ἄν σύντροφός σου εἶναι ὁ διάβολος, θὰ εἶσαι μαζί του αἰώνια. Σὲ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τίς παραπάνω περιπτώσεις, θὰ πίνεις νερὸ ποὺ θὰ σοῦ προκαλεῖ ὅλο καὶ περισσότερη δίψα. Μόνο ἂν ὁμολογήσεις τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς νόμιμο Σύζυγό σου καὶ τὸν συζευχθεῖς μὲ πίστη κι ἀγάπη, θὰ πίνεις τὸ ζὼν ὕδωρ, τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερὸ ποὺ θὰ σὲ ξεδιψάσει γιὰ πάντα καὶ θά σε ὁδηγήσει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή.
«Λέγει αὐτῷ ἢ γυνὴ Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἴ σύ. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν: καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεὶ προσκυνεῖν. λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς: γύναι, πίστευσόν μοὶ ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε το πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὸ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὸ οἴδαμεν ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστὶν (Ἰωάν. δ’ 19-22). Ὁ Κύριος στοχεύει σκόπιμα ν’ ἀγγίξει μιὰ πνευματικὴ χορδὴ τῆς Σαμαρείτιδας. Καὶ τὸ κατορθώνει αὐτὸ ἀναφέροντας τὸ παρελθόν της. Ἡ γυναῖκα, ποὺ ὼς τότε ἔνιωθε μόνο τίς αἰσθήσεις καὶ τὴν κοσμικὴ ἀντίληψη νὰ κυριαρχοῦν μέσα της, ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ αἰσθάνεται πῶς ξυπνάει ἡ πνευματικὴ ἀντίληψη, ποῦ ὡς τότε ἦταν ναρκωμένη. Καὶ τὸ πρῶτο ποὺ κάνει, εἶναι ν’ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ὁμολογήσει τὸ Χριστὸ ὡς προφήτη. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ σὰν ἀρχή. Κι ἀμέσως μετὰ ἄρχισε ν’ ἀναπτύσσεται ραγδαῖα τὸ ἐνδιαφέρον της γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα. Ἔτσι θέτει στὸν Κύριο ἕνα ἐρώτημα πού ἦταν πολὺ ἐπίκαιρο στὶς μέρες της. Ποιό ἦταν αὐτό; Οἱ ἀτέλειωτες φιλονικίες ποὺ εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐποχὴ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες γιὰ τὸν τόπο ὅπου ἔπρεπε νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Ποιός ἦταν πιὸ θεάρεστος τόπος; Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἢ τὸ βουνὸ τῆς Σαμάρειας; Ποιός λατρεύει καλύτερα καὶ προσεύχεται σωστότερα στὸ Θεό, αὐτὸς ποὺ κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐδῶ ἢ ὁ ἄλλος ποὺ κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐκεῖ; Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν. Ἡ γυναῖκα δὲ λέει «ἐμεῖς», ἀλλὰ «οἱ πατέρες ἡμῶν». Ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στὸ ὄρος αὐτὸ καὶ νὰ δικαιώσει ἔτσι περισσότερο τοὺς Σαμαρεῖτες τῆς ἐποχῆς της. Ἦταν σὰ νά ‘θελε νὰ πεῖ: Δὲ διαλέξαμε ἐμεῖς τὸ ὅρος τοῦτο γιὰ τόπο λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οἱ πατέρες μας κι ἐκεῖνοι ἦταν ἀνώτεροι ἀπό μας καὶ πιὸ κοντὰ στὸ Θεό.
Πάλι ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾷ στὴ γυναῖκα μ’ ἕνα «ναὶ» ἢ ἕνα «ὄχι». Προχωρεῖ προσπαθῶντας ν’ ἀφυπνίσει καὶ νὰ στηρίξει τὴν ψυχή της. Γύναι, πίστευσόν μοι… Πίστεψε Ἐμένα, γυναῖκα, ὄχι ἐκείνους ποὺ σοῦ λένε πῶς πρέπει νὰ λατρεύεις το Θεὸ στὸ ὄρος αὐτὸ ἢ στὴν Ἱερουσαλήμ. Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ προσκυνήσετε τῷ πατρὶ οὔτε στὸ ὄρος αὐτὸ οὔτε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Κύριος σκόπιμα χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «πατὴρ» ἀντὶ γιὰ «θεούς» (οἱ Σαμαρεῖτες προσκυνοῦσαν καὶ «Θεὸ» καὶ «θεούς»). Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ γυναῖκα θὰ κατανοήσει πῶς μὲ τὴν καινούργια ἀντίληψη γιά το Θεὸ θὰ μάθει καὶ τὴ νέα λατρεία. Ἡ λατρεία τοῦ Πατέρα δὲ θὰ ἐξαρτᾷται ἀπό συγκεκριμένο τόπο. Κι ἔτσι ἡ ἀποκλειστικότητα ποὺ διεκδικοῦσαν οἱ Σαμαρεῖτες κι οἱ Ἰουδαῖοι καταργεῖται. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος προφητεύει κάτι ποὺ θὰ γίνει σύντομα καὶ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο.
Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Κύριος δίνει καὶ στὶς δυὸ αὐτὲς μορφὲς ἀποκλειστικότητας τὸ ἴδιο βάρος καὶ προφητεύει τὸ τέλος καὶ τῶν δύο, στὰ θέματα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ δίνει κάποια ὑπεροχὴ στοὺς Ἰουδαίους. Ἐμεῖς προσκυνεῖτε ὅ ουκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνούμενό οἴδαμεν. Ὁ Κύριος γνωρίζει πῶς ἡ γυναῖκα τὸν βλέπει σὰν Ἰουδαῖο, γι’ αὐτὸ καὶ μιλάει σὰν Ἰουδαῖος. Ἐσεῖς οἱ Σαμαρεῖτες, εἶπε, δὲ γνωρίζετε ποιόν προσκυνᾶτε, γιατί προσκυνᾶτε πολλοὺς θεοὺς καὶ εἴδωλα. Ὁμολογεῖτε τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ταυτόχρονα ὅμως προσφέρετε θυσία στὰ πολυάριθμα εἴδωλα τῶν Ἀσσυρίων καὶ τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ Ἰουδαῖοι γνωρίζουν τοὐλάχιστον πῶς ὑπάρχει ἕνας Θεός, μ’ ὅλο ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ κεῖνοι, ὅπως καὶ σεῖς, μὲ πετρωμένες καρδιές, μὲ σκοτισμένο νοῦ καὶ νεκρὲς συνήθειες. Παρὰ ταῦτα, ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος, ὁ Μεσσίας θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Ἰουδαίους. Ἀπό Ἐκεῖνον θὰ ἔρθει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς στοὺς προπάτορές μας καὶ τὸ ἴδιο προφήτεψαν οἱ προφῆτες. Ἔτσι φρόντισε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ἔγιναν τὰ πράγματα.
«Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. δ’ 23-24). Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν δὲν εἶναι ἀληθινή, γιατί δὲν ξέρουν ποιό θεὸ προσκυνοῦν. Ἡ λατρεία στὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν εἶναι παρὰ σκιὰ τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, «σκιὰ τῶν μελλούμενων ἀγαθῶν» (Ἐβρ. ). Τόσο τὸ ψεύτικο, τὸ μὴ ἀληθινό, ὅπως καὶ ἡ σκιά, σύντομα θὰ ἐξαφανιστοῦν καὶ στὴ θέση τους θὰ βασιλέψει ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἥλιος τῆς καινούργιας μέρας ἀνέτειλε. Ἡ αὐγὴ τῆς καινούργιας μέρας χαράζει καθαρὰ καὶ διαλύει τὸ σκοτάδι καὶ τίς σκιές. Περνάει πολὺς καιρὸς κι ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι χαραυγή. Ὅταν τὸ φὼς τῆς καινούργιας μέρας λάμψει παντοῦ, τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ γνωρίσουν το Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ θὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν γιοί Του, ὄχι σὰν δοῦλοι Του. Δὲ θὰ τὸν λατρεύουν μὲ λέξεις καὶ θυσίες νεκρές, ἀλλ’ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα, μὲ πίστη καὶ ἔργα, μὲ σοφία κι ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος στὴν πληρότητά του θὰ λατρεύσει το Θεὸ στὴ δική του πληρότητα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ συνίσταται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, θὰ τὰ καθαγιάσει καὶ τὰ δύο στὸ Θεό, καὶ θὰ τὸν προσκυνήσει μὲ τὰ δύο. Οἱ προσκυνητὲς θὰ ὑποκλιθοῦν ὄχι σὲ κάποιο πλάσμα, μὰ στὸν ἴδιο το Δημιουργό, ὄχι σὲ κακοὺς δαίμονες ποὺ ἐμφανίζονται σὰν θεοί, ἀλλὰ στὸν Ἕνα Πολυεύσπλαχνο Πατέρα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀλήθειας. Τέτοιοι εἶναι οἱ προσκυνητὲς ποὺ ἀναζητοῦν τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Πνεῦμα καὶ Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, δὲν εἶναι οὔτε σάρκα οὔτε ἄγαλμα οὔτε νεκρὸς λόγος ἢ ἕνας τόπος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι τὸν προσκυνοῦν, πρέπει νὰ τὸ κάνουν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ. Ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ θνητὸ κόσμο γύρῳ του, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τοὺς θνητοὺς συμπεριφέρεται κι αὐτὸς ὡς θνητός. Ὅταν ὅμως ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ἀθάνατο Θεό, πρέπει νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ ὅ,τι εἶναι ἀθάνατο. Ὅπως λέει καὶ ἀπόστολος, «οὖ γὰρ ζητῶ τα ὑμῶν, ἀλλὰ ὑμᾶς» (Β κορ. ιβ14).
Ὁ παλιὸς κόσμος ὑπηρετοῦσε το Θεὸ μὲ νομικὲς φόρμες. Πρόσφερε θυσία στὸ Θεὸ τράγους καὶ κριάρια, σεβόταν τὸ Σάββατο κι ἐκτελοῦσε τοὺς ἀπαραίτητους καθαρισμούς, εἶχε λησμονήσει ὅμως τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη. Διάβαζε τὰ λόγια, «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν17), μὰ δὲν τὰ καταλάβαινε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ τηροῦσε. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς ὅμως θὰ λατρεύει το Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ. Γι αὐτὸ τὸ λόγο ἦρθε ὁ Κύριος στὴ γῆ, γιὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα τέτοιας λατρείας καὶ προσκύνησης. Ἡ δυσωδία τῶν τράγων καὶ τῶν κριαριῶν ποὺ προσφέρονταν θυσία ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ πέτρινες καρδιὲς καὶ σκοτισμένες ψυχές, ἦταν προσβλητικὴ γιά το Θεό. Παλιότερα ἴσως νὰ μὴν ἦταν δυσωδία ἀλλὰ εὐωδία. Τότε ὅμως οἱ θυσίες προσφέρονταν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, τόν ‘Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καί το Μωυσῆ. Ἡ εὐωδία αὐτὴ δέν προερχόταν ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τίς σάρκες τῶν ζώων, ἀλλ’ ἀπὸ τίς εὐλαβικὲς ψυχὲς καὶ τίς φιλόθεες καρδιὲς τῶν πιστῶν δούλων Του.
Ἀργότερα ποὺ οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ ἔκαναν θυσίες ζώων μαράθηκαν καὶ οἱ καρδιές τους πέτρωσαν, καμιὰ θυσία δὲν μποροῦσε νὰ προσφέρει εὐωδία στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς δὲ ζητᾷ τὴ μυρουδιὰ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τίς σάρκες καὶ τὸ αἷμα, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τίς καρδιὲς καὶ τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ὅλες οἱ μυρουδιὲς ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια, γιὰ τὸν Κύριο ἦταν δυσωδία. Κι αὐτὸ ἴσχυε γιὰ ὅλα τὰ θυσιαστήρια, εἴτε τῆς Ἱερουσαλὴμ εἴτε τῆς Σαμάρειας. Πάνω σ’ ὅλη τὴν κόπρο τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅπου ἀναδυόταν ἡ μυρουδιὰ κι ὁ θάνατος, ἦρθε ὁ Κύριος νὰ σπείρει τὰ ἄνθη τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἀλήθειας, ποὺ θὰ κατέστρεφαν το θάνατο καὶ θ’ ἀφάνιζαν τὴ δυσωδία. Ἔτσι ὁ νέος κόσμος παρουσιάζεται στὸ Θεὸ ὡς νύμφη, ἁγνὴ καὶ καταστόλιστη.
«Λέγει αὐτὴ ἡ γυνὴ οἴδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός: ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς: ἐγὼ εἶμι ὁ λαλῶν σοί. Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει οὐδεὶς μὲν τοὶ εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἢ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν» (Ἰωάν.δ’ 25-28). Τί παράξενο σκηνικό! Τί περίεργη ἀλληλουχία σκηνῶν καὶ γεγονότων! Ὁ Κύριος στέκεται στὸ κέντρο μόνος Του, ἀκίνητος, ὅπως ἡ αἰωνιότητα. Ἡ γυναῖκα προκλήθηκε ἀπὸ τὰ πνευματικὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ξαφνικᾷ θυμήθηκε τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, ποὺ τὸν περίμεναν κι οἱ Σαμαρεῖτες ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα, εἶπε ἡ γυναῖκα. Γιὰ ἐκείνην, ὅπως καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἡ ἰδέα τοῦ Μεσσία ἦταν κάτι μακρινό, κάτι ποὺ βρισκόταν πιὸ μακριὰ κι ἀπὸ τὴ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα. Κι ἔνιωσε μεγάλη ἔκπληξη ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀποκάλυψε πῶς Ἐκεῖνος ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. ‘Ἐγὼ εἶμι ὁ λαλῶν σοί. Ἡ γυναῖκα ἔμεινε ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲν τοῦ ἀπάντησε. Κι ἐκείνη τὴν ὥρα ἔφτασαν οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τὴν πόλη καὶ θαύμασαν ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο νὰ μιλάει μὲ μιὰ γυναῖκα καὶ μάλιστα ἄπιστη, Σαμαρείτιδα. Κι ἔμειναν ἄφωνοι κι ἐκεῖνοι.
Ἡ γυναῖκα δὲν ἤξερε τί ἄλλο νὰ ρωτήσει ἢ νὰ πεί. Παράτησε τὴ στάμνα τῆς ἐκεῖ κι ἔτρεξε στὴν πόλη. Ἤθελε τὸ συντομότερο ν’ ἀναγγείλει αὐτὸ ποὺ ἀνακάλυψε. Αὐτὴ ἦταν μιὰ πολὺ ἐκφραστικὴ σκηνή, πιὸ εὔγλωττη ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Ἡ γυναῖκα ἔτρεξε, ἔφτασε στὴν πόλη καὶ μίλησε σὲ ὅλους γιὰ τὸν παράξενο ἄνθρωπο ποὺ γνώρισε στὸ πηγάδι. «Μήτι οὔτὸς ἔστιν ὁ Χριστός;» Δὲν τολμάει νὰ πεῖ πῶς «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», μ’ ὅλο ποὺ εἶχε ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς σπάνιας πνευματικῆς σοφίας Του. Ἔτσι, σὰ νὰ διστάζει γι’ αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεί, ρωτάει: Μήτι οὗτος ἔστιν ὁ Χριστός; Εἶναι σὰ νὰ ἤθελε νὰ πεί: Εἶμαι μιὰ ξένη γυναῖκα καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι σίγουρη γι’ αὐτὸ ἐσεῖς εἶστε ἄντρες κι ὁπωσδήποτε πιὸ προσεχτικοὶ καὶ πιὸ λογικοὶ ἀπὸ μένα. Γι’ αὐτὸ «ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔτσι ἡ γυναῖκα, τόσο με τὴν ἐπιτηδειότητά της ὅσο καὶ μὲ τὴ μετριοφροσύνη της, κατόρθωσε νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς Συχάρ, ποὺ «ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν».
Μόλις ἔφυγε ἡ γυναῖκα ξεκίνησε μιὰ συζήτηση ἀνάμεσα στὸ Διδάσκαλο καὶ τοὺς μαθητές Του. «Ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε». Εἶχαν ἀγοράσει τρόφιμα στὴν πόλη καὶ τοῦ ἔφεραν νὰ φάει. Κι ὁ δάσκαλός τους σίγουρα πεινοῦσε. Ἀντὶ νὰ φάει ὅμως, συνέχισε τὴ θεϊκὴ ἀποστολή Του, γιὰ τὴν ὁποία ἦρθε στὸν κόσμο. Δὲν ἔδωσε προσοχὴ στὴ σωματικὴ πεῖνα. Ἦταν πολὺ σπουδαία στιγμὴ καὶ δὲν ἤθελε νὰ περάσει ἀνεκμετάλλευτη. Δὲ θ’ ἀντάλλαζε μὲ τίποτα τὴν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιὰ λίγο φαγητό. Ἔτσι ἀπάντησε στοὺς μαθητές Του:
«Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἦν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους: μὴ τίς ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;» (Ἰωάν. δ’ 32-33). Ὁ Κύριος τοὺς μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητές Του γιὰ σωματική. Ἡ ἴδια περίπου σκηνὴ εἶχε γίνει καὶ νωρίτερα, ὅταν ὁ Κύριος μιλοῦσε στὴ γυναῖκα γιὰ πνευματικὸ νερὸ καὶ κείνη ἔλεγε γιὰ τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ. Τώρα Ἐκεῖνος μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητές Του σκέφτονταν τὴ σωματική.
«Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς: ἐμὸν βρώμα ἔστιν ἶνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός μὲ καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν. δ’ 34). Τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ θέλημα, ἀφοῦ ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱὸς μοιράζονται τὴν ἴδια ὕπαρξη. Πῶς λοιπὸν τώρα ὁ Κύριος τοὺς ἔλεγε γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Γιατί μιλοῦσε γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τὸ δικό Του; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο θέλημα; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ἔργο; Ναί, τὸ ἴδιο ἔχουν. Κατονομάζει ὅμως τὸ θέλημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο καθοδηγεῖται: τοῦ Πατέρα Του τὸ ἔργο ποὺ ἔχει νὰ ἐκτελέσεις τοῦ Πατέρα Του. Κι αὐτὰ γιὰ χάρη μας. Γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνυπάκουους καὶ ὑπερήφανους τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση.
Προσέξτε ὅμως πόσο εὐχάριστο εἶναι στὸν Κύριο τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του! Δὲν τὸ βλέπει σὰν καθῆκον, ἀλλὰ σὰν τροφή! Ἐμὸν βρώμα ἔστιν ἶνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, τοῦ Πατέρα μου. Τί θεϊκὸ παράδειγμα, τί εὐγενικὸς ἔλεγχος σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ ὅλη μέρα μιλᾶμε γιὰ τὸ καθῆκον μας, λὲς καὶ πρόκειται γιὰ βάρος. Ἄν πράγματι κοιτάξουμε τὸν Κύριο καὶ τὴν τήρηση τοῦ θελήματός του ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ τὸ βαρὺ καθῆκον Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἄλλη, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε λογικὰ πῶς κανένας στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν τὸ δέχεται τόσο εὐχάριστα, ὅπως τὴν καθημερινὴ τροφή Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέει ὁ Κύριος: πῶς κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, ὄχι τὸ δικό Του, ὅπως λέει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἕνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός μέ» (Ἰωάν. στ’38). Αὐτὸ δὲ σημαίνει πῶς ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Δείχνει ἁπλᾶ τὴ μεγάλη ἀγάπη ποὺ τρέφει ὁ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέρα Του.
Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει ἐπίσης πῶς ὁ Πατέρας ἀκούει πάντα τὸν Υἱό. «Ἐγὼ δὲ ἤδειν ὅτι πάντοτε μοῦ ἀκούεις» (Ἰωάν. ἰα’42). Ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα ἀνταποκρίνεται ἔτσι στὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνταποκρίνεται στὴν τέλεια ὑπακοή του Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ. Κι ἡ τέλεια ὑπακοὴ κυριαρχεῖ σὲ ἑνότητα μὲ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Υἱοῦ εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα. Ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Πατέρα εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ. Κι ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ.
«Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἔστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται, ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαὶ εἰσί πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰωάν. δ’35). Λίγο νωρίτερα ὁ Κύριος μιλοῦσε στοὺς μαθητές Του γιὰ πνευματικὴ τροφή, τώρα τοὺς λέει γιὰ πνευματικὸ θερισμό. Ὁ πνευματικὸς θερισμὸς εἶναι κοντά, φαίνεται, ὅπως φαίνεται καὶ ὁ ἐπίγειος θερισμός. Ὅταν τὰ στάχυα γίνονται κίτρινα ἢ λευκά, ὅλοι ξέρουν πῶς ὁ θερισμὸς πλησιάζει. Ὅταν πλήθῃ ἀνθρώπων ἔρχονται κοντὰ στὸ Χριστό, εἶναι φανερὸ πῶς ὁ πνευματικὸς καρπὸς ἔχει ὡριμάσει.
Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες ἄκουσαν γιὰ τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα, δὲν εἶπαν πῶς ἡ γυναῖκα αὐτὴ τρελλάθηκε, ἀλλὰ παράτησαν τὴ δουλειά τους κι ἔτρεξαν ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν δοῦν. Ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε, δεῖτε τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ποὺ τρέχουν κοντά μας! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὥριμη σοδειὰ ποὺ περιμένει τοὺς θεριστές. Ἔτσι εἶναι. «Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι» (Λουκ. ἰ’ 2). Ἐσεῖς εἶστε οἱ θεριστὲς τοῦ ἀγροῦ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μου προσφέρετε ὑλική, πρόσκαιρη τροφή, ὅταν ὑπάρχει μπροστά μας τόσο πλούσιος κι ὑπέροχος θερισμός; Ὅταν ὁ νοικοκύρης βλέπει μπροστά του τέτοιο θερισμό, δὲν ξεχνάει νὰ φάει ἀπὸ τὴ χαρά του; Κι ὅταν βρεθεῖ μπροστὰ σὲ τέτοια θαυμάσια θέα, δὲν τρέχει ἀμέσως νὰ θερίσει τὴ σοδειά του καὶ νὰ τὴν μαζέψει στὶς ἀποθῆκες ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, προτοῦ τὴν καταστρέψει ἢ καταιγίδα; Γι’ αὐτὸ μὴ φροντίζετε ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν τροφή σας ἢ γιὰ τὸν ἑαυτό σας ἢ γιὰ Μένα. Τρέξτε γρήγορα στὸ θερισμὸ γιὰ νὰ μὴ χάσετε τὸ μισθό σας.
«Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἶνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἕν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὸ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε: ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτοῦ εἰσεληλύθατε» (Ἰωάν. δ’ 36-38).
Στὸν ἀπέραντο ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ, πολλὲς φορὲς δὲν προλαβαίνουν οἱ ἴδιοι ἐργάτες καὶ νὰ σπείρουν καὶ νὰ θερίσουν, ἐπειδὴ οἱ μέρες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μετρημένες. Μερικοὶ ἄνθρωποι σπέρνουν καὶ πεθαίνουν προτοῦ προλάβουν νὰ δοῦν τὸν καρπὸ τοῦ κόπου τους. Μετὰ γεννιοῦνται ἄλλοι, ὅταν ὁ καρπὸς ποὺ ἔσπειραν μεγάλωσε, ὡρίμασε κι ἔγινε κίτρινος γιὰ θερισμό. Κι ἔτσι αὐτοὶ γίνονται θεριστὲς καὶ μαζεύουν τὸν ὥριμο καρπὸ ποῦ δὲν ἔσπειραν.
Ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἔχει σπαρεὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ ζωή. Σποριάδες ἦταν οἱ προπάτορές μας, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, προφῆτες καὶ δίκαιοι, κυρίως οἱ προφῆτες.
Ἐκεῖνοι ἔσπειραν, μὰ δὲν εἶδαν τὸν καρπὸ ν’ αὐξάνει καὶ νὰ ὡριμάζει. Ἔζησαν ὅλοι μὲ πίστη καὶ πέθαναν μὲ πίστη, χωρὶς νὰ δοῦν τοὺς καρποὺς τῆς ἐπαγγελίας. Τοὺς εἶδαν μόνο ἀπὸ μακριά, μὲ τὴν πνευματική τους ὅραση (βλ. Εβρ’ ια13).
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶπε κάποτε στοὺς μαθητές Του:
«Πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον» (Ματθ. ἴγ’ 17). Οἱ σποριάδες δὲ βλέπουν ἐκεῖνα ποὺ βλέπουν οἱ θεριστές: τὸν καρπὸ καί το θερισμό. Κι οἱ δυό τους ὅμως θὰ λάβουν μισθὸ γιὰ τὸν κόπο τους, γιατί κι οἱ δυὸ τοὺς εἶναι ἐργάτες στὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ, ἶνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.
Ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν προφητῶν καὶ τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ταυτόχρονα ὅμως ἐνθαρρύνει τοὺς ἀποστόλους στὸν ἀγῶνα τοῦ θερισμοῦ τους. Εἶναι σὰ νά ‘θελε νὰ πεί: Αὐτοὶ ἔκαναν μεγαλύτερους ἀγῶνες ἀπό σας, γιατί εἶναι πιὸ δύσκολο καὶ πιὸ κουραστικὸ νὰ σπέρνεις, χωρὶς νὰ βλέπεις τὸν καρπὸ στὸν ἀγρό σου, παρὰ νὰ θερίζεις τὸν ὥριμο καρπό. Ἐσεῖς μπήκατε στὸ δικό τους κόπο. Ἐκεῖνοι ἀγωνίστηκαν καὶ πέθαναν σὰν μισθωτοὶ καὶ δοῦλοι, χωρὶς νὰ δοῦν στὸ μεταξὺ τὸν Κύριο τοῦ ἀγροῦ. Ἐσεῖς ἔχετε τὸν Κύριο ἀνάμεσά σας, ἐργάζεστε σὰν γιοί, ὄχι σὰν μισθωτοὶ ἢ δοῦλοι. Στὴν οὐσία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐργάζεται, ἐσεῖς εἶστε οἱ σύν-ἐργάτες Του. Γι’ αὐτὸ εὐφρανθεῖτε καὶ σπεύσετε μὲ χαρὰ νὰ θερίσετε τὸν ὥριμο καρπό.
«Ἔκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τὼν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἴπὲ μοὶ πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. δ’39). Δέστε πόσο ὥριμος εἶναι ὁ καρπός! Δέστε πόσο πλούσιος εἶναι ὁ θερισμός! Ἡ διψασμένη γῆ ρούφηξε γρήγορα τὸ νερό. Πολλοὶ Σαμαρεῖτες πίστεψαν στὸ Χριστὸ ἀκόμα καὶ προτοῦ τὸν δούν, μόνο μὲ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναῖκα. Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν ἦταν ἀπόστολος, οὔτε κι ἔκανε κάποιο θαῦμα. Ἀντίθετα μάλιστα, ἦταν μιὰ γυναῖκα ἁμαρτωλή. Κι ἔτσι ὅμως τὰ λόγια της εἶχαν πλούσιο θερισμὸ ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολάτρες. Τί ντροπή, τί ἀμηχανία γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, τὸν Ἐκλεκτὸ Λαό! Ἐκεῖνοι ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα Του ὅλα τὰ δυνατὰ λόγια, μὰ παράμειναν κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἀμετανόητοι καὶ σκληρόκαρδοι! Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό της τὰ καλὰ λόγια ποὺ ἄκουσε ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἔτρεξε ἀμέσως νὰ τὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἄλλους, γι’ αὐτὸ καὶ τῆς ἀξίζει κάθε ἔπαινος. Εἶναι σὰν τὴ γυναῖκα ποὺ βρῆκε τὴ χαμένη δραχμὴ κι ἀμέσως φώναξε τίς γειτόνισσές της λέγοντας: «Συγχάρητὲ μοι, ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἦν ἀπώλεσα» (Λουκ. ἰε’9).
«Ὡς οὔν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἤρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοὺς καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλὰ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ» (Ἰωάν.δ’ 40-41). Οἱ Ναζαρηνοὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ ὄρους (βλ. Λουκ. δ’29), διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ. Οἱ Γαδαρηνοί του ζήτησαν νὰ τοὺς ἀφήσει καὶ νὰ φύγει μακριὰ (Λουκ. ἡ’ 37). Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ Σαμαρεῖτες ὅμως τοῦ ζήτησαν νὰ μείνει μαζί τους, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ αὐτοῖς. Ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημά τους κι ἔμεινε μαζί τους δυὸ μέρες. Κι ὁ θερισμὸς ἦταν πραγματικὰ μεγάλος, πλούσιος, τόσο γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν πίστεψαν ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναῖκα, ὅσο καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν ἄμεσα στὰ δικά του λόγια.
Στὴ συνέχεια ἔλεγαν στὴ γυναῖκα: «οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὔτὸς ἔστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (Ἰωάν. δ’42). Δὲ μᾶς εἶναι γνωστὰ ὅσα εἶπε ὁ Κύριος τίς δυὸ αὐτὲς μέρες στοὺς πνευματικὰ πεινασμένους καὶ διψασμένους ἀνθρώπους. Δὲ γράφτηκε τίποτα γι’ αὐτά. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅμως πῶς τὰ λόγια Του εἶναι ὕδωρ ζῶν, ποὺ ὅταν τὸ πίνει ὁ ἄνθρωπος δὲν ξαναδιψάει ποτὲ πιά. Αὐτὸ φαίνεται πρῶτο ἀπὸ τὸ μεγάλο πλῆθος ἐκείνων ποὺ πίστεψαν στὸν Κύριο καὶ δεύτερο ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ὁμολογία τῆς πίστης τούς: οὗτος ἔστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς θεοὺς ποὺ πίστευαν οἱ Σαμαρεῖτες, μέσα τους διατηροῦσαν καὶ κάποια πίστη στὸ Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ κρατοῦσαν τὴν πίστη αὐτὴ ὄχι ἐπειδὴ γνώριζαν τὸ Θεὸ αὐτό, ἀλλ’ ἀπὸ σεβασμὸ στόν Ἰσραὴλ (Ἰακώβ), ποὺ κάποτε εἶχε ζήσει ἀνάμεσά τους. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Σαμαρείτιδα μίλησε γιὰ τὸν «πατέρα μας Ἰακώβ» (Ἰωάν, δ΄13). Οἱ Σαμαρεῖτες σίγουρα θὰ εἶχαν ἀκούσει τὴν προφητεία γιὰ τὸ ἄστρο ποὺ θ’ ἀνατείλει ἀπὸ τὸν Ἰακώβ («ἁνατελεὶ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ», ‘Ἀριθμοί, κδ’ 17). Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῶν Μωαβιτῶν Μπαλὰκ ξεκίνησε πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, κάλεσε τὸν προφήτη Βαλαὰμ ν’ ἀνακοινώσει νίκη ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει το στρατό του. Ὁ Μπαλὰκ ὑποσχέθηκε στὸ Βαλαὰμ νὰ τοῦ δώσει μεγάλα δῶρα γιὰ τίς ὑπηρεσίες του κι ὁ Βαλαὰμ πῆγε στὸ στρατόπεδο τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν ὅμως προσπάθησε νὰ κάνει τα μαγικά του καὶ νὰ προφητεύσει αὐτὰ ποὺ ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ξαφνικὰ τὸν ἐπισκέφτηκε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἄρχισε νὰ προφητεύει ὄχι αὐτὰ ποὺ ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ἀλλ’ ἐκεῖνα ποὺ ἤθελε ὁ Θεός. «Ὡς καλοὶ οἱ οἰκοί σου Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου Ἰσραήλ». Ὅταν ὁ Μπαλὰκ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἐπιτίμησε τὸν Βαλαάμ, ἐκεῖνος ὅμως δὲν πτοήθηκε καὶ συνέχισε: «Φησὶ Βαλαάμ, υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀληθινῶς ὁρῶν, φησὶν ἀκούων λόγια ἰσχυροῦ, ὅστις ὅρασιν Θεοῦ εἶδεν ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ… ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ» (‘Ἀριθ. κδ’). Καὶ νὰ ποὺ ἐμφανίστηκε Ἐκεῖνος ποὺ προεῖδε ὁ Βαλαὰμ ἀπὸ παλιά. Τὸ ἄστρο ἔλαμψε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰακὼβ κι ἦταν λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ καλλίτερο ὄνειρο. Κι οἱ Σαμαρεῖτες τὸ εἶδαν καὶ χάρηκαν. Τὸ εἶδαν καὶ πίστεψαν. Ἤπιαν μέχρι κορεσμοῦ τὸ ὕδωρ τὸ ζὼν κι ἔζησαν στὸν αἰῶνα.
Ὁ Σωτῆρας μας Χριστὸς δὲν ἔδωσε τὸ ζῶν ὕδωρ μόνο στοὺς Σαμαρεῖτες καὶ τοὺς Ἰουδαίους. Τὸ ἔδωσε κι ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ δίνει μέχρι σήμερα σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς του δίψας στὴν ἔρημο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κάποτε ὁ Κύριος στάθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ «καὶ ἔκραξε λέγων· ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω» (Ἰωάν. ζ’ 37). Πρόσεξε πῶς τὸ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής: ἔκραξε. Ὁ Καλὸς Ποιμὴν δὲν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει τὸ ποίμνιό Του, το καλεῖ στὸ νερό. Ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Χριστὸς στέκεται στὴ μέση τῆς ἐρήμου αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ κράζει σ’ ὅλους τοὺς ταξιδιῶτες ποὺ εἶναι ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὴ δίψα. Εὐλογημένοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τὴ φωνή Του καὶ τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη. Ὁ Χριστὸς δὲ θὰ τοὺς ρωτήσει οὔτε ποιά γλῶσσα μιλᾶνε οὔτε σὲ ποιό ἔθνος ἀνήκουν. Οὔτε τὴν ἡλικία τους θέλει νὰ μάθει οὔτε ἂν εἶναι πλούσιοι ἢ φτωχοί. Θὰ δώσει σὲ ὅλους ὕδωρ ζῶν γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει καὶ νὰ τοὺς ἀναζωογονήσει, νὰ τοὺς ἀνανεώσει καὶ νὰ τοὺς ἀναγεννήσει, νὰ τοὺς υἱοθετήσει, νὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὸ πύρινο καμίνι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Πόσο ὑπέροχο εἶσαι, ὕδωρ ζῶν! Γλυκύτατε Σωτῆρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ἀνανεωτικὴ πηγή, πόσο πλούσιος καὶ ζωοποιὸς εἶσαι! Πνεῦμα Ἅγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στὸν Κύριο Ἰησοῦ ὅλους ἐκείνους ποὺ οἱ ψυχές τους διψοῦν γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ κραυγάζουν: «Ἡ ψυχή μου διψᾷ γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸ Ζῶντα Θεό!»
Δόξα καὶ ὕμνος σὲ Σένα, Κύριε Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.