Μόνον ἡ ἀκρίβεια στὴν πίστι καὶ στὸ ἦθος σῴζει

Μόνον ἡ ἀκρίβεια στὴν πίστι καὶ στὸ ἦθος σῴζει

τοῦ (†) π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Μὴ λησμονοῦμε ὅτι, ὅπως λέγει ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος: «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας ὁ αὐ­τός». Δὲν μεταβάλλεται ὁ Χριστός. Δὲν ἀλ­λάζει. Μὴ λέμε λοιπόν… ἀναχρονισμέ­νο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὅτι χρήζει, χρειάζεται, μίαν ἀνανέωσιν. Στὴν πραγματικότητα [αὐτὸ] ξέρετε τί θὰ ἦταν; Μία ἐκκοσμίκευσις. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Ἄνθρωπε, ἐ­λαχιστοποιεῖς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ κηρύσσεις ὅπως θέλεις; Ἔ λοιπόν, θὰ ἐλαχιστοποιηθῇς κ᾽ ἐσύ. Θὰ κριθῇς δηλαδὴ τιποτένιος. Λένε: «Καὶ τί εἶναι ἡ νηστεία;». Γιὰ παράδειγμα σᾶς τὸ λέω. Καὶ τί εἶναι ἡ νηστεία; Τί εἶναι ἡ νηστεία; Ἐντολὴ εἶ­ναι ἡ νηστεία. «Μά… δὲν εἶναι σπουδαία». Δὲν εἶναι σπουδαία; Εἴτε σπουδαία εἴτε ὄχι σπουδαία, εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, σίγουρα, εἶναι σπουδαῖες. Γιατί; Γιατὶ ἐντέλλεται ὁ Θεός. Καὶ δείχνει ὅτι δὲν μπορεῖς, σὺ ὁ ἄνθρωπος, νὰ αὐξομειώνῃς τίς ἐντολὲς καὶ νὰ λές: «Αὐτὴ εἶναι σπουδαία ἐντολὴ καὶ μεγάλη, αὐτὴ δὲν εἶναι σπουδαία, εἶναι μικρή». Ὄχι, ἀγαπητοί. Εἶναι ἕνας ἄκρατος ἐγωισμός, ποὺ γίνεται κριτὴς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Καλεῖσαι μὲ ταπείνωσι, ἄνθρωπε, νὰ ἀποδεχθῇς αὐτὸ ποὺ σοῦ λέγει ὁ Θεός. Τί θὰ λές; Τὸ λέ­γει ὁ Θεός. Τί θὰ λές; Τὸ λέγει ὁ Θεός. Τίποτε ἄλλο.

Πάντως, μέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν Ἐκκλησία, σ’ αὐ­τὴν τὴν διοίκησι τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικρατεῖ μία πάλη ἀνάμεσα στὴν ἀκρίβειαν καὶ τὴν ἀνακρίβειαν, τὸ γνήσιο καὶ τὸ νό­θο. Τὰ δόγματα, κατὰ δυστυχίαν, παραμερίζονται, ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν· γιατὶ ἀπ᾽ αὐτὰ βγαίνει τὸ ἦθος. Ναί. Ἀπὸ τὰ δόγματα βγαίνει τὸ ἦθος. Ἐπὶ παραδεί­γματι, ὅταν λέμε: «Μὴν πορνεύεις» αὐτὸ τί εἶναι; Ἦθος. Ναί, ἀλλὰ αὐτὸ βγαίνει ἀ­πὸ τὸ δόγμα. «Ποιό δόγμα;», θὰ μοῦ πῆ­τε. Δὲν λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι τὰ σώματά μας εἶναι ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Αὐτὸ τί ἀποτελεῖ; Δὲν ἀποτελεῖ μίαν ἀλήθειαν, ἕνα δόγμα; Ἀπὸ ποῦ λοι­πὸν βγαίνει τὸ ἦθος; Ὅτι δὲν πρέπει νὰ πορνεύῃς; Ἀπὸ τὸ δόγμα ὅτι τὸ σῶμα σου εἶναι ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι λοιπὸν ἂν χαλάσω τὸ δόγμα, τὸ με­τατρέψω, τὸ ἀλλοιώσω, κατ᾽ ἀνάγκην θὰ ἀλλοιωθῇ καὶ τὸ ἦθος. Εἶναι πάρα πο­λύ, ἀγαπητοί μου, φυσικό.

Τὸ ἦθος τὸ θέλομε μᾶλλον ὄχι ὅπως μας τὸ προσφέρει τὸ Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπὶ μίας φιλοσοφικῆς ἠθικῆς. Ὄ­χι εὐαγγελικῆς ἠθικῆς· φιλοσοφικῆς ἠ­θικῆς. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα, ἔχουν τὴν ἠθική τους. Ὅλα. Καὶ τὸ ὑλιστικὸν σύστημα ἔχει τὴν ἠθική του, κ.ο.κ.. Τὸ θέμα εἶναι τεράστιο, ὅπως βλέπετε. Γιατὶ κρίνει τὴν σωτηρία μας. Ἕνα νόθο Εὐαγγέλιον δὲν σῴζει ποτέ. Γι᾽ αὐτὸ πολέμησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκ­κλησίας μας, διὰ τὴν ἀκρίβειαν τοῦ δό­γματος, εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς καὶ εἰς τὰς τοπικὰς Συνόδους. Ναί. Κάποτε, εἶναι πά­ρα πολλὰ χρόνια, πάνω ἀπὸ 40 χρόνια, ἄκουσα –ἤτανε δίπλα μου καί τὸν ἄκουσα– ἕνα πολὺ σπουδαῖον πολιτικὸν ποὺ ἀπεκάλεσε τὸν Μέγα Ἀθανάσιον ὅτι ἦταν σχολαστικὸς καὶ περιωριζόταν, δὲν εἶχε δηλαδὴ ἕνα εὐρὺ πνεῦμα. Μακαρίτης αὐ­τὸς ὁ πολιτικός, πρὸ πολλῶν ἐτῶν. Τὴν ἴδια στιγμὴ εἶπα…· «Ταλαίπωρε καὶ φτωχὲ ἄνθρωπε, λὲς τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον μὲ στενὸ μυαλό; Ποιός εἶσαι σύ, ποὺ θὰ πῇς μὲ στενὸ μυαλὸ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον;». Ἁπλῶς εἶναι ἕνα ἐπικάλυμμα ἕνα νοθευμένο Εὐαγγέλιον τῶν ἀδυναμι­ῶν μας. Καὶ ἕνας σιγαστήρας τῆς συνειδήσεώς μας. Λέμε καὶ νομίζομε, ὅταν λέ­με καὶ λέμε γιὰ τὴν ἀγάπη, ἀγάπη, ὅ­λο, λέει, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀγάπη… Εἶ­ναι κι ἄλλα πράγματα, ποὺ ἐκφράζουν τὴν ἀγάπη. Μὴν θέλομε νὰ τὰ συνοψίσω­με τὸν ἑαυτόν μας στὰ λοιπὰ θέματα, χα­λαρόν.

Στὴν ἐποχή μας, οἱ ἔννοιες τῶν λέξεων διαφοροποιοῦνται. Μιλᾶνε γιὰ ἀγάπη. Ναί. Καὶ ἐννοοῦν τὸν ἔρωτα στὴν πορνική του μορφή… Μιλᾶνε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἔχουν ἀφαιρέσει τὴν ἰδιότητα τοῦ Κριτοῦ. «Ἄ, λέει, ὁ Θεὸς εἶναι ἀ­γάπη, τί θὰ πῇ, θὰ κρίνῃ;». Θὰ σὲ κρίνῃ, ἄνθρωπε. Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Μιλᾶνε γιὰ Παράδοσι –ὤ, ἐδῶ δά…– καὶ ἐννοοῦν τὴν ἑλληνικὴν Παράδοσιν κατὰ τὸ πλεῖ­στον τὴν ἀρχαιοελληνικὴ παράδοσι καὶ βέβαια ὄχι τὴν χριστιανικὴ παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἰσάγουν… καὶ τί δὲν εἰσ­άγουν μέσα εἰς τὴν ζωήν μας, μὲ αὐ­τὴν τὴν ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς παραδόσεως κατάστασί μας…

Μὴν λησμονοῦμε, ὅτι θὰ κριθοῦμε μὲ βάσι τὸ Εὐαγγέλιον ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Καὶ ὅπως διετηρήθη στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοσι. Καὶ ὅπως μᾶς τὸ διασῴζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὄχι ὅπως διαμορφώνει –ἀκοῦστε– τὸ Εὐαγγέλιον, τὸ λεγόμενον «Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον». Τί εἶναι τὸ Ἐκ­κλησιαστικὸν Δίκαιον; Ὁ τρόπος σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Κ᾽ ἐπειδὴ ἡ Πολιτεία ἀλλάζει διαρκῶς τοὺς νόμους της, ἀλλάζει καὶ τὶς σχέσεις της μὲ τὴν Ἐκκλησία. Θυμηθῆτε, αὐτόματο διαζύγιο· θυμηθῆτε, μοιχεία· θυμηθῆτε, ἔκτρωση· θυμηθῆτε, θυμηθῆτε…

Ἀγαπητοί, ὅ,τι ἄλλο κι ἂν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμο, εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο. Νὰ τὸ ξέρωμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ὅσοι κατανοοῦν, ἂς κατανοοῦν. Καὶ ὅσοι θέλουν νὰ σωθοῦν, βεβαίως θὰ σωθοῦν.

(ἡ ἴδια ὁμιλία ποὺ παραπέμπουμε στὴν σ. 4)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *