Μοῦ ἔλεγε· θὰ γίνῃ τέτοιο κακό, τέτοιος χαλασμός, ποὺ ὁ κόσμος θὰ νομίζῃ ὅτι εἶναι ἡ δευτέρα Παρουσία, ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι. Ἂν μετανοοῦσε ὁ κόσμος, δὲν θὰ γινόταν. Ὁ Θεὸς εἶναι ὀργισμένος, γιατὶ δὲν μετανοοῦμε.
Κάποια μέρα μοῦ εἶπε· Ἔχουν καταχθόνια σχέδια γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν θὰ προλάβουν νὰ τὰ ὁλοκληρώσουν.
Μοῦ εἶχε πεῖ· Τὰ νησιὰ θὰ τὰ πάρουν οἱ Τοῦρκοι χωρὶς νὰ πέσῃ τουφεκιά, καὶ θὰ πάρουν καὶ ὅλη τὴν Κύπρο.
Μοῦ εἶχε πεῖ· Θὰ γίνουν πρῶτα μικροὶ σεισμοὶ σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος καὶ μετὰ θὰ γίνῃ ὁ μεγάλος στὴν Ἀθήνα. Μοῦ ἔδειξε μὲ τὸ χέρι πῶς θὰ γίνῃ, μὲ δύο κινήσεις. Θὰ πέσουν ὅλα, δὲν θὰ προλάβετε νὰ μετακινηθῆτε.
Ἔλεγε· Τὸ μετάνοιωσα ποὺ ἔμεινα στὸν κόσμο. Ἔπρεπε νὰ εἶχα πάει στὸ Ἅγ. Ὄρος. Τοῦ λέω· Ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ μείνετε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ βοηθήσετε καὶ ἐμᾶς. Πικραινόταν, γιατὶ δὲν τοῦ κάναμε ὑπακοή. Πρώτη ἐγώ, τὸν εἶχα πικράνει πολλὲς φορές, γιατὶ δὲν τοῦ ἔκανα ὑπακοὴ σὲ πολλὰ πράγματα. Εἴκοσι χρόνια μὲ ἀνεχόταν· εἶχε πολλὴ ἀγάπη. Πέρναγε μεγάλες ταλαιπωρίες καὶ ἔκανε μεγάλη ὑπομονὴ καὶ τιμωροῦσε τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ μὴ τιμωρήσει ἐμᾶς. Ἔκανε μεγάλες θυσίες. Ἔτυχε φορὲς νὰ προσεύχεται 24 ὧρες συνεχόμενες.
Κάποια φορὰ μιλάγαμε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας· Θέλουν νὰ κάνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος χῶρο ἀναψυχῆς. Ὅταν γίνει αὐτό, θὰ κατέβουν ἀπὸ τὸν Ἄθωνα θηρία φτερωτὰ καὶ θὰ τρῶνε τοὺς ἀνθρώπους. Τότε οἱ μοναχοὶ πρέπει ἀμέσως νὰ φύγουν ἀπὸ τὴ μεριὰ ποὺ θὰ φυσάῃ ὁ ἄνεμος, ὄχι ἀπὸ τὸ ἀντίθετο, γιὰ νὰ γλυτώσουν.
Ἕνα Πάσχα, δὲν θυμᾶμαι χρονολογία, τὸ βράδυ πήγαμε στὴν ἐκκλησία, γιὰ τὴν Ἀνάστασι. Τὸν πῆγα κάπου ἐδῶ κοντά. Ὅταν τὸν πῆγα, δὲν τοῦ ἄρεσε ἐκεῖ ποὺ τὸν πῆγα. Τοῦ λέω, Νὰ σᾶς πάω ἀλλοῦ. Μοῦ λέει· Τώρα ποὺ ἤρθαμε, θὰ μείνουμε. Μόλις μπήκαμε στὴν ἐκκλησία, ἦρθε μιὰ κυρία. Ἦταν μᾶλλον τοῦ φιλοπτώχου τῆς Ἐκκλησίας. Τὸν ρώτησε· Εἶστε ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ὄρος; Τῆς εἶπε ὁ Γέροντας, Εἶμαι ἀπὸ Παροναξίας. Τοῦ φίλησε τὸ χέρι καὶ ἔδωσε κάθισμα. Ὁ Γέροντας χάρηκε. Ἦταν ἡ μόνη ποὺ τὸν καλοδέχτηκε. Ἄρχισε ἡ ἀκολουθία. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα γιὰ τὴν θεία κοινωνία, ἑτοιμάσθηκε νὰ κοινωνήσῃ καὶ ἡ κυρία αὐτή, ὅμως λιποθύμησε. Κάποιος γιατρὸς ποὺ ἦταν στὴν ἐκκλησία –καὶ πρέπει νὰ τὴν ἤξερε– προσπαθοῦσε νὰ τὴ συνεφέρῃ. Τίποτε. Μελανιάσανε τὰ χείλη της. Λέει ὁ γιατρός· Εἰδοποιῆστε ἀμέσως τὸ «Πρώτων Βοηθειῶν». Ἡ ὑπόθεσι κράτησε ἀρκετά, γινόταν φασαρία. Ὁ Γέροντας ἦταν λίγο πιὸ μπροστά, στὸ κάθισμα. Γυρίζει πίσω, ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἐγὼ καὶ μοῦ λέει· Τί συμβαίνει; Τοῦ λέω· Λιποθύμησε μιὰ κυρία. Μοῦ λέει· ῾Ρώτησε, θέλουν νὰ τὴν σταυρώσω; ῾Ρωτάω τοὺς δικούς της. Μοῦ λένε, Θέλουμε. Τὸ λέω στὸν Γέροντα. Γονατίζει ὁ Γέροντας –δὲν ξέρω ποῦ, βρέθηκε ἕνα σκαμπὸ καὶ ἀκούμπησε–, βγάζει τὸ Τίμιο Ξύλο καὶ τὴ σταύρωσε. Μετὰ ἀκουμπάει τὴν παλάμη του στὸ μέτωπό της, ἐνῶ ἦταν ἀκίνητη καὶ δὲν ἀνέπνεε, κ᾽ ἐκείνη ἀνοίγει τὰ μάτια της καὶ ἁπλώνει τὸ χέρι καὶ τὸ δίνει στὸν Γέροντα γιὰ νὰ τὴ σηκώσῃ· καὶ τὴ σήκωσε. Ὁ γιατρός, βλέποντας αὐτό, ἔμεινε ἐκστατικός. Τρέχει κοντὰ στὸν Γέροντα καὶ τοὺ λέει· Εἶμαι γιατρὸς καὶ ἔχω καρκίνο. Μὲ λένε Κωνσταντῖνο. Σᾶς παρακαλῶ πολύ, σταυρῶστε με. Σὲ λίγο ἔρχεται ἕνα παλληκάρι στὸ καροτσάκι καὶ μοῦ λέει· Πέστε στὸ Γέροντα νὰ μὲ σταυρώσῃ. Τοῦ εἶπα· Πές το ἐσύ. Τοῦ εἶπε καὶ ὁ Γέροντας τὸν σταύρωσε. Ὅταν τελείωσε ἡ θεία λειτουργία καὶ μπήκαμε στὸ αὐτοκίνητο, μοῦ λέει ὁ Γέροντας· Ἡ γυναίκα ἦταν πεθαμένη. Ὅταν ἦρθε στὸ κελλάκι, πάλι μοῦ λέει· Ἡ γυναίκα εἶχε πεθάνει. Μετὰ ἀπὸ 6 μῆνες, ἔτυχε νὰ πάω σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία. Μὲ βλέπει ἡ κυρία καὶ μὲ ρωτοῦσε, τί κάνει ὁ Γέροντας. Μοῦ εἶπε, ὅτι εἶχε πρόβλημα μὲ τὴν καρδιά της καὶ μὲ τὸ ἐπεισόδιο πῆγε στὸν καρδιολόγο καὶ τῆς λέει· Δὲν μοῦ λές, τί ἔκανες καὶ ἡ καρδιά σου πάει τόσο καλά;
Μιὰ φορὰ εἶχε ἔρθει ἕνας πατέρας νὰ δῇ τὸν Γέροντα στὸ κελλάκι καὶ φεύγοντας μοῦ εἶπε τὸ ἑξῆς. Ὁ Γέροντας μοῦ ἔκανε καλὰ τὸ παιδί μου ἀπὸ καρκίνο. Ἦρθα νὰ τὸν εὐχαριστήσω καὶ μοῦ εἶπε· Βλέπε, τὸ παιδί σου ἔγινε καλά. Πρόσεξε νὰ μὴ ξανααμαρτήσετε, γιατὶ θὰ ξαναπάθῃ τὸ παιδί σας πάλι καρκίνο καὶ τότε θὰ πεθάνῃ.
Ὅταν ἤμουν 33 ἐτῶν, ἔκανα μία ἐπέμβασι περιεδρικὸ συρίγγγιο. Ἦταν πολὺ ἐπώδυνο· ὑπέφερα τρομερά. Ὁ γιατρὸς μοῦ εἶπε, ὅτι αὐτὸ ξαναγίνεται. Περάσανε 30 χρόνια καὶ δὲν εἶχα ξαναπάθει τίποτε. Ὅταν ἤμουν 63 χρονῶν, κάποια μέρα σηκώθηκα καὶ μὲ ἔπιασε πίσω πόνος· κατάλαβα, ὅτι ξανὰ ἔπαθα πάλι τὸ συρίγγιο. Ἔτυχε νὰ εἶναι ἐδῶ ὁ Γέροντας. Κατεβαίνω κάτω μὲ τὰ κλάματα καὶ τοῦ λέω· Ἔπαθα πάλι αὐτὸ ποὺ εἶχα πάθει, τὸ συρίγγιο. Δὲν ἀντέχω νὰ τὸ ξαναπεράσω, καὶ ἔκλαιγα. Μοῦ λέει, Ἔλα νὰ σὲ σταυρώσω. Πράγματι μὲ σταύρωσε, μοῦ πέρασε ἀμέσως. Ἐγώ, μὲ τὴν ἔγνοια νὰ τὸν περιποιηθῶ, τὸ ξέχασα, ἀφοῦ μοῦ εἶχε περάσει ὁ πόνος. Κατεβαίνω τὸ βράδυ νὰ τοῦ πάω φαγητό. Μοῦ λέει· Τί ἔγινε μ᾽ ἐκεῖνο ποὺ εἶχες; Ξαφνιάστηκα. Τοῦ λέω· –Γέροντα, μοῦ ἔφυγε. Εἶχα ξεχάσει νὰ τὸν εὐχαριστήσω. Τοῦ λέω· –Σᾶς εὐχαριστῶ πάρα πολύ. Μοῦ ἔφυγε ἀμέσως. Μοῦ λέει· –Ὁ Θεός, ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει τέλειο.
Δὲν μποροῦσα νὰ τοῦ κρύψω τίποτε. Ὅταν μὲ ἔβλεπε, μοῦ ἔλεγε ὅ,τι σκεπτόμουν. Τοῦ ἔλεγα· Τί γίνεται; δὲν μπορῶ νὰ σᾶς κρύψω τίποτε.
Ἔκανα πολλὲς φορὲς λογισμούς· Ἆραγε τί εἶναι αὐτὸ τὸ διορατικό, ποὺ ἔχει; ἀλλὰ δὲν τολμοῦσα νὰ ῥωτήσω. Μιὰ φορὰ ἦταν τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τοῦ πῆγα φαγητό, τὸ μεσημέρι. Ὅταν ἔφαγε, μοῦ λέει· –Θὰ ἤθελα νὰ πάω στὸ νεκροταφεῖο στὸν Βύρωνα. Τοῦ λέω· –Θὰ σᾶς πάω, ὅταν τελειώσετε. Πράγματι τὸν πῆγα· ἤθελε νὰ κάνῃ τρισάγιο στὴν ἀδελφή του, τὴν Εὐαγγελία. Ὅταν γυρίζαμε καὶ εἴχαμε φτάσει στὴν πλατεῖα τῆς Ἄνω Ἡλιουπόλεως, μοῦ λέει ξαφνικά· –Ξέρεις, αὐτὸ ποὺ ἔχω εἶναι, νὰ τώρα, ἀπὸ ἐδῶ ποὺ εἶμαι, βλέπω τί γίνεται στὴν Ἀμερική. Ἐγὼ τὰ ἔχασα. Μοῦ ἔδωσε ἀπάντησι στὸ λογισμὸ ποὺ εἶχα κάνει, χωρὶς ἐγὼ νὰ ῥωτήσω. Κατάλαβα, τὸ ἔκανε νὰ μὲ εὐχαριστήσῃ, ἐπειδὴ τὸν πῆγα γιὰ νὰ κάνῃ τρισάγιο στὴν ἀδελφή του.
Ὁ Γέροντας εἶχε καὶ τὰ τρία χαρίσματα· τὸ διορατικό, τὸ προορατικὸ καὶ τὸ ἰαματικό.
Κάποια φορὰ πῆγα κάτω στὸ κελλάκι γιὰ νὰ τοῦ δώσω κάποιο μήνυμα. Ὅταν ἔφτασα στὴν πόρτα, ἀκούω γυναικεία φωνή νὰ μιλάη μὲ τὸν Γέροντα. Ὑπέθεσα ὅτι ἦταν ἡ ἀνηψιά του ἡ Μαρία, γιατὶ ἔμοιαζε ἡ φωνή της. Χτυπάω τὴν πόρτα, μπαίνω μέσα, βλέπω μόνο τὸν Γέροντα. Τοῦ λέω· Ἄκουσα ποὺ μιλάγατε καὶ νόμιζα ὅτι ἦταν ἐδῶ ἡ Μαρία ἡ ἀνηψιά σας. Δὲν μοῦ εἶπε τίποτε· κατάλαβα, ὅτι μιλοῦσε μὲ κάποια ἁγία.
Μαρία Πρέκα
Καλαμάκι

