Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἱερόθεο (3ον)

Αὐτὰ μοῦ τὰ ἔχει πεῖ Γέροντας. Ὅταν ἦταν νὰ ἐκλέξουν νέο Ἡγούμενο στὸ μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας [μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ Γέροντος Δαμιανοῦ, τὸ 1983], ὁ Γέροντας εἶχε ἔρθει στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεάσῃ κανέναν. Τοὺς εἶπε· Ψηφίστε ἡγούμενο καὶ ὅποιον βγάλετε θὰ εἶναι καὶ ἡ δική μου ψῆ­φος. Καὶ βγάλανε τὸν Γέροντα Ἱερόθεο Ἡγούμενο.

Ὁ Χριστόδουλος [ὁ υἱός μου] ποὺ ἔμεινε δυόμισυ χρόνια στὸ μοναστήρι, μοῦ εἶπε, ὅτι ὁ Γέροντας δὲν ἀνέβηκε ποτέ στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο, ποτέ.

Εἶχα πάει νὰ ἐξομολογηθῶ [στὴν Ἀθήνα] στὸ μετόχι τῆς ὁδοῦ Μακεδονίας. Ἦταν στὶς ἀρ­χὲς ποὺ εἶχα γνωρίσει τὸ Γέροντα. Πῆγα ἐκεῖ καὶ διάβαζε μία ἄρρωστη. Ὅταν τελείωσε, μπῆκα ἐγὼ νὰ ἐξομολογηθῶ. Βλέπω τὸ πρόσωπό του, ἔλαμπε. Καθὼς μιλάγαμε, χτυπάει ἡ πόρτα. Ὁ Γέροντας δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ κοιτοῦσε τὴν πόρτα. Ἐγὼ κατάλαβα, ὅτι ἔβλεπε, ποιός εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα. Τότε κατάλαβα, ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι κάτι τὸ διαφορετικό.

Ὁ Χριστόδουλος ἦταν μὲ τὸ Γέροντα στὸ Μοναστήρι τῆς Φανερωμένης στὴ Νάξο. Ὁ Γέροντας ἦταν ἔξω στὰ χωράφια. Ὁ Χριστόδουλος ἦταν στὴν αὐλή, νὰ κάνῃ κάτι, καὶ ἀκούει τὸν Γέροντα, νὰ λέῃ· Χριστόδουλε, ἄ­νοιξε. Τὸν ἔβλεπε, ὅτι εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα.

Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας· Ὅταν σταυρώνω κάποιον γιὰ νὰ γίνῃ καλά, παίρνω ἐγὼ τὴ μισὴ ἀρ­ρώστια. Ὅταν μὲ φωνάζῃ κάποιος τὸν ἀκούω, ὅσο μακριὰ καὶ νὰ εἶμαι.

Μιὰ φορὰ τὸν ἤθελα γιὰ κάτι, ἦταν ἀνάγκη. Δὲν ἤξερα ποῦ ἦ­ταν. Λέω· Γέροντα, σᾶς θέλω γιὰ κάτι. Ἂν μὲ ἀκοῦτε, ὅπως λέτε, γιὰ νὰ τὸ καταλάβω ἂν μὲ ἀκούσατε, ὅταν ἔρθετε, θέλω νὰ κρα­τᾶτε μιὰ τσάντα στὸ ἕνα χέρι καὶ μία τσάντα στὸ ἄλλο χέρι. Γιατὶ ὅταν ἐρχόταν, εἶχε μία τσάντα στὸν ὦμο κρεμασμένη καὶ μιὰ στὸ χέρι. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τί νὰ δῶ· Νὰ ἔρχεται ὁ Γέροντας καὶ νὰ κρατᾷ μιὰ τσάντα στὸ ἕνα χέρι καὶ μιὰ τσάντα στὸ ἄλλο χέρι καὶ νὰ μὲ κοιτάζῃ. Ἐ­γὼ τὰ ἔ­χασα. Γέροντα, τοῦ λέω, μὲ ἀκού­σατε καὶ ἤρθατε, ὅπως σᾶς τὸ ζήτησα. Ὁ Γέροντας δὲν ἀπάντησε. Τότε κατάλαβα, ὅτι πράγμα­τι ἀκούει, ὅπου βρίσκεται, καὶ ὅ,τι ἤθελα τὸν φώναζα ἀπὸ μακριά.

Ὅταν ἐρχόταν ἐδῶ στὸ κελλάκι καὶ ξεκουραζόταν εἶχε ἡσυχία καὶ ἔβγαινε στὸν κῆπο. Ἦ­ταν κλειστὰ γύρω – γύρω καὶ δὲν τὸν βλέπανε. Τὸν ἄκουγα ὅλη νύχτα νὰ κάνῃ βόλτες στὸν κῆπο καὶ νὰ προσεύχεται. Τὸ πρωὶ πήγαινε καὶ ξάπλωνε λίγο. Ἔλεγε· Ὅταν πηγαίνω στὸ κελλάκι αὐτό, τὰ ξεχνῶ ὅλα.

Κάποια κυρία πῆγε στὸ Γέροντα νὰ τοῦ πῇ, ὅτι θὰ ἀρραβωνιάσῃ τὴν κόρη της μὲ κάποιο παιδί, καὶ νὰ κάνῃ προσευχή· ἦταν λέει γιατρός, καλὸ παιδὶ καὶ ὅλοι τους εἶχαν μεγάλη χαρά. Τοὺς λέει ὁ Γέροντας· Νὰ μὴ τὸν πάρῃ, διότι δὲν εἶναι καλός, καὶ τοὺς εἶπε διάφορα. Ἡ μάνα ἔγινε ἔξω φρενῶν· ἔφυγε ἀπὸ τὸ Γέροντα θυμωμένη καὶ ἄρχισε νὰ τὸν κατηγορῇ σὲ παπᾶδες καὶ παντοῦ. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ βγῆκαν ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ τῆς εἶπε ὁ Γέροντας. Ζήτησε νὰ τὸν δῇ μετανοιωμένη γι᾽ αὐτὰ ποὺ εἶχε πεῖ. Πρῶτα τοῦ εἶχε στεί­λει ἕνα γράμμα 7 σελίδες καὶ τοῦ ζητοῦσε νὰ τὴ συγχωρέσῃ. Τοῦ εἶπε· Μοῦ σώσατε τὸ παιδί μου, πόσο σᾶς ἀδίκησα. Τότε κατάλαβε τὴν ἁγιότητα τοῦ Γέροντα.

Ξέρω πολλὲς περιπτώσεις, ποὺ εἶχε πεῖ σὲ κοπέλλες ποὺ τὸν ρωτοῦσαν γιὰ κάποιον ποὺ ἤθελαν, καὶ τοὺς εἶχε πεῖ, νὰ μὴ τὸν πάρουν, γιατὶ θὰ χωρίσουν. Δὲν τὸν ἄκουσαν, χώρισαν καὶ πέρασαν μεγάλες ταλαιπωρίες μὲ δικαστήρια.

Μοῦ ἔλεγε γιὰ κάποια, τὴν ὁ­ποία ἤξερα. Τοῦ λέω, Νὰ τῆς τὸ πῶ γιὰ νὰ γλυτώσῃ. Μοῦ λέει· Μὴ πῇς τίποτε, δὲν θ᾽ ἀκούσουν καὶ θὰ βρῇς καὶ τὸ μπελᾶ σου. Μετά, ἀ­φοῦ ἐκείνη τὸν πῆρε καὶ χώρισε, τῆς εἶπα· Μοῦ τὸ εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας, ἀλλὰ δὲν σ᾽ τὸ εἶπα, γιατὶ δὲν θ᾽ ἄκουγες. Μοῦ εἶπε· Ἔπρεπε νὰ ἐπιμένῃς. Πέρασε μεγάλη ταλαι­πωρία. Ὁ Γέροντας λυπόταν πολύ, ὅταν δὲν κάνανε ὑπακοή, γιατὶ ἔβλεπε, ὅτι θὰ ταλαιπωρηθοῦν.

Κάποια μέρα ἤθελε νὰ πάῃ νὰ σταυρώσῃ κάποια κυρία στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, κάπου ἐκεῖ κον­τὰ στὴν ὁδὸ Σόλωνος. Τὸν πῆγα, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ περιμένω νὰ τὸν φέρω πίσω. Πᾶμε, ἀλλὰ ἦταν γε­μᾶτο ἀπὸ αὐτοκίνητα. Δὲν εἶχε τόπο νὰ παρκάρω. Μοῦ λέει, Ἐκεῖ, καὶ μοῦ ἔδειξε ἕνα μέρος. Τοῦ λέω, Δὲν χωράει ἐκεῖ. Μοῦ λέει, Ἄρχισε νὰ παρκάρῃς. Ἀρχίζω καὶ ξαφνι­κὰ μὲ δυὸ κινήσεις πάρκαρα καὶ ἔ­μεινε καὶ χῶρος. Τοῦ λέω· Τί ἔγινε; Πῆγε ἕνα μέτρο μπροστὰ τὸ ἕνα αὐτοκίνητο καὶ ἕνα μέτρο πίσω τὸ ἄλλο. Ἐγὼ τὰ ἔχασα. Κοίταζα καὶ δὲν τὸ πίστευα. Τὸν περίμενα στὸ αὐτοκίνητο μέχρι νὰ τελειώσῃ.

Ὁ Γέροντας ἦταν πολὺ ταλαιπωρημένος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε, εἶχε καὶ τὸν δαίμονα ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. Μιὰ φορὰ πῆγα κάτω στὸ κελλάκι νὰ τοῦ πάω πρωινό. Μοῦ λέει· Ἀπόψε πολεμοῦσαν νὰ μὲ πνίξουν οἱ δαίμονες.

Ἄλλη μέρα κατεβαίνω κάτω νὰ τοῦ πάω πρωινὸ καὶ ἦταν ἀκόμη ξαπλωμένος. Μοῦ λέει· Σὲ παρακαλῶ, μοῦ κάνεις μία ἐντριβὴ μὲ οἰνόπνευμα στὴν πλάτη; Βεβαίως, τοῦ λέω. Σηκώνει τὴ φανέλλα καὶ τί νὰ δῶ· ἡ πλάτη του εἶχε τρεῖς γραμμὲς κόκκινες, σὰν νὰ τὸν εἶ­χαν χτυπήσει μὲ μαστίγιο. Τοῦ λέω, Γέροντα ἡ πλάτη σας ἔχει τρεῖς γραμμὲς μεγάλες, σὰν νὰ σᾶς χτυπήσανε. Μοῦ λέει· Μπᾶ, ξύνομαι στὸν τοῖχο. Δὲν ἤθελε νὰ μοῦ πῇ, ὅτι τὸν χτύπησε ὁ δαίμονας. Ἐγὼ νομίζω, μὲ ἔβαλε νὰ τοῦ κάνω ἐντριβή, ἀφ᾽ ἑνὸς ἐπειδὴ πονοῦσε, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου νὰ βεβαιωθῇ ὅτι τὸν εἶχαν σημαδέψει.

Κάποια Κυριακὴ πηγαίναμε ἐκ­κλησία. Τοῦ εἶπα σὲ ποιά ἐκκλησία θὰ πηγαίναμε. Ξεκινήσαμε. Στὰ μέσα τοῦ δρόμου μοῦ λέει νὰ πᾶμε ἀλλοῦ. Μοῦ λέει· Πᾶμε καλύτερα στὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Κυνηγό, στὴ λεωφόρο Βουλιαγμένης. Πήγαμε ἐκεῖ. Ὅταν τελείωσε ἡ θεία λειτουργία, βλέπω καὶ πιάνει κουβέντα μὲ μιὰ κυρία. Πηγαίνω κοντὰ καὶ μοῦ λέει· Εἶναι ἡ ἀ­νηψιά μου. Εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴ Σαντορίνη καὶ ἤθελε νὰ τὸν δῇ, γιατὶ θὰ ἔφευγε πάλι γιὰ Σαντορίνη. Ἐ­γὼ δὲν τὴν ἤξερα. Ὁ Γέροντας τὴν εἶδε, ὅτι εἶχε πάει σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία καὶ γι᾽ αὐτὸ ἄλλαξε γνώ­­μη, γιὰ νὰ τὴ δῇ ἐκεῖ καὶ νὰ μὴν κάνῃ ἐκείνη τὸν κόπο νὰ ἔρ­θῃ στὸ κελλάκι. Ἦταν ἡ ἀνηψιά του ἡ Ἐλισάβετ, ποὺ ἔχει ἑπτὰ παιδιά.

Κάποια φορὰ παίρνει τηλέφωνο κάποια κυρία καὶ λέει, ὅτι εἶδε τὸ Γέροντα σὲ κάποια ἐκκλησία ποὺ γιώρταζε. Ἐμένα μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι, γιατὶ ἤξερα ὅτι εἶναι στὴ Νάξο· τὸν εἶχα πάει ἐγὼ στὸ καράβι. Ἡ κυρία ἐπέμενε ὅτι τὸν εἶδε καὶ μιλήσανε καὶ τῆς ἔλεγε γιὰ τὰ ἔργα ποὺ ἔκανε στὴ Νάξο (ὁ Γέροντας). Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ἡμέρες ἦρθε ὁ Γέροντας ἀπ᾽ τὴ Νάξο. Τοῦ λέω, Γέροντα, μία κυρία εἶπε, ὅτι τὴν τάδε ἡμέρα καὶ ἡμερομηνία σᾶς εἶδε στὴν τάδε ἐκ­κλησία. Μοῦ λέει· Μὰ δὲν ἤξερες, ὅτι ἤμουνα στὴ Νάξο; Ἐρχόταν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων. Ἔτσι ἔλεγε κάποιες φορές, καὶ ἐγὼ νόμιζα ὅτι τὰ λέει γιὰ ἀστεῖα.

Μαρία Πρέκα

Καλαμάκι