ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ἐρώτηση πρὸς τοὺς ἁγιορεῖτες πατέρες καὶ γενικὰ τοὺς μοναχοὺς ὅλων τῶν ὀρθοδόξων μοναστηριῶν

Τὸν τελευταῖο καιρὸ γινόμαστε μάρτυρες μίας πρωτοφανοῦς καταστάσεως σὲ κράτος καὶ Ἐκκλησία: Βλέπουμε μία χώρα νὰ καταδυναστεύεται καὶ νὰ πλιατσικολογεῖται ἀπὸ παντοῦ· μία χώρα ἡ ὁποία ἐπισήμως ἀπὸ τὸ κράτος ἀποχριστιανοποιεῖται, ἀπὸ τὸ Σύνταγμα τῆς ὁποίας ἐξοβελίζεται ἡ Ἁγία Τριάδα καὶ προβάλλονται ἀντὶ Αὐτῆς οἱ διάφορες Ἡρωδιάδες καὶ Ἀδοξίες (γιὰ νὰ χρη­σιμοποιήσουμε ἕνα λογοπαίγνιο τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου γιὰ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία), σὲ ἕναν λαὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι ἀπὸ τὶς φορολογι­κὲς ἐπιβαρύνσεις, τὶς αὐτοκτονίες, τὴν ἀνεργία, τὴν πληθυσμι­ακὴ ἀλλοίωση, τὴν ὑπογεννητικό­τητα, τὴν παρακμὴ τῆς παιδείας, τὴν πνευματικὴ ἐξαθλίωση, τὴν σωματικὴ καὶ σεξουαλι­κὴ διαστροφή, τὴν ἐξουσία διεφθαρμένων πολιτικάντηδων. Παράλληλα ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία διοικεῖται ἀπὸ αἱρετικοὺς ψευδοποιμένες-δημοσίους ὑπαλλήλους, οἱ ὁποῖοι προωθοῦν τὴν ἐκκοσμίκευσή της καὶ τὴν ὑποταγή της στὶς ἀντίχριστες δυ­νάμεις, καταργοῦν τὸ ἕνα δόγμα μετὰ τὸ ἄλλο, διαστρέφουν τὸν θεανθρώπινο χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν τραυματίζουν μὲ σκάνδαλα καὶ ἀνούσιες πράξεις. Οἱ δὲ λίγοι ἐναπομείναντες παραδοσιακοὶ ποιμένες φοβοῦνται νὰ ἀντιδράσουν καὶ περιορίζονται σὲ λεκτικὲς καταδίκες, ἐπιστημονικὲς ἀναλύσεις καὶ διοργάνωση ἡμερίδων ἄνευ πνευματικοῦ ἀντικρύσματος. Διότι ἔτσι οὔτε ἡ αἵρεση καταπολεμεῖται καὶ καταδικάζεται, οὔτε ἡ ἐκ­κοσμίκευση σταματάει, οὔτε ἡ ἀποχριστιανοποίηση τοῦ ποιμνίου ἀναχαιτίζεται, οὔτε ἡ κοσμικὴ ἐξουσία τρομάζει καὶ διορθώνεται.

Μόνη ἐλπίδα τοῦ ἐναπομείναντος εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἀντισταθεῖ καὶ νὰ πολεμήσει –ἀλλὰ δυσ­τυχῶς εἶναι ἀποίμαντος καθὼς μόνο 10 ἕως 15 ἱερεῖς σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα ἐφαρμόζουν τὸ σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἐκ­κλησιαστικῶς ὀρθό–, ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναχισμός.

Οἱ πιστοὶ πάντα θαύμαζαν καὶ τιμοῦσαν τοὺς μοναχούς, διότι αὐτοὶ ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔδωσαν ἀκόμα καὶ τὴν ζωή τους γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ποίμνιό Της.

Σήμερα ὅμως γινόμαστε μάρτυρες ἑνὸς ἄλλου ξένου γιὰ ἐμᾶς εἴδους μοναχικοῦ ἀγῶνος, ἑνὸς ἀγῶνος ποὺ ἀναλώνεται σὲ ἀνοιχτὲς ἐπιστολὲς μὲ ἀνώνυμες ὑπογραφὲς τύπου: Ἁγιορεῖτες Πατέρες, Κελλιῶτες Πατέρες, ἕνας ἐλάχιστος μοναχός κ.λπ.. Τὸ πόσο ξένες εἶναι τέτοιες ψευδοομολογίες καὶ ψευδοϋποστηρίξεις τοῦ ποιμνίου μὲ τὴν μοναχικὴ πρακτικὴ σὲ καιροὺς αἱρέσεως καὶ κρίσεως, θὰ φανεῖ ἀπὸ τὸ παρακάτω παράδειγμα. Εἶναι παρμένο ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, γραμμένο ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ρουμάνο συγγραφέα Βιργκὶλ Κων/νο Γκεωργκίου ποὺ γράφτηκε στὸ Παρίσι τὸ 1957 (V. C. Georgiu, «Saint Jean Bouche d’ Or», Librairie Plon, Paris 1957).

Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας γκρέμισαν τοὺς ἀνδριάντες, τὶς προτομὲς καὶ τὰ ἀγάλματα τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α΄ ὡς διαμαρτυρία γιὰ τὴν ὑψηλὴ φορολογία ποὺ ἐπέβαλε, ὁ Θεοδόσιος καταδίκασε ὁλόκληρη τὴν πόλη σὲ ἀφανισμό. Στὸν δὲ πληθυσμὸ ἐπέβαλε τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου μὲ βασανιστήρια καὶ τὴν κατάσχεση τῶν περιουσιῶν. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ποὺ ἤξερε νὰ διακρίνει, πότε τὸ καθῆκον του ὡς ποιμένας τοῦ ἐπιβάλλει νὰ ἀφήσει τὸ κήρυγμα καὶ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του, ἄκουσε τὶς ἱκεσίες τοῦ λαοῦ καὶ μέσα στὰ πολλὰ μέτρα ποὺ πῆρε γιὰ νὰ σώσει τὴν πόλη ἦταν καὶ τὸ ἑξῆς: ὅταν ἄκουσε ὅτι ἔρχονται οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορα μὲ στρατὸ γιὰ νὰ ἐπιβάλουν τὶς ἀποφασισμένες ποινές, κάλεσε σὲ βοήθεια τοὺς ἐρημίτες τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 88):

«Δὲν γνωρίζουμε πῶς ἔφθασε τὸ μήνυμα τοῦ Χρυσοστόμου σὲ ὅλους τοὺς ἐρημίτες, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ ἀπομακρυσμένους. Ἀλλὰ ὅλοι τὸ πῆραν καὶ ἄρχισαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο νὰ ἐμφανίζονται στὴν Ἀντιόχεια. Ἦταν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ Παῦ­λος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί. Ἄλλοι ἦσαν γυμνοί, ἄλλοι ντυμένοι μὲ κουρέλια, ἄλλοι μὲ δέρματα ζώων. Ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν μόνο ὀστᾶ καὶ δέρμα. Μὲ τὰ γένεια καὶ τὰ μαλλιά τους μέχρι τὴν μέση, ἔφτασαν στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία… Γράφει ὁ Ἅγιος: “Οἱ Ἅγιοι τῆς ἐρήμου ἔφθασαν ἀπὸ μακρυὰ γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία, γιὰ νὰ βοηθήσουν ἀν­θρώπους ποὺ οὔτε κἂν ἄκουσαν, οὔτε κἂν γνώριζαν, οὔτε τοὺς ἔδενε κάτι μὲ αὐτούς. Τὸ μόνο ποὺ γνώριζαν ἦταν ἡ δυστυχία ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Εἶ­χαν τόσο πολλὴ ἀγάπη, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”… Ἕνας ἀπὸ αὐ­τοὺς ὀ­νομαζόταν Μακεδόνιος. Κανείς δὲν τὸν εἶ­χε δεῖ ποτέ. Τόσο ἀπομονωμένος ζοῦσε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἦταν γνω­στὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακεδόνιος ὁ κριθοφάγος… Ὅταν ἐμ­φανίστηκε στὴν ἀγορὰ συν­άν­τησε τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα Ἐλ­λέ­βιχο (σσ. τὸν στρατηλάτη) καὶ Καισάρειο (σσ. τὸν μάγιστρο) μὲ τὴν ἔνοπλη συνοδεία τους. Ὁ Μα­κεδόνιος τοὺς σταμάτησε καὶ τοὺς διέταξε νὰ ἀφιππεύσουν. Ἡ διαταγὴ εἶχε τόση ἐξουσία, ὥστε οἱ ἀ­πεσταλμένοι ἀφίππευσαν. Ἡ δὲ φρουρά τους, θαυμάζον­τας τὸ γεγονὸς δὲν τόλμησε νὰ ἀπωθήσει τὸν Μακεδόνιο. Ὁ Μακεδόνιος τοὺς εἶπε νὰ γυρίσουν στὴν Κων/πολη καὶ νὰ ποῦν στὸν Θεοδόσιο ὅτι, ἂν καὶ αὐτοκράτορας, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀφαιρεῖ ζωές… Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ καταστρέψει τοὺς ἀνδριάντες τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι γραμ­μένοι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, γιατὶ κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐλλέβιχος καὶ ὁ Καισάρειος ἀνέβηκαν στὰ ἄλογά τους καὶ γύρισαν πίσω”. Ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς καταβάλλουν… “Οἱ ἐρημίτες συναντήθηκαν στὸ δικαστήριο” (σσ. Στὸ δικαστήριο τῆς πόλης εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ πρὶν καὶ συνεχίζονταν οἱ δίκες καὶ οἱ θανατικὲς καταδίκες τῶν πολιτῶν τῆς Ἀντιόχειας) καὶ τὸ κατέλαβαν. Οἱ στρατιῶτες δὲν τόλμησαν νὰ τοὺς πειράξουν. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔσωζαν καταδικασμένους ἀπὸ τὸν δήμιο, προσέφεραν τοὺς ἑ­αυτούς τους ὡς ἀντικαταστάτες γιὰ τὴν θανατικὴ ποινή, ἔκλειναν τὸν δρόμο στοὺς βασανιστὲς καὶ προσ­έφεραν τὰ σώματά τους γιὰ τὰ βασανιστήρια. Βροντοφώναζαν ὅτι δὲν θὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἐὰν δὲν δοθεῖ χάρη στὴν Ἀν­τιόχεια. Ὅταν οἱ δικαστὲς ἀπάντησαν, ὅτι δὲν ἀ­νήκει στὴν ἁρμοδιότητά τους νὰ ἀποφασίσουν κά­τι τέτοιο, οἱ ἐρημίτες ἀνήγγειλαν, ὅτι θὰ πᾶ­νε μὲ τὰ πόδια στὸν αὐτοκράτορα γιὰ νὰ τοῦ τὸ ποῦν οἱ ἴδιοι”. Ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ γεμάτος ντροπὴ ἀλλὰ καὶ φόβο Θεοῦ ἀναίρεσε τὴν ἀπόφασή του. Ἡ Ἀντιόχεια εἶχε σωθεῖ».

Διαβάζοντας αὐτὰ τὰ γεγονότα θαυμάζει κανεὶς τὸ μεγαλεῖο τοῦ μοναχισμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ μένει παράλληλα ἔκ­πληκτος μὲ τὴν πτώση του τὴν σημερινὴ ἐποχή. Οὔτε ποιμένας ὑπάρχει νὰ καλέσει τοὺς μοναχοὺς καὶ ἀσκητὲς (ὅσους τυχὸν ὑπάρχουν) σὲ μία μαζικὴ διαμαρτυρία καὶ ὑπεράσπιση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, οὔτε οἱ μοναχοὶ ἀφήνουν τὰ κελλιά τους γιὰ νὰ ὑπερ­ασπίσουν τὴν Ἐκκλησία. Γιατί, ἂν ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ ποιμὴν καλοῦ­σε τοὺς μοναχούς, θὰ τὸν ἔπαιρνε καὶ αὐτὸν ἡ μπόρα, ἀφοῦ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ σήμερα εἶναι ὄχι μόνο συνεργοὶ τοῦ ἐγκλήματος ποὺ λαμβάνει [χώραν] στὴν διεθνῆ καὶ ἐθνικὴ ἀρένα, ἀλλὰ καὶ πρωτεργάτες. Ἔτσι ὁ ποιμὴν γίνεται, φεῦ, δειλός· φοβᾶται. Ἀλλὰ καὶ ἂν πράγματι τὸ ἔπραττε, ποιός μοναχὸς καὶ ἀσκητὴς θὰ ἀκολουθοῦσε; Ποιός θὰ ἐρχόταν μὲ τὰ κουρέλια του, μὲ τὶς προβειές του, μὲ τὸ ἀπὸ τὴν ἄσκηση ἐξουθενωμένο σῶμα του; Ποιός θὰ σήκωνε τὸ ἀνάστημά του στοὺς δυνατούς, θὰ ἀψηφοῦσε τὴν βία, τὴν φυλακή, τὶς ὕβρεις, τὸν διωγμό; Ἐδῶ ἡ παναίρεση θρι­αμβεύει καὶ οἱ μονὲς καὶ τὰ κελλιὰ σιγοῦν. Σχεδὸν κανείς δὲν ἀφήνει τὴν ἠρεμία καὶ τὴν θαλπωρὴ τῶν μοναστηρίων καὶ τῶν κελλιῶν, τοὺς ἡλιακούς, τὰ φωτοβολταϊκὰ καὶ τὰ 4Χ4, τὴν συμμε­τοχὴ σὲ συν­αυλίες ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τὰ τελευταίας τεχνο­λογίας ἀκριβὰ κινητά, τοὺς διαγωνισμοὺς μαγειρικῆς καὶ οἰνοπαραγωγῆς, τὴν πανάκριβη εἰκονογραφία καὶ τὰ κερδοσκοπικὰ ταξίδια μὲ ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια, τὴν ὑποδοχὴ καὶ τιμὴ δυνατῶν καὶ τὴν ἀνοχὴ ἀσώτων. Ὁ μοναχισμὸς σήμερα δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπαληθεύσει τὰ λόγια του Ἁγίου: “Εἶχαν τόσο πολλὴ ἀ­γάπη, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελον­τι­κῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”! Κι ἂν τὰ προσαρμόσουμε ἀναλόγως: “Εἶχαν τόσο πολλὴ ἀγάπη Θεοῦ, ὥστε προσ­φέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώ­σουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν αἵρεση”. Οὔτε κἂν τὸ σχόλιο τοῦ συγγραφέως Γκεωργκίου, «ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς καταβάλλουν», δὲν ἀληθεύει πιά. Οἱ ἀλήθειες πιὰ δὲν καταβάλλουν, ἀλλὰ ἀποκρύπτονται, παραχαράσσονται καὶ ἀναιροῦνται. Ἀρκεῖ ἕνας λόγος τοῦ ἡγουμένου, τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ πατριάρχου, τοῦ χορηγοῦ κονδυλίων, καὶ ἡ ἀγωνιστικότητα ἐξαφανίζεται ἢ ἐκφράζεται ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς μερικῶς σὲ δηλώσεις ἀμφισήμου νοήματος. Κι ἂν κάποιος μοναχὸς πεῖ τὴν ἀλήθεια, τὴν λέει ἀνώνυμα, κρυπτόμενος στὴν ἀσφάλεια τῆς ἀνωνυμίας του.

Μάλιστα στὸ ὕψιστο θέμα τῆς αἱρέσεως οἱ μοναχοί, ποὺ λειτουργοῦνται ὅσο πιὸ συχνὰ γίνεται, παραπονιοῦνται γιὰ τοὺς δῆ­θεν διωγμοὺς ποὺ ὑπομένουν, σὲ ἕνα ποίμνιο ποὺ δὲν ἔχει οὔτε λειτουργίες, οὔτε πνευματικούς. Στὸν δὲ καιρὸ τῶν μέτρων κατὰ τοῦ Κορωνοϊοῦ ἀκόμα καὶ τοὺς ναοὺς τοῦ ἔκλεισαν.

Ρωτᾶμε λοιπόν: Ὣς πότε, πατέρες, θὰ παραμείνετε στὴν ἀ­σφάλεια τῶν κελλιῶν καὶ τῶν μονῶν σας, ἀφήνοντας τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς λίγους ἱερεῖς νὰ ἀγωνίζονται μόνοι;

Ὣς πότε θὰ κρυβόσαστε πίσω ἀπὸ τὴν ἀνωνυμία σας καὶ θὰ περιορίζεσθε σὲ τίτλους τύπου «Κελλιῶτες» κοιμίζοντας ἔτσι τὴν συνείδησή σας, ποὺ σᾶς φωνάζει ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνισθεῖτε.

Καὶ μὴν πεῖτε ὅτι τὸ παραπάνω παράδειγμα εἶναι μεμονωμένο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Τὸ ἴδιο ἔπραξαν οἱ μοναχοὶ στὴν Εἰκονομαχία, στὴν Τουρκοκρατία, στὴν Βαυαροκρατία.

Ἀφουγκραστεῖτε ἐπιτέλους τὴν φωνὴ τῶν προβάτων τοῦ Κυρίου, γιὰ τὸν Ὁποῖον –ὑποτίθεται– φύγατε ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ πεθάνε­τε γι’ Αὐτόν. Ἀφοῦ εἶστε νεκροὶ γιὰ τὸν κόσμο, τί καὶ ποιόν φοβᾶσθε;

Θυμηθεῖτε τὰ παραπάνω, ποὺ εἶναι ὁ πραγματικὸς λόγος τιμῆς τῶν μοναχῶν: «Ἦταν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ Παῦλος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί».

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *