Προσευχὴ

«Δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ» (Ματθ. 9,38)

Ὅσοι, ἀγαπητοί μου, ἀκοῦ­με τὴν ἐν­τολὴ τοῦ Κυρίου νὰ κηρυχθῇ «τὸ εὐ­αγ­γέ­λιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μᾶρκ. 16,15) κ᾽ ἐπιθυμοῦμε νὰ τὴ δοῦ­με νὰ πρα­γματοποιῆται, ἂς προ­σ­ευχώμαστε γι᾽ αὐτὸ κατὰ τὴν παραγγελία ποὺ μᾶς ἄ­φησε λέγοντας «Δεήθητε τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκ­βάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐ­τοῦ» (Ματθ. 9,38). Ἂς κλίνῃ λοιπὸν καθένας μας τὸ γόνυ ἐνώπιόν του καὶ ἂς πῇ·

* * *

Κύριε! Σύ, ποὺ ἀπὸ τὸ μηδὲν δημιούργησες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, καὶ ἔπλασες τὸν ἄν­­­θρωπο «κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν» σου (Γέν. 1,26), καὶ ὥρισες τὴ γῆ ὡς προσωρι­νὴ κατοικία του καὶ ὡς στάδιο ἀγώνων μὲ σκοπὸ τὴν θέω­σι καὶ ἀπόλαυσι τῆς οὐ­ρανίου βασιλείας σου·

Σύ, ποὺ θέλεις ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ ἔλθουν «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 2,4), καὶ γιὰ τὸ ἀσύλληπτο ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου κινεῖς ὄχι μόνο τὸν ἀγ­γελικὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκλέγεις καὶ ἀν­θρώ­πους σὲ κάθε γενεὰ καὶ τοὺς ἀναδεικνύεις συνεργοὺς καὶ ἐκλεκτὰ σκεύη σου, ὅπως στὴν παλαιὰ διαθήκη τὸν Ἀ­βραάμ, τὸν Ἰακώβ, τὸν Ἰωσήφ, τὸν Μωυσῆ, τὸν Δαυΐδ, τὸν Ἠλία, τὸν Ἐ­λισαῖο, τὸν Ἀμὼς καὶ τοὺς ἄλλους προφήτας· καὶ ὅταν «ἦλθε τὸ πλή­ρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. 4,4) ἐλάλησες στὸν κόσμο ὄχι πλέον δι᾽ ἀγγέλων καὶ ἀν­θρώπων, ἀλ­λὰ σὺ ὁ ἴδιος «ἔ­κλινας οὐ­ρα­νοὺς καὶ κατέβης» (Β΄ Βασ. 22,10. Ψαλμ. 17,10) ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ τὸν κόκκο τοῦ ἀπείρου σύμπαντος, γιὰ νὰ βρῇς τὴν «ἀ­πολεσθεῖ­σα δραχμὴ» (βλ. Λουκ. 15,8-9) καὶ νὰ σώσῃς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀν­θρώπου τὴν καταχωσθεῖσα στὸν βόρβορο τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν·

Σύ, Χριστέ μου, ποὺ ἔζησες μέσα στὸν κόσμο, καὶ «τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφης» (Βαρ. 3,38), καὶ σὲ εἶπαν «φίλον ἁμαρτω­λῶν» (Ματθ. 11,19. Λουκ. 7,34), καὶ ἤπιες ὅλη τὴν πικρία τῆς ἀν­θρώπινης κακίας·

Σύ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τρία ἔτη δὲν ἔπαυσες νὰ διαβαίνῃς πόλεις καὶ χωριά, καὶ ν᾽ ἀναζητῇς ὁ καλὸς ποιμὴν τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, καὶ ν᾽ ἁρπάζῃς ἀπὸ τὸ φάρυγγα τοῦ ἐχθροῦ τελῶνες καὶ λῃστὰς καὶ πόρνες καὶ νὰ τοὺς ἀναδει­κνύῃς υἱοὺς καὶ θυγατέρες τῆς βασιλείας σου, καὶ τέλος ἅπλωσες τὰ πανάχραντα χέρια σου ἐπάνω στὸ σταυρὸ καλώντας ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα σὲ ἐπιστροφὴ καὶ σωτηρία·

Σύ, Κύριε, ποὺ προνόησες ὥστε τὸ λυτρωτι­κὸ ἔρ­γο σου νὰ συνεχισθῇ αἰωνίως μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου, καὶ γι᾽ αὐτὸ πῆρες ἀν­θρώπους ἀσήμους καὶ ἀ­γνώστους, ἀπὸ τὰ δίχτυα τὸν Ἀν­δρέα τὸν Πέτρο τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἰ­ωάννη…, καὶ ἀπὸ τὸ τελωνεῖο τὸ Ματθαῖο, καὶ ἀφοῦ τοὺς κατάρ­τισες καὶ ἔστειλες ἐπάνω σ᾽ αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ τοὺς ἀ­νέ­δει­ξες πύρινους κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου σου, ἔτσι ἀπὸ αὐ­τοὺς τοὺς μικρούς, ἀπὸ τὸ μηδὲν δηλαδή, δημιούργησες νέο κόσμο, τὴν ἁγία σου Ἐκκλησία·

Σύ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ κά­λεσες τὸν βλάσφημο καὶ διώκτη τῆς Ἐκ­κλη­­­σίας σου, τὸν Σαῦλο τὸν Ταρσέα, καὶ τὸν ἀ­νέδειξες κήρυκα καὶ κορυφαῖο ἀπόστολο, καὶ τὸν ἔστειλες στοὺς εἰδωλολάτρες νὰ κηρύξῃ τὸ εὐαγγέλιό σου·

Σύ, Κύριε, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀ­νέ­­δειξες καὶ ἄλλους ἑβδομήκοντα γιὰ νὰ φω­τίσουν τὸν κόσμο, ποὺ καθόταν «στὸ σκοτάδι καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου» (Ἠσ. 9,2=Ματθ. 4,16. Λουκ. 1,79), καὶ τὶς μυρο­φόρες γυναῖκες τὶς ἔκανες εὐαγγελίστριες·

Σύ, Κύριε, ἀπὸ τότε δὲν παύεις ν᾽ ἀπευθύ­νῃς τὶς κλή­­­σεις σου διὰ μέσου ὅλων τῶν ἐ­ποχῶν καὶ τῶν αἰώνων.

Δύο εἴδη κλήσεων ἀπευθύνεις· μία γενικὴ λέγοντας «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶν­τες καὶ πεφορ­τι­σμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑ­μᾶς» (Ματθ. 11,28), καὶ μία εἰ­δικὴ ὅπως τότε στὴν παραλία τῆς Τιβεριάδος «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (ἔ.ἀ. 4,19). Μὲ τὴν πρώτη καλεῖς ὅλους, μὲ τὴ δεύτερη καλεῖς ὡρισμένους ν᾽ ἀναλάβουν μέσα στὴν Ἐκ­κλησία σου ἔργο ἱεραποστολικὸ καὶ ν᾽ ἀφοσιωθοῦν σ᾽ αὐτὸ ἐξ ὁλοκλήρου.

Δὲν παύεις ποτέ, Κύριε, νὰ ἀπευθύνῃς τὶς κλήσεις σου στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἡ ἀνταπόκρισι στὶς κλήσεις σου δὲν εἶνε ἴδια· ὑ­πάρχουν ἐ­ποχὲς ποὺ ἡ φωνή σου βρίσκει μεγάλη ἀπήχησι, ὑπάρχουν ὅ­μως καὶ ἐποχὲς σκληρὲς ποὺ ἡ φωνή σου πέφτει σὲ αὐτιὰ φραγμένα.

῾Ρίχνοντας, Κύριε, ἕνα βλέμμα στὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας βλέπουμε ὅτι στὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου βγῆκαν ἀπὸ ἐδῶ σμήνη ἱεραπο­στόλων, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, διασκορ­πίστηκαν παντοῦ, ἔφτασαν μέχρι τὸ Δούναβι, τὸ Βόλγα, τὸ Γάγγη, τὶς πηγὲς τοῦ Νείλου καὶ τὰ Βρεττανικὰ νησιά· καὶ μὲ τὴ φωτεινὴ δι­δα­χὴ καὶ τὸ ἅγιο παράδειγμά τους ἔβγαλαν λαοὺς καὶ ἔθνη ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀμαθείας καὶ τῆς βαρβαρότητος στὸ θαυμαστό σου φῶς. Γνωρίζεις τὶς θυσίες τους· τί ἡδονὲς καὶ τιμὲς καὶ πλούτη ἐγκατέλειψαν γιὰ τὴν ἀγάπη σου καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον. Τότε τὸ ἔθνος μας ἀναδείχθηκε ἔθνος ἱεραποστολικό· ὕψιστο ἰδανικό του εἶχε τὴ διάδο­σι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως στὸν κόσμο.

Ἐὰν τώρα ἀπὸ τὴν ἔνδοξη ἐκείνη ἐ­ποχὴ φέ­ρουμε τὸ βλέμμα στὴ σημερινὴ ἐποχή, θ᾽ ἀ­να­φωνήσουμε μὲ θλῖ­ψι· «Ποῦ ἐστι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα, Κύριε…;» (Ψαλμ. 88,50). Ἡ χώρα αὐ­τή, ποὺ ἐ­σὺ ἀνέστησες ἀπὸ τάφο δουλείας, κατήντησε τώρα κράτος ὑλιστικό. Ἰδανικό του δὲν ἔχει τὴν Ὀρθοδοξία, τὸ Ὄνομά σου βλασφημεῖται, ἄ­πιστοι ἐπαινοῦνται καὶ βραβεύον­ται, «λύκοι βα­ρεῖς» (Πράξ. 20,29) λυμαίνονται τὸ ποίμνιο, οἱ ναοὶ ἐ­ρημώ­νουν ἀπὸ ἐκκλησίασμα. Ὁ λαός σου εἶνε οὐ­σιαστικὰ ἀποίμαν­τος. Χωριὰ ἔχουν δεκαετίες ν᾽ ἀκούσουν θεῖο λόγο. Ζηλωταὶ κήρυκες ἐμποδίζονται νὰ κινηθοῦν. Κακοὶ ποιμένες οὔ­τε οἱ ἴδιοι λαλοῦν τὴν ἀλήθεια οὔτε ἄλλους ἀφήνουν νὰ λαλήσουν. Ἐ­ὰν ἐρχόταν ἕνας νέος Κοσμᾶς Αἰτω­λὸς ἢ Ἰωάννης Χρυσόστομος ἢ ἀπόστολος Παῦλος ἢ καὶ σὺ ὁ ἴδιος, Κύριε, δὲν θὰ σ᾽ ἄ­φηναν νὰ κη­ρύ­ξῃς… Τὸ πνεῦμα τοῦ ὀλέθρου κυριαρχεῖ. Λίγο ἀκόμη καὶ ἡ φω­νὴ τοῦ προφήτου σου θ᾽ ἀ­­κουστῇ καὶ γιὰ τὸ δικό μας ἔθνος· «Ἀλλοίμονό σας, ἁμαρτωλὸ ἔ­θνος, λαὲ γεμᾶτε ἀπὸ ἁ­μαρτίες, σπορὰ κακή, υἱοὶ πα­ράνο­μοι· ἐγκαταλείψατε τὸν Κύριο καὶ παρωργίσατε τὸ Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ» (Ἠσ. 1,4).

* * *

Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὲ Θεέ μας, λυπήσου μας. Οἱ ψυχές, ὅσες μένουν πιστὲς στὸ ὄνομά σου καὶ χλευ­άζονται, δέονται σ᾽ ἐσένα·

Ἀνάδειξε τὴ χώρα μας κράτος δικό σου, κράτος ἀληθείας, δικαιοσύνης καὶ ἀγάπης.

«Λάλησον ἀγαθὰ εἰς τὴν καρδίαν» τῶν ἀρ­χόν­των μας (θ. Λειτ. Μ. Βασ. μετὰ τὸ Ἐξαιρέτως) καὶ φώτισέ τους νὰ δοῦν τὸ σκοπὸ τοῦ γένους μας.

«Ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον» τῆς ἐκκλησίας μας (Ψαλμ. 79,15). «Παῦσον Ἐκκλησίας τὰ σκάνδαλα» (ἐγκώμ. Ἐπιταφ, στ. Β΄ Καὶ νῦν.). Εἰρήνευσε τὸν λαό σου.

Μὲ τὰ χέρια πιστῶν δούλων σου πλέξε τρίπλοκο φραγγέλλιο καὶ διῶξε ἀπὸ τὴν αὐλή σου ἐκείνους ποὺ μεταβάλλουν τὸν οἶκο τῆς λατρείας σου σὲ «οἶκον ἐμπορίου» καὶ σὲ «σπήλαιον λῃστῶν» (Ἰω. 2,16. Ματθ. 21,13. Λουκ. 19,46).

Νέο πνεῦμα, ἀποστολικό, νὰ πνεύσῃ. Νέοι ἐρ­γάτες τοῦ εὐαγγελίου ν᾽ ἀναφανοῦν.

Ἀνάδειξε στὸ ἔθνος μας γνήσιες χριστιανι­κὲς οἰκογένειες, ὥστε τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὰ λίκνα ν᾽ ἀνατρέφωνται «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυ­ρίου» (Ἐφ. 6,4), καὶ κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ἑ­τοιμάζωνται γιὰ τὶς ἱερὲς διακονίες.

Ἔμπνευσε πνεῦμα ἀδελφικῆς ἀγάπης καὶ συν­εργασίας μεταξὺ τῶν ἐργατῶν τοῦ εὐαγγελίου, τῶν ἱεραποστολικῶν ὁμίλων καὶ ἀδελ­φοτήτων, γιὰ νὰ μὴ βρίσκῃ τόπο ἡ διχόνοια.

Δῶσε ὑπομονὴ στοὺς γεροντότερους ἐρ­γάτες σου, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ σηκώνουν τὸ σταυρό τους, ποὺ λόγῳ τῆς λειψανδρίας γίνεται ὅλο καὶ βαρύτερος.

Ἐνίσχυσε, Κύριε, τοὺς εὐλαβεῖς ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους, ποὺ ἐργάζονται μὲ ζῆλο στὸ ἐ­σωτερικὸ καὶ στὸ ἐξωτερικὸ θέτοντας πάνω ἀπὸ τὰ ἀτομικά τους συμφέροντα τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου τους.

Κάθε ἐνορία, κάθε ἐπισκοπή, κάθε ἱερὰ μο­νὴ ἀνάδειξέ την κέντρο ἀποστολικῆς ζωῆς καὶ φωτεινῆς προσφορᾶς. Ἀνάδειξέ μας ὅ­λους ἁλιεῖς, ὅλους σπορεῖς, ὅλους θεριστάς, ὅλους ἀποστόλους, καθένα στὸν κύκλο του καὶ στὸ μέτρο τῶν δυνάμεών του.

 Ὦ Κύριε, γονυπετεῖς ἐμπρὸς στὸ σταυρό σου σὲ παρακαλοῦμε, μὴ μᾶς ἀποδοκιμάσῃς γιὰ τὶς πολ­λὲς ἁμαρτίες μας. Ἂς ἐπανέλθουν στὸ γένος μας «τὰ ἀρχαῖα ἐλέη σου». Κάνε νὰ ξαναβρῇ τὸ γένος μας τὴν ἱερὰ ἀποστολή του· νὰ γίνῃ κάθε γωνιά του ἕνα κομμάτι τοῦ οὐ­ρανοῦ, ὑπόδειγμα ἁγίας ζωῆς καὶ πολιτείας, κάθε καρδιὰ καὶ στόμα ἀγγελικὴ κιθάρα ποὺ θὰ ψάλλῃ τὰ μεγαλεῖα σου. Κάνε, Κύριε, μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου, τὸ γένος αὐτὸ νὰ κρατήσῃ ἀναμμένη τὴ λαμπάδα καὶ νὰ κα­λῇ· «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φω­τός» (Πάσχα, τελ. Ἀναστ.). Τὸ δὲ ἀνέσπερο φῶς εἶσαι σύ, Κύριε, ποὺ εἶπες· «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κό­σμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. 8,12).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(περιληπτικὴ μεταφορὰ καὶ μεταγλώττισι στὴν ὁμιλουμένη σήμερα τμήματος τοῦ τελευταίου κεφαλαίου τοῦ βιβλίου «Ἀκολούθει μοι», Ἀθῆναι (1965) 19893, σσ.