ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (9/6/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΙΣΤ΄, εδάφια 16-34
16 ᾿Εγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. 17 αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. 18 τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ.
19 ᾿Ιδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, 20 καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιουδαῖοι ὑπάρχοντες. 21 καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. 22 καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, 23 πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· 24 ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. 25 Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. 26 ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. 27 ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. 28 ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε.
29 αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, 30 καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; 31 οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. 32 καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. 33 καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, 34 ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
16 Κάποια μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να μας συναντήσει μια νεαρή δούλη που είχε μαντικό πνεύμα και απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της· διότι με τις μαντείες της φανέρωνε τα άγνωστα και πληρωνόταν γι’ αυτό. 17 Αυτή ακολούθησε από πίσω τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε λέγοντας: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε’’. 18 Και αυτό το έκανε για πολλές ημέρες, όχι βέβαια με καλό σκοπό. Αλλά το μαντικό πνεύμα επεδίωκε να ελκύσει πάνω του την απεριόριστη εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί τελικά με δολιότητα και πανουργία. Αγανακτώντας λοιπόν ο Παύλος, στράφηκε πίσω προς τη δούλη αυτή που τον ακολουθούσε και είπε προς το πνεύμα: ‘’Σε διατάζω, επικαλούμενος το όνομα του Ιησού Χριστού, να βγεις απ’ αυτήν’’. Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα βγήκε.
19 Όταν όμως είδαν τα αφεντικά της ότι έφυγε μαζί με το δαιμόνιο και η ελπίδα της κερδοφόρου εργασίας και επιχειρήσεώς τους, συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στους άρχοντες. 20 Κι αφού τους οδήγησαν μπροστά στους στρατηγούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι ταραξίες Ιουδαίοι, και προκαλούν ταραχές στην πόλη μας. 21 Κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε Ρωμαίοι να τα παραδεχόμαστε και πολύ περισσότερο να τα τηρούμε και να τα εφαρμόζουμε’’. 22 Τότε ο όχλος που είχε μαζευτεί εκεί ξεσηκώθηκε εναντίον τους. Και οι στρατηγοί ξέσχισαν τα ρούχα των δύο αποστόλων και διέταξαν να τους ραβδίσουν, γυμνούς όπως ήταν, μπροστά σε όλο εκείνο το πλήθος. 23 Και αφού τους έδωκαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή, δίνοντας στον δεσμοφύλακα την εντολή να τους φρουρεί ασφαλισμένους καλά, για να μην δραπετεύσουν. 24 Και αυτός, εφόσον είχε πάρει τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο βαθύ διαμέρισμα της φυλακής και έδεσε σφιχτά τα πόδια τους στο τιμωρητικό όργανο που λεγόταν ξύλο, για να μην μπορούν πλέον οι απόστολοι ούτε στο ελάχιστο να μετακινηθούν. 25 Γύρω στα μεσάνυχτα ο Παύλος και ο Σίλας, σαν να μην τους είχε συμβεί τίποτε και σαν να μην αισθάνονταν κανένα πόνο, έψαλλαν ύμνους προς τον Θεό. Τους άκουγαν μάλιστα και οι άλλοι φυλακισμένοι.
26 Και ξαφνικά έγινε τόσο μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύθηκαν τα θεμέλια της φυλακής˙ και άνοιξαν τη στιγμή εκείνη όλες οι θύρες, και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες, με τις οποίες ήταν δεμένοι. 27 Στο μεταξύ ξύπνησε ο δεσμοφύλακας, και μόλις είδε ανοιχτές τις θύρες της φυλακής, τράβηξε το μαχαίρι του έτοιμος να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι και συνεπώς θα του επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου. Για να μη θιγεί η αξιοπρέπειά του λοιπόν, θεώρησε προτιμότερο να αυτοκτονήσει, παρά να θανατωθεί με το στίγμα της καταδίκης. 28 Όμως ο Παύλος του φώναξε με δυνατή φωνή: ‘’Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες και να τιμωρηθείς’’.
29 Μετά λοιπόν απ’ αυτό ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα και πήδησε μέσα στη φυλακή. Και όταν αντιλήφθηκε το θαύμα και σκέφτηκε ότι είχε κακομεταχειρισθεί τους δούλους αυτούς του Θεού, κυριεύθηκε από τρόμο και έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. 30 Έπειτα, αφού τους έβγαλε έξω στην αυλή της φυλακής τους είπε: ‘’Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να αποκτήσω κι εγώ τη σωτηρία που κηρύττετε;’’. 31 Και αυτοί του απάντησαν: ‘’Πίστεψε στον Ιησού Χριστό ως μόνο Λυτρωτή και υπέρτατο Κύριο, και θα σωθείς και συ και όλη η οικογένειά σου’’. 32 Κι άρχισαν τότε να αναπτύσσουν σε αυτόν και σ’ όλους όσους ήταν στο σπίτι του τις θεμελιώδεις αλήθειες της διδασκαλίας του Κυρίου. 33 Τότε ο δεσμοφύλακας τους πήρε μαζί του την ίδια εκείνη ώρα της νύχτας, τους έλουσε από τα αίματα που είχαν τρέξει από τα τραύματα των ραβδισμών και αμέσως βαπτίσθηκε και αυτός και όλοι οι δικοί του. 34 Και αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, τους ετοίμασε τραπέζι και αισθάνθηκε μεγάλη χαρά μαζί με όλη του την οικογένεια˙ και η αιτία της χαράς του αυτής ήταν το ότι είχε πιστέψει στο Θεό.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Κατά Ιωάννην, κεφ. Θ΄, εδάφια 1-38
1Καί παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.
8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.
13 ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν.
18 οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.
24 ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί.29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.
35 ῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν.Τρεμπέλα
1Καθώς ο Ιησούς περνούσε από το κέντρο της πόλεως, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. 2 Τότε οι μαθητές του τον ρώτησαν: ‘’Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε για να γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός τυφλός; Αμάρτησε ο ίδιος, όταν ήταν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, ή αμάρτησαν οι γονείς του και τιμωρείται αυτός για τις αμαρτίες τους;’’. 3 Κι ο Ιησούς τούς απάντησε: ‘’Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του. Αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν με την υπερφυσική θεραπεία των ματιών του τα έργα που επιτελεί η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού. 4 Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο. Έρχεται όμως η μέλλουσα ζωή, και όπως στη διάρκεια της νύχτας σταματούν τα έργα τους οι άνθρωποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπορεί να εργάζεται για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε στιγμή να χάνω. 5 Εφόσον είμαι στον κόσμο, είμαι Φως του κόσμου με τη διδασκαλία και τα θαύματά μου’’. 6 Κι αφού είπε αυτά, έφτυσε κάτω και έκανε πηλό, και έχρισε με αυτόν τα μάτια του τυφλού. 7 Και, δοκιμάζοντας την πίστη του τυφλού, τού είπε: ‘’Πήγαινε, νίψου στη στέρνα του Σιλωάμ(όνομα εβραϊκό που μεταφράζεται «απεσταλμένος»). Ύστερα λοιπόν από την εντολή αυτή του Ιησού πήγε ο τυφλός εκεί και νίφτηκε, και ήλθε στο σπίτι του με μάτια υγιή.
8 Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: ‘’Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε από τους διαβάτες ελεημοσύνη;’’ 9 Μερικοί έλεγαν: ‘’Αυτός είναι’’. Άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιάζει. Ο ίδιος έλεγε ότι ‘’εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιότερα ζητούσα ελεημοσύνη’’. 10 Μετά λοιπόν από τη βεβαίωση αυτή του τυφλού τον ρώτησαν εκείνοι: ‘’Πώς θεραπεύθηκαν τα μάτια σου;’’. 11 Κι εκείνος τους απάντησε: ‘’ Ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλό και μου άλειψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: «Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου». Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου’’. 12 Μετά από την πληροφορία αυτή του τυφλού που είχε θεραπευθεί του είπαν οι Ιουδαίοι: ‘‘Πού είναι εκείνος;’’. ‘’Δεν ξέρω’’, τους απάντησε.
13 Τον οδήγησαν τότε στους Φαρισαίους, αυτόν που ήταν κάποτε τυφλός και είχε ήδη θεραπευθεί οριστικά. 14 Η ημέρα μάλιστα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. 15 Όταν λοιπόν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισαν κι αυτοί να τον ανακρίνουν και να τον ρωτούν πάλι πως θεραπεύθηκε και βρήκε το φως του. Κι εκείνος τους είπε: ‘’Αυτός που με θεράπευσε μου έβαλε πηλό πάνω στα μάτια μου και μετά εγώ πλύθηκα και βλέπω’’. 16 Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: ’’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου’’. Άλλοι έλεγαν: ‘’Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια αποδεικτικά και σημαδιακά θαύματα;’’. Και διαφωνούσαν μεταξύ τους. 17 Κι επειδή η διαφωνία τους συνεχιζόταν, άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό, και τον ρώτησαν: ‘’Εσύ τι λες για τον άνθρωπο αυτό; Πρέπει να ακουστεί και η δική σου γνώμη˙ διότι τα δικά σου μάτια θεράπευσε εκείνος και εσύ περισσότερο από κάθε άλλον γνωρίζεις τα περιστατικά της θεραπείας σου’’. Κι αυτός τους απάντησε: ‘’Εγώ λέω ότι είναι προφήτης’’.
18 Μετά λοιπόν από τον χαρακτηρισμό αυτόν που έδωσε για τον Ιησού ο τυφλός που θεραπεύθηκε, οι Ιουδαίοι δυσαρεστήθηκαν. Δεν εννοούσαν να πιστέψουν ότι αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε πραγματικά το φως του˙ ώσπου αποφάσισαν να καλέσουν τους γονείς του ανθρώπου αυτού που απέκτησε το φως του. 19 Και τους ρώτησαν: ‘’Αυτός είναι ο γιος σας, που επιμένετε να βεβαιώνετε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν, αφού γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει;’’. 20 Οι γονείς του τότε τους αποκρίθηκαν: ‘’Γνωρίζουμε καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. 21 Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε. Ή ποιος του θεράπευσε και του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρουμε. Αυτός δεν είναι μικρό παιδί, έχει ώριμη ηλικία, και συνεπώς αντιλήφθηκε πώς κα από ποιον έγινε η θεραπεία του. Αυτόν λοιπόν ρωτήστε, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του και θα σας πει τι του συνέβη’’. 22 Και μίλησαν με τον τρόπο αυτό οι γονείς του τυφλού, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες· διότι αυτοί πριν από πολύ καιρό είχαν συμφωνήσει να αποκηρυχθεί, να αφορισθεί και να αποδιωχθεί από τη συναγωγή όποιος θα τολμούσε να ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. 23 Επειδή λοιπόν φοβούνταν οι γονείς του μήπως αποδιωχθούν και αυτοί από τη συναγωγή, γι’ αυτό είπαν ότι ‘’έχει ώριμη ηλικία ο γιος μας, αυτόν ρωτήστε’’.
24 Αφού λοιπόν οι Ιουδαίοι δεν μπόρεσαν να πληροφορηθούν τίποτε από τους γονείς του τυφλού για να διαψεύσουν τη θεραπεία του ή για να κατακρίνουν τον Ιησού, κάλεσαν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: ‘’Δόξασε τον Θεό ομολογώντας ότι πλανήθηκες και αναγνωρίζοντας την αλήθεια γι’ αυτόν που σε θεράπευσε. Εμείς λόγω της θέσεως και του αξιώματός μας, ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αυτός που καταλύει την αργία του Σαββάτου είναι αμαρτωλός’’. 25 Εκείνος τότε τους απάντησε: ‘’Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν το ξέρω, και γι’ αυτό αποφεύγω να εκφράσω γνώμη γι’ αυτό. Ξέρω όμως καλά ένα πράγμα, ότι δηλαδή ενώ λίγο πιο πριν ήμουν τυφλός τώρα βλέπω’’. 26 Επειδή όμως η νέα αυτή βεβαίωση του πρώην τυφλού δεν τους άρεσε, του είπαν πάλι: ‘’Τι σου έκανε; Πώς σε θεράπευσε και πώς σου άνοιξε τα μάτια;’’. 27 ‘’Μόλις πριν από λίγο σας το είπα’’, τους απάντησε, ‘’και δεν θελήσατε να προσέξετε και να παραδεχθείτε ό,τι σας είπα. Γιατί τώρα θέλετε να ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές Του;’’. 28 Τότε του μίλησαν υβριστικά και περιφρονητικά και του είπαν: ‘’Εσύ είσαι μαθητής εκείνου. Εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή. 29 Εμείς, που είμαστε σπουδασμένοι και αναγνωρισμένοι άρχοντες του έθνους, ξέρουμε ότι ο Θεός έχει μιλήσει στον Μωυσή και σε κανέναν άλλον. Αυτός μας είναι άγνωστος και δεν ξέρουμε από πού είναι και από πού στάλθηκε’’.
30 Τότε αυτός τους απάντησε: ‘’Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός προκαλεί θαυμασμό και έκπληξη: Ότι δηλαδή εσείς δεν ξέρετε τον άνθρωπο αυτόν εάν έχει σταλεί από τον Θεό και από πού είναι, και όμως αυτός ο άγνωστος σε σας μου άνοιξε τα μάτια. 31 Είναι όμως γνωστό και το ξέρουμε όλοι ότι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά εάν κάποιος σέβεται τον Θεό και εφαρμόζει το θέλημά Του, αυτόν ο Θεός τον ακούει. 32 Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ποτέ να έχει θεραπεύσει κανείς μάτια ανθρώπου που να έχει γεννηθεί τυφλός. Πρώτη φορά έγινε τέτοιο θαύμα, και Αυτός που το έκανε πρέπει να έχει θεϊκή αποστολή. 33 Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε, ούτε το παραμικρό θαύμα’’. 34 Του αποκρίθηκαν τότε εκείνοι: ‘’Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και συ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις τον δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους;’’. Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού.
35 Στο μεταξύ άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω για την παρρησία με την οποία διεκήρυττε την αλήθεια, και αφού τον βρήκε, του είπε: ‘’Εσύ, αντίθετα με τους άπιστους Ιουδαίους, πιστεύεις στον Υιό του Θεού;’’. 36 Κι εκείνος του αποκρίθηκε: ‘’Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέψω;’’. 37 Του είπε τότε ο Ιησούς: ‘’Μα τον έχεις κιόλας δει με τα μάτια σου. Αυτός που μιλάει αυτή τη στιγμή μαζί σου, Αυτός είναι ο Υιός του Θεού’’. 38 Τότε εκείνος είπε: ‘’Πιστεύω, Κύριε’’. Και τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού και Κύριο.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ[:Πράξ.16,11-34]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἀναχθέντες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νεάπολιν, ἐκεῖθέν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστὶ πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις κολωνία. Ἦμεν δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει διατρίβοντες ἡμέρας τινάς, τῇ τε ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρὰ ποταμὸν οὗ ἐνομίζετο προσευχὴ εἶναι, καὶ καθίσαντες ἐλαλοῦμεν ταῖς συνελθούσαις γυναιξί. καί τις γυνὴ ὀνόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τὸν Θεόν, ἤκουεν, ἧς ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν καρδίαν προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου(:Από την Τρωάδα πλεύσαμε στο ανοιχτό πέλαγος και ήλθαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη. Και την άλλη μέρα ήλθαμε στη Νεάπολη(:στη σημερινή Καβάλα).Από εκεί ήλθαμε στους Φιλίππους, που είναι η σπουδαιότερη ρωμαϊκή αποικία στην περιφέρεια της Μακεδονίας. Παρατείναμε μάλιστα τη διαμονή μας στην πόλη αυτή για μερικές ημέρες.Και την ημέρα του Σαββάτου βγήκαμε έξω από την πόλη σε κάποιο μέρος που ήταν κοντά σ’ ένα ποτάμι και θεωρούνταν τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Εκεί καθίσαμε κι ανοίξαμε συνομιλία με τις γυναίκες που είχαν συναχθεί εκεί. Αυτά που λέγαμε εκεί τα άκουγε ιδιαιτέρως κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Λυδία και ήταν έμπορος που πουλούσε πορφύρες (:δηλαδή τα πολυτελή εκείνα υφάσματα που βάφονται με κόκκινο χρώμα). Η γυναίκα αυτή καταγόταν από την πόλη της Μικράς Ασίας Θυάτειρα˙ ήταν προσήλυτη και είχε ευλάβεια στον αληθινό Θεό. Ο Κύριος της άνοιξε τα πνευματικά αισθητήρια του νου και της διήγειρε το πνευματικό ενδιαφέρον, για να προσέχει σε όσα έλεγε ο Παύλος)»[Πράξ.16,11-15].
Πρόσεχε πάλι τον Παύλο που και από τον χρόνο και από τον τρόπο ενεργεί με τρόπο ιουδαϊκό. «Σε μέρος που θεωρούνταν», λέγει, «τόπος προσευχής»· διότι δεν προσεύχονταν μόνο όπου υπήρχε συναγωγή, αλλά και έξω από αυτήν, ξεχωρίζοντας κατά κάποιον τρόπο έναν τόπο, καθόσον οι Ιουδαίοι απέδιδαν περισσότερη προσοχή στα σωματικά. «Κατά την ημέρα του Σαββάτου», κατά την οποία φυσικό ήταν να συγκεντρωθεί πλήθος.
«Αυτά που λέγαμε εκεί τα άκουγε ιδιαιτέρως κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Λυδία και ήταν έμπορος που πουλούσε πορφύρες. Η γυναίκα αυτή καταγόταν από την πόλη της Μικράς Ασίας Θυάτειρα˙ ήταν προσήλυτη και είχε ευλάβεια στον αληθινό Θεό. Ο Κύριος της άνοιξε τα πνευματικά αισθητήρια του νου και της διήγειρε το πνευματικό ενδιαφέρον, για να προσέχει σε όσα έλεγε ο Παύλος». Το μεν άνοιγμα λοιπόν της καρδιάς της ήταν έργο του Θεού, το να προσέχει όμως τα λεγόμενα ήταν θέληση αυτής· επομένως αυτό ήταν και θείο και ανθρώπινο έργο.
«Ὡς δὲ ἐβαπτίσθη καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς, παρεκάλεσε λέγουσα· εἰ κεκρίκατέ με πιστὴν τῷ Κυρίῳ εἶναι, εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκόν μου μείνατε· καὶ παρεβιάσατο ἡμᾶς(:αφού λοιπόν βαπτίσθηκε αυτή και η οικογένειά της, μας παρακάλεσε λέγοντας: Εάν έχετε σχηματίσει για μένα την πεποίθηση και με έχετε κρίνει πιστή στον Κύριο, ελάτε να μείνετε στο σπίτι μου. Και με επίμονες παρακλήσεις μας ανάγκασε να μείνουμε στο σπίτι της)» [Πράξ.16,15]. «Μόλις βαπτίστηκε», λέγει, «αυτή και η οικογένειά της». Πρόσεχε πάλι την έλλειψη υπερηφάνειας. Γυναίκα είναι αυτή ταπεινή και γίνεται φανερό από την τέχνη της· αλλά πρόσεχε την αρετή αυτής· διότι σαν πρώτη μαρτυρία γι’ αυτήν έδωσε αυτήν, το ότι σεβόταν τον Θεό, έπειτα το ότι αυτή προσκάλεσε τους Αποστόλους. Πρόσεχε επίσης πώς τους έπεισε όλους· έπειτα πρόσεχε σύνεση, πώς παρακαλεί τους Αποστόλους, από πόση ταπεινοφροσύνη είναι γεμάτα τα λόγια της, από πόση σοφία. «Εάν κρίνατε», λέγει, «ότι είμαι πιστή στον Κύριο». Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορεί να συγκινήσει τόσο. Ποιον δεν θα μαλάκωναν τα λόγια αυτά; Δεν το ζήτησε απλώς επίμονα, δεν τους παρακάλεσε, δεν το άφησε στη διάθεσή τους, αλλά και τους εξανάγκασε υπερβολικά με επίμονες παρακλήσεις· διότι αυτό σημαίνει το «παρεβιάσατο ἡμᾶς»· δηλαδή με αυτά τα λόγια.
Πρόσεχε πως αμέσως καρποφορεί και θεωρεί μεγάλο κέρδος την κλήση. «Το ότι με κρίνατε πιστή γίνεται φανερό από το ότι μου εμπιστευθήκατε τέτοια μυστήρια, τα οποία δεν θα ήταν δυνατό να μου τα εμπιστευτείτε, εάν δεν με κρίνατε κατάλληλη». Και δεν τόλμησε πριν από αυτό να τους προσκαλέσει, αλλά όταν βαπτίστηκε, κάνοντας φανερό από αυτό, ότι δεν θα ήταν δυνατό αλλιώς να τους πείσει. Γιατί όμως δεν ήθελαν αυτοί που συνόδευαν τον Παύλο, αλλά πρόβαλλαν άρνηση, ώστε να εξαναγκαστούν αυτοί; Ή για να παρακινήσουν εκείνη να δείξει μεγαλύτερη προθυμία, ή επειδή είπε ο Χριστός: «εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε(:σε όποια λοιπόν πόλη ή χωριό πάτε, εξετάστε ποιος από τους κατοίκους της έχει καλή υπόληψη και είναι άξιος να σας φιλοξενήσει. Και μείνετε μόνο στο δικό του το σπίτι, μέχρι να αναχωρήσετε απ’ την πόλη εκείνη)» [Ματθ.10,11]. Ώστε όλα τα έκαναν σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού.
«Μόλις λοιπόν βαπτίστηκε», λέγει, «τους παρακάλεσε και τους είπε· εάν με κρίνατε πιστή». Πρόσεχε: και βαπτίζεται και υποδέχεται τους Αποστόλους με τόσες παρακλήσεις, με περισσότερες από ό,τι ο Αβραάμ. Και δεν ανέφερε καμία άλλη απόδειξη αλλά εκείνη με την οποία σώθηκε· δεν είπε: «εάν με κρίνατε σπουδαία γυναίκα, εάν με κρίνατε ευλαβή»· αλλά τι; «Εάν με κρίνατε πιστή στον Κύριο»· «εάν για τον Κύριο, πολύ περισσότερο για σας, εάν δεν έχετε αμφιβολίες». Και δεν είπε: «κοντά μου», αλλά «μείνατε στην οικία μου», για να δείξει ότι αυτό το έκανε με μεγάλη προθυμία. Πραγματικά ήταν πιστή η γυναίκα.
«᾿Εγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη(:κάποια μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να μας συναντήσει μια νεαρή δούλη που είχε καταληφθεί από πονηρό μαντικό πνεύμα και απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της· διότι με τις μαντείες της φανέρωνε τα άγνωστα και πληρωνόταν γι’ αυτό). Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:Αυτή ακολούθησε από πίσω τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε λέγοντας: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε’’)» [Πράξ.16, 16-17].
Άραγε όμως ποιος είναι αυτός ο δαίμονας που είχε κυριεύσει τη νεαρή δούλη; Λέγει γι’ αυτήν το ιερό κείμενο: «ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος(:που είχε καταληφθεί από πονηρό μαντικό πνεύμα)»· από τον τόπο έτσι ονομάζεται. Βλέπεις ότι και ο Απόλλωνας είναι δαίμονας;[:ο «θεός» Απόλλωνας των αρχαίων Ελλήνων ονομαζόταν επίσης και Πύθιος]. Και επειδή ήθελε να τους βάλει μέσα σε πειρασμούς, με σκοπό να τους παρακινήσει περισσότερο, την παρακίνησε να λέει αυτά.
«Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:αυτή ακολούθησε από πίσω τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε λέγοντας: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε’’)». Μιαρέ και παμμίαρε δαίμονα! Εάν λοιπόν γνωρίζεις ότι κηρύττουν οδό σωτηρίας, γιατί δεν θαυμάζεις και δεν αλλάζεις γνώμη με την θέλησή σου; Αλλά εκείνο ακριβώς που ο Σίμων ο μάγος ήθελε λέγοντας: «Δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον (:δώστε και σε μένα την εξουσία και τη δύναμη αυτή, ώστε σε όποιον βάζω επάνω του τα χέρια μου να λαμβάνει Πνεύμα Άγιο)» [Πράξ.8,19], αυτό και αυτός έκανε· επειδή τους είδε να παρουσιάζουν στο κήρυγμα πρόοδο, υποκρίνεται εδώ, διότι με τον τρόπο αυτό ήλπισε να παραμείνει αυτός στο σώμα του κοριτσιού αν θα κηρύξει αυτά.
Εάν όμως δεν ταιριάζει να εκφωνείται τέτοια υμνητική μαρτυρία εκ μέρους ενός ανθρώπου[βλ. Σοφ. Σειράχ 15,9: «Οὐχ ὡραῖος αἶνος ἐν στόματι ἁμαρτωλοῦ, ὅτι οὐ παρὰ Κυρίου ἀπεστάλη (:δεν ταιριάζει και ούτε ενθρονίζεται ωραίος ύμνος στο στόμα του αμαρτωλού. Τέτοιος ύμνος δεν του έχει αποσταλεί από τον Κύριο)»], πολύ περισσότερο δεν είναι ωραία εκείνη που γίνεται εκ μέρους του δαίμονα. Εάν ο Χριστός δεν αποδέχεται τη μαρτυρία εκ μέρους ανθρώπων, ούτε από τον Ιωάννη, πολύ περισσότερο δεν την αποδέχεται από δαίμονα· διότι το κήρυγμα δεν είναι έργο ανθρώπων, αλλά του άγιου Πνεύματος.
Επειδή λοιπόν κραύγαζε το δαιμόνιο μέσα στο κορίτσι και η ενέργειά του αυτή ήταν αλαζονική, νόμισε ότι με την κραυγή θα προξενήσει κατάπληξη, λέγοντας: «οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε)» [Πράξ.16,17]
Γιατί τέλος πάντων ο μεν δαίμονας έλεγε αυτά μέσα από το στόμα του κοριτσιού αυτού στο οποίο είχε εισέλθει το πονηρό πνεύμα, ο δε Παύλος τον εμπόδισε; Και εκείνος ενεργούσε, όπως είπαμε, με κακουργία, αλλά και ο Παύλος με σύνεση· διότι ήθελε να κάνει αυτόν να μην είναι αξιόπιστος· καθόσον αν ο Παύλος αποδεχόταν την μαρτυρία του, θα εξαπατούσε πολλούς από τους πιστούς, εφόσον δέχθηκε την μαρτυρία από το δαιμόνιο· γι’ αυτό ανέχεται να πει αυτός τα όσα είχαν σχέση με τους αποστόλους Παύλο και Σίλα, για να σταθεροποιήσει τα όσα ήταν υπέρ αυτού, και ο ίδιος δείχνει συγκατάβαση προς την απώλεια. Στην αρχή λοιπόν δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία ο Παύλος, αλλά αδιαφόρησε γι’ αυτήν, μη θέλοντας να καταφύγει στην επιτέλεση θαύματος, όταν όμως επέμενε να κάνει αυτό πει πολλές μέρες και φανέρωσε το έργο αυτών λέγοντας: «Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε)» [Πράξ.16, 17], τότε διέταξε το δαιμόνιο να εξέλθει:
«Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ (:και αυτό το έκανε για πολλές ημέρες, όχι βέβαια με καλό σκοπό, αλλά το μαντικό πνεύμα επεδίωκε να ελκύσει πάνω του την απεριόριστη εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί τελικά με δολιότητα και πανουργία. Αγανακτώντας λοιπόν ο Παύλος στράφηκε πίσω προς τη δούλη αυτή που τον ακολουθούσε και είπε προς το πνεύμα: ‘’Σε διατάζω, επικαλούμενος το όνομα του Ιησού Χριστού, να βγεις απ’ αυτήν’’. Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα βγήκε)»[Πράξ.16,18].
Τι σημαίνει: «διαπονηθεὶς ὁ Παῦλος»; Αντιλήφθηκε, λέει, την κακουργία του δαίμονα, καθώς και ο ίδιος λέει αλλού: «ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν (:για να μη νικηθούμε με απάτη από τον σατανά· και λέω ‘’απάτη του σατανά’’, διότι γνωρίζουμε τις δόλιες επινοήσεις του)»[Β’ Κορ. 2,11].
«Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι(:όταν όμως είδαν τα αφεντικά της ότι έφυγε μαζί με το δαιμόνιο και η ελπίδα της κερδοφόρου εργασίας και επιχειρήσεώς τους, συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στους άρχοντες. Και αφού τους οδήγησαν μπροστά στους στρατηγούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι ταραξίες Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη μας. Κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε Ρωμαίοι να τα παραδεχόμαστε και πολύ περισσότερο να τα τηρούμε και να τα εφαρμόζουμε’’)» [Πράξ.16, 19-21].
Παντού τα χρήματα είναι αίτια των κακών. Πω, πω μέγεθος απανθρωπιάς! Ήθελαν το κορίτσι να διατελεί κάτω από την εξουσία του δαίμονα, ώστε να κερδίζουν αυτοί χρήματα. «Καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν(:και αφού τους οδήγησαν μπροστά στους στρατηγούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι ταραξίες και προκαλούν ταραχές στην πόλη μας)». Εκείνοι δηλαδή έλεγαν για τον Παύλο και τον Σίλα ότι «διαταράσσουν την πόλη μας», ενώ το δαιμόνιο που είχε καταλάβει τη νεαρή δούλη έλεγε ότι «καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:κηρύττουν σε εμάς οδό σωτηρίας)»· «Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες(:είναι ταραξίες Ιουδαίοι)», λέει · τόσο πολύ αυτό το όνομα έχει συκοφαντηθεί.
«καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι(:κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε Ρωμαίοι να τα παραδεχόμαστε και πολύ περισσότερο να τα τηρούμε και να τα εφαρμόζουμε)» [Πράξ. 16,21]. Πρόσεχε που αυτοί ούτε στον δαίμονα προσέχουν, αλλά σε ένα και μόνο αποβλέπουν· στη φιλαργυρία. Τι έκαναν οι δύο απόστολοι; Ενέργειες ενάντια στους Ρωμαίους; Γιατί λοιπόν δεν τους στείλατε στους στρατηγούς πριν από την εκδίωξη του πονηρού μαντικού πνεύματος από τη νεαρή σας δούλη;
Παρουσίασαν λοιπόν το πράγμα σαν θέμα έσχατης προδοσίας. Γιατί δεν είπαν ότι έβγαλαν από μέσα της τον δαίμονα, ότι ασέβησαν προς τον Θεό, αλλά παρουσιάζουν το πράγμα σαν εσχάτη προδοσία; Αυτό ήταν μια αιτία γι’ αυτούς προκειμένου να συλλάβουν και να εκδικηθούν και να απομακρύνουν έτσι τους δύο αποστόλους που είχαν εκδιώξει το κερδοφόρο γι΄αυτούς δαιμόνιο. Το ίδιο έλεγαν και στην περίπτωση του Χριστού, ότι ενεργούσε τάχα ενάντια στην εξουσία των Ρωμαίων και θα προκαλούσε αυτό αντίποινα σε βάρος των Ιουδαίων.
«Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν(:τότε ο όχλος που είχε μαζευτεί εκεί ξεσηκώθηκε εναντίον τους)»[Πράξ.16,22]. Πω, πω, μέγεθος παραλογισμού! Δεν τους εξέτασαν, δεν τους επέτρεψαν να μιλήσουν· αν και βέβαια, εφόσον έγινε τέτοιο θαύμα, έπρεπε να τους προσκυνήσουν, έπρεπε να τους θεωρήσουν σαν ευεργέτες· διότι αν θέλατε χρήματα, γιατί, ενώ βρήκατε τέτοιον πλούτο, δεν τρέξατε προς αυτόν; Αυτός τους κάνει λαμπρότερους, το να μπορούν δηλαδή να απομακρύνουν τα δαιμόνια, παρά το να πείθονται σε αυτούς. Να και θαύματα, αλλά η φιλοχρηματία υπερίσχυσε.
«Καὶ οἱ στρατηγοὶ περιῤῥήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς (:και οι στρατηγοί ξέσχισαν τα ρούχα των δύο αποστόλων και διέταξαν να τους ραβδίσουν, γυμνούς όπως ήταν, μπροστά σε όλο εκείνο το πλήθος. Και αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή, δίνοντας στον δεσμοφύλακα την εντολή να τους φρουρεί ασφαλισμένους καλά, για να μην δραπετεύσουν)» [Πράξ. 16, 22-23]. Ίσως οι στρατηγοί να το έκαναν αυτό θέλοντας να εμποδίσουν την φασαρία. Επειδή είδαν το πλήθος συγκεντρωμένο, με τα μεν χτυπήματα ήθελαν κατ’ αρχή να σταματήσουν τον θυμό τους, με το να τους βάλουν όμως στην φυλακή και να δώσουν εντολή να τους φυλάσσουν καλά, ήθελαν και να λάβουν γνώση για το όλο το θέμα με όποια ομολογία των αποστόλων κατάφερναν έτσι να τους αποσπούσαν.
Πρόσεξε όμως ότι οι δύο απόστολοι δεν αποκρίνονται ούτε και απολογούνται, για να γίνουν άξιοι μεγαλύτερου θαύματος· διότι λέει ο Παύλος σε κάποια του επιστολή: «ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:με πολλή ευχαρίστηση θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού. Γι’ αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού· διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός, εφόσον τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β’Κορ.12,9-10].
«Ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον (:και ο δεσμοφύλακας, εφόσον είχε πάρει τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο βαθύ διαμέρισμα της φυλακής και έδεσε σφιχτά τα πόδια τους στο τιμωρητικό όργανο που λεγόταν ‘’ξύλο’’, για να μην μπορούν πλέον οι απόστολοι, ούτε στο ελάχιστο να μετακινηθούν)» [Πράξ.16,24], όπως θα μπορούσε να πει κάποιος τον «νέρβο»[:δηλαδή το ξύλινο όργανο στο οποίο έδεναν τους φυλακισμένους]. Πρόσεχε ότι και ο δεσμοφύλακας πάλι τους έβαλε στην πιο βαθιά φυλακή και αυτό από θεία οικονομία· διότι, επειδή επρόκειτο να γίνει μεγάλο θαύμα, κρίνεται κατάλληλος για την ακρόαση ο τόπος που ήταν έξω από την πόλη, που ήταν απαλλαγμένος από πειρασμούς και κινδύνους. Επίσης, όσο περισσότερο προσεκτική και αυστηρή γίνεται η φρούρηση, τόσο λαμπρότερο γίνεται το θαύμα.
Για πόσα δάκρυα είναι άξια τα όσα συμβαίνουν σήμερα; Εκείνοι μεν έπαθαν όλα εκείνα που έπαθαν για την ομολογία της πίστης τους προς τον Χριστό, εμείς όμως τα παθαίνουμε κάνοντας απολαυστική ζωή, τα παθαίνουμε μέσα στα θέατρα. Γι’ αυτό και οδηγούμαστε στην απώλεια, και καταποντιζόμαστε μέσα στην κακία, ζητώντας παντού να βρούμε άνεση, και δεν ανεχόμαστε να λυπηθούμε για χάρη του Χριστού ούτε απλώς δεχόμενοι κάποιο χλευασμό, ούτε και ένα λόγο μόνο.
Αυτά ας υπενθυμίζουμε παρακαλώ, συνέχεια στον εαυτό μας, τα όσα έπαθαν οι απόστολοι για τον Χριστό, τα όσα υπέμειναν, πως δεν θορυβούνταν, πως δεν σκανδαλίζονταν. Το έργο του Θεού εκτελούσαν και πάθαιναν αυτά. Δεν έλεγαν: «γιατί κηρύττουμε τον λόγο του Θεού και δεν μας προστατεύει ο Θεός;». Αλλά και αυτό τους ωφελούσε, και χωρίς τη βοήθειά Του, με αυτό ακριβώς το πράγμα τούς έκανε πιο δυνατούς, πιο ισχυρούς, πιο ατρόμητους. Λέγει ο Παύλος σε επιστολή του: «οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται(:δεν καυχιόμαστε μόνο για τη δόξα που ελπίζουμε, αλλά καυχιόμαστε και για τις θλίψεις· διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά-σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή και η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό. Και η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει, διότι η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, στον οποίο ελπίζουμε, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε ως αρραβώνας της ελπίδας μας)» [Ρωμ.5,3-4].
Ας μην επιδιώκουμε λοιπόν την μαλθακή και την γεμάτη από απολαύσεις ζωή· διότι όπως ακριβώς εδώ είναι διπλό το καλό, διότι και ισχυροί γίνονται οι αγωνιζόμενοι για την αρετή, και οι μισθοί είναι μεγάλοι, έτσι και εκεί είναι διπλό το κακό, διότι και πιο μαλθακοί γίνονται και κανενός καλού πρόξενοι δεν γίνονται αλλά κακού. Διότι τίποτε δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο άχρηστο από άνθρωπο που περνά όλη του την ζωή μέσα στην άνεση και τη γεμάτη από απολαύσεις ζωή· «διότι», λέει μια παροιμία, «άνδρας απείραστος και αδοκίμαστος είναι άχρηστος όχι μόνο στους αγώνες αυτούς, αλλά και σε όλους γενικά τους άλλους». Η άνεση είναι άχρηστο πράγμα, και μέσα στην ίδια τη ζωή τη γεμάτη από απολαύσεις τίποτε δεν είναι τόσο βλαβερό, όσο η ίδια η απόλαυση· διότι είναι βαρετή. Ούτε από τα φαγητά η ηδονή είναι τόσο μεγάλη, ούτε από την άνεση, αλλά όλα εξαφανίζονται και χάνονται.
Ας μην την επιζητούμε λοιπόν αυτήν· διότι εάν θελήσουμε να εξετάσουμε ποιος ζει περισσότερο ευχάριστα, εκείνος που κοπιάζει και ταλαιπωρείται ή εκείνος που κάνει τρυφηλή ζωή, θα διαπιστώσουμε αυτόν μάλλον που κοπιάζει· διότι καταρχήν μεν το ίδιο το σώμα αυτού που κάνει τρυφηλή ζωή είναι άτονο και πλαδαρό, έπειτα και οι αισθήσεις του σώματός του δεν είναι καθαρές, ούτε υγιείς, αλλά αποχαυνωμένες και μαλθακές· και εφόσον λοιπόν και αυτές δεν είναι υγιείς, ούτε της υγείας η ηδονή φαίνεται.
«Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε (:γύρω στα μεσάνυχτα ο Παύλος και ο Σίλας, σαν να μην τους είχε συμβεί τίποτε και σαν να μην αισθάνονταν κανένα πόνο, έψαλλαν ύμνους προς τον Θεό. Τους άκουγαν μάλιστα και οι άλλοι φυλακισμένοι. Και ξαφνικά έγινε τόσο μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής· και άνοιξαν τη στιγμή εκείνη όλες οι θύρες, και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες, με τις οποίες ήταν δεμένοι. Στο μεταξύ ξύπνησε ο δεσμοφύλακας, και μόλις είδε ανοιχτές τις θύρες της φυλακής, τράβηξε το μαχαίρι του έτοιμος να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι και συνεπώς θα του επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου. Για να μη θιγεί η αξιοπρέπειά του λοιπόν, θεώρησε προτιμότερο να αυτοκτονήσει, παρά να θανατωθεί με το στίγμα της καταδίκης. Όμως ο Παύλος τού φώναξε με δυνατή φωνή: ‘’Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες και να τιμωρηθείς’’)» [Πραξ.16,25-28].
Τι θα μπορούσε να υπάρξει ισάξιο με τις ψυχές αυτές; Μαστιγώθηκαν, δέχθηκαν πολλά χτυπήματα, κινδύνεψαν μέχρι θανάτου, ήταν δεμένοι στο ξύλο και κλεισμένοι μέσα στην πιο βαθιά φυλακή, και όμως ούτε και έτσι μπορούσαν να ησυχάζουν, αλλά έμεναν ξάγρυπνοι όλη τη νύχτα προσευχόμενοι. Βλέπετε πόσο μεγάλο αγαθό είναι η θλίψη; Εμείς όμως ούτε, και ενώ είμαστε ξαπλωμένοι σε απαλά στρώματα, δεν φοβόμαστε καθόλου, αλλά όλη την νύχτα κοιμόμαστε. Ίσως γι’ αυτό να ξαγρυπνούσαν ψάλλοντας όλη τη νύχτα, επειδή βρισκόταν μέσα σε αυτές τις δυσκολίες. Δεν τους κυρίευσε η τυραννική εξουσία του ύπνου, δεν τους λύγισε ο ανυπόφορος πόνος, δεν τους οδήγησε σε απορία ο φόβος, αλλά ακριβώς αυτά τα ίδια ήταν εκείνα που τους προξενούσαν μεγαλύτερη διέγερση, και τους γέμιζαν από πολλή πνευματική ηδονή, επειδή τα έπασχαν για τον Χριστό.
«ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη (:Και ξαφνικά έγινε τόσο μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής˙ και άνοιξαν τη στιγμή εκείνη όλες οι θύρες και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες, με τις οποίες ήταν δεμένοι)» [Πράξ.16,26]. Έγινε σεισμός ώστε να ξυπνήσει και ο δεσμοφύλακας και οι θύρες άνοιξαν, ώστε να θαυμάσει το γεγονός. Αυτά οι φύλακες δεν τα έβλεπαν· διότι αλλιώς θα έφευγαν όλοι.
«ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε (:στο μεταξύ ξύπνησε ο δεσμοφύλακας, και μόλις είδε ανοιχτές τις θύρες της φυλακής, τράβηξε το μαχαίρι του έτοιμος να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι και συνεπώς θα του επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου. Για να μη θιγεί η αξιοπρέπειά του λοιπόν, θεώρησε προτιμότερο να αυτοκτονήσει, παρά να θανατωθεί με το στίγμα της καταδίκης. Όμως ο Παύλος του φώναξε με δυνατή φωνή: “Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες και να τιμωρηθείς”)» [Πράξ.16,27-28].
Ο δεσμοφύλακας έμεινε κατάπληκτος από την ανδρεία του Παύλου και του Σίλα, διότι αν και μπορούσε να φύγει, δεν έφυγε και διότι τον εμπόδισε να αυτοκτονήσει.
«Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; (:μετά λοιπόν απ’ αυτό ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα και πήδησε μέσα στη φυλακή. Και όταν αντιλήφθηκε το θαύμα και σκέφτηκε ότι είχε κακομεταχειριστεί τους δούλους αυτούς του Θεού, κυριεύτηκε από τρόμο και έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Έπειτα, αφού τους έβγαλε έξω στην αυλή της φυλακής, τους είπε: ‘’Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να αποκτήσω κι εγώ τη σωτηρία που κηρύττετε;’’ )» [Πράξ.16,29-30].
Είδες πώς τον συνάρπασε το θαύμα; «Οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ (:και αυτοί του απάντησαν: ‘’Πίστεψε στον Ιησού Χριστό ως μόνο Λυτρωτή και υπέρτατο Κύριο, και θα σωθείς και εσύ και όλη η οικογένειά σου. Και άρχισαν τότε να αναπτύσσουν σε αυτόν και σε όλους όσους ήταν στο σπίτι του τις θεμελιώδεις αλήθειες της διδασκαλίας του Κυρίου’’)» [Πράξ.16,31-32]. Εσύ θαύμασε όμως περισσότερο και τη φιλανθρωπία του Παύλου, την οποία και επέδειξε αμέσως στον δεσμοφύλακα όχι μόνο με το να τον απαλλάξει από την απόγνωση για το βάρος των ευθυνών του εάν έφευγαν οι κρατούμενοι, αλλά και επειδή κήρυξε αμέσως τον λόγο του Κυρίου σε αυτόν, ευθύς μόλις του το ζήτησε.
«Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ (:τότε ο δεσμοφύλακας τούς πήρε μαζί του την ίδια εκείνη ώρα της νύχτας, τους έλουσε από τα αίματα που είχαν τρέξει από τα τραύματα των ραβδισμών και αμέσως βαπτίστηκε και αυτός και όλοι οι δικοί του. Και αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, τους ετοίμασε τραπέζι και αισθάνθηκε μεγάλη χαρά μαζί με όλη του την οικογένεια˙ και η αιτία της χαράς του αυτής ήταν το ότι είχε πιστέψει στον Θεό)» [Πράξ.16,33-34]. Έπλυνε αυτούς αμείβοντάς τους κατά κάποιο τρόπο για το καλό που του έκαναν και για να τους τιμήσει με όσα έκανε.
«Ἡμέρας δὲ γενομένης ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ῥαβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους (:όταν ξημέρωσε, έστειλαν οι στρατηγοί τους υπασπιστές και ραβδούχους τους στον δεσμοφύλακα και του είπαν: ‘’Απόλυσε από τη φυλακή τους ανθρώπους εκείνους’’)» [Πράξ. 16,35]. Έμαθαν ίσως οι στρατηγοί το γεγονός και δεν τολμούσαν από μόνοι τους να τους απολύσουν.
«Ἀπήγγειλε δὲ ὁ δεσμοφύλαξ τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ ὁ δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς αὐτούς· δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους Ῥωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν ἀνήγγειλαν δὲ τοῖς στρατηγοῖς οἱ ῥαβδοῦχοι τὰ ῥήματα ταῦτα· καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι Ῥωμαῖοί εἰσι καὶ ἐλθόντες παρεκάλεσαν αὐτούς, καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῖν τῆς πόλεως ἐξελθόντες δὲ ἐκ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν, καὶ ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλθον (:τότε ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο και του είπε ότι ‘’έστειλαν οι στρατηγοί ανθρώπους και διέταξαν να αφεθείτε ελεύθεροι. Τώρα λοιπόν βγείτε από τη φυλακή και πηγαίνετε στο καλό. Ας είναι μαζί σας ειρήνη’’. Ο Παύλος όμως είπε μέσω του δεσμοφύλακα στους ραβδούχους: ‘’Μας έδειραν οι στρατηγοί σας δημόσια, χωρίς να μας περάσουν από δίκη, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, και μας έριξαν στη φυλακή. Και τώρα μας βγάζουν από τη φυλακή λαθραία; Όχι βέβαια, δεν θα βγούμε καθόλου από εδώ. Ας έλθουν αυτοπροσώπως και ας μας βγάλουν οι ίδιοι’’. Τότε οι ραβδούχοι μετέφεραν στους στρατηγούς τα λόγια αυτά: Και οι στρατηγοί, όταν άκουσαν ότι ο Παύλος και ο Σίλας ήταν Ρωμαίοι, φοβήθηκαν. Διότι επιβάλλονταν βαρύτατες ποινές σε κάθε άνθρωπο που θα κακομεταχειριζόταν Ρωμαίο πολίτη. Ήλθαν τότε εκεί οι στρατηγοί και τους παρακάλεσαν να βγουν από τη φυλακή. Κι αφού τους έβγαλαν, τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη. Όταν λοιπόν οι δύο αυτοί απόστολοι βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί, αφού είδαν τους αδελφούς, τους προέτρεψαν να μένουν σταθεροί στο ευαγγέλιο και έφυγαν)» [Πράξ.16, 36-40].
Αν και οι στρατηγοί τους ειδοποίησαν να εξέλθουν, όμως ο Παύλος δεν εξέρχεται ίσως για χάρη της Λυδίας και των άλλων αδελφών, ή και για να φοβίσει αυτούς, για να μην νομιστεί ότι έχουν απολυθεί, και για να δώσουν θάρρος στους άλλους. Τριπλό, αγαπητοί ήταν το αδίκημα, και ότι ήταν Ρωμαίοι πολίτες, και ότι δεν δικάστηκαν και ότι τους έβαλαν στη φυλακή δημόσια.
Βλέπεις ότι πολλά γίνονταν από αυτούς και με τις δικές τους τις ανθρώπινες δυνάμεις. Ας συγκρίνουμε προς εκείνη την νύχτα αυτές τις νύχτες, κατά τις οποίες συμβαίνουν γλέντια και μέθες και ασέλγειες, κατά τις οποίες παρατηρείται ύπνος που δεν διαφέρει καθόλου από τον θάνατο, κατά τις οποίες οι αγρυπνίες είναι φοβερότερες από τον ύπνο· διότι εκείνοι μεν κοιμούνται χωρίς να γίνονται αισθητοί, ενώ εκείνοι ξαγρυπνούν κατά τρόπο ελεεινό και άθλιο, μηχανευόμενοι δολιότητες, φροντίζοντας για χρήματα, φροντίζοντας πώς να αντιμετωπίσουν εκείνους που τους αδικούν, μελετώντας έχθρα και ανταλλάσσοντας καθημερινά υβριστικά λόγια· με τον τρόπο αυτόν υποδαυλίζουν τη φωτιά της οργής, διαπράττοντας πράγματα ανυπόφορα. Πρόσεχε πώς κοιμόταν ο Πέτρος. Κατ’ οικονομίαν εκείνο έγινε· διότι παρουσιάστηκε ο άγγελος και έπρεπε κανένας να μη δει εκείνο που έγινε· και αυτό πολύ καλά γίνεται πάλι έτσι, για να εμποδιστεί ο δεσμοφύλακας να αυτοκτονήσει.
Και γιατί δεν έγινε άλλο θαύμα; Διότι αυτό προπάντων ήταν ικανό να προσελκύσει αυτόν και να τον πείσει, καθόσον βέβαια και ο ίδιος θα κινδύνευε, εάν δεν γινόταν· διότι δεν μας συναρπάζουν τόσο πολύ τα θαύματα, όσο εκείνα που έχουν σχέση με τη σωτηρία μας. Για να μη θεωρηθεί ότι ο σεισμός έγινε τυχαία, επακολούθησε και αυτό, επιβεβαιώνοντας εκείνο. Και αυτό συμβαίνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, διότι τίποτα δεν έκαναν για επίδειξη, αλλά για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο δεσμοφύλακας δεν ήταν κακός άνθρωπος· έβαλε αυτούς μέσα στην πιο βαθιά φυλακή, όχι από μόνος του αλλά επειδή πήρε και τέτοια εντολή.
Και γιατί πριν από αυτό δεν φώναξε ο Παύλος; Ο άνθρωπος ήταν κατακυριευμένος από πολλή κατάπληξη και ταραχή και δεν θα μπορούσε να το αποδεχθεί. Γι’ αυτό όταν τον είδε να θέλει να αυτοκτονήσει, τον προλαβαίνει και φωνάζει δυνατά λέγοντας· «μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε(:‘’Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες και να τιμωρηθείς’’)»[Πράξ.16,28]. Γι’ αυτό και «αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ(:μετά λοιπόν απ’ αυτό ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα και πήδησε μέσα στη φυλακή. Και όταν αντιλήφθηκε το θαύμα και σκέφτηκε ότι είχε κακομεταχειριστεί τους δούλους αυτούς του Θεού, κυριεύτηκε από τρόμο και έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα)» [Πράξ.16,29]. Στα πόδια του φυλακισμένου πέφτει ο φύλακας και οδηγεί αυτούς έξω και λέει: «Κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;(:‘’Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να αποκτήσω κι εγώ τη σωτηρία που κηρύττετε;’’)». Πρόσεξε ότι αυτός παρακαλεί τον Παύλο όχι επειδή σώθηκε και δεν θα του αποδοθούν ευθύνες από τους ανωτέρους του, αλλά επειδή εξεπλάγη από τη δύναμη.
Είδες τι συνέβηκε προηγουμένως και τι εδώ; Εκεί δούλη απαλλάχθηκε από το πονηρό πνεύμα και έριξαν αυτούς στην φυλακή, διότι ελευθέρωσε αυτήν από τον δαίμονα, εδώ μόνο έδειξαν πόρτες ανοιγμένες, και άνοιξε τις πόρτες της καρδιάς του δεσμοφύλακα, έλυσε διπλά δεσμά, άναψε εκείνο το φως· διότι το φως μέσα στην καρδιά αυτού έλαμπε. Και πήδηξε μέσα και έπεσε στα πόδια τους και δεν ρωτά: ‘’Πώς συνέβη αυτό; Τι συνέβη;’’. Αλλά αμέσως λέει: «Τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;»[Πράξ.16,31]. Τι απαντάει λοιπόν ο Παύλος; «Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου (:‘’Πίστεψε στον Ιησού Χριστό ως μόνο Λυτρωτή και υπέρτατο Κύριο, και θα σωθείς και εσύ και όλη η οικογένειά σου’’)»[Πράξ.16,32]. Αυτό προπάντων προσελκύει τους ανθρώπους, η σωτηρία δηλαδή και της οικογένειάς του.
«Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ(:Και άρχισαν τότε να αναπτύσσουν σε αυτόν και σε όλους όσους ήταν στο σπίτι του τις θεμελιώδεις αλήθειες της διδασκαλίας του Κυρίου) · καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα(:τότε ο δεσμοφύλακας τούς πήρε μαζί του την ίδια εκείνη ώρα της νύχτας, τους έλουσε από τα αίματα που είχαν τρέξει από τα τραύματα των ραβδισμών και αμέσως βαπτίστηκε και αυτός και όλοι οι δικοί του)· ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ(:και αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, τους ετοίμασε τραπέζι και αισθάνθηκε μεγάλη χαρά μαζί με όλη του την οικογένεια˙ και η αιτία της χαράς του αυτής ήταν το ότι είχε πιστέψει στον Θεό)»[Πράξ.16,34]. Έπλυνε αυτούς και πλύθηκε και ο ίδιος· εκείνους μεν τους έπλυνε από τις πληγές τους, ο ίδιος όμως πλύθηκε από τις αμαρτίες του· έδωσε τροφή και ο ίδιος έλαβε τροφή.
Αυτό ήταν απόδειξη του ότι πίστεψε αυτός,το ότι απαλλάχθηκε από όλα. Τι υπάρχει χειρότερο από έναν δεσμοφύλακα; Τι σκληρότερο; Τι αγριότερο; Αλλά όμως τους υποδέχθηκε με μεγάλη τιμή. Δεν ένιωσε ευφροσύνη επειδή σώθηκε, αλλά «το ότι είχε πιστέψει στον Θεό»[Πράξ.16,31].
«Πίστεψε» λέει, «στον Κύριο» [Πράξ.16,34]. Γι’ αυτό είπε «το ότι είχε πιστέψει στον Θεό», για να μην φανεί ότι ελευθερώνεται ο δεσμοφύλακας σαν να ήταν κατάδικος και σαν να είχε αμαρτήσει.
«Ἡμέρας δὲ γενομένης ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ῥαβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους(:όταν ξημέρωσε, έστειλαν οι στρατηγοί τους υπασπιστές και ραβδούχους τους στον δεσμοφύλακα και του είπαν: ‘’Απόλυσε από τη φυλακή τους ανθρώπους εκείνους’’).Ἀπήγγειλε δὲ ὁ δεσμοφύλαξ τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ(:Τότε ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο και του είπε ότι έστειλαν οι στρατηγοί ανθρώπους και διέταξαν να αφεθείτε ελεύθεροι. Τώρα λοιπόν βγείτε από τη φυλακή και πηγαίνετε στο καλό. Ας είναι μαζί σας ειρήνη)»[Πράξ. 16,36], δηλαδή τους είπε: «βγείτε με ασφάλεια χωρίς να φοβηθείτε τίποτα».
Όμως οι απόστολοι του λένε να μεταφέρει τα εξής στους ραβδούχους: «Δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους Ῥωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν(:Μας έδειραν οι στρατηγοί σας δημόσια, χωρίς να μας περάσουν από δίκη, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, και μας έριξαν στη φυλακή. Και τώρα μας βγάζουν από τη φυλακή λαθραία; Όχι βέβαια, δεν θα βγούμε καθόλου από εδώ. Ας έλθουν αυτοπροσώπως και ας μας βγάλουν οι ίδιοι)» [Πράξ.16,31], για να μην θεωρηθεί το γεγονός αυτό μόνο σαν έργο της χάριτος, αλλά και δικό τους έργο. Πρόσεχε τη χάρη του Θεού που δείχνει κατά διάφορο τρόπο την πρόνοιά της, το πώς δηλαδή βέβαια εξήλθε από τη φυλακή ο Πέτρος, και πώς ο Παύλος, αν και βέβαια και οι δύο ήταν απόστολοι.
Άλλωστε ήθελαν και τον δεσμοφύλακα να τεθεί εκτός κινδύνου, για να μην κατηγορείται συνέχεια. Και δεν λέει: «αφού μας έδειραν μας έριξαν στην φυλακή, αν και κάναμε θαύματα»· (διότι δεν έδιναν σημασία σε αυτά), αλλά εκείνα που προπάντων μπορούσε να δημιουργήσουν ταραχή στην σκέψη τους και που είναι τα εξής: «χωρίς να έχουμε δικαστεί και ενώ είμαστε Ρωμαίοι πολίτες».
«Ἀνήγγειλαν δὲ τοῖς στρατηγοῖς οἱ ῥαβδοῦχοι τὰ ῥήματα ταῦτα· καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι Ῥωμαῖοί εἰσι(:και οι στρατηγοί, όταν άκουσαν ότι ο Παύλος και ο Σίλας ήταν Ρωμαίοι, φοβήθηκαν· διότι επιβάλλονταν βαρύτατες ποινές σε κάθε άνθρωπο που θα κακομεταχειριζόταν Ρωμαίο πολίτη)». «Φοβήθηκαν», λέει. Φοβούνται διότι ήταν Ρωμαίοι πολίτες, και όχι διότι τους έριξαν στην φυλακή άδικα.
«Καὶ ἐλθόντες παρεκάλεσαν αὐτούς, καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῖν τῆς πόλεως(:ήλθαν τότε εκεί οι στρατηγοί και τους παρακάλεσαν να βγουν από τη φυλακή. Κι αφού τους έβγαλαν, τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη)»[Πράξ. 16,39]. Ζήτησαν την χάρη αυτή.
Και «ἐξελθόντες δὲ ἐκ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν, καὶ ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλθον(:όταν λοιπόν οι δύο αυτοί απόστολοι βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί, αφού είδαν τους αδελφούς, τους προέτρεψαν να μένουν σταθεροί στο ευαγγέλιο και έφυγαν)»[Πράξ.16,34]. Πήγαν λοιπόν στο σπίτι της Λυδίας και αφού ενθάρρυναν αυτήν στην πίστη της, αναχώρησαν, διότι δεν έπρεπε να αφήσουν εκείνη που τους φιλοξένησε σε αγωνία και ανησυχία. Και αναχώρησαν όχι υπακούοντας σε αυτό που οι στρατηγοί τούς είχαν παρακαλέσει, αλλά επειδή βιάζονταν για το κήρυγμα, ενώ και η πόλη είχε ήδη ωφεληθεί σε ικανοποιητικό βαθμό· διότι δεν έπρεπε να παραμείνουν άλλο· καθόσον το θαύμα φαίνεται μεγαλύτερο, εφόσον διακηρύττει αυτό πολύ περισσότερο την δύναμη του Θεού, αν και αναχώρησαν εκείνοι που το πραγματοποίησαν· διότι η πίστη του δεσμοφύλακα κατείχε θέση φωνής. Τι μπορεί να εξισωθεί με αυτό; Φυλακίζεται και φυλακισμένους ελευθερώνει, λύνει διπλό δεσμό, με το να δεθεί ο Παύλος έλυσε εκείνον που τον έδεσε. Αυτόν τον πρώην φυλακισμένο από την αμαρτία δεσμοφύλακα, ας φέρουμε συνέχεια στη σκέψη μας και όχι τόσο το θαύμα του σεισμού μέσα στη φυλακή. Αυτά πραγματικά είναι έργα χάριτος.
Τι θα πουν οι Έλληνες; Ότι ενώ ήταν φυλακισμένος, έπεισε τον δεσμοφύλακα; «Και ποιος», θα έλεγαν στη συνέχεια, «έπρεπε να πειστεί, παρά ο μιαρός άνθρωπος και ταλαίπωρος και που δεν είχε νου, αλλά ήταν γεμάτος από αμέτρητα κακά και εύκολα πίστευε;» Ακόμα και αυτά λένε: «Ποιος άλλος λοιπόν πίστεψε; Μόνο κάποιος βυρσοδέψης, κάποια γυναίκα που πωλούσε πορφύρες, κάποιος ευνούχος, κάποιος δεσμοφύλακας, κάποιοι δούλοι και κάποιες γυναίκες;». Τι λοιπόν θα μπορέσουν να πουν, όταν αναφέρουμε και εκείνους που πίστεψαν και είχαν αξιώματα, τον εκατόνταρχο, τον ανθύπατο, όλους εκείνους από τότε μέχρι σήμερα, τους ίδιους τους κατόχους της εξουσίας, τους βασιλείς;
Αλλά εγώ λέω και κάτι άλλο σπουδαιότερο από αυτό, ας εξετάσουμε αυτούς τους ευτελείς και άσημους ανθρώπους που πίστεψαν. «Και πού είναι», θα ρωτούσε κάποιος, «το άξιο θαυμασμού;». Αυτό βέβαια είναι το άξιο θαυμασμού· διότι αν μεν πειστεί κάποιος για τυχόντα πράγματα, δεν είναι καθόλου άξιο θαυμασμού, όταν όμως ομιλεί σε ανθρώπους ευτελείς για ανάσταση, για βασιλεία των ουρανών, για ζωή ενάρετη και πείθει αυτούς, αυτό είναι περισσότερο άξιο θαυμασμού, παρά αν έπειθε σοφούς· διότι όταν δεν υπήρχε κίνδυνος και πείθει κάποιος, πολύ σωστά προβάλλουν την μωρία, όταν όμως λέει σε εκείνον που κατά την γνώμη σου είναι δούλος, ότι αν πεισθείς σε εμένα κινδυνεύεις, όλους θα τους έχεις εχθρούς, πρέπει να πεθάνεις, να πάθεις αμέτρητα κακά·και στην συνέχεια τόσο πολύ συναρπάζεις την ψυχή εκείνου, αυτό δεν είναι πλέον δείγμα μωρίας· διότι εάν μεν τα δόγματα πρόσφεραν ηδονή, πολύ σωστά θα μπορούσε κάποιος να το πει αυτό, εάν όμως, εκείνο που δεν δέχονταν να το μάθουν οι φιλόσοφοι, αυτό το μαθαίνει ο δούλος, το θαύμα είναι μεγαλύτερο.
Και αν θέλετε, ας φέρουμε μπροστά μας τον ίδιο τον βυρσοδέψη, και ας δούμε τι λέει σε αυτόν ο Πέτρος· ή αν θέλεις, ας πάρουμε αυτόν τον ίδιο τον δεσμοφύλακα. Τι λοιπόν είπε σε αυτόν ο Παύλος; «Του είπε ότι ο Χριστός αναστήθηκε», θα έλεγε κάποιος, «ότι υπάρχει ανάσταση των νεκρών, ότι υπάρχει βασιλεία ουράνια και τον έπεισε εύκολα, επειδή ήταν ευκολόπιστος». Τι λοιπόν; Για τον τρόπο ζωής δεν είπε τίποτα, ότι δηλαδή πρέπει να δείχνει σωφροσύνη, ότι πρέπει να είναι εξουσιαστής και όχι δούλος των χρημάτων, ότι πρέπει να μην είναι σκληρός, ότι πρέπει να δίνει τα δικά του στους άλλους; Και βέβαια το να πειστεί σε αυτά όχι μόνο δεν ήταν δείγμα μωρίας, αλλά και δείγμα μεγάλης ψυχής. Διότι ας υποθέσουμε ότι αυτοί αποδέχονταν τα δόγματα οπωσδήποτε από μωρία, το να αποδέχονται όμως μια τόσο ενάρετη ζωή, ποιας μωρίας αποτέλεσμα ήταν;
Ώστε όσο ανόητος συμβαίνει να είναι εκείνος που πείθεται, εφόσον πείθεται για αυτά, για τα οποία δεν μπόρεσαν ούτε οι φιλόσοφοι να πείσουν τους φιλόσοφους, τόσο το θαύμα γίνεται μεγαλύτερο και παρουσιάζουν με τα έργα, αυτά για τα οποία οι Πλάτωνες και όλοι εκείνοι δεν μπόρεσαν να πείσουν κανένα. Και γιατί λέω ότι δεν έπεισαν κανένα; Ούτε τους εαυτούς τους έπεισαν. Διότι για το ότι δεν πρέπει να περιφρονούμε τα χρήματα, δεν έπεισε γι’ αυτό ο Πλάτων, καθόσον συγκέντρωσε ο ίδιος μια τόσο μεγάλη εξουσία και πλήθος χρημάτων και χρυσά δαχτυλίδια και δοχεία· για το ότι επίσης δεν πρέπει να περιφρονούμε την δόξα εκ μέρους των πολλών ανθρώπων, το φανερώνει σε αυτούς ο Σωκράτης, και αν ακόμα διδάσκει πάρα πολλά γι’ αυτό· διότι όλα τα έκανε αποβλέποντας προς τη δόξα. Και αν γνωρίζατε τους λόγους του Σωκράτη, θα μπορούσα να πω πάρα πολλά γι’ αυτούς, και θα έδειχνα ότι υπάρχει πολλή ειρωνεία σε αυτούς, εάν δηλαδή πρέπει να πειθόμαστε σε αυτά που λέει ο μαθητής αυτού, και πως όλοι οι λόγοι του έχουν σαν αφορμή την κενοδοξία.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλίες ΛΕ΄ και ΛΣΤ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Α, σελίδες 332-371.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ[:Ιω.9,1-38]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ
«Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;(: Καθώς ο Ιησούς περνούσε από το κέντρο της πόλεως, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε οι μαθητές Του Τον ρώτησαν: ‘’Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε για να γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός τυφλός; Αμάρτησε ο ίδιος, όταν ήταν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, ή αμάρτησαν οι γονείς του και τιμωρείται αυτός για τις αμαρτίες τους;’’)»[Ιω.9,1].
Επειδή ο Κύριος είναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος και φροντίζει για τη σωτηρία μας και επειδή θέλει να κλείσει τα στόματα των αχαρίστων, δεν παραλείπει να κάνει τίποτε από αυτά που έπρεπε να κάνει, και αν ακόμη κανένας δεν έδινε προσοχή. Αυτά λοιπόν γνωρίζοντας καλά και ο προφήτης Δαβίδ έλεγε: «ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε (:για να φανεί έτσι πόσο δίκιο είχες στις καταδικαστικές Σου αποφάσεις σε βάρος μου και να εξέλθεις έτσι νικητής, όταν ασεβείς και μωροί θελήσουν να Σε επικρίνουν)»[Ψαλμ.50,6].
Για τον λόγο λοιπόν αυτόν, επειδή δεν δέχθηκαν το υψηλό νόημα των λόγων Του, αλλά Τον αποκάλεσαν ακόμη και δαιμονισμένο και επιχειρούσαν να Τον φονεύσουν, αφού εξήλθε από τον ναό, θεραπεύει τον τυφλό, επιτυγχάνοντας έτσι και να καταπραΰνει την οργή τους με την απουσία Του, και με την πραγματοποίηση του θαύματος να μετριάσει τη σκληρότητα και την ασπλαχνία τους και ταυτόχρονα επίσης να κάνει πιστευτούς τους λόγους Του· και το θαύμα που επιτελεί δεν είναι τυχαίο, αλλά τότε συμβαίνει για πρώτη φορά: «ἐκ τοῦ αἰῶνος(:από τότε που έγινε ο κόσμος)»,λέγει,«οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου (:δεν ακούστηκε ποτέ να έχει θεραπεύσει κανείς μάτια ανθρώπου που να έχει γεννηθεί τυφλός· πρώτη φορά έγινε τέτοιο θαύμα, και Αυτός που το έκανε πρέπει να έχει θεϊκή αποστολή)»[:Ιω.9,32]· διότι τυφλού ίσως άνοιξε κάποιος ως τότε τους οφθαλμούς, αλλά τυφλού εκ γενετής, όχι ακόμη.
Και ότι βγαίνοντας από το ιερό, ήλθε επίτηδες για αυτό το έργο, να κάνει δηλαδή το θαύμα, είναι φανερό από το εξής: δηλαδή ο Ίδιος είδε τον τυφλό, δεν προσήλθε σε Αυτόν ο τυφλός· και με τόσο μεγάλη επιμέλεια ανέβλεψε ο άνθρωπος αυτός, ώστε και στους μαθητές να προκαλέσει βαθιά αίσθηση. Για τον λόγο αυτό, δηλαδή βλέποντας τον Διδάσκαλό τους να λαμβάνει φροντίδα για τον τυφλό με μεγάλη προσοχή, οι μαθητές Του προέβησαν και στην επόμενη ερώτηση: «ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;(:Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε για να γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός τυφλός; Αμάρτησε ο ίδιος, όταν ήταν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, ή αμάρτησαν οι γονείς του και τιμωρείται αυτός για τις αμαρτίες τους;)». Εσφαλμένη είναι η ερώτηση· διότι πώς θα διέπραττε αμαρτίες, πριν γεννηθεί; Πώς λοιπόν, εάν οι γονείς του αμάρταναν, ήταν δυνατόν εκείνος να τιμωρηθεί;
Από ποια αιτία λοιπόν οι μαθητές προέβησαν σε αυτήν την ερώτηση; Πριν από αυτό το περιστατικό, όταν θεράπευσε τον παράλυτο, έλεγε: «ἴδε ὑγιὴς γέγονας·μηκέτι ἁμάρτανε(:Βλέπεις, τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν από δω και πέρα να μην αμαρτάνεις πια, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο από την ασθένεια που είχες και η οποία σου συνέβη από τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε μην πάθεις χειρότερη συμφορά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώματος σου και την ψυχή σου)»[Ιω.5,14].Αυτοί λοιπόν, όταν εννόησαν ότι εκείνος εξ κάποιας αμαρτίας είχε καταστεί παράλυτος, λέγουν: «Έστω· εκείνος κατέστη παράλυτος λόγω αμαρτημάτων· αλλά γι’ αυτόν εδώ τον εκ γενετής τυφλό, τι λες; Αυτός αμάρτησε; Όμως δεν μπορείς να πεις κάτι τέτοιο, διότι είναι τυφλός από τη γέννησή του. Μήπως λοιπόν αμάρτησαν οι γονείς του; Ούτε και αυτό δύναται να προβληθεί ως αιτιολογία· διότι το τέκνο δεν τιμωρείται για τα παραπτώματα του πατρός».
Όπως λοιπόν, όταν βλέπουμε παιδί να βρίσκεται σε κακή κατάσταση, λέμε: «Τι θα μπορούσε να πει κανείς σχετικά με αυτό το παιδί; Τι έκανε το παιδί;», δεν διατυπώνουμε ερώτηση, αλλά απορία, έτσι ακριβώς και οι μαθητές έλεγαν αυτό όχι διατυπώνοντας απλώς ερώτηση, αλλά εκφράζοντας απορία.
Τι απαντά λοιπόν ο Χριστός; «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ(:ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του. Αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν με την υπερφυσική θεραπεία των ματιών του τα έργα που επιτελεί η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού)»[Ιω.9,3]. Και αυτό το λέγει όχι θέλοντας να απαλλάξει αυτούς από τις αμαρτίες(διότι δεν είπε απλώς: «Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του», αλλά πρόσθεσε: «ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ(:για να γεννηθεί τυφλός)»,αλλά για να δοξασθεί ο Υιός του Θεού· διότι «και αυτός μεν αμάρτησε και οι γονείς του αλλά», λέγει, «δεν προέρχεται εκ τούτου η τύφλωση».
Αυτά λοιπόν τα έλεγε όχι για να δείξει αυτό, ότι δηλαδή αυτός μεν δεν τυφλώθηκε για την αιτία, την οποία νόμιζαν οι μαθητές, άλλοι όμως τυφλώθηκαν από την αιτία αυτή, δηλαδή από τις αμαρτίες των γονέων τους· διότι δεν είναι δυνατόν να αμαρτάνει κάποιος και να τιμωρείται κάποιος άλλος. Διότι, εάν το παραδεχτούμε αυτό, θα παραδεχτούμε και εκείνο, ότι δηλαδή αμάρτησε πριν από τη γέννησή του. Όπως λοιπόν, όταν είπε ότι «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν», δεν ήθελε να πει αυτό, ότι δηλαδή είναι δυνατόν κανείς εξαιτίας των γονέων να τιμωρηθεί· διότι και δια του Ιεζεκιήλ ο Θεός εξαλείφει αυτήν την ιδέα: «ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐὰν γένηται ἔτι λεγομένη ἡ παραβολὴ αὕτη ἐν τῷ Ἰσραήλ· οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν;(:Ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι δε θα λέγεται πλέον η εξής παροιμία μεταξύ των Ισραηλιτών: ’’Οι πατέρες έφαγαν τα άγουρα σταφύλια και τα δόντια των παιδιών τους ήταν αυτά που υπέφεραν από πάθηση των ούλων τους’’)»[Ιεζ.18,2-3].
Και ο Μωυσής επίσης λέγει: «Οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ τέκνων, καὶ οἱ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων· ἕκαστος ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται (:Δεν θα τιμωρηθούν δια θανάτου πατέρες εξαιτίας των τέκνων τους, ούτε και τα παιδιά εξαιτίας των πατέρων τους. Ο καθένας θα τιμωρείται για τη δική του αμαρτία)»[Δευτ.24,16]. Και για έναν βασιλιά λέγεται ότι γι΄ αυτόν τον λόγο δεν το έκανε αυτό, διότι ήθελε να τηρήσει το νόμο του Μωυσέως[βλ. Δ΄Βασιλ. 14,5-6: «καὶ ἐγένετο ὅτε κατίσχυεν ἡ βασιλεία ἐν χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξε τοὺς δούλους αὐτοῦ τοὺς πατάξαντας τὸν πατέρα αὐτοῦ· καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν παταξάντων οὐκ ἐθανάτωσε, καθὼς γέγραπται ἐν βιβλίῳ νόμων Μωυσῆ, ὡς ἐνετείλατο Κύριος λέγων· οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ υἱῶν, καὶ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἕκαστος ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ ἀποθανεῖται(:και όταν σταθεροποιήθηκε η βασιλική του εξουσία στα χέρια του, ο βασιλιάς Αμεσσίας θανάτωσε τους δούλους του εκείνους, οι οποίοι είχαν συνωμοτικά χτυπήσει και φονεύσει τον πατέρα του. Τα παιδιά όμως των δολοφόνων αυτών του πατέρα του δεν τα φόνευσε, θέλοντας να τηρήσει τη σχετική εντολή του βιβλίου των νόμων του Μωυσή, στο οποίο ο Κύριος διέτασσε: ’’δεν πρέπει να θανατώνονται πατέρες εξαιτίας των υιών, ούτε υιοί εξαιτίας των πατέρων τους· αλλά καθένας θα θανατώνεται για τις δικές του αμαρτίες’’)»].
Εάν όμως λέγει κανείς: «Πώς λοιπόν έχει λεχθεί: «ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν τοῖς μισοῦσί με(:Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, που τιμωρεί τέκνα για τις αμαρτίες των γονέων τους μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς, σε εκείνους οι οποίοι με μισούν)»[Δευτ.5,9]; Εκείνο μπορούμε να πούμε, ότι δηλαδή η απόφαση δεν είναι για όλους, αλλά έχει λεχθεί για ορισμένους, δηλαδή για εκείνους, οι οποίοι εξήλθαν από την Αίγυπτο. Και εκείνο το οποίο εννοεί εδώ, είναι περίπου το εξής: «Επειδή εκείνοι, οι οποίοι εξήλθαν από την Αίγυπτο, μετά από τόσα σημεία και θαύματα έχουν καταστεί χειρότεροι από τους προγόνους τους, οι οποίοι τίποτε από αυτά δεν είδαν, θα πάθουν τα ίδια», λέγει, «τα οποία ακριβώς έπαθαν και εκείνοι, διότι τόλμησαν να υποπέσουν στα ίδια παραπτώματα». Και ότι περί εκείνων έχει λεχθεί το παραπάνω, θα το γνωρίσει κανείς, εάν μελετήσει το σχετικό χωρίο[ βλ. παραπάνω, Δευτ.5,9], ακριβέστερα.
Γιατί λοιπόν γεννήθηκε τυφλός εκείνος ο άνθρωπος; «Ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ(:ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν με την υπερφυσική θεραπεία των ματιών του τα έργα που επιτελεί η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού)»[Ιω.9,3], λέγει. Ιδού πάλι άλλη απορία γεννάται, εάν δηλαδή χωρίς την τιμωρία αυτού δεν ήταν δυνατόν να φανεί η δόξα του Θεού. Βεβαίως δεν έχει λεχθεί αυτό, ότι δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να γίνει έτσι -διότι ήταν δυνατόν-, αλλά ελέχθη για να φανερωθεί η δόξα του Θεού και σε αυτόν τον άνθρωπο.
«Τι λοιπόν;» θα μπορούσε να πει κανείς, «αδικήθηκε ο άνθρωπος αυτός προκειμένου να δοξαστεί ο Θεός με το θαύμα της θεραπείας του μετά από αρκετά χρόνια που θα τον συναντούσε ο Χριστός;». «Ποια αδικία υπέστη;», πες μου· εάν βεβαίως δε θα ήθελε ουδέποτε να γεννηθεί. Εγώ μάλιστα λέγω ότι ευεργετήθηκε κιόλας από την τύφλωση αυτή· διότι ανέβλεψε ως προς τους εσωτερικούς, τους πνευματικούς του οφθαλμούς· διότι ποια ωφέλεια προκύπτει στους Ιουδαίους από τους οφθαλμούς που υποτίθεται ότι τους είχαν υγιείς και έβλεπαν;-διότι σοβαρότερη τιμωρία υφίσταντο, δεδομένου ότι τυφλώθηκαν πνευματικώς δια της φυσικής οράσεως–· και ποια βλάβη προκύπτει σε αυτόν από την τύφλωση; Με αυτήν ανέβλεψε πνευματικά.
Όπως λοιπόν τα κακά του παρόντος βίου, δεν είναι στην πραγματικότητα κακά, έτσι και τα αγαθά δεν είναι αγαθά, αλλά μόνο η αμαρτία είναι κακό, η τύφλωση όμως δεν είναι κακό. Και εκείνος, ο Οποίος εκ του μηδενός έφερε αυτόν τον τυφλό στην ύπαρξη, είχε εξουσία και να αφήσει αυτόν στην κατάσταση, στην οποία βρισκόταν.
Λέγουν μερικοί ότι αυτός ο πρόσθετος λόγος, δηλαδή για να φανερωθεί η δόξα του Θεού, δεν αιτιολογεί την τύφλωση, αλλά απλώς αναφέρει το αποτέλεσμα, όπως π.χ. όταν λέγει: «εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται(:Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρίση και να ξεχωρίσουν οι καλοπροαίρετοι από τους διεστραμμένους. Και αυτή η κρίση θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Εκείνοι που θεωρούνται από τους νομομαθείς γραμματείς ότι είναι τυφλοί και βυθισμένοι στο σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης, αυτοί θα δουν το φως της αλήθειας. Και εκείνοι που παρουσιάζονται ως γνώστες των Γραφών και νομίζουν αλαζονικά ότι βλέπουν, θα καταντήσουν σε πνευματική τύφλωση)»[Ιω.9,39].
Και όμως δεν ήλθε για αυτόν τον σκοπό, δηλαδή για να γίνουν τυφλοί εκείνοι, οι οποίοι βλέπουν. Και πάλι ο Απόστολος Παύλος λέγει: «διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε, τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους(:και οι άνθρωποι που καταπατούν και αδικούν την αλήθεια με την ειδωλολατρία και την αισχρή ζωή τους, αδικούν και καταπατούν την αλήθεια διότι η αληθινή γνώση για τον Θεό, όση μπορεί να αποκτήσει ο πεπερασμένος νους του ανθρώπου, είναι φανερή στη διάνοιά τους, επειδή ο Θεός την έχει φανερώσει σε αυτούς με σαφήνεια· διότι οι άπειρες τελειότητες του Θεού, οι οποίες δεν φαίνονται με τα αισθητά μάτια, από τότε που κτίστηκε ο κόσμος, φαίνονται καθαρά μέσα από τα δημιουργήματα με τα μάτια της διανοίας, τόσο η δύναμή Του, που δεν έχει αρχή και τέλος, αλλά είναι αιώνια, όσο και κάθε τελειότητα· ώστε να είναι αναπολόγητοι αυτοί και να μην μπορούν να προβάλουν καμία δικαιολογία)»[Ρωμ.1,19-20].
Και όμως δεν έδειξε σε αυτούς τα γνωστά σε Αυτόν, για να στερηθούν απολογίας, αλλά για να επιτύχουν απολογία· και πάλι σε άλλο μέρος λέγει: «νόμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα(:αλλά αφού επρόκειτο να σωθούμε όλοι μέσω του Χριστού, τι χρειαζόταν ο νόμος; Ο μωσαϊκός νόμος εισήλθε προσωρινά έτσι ώστε με την αύξηση των παραβάσεών του να υπάρξει βαθιά συναίσθηση του βάρους της αμαρτίας, η οποία προήλθε από την πτώση του Αδάμ και διαρκώς πληθυνόταν, διότι οι άνθρωποι παρέβαιναν τον νόμο. Εκεί όμως όπου πληθύνθηκε η αμαρτία, δόθηκε πολύ αφθονότερη η χάρις)»[Ρωμ.5,20]· -μολονότι βέβαια δεν εισήλθε στη ζωή των ανθρώπων για τον λόγο αυτόν, δηλαδή για να πλεονάσει η αμαρτία, αλλά για να εμποδιστεί η αμαρτία.
Βλέπεις ότι παντού ο πρόσθετος λόγος δείχνει το αποτέλεσμα(και όχι το σκοπό); Διότι όπως ακριβώς ένας άριστος οικοδόμος, της οικίας το μεν ένα τμήμα κατασκευάζει, ενώ το άλλο το αφήνει ατελείωτο, ώστε με το υπολειπόμενο να υπερασπίσει τον εαυτό του απέναντι σε όσους δεν πιστεύουν σε όλο το έργο του, έτσι και ο Θεός, σαν να ήταν μια οικία ετοιμόρροπη, συγκολλά το σώμα μας και το τελειοποιεί, θεραπεύοντας το ξερό χέρι, αποκαθιστώντας τα παραλελυμένα μέλη, θεραπεύοντας τους χωλούς, καθαρίζοντας τους λεπρούς, καθιστώντας υγιείς τους ασθενείς, καθιστώντας αρτιμελείς τους αναπήρους, ανακαλώντας από τον θάνατο τους νεκρούς, ανοίγοντας τους κλεισμένους οφθαλμούς, δίνοντας οφθαλμούς σε όσους δεν έχουν για να δουν· όλα εκείνα, τα οποία ήταν ατέλειες της εκ φύσεως ασθενείας, αφού κατόπιν τα διόρθωνε, έδειχνε τη δύναμή Του.
Όταν επίσης είπε: «ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ», ομιλεί για τον Εαυτό Του , όχι για τον Πατέρα Του· διότι η δόξα Εκείνου ήταν φανερή. Δηλαδή, επειδή άκουγαν ότι τον άνθρωπο ο Θεός τον δημιούργησε, αφού έλαβε χώμα από τη γη, για τον λόγο αυτό κατ’ αυτόν τον τρόπο και Αυτός έπλασε· διότι το να πει μεν ότι «ἐγώ εἰμί ὁ χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς και πλάσας τόν ἂνθρωπον», φαίνεται ότι έκανε τους ακροατές να αισθάνονται δυσχέρεια, αποδεικνυόμενο όμως αυτό εμπράκτως, δεν θα ενοχλούσε πλέον αυτούς.
Για τον λόγο αυτό λοιπόν και Αυτός, αφού έλαβε χώμα και αφού ανέμειξε αυτό με το πτύσμα, κατ’ αυτόν τον τρόπο φανέρωσε την κρυμμένη δόξα Του· διότι δεν ήταν μικρή η δόξα το να θεωρηθεί ότι είναι Αυτός Δημιουργός της Κτίσεως· διότι εκ τούτου ακολουθούσαν και τα άλλα και από το μέρος πιστευόταν το όλον· διότι η πίστη περί του σπουδαιότερου δημιουργούσε τη βεβαιότητα και περί εκείνου που είχε τη μικρότερη σημασία· διότι το πολυτιμότερο από όλα τα δημιουργήματα της κτίσεως είναι ο άνθρωπος, και εκ των μελών του σώματός μας πολυτιμότερο είναι ο οφθαλμός. Για τον λόγο αυτό όχι απλώς, αλλά με εκείνο τον τρόπο(δηλαδή αφού έλαβε χώμα)δημιούργησε τους οφθαλμούς· διότι αν και είναι αυτό το μέλος μικρό κατά το μέγεθος, είναι όμως το αναγκαιότερο από όλα τα μέλη του σώματος.
Και θέλοντας να το δείξει αυτό ο απόστολος Παύλος έλεγε; «Καὶ ἐὰν εἴπῃ τὸ οὖς, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὀφθαλμός, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, -οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος;(:και εάν πει το αυτί· “αφού δεν είμαι μάτι, δεν είμαι από τα μέλη του σώματος’’· τάχα, επειδή είπε τον λόγο αυτόν, σταμάτησε να είναι μέλος του σώματος; Έτσι και εσύ επειδή έχεις αυτό το χάρισμα και δεν έχεις εκείνο που θα προτιμούσες, δεν παύεις γι’ αυτό να ανήκεις στο ένα σώμα του Χριστού)»[Α΄Κορ.12,16]. Διότι όλα μεν τα όργανα που βρίσκονται στο σώμα μας είναι απόδειξη της σοφίας του Θεού, πολύ μάλλον ωστόσο ο οφθαλμός.
Αυτό το όργανο διακυβερνά όλο το σώμα, αυτό δίνει την ωραιότητα σε όλο το σώμα, αυτό κοσμεί το πρόσωπο, αυτό είναι λύχνος όλων των μελών· διότι εκείνο ακριβώς, το οποίο είναι ο ήλιος στην οικουμένη, αυτό είναι ο οφθαλμός στο σώμα. Αν σβήσεις τον ήλιο τα πάντα αφανίζεις και συνταράσσεις· αν σβήσεις τους οφθαλμούς, και τα πόδια είναι άχρηστα, και τα χέρια, και η ψυχή· διότι εξαφανίζεται η γνώση, όταν αχρηστευτούν αυτά· διότι δι’ αυτών έχουμε γνωρίσει τον Θεό· «τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται(:διότι οι άπειρες τελειότητες του Θεού, οι οποίες δεν φαίνονται με τα αισθητά μάτια, από τότε που κτίστηκε ο κόσμος, φαίνονται καθαρά μέσα από τα δημιουργήματα με τα μάτια της διανοίας, τόσο η δύναμή Του, που δεν έχει αρχή και τέλος, αλλά είναι αιώνια, όσο και κάθε τελειότητα· ώστε να είναι αναπολόγητοι αυτοί και να μην μπορούν να προβάλουν καμία δικαιολογία)» [Ρωμ,1,20].Επομένως ο οφθαλμός δεν είναι μόνο λύχνος στο σώμα, αλλά περισσότερο από το σώμα στην ψυχή. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς όπως σε ένα βασιλικό μέρος έχει εγκατασταθεί, αφού έλαβε την ανώτερη θέση και προΐσταται των άλλων αισθήσεων.
Τούτο λοιπόν διαπλάσσει. Έπειτα, για να μη νομίσει ότι έχει ανάγκη από ύλη, όταν δημιουργεί, και για να μάθεις ότι ούτε εξαρχής είχε ανάγκη πηλού, διότι εκείνος, ο οποίος παρήγαγε τις σπουδαιότερες ουσίες, οι οποίες δεν υπήρχαν, πολύ περισσότερο αυτήν την ουσία άνευ ύλης δημιούργησε, για να μάθεις λοιπόν ότι δεν κάνει αυτό εξ ανάγκης, αλλά θέλοντας να διδάξει ότι Αυτός είναι ο εν αρχή Δημιουργός, αφού επέχρισε τον πηλό, λέγει: «ὕπαγε νίψαι (:πήγαινε, νίψου στη στέρνα του Σιλωάμ, όνομα εβραϊκό που μεταφράζεται ‘’απεσταλμένος’’)» [Ιω.9,11], «για να γνωρίσεις ότι δεν έχω ανάγκη πηλού για να δημιουργήσω οφθαλμούς, αλλά για να φανερωθεί με αυτό η δόξα μου)».
Και απόδειξη ότι ομιλεί για τον Εαυτό Του, όταν λέγει «για να φανερωθεί η δόξα του Θεού» είναι ότι πρόσθεσε: «ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο)», δηλαδή «Εγώ πρέπει να φανερώσω τον Εαυτό μου και να πράξω εκείνα τα οποία δύνανται να αποδείξουν ότι εγώ πράττω τα ίδια με τον Πατέρα, όχι παρόμοια, αλλά τα ίδια, πράγμα το οποίο είναι απόδειξη μεγαλύτερης ισότητας, και το οποίο λέγεται επί πραγμάτων που δεν έχουν ούτε την ελάχιστη διαφορά».
Ποιος λοιπόν στο εξής θα βλέπει με αμφισβήτηση, όταν παρατηρεί ότι Αυτός δύναται τα ίδια με τον Πατέρα να επιτελεί; Διότι δεν έπλασε μόνο οφθαλμούς, ούτε άνοιξε αυτούς μόνο, αλλά χάρισε και την όραση, πράγμα το οποίο αποτελεί απόδειξη ότι και ψυχή ενεφύσησε στον άνθρωπο· διότι όταν εκείνη δεν ενεργεί, ο οφθαλμός, και αν ακόμη είναι τέλειος, δεν δύναται να δει τίποτε ποτέ. Ώστε και την ενέργεια της ψυχής χάρισε και έδωσε μέλος, το οποίο έχει τα πάντα, και αρτηρίες, και νεύρα, και φλέβες, και αίμα, και όλα τα άλλα, εκ των οποίων αποτελείται το σώμα μας.
«Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο)»[Ιω.9,4].Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Ποια συνέπεια επίσης έχουν; Πολλή. Διότι εκείνο, το οποίο λέγει, έχει περίπου την εξής σημασία: «Ενόσο ακόμη μπορούν οι άνθρωποι να πιστεύουν σε εμένα, ενόσο συνεχίζεται αυτή η ζωή, πρέπει να εργάζομαι». «Ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι (:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο. Έρχεται όμως η μέλλουσα ζωή, και όπως στη διάρκεια της νύχτας σταματούν τα έργα τους οι άνθρωποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπορεί να εργάζεται για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε στιγμή να χάνω)»[Ιω.9,4].
Δεν είπε: «όταν εγώ δεν θα μπορώ να εργάζομαι», αλλά «όταν κανείς δεν θα μπορεί να εργάζεται», δηλαδή δεν θα ισχύουν τότε πλέον η πίστη, ούτε οι κόποι, ούτε η μετάνοια. Διότι επειδή έργο εννοεί την πίστη, λένε σε Αυτόν: «Τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;(:Τι πρέπει να κάνουμε για να επιτελούμε τα έργα εκείνα που μας ζητά ο Θεός ως όρο απαραίτητο για να μας δώσει την άφθαρτη τροφή;)»[Ιω.6,28].Απαντά: «Τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος(:Αυτό είναι το έργο που ζητά ο Θεός: να πιστέψετε ζωντανά και έμπρακτα σε Αυτόν που Εκείνος απέστειλε)»[Ιω.6,29].Πώς λοιπόν το έργο αυτό κανένας δεν θα μπορεί να το εργάζεται τότε; Διότι τότε ούτε η πίστη θα ισχύει, αλλά και με τη θέλησή τους και χωρίς τη θέλησή τους, θα υπακούσουν στον Θεό.
Για τον λόγο αυτό δεν έκανε, εκείνο το οποίο έκανε, αφού ήλθε προς Αυτόν ο τυφλός. Διότι το ότι ήταν μεν άξιος να θεραπευθεί, και εάν έβλεπε, θα πίστευε και θα προσερχόταν, και εάν άκουγε από κάποιον ότι ήταν παρών, ούτε τότε θα έδειχνε αμέλεια, είναι φανερό εκ των ακολούθων σημείων, δηλαδή εκ της ανδρείας και εξ αυτής της πίστεως· διότι και ήταν φυσικό να σκεφτεί αυτός και να πει: «Τι είναι τέλος πάντων αυτό; Πηλό έφτιαξε και μου επέχρισε τους οφθαλμούς, και μου είπε: ‘’Πήγαινε και νίψου’’· δεν μπορούσε να με θεραπεύσει και μετά να με στείλει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Πολλές φορές νίφτηκα εκεί μαζί με άλλους πολλούς και καμία ωφέλεια δεν αποκόμισα μαζί τους· εάν είχε κάποια δύναμη, θα με θεράπευε, ενώ ήταν ο ίδιος παρών, πράγμα που και ο Νεεμάν έλεγε προς τον Ελισσαίο· διότι και εκείνος, αφού έλαβε εντολή να πάει και να λουστεί στον Ιορδάνη, δυσπιστούσε, και όλα αυτά τη στιγμή που τόση φήμη υπήρχε περί του Ελισσαίου»[Δ΄Βασ. 5,10-11: «καὶ ἀπέστειλεν Ἑλισαιὲ ἄγγελον πρὸς αὐτὸν λέγων· πορευθεὶς λοῦσαι ἑπτάκις ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, καὶ ἐπιστρέψει ἡ σάρξ σού σοι, καὶ καθαρισθήσῃ. καὶ ἐθυμώθη Ναιμὰν καὶ ἀπῆλθε καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εἶπον ὅτι πρός με πάντως ἐξελεύσεται καὶ στήσεται καὶ ἐπικαλέσεται ἐν ὀνόματι Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσει τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἀποσυνάξει τὸ λεπρόν· καὶ ἐθυμώθη Ναιμὰν καὶ ἀπῆλθε καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εἶπον ὅτι πρός με πάντως ἐξελεύσεται καὶ στήσεται καὶ ἐπικαλέσεται ἐν ὀνόματι Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσει τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἀποσυνάξει τὸ λεπρόν(:ο Ελισαίος έστειλε αγγελιοφόρο προς αυτόν και του είπε:’’ πήγαινε να λουστείς επτά φορές στον Ιορδάνη και θα θεραπευτείς από τη λέπρα σου και θα επανέλθει υγιής η σάρκα σου. Και οργίστηκε ο Ναιμάν, έφυγε και είπε: ‘’ιδού εγώ νόμισα και είπα ότι αυτός θα εξέλθει οπωσδήποτε σε συνάντησή μου, θα σταθεί και θα επικαλεστεί ενώπιόν μου το όνομα του Θεού του, θα θέσει το χέρι αυτού στο ασθενές μου σώμα, θα περιμαζεύσει έτσι και θα θεραπεύσει τη λέπρα μου)»].
Όμως ο τυφλός δεν έδειξε απιστία, ούτε έφερε αντίρρηση, ούτε διαλογίστηκε μέσα του ως εξής: «Τι είναι τούτο, τέλος πάντων; Ήταν ανάγκη να θέσει πηλό επί των οφθαλμών μου; Αυτό περισσότερο μπορεί να τυφλώσει· ποιος βρήκε το φως του ποτέ με αυτόν τον τρόπο;». Όμως τίποτε από αυτά δε σκέφθηκε. Είδες πίστη σταθερή και προθυμία;
«Ἒρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο. Έρχεται όμως η μέλλουσα ζωή, και όπως στη διάρκεια της νύχτας σταματούν τα έργα τους οι άνθρωποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπορεί να εργάζεται για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε στιγμή να χάνω»[Ιω.9,4]. Δείχνει από αυτά τα λόγια ότι και μετά τον σταυρό πρόκειται να λάβει πρόνοια για τους ασεβείς και πολλούς να προσελκύσει στην πίστη· «ἒτι γάρ ἡμέρα ἐστίν». Μετά όμως από αυτό, τελείως τους απομακρύνει από κοντά Του.
Γιατί λοιπόν ο απόστολος Παύλος ονόμασε «νύκτα» την παρούσα ζωή, ενώ εκείνη(δηλαδή τη μέλλουσα) ονόμασε «ημέρα»; Όχι αντιτιθέμενος προς τον Χριστό, αλλά λέγοντας τα ίδια, αν και όχι με τα ίδια λόγια, όμως με τις ίδιες έννοιες· διότι και λέγει: «ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν(:η ζωή αυτή, που μοιάζει με νύχτα σκοτεινή, προχώρησε, ενώ η ημέρα της άλλης ζωής πλησίασε. Και αν ακόμη δεν έλθει ο Κύριος σύντομα με την ένδοξη δευτέρα Του παρουσία, έρχεται όμως για τον καθένα μας με τον θάνατο. Πλησιάζει λοιπόν για τον καθένα μας η ημέρα της άλλης ζωής)»[Ρωμ.13,12], εφόσον επρόκειτο να απολαύσουν το φως εκείνο της μελλούσης ζωής· και «νύκτα» αποκαλεί τον παλαιό βίο· διότι λέγει: «ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους(:ας αποθέσουμε λοιπόν σαν νυκτερινά ενδύματα τα έργα της αμαρτίας που γίνονται στο σκοτάδι, και ας ντυθούμε σαν άλλο όπλο τα φωτεινά έργα της αρετής)»[Ρωμ.13,12].
Βλέπεις ότι λέγει ότι για εκείνους είναι νύκτα. Γι’ αυτό λέγει: «ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν(:όπως συμπεριφέρεται κανείς την ημέρα που τα βλέμματα πολλών τον παρακολουθούν, έτσι και εμείς ας συμπεριφερθούμε με ευπρέπεια και σεμνότητα)»[Ρωμ.13,13], για να απολαύσουμε το φως εκείνο· διότι εάν τούτο το φως είναι τόσο ωραίο, θα σκεφτείς πόσο θα είναι εκείνο· διότι όσο από το φως του λύχνου το ηλιακό είναι ανώτερο, τόσο και πολύ περισσότερο θα είναι εκείνο ανώτερο από αυτό. Και θέλοντας να δείξει τούτο ο Κύριος έλεγε ότι «ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται(:ο ήλιος θα σκοτιστεί)»,δηλαδή λόγω της υπεροχής εκείνης της λαμπρότητας δεν θα φανεί ούτε αυτός.
Εάν όμως τώρα εμείς για να έχουμε φωτεινές οικίες και ευάερες, δαπανούμε άπειρα χρήματα οικοδομώντας, ταλαιπωρούμενοι, να σκεφτείς πως πρέπει και τα σώματά μας να δαπανούμε, για να οικοδομηθούν για εμάς λαμπρές οικίες στους ουρανούς, όπου επικρατεί εκεί το φως το ανέκφραστο· διότι εδώ μεν και μάχες και φιλονικίες γίνονται για τα όρια και τους τοίχους, εκεί όμως δεν γίνεται τίποτε παρόμοιο, δεν υπάρχει φθόνος, ούτε ζηλοτυπία· κανείς δεν θα φιλονικήσει με εμάς για σύνορα κτημάτων.
Και αυτή μεν την οικία είμαστε αναγκασμένοι να την εγκαταλείψουμε οπωσδήποτε κάποια στιγμή, ενώ εκείνη θα παραμένει διαρκώς· και αυτή μεν κατ̉’ ανάγκην καταστρέφεται από τον χρόνο και υφίσταται μύριες ζημίες, ενώ εκείνη μένει αιωνίως άφθαρτη· και αυτήν μεν δεν μπορεί πτωχός να την οικοδομήσει, ενώ εκείνη μπορεί να την οικοδομήσει και με δύο οβολούς, όπως ακριβώς η χήρα. Για τούτο λυπούμαι υπερβολικά, διότι αν και βρίσκονται μπροστά μας τόσα αγαθά, ραθυμούμε και αδιαφορούμε, και πράττουμε μεν τα πάντα για να έχουμε εδώ λαμπρές οικίες, αδιαφορούμε όμως και δεν φροντίζουμε να αποκτήσουμε στους ουρανούς έστω και ένα μικρό κατάλυμα.
Πες μου λοιπόν, πού θα ήθελες να έχεις οικία, εδώ; Άραγε στην ερημιά ή σε μία από τις μικρές πόλεις; Εγώ τουλάχιστον δεν το νομίζω, αλλά θα ήθελες να έχεις στις βασιλικότατες και μεγάλες πόλεις, όπου υπάρχει περισσότερο εμπόριο και μεγαλύτερη πολυτέλεια. Αλλά εγώ σε οδηγώ σε μίαν τέτοια πόλη, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός. Εκεί σε παρακαλώ να κτίζεις και να οικοδομείς με λιγότερα χρήματα και λιγότερο κόπο. Εκείνη την οικία την οικοδομούν τα χέρια των πτωχών και αυτό προπάντων είναι οικοδομή· διότι αυτά που γίνονται τώρα, είναι δείγματα της πιο φοβερής παραφροσύνης. Καθόσον εάν κάποιος σε οδηγούσε στην περσική γη για να δεις τα εκεί και να επανέλθεις και στη συνέχεια σε διέτασσε να κτίσεις οικία, άραγε δεν θα απέδιδες σε αυτόν την πιο μεγάλη ανοησία, με το να σε διατάσσει να κάνεις άσκοπες δαπάνες; Πώς λοιπόν κάνεις το ίδιο πράγμα στην γη, την οποία μετά από ολίγον θα εγκαταλείψεις;
«Αλλά», λέγει, «θα την αφήσω στα παιδιά μου». Όμως και εκείνα μετά από ολίγον από σένα θα την εγκαταλείψουν, πολλές φορές μάλιστα και πριν από σένα, και ομοίως και οι μετά από εκείνους. Και αυτό το πράγμα γίνεται για σένα αιτία απογοητεύσεως, όταν δεν δεις τους κληρονόμους σου να κατέχουν αυτά. Εκεί όμως τίποτε παρόμοιο δεν είναι δυνατόν να φοβηθείς, αλλά μένει σταθερό αυτό που απέκτησες και σε εσένα και στα παιδιά σου και στα εγγόνια σου, αν επιδείξουν την ίδια αρετή. Την οικοδόμηση εκείνης της οικίας την κάνει ο Χριστός· εάν οικοδομείς εκείνη δεν είναι ανάγκη να ορίζεις επιστάτες, ούτε να φροντίζεις, ούτε να μεριμνάς· διότι όταν ο Θεός αναλάβει το έργο, τι χρειάζεται η δική σου η φροντίδα;
Εκείνος τα συγκεντρώνει όλα και κτίζει την οικία. Και δεν είναι αυτό μόνον το αξιοθαύμαστο, αλλά ότι Αυτός έτσι οικοδομεί αυτήν, όπως αρέσει σε εσένα, αλλά και περισσότερο από αυτό που σου αρέσει και από αυτό που θέλεις· διότι είναι τεχνίτης άριστος και φροντίζει πάρα πολύ για τα συμφέροντά σου. Και αν είσαι πτωχός και θελήσεις να οικοδομήσεις αυτήν την οικία, κανείς δεν θα σε φθονήσει ούτε και θα σε κακολογήσει· διότι κανείς δεν την βλέπει αυτήν από εκείνους που φθονούν, αλλά οι άγγελοι που γνωρίζουν να χαίρονται με τα δικά σου αγαθά. Κανείς δεν θα μπορέσει να εξουσιάσει αυτήν, διότι κανείς δεν κατοικεί πλησίον της από αυτούς που πάσχουν από παρόμοια νοσήματα. Γείτονες εκεί έχεις τους αγίους, αυτούς που είναι γύρω από τον Παύλο και Πέτρο, όλους τους προφήτες, τους μάρτυρες, το πλήθος των αγγέλλων και των αρχαγγέλων.
Για τούτο λοιπόν όλα τα υπάρχοντά μας ας τα δώσουμε στους φτωχούς, για να επιτύχουμε την απόκτηση αυτών των ουρανίων σκηνών· τις οποίες ας συμβεί όλοι να επιτύχουμε δια χάριτος και φιλανθρωπίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του οποίου και μετά του οποίου ανήκει η δόξα στον Πατέρα συγχρόνως με το Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΟΜΙΛΙΕΣ ΝΖ΄-ΝΘ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα)
«Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων(:και αφού είπε αυτά, έφτυσε κάτω και έκανε πηλό, και έχρισε με αυτόν τα μάτια του τυφλού. Και δοκιμάζοντας την πίστη του τυφλού, τού είπε: ‘’Πήγαινε, νίψου στη στέρνα του Σιλωάμ, όνομα εβραϊκό που μεταφράζεται «απεσταλμένος»’’. Ύστερα λοιπόν από την εντολή αυτή του Ιησού πήγε ο τυφλός εκεί και νίφτηκε, και ήλθε στο σπίτι του με μάτια υγιή)»[Ιω.9,6-7].
Εκείνοι οι οποίοι πρόκειται να συναποκομίσουν κάποια ωφέλεια από όσα αναγιγνώσκονται, ούτε το ελάχιστο από όσα λέγονται δεν πρέπει να αντιπαρέρχονται· διότι λάβαμε εντολή να ερευνούμε τις Γραφές για τον λόγο αυτό, διότι τα πολλά θεωρούνται(αν και βεβαίως αμέσως φαίνονται ότι είναι ευκολονόητα) ότι κρύπτουν στο βάθος σπουδαία νοήματα. Πρόσεχε λοιπόν ποιο είναι το νόημα και του παρόντος χωρίου. «Ταῦτα εἰπὼν(:και αφού είπε αυτά)», λέγει ο Ευαγγελιστής, «ἔπτυσε χαμαὶ(:έφτυσε κάτω)»[Ιω.9,6]. Ποια είναι αυτά, τα οποία είπε; Τα «ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ(:γεννήθηκε αυτός ο άνθρωπος τυφλός για να φανερωθούν με την υπερφυσική θεραπεία των ματιών του τα έργα που επιτελεί η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού)» και ότι «ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο)»· διότι δεν μας υπενθύμισε έτσι απλώς τα λεχθέντα ο Ευαγγελιστής με την προσθήκη ότι «ἔπτυσε», αλλά για να δηλώσει ότι τον λόγο τον επιβεβαίωσε με τα έργα Του.
Και γιατί να μη χρησιμοποιήσει νερό για τον πηλό, αλλά πτύσμα ; Επρόκειτο να στείλει αυτόν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ· για να μην αποδοθεί λοιπόν καμία δύναμη στην πηγή, αλλά για να μάθεις ότι η δύναμη, η οποία εξήλθε από το στόμα Του, αυτή και διέπλασε και άνοιξε τους οφθαλμούς, έπτυσε χάμω. Τούτο λοιπόν και ο Ευαγγελιστής, αφού τόνισε, έλεγε: «καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος(:και έκανε πηλό από το πτύσμα, και έχρισε με αυτόν τα μάτια του τυφλού)».
Έπειτα, για να μη θεωρηθεί ότι το κατόρθωμα αυτό είναι της γης που με τον πηλό που δημιουργήθηκε από αυτήν έγιναν υγιείς οι οφθαλμοί του τυφλού, διέταξε αυτόν να νιφθεί. Για ποιο λόγο λοιπόν δεν επιτέλεσε αμέσως αυτό το θαύμα, αλλά τον έστειλε στον Σιλωάμ; Για να μάθεις την πίστη του τυφλού και για να αποστομωθεί η αγνωμοσύνη και η αλαζονεία των Ιουδαίων· διότι ήταν φυσικό όλοι να βλέπουν αυτόν να απέρχεται έχοντας αλειμμένο τον πηλό στους οφθαλμούς του· διότι λόγω του παραδόξου θεάματος θα προσείλκυε τα βλέμματα όλων στον εαυτό του ο τυφλός, και εκείνων οι οποίοι τον γνώριζαν και εκείνων οι οποίοι δεν τον γνώριζαν, και εντατικά θα έστρεφαν την προσοχή τους προς εκείνον· διότι, επειδή δεν είναι εύκολο να πιστέψει και να αναγνωρίσει κανείς ότι τυφλός ανέβλεψε, κάνει να γίνουν προηγουμένως πολλοί μάρτυρες, κάνοντας μακρά την πορεία της θεραπείας, και αυτόπτες, πιστοί θεατές του παραδόξου θεάματος, ώστε αφού γίνουν προσεκτικότεροι, να μην μπορούν πλέον να λέγουν: «Αυτός είναι· δεν είναι αυτός».
Εκτός από αυτά επίσης θέλει να αποδείξει και εκείνο, ότι δηλαδή δεν είναι ξένος προς τον νόμο και την Παλαιά Διαθήκη, εφόσον αποστέλλει τον τυφλό στον Σιλωάμ· διότι ούτε εκείνο ήταν δυνατόν επιπλέον να φοβηθεί, μήπως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ λάβει τη δόξα· διότι και πολλοί πολλές φορές αφού ένιψαν εκεί τους οφθαλμούς, δεν αξιώθηκαν ένα τέτοιο θαύμα· δηλαδή και εκεί η δύναμη του Χριστού ήταν εκείνη, η οποία επιτελούσε τα πάντα. Για το λόγο αυτό και την ερμηνεία προσθέτει σε εμάς ο Ευαγγελιστής. Δηλαδή όταν είπε: «Στον Σιλωάμ», πρόσθεσε: «αυτό που σημαίνει ‘’απεσταλμένος’’» για να μάθεις ότι και εκεί ο Χριστός -και όχι άλλος- τον θεράπευσε, όπως ακριβώς ο απόστολος Παύλος λέγει: «ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός(:και όλοι οι Ισραηλίτες τότε στην έρημο, έπιναν το ίδιο ποτό που ανέβλυσε με την υπερφυσική πνευματική ενέργεια· διότι έπιναν από την υπερφυσική και αόρατη πέρα που τους ακολουθούσε · και η πέτρα αυτή ήταν ο Χριστός)»[Α΄Κορ.10,4].Όπως λοιπόν ο Χριστός ήταν πέτρα πνευματική, έτσι και ο Σιλωάμ ήταν πνευματικός.
Σε εμένα επίσης φαίνεται ότι και η αιφνίδια παρουσία του ύδατος με τη νίψη που έπρεπε να κάνει ο τυφλός κατόπιν, υποδηλώνει μυστήριο ανέκφραστο. Ποιο λοιπόν είναι τούτο; Η απροσδόκητη εμφάνιση, η οποία γινόταν σε αντίθεση προς οποιαδήποτε προσδοκία.
Αλλά πρόσεχε την καλοπροαίρετη διάθεση του τυφλού, ο οποίος σε όλα υπακούει· διότι δεν είπε: «Εάν καθ’ ολοκληρίαν ο πηλός ή το πτύσμα είναι αυτό το οποίο δημιουργεί την όραση, ποια ανάγκη υφίσταται για εμένα να πάω στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Εάν επίσης δεν υφίσταται ανάγκη του Σιλωάμ, ποια είναι η ανάγκη του πηλού; Για ποιο λόγο επέθεσε πηλό στους οφθαλμούς μου; Για ποιο λόγο με διέταξε να νιφτώ;». Αλλά τίποτε δεν σκέφθηκε από αυτά, αλλά για ένα μόνο πράγμα ήταν έτοιμος, δηλαδή να πείθεται σε όλα σε Εκείνον, ο οποίος έδινε τις εντολές και τίποτε από όσα συνέβαιναν δε σκανδάλιζε αυτόν.
Εάν επίσης κάποιος ρωτήσει: «Πώς λοιπόν βρήκε την όρασή του, αφού ο Ιησούς απέθεσε επάνω στα μάτια του τον πηλό;», τίποτε άλλο δεν θα ακούσει εκ μέρους μας, παρά μόνο ότι δεν γνωρίζουμε τον τρόπο. Και τι το απορίας άξιον, εάν εμείς δε γνωρίζουμε; Διότι ούτε ο Ευαγγελιστής το γνώριζε, ούτε εκείνος ο οποίος θεραπεύτηκε· αλλά εκείνο μεν, το οποίο συνέβη, το γνωρίζει, ενώ τον τρόπο δεν δύναται να τον καταλάβει. Όταν επίσης αυτός που θεραπεύτηκε δεχόταν ερωτήσεις ως προς αυτό, έλεγε: «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα(:ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλό και μου άλειψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: ‘’Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου’’. Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου)»[Ιω.9,11].Πώς όμως έχει γίνει αυτό, δεν μπορεί να πει, και αν ακόμη μύριες φορές τον ρωτήσουν.
«Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· ‘’οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;’’· ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν(:τότε οι γείτονες και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: ‘’Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε από τους διαβάτες ελεημοσύνη;’’. Μερικοί έλεγαν: ‘’Αυτός είναι’’. Άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιάζει. Ο ίδιος έλεγε ότι ‘’εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιότερα ζητούσα ελεημοσύνη’’)»[Ιω.9,9].Διότι η παραδοξότητα του συμβάντος οδηγούσε αυτούς σε απιστία, παρά το ότι βεβαίως τόσα είχαν ρυθμιστεί, ώστε να μην απιστήσουν. Άλλοι πάλι έλεγαν: «οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;(:αυτός δεν είναι εκείνος που καθόταν και ζητούσε ελεημοσύνη;)»[Ιω.9,8].
Πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία του Θεού, που κατέβαινε με πολλή αγάπη θεραπεύοντας τους επαίτες και αποστομώνοντας με την ενέργειά Του αυτήν, τους Ιουδαίους! Διότι όχι μόνο τους ενδόξους, ούτε τους επιφανείς, ούτε τους άρχοντες μόνο, αλλά και τους αφανείς έκρινε άξιους της ίδιας φροντίδας· καθόσον μάλιστα είχε έλθει για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων.
Εκείνο επίσης το οποίο συνέβη στον παραλυτικό, αυτό συμβαίνει και στον τυφλό· δηλαδή ούτε ο παραλυτικός γνώριζε ποιος είναι εκείνος, ο οποίος τον θεράπευσε, ούτε ο τυφλός. Και συνέβη αυτό εξαιτίας της αναχωρήσεως του Χριστού. Αναχωρούσε μάλιστα πάντοτε, όταν έκανε τις θεραπείες ο Ιησούς, ώστε να εκλείψει οποιαδήποτε υποψία για τα θαύματα· διότι εκείνοι, οι οποίοι δεν γνώριζαν Αυτόν, ποιος είναι, πώς θα χαρίζονταν σε Αυτόν και θα έπλαθαν ιστορίες σχετικά με τα θαύματα που είχαν επιτελεσθεί; Διότι αυτός ο τυφλός που θεραπεύτηκε, δεν ήταν ένας από αυτούς που περιοδεύουν από τόπο σε τόπο, αλλά ένας από αυτούς που κάθονταν κοντά στις θύρες του ιερού. Ενώ επίσης όλοι εξέφραζαν αμφιβολίες περί αυτού, τι απαντά εκείνος ο τυφλός; «Εγώ είμαι»[Ιω.9,9].Δεν αισθάνθηκε ντροπή για την προηγούμενη τύφλωση, ούτε φοβήθηκε τον θυμό του πλήθους, ούτε αποφεύγει να δείξει τον εαυτό του, για να κηρύξει τον Ευεργέτη.
«Ἒλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς…(:μετά λοιπόν από τη βεβαίωση αυτή του τυφλού τον ρώτησαν εκείνοι: ‘’Πώς θεραπεύθηκαν τα μάτια σου;’’ .Και εκείνος τους απάντησε: ‘’Ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς…’’)»[Ιω.9,10].Τι λες; Άνθρωπος μπορεί να επιτελεί τέτοια έργα; Όμως στην αρχή τίποτε σπουδαίο δεν γνώριζε σχετικά με Αυτόν: «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς(:Ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλό και μου άλειψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: ‘’Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου’’)».
Πρόσεξε ότι λέγει την αλήθεια. Δεν είπε με ποιον τρόπο επιτέλεσε ο Ιησούς το θαύμα αυτό· διότι δεν λέγει εκείνο, το οποίο δεν γνωρίζει. Διότι δεν είδε ότι έπτυσε επί της γης ο Ιησούς· ότι όμως έβαλε επάνω στα μάτια του τον πηλό, το αντιλαμβανόταν μέσω της αισθήσεως και της αφής. «…καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι(: και μου είπε: ‘’πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου’’)». Και τούτο η ακοή του το έκανε αντιληπτό. Και από τι γνώριζε τη φωνή του Ιησού; Από τη συνομιλία Του με τους μαθητές. Και ενώ λέγει όλα αυτά, και εκ των έργων λαμβάνει τη σχετική μαρτυρία και επιβεβαίωση, δεν μπορεί να πει τον τρόπο. Και εάν για πράγματα αισθητά και που μπορούν να αγγιχτούν δια της αφής υφίσταται ανάγκη πίστεως, πολύ περισσότερο για τα αόρατα.
«Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα’’(:είπαν λοιπόν σε Αυτόν: ‘’Πού είναι Εκείνος;’’. Τους λέγει: ‘’δεν ξέρω’’)». Έλεγαν ωστόσο αυτό το «Πού είναι εκείνος;», έχοντας πλέον φονική διάθεση εναντίον Του. Παρατήρησε επίσης την έλλειψη καυχήσεως και τη μετριοφροσύνη εκ μέρους του Χριστού, ότι δεν έμενε παρών ενώπιον όσων θεράπευε-μετά τη θεραπεία-διότι δεν ήθελε να αποκτήσει δόξα, ούτε να προσελκύσει το πλήθος, ούτε να επιδειχθεί.
Βλέπε πως όλα με φιλαλήθη τρόπο τα εκθέτει απαντώντας ο τυφλός. Ήθελαν μεν να βρουν τον Χριστό, για να Τον οδηγήσουν προς τους ιερείς, επειδή όμως δεν το πέτυχαν αυτό, οδηγούν τον πρώην τυφλό προς τους Φαρισαίους, για να ρωτήσουν εκείνοι αυτόν με μεγαλύτερη δριμύτητα και αυστηρότητα· για τον λόγο αυτό βεβαίως και ο Ευαγγελιστής σημειώνει ότι ήταν Σάββατο, δηλαδή για να δείξει την πονηρή τους σκέψη και διάθεση, και την αιτία για την οποία ζητούσαν να Τον κατηγορήσουν, βρίσκοντας δήθεν ως αφορμή αυτήν και δυνάμενοι έτσι να διαβάλουν το θαύμα δια της εντυπώσεως περί παραβάσεως του Νόμου[βλ. Ιω.9,14-15: «ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς(:η ημέρα μάλιστα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο). πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω(:όταν λοιπόν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισαν και αυτοί να τον ανακρίνουν και να τον ρωτούν πάλι πώς θεραπεύθηκε και βρήκε το φως του. Και εκείνος τους είπε: ‘’Αυτός που με θεράπευσε μου έβαλε πηλό πάνω στα μάτια μου και μετά εγώ πλύθηκα και βλέπω’’)»].
Και αυτό είναι φανερό από το ότι όταν είδαν τον τυφλό, αμέσως τίποτε άλλο δεν είπαν παρά μόνο: «Πώς σου άνοιξε τους οφθαλμούς;», παρέχοντάς του ευκαιρία να διαβάλει Εκείνον για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου. Εκείνος όμως μιλούσε σε αυτούς με συντομία με την ιδέα ότι τα έχουν μάθει· διότι χωρίς ούτε το όνομα να πει, ούτε ότι «Μου είπε: ’’Πήγαινε και νίψου’’», λέγει αμέσως: «Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω (:έκανε πηλό και μου άλειψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: ‘’Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου’’. Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου’’)»[Ιω.9,11].Διότι είχε επεκταθεί πλέον και εκδηλωθεί σε μεγάλο βαθμό η διαβολή και εκείνοι είχαν πει: «Να ποια έργα κάνει ο Ιησούς κατά την ημέρα του Σαββάτου, πηλό χρίει!».
Εσύ όμως εξέτασε πως δεν ταράσσεται ο τυφλός· διότι όταν μεν έλεγε περί εκείνων, τα οποία συνέβησαν, ερωτώμενος εκείνα που συνέβησαν και χωρίς να διατρέχει κανέναν κίνδυνο, δεν ήταν τόσο σπουδαίο το να πει την αλήθεια, αλλά το αξιοθαύμαστο είναι τώρα, ότι ενώ περιήλθε και σε μεγαλύτερο κίνδυνο ενώπιον πλέον των Φαρισαίων, ούτε αρνείται, ούτε λέγει αντίθετα προς τα προηγούμενα. Τι κάνουν λοιπόν οι Φαρισαίοι, μάλλον δε και οι άλλοι; Οδήγησαν μεν αυτόν για να αρνηθεί, έπαθαν όμως το αντίθετο· εκείνο ακριβώς, το οποίο δεν ήθελαν, το έμαθαν και με μεγαλύτερη ακρίβεια. Και το παθαίνουν αυτό παντού σε όλα τα θαύματα που επιτελεί ο Ιησούς, με περισσότερη όμως σαφήνεια θα το αποδείξουμε αυτό στη συνέχεια.
Τι λέγουν λοιπόν οι Φαρισαίοι; «ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές(:έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους)»-όχι όλοι, αλλά οι θρασύτεροι· «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς(:μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: ‘’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου’’. Άλλοι έλεγαν: ‘’Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια αποδεικτικά και σημαδιακά θαύματα;’’ Και διαφωνούσαν μεταξύ τους)»[Ιω.9,16]. Βλέπεις ότι από τα θαυμαστά σημεία προσελκύονταν; Διότι αυτοί οι οποίοι προηγουμένως είχαν στείλει υπηρέτες για να οδηγηθεί Εκείνος ενώπιον αυτών, άκουσε τι λένε τώρα, αν και δεν το λένε όλοι· διότι, επειδή ήσαν άρχοντες, εξαιτίας της φιλοδοξίας καθίσταντο άπιστοι. Αλλά όμως και από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σε Αυτόν, αλλά δεν ομολογούσαν.
Ο πολύς λαός βέβαια ήταν ευκαταφρόνητος, δεδομένου ότι δεν συνέβαλε πολύ στη συναγωγή αυτών, ενώ οι άρχοντες, επειδή περισσότερο διακρίνονταν, δυσκολότερα λάμβαναν θάρρος να ομολογήσουν· διότι άλλους μεν κατείχε φιλαρχία, ενώ άλλους δειλία και ο φόβος εκ μέρους των πολλών. Για τούτο και έλεγε ο Ιησούς: «Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;(:αλλά πώς είναι δυνατόν να πιστέψετε εσείς, αφού επιδιώκετε να παίρνετε δόξα και επαίνους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε τη δόξα που πηγάζει από τον ένα και μόνο Θεό;)»[Ιω.5,44]. Και αυτοί μεν, ενώ ζητούσαν άδικα να Τον φονεύσουν, έλεγαν ότι είναι άνθρωποι του Θεού, Εκείνος δε, ο οποίος θεραπεύει, έλεγαν ότι δε δύναται να προέρχεται εκ του Θεού, επειδή δεν τηρεί το Σάββατο. Προς αυτήν τη γνώμη, αντέταξαν οι άλλοι το ότι «αμαρτωλός άνθρωπος δε δύναται να επιτελέσει τέτοια θαύματα».
Οι πρώτοι μεν, από κακία αποσιωπώντας το γεγονός, αποκάλυπταν τη φαινομενική παράβαση του νόμου· διότι δεν έλεγαν ότι θεραπεύει κατά το Σάββατο, αλλά ότι «τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», ενώ οι δεύτεροι πάλι ασθενώς αντιδρούν· διότι ενώ έπρεπε να δείξουν πως δεν καταλύεται το Σάββατο, αντλούν επιχειρήματα μόνο από τα θαύματα. Και εύλογα· διότι ακόμη νόμιζαν ότι Εκείνος είναι άνθρωπος. Διότι εάν δεν είχε έτσι το πράγμα, θα μπορούσαν και με άλλο τρόπο να προασπίσουν τη γνώμη τους, δηλαδή ότι ήταν Κύριος του Σαββάτου, και Αυτός δημιούργησε αυτό· αλλά ακόμη μέχρι τότε δεν είχαν αυτή τη γνώμη. Κανένας βέβαια από αυτούς δεν τολμούσε εκείνα τα οποία ήθελε να τα πει φανερά, ούτε για να εκφράσει γνώμη, αλλά για να αμφισβητήσει[βλ. Ιω.9,16], άλλοι μεν λόγω ελλείψεως θάρρους, άλλοι λόγω φιλαρχίας.
«Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς(:και διαφωνούσαν έντονα μεταξύ τους)»[Ιω.9,16]. Η διχογνωμία αυτή άρχισε πρώτα να δημιουργείται στο λαό, μετά από αυτά όμως και ανάμεσα στους άρχοντες· «οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν· ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον(:και οι διάφορες ομάδες του λαού διαρκώς κρυφομιλούσαν και έκαναν διάφορα παράπονα και σχόλια γι’ Αυτόν, άλλοτε αρνητικά και άλλοτε ευνοϊκά. Άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι καλός και ειλικρινής, ενώ άλλοι έλεγαν: ‘’Όχι, δεν είναι καλός˙ είναι λαοπλάνος και εξαπατά τον εύπιστο λαό’’)»[Ιω.7,12].Βλέπεις ότι, όντας περισσότερο ασύνετοι από το πλήθος οι άρχοντες, εκ των υστέρων έφτασαν σε βαθιά διάσταση απόψεων; Όμως και μετά από αυτόν τον έντονο διχασμό, πάλι ουδεμία γενναιότητα δεν επέδειξαν, όταν έβλεπαν τους Φαρισαίους να είναι απειλητικοί.
Διότι, εάν βεβαίως είχαν διχασθεί τελείως, ταχέως θα λάμβαναν γνώση της αλήθειας· διότι είναι δυνατός ο τέλειος διχασμός. Για τον λόγο αυτό και ο ίδιος έλεγε: «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν (:Μη νομίσετε ότι ήλθα στη γη να φέρω μια τέτοια ειρήνη, όπως την φαντάζονται αυτοί που περιμένουν τον Μεσσία ως επίγειο βασιλιά και κατακτητή. Όχι, δεν ήλθα να φέρω ειρήνη, αλλά μαχαίρι και διαίρεση και διχασμό (γι’ αυτά όμως δεν είναι υπεύθυνο το ευαγγέλιό μου, αλλά η κακία των ανθρώπων)»[Ματθ.10,34]· διότι υπάρχει και κακή ομόνοια, υπάρχει και καλή διαφωνία· διότι και εκείνοι, οι οποίοι έκτιζαν τον πύργο της Βαβέλ, είχαν ομόνοια αποβαίνουσα σε κακό δικό τους, και αυτοί οι ίδιοι πάλι χωρίς βέβαια τη θέλησή τους, αλλά όμως προς όφελός τους χωρίστηκαν, όταν άρχισαν να ομιλούν διαφορετική γλώσσα ο καθένας· και οι περί τον Κορέ κακή ομόνοια είχαν, για τούτο καλώς χωρίστηκαν· και ο Ιούδας κακή ομόνοια συνήψε με τους Ιουδαίους.
Είναι λοιπόν δυνατόν να χωριστούν οι άνθρωποι καλώς και είναι δυνατόν να ομονοήσουν κακώς .Για τον λόγο αυτό ο Κύριος λέγει: «εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ(:Και αν κάποιο πρόσωπο που είναι χρήσιμο, φιλικό και αγαπητό σε σένα σαν το δεξί σου μάτι σου γίνεται αφορμή εμπαθούς επιθυμίας και αμαρτίας, χωρίσου οριστικά απ’ αυτό και πέταξέ το μακριά από σένα˙ όπως θα έκανες και με το μάτι σου, εάν κινδύνευε να πάθει και να βλαφτεί απ’ αυτό όλο το σώμα σου· διότι σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου και να μη ριχτεί όλο το σώμα σου στη φωτιά της κολάσεως. Σε συμφέρει να στερηθείς τη φιλία και τη χρησιμότητα του προσώπου αυτού και να μη ριχτείς μαζί με εκείνο στη φωτιά της κολάσεως)»[Ματθ.5,29]· και : «εἰ δὲ ἡ χείρ σου ἢ ὁ πούς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὰ καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ(:και αν κάτι τόσο σπουδαίο σαν το μάτι σου σού γίνεται αφορμή αμαρτίας, βγάλε το και ρίξε το μακριά. Είναι καλύτερο για σένα να μπεις στην αιώνια ζωή μονόφθαλμος, παρά με δύο μάτια να ριχθείς στη γέεννα του πυρός. Είναι καλύτερο να χωριστείς από πράγματα ή πρόσωπα που σου είναι χρήσιμα και πολύτιμα σαν το μάτι σου, παρά να ριχτείς στην κόλαση μαζί με αυτά)»[Ματθ.18,9].
Εάν λοιπόν πρέπει να αποχωριζόμαστε από ένα μέλος, το οποίο μας προξενεί κακό, δεν είναι πολύ περισσότερο ανάγκη να αποχωριζόμαστε από φίλους, οι οποίοι κακώς έχουν ενωθεί με εμάς; Επομένως, η ομόνοια δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις καλή, όπως βεβαίως ούτε ο διχασμός και η πλήρης απομάκρυνση σε όλες τις περιπτώσεις κακά.[…]
«Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν· οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι(:και επειδή η διαφωνία τους συνεχιζόταν, άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό, και τον ρώτησαν: ‘’Εσύ τι λες για τον άνθρωπο αυτό; Πρέπει να ακουστεί και η δική σου γνώμη˙ διότι τα δικά σου μάτια θεράπευσε εκείνος και εσύ περισσότερο από κάθε άλλον γνωρίζεις τα περιστατικά της θεραπείας σου. Κι αυτός τους απάντησε: ‘’Εγώ λέω ότι είναι προφήτης’’)»[Ιω.9,17].
Τις Γραφές πρέπει όχι με απλό και επιπόλαιο τρόπο να τις διαβάζουμε, αλλά με κάθε επιμέλεια, ώστε να μη βρίσκουμε δυσκολίες στην ερμηνεία τους. Διότι και τώρα εύλογα μπορεί κανείς εδώ να διατυπώσει την απορία, πώς, ενώ είπαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», λέγουν στον τυφλό: «σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;(:εσύ τι λέγεις για τον άνθρωπο αυτό; Ζητούμε τη γνώμη σου, διότι τους δικούς σου οφθαλμούς άνοιξε)». Και δεν είπαν: «Εσύ τι λέγεις περί Αυτού που κατέλυσε το Σάββατο;», αλλά τώρα θέτουν το ερώτημα το σχετικό με την απολογία, αντί του σχετικού με την κατηγορία.
Τι λοιπόν μπορεί να απαντήσει κανείς; Δεν είναι οι ίδιοι που έλεγαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ(:’’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό’’)», αλλά εκείνοι οι οποίοι αποσχίστηκαν από αυτούς και οι οποίοι είπαν: «ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς οὐ δύναται τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν(:’’Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια αποδεικτικά και σημαδιακά θαύματα;’’)», διότι επειδή ήθελαν να αποστομώσουν τους πρώτους πλέον, για να μη θεωρηθούν ότι συνηγορούν υπέρ του Χριστού, οδηγούν ενώπιόν τους αυτόν ο οποίος έλαβε πείρα της δυνάμεως Αυτού και τον ρωτούν.
Βλέπε λοιπόν του φτωχού τη σοφία· διότι από όλους αυτούς με περισσότερη σύνεση ομιλεί. Και πρώτα μεν λέγει ότι «προφήτης ἐστίν» και δεν φοβήθηκε αυτών των διεστραμμένων την κρίση, οι οποίοι εξέφραζαν αντίθετη γνώμη και έλεγαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», αλλά έλεγε ότι είναι προφήτης. Και «οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος(:Μετά λοιπόν από τον χαρακτηρισμό αυτόν που έδωσε για τον Ιησού ο τυφλός που θεραπεύτηκε, οι Ιουδαίοι δυσαρεστήθηκαν. Δεν εννοούσαν να πιστέψουν ότι αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε πραγματικά το φως του˙ ώσπου αποφάσισαν να καλέσουν τους γονείς του ανθρώπου αυτού που απέκτησε το φως του)»[Ιω.9,18].
Και εξέτασε με πόσους τρόπους επιχειρούν να συγκαλύψουν το θαύμα και να το αποκλείσουν. Αλλά αυτή η φύση της αλήθειας, με τα μέσα, με τα οποία φαίνεται να διώκεται από τους ανθρώπους, με αυτά καθίσταται ισχυρότερη· λάμπει με αυτά τα μέσα, δια των οποίων συγκαλύπτεται· διότι εάν δεν γίνονταν αυτά, από τους πολλούς θα εθεωρείτο ύποπτο το θαύμα, τώρα όμως, σαν να φροντίζουν για να εξακριβώσουν την αλήθεια, πράττουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πάντα, και δεν θα ενεργούσαν με άλλον τρόπο, εάν βεβαίως έπρατταν τα πάντα υπέρ του Χριστού· διότι και με αυτόν τον τρόπο επιχείρησαν να καταβάλουν αυτόν, λέγοντάς του: «Πώς σου άνοιξε τους οφθαλμούς;», δηλαδή «μήπως πέτυχε αυτό με κάποιο μαγικό κόλπο;».
Διότι και άλλοτε, επειδή δεν είχαν τίποτε να καταγγείλουν, επιχειρούν να διαβάλλουν τον τρόπο της θεραπείας λέγοντας: «οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰμὴ ἐν τῷ Βεελζεβούλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων(:‘’Αυτός δεν βγάζει τα δαιμόνια παρά μόνο με τη βοήθεια και τη δύναμη του Βεελζεβούλ, που είναι ο άρχοντας των δαιμονίων’’)»[Ματθ.12,24]· και εδώ πάλι επειδή δεν έχουν τίποτε άλλο να πουν, καταφεύγουν στο επιχείρημα περί του κατάλληλου χρόνου, λέγοντας ότι καταλύει το Σάββατο, και πάλι ότι «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ(:’’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου)»[ Ιω.9,16].
Και όμως εσάς, οι οποίοι φθονείτε και είστε έτοιμοι να βρείτε πρόσχημα για κατηγορία όσων έχουν επιτελεστεί από Αυτόν, σας ρώτησε με κάθε ακρίβεια λέγοντας: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;(: Ποιος από σας, εξετάζοντας και ελέγχοντας τη ζωή μου, μπορεί να αποδείξει ότι έχω κάνει έστω και την παραμικρή αμαρτία; Κανείς. Συνεπώς ούτε ως ψεύτη μπορείτε να με κατηγορήσετε. Αλλά εάν λέω πάντοτε την αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;)»[Ιω.8,46].
Και κανείς δεν μίλησε ούτε είπε ότι «βλασφημείς, επειδή αποκαλείς τον εαυτό σου αναμάρτητο». Και βέβαια, εάν είχαν να πουν κάτι, δεν θα σιωπούσαν· διότι εκείνοι οι οποίοι, επειδή άκουσαν ότι υπάρχει πριν από τον Αβραάμ, Τον λιθοβόλησαν, και καυχώνταν μεν ότι κατάγονται από τον Θεό, ενώ ήσαν ανθρωποκτόνοι, για Εκείνον όμως, ο οποίος επιτελούσε τέτοια θαύματα, όταν θεράπευσε, έλεγαν ότι δεν κατάγεται από τον Θεό, επειδή δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου, εάν είχαν την ελάχιστη αφορμή προς κατηγορία, δεν θα την παρέλειπαν. Εάν όμως τον αποκαλούν αμαρτωλό για αυτόν τον λόγο, διότι εθεωρείτο ότι καταλύει το Σάββατο, και η κατηγορία αυτή φάνηκε αστήρικτη, αφού αυτοί οι οποίοι ανήκαν στην ίδια τάξη με αυτούς, τους κατηγόρησαν για ψυχρότητα πολλή και μικροψυχία.
Από παντού λοιπόν αφού βρήκαν εμπόδια, έρχονται στη συνέχεια σε άλλο επιχείρημα περισσότερο αναίσχυντο και θρασύ. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; «Δεν πίστεψαν», λέγει ο Ευαγγελιστής, «ότι ήταν τυφλός και ανέβλεψε». Πώς λοιπόν Τον κατηγόρησαν ότι δεν τηρεί το Σάββατο; Ή προφανώς επειδή πίστεψαν, διετύπωσαν αυτήν την κατηγορία; Πώς λοιπόν δεν δώσατε προσοχή στον πολύ λαό; Στους γείτονες, οι οποίοι γνώριζαν Αυτόν; Αλλά , πράγμα το οποίο είπαν, το ψεύδος παντού συλλαμβάνεται στην ίδια του την παγίδα, με εκείνα τα μέσα, με τα οποία νομίζει ότι διαβάλλει την αλήθεια, αυτή όμως λαμπρότερη την παρουσιάζει, πράγμα το οποίο ακριβώς και τώρα συνέβη.
Διότι, επειδή δεν μπόρεσαν να πτοήσουν αυτόν, αλλά έβλεπαν ότι με όλο το θάρρος κήρυσσε τον Ευεργέτη του, ήλπιζαν ότι με τους γονείς θα προκαλέσουν αμφισβήτηση για το θαύμα. Και πρόσεξε την κακή πρόθεση της ερωτήσεως. Διότι τι λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής; Αφού οδήγησαν αυτούς ενώπιόν τους, ώστε να τους προκαλέσουν αγωνία, με πολλή σφοδρότητα και θυμό απευθύνουν την ερώτηση: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;(:Αυτός είναι ο γιος σας, που επιμένετε να βεβαιώνετε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν, αφού γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει;)»[Ιω.9,19].
Και δεν είπαν: «Αυτός που κάποτε ήταν τυφλός», αλλά τι; «ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη;(:για τον οποίο εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός;)»[Ιω.9,19],σαν οι ίδιοι οι γονείς να έκαναν σκευωρίες και να επιδοκίμαζαν τα έργα του Χριστού. Βδελυροί άνθρωποι και μιαρότατοι. Διότι ποιος πατέρας θα προτιμούσε να εκστομίσει τέτοια ψεύδη; Διότι λένε «αυτόν που εσείς τον παρουσιάσατε ως τυφλό» και όχι μόνο, αλλά «και διαδώσατε παντού αυτόν τον ψευδή λόγο». «Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;(:Αυτός είναι ο γιος σας, που επιμένετε να βεβαιώνετε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν, αφού γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει;)»[Ιω.9,19]. Πώπω, μέγεθος ανοησίας! «Δικό σας», λένε, «είναι το τέχνασμα και το επινόημα!». Διότι με τα δύο αυτά επιχειρούν να τους κάνουν να αρνηθούν, δηλαδή και με τη φράση: «Αυτόν που εσείς αποκαλείτε τυφλό» και με τη φράση «Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;».
Αφού λοιπόν διατυπώθηκαν τρεις ερωτήσεις, πρώτον εάν ήταν γιος τους, δεύτερον εάν ήταν τυφλός, και τρίτον πώς ανέβλεψε, τις δύο μονάχα ομολογούν οι γονείς του, την τρίτη όμως δεν την επιβεβαιώνουν. Αλλά και τούτο απέβη υπέρ της αληθείας, ώστε κανείς άλλος, αλλά εκείνος, ο οποίος θεραπεύθηκε, που ήταν και αξιόπιστος, να ομολογήσει αυτά· οι γονείς του βεβαίως πώς θα μπορούσαν να τους κάνουν αυτή τη χάρη, αυτοί που και ορισμένα που γνώριζαν τα αποσιώπησαν, εξαιτίας του φόβου για τους Ιουδαίους; Τι λένε δηλαδή; «Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει(:Γνωρίζουμε καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε. Ή ποιος του θεράπευσε και του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρουμε. Αυτός δεν είναι μικρό παιδί, έχει ώριμη ηλικία, και συνεπώς αντιλήφθηκε πώς κα από ποιον έγινε η θεραπεία του. Αυτόν λοιπόν ρωτήστε, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του και θα σας πει τι του συνέβη’’)»[Ιω.9,20-21].Αφού λοιπόν κατέστησαν αυτόν αξιόπιστο, με αυτόν τον τρόπο απέσεισαν από πάνω τους την ευθύνη. «Δεν είναι μικρό παιδί», λένε, «ούτε νήπιο, αλλά ικανός να μαρτυρήσει σχετικά με τον εαυτό του».
«Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους(:επειδή λοιπόν φοβούνταν οι γονείς του μήπως αποδιωχθούν κι αυτοί από τη συναγωγή, γι’ αυτό είπαν ότι έχει ώριμη ηλικία ο γιος μας, αυτόν ρωτήστε)»[Ιω.9,23].Παρατήρησε πάλι πώς ο Ευαγγελιστής παρουσιάζει την κρίση και τη γνώμη τους. Αυτά λοιπόν τα λέγω για τα λόγια τους εκείνα που οι Ιουδαίοι έλεγαν προηγουμένως, δηλαδή ότι «ἴσον ἑαυτὸν ποιεῖ τῷ Θεῷ(:έλεγε ότι έχει Πατέρα του τον Θεό και εξίσωνε έτσι τον εαυτό του με τον Θεό)»[Ιω.5,18], διότι, εάν και εκείνο ήταν γνώμη των Ιουδαίων και όχι πόρισμα της κρίσεως του Χριστού, θα πρόσθετε ο Ευαγγελιστής και θα έλεγε ότι αυτό ήταν γνώμη ιουδαϊκή.
Αφού λοιπόν οι γονείς του τυφλού, τους παρέπεμψαν στον ίδιο τον θεραπευμένο γιο τους, πάλι κάλεσαν αυτόν για δεύτερη φορά ενώπιόν τους οι Ιουδαίοι. Και δεν του λέγουν μεν φανερά και με αναισχυντία το εξής: «Αρνείσαι ότι ο Χριστός έκανε θεραπεία;», αλλά θέλουν τούτο να το περιβάλουν με πρόσχημα ευλαβείας· δηλαδή λέγουν: «Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ(:Δόξασε τον Θεό ομολογώντας ότι πλανήθηκες και αναγνωρίζοντας την αλήθεια γι’ αυτόν που σε θεράπευσε. Εμείς λόγω της θέσεως και του αξιώματός μας ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αυτός που καταλύει την αργία του Σαββάτου είναι αμαρτωλός)»[Ιω.9,24]· διότι να πουν μεν στους γονείς «Αρνηθείτε ότι ο γιος είναι δικός σας και ότι τυφλό τον γεννήσατε», φαινόταν πολύ γελοίο, σε αυτόν όμως πάλι να πουν κάτι τέτοιο, θα ήταν φανερά αναισχυντία· για τον λόγο μεν αυτόν δεν λένε τα λόγια αυτά, αλλά με άλλο τρόπο πανούργο τα διατυπώνουν, λέγοντάς του να «δώσει δόξα στον Θεό», δηλαδή έμμεσα να ομολογήσει ότι ο Ιησούς τίποτε δεν έκανε για την αποκατάσταση της όρασής του.
«Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν(:εμείς λόγω της θέσεως και του αξιώματός μας ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αυτός που καταλύει την αργία του Σαββάτου είναι αμαρτωλός)»[Ιω.9,24]. Πώς λοιπόν, Ιουδαίοι, δεν επιτιμήσατε Αυτόν, όταν έλεγε: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;(: Ποιος από σας, εξετάζοντας και ελέγχοντας τη ζωή μου, μπορεί να αποδείξει ότι έχω κάνει έστω και την παραμικρή αμαρτία; Κανείς. Συνεπώς ούτε ως ψεύτη μπορείτε να με κατηγορήσετε. Αλλά εάν λέω πάντοτε την αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;)»[Ιω.8,46]. Και από πού επίσης γνωρίζετε ότι είναι αμαρτωλός;
Όταν λοιπόν είπαν αυτοί στον τυφλό να δώσει δόξα στον Θεό και εκείνος δεν είπε τίποτε, ο Χριστός όταν τον συνάντησε, τον επαίνεσε και δεν τον κατηγόρησε, ούτε είπε: «Γιατί δεν έδωσες δόξα στον Θεό;», αλλά του είπε: «πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;(: Εσύ, αντίθετα με τους άπιστους Ιουδαίους, πιστεύεις στον Υιό του Θεού;)»[Ιω.9,35], για να μάθεις ότι το να δοξάζεις τον Θεό αυτό είναι.
Εάν όμως ο Ιησούς δεν ήταν ισότιμος με τον Πατέρα, αυτή η ομολογία πίστης στον Υιό δεν θα ήταν δυνατόν να είναι δόξα. Αλλά επειδή εκείνος, ο οποίος τιμά τον Υιό, ο ίδιος είναι εκείνος ο οποίος τιμά και τον Πατέρα, δικαίως δεν επιτιμάται ο τυφλός. Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι ανέμεναν τους γονείς του να αρνηθούν, τίποτε δεν έλεγαν σε αυτόν, επειδή όμως είδαν ότι δεν συναπεκόμισαν κανένα κέρδος από αυτό, πάλι επανέρχονται στον πρώην τυφλό, λέγοντάς του ότι «ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Αποκρίθηκε τότε εκείνος και είπε: «εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω(:Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν το ξέρω, και γι’ αυτό αποφεύγω να εκφράσω γνώμη γι’ αυτό. Ξέρω όμως καλά ένα πράγμα, ότι δηλαδή ενώ λίγο πιο πριν ήμουν τυφλός τώρα βλέπω)»[Ιω.9,25].
Μήπως άραγε φοβήθηκε ο τυφλός; Μη γένοιτο να σας σχηματιστεί τέτοια γνώμη! Και πώς εκείνος ο οποίος είπε προηγουμένως ότι ο Ιησούς είναι προφήτης, τώρα λέει: «Εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω»; Λέει αυτό όχι διότι έχει τέτοια διάθεση προς τούτο, ούτε επειδή έχει πειστεί για αυτό, αλλά επειδή θέλει με τη μαρτυρία του ίδιου του γεγονότος της αποκατάστασης της όρασής του και όχι με τα λόγια του να απαλλάξει Εκείνον από την κατηγορία και να παρουσιάσει αξιόπιστη την απολογία υπέρ Εκείνου, εφόσον η μαρτυρία που θα προερχόταν από την ευεργεσία, θα καταδίκαζε αυτούς· διότι εάν, όταν, κατόπιν περισσότερων λόγων, είπε αυτός ότι «εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν(:Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε, ούτε το παραμικρό θαύμα)»[Ιω.9,33],τόσο αγανακτούσαν ώστε να πουν: «ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;(:Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις το δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους; Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού)»[Ιω.9,34]· εάν έλεγε ο τυφλός τα λόγια αυτά εξαρχής, τι δεν θα έπρατταν, τι δεν θα έλεγαν;
«Εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω». Λέγει αυτό σαν να έλεγε: «Τίποτε τώρα δε λέω σχετικά με Αυτόν, ούτε εκφράζω γνώμη εξαρχής, εκείνο όμως γνωρίζω καλά και μπορώ να το βεβαιώσω με πεποίθηση, ότι δηλαδή εάν ήταν αμαρτωλός, δε θα επιτελούσε τέτοια θαυμαστά έργα». Για τον λόγο αυτό και κατέστησε τον εαυτό του ελεύθερο πάσης υποψίας, και τη μαρτυρία του επίσης αμερόληπτη, διότι δεν προσπαθούσε να φανεί ευχάριστος προς αυτούς με όσα θα έλεγε, αλλά μαρτυρούσε στηριζόμενος σε αυτό ακριβώς το γεγονός.
Επειδή λοιπόν δεν μπόρεσαν ούτε να ανατρέψουν ούτε να εξαλείψουν το γεγονός αυτό, πάλι επανέρχονται στα προηγούμενα λόγια, ασχολούμενοι με τον τρόπο της θεραπείας του τυφλού, όπως ακριβώς μερικοί, οι οποίοι ανιχνεύουν παντού για ένα βέβαιο θήραμα και τρέχουν άλλοτε προς ένα, άλλοτε προς άλλο μέρος. Και επανέρχονται στα προηγούμενα λόγια, για να εξασθενήσουν πάλι αυτούς με τις συνεχείς ερωτήσεις, και λένε: «τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς(:Τι σου έκανε; Πώς σε θεράπευσε και πώς σου άνοιξε τα μάτια;)»[Ιω.9,26].Τι κάνει λοιπόν εκείνος; Αφού νίκησε και αποστόμωσε αυτούς, στη συνέχεια δεν συζητεί πλέον συνεσταλμένα και συγκρατημένα· διότι, εφόσον το πράγμα είχε ανάγκη εξετάσεως και αποδείξεων, παρείχε την απόδειξη μιλώντας με κάποια συστολή, όταν όμως τους αποστόμωσε και κατάφερε λαμπρή νίκη απέναντί τους, λαμβάνοντας θάρρος στο εξής, επωφελείται της ευκαιρίας και στέκεται με παρρησία ενώπιόν τους.
Και τι λέγει; «εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν;(:Μόλις πριν από λίγο σας το είπα, τους απάντησε, και δεν θελήσατε να προσέξετε και να παραδεχθείτε ό,τι σας είπα. Γιατί τώρα θέλετε να ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;)»[Ιω.9,27].Είδες παρρησία επαίτου απέναντι σε άντρες γραμματείς και Φαρισαίους; Τόσο ισχυρή είναι η αλήθεια, τόσο ασθενές το ψεύδος· διότι εκείνη μεν, και αν ακόμη στηρίζεται σε απλούς και τυχαίους ανθρώπους, ενδόξους τους αναδεικνύει, το ψεύδος όμως, αν και παρουσιάζεται με το μέρος των ισχυρών, τους αποδεικνύει ασθενείς. Και εκείνο το οποίο λέγει, σημαίνει το εξής περίπου: «Δεν προσέχετε στα λεγόμενά μου· για τον λόγο αυτό δε θα μιλήσω πλέον, ούτε συνεχώς θα απαντώ σε εσάς, εφόσον ρωτάτε ασκόπως, και θέλετε να ακούσετε όχι για να μάθετε, αλλά για να διαβάλλετε και να κατηγορήσετε αυτά που λέγονται».
«Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;(: μόλις πριν από λίγο σας το είπα, τους απάντησε, και δεν θελήσατε να προσέξετε και να παραδεχθείτε ό,τι σας είπα. Γιατί τώρα θέλετε να ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές Του;)»[Ιω.9,27].Εν πρώτοις κατέταξε τον εαυτό του ο τυφλός αυτός στη χορεία των μαθητών του Κυρίου· διότι το «μήπως και εσείς» είναι φράση ανθρώπου που δείχνει τον εαυτό του ότι είναι μαθητής Εκείνου.
Έπειτα τους διακωμώδησε και τους ταπείνωσε σε μεγάλο βαθμό. Διότι, επειδή γνώριζε ότι τούτο πολύ έθιγε αυτούς, θέλοντας να τους προκαλέσει καθ’ υπερβολήν, είπε τα λόγια αυτά· πράγμα το οποίο ήταν χαρακτηριστικό μιας ψυχής, η οποία ήταν θαρραλέα και είχε αναπτερωθεί και περιφρονούσε τη μανία τους και έδειχνε ότι ήταν μέγα το αξίωμα Αυτού, στον Οποίο στήριζε το μεγάλο θάρρος του και η οποία ψυχή αποδείκνυε ότι εκείνον ακριβώς τον εαυτό του, αν και ήταν αξιοθαύμαστος, τον ύβριζαν και τον περιφρονούσαν, ενώ ο ίδιος δεν περιφρονούνταν, αλλά εκείνο το οποίο του κατάφεραν ως ύβρη και ένδειξη της περιφρόνησής τους, εκείνο ως τιμή απέβη γι’αυτόν.
« Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον·σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί(:τότε του μίλησαν υβριστικά και περιφρονητικά και του είπαν: ‘’Εσύ είσαι μαθητής εκείνου. Εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή’’)»[Ιω.9,28].Αλλά αυτό δεν δύναται να σταθεί λογικώς. «Διότι εσείς ούτε του Μωυσή είστε μαθητές, ούτε Εκείνου· διότι εάν είστε μαθητές του Μωυσή, θα γινόσασταν μαθητές και Εκείνου». Για τον λόγο αυτό εξαρχής έλεγε σε αυτούς ο Χριστός: «εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν(:Και είναι κατήγορός σας ο Μωυσής, διότι ούτε στα δικά του λόγια πιστεύετε. Εάν πραγματικά πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα. Διότι για μένα εκείνος έγραψε προφητικώς και προανήγγειλε τον ερχομό μου σε πολλά μέρη των συγγραμμάτων του, είτε με τύπους και εικόνες, είτε με σαφείς προφητείες)»[Ιω. 5,46], επειδή πάντοτε εκείνοι στα λόγια αυτά κατέφευγαν.
«Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός(:Εμείς, που είμαστε σπουδασμένοι και αναγνωρισμένοι άρχοντες του έθνους, ξέρουμε ότι ο Θεός έχει μιλήσει στο Μωυσή και σε κανέναν άλλον. Αυτός μας είναι άγνωστος και δεν ξέρουμε από πού είναι και από πού στάλθηκε)»[Ιω.9,29].Ποιος το είπε και ποιος σας το ανήγγειλε αυτό; «Οι πρόγονοί μας», λένε. «Και από τους προγόνους μας», είναι δυνατόν να πει κανείς, «δεν είναι πιο αξιόπιστος Εκείνος ο οποίος, δια των σημείων επιβεβαιώνει αυτό, ότι δηλαδή και από τον Θεό ήλθε και τα λόγια που προέρχονται από τον Θεό λέγει;».
Και δεν είπαν «Εμείς ακούσαμε ότι έχει πει στον Μωυσή», αλλά ότι «οἴδαμεν (:γνωρίζουμε)». Εσείς, ω Ιουδαίοι, αυτά που ακούσατε, ισχυρίζεστε μετά πεποιθήσεως ότι τα γνωρίζετε, αυτά που βλέπετε όμως, τα θεωρείτε κατώτερα από αυτά που ακούσατε; Και όμως εκείνα μεν δεν τα είδατε, αλλά τα ακούσατε, αυτά όμως δεν τα ακούσατε, αλλά τα είδατε.
Τι λέγει λοιπόν ο τυφλός; «Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς(:αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός προκαλεί θαυμασμό και έκπληξη, ό,τι δηλαδή εσείς δεν ξέρετε τον άνθρωπο αυτό εάν έχει σταλεί από τον Θεό και από πού είναι, και όμως αυτός ο άγνωστος σε σας μου άνοιξε τα μάτια)»[Ιω.9,30] και επιτελεί τέτοια θαύματα, ότι ενώ δεν είναι άνθρωπος ούτε εκ των επισήμων του περιβάλλοντός σας, ούτε εκ των επιφανών, ούτε εκ των ενδόξων, έχει τη δύναμη να επιτελεί τέτοια θαύματα, ώστε από όλα να είναι φανερό ότι είναι Θεός, ο οποίος δεν έχει ανάγκη καμιάς ανθρώπινης βοήθειας.
«Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει (:είναι όμως γνωστό και το ξέρουμε όλοι ότι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά εάν κάποιος σέβεται τον Θεό και εφαρμόζει το θέλημά του, αυτόν ο Θεός τον ακούει)»[Ιω.9,31].Διότι επειδή εκείνοι προηγουμένως έλεγαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός, τέτοια σημεία να επιτελεί;», στη συνέχεια ο τυφλός επιστρατεύει την ίδια την κρίση που εκείνοι διατύπωσαν, υπενθυμίζοντάς τους τα ίδια τους τα λόγια. «Η γνώμη αυτή», λέγει, «είναι και δική μου και δική σας· μείνετε σταθεροί σε αυτήν».
Και παρατήρησε τη σύνεση του ανθρώπου που θεραπεύτηκε. Πάντοτε επαναλαμβάνει σχετικά με το θαύμα τα όσα έγιναν, επειδή αυτό δεν μπορούσαν να το διαψεύσουν εφόσον αποτελούσε μια πραγματικότητα, και εκ τούτου εξάγει τα συμπεράσματα. Βλέπεις ότι και εκείνο, το οποίο έλεγε εξαρχής, ότι δηλαδή «εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω», το έλεγε όχι επειδή αμφέβαλλε(μακάρι να μη σχηματιστεί ποτέ σε σας τέτοια γνώμη), αλλά το έλεγε, ενώ γνώριζε ότι ο Ιησούς δεν είναι αμαρτωλός; Τώρα λοιπόν, όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, βλέπε πώς απολογείται: «Γνωρίζουμε ότι ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά εάν κάποιος είναι θεοσεβής και κάνει το θέλημα Αυτού, τότε τον ακούει»· «διότι δεν αρκεί αυτό», λέγει, δηλαδή το να γνωρίζεις το θέλημα του Θεού, αλλά να εκτελείς το θέλημα του Θεού». Κατόπιν εξαίρει το γεγονός λέγοντας: «ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου(:από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ποτέ να έχει θεραπεύσει κανείς μάτια ανθρώπου που να έχει γεννηθεί τυφλός. Πρώτη φορά έγινε τέτοιο θαύμα, και αυτός που το έκανε πρέπει να έχει θεϊκή αποστολή)»[Ιω.9,32].Εάν λοιπόν ομολογείτε ότι αμαρτωλούς δεν ακούει ο Θεός, Αυτός όμως θαύμα επιτέλεσε, και θαύμα τέτοιο μάλιστα, είναι φανερό ότι τα πάντα νίκησε με την αρετή και η δύναμή Του είναι μεγαλύτερη από την ανθρώπινη.
Τι απαντούν λοιπόν εκείνοι; «ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;(:εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις τον δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους; Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού)»[Ιω.9,34]. Εφόσον μεν ήλπιζαν να αρνηθεί, νόμιζαν ότι είναι και αξιόπιστος καλώντας τον για πρώτη και για δεύτερη φορά· «εάν δεν θεωρείτε αυτόν τον πρώην εκ γενετής τυφλό αξιόπιστο», θα έλεγα προς αυτούς, «για ποιο λόγο καλέσατε αυτόν και τον ρωτήσατε για δεύτερη φορά;».
Επειδή λοιπόν είπε την αλήθεια, χωρίς καθόλου να ντραπεί, οπότε γι’ αυτό κυρίως έπρεπε να τον θαυμάσουν οι Ιουδαίοι, τότε τον καταδικάζουν. Τι λοιπόν σημαίνει: «Γεννήθηκες ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες;». Εδώ ψέγουν και την τύφλωσή του με δριμύτητα· σαν να έλεγαν: «Από την πρώτη σου ηλικία εσύ βρίσκεσαι μέσα σε αμαρτίες», υπαινισσόμενοι ότι για αυτόν τον λόγο κατέστη τυφλός, πράγμα το οποίο δεν έχει λογικό στήριγμα. Σε αυτό παρηγορώντας Τον ο Ιησούς λέγει: «Εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται (:Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρίση και να ξεχωρίσουν οι καλοπροαίρετοι από τους διεστραμμένους. Και αυτή η κρίση θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Εκείνοι που θεωρούνται από τους νομομαθείς γραμματείς ότι είναι τυφλοί και βυθισμένοι στο σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης, αυτοί θα δουν το φως της αλήθειας. Και εκείνοι που παρουσιάζονται ως γνώστες των Γραφών και νομίζουν αλαζονικά ότι βλέπουν, θα καταντήσουν σε πνευματική τύφλωση)»[Ιω.9,39].
«Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;». Δηλαδή τι είπε ο άνθρωπος; Μήπως διατύπωσε δική του γνώμη; Δεν διατύπωσε μία κοινής αποδοχής κρίση, όταν έλεγε: «Γνωρίζουμε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει», δεν αποκάλυψε όλα εκείνα, τα οποία ειπώθηκαν εκ μέρους σας;
«Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;(: εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις τον δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους; Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού. Στο μεταξύ άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω για την παρρησία με την οποία διεκήρυττε την αλήθεια, και αφού τον βρήκε, του είπε: ‘’Εσύ, αντίθετα με τους άπιστους Ιουδαίους, πιστεύεις στον Υιό του Θεού;’’ Κι εκείνος του αποκρίθηκε: Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέψω;)»[Ιω.9,34-36].
Εκείνοι οι οποίοι για την αλήθεια και την ομολογία του Χριστού πάσχουν κάτι κακό και υβρίζονται, αυτοί κυρίως είναι εκείνοι, οι οποίοι τιμώνται· διότι όπως εκείνος, ο οποίος χάνει τα χρήματά του για Αυτόν, αυτός κυρίως είναι ο οποίος βρίσκει αυτά[δηλαδή λαμβάνει από τον Θεό την πρέπουσα αμοιβή] και εκείνος ο οποίος δεν αγαπά την ψυχή του[δηλαδή δεν φροντίζει να σώσει την επίγεια ζωή του, για να κερδίσει την επουράνια], εκείνος κυρίως είναι ο οποίος Τον αγαπά , έτσι και εκείνος ο οποίος υβρίζεται και περιφρονείται από τους άλλους, εκείνος κυρίως είναι ο οποίος τιμάται· αυτό ακριβώς συνέβη και στον τυφλό. Εκδίωξαν λοιπόν αυτόν από το ιερό οι Ιουδαίοι και βρήκε αυτόν ο Δεσπότης του ιερού. Απομακρύνθηκε από το νοσηρό συνέδριο και συνάντησε τη σωτήρια πηγή· προσβλήθηκε από εκείνους, οι οποίοι προσέβαλαν τον Χριστό, και τιμήθηκε από τον Δεσπότη των αγγέλων (τέτοια είναι τα έπαθλα της αλήθειας)· έτσι και εμείς αν αφήσουμε εδώ τα χρήματα, εκεί θα έχουμε το θάρρος να απολογηθούμε· αν εδώ δώσουμε ηθική και οικονομική ενίσχυση στους θλιβόμενους, θα αναπαυθούμε στους ουρανούς· αν υβρισθούμε για τον Θεό, θα τιμώμαστε και εδώ και εκεί.
Όταν λοιπόν έδιωξαν αυτόν από το ιερό, τον βρήκε ο Ιησούς. Δείχνει ο Ευαγγελιστής ότι προς τον σκοπό αυτόν ήλθε, ώστε να συναντήσει αυτόν. Και πρόσεξε με τι τον αμείβει, δηλαδή με το κυριότερο από τα αγαθά· διότι και τον Εαυτό Του γνώρισε σε αυτόν, ο οποίος προηγουμένως Τον αγνοούσε, και στη χορεία των μαθητών τον κατέταξε. Εσύ επίσης παρατήρησε πώς δείχνει ο Ευαγγελιστής την επιμέλεια του τυφλού για την ακρίβεια· δηλαδή όταν είπε Εκείνος: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;», ο τυφλός λέγει: «Κύριε, και ποιος είναι;». Διότι ουδέποτε μέχρι τότε δεν Τον γνώριζε, αν και είχε θεραπευθεί· διότι ήταν τυφλός, πριν έλθει προς τον ευεργέτη και μετά την ίαση συρόταν από εκείνους τους κύνες.
Όπως ακριβώς κάποιος αγωνοθέτης λοιπόν, έτσι και Εκείνος δέχεται έναν αθλητή, ο οποίος πολύ κοπίασε και στεφανώθηκε. Και τι λέγει; «Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». Για ποιο λόγο; Μετά από τόση αντιλογία, την οποία αντέταξε ο τυφλός προς τους Ιουδαίους, μετά από τόσα λόγια που με παρρησία υπερασπίστηκε τον Ευεργέτη του ενώπιόν τους, ρωτά ο Ιησούς: «Εάν πιστεύεις», όχι επειδή αγνοεί, αλλά επειδή θέλει, να φανερώσει στον θεραπευμένο ποιος είναι Εκείνος που τον θεράπευσε, και για να δείξει ότι εκτιμά πολύ την πίστη του σε Αυτόν. « Με ύβρισε τόσο πλήθος, αλλά εγώ δε σκέπτομαι εκείνους· ένα πράγμα με ενδιαφέρει, να πιστέψεις εσύ»[πρβλ. Σοφ. Σειράχ,16,3:«κρείσσων γὰρ εἷς ποιῶν τό θέλημα Κυρίου ἢ μύριοι παράνομοι(:καλύτερος είναι ένας που κάνει το θέλημα του Κυρίου παρά δέκα χιλιάδες παράνομοι)»].
«Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». Σαν να ήταν παρών κατά την εξέταση του τυφλού από τους Φαρισαίους και να άκουγε τους υβριστικούς τους λόγους, έτσι τον ρωτά, αφού προηγουμένως έκανε τον τυφλό να Τον ποθήσει· διότι δεν είπε: «Αμέσως πίστεψε», αλλά ρώτησε. Τι λέει λοιπόν εκείνος; «Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;(: Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέψω;)»[Ιω. 9,38].Αυτός ο λόγος είναι μιας ψυχής, η οποία κατέχεται από πόθο και σφοδρή επιθυμία. Αγνοεί ποιος είναι Αυτός, υπέρ του οποίου συζήτησε με τους Φαρισαίους, για να μάθεις την αγάπη του προς την αλήθεια· διότι ακόμη δεν είχε δει Αυτόν.
«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν(:Του είπε τότε ο Ιησούς:’’Μα τον έχεις κιόλας δει με τα μάτια σου. Αυτός που μιλάει αυτή τη στιγμή μαζί σου, αυτός είναι ο Υιός του Θεού’’)». Δεν είπε «Εγώ είμαι», αλλά έμμεσα και συγκεκαλυμμένα· «Και Τον έχεις δει με τα μάτια σου». Αυτό ακόμη δεν ήταν ευκρινές· για τον λόγο αυτό πρόσθεσε το σαφέστερο: «Αυτός που ομιλεί μαζί σου, Εκείνος είναι». Και απαντά ο τυφλός: «Πιστεύω, Κύριε·καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ (:’’Πιστεύω, Κύριε’’. Και τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού και Κύριο)».
«Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται(:μετά λοιπόν από την πίστη αυτή που εκδήλωσε ο τυφλός που θεραπεύτηκε, σε αντίθεση με την απιστία των Ιουδαίων, είπε ο Ιησούς: ‘’Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρίση και να ξεχωρίσουν οι καλοπροαίρετοι από τους διεστραμμένους. Και αυτή η κρίση θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Εκείνοι που θεωρούνται από τους νομομαθείς γραμματείς ότι είναι τυφλοί και βυθισμένοι στο σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης, αυτοί θα δουν το φως της αλήθειας. Και εκείνοι που παρουσιάζονται ως γνώστες των Γραφών και νομίζουν αλαζονικά ότι βλέπουν, θα καταντήσουν σε πνευματική τύφλωση’’)»[Ιω.9,39].Και δεν είπε «εγώ είμαι αυτός που σε έχει θεραπεύσει, αυτός που σου είπε: ‘’πήγαινε και νίψου στον Σιλωάμ’’», αλλά αφού παρασιώπησε όλα εκείνα, λέγει: «Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;»
Κατόπιν, δείχνοντας αυτός που θεραπεύτηκε την πολλή καλή διάθεσή του για Εκείνον, Τον προσκύνησε αμέσως(πράγμα το οποίο λίγοι από όσους θεραπεύτηκαν έπραξαν, όπως οι λεπροί και μερικοί άλλοι), δείχνοντας με την πράξη αυτή τη θεϊκής προελεύσεως δύναμή του Ιησού. Διότι, για να μη νομίσει κανείς, ότι αυτό που ειπώθηκε από αυτόν είναι μόνο λόγος, πρόσθεσε και την πράξη και προσκύνησε τον Ιησού.
Είδες τον κήρυκα της αλήθειας και πώς η πτωχεία του δεν αποτέλεσε εμπόδιο για την εγκαρτέρησή του; Βλέπεις πόσα άκουσε εξαρχής και πόσα έπαθε; Και βλέπεις πώς με λόγια και με έργα έδωσε τη μαρτυρία του για τον Ιησού; Αυτά λοιπόν έχουν γραφεί για να μιμούμαστε και εμείς το παράδειγμα εκείνου· διότι εάν ο επαίτης, ο τυφλός, ο οποίος ούτε είχε δει αυτόν, τόσο θάρρος αμέσως έδειξε πριν ακόμη ενθαρρυνθεί από τον Χριστό, αφού στάθηκε ενώπιον όλου του πλήθους εκείνου του αιμοδιψούς και δαιμονισμένου και μαινόμενου και που ήθελε με τα λόγια και τη μαρτυρία εκείνου να καταδικάσει τον Χριστό και δεν υποτάχτηκε και δεν υποχώρησε, αλλά με όλο το θάρρος αποστόμωσε αυτούς, πόσο μάλλον εμείς, οι οποίοι τόσο χρόνο ζήσαμε με πίστη, οι οποίοι άπειρα θαύματα έχουμε δει δια της πίστεως, οι οποίοι περισσότερο από τον τυφλό έχουμε ευεργετηθεί και οι οποίοι έχουμε αναβλέψει ως προς τους οφθαλμούς της ψυχής, και οι οποίοι έχουμε δει τα ανέκφραστα μυστήρια και έχουμε κληθεί σε τόσο μεγάλη τιμή, πρέπει να δείξουμε όλο το θάρρος υπέρ Αυτού απέναντι σε εκείνους, οι οποίοι επιχειρούν να διατυπώσουν κατηγορία και να λένε κάτι ενάντια στους Χριστιανούς και να τους αποστομώνουμε και όχι αλογίστως να τους ανεχόμαστε.
Θα μπορέσουμε να το επιτύχουμε αυτό και να το κάνουμε, εάν και θάρρος έχουμε και στις θείες Γραφές προσέχουμε, και δεν ακούμε αυτές με επιπόλαιο τρόπο· διότι εάν κανείς εδώ εισέρχεται τακτικώς, και αν ακόμη δεν διαβάζει στην οικία του τις Γραφές, αλλά προσέχει τα λεγόμενα εδώ, αρκεί και ένα έτος για να αποκτήσει αυτός μεγάλη εμπειρία· διότι δε διαβάζουμε σήμερα μεν αυτές και αύριο άλλες Γραφές, αλλά πάντοτε διαβάζουμε τις ίδιες· αλλά όμως τόσο άθλια διάθεση έχουν οι περισσότεροι, ώστε μετά από τόση ανάγνωση ούτε τα ονόματα των βιβλίων να μη γνωρίζουν και δεν ντρέπονται ούτε φρίττουν, τόσο επιπόλαια και αδιάφορα να εισέρχονται σε θείο ακροατήριο.
[…]Ας δείχνουμε λοιπόν πίστη σε όσα λέγονται ώστε να επιτύχουμε τα αγαθά και της εδώ ζωής και της εκεί με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα ανήκει η δόξα, συγχρόνως και στο Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, επιλεγμένα αποσπάσματα από ομιλίες ΝΣΤ΄, ΝΖ΄, ΝΗ΄και ΝΘ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 24-41, 46-59, 53-83 και 91-95.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 74, σελ. 63-76, 78-87,90-102 και 108-111 .
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLRjBhYVFMMTJuekU/view
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά:
ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗ ΙΩΑΝΝΗ
Η΄ ΕΩΘΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ[Ιω.20,11-18]
(το οποίο διαβάζεται κατά την Κυριακή του Τυφλού)
Όπου εκτίθεται και ότι μεγάλων δωρεών θα αξιωθούν όσοι παραμένουν έως το τέλος με ευλάβεια στις ιερές συνάξεις.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Ο Ιωάννης ο Παρθένος είναι ο μόνος που απέκτησε και πλούτισε κατά χάρη μητέρα την μόνη από τις μητέρες Παρθένο, ο εξαιρετικά αγαπημένος του Χριστού, ο περισσότερο από τους άλλους ευαγγελιστές θεωρούμενος ως υιός βροντής, την οποία ο Κύριος ανέβηκε στους ουρανούς και κρότησε· γι΄αυτό, χρησιμοποιώντας πιο μεγαλόφωνο κήρυγμα, για να μας διατρανώσει το συμβάν της δεσποτικής αναστάσεως από τους νεκρούς και να ιστορήσει τον τρόπο της φανερώσεως μετά την ανάστασή Του, την περασμένη Κυριακή[:Κυριακή της Σαμαρείτιδος, ανάγνωση στον όρθρο του Ζ΄ Εωθινού Ευαγγελίου, Ιω.20,1-10] ακούστηκε να λέγει δια της περικοπής του ευαγγελικού συγγράμματός του: «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς(:Αφού πέρασε το Σάββατο, την επόμενη ημέρα, που ήταν η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται στο μνημείο πρωί, όταν ήταν ακόμη σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος που έφραζε την είσοδο του τάφου ήταν σηκωμένος από το μνήμα. Όταν λοιπόν είδε το μνήμα ανοιχτό, τρέχει κι έρχεται στον Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς)»[Ιω.20,1-2], δηλώνοντας στο σημείο αυτό τον εαυτό του.
Τώρα δε[:εδώ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρεται στο όγδοο εωθινό ευαγγέλιο, Ιω. 20,11-18, το οποίο διαβάζεται κατά τον όρθρο της Κυριακής του Τυφλού] τον ακούσαμε να λέγει: «Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω(:Η Μαρία όμως στο μεταξύ στεκόταν κοντά στο μνημείο και έκλαιγε έξω απ’ αυτό, χωρίς να φαντάζεται ποτέ ότι ο Ιησούς αναστήθηκε)»[Ιω.20,10]. Πραγματικά ο ίδιος ο Ιωάννης μαζί με τον Πέτρο, αφού την άκουσαν και έτρεξαν στο ζωαρχικό μνημείο, είδαν και, αφού πίστεψαν με τεκμήρια και θαύμασαν, απήλθαν στα δικά τους. Η δε Μαρία, παραμένοντας, στεκόταν έξω κοντά στο μνημείο κλαίγοντας, πράγμα που υποδηλώνει ότι δεν είχε ακόμη λάβει καμία πληροφορία για την Ανάσταση του Δεσπότη, αν και είχε ήδη έλθει δύο φορές με άλλους στο μνημείο· δηλαδή πρώτα με την Θεομήτορα, όπως ιστόρησε ο Ματθαίος, γράφοντας: «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον. καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας(:Αργά λοιπόν τη νύχτα του Σαββάτου, την ώρα που ξημέρωνε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία για να δουν τον τάφο. Και ξαφνικά, έγινε σεισμός μεγάλος)» [Ματθ.28,1-2] και τα εξής. Έπειτα, έρχεται τώρα μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη, οι οποίοι πιστεύοντας με όσα είδαν και θαυμάζοντας, απήλθαν. Ήλθε λοιπόν μαζί με άλλους στον τάφο δύο φορές και ενώ, όλοι εκείνοι που ήλθαν μαζί πίστεψαν και βεβαιώθηκαν, αυτή, μην έχοντας λάβει καμία βεβαιότητα ακόμη, κλαίει απαρηγόρητη.
Αυτό θα το δει κανείς να γίνεται και στους αγώνες για την αρετή· πραγματικά άλλους μεν από τους αγωνιζομένους η χάρη τούς συναντά αμέσως και τους παρέχει επιβεβαίωση για τους αρραβώνες, δίνοντάς τους μια γεύση για τα έπαθλα που τους έχει υποσχεθεί ο Θεός για τους αγώνες τους, σαν να τους προτείνει φιλάνθρωπο χέρι, να τους δεξιώνεται και να τους γυμνάζει για τα υπόλοιπα· άλλων όμως περιμένει το τέλος του αγώνα, ετοιμάζοντας πάντως γι’ αυτούς τους στεφάνους της υπομονής, ώστε κάποιος από τους θεοφόρους πατέρες να πει ότι «άλλοι δέχονται τις ιερές αμοιβές πριν από τους καμάτους, άλλοι κατά τη διάρκεια των καμάτων και άλλοι κατά την έξοδο».
Συμβαίνουν δε αυτά, διότι η πάνσοφη πρόνοια του Θεού οικονομεί τα πράγματά μας ποικιλοτρόπως και απονέμει στον καθένα με φιλανθρωπία το κατάλληλο και επωφελές, τόσο επί των έργων της αρετής, όσο και επί των μυστηρίων της πίστεως. Έτσι λοιπόν, οικονομώντας και τα σχετικά με τη Μαγδαληνή Μαρία, με σοφία και φιλανθρωπία ο δεσπότης, όρισε να μη λάβει ακόμη τότε την επιβεβαίωση της Αναστάσεώς Του, οδηγώντας και προτρέποντας μέσω αυτής και τους έπειτα μαζί σε υπομονή. Ας ακούσουμε ποιων θεαμάτων αξιώθηκε έπειτα λόγω της καρτερίας της και του επίμονης παραμονής της δίπλα στο μνήμα: «Ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ(:Ενώ λοιπόν εξακολουθούσε να κλαίει, έσκυψε μια στιγμή στο μνημείο αναζητώντας και πάλι το σώμα του Ιησού. Βλέπει τότε δύο αγγέλους με λευκά ενδύματα, ένδοξους και ακαταγώνιστους φρουρούς του τάφου. Αυτοί κάθονταν ως υπηρέτες του αναστημένου Κυρίου, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού και ο άλλος προς το μέρος των ποδιών, όπου πιο πριν ήταν τοποθετημένο κάτω στη γη το σώμα του Ιησού)»[Ιω.20, 12].
Το να σκύβει και να στρέφει τα μάτια περιπαθώς προς το μνήμα είναι δείγμα της άκρας ευαισθησίας· εκείνο λοιπόν πρέπει πρώτο να εξετάσουμε, το πώς δηλαδή, ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά, όπως λέγει παραπάνω ο ευαγγελιστής, αυτή τα έβλεπε ακριβώς όλα και χωριστά το καθένα, κα μάλιστα από έξω όσα βρίσκονταν μέσα στο σπήλαιο. Είναι λοιπόν φανερό ότι έξω μεν ήταν σκοτεινά, επειδή δεν είχε ακόμη φέξει τελείως η αισθητή ημέρα, το σπήλαιο όμως εκείνο ήταν γεμάτο από το φως της Αναστάσεως, το οποίο βλεπόμενο με θεϊκό τρόπο από τη Μαρία, επαύξανε τον πόθο της προς τον Χριστό και χορηγούσε δύναμη να αντιλαμβάνεται με τα μάτια εκείνης, αγγελική οπτασία, και όχι μόνο να βλέπει, αλλά και να μπορεί να συνομιλεί με αγγέλους· διότι τέτοιας λογής ήταν εκείνο το φως.
Τους είδε λοιπόν ενδεδυμένους στα λευκά όχι μόνο εξαιτίας του καθαρού και φωτοειδούς της φύσεως των αγγέλων, αλλά και διότι διαλευκαίνουν και διασαφηνίζουν το μυστήριο της αναστάσεως, συγχρόνως δε και διότι στην πράξη συνεορτάζουν μαζί μας την πραγματικά λαμπροφόρο ημέρα της δεσποτικής Αναστάσεως. Και τους είδε καθισμένους, για να γνωρίσει καλά ότι δεν ήλθαν τότε, αλλά ήσαν και προηγουμένως παρόντες, αν και δεν φαίνονταν προηγουμένως, και να αντιληφτεί την αξία τους, αφού αναλογιστεί ποιοι είναι αυτοί, οι οποίοι αν και παρόντες, δεν βλέπονταν. Νομίζω δε ότι τους έκανε να κάθονται και ο πόθος να προσεγγίζουν περισσότερο στον τόπο όπου προηγουμένως ήταν τοποθετημένο το δεσποτικό Σώμα· διότι ήταν σαν να προσφύονται στο μνήμα από την αγάπη, καθίζοντας ο ένας προς την κεφαλή και ο άλλος προς τα πόδια και δείχνοντας ότι είναι εξίσου ποθητό και πολύτιμο για τους αγγέλους και η θεότητα του Χριστού, της οποίας σύμβολο είναι ο τόπος της κεφαλής, και η ενανθρώπησή Του, της οποίας τύπος είναι ο τόπος των ποδιών.
«Καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· γύναι, τί κλαίεις;(:Της λένε τότε εκείνοι: ‘’Γυναίκα, γιατί κλαις;’’)»[Ιω.20,13]. «Βλέπεις το σπήλαιο να έχει γίνει ουρανός, μάλλον δε ουράνιος ναός αντί επιγείου τάφου και δεσμωτηρίου, γεμάτος ουρανίους αγγέλους αντί επιγείους φύλακες, που το σεμνύνουν εξόχως σαν τόπο Θεού ζωοδότη και τον μεταχειρίζονται με χαρά αδειανό. Εσύ όμως γυναίκα, γιατί κλαις;». Την ρωτούν για την κατάστασή της, όχι διότι αγνοούν, αλλά για να την καταστήσουν κυρία των λογισμών της παύοντας το πένθος της και να βρουν ευκαιρία να εκτελέσουν το έργο τους· έργο δε αγγέλων που παρακάθονται στον τάφο του Ζωοδότη είναι να εξαγγέλλουν τη δόξα του Αναστάντος.
Αλλά, όταν οι άγγελοι ρώτησαν για ποιον λόγο κλαίει, εκείνη λέγει: «ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω(:‘’Διότι πήραν τον Κύριό μου από τον τάφο και δεν ξέρω πού τον έβαλαν’’. Και αφού τα είπε αυτά, στράφηκε πίσω)»[Ιω.20,13-14]. Τι ήταν αυτό που έκανε τη Μαρία να στραφεί προς τα πίσω; Οπωσδήποτε η δουλική κίνηση και προσοχή των αγγέλων προς τον επιφανέντα Δεσπότη. Εκείνη τον αποκαλούσε κύριο μόνο του εαυτού της και υποψιαζόταν κλοπή και μεταφορά το σώματος, επιδεικνύοντας μεν ψυχική διάθεση προς Αυτόν, χωρίς όμως να φρονεί τίποτε θεοπρεπές γι’ Αυτόν. Εκείνοι παριστάνουν με πράξεις ότι ο Χριστός είναι Κύριος και αυτών των αγγέλων του Θεού· διότι όταν ακόμη δεν φαινόταν Εκείνος, αυτοί παρακάθονταν στον τάφο, όταν δε ο Δεσπότης εμφανίστηκε αντίκρυ, αμέσως σηκώθηκαν και κοίταξαν Αυτόν, ατενίζοντάς Τον με ευλάβεια και θαυμασμό σε υπηρετική στάση.
Η Μαρία αφού στράφηκε τότε να δει τι είναι αυτό που και μόνο με την εμφάνισή του εξέπληξε τους αγγέλους, βλέπει τον Ιησού να στέκεται, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι Αυτός είναι ο Ιησούς, διότι δεν είχε ακούσει ακόμη για την Ανάσταση και δεν θα την παραδεχόταν εύκολα. Επειδή αφενός μεν το εξωτερικό φως της ημέρας ήταν ακόμη αμυδρό, αφετέρου δε ο Κύριος δεν επιδείκνυε σε αυτήν ακόμη τη θεία λαμπρότητα, ώστε να αναγνωριστεί ότι είναι Εκείνος που έπαθε, η Μαρία δεν Τον αναγνώρισε, αλλά υπέθεσε ότι είναι κηπουρός για τα εκεί φυτά, Αυτός ο Γεωργός των ψυχών, ο Δημιουργός του σύμπαντος. Όταν δε Εκείνος, φωνάζοντας και αποκαλώντας την με το όνομά της, «Μαρία», γνωστοποίησε τον εαυτό Του, εκείνη στρέφοντας τη γνώμη της, αποκρίθηκε και λέγει: «Ῥαββουνί», που σημαίνει «Διδάσκαλέ μου», χωρίς ούτε τότε, αν και Τον έβλεπε ζωντανό, να σκεφτεί κάτι θεοπρεπές, αλλά απλώς θεωρώντας τον ως άνθρωπο του Θεού και διδάσκαλο των θείων. Γι΄αυτό από την αγάπη όρμησε όχι μόνο να γονατίσει, αλλά και να πιάσει τα πόδια του, αλλά ακούει από Αυτόν: «Μή μου ἅπτου (:Μη με αγγίζεις)». «Επειδή δηλαδή», λέγει, «η διάνοιά σου δεν άγγιξε το ύψος του σχετικά με Εμένα μυστηρίου, ότι ενώ είμαι Θεός, τώρα βλέπομαι σε σώμα για σένα, και μάλιστα θεοειδές, γι΄αυτό μην με αγγίζεις».
Έπρεπε άλλωστε να φυλαχθεί και αυτό για τη Μητέρα του Θεού, το να αγγίξει αυτή μόνη από τις γυναίκες μετά την Ανάσταση το σώμα του από αυτήν ενανθρωπήσαντος Θεού για μας, πράγμα που έγινε, όπως ιστορεί ο ευαγγελιστής Ματθαίος· διότι γι’ αυτήν λέγει ο Ματθαίος ότι «προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ(:Αυτές τότε, αφού πλησίασαν, με ευλάβεια πολλή έπιασαν τα πόδια Του και Τον προσκύνησαν)»[Ματθ.28,9], ενώ στη Μαρία λέγει «Μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου(:Μη μ’ αγγίζεις. Μη συμπεριφέρεσαι πλέον σε μένα σαν να πρόκειται να είμαι και πάλι ανάμεσά σας με αυτήν τη μορφή, με τη μορφή της ταπεινώσεως και της ασθενείας, όπως ζούσα μαζί σας πριν από το Πάθος. Μη μ’ αγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα μου)»[Ιω.20,17].
Αυτό είναι συναρτημένο με τα λόγια που απευθύνονται έπειτα προς τους μαθητές Του, ότι «ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου»· «οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου (:διότι δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα μου)». Και λέγει αυτό, για να τους καταστήσει εμφρόντιδες και επιμελεστέρους και για να τους διεγείρει προς επιπόθηση και επιζήτηση της θέας Του. Έχει δε σχέση και προς τη Μαγδαληνή Μαρία, διότι λέγει «Μη με αγγίζεις»· «διότι το σώμα που με περιβάλλει τώρα είναι τέτοιο, ώστε να είναι ανωφερέστερο και δραστικότερο από το πυρ και να μπορεί να ανεβαίνει όχι μόνο προς τον ουρανό, αλλά και προς τον ίδιο τον επουράνιο Πατέρα». «Οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου (:διότι δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα μου)», λέγει, διότι δεν φανέρωσε ακόμη τον εαυτό Του στους μαθητές Του μετά την Ανάσταση.
«Πήγαινε λοιπόν προς τους αδελφούς μου αυτούς· διότι όλοι είμαστε ενός Πατρός, αν και όχι όλοι κατά τον ίδιο τρόπο· Εγώ μεν ως γνήσιος Υιός και ομοφυής με Εκείνον, εκείνοι δε ως γενόμενοι μέσω Εμένα υιοποίητοι σε Αυτόν»: «Πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν(:Πήγαινε όμως στους αδελφούς μου και πες τους: ‘’Ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου, τον Οποίο δι’ εμού και εσείς έχετε κατά χάριν Πατέρα. Αυτός έγινε και Θεός μου από τότε που έγινα άνθρωπος, όπως είναι Θεός δικός σας)»[Ιω.20,17]. Όπως δηλαδή σε εμάς μεν είναι Πατήρ κατά χάρη δια του Πνεύματος της υιοθεσίας, Εκείνου δε Πατήρ φυσικώς κατά την θεότητα, έτσι σε μας μεν είναι Θεός ως Δημιουργός της φύσεως, Εκείνου δε λόγω της οικονομίας κατά το ανθρώπινο· και γι΄αυτό το είπε χωριστά, για να εννοήσουμε εμείς την κατάλληλη διαφορά. Παρακινούσε δε και εκείνους με αυτό το μήνυμα ότι δηλαδή ανεβαίνει προς τον Πατέρα, να εννοήσουν περί του σώματός Του ότι είναι τέτοιο, ωσάν να αναστρέφεται επάνω στη γη πάντοτε όπως και προηγουμένως και να συνυπάρχει με αυτούς διαπαντός.
Αλλά η μεν Μαγδαληνή Μαρία, την οποία υμνούμε και ως μία από τις μυροφόρες του Χριστού, και στην οποία, αφού απελάθηκαν από τον Χριστό τα επτά πνεύματα της πονηρίας, εγκαταστάθηκε οπωσδήποτε η κατά επτά τρόπους ενεργούσα θεία χάρη του Πνεύματος· αυτή λοιπόν η Μαγδαληνή Μαρία, αφού λόγω της επίμονης παραστάσεώς της αξιώθηκε αγγελική οπτασία και συνομιλία, γίνεται απόστολός Του προς τους αποστόλους, και αφού διδάχθηκε και διαβεβαιώθηκε τελείως από το ίδιο το θείο στόμα απέρχεται προς τους Αποστόλους, για να απαγγείλει σε αυτούς ότι είδε τον Κύριο, που της είπε αυτά.
Εμείς πάντως ας προσέξουμε, αδελφοί μου, πόσο απείχε η Μαγδαληνή Μαρία κατά την αξία από τον Πέτρο τον κορυφαίο απόστολο και τον Ιωάννη τον αγαπημένο του Χριστού Θεολόγο, και πόσο μεγαλύτερες από αυτούς δωρεές αξιώθηκε τότε. Πραγματικά εκείνοι, όταν έτρεξαν προς τον τάφο, είδαν μόνο τα σινδόνια και το σουδάριο, αυτή όμως εξαιτίας της ενδιάθετης και επίμονης καρτερίας, αφού παρέμεινε έως το τέλος στη θύρα του σπηλαίου, είδε πριν από τους Αποστόλους όχι μόνο τους αγγέλους, αλλά και τον ίδιο τον Κύριο των αγγέλων Αναστάντα από τους νεκρούς κατά τη σάρκα και έγινε αυτήκοος Αυτού και διάκονος των από το θείο Του στόμα προσταγμάτων.
Ο ναός αυτός, όπου βρισκόμαστε τώρα είναι τύπος του σπηλαίου εκείνου όπου βρισκόταν ο τάφος του Κυρίου, μάλλον δε έχει και κάτι περισσότερο του τύπου, διότι είναι σχεδόν ένα άλλο εκείνο· διότι έχει τόπο, στον οποίο τοποθετείται το Δεσποτικό Σώμα, το εσωτερικό του παραπετάσματος και την μέσα σε αυτό πανίερη Τράπεζα. Όποιος λοιπόν προστρέχει νοερά στο θείο πραγματικά και θεοδόχο αυτό σπήλαιο και παραστέκει και παραμένει έως το τέλος, συγκεντρώνοντας και κατευθύνοντας τη διάνοιά του προς τον Θεό, όχι μόνο θα αποκτήσει επίγνωση των λόγων της θεόπνευστης Γραφής που υπάρχουν σε αυτήν την Τράπεζα, σαν να είναι άγγελοι που διακηρύσσουν τη θεότητα και ανθρωπότητα του Λόγου του Θεού που ενανθρώπησε για μας, αλλά θα δει και αυτόν τον Κύριο ασφαλώς με τους οφθαλμούς της διανοίας, δεν θα είναι δε υπερβολικό να πούμε και του σώματος