Στὴν Φλώρινα τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, Κυριακὴ 27 Ἰουλίου, ἡ τοπικὴ ἐκκλησία ἐτίμησε στὸν πανηγυρίζοντα μητροπολιτικὸ ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος τὸν ἀρχιμ. π. Ἱερόθεο Λ. Κοκονὸ γιὰ τὴν πολυετῆ διακονία του. Ὁ τιμηθεὶς κληρικός, ὁ ὁποῖος σήμερα εἶνε 93 ἐτῶν, πνευματικὸ ἀνάστημα τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου π. Αὐγουστίνου ὑπῆρξε μετ᾽ αὐτοῦ κτίτωρ τοῦ ναοῦ, προϊστάμενος καὶ πνευματικὸς ἐπὶ μία 30ετία, καὶ χαίρει γενικῆς τιμῆς καὶ σεβασμοῦ.
ἀρχιμ. Ἱερόθεος Κοκονὸς
Γεννήθηκε στὶς 25 Μαρτίου 1933 στὸν συνοικισμὸ Κούτουρλα – Μετοχίου Εὐβοίας καὶ στὸ ἅγιο βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Οἱ ταπεινοὶ πολύτεκνοι γονεῖς του ἔφεραν στὸν κόσμο –μὲ πρῶτον αὐτόν– 6 παιδιά, 4 ἀγόρια καὶ 2 κορίτσια.
Στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ἔφθασε μόνο μέχρι τὴν Δ΄ τάξι τοῦ Δημοτικοῦ· ὁ ἐμφύλιος δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ τελειώσῃ τότε τὸ Δημοτικό.
Μικρὸ παιδὶ βόσκοντας τὸ κοπάδι τῆς οἰκογενείας του δέχτηκε τὴν ἀπειλὴ Ἰταλοῦ ὁ ὁποῖος μὲ τὸ περίστροφο στὸν κρόταφο τοῦ ζητοῦσε νὰ μαρτυρήσῃ ποῦ κρύβονται οἱ ἀντάρτες.
Στὰ ἐφηβικά του χρόνια, ἐργαζόμενος ὡς ἀρτοποιὸς στὴν Κύμη – Εὐβοίας, γνώρισε τὸν ἱεροκήρυκα τῆς Μητροπόλεως Καρυστίας ἀρχιμανδρίτη Αὐγουστῖνο Καντιώτη, παρακολουθοῦσε τὰ κατηχητικὰ μαθήματά του στὰ ἐργαζόμενα παιδιά, καὶ τὸν ἔκανε πνευματικό του πατέρα· ἡ γνωριμία μαζί του ἔμελλε νὰ σφραγίσῃ ἀποφασιστικὰ τὴ ζωή του.
Ὅταν τὸ 1951 ὁ π. Αὐγουστῖνος βρέθηκε ἱεροκήρυκας τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ σκέφτηκε νὰ συστήσῃ ἐκεῖ οἰκοτροφεῖο σπουδαστῶν, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη νὰ ἔλθῃ κοντά του. Ἀνταποκρίθηκε εὐχαρίστως. Ἐργαζόμενος κοντὰ στὸν π. Αὐγουστῖνο σὲ διακονίες ἀποφάσισε πλέον ὁριστικὰ ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν πνευματικό του πατέρα ὅπου ἤθελε κληθῆ. Ἐπιθυμία καὶ πόθος του ἦταν, νὰ προσφέρῃ στὸν Γέροντα ἕνα ποτήρι νερό. Μὲ τὴν εὐχή του τότε ἐπέστρεψε στὰ θρανία. Ὡλοκλήρωσε τὸ ἡμιτελὲς Δημοτικό (τάξεις Ε΄ καὶ ΣΤ΄), καὶ συνέχισε στὸ νυκτερινὸ Γυμνάσιο, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο ἀποφοίτησε τὸ 1960.
Ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ἐπιμέλειά του τὸν ἔφεραν νὰ δώσῃ εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις καὶ νὰ εἰσαχθῇ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ.. Ἔτσι κατὰ τὰ ἔτη 1961-1966 συνέχιζε μὲν νὰ μένῃ καὶ νὰ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ στὴν Ἀθήνα διδάσκοντας σὲ κατηχητικὰ σχολεῖα ἐνοριῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἀνέβαινε στὴ Θεσσαλονίκη μόνο στὶς ἐξεταστικὲς περιόδους μέχρι ποὺ πῆρε τὸ πτυχίο.
Τότε περίπου γύρω ἀπὸ τὸν γέροντα Αὐγουστῖνο εἶχε σχηματισθῆ μία ἄτυπη συνοδεία ἀφωσιωμένων στὸν Κύριο πνευματικῶν τέκνων του, ἀπὸ διάφορα διαμερίσματα τῆς χώρας, καὶ ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται μὲ τὸ ὄνομα Ὀρθόδοξος Ἱεραποστολικὸς Σύνδεσμος «Ὁ Σταυρός». Ἡ πρώτη ἰδέα ἱδρύσεως ἱεραποστολικῆς ἀδελφότητος εἶχε γεννηθῆ ἀπὸ τὰ ἔτη 1945-1947. Μετὰ ἀπὸ μία 20ετία, τὸν Μάιο τοῦ 1967, ἡ ἀδελφότητα τοῦ «Σταυροῦ» ἱδρύθηκε καὶ ἐπισήμως.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1967, ὅταν ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔγινε ἐπίσκοπος, ὁ Ἰωάννης μαζὶ μὲ τὸν Θωμᾶ Πασσαλῆ (μετέπειτα πρωτοσύγκελλο καὶ τελικὰ διάδοχό του στὸν θρόνο) καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Φωκᾶ ἦταν ἡ τριάδα ποὺ ἀπέσπασε ἀπὸ τὸ κοινόβιο τῶν Ἀθηνῶν καὶ πῆρε μαζί του στὴ Φλώρινα γιὰ νὰ συνεχίσουν ἐκεῖ τὴ ζωὴ καὶ διακονία τους στὸ ἰδιαίτερο κοινόβιο τῆς Μητροπόλεως.
Σύντομα ὁ Ἰωάννης κείρεται μοναχός, λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἱερόθεος καὶ χειροτονεῖται διάκονος μὲν στὶς 21 Ἰανουαρίου, πρεσβύτερος δὲ στὶς 14 Ἀπριλίου 1968. Ὑπηρετεῖ ὡς ἐφημέριος ἀρχικὰ στὴν ἐνορία Ἄνω Κλεινῶν – Φλωρίνης καὶ ἀργότερα τοποθετεῖται προϊστάμενος τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ Ἁγ. Παντελεήμονος, γενικὸς ἀρχιερατικὸς ἐπίτροπος, ὑπεύθυνος τοῦ Γενικοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου, καὶ ὡς ἀρχιμανδρίτης ὁρίζεται ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς Μονῆς Κλαδορράχης Φλωρίνης. Τὰ ἔτη 1971-72 πρωτοστατεῖ στὶς ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ νέου ναοῦ τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονος. Στὸ ἑξῆς ἐξειδικεύεται στὴν ἀνέγερσι ναῶν καὶ κτηρίων σὲ ὅλη τὴ Μητρόπολι, σὲ χρόνια ἑνὸς πρωτοφανοῦς οἰκοδομικοῦ ὀργασμοῦ, ποὺ ἡ ἐκκλησία ἁμιλλᾶτο ἢ καὶ ὑπερέβαινε τὴν πολιτεία σὲ ἔκτασι καὶ ὄγκο ἐργασιῶν.
Ὁ ἐπίσκοπος λόγῳ τῶν ἐκκλησιαστικῶν, ἐθνικῶν καὶ κοινωνικῶν ἀγώνων του ῥιψοκινδύνευε, ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του συχνὰ ἐγγὺς ἐκθρονίσεως, ἔσπευδε νὰ μὴν ἀφήσῃ ἐκκρεμότητες καὶ ἔλεγε «βιάζομαι!». Παρὰ ταῦτα ὅλο καὶ ὑπερνικοῦσε τοὺς κινδύνους καὶ συνέχιζε, χωρὶς πάλι νὰ ἐπαναπαύεται. Κοντά του ὅλοι οἱ συνεργάτες του «συναθλοῦσαν» ἀντιμετωπίζοντας καὶ ξεπερνώντας μεγάλες δυσκολίες. Κινητήριος μοχλὸς ἦταν ἡ κοινὴ πίστι, ὁ ὁμόψυχος ἐνθουσιασμός, ἡ ἑνότητα φρονήματος, μία ἀνεξάντλητη «τράπεζα» χρηματοδοτήσεων ἀπὸ τὸν πιστὸ λαό, καὶ ἡ κάπως ἀνεκτικὴ ἀντιμετώπισι ἀπὸ μέρους τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ κλῖμα κινούμενος καὶ ὁ π. Ἱερόθεος, χωρὶς νὰ σπουδάσῃ στὸ Πολυτεχνεῖο, μόνο μὲ τὴν διαρκῆ ἀσχολία μὲ τὰ οἰκοδομικά, ἀπέκτησε τὸ ὄνομα τοῦ «παπα-μηχανικοῦ».
Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἔργο του δὲν ἦταν αὐτό. Ἡ σπουδαιότερη προσφορά του ἦταν ἡ ἀθόρυβη οἰκοδομὴ τῶν ψυχῶν στὸ ἐξομολογητήριο. Ἐκεῖ λευκάνθηκε καὶ ἀνάλωσε κυριολεκτικὰ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ ἡ προσφορά του τὸν ἐπέβαλε ὡς πνευματικὸ πατέρα πλήθους πιστῶν. Αὐτὴ ἂς εἶνε παρηγορία του τώρα στὸ βαθὺ γῆρας του. Αὐτὴ τέλος ἂς σταθῇ καὶ ὑπερασπιστής του ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Ἐμεῖς μαρτυροῦμε· τὸν γνωρίσαμε τίμιο, ἁπλό, συνεπῆ, σταθερό, καλοκάγαθο, ἄκακο, ταπεινό, θυσιαστικό· πρότυπο κληρικοῦ, σέμνωμα Ἐκκλησίας.

