Τὸ νεώτερο θαῦμα

Κάθε χρόνο στὶς 28 Ὀκτωβρίου ξημερώνει γιορτὴ μεγάλη. Εἶ­νε ἡ­μέ­ρα ἔνδοξη, τρισ­ένδοξη γιὰ τὴ μικρή μας πα­τρίδα. Εἶ­νε ἡ ἡμέρα τοῦ ἱστορικοῦ ΟΧΙ. Ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε τὴ μέρα αὐτὴ νὰ γιορτά­ζεται καὶ ἡ γιορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς ὑ­περ­αγίας Θεοτόκου. Καὶ δικαίως. Γιατὶ ἡ πίστι ἦταν ὁ κυριώτερος συντελεστὴς τῆς νίκης τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας. Ναί, ἡ πίστι στὸ Θεό. Ναί, ἡ προ­στασία τῆς ὑ­περαγίας Θεοτόκου. Ὅποιος δὲν τὸ πιστεύει αὐτό, αὐτὸς ζῇ ἐ­κτὸς τόπου καὶ χρόνου. Ζῇ ἔξω ἀπὸ τὴν ἱερὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ εἶχε δημιουργηθῆ τὶς μέρες ἐ­κεῖ­νες.

Ἀλλ᾿ ἂς δοῦμε πρῶτα τί σημαίνει ἡ γιορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης, καὶ μετὰ νὰ ῥίξουμε μιὰ ματιὰ καὶ στὶς ἱστορικὲς ἐ­κεῖνες μέρες τοῦ 1940.

* * *

Ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης. Μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας μας ἂς πετάξουμε στὰ παλιὰ τὰ χρόνια. Ἂς πᾶμε στὴν Κωνσταντινούπολι. Ἦ­ταν μέρες ποὺ τὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα τῶν Χριστια­νῶν ἦταν πολὺ ζωηρό. Χαρά τους ἦ­ταν οἱ προσευχές, οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες.

Στὴ σημερινὴ ἐποχή, τὴν τόσο κοσμική, οἱ ἄν­­θρωποι τῆς Ἀθήνας καὶ τῶν μεγάλων πόλεων μόλις βραδιάση τρέχουν στὰ νυκτερινὰ κέν­τρα γιὰ ν᾿ ἀ­κούσουν τὰ πιὸ θλιβερὰ τραγούδια καὶ νὰ χορέψουν τοὺς πιὸ αἰσχροὺς χορούς. Κ᾿ ἐκεῖ μέσα μένουν ὅλη τὴ νύχτα· δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν. Οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς σημερινῆς ἐποχῆς κάνουν ἀγρυπνία γιὰ τὸ διάβολο. Πήχτρα εἶνε κάθε βράδυ τὰ κέν­τρα διασκεδάσεως. Ἑκατομμύρια ξοδεύουν οἱ φτωχοί. Πόσες ἀτιμίες, πόσα ἐγκλήμα­τα, πόσος χρόνος χαμένος! Πρόθυμοι οἱ ἄν­θρωποι τῆς ἐποχῆς μας γιὰ ἀγρυπνίες σατανικές. Ἀλλὰ γιὰ ἀγρυπνίες τοῦ Θεοῦ; Ἀλ­λοίμονο! Ἂν σήμερα κάποιος μόλις βραδιάσῃ ἀνεβῇ στὸ καμπαναριὸ καὶ χτυπήσῃ τὴν καμ­πάνα καὶ καλέσῃ τὸν κόσμο νὰ κάνουν ἀγρυπνία, ὤ τότε πόσες διαμαρτυρίες δὲν θ᾿ ἀ­κου­στοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου!

Ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς σημερι­νῆς ἐποχῆς, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, οἱ ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦ­σαν στὴν Πόλη, ἦταν ἕνας λαὸς θρησκευτικός. Ἀγαποῦσαν, ὅπως εἴπαμε, τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, τὸν ἐκκλησιασμό, τὴν ἀγρυπνία. Χαρά τους ἦταν ἡ ἐκκλησία. Περνοῦσαν ὧρες πολλὲς μέσα στὶς ἐκκλησίες κάνοντας ἀκολουθίες καὶ τραγουδώντας τὰ ὁλόγλυκα τραγούδια τοῦ Θεοῦ. Ἔρωτας θεϊκός!

Σὲ μιὰ ὄμορφη ἐκκλησία τῆς Πόλεως, στὴν ἐκ­κλησία τῶν Βλαχερνῶν, γινόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀγρυπνία. Κόσμος πολὺς εἶχε μαζευ­τῆ. Οἱ ὧρες περνοῦσαν. Κανένας δὲν ἔφευγε. Πέρασαν τὰ μεσάνυχτα καὶ πλησίαζε νὰ ξημερώσῃ. Αἰνεῖτε, ἄ­στρα, σελήνη καὶ ἥλιος, ποταμοὶ καὶ λίμνες, κάμποι, βουνὰ καὶ δέν­τρα, πουλιὰ καὶ ζῷα, ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι, πᾶσα πνοὴ καὶ κτίσις, αἰνεῖτε τὸν Κύριο, ἔ­ψελναν ὅλοι μαζί. Δάκρυα ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια τῶν Χριστιανῶν. Θερμὲς οἱ προσευχές τους ἔφευγαν γιὰ τὸν οὐρανό. Πῶς σὲ μιὰ τέτοια σύναξι νὰ μὴ γίνῃ θαῦμα; Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ποιό θαῦμα; Ἀ­κοῦστε το.

Ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς, ποὺ τὴ νύχτα ἐ­κεί­νη ἀγρυπνοῦσαν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, ἦ­ταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ποὺ ὁ κόσμος τὸν ἔλεγε σαλό, δηλαδὴ τρελλό, γιατὶ δὲν μπο­ροῦσαν νὰ καταλάβουν ὡρισμένες ζωη­ρὲς ἐνέργειές του, ποὺ ἀ­πέβλεπαν στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἐκκλησία λοι­πὸν ἦταν ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ σαλός, μαζὶ μὲ τὸν πιστὸ μαθη­τή του, τὸν Ἐπιφάνιο. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ ἅγιος Ἀν­δρέας βλέπει ἕνα λαμπρὸ θέαμα· βλέπει τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ στέκεται στὸν ἀέρα, νὰ λάμπῃ σὰν τὸν ἥλιο καὶ νὰ προσεύχεται.

–Βλέπεις; ῥωτάει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τὸν Ἐ­πι­φάνιο.

–Ναί, βλέπω καὶ θαυμάζω, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος.

Ὕστερα ἡ Παναγία ἀπὸ τὸ ὕψος ποὺ ἦταν χαμήλωσε, κατέβηκε, μπῆκε στὸ ναό, προχώρησε στὸ ἱε­ρὸ βῆμα, ἄνοιξε ἕνα κιβώτιο, ἔβγαλε ἀ­πὸ ᾽κεῖ τὸ μαφόριό της (ἕνα ῥοῦχο δηλαδὴ σὰν τὸ σάλι ποὺ ῥίχνουν ἐπάνω τους οἱ γυναῖ­κες), τὸ ξετύλιξε, τὸ κράτησε στὰ χέρια της καὶ τὸ ἅπλωσε πάνω ἀπ᾽ τὸ λαὸ ποὺ μὲ κατάνυξι προσ­ευχόταν. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ μαφόριο πῆρε μιὰ λάμψι ἐξαίσια. Ἄ­στραψε σὰν νά ᾽ταν ἤλεκτρο. Καὶ τέλος ἡ Παναγία ἄρχισε ν᾿ ἀνεβαίνῃ πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ ὅσο ἀ­νέβαινε τόσο ἡ λάμψι ἐκείνη ἔσβηνε.

Ἦταν αὐτὸ μιὰ ὀπτασία, ποὺ ἔγινε γιὰ νὰ παρηγορήσῃ καὶ νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Πόλεως, ὅτι στὸν ἀγῶνα τους ἐναν­τίον τῶν ἀπίστων θὰ ἔχουν βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ ἔχουν τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.

* * *

Καὶ πράγματι! Ὅ,τι εἶδε τὴ νύχτα ἐκείνη τῆς ἀγρυπνίας ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ σαλός, στὰ πρά­γματα ἐπάνω ἀποδείχθηκε ἀληθινό. Δὲν εἶνε μιὰ καὶ δυὸ οἱ περιπτώσεις ποὺ ἡ προστασία τῆς ὑπερ­αγίας Θεοτόκου σὰν φωτει­νὴ νεφέλη ἁπλώθηκε πάνω στὸ Χριστιανικὸ λαό. Ν᾿ ἀναφέρουμε τέτοιες περιπτώσεις; Εἶ­νε ἱστορία μεγάλη. Ἀπὸ αὐτὲς σύν­τομα ἀναφέρω ἐδῶ δυὸ-τρεῖς.

Ἡ πρώτη. Στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου (575-641 μ.Χ.), ὅταν αὐτὸς μὲ τὰ στρα­τεύ­ματά του ἦταν μακριὰ πολεμώντας τοὺς Πέρσες, ἡ Πόλη ἦταν σχεδὸν ἀφρούρητη. Τότε βρῆ­καν εὐκαιρία, ἦρθαν καὶ τὴν πολιόρ­κησαν ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα τὰ στρα­τεύ­μα­τα βαρ­βάρων. Ἡ πτῶσι τῆς Πόλεως ἐ­θε­ωρεῖτο βεβαία. Μόνο ἂν γίνεται πουλιὰ καὶ πετάξετε ἢ ψάρια καὶ κολυμπήσετε θὰ σωθῆ­τε, μήνυσαν μὲ σαρκασμὸ οἱ βάρβαροι στοὺς κατοίκους τῆς Πόλεως. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ παραδοθῆτε… Ἀλλὰ οἱ Κωνσταντινουπολῖτες δὲν παρέδωσαν τὴν Πόλη. Ἐνῷ οἱ λίγοι στρατιῶτες σὰν λιοντάρια ἀ­γωνίζονταν ἐπάνω στὰ τείχη τῆς Πόλεως, γυναῖκες, παιδιὰ καὶ ἡλικιωμένοι εἶχαν μαζευτῆ στὸν ἴδιο ναό, ἐκεῖ ποὺ εἶδε τὴν ὀπτασία ὁ ἅγι­ος Ἀνδρέας, καὶ προσ­εύχονταν. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Δυνατὸς ἄνεμος τὴ νύχτα φύσηξε. Σήκωσε πελώρια κύματα, ἔπνιξε τὸ στόλο τῶν ἐ­χθρῶν καὶ ἡ Πόλη σώθηκε. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ βράδυ ὅλος ὁ λαὸς ἔκανε ἀγρυπνία. Κανένας δὲν κοιμήθηκε. Ὅλοι ἔμειναν ὄρθιοι μέχρι τὶς πρωινὲς ὧ­ρες καὶ μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης ἔ­ψαλαν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».

Δεύτερη περίπτωσι: Ἦταν τὸ δεύτερο ἢ τὸ τρίτο ἔτος τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Μιὰ φούχτα Ἕλληνες πολεμοῦσαν ἐναντίον ὁλόκληρης αὐτοκρατορίας. Λευτεριὰ ζητοῦσαν. Στὴν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχὴ βρέθηκε ἡ ἱερὴ εἰ­κόνα τῆς Παναγίας τῆς Τήνου. Ἡ ἀνεύρεσι τῆς εἰκόνας αὐτῆς πολὺ ἐμψύχωσε τὸν Ἑλληνικὸ λαό. Μὴ φοβᾶστε, Ἕλληνες, φώναξε ὁ Κο­λοκο­τρώνης· ἡ Παναγία εἶνε μαζί μας καὶ θὰ νικήσουμε τὸν ἐχθρό!… Καὶ ἡ μικρὴ Ἑλ­λάδα νίκησε, καὶ ἐλευθερώθηκε. Ἡ προστασία τῆς Παναγίας σὰν φωτεινὴ νεφέλη ἁπλώθηκε πάνω στὸ βασανισμένο λαό.

Τρίτη περίπτωσι: Εἶνε ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940. Νὰ μιλήσουμε γι᾿ αὐτήν; Δάκρυα ἔρ­χον­ται στὰ μάτια μας. Ἀνήκουμε κι᾿ ἐμεῖς στὴ γενιὰ ποὺ ἔζησε τὸ θαῦμα αὐτό. Ὅσοι ἀπὸ σᾶς, νέοι τότε, ἐπιστρατευθήκατε καὶ τρέξατε στὰ σύνορα καὶ προτάξατε τὰ στήθη σας στὸν ἐ­χθρὸ καὶ σὰν ἀετοὶ ἀνεβήκατε στὰ κακοτράχαλα καὶ χιονισμένα βουνὰ τῆς Ἀλβανίας καὶ μπήκατε στὴν Κορυτσά, στὸ Ἀργυρόκαστρο καὶ στὴ Χιμάρα, ἐσεῖς, ὦ γενναῖοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες τοῦ 1940, ἐσεῖς, ὅσοι τώρα ζῆ­τε μὲ ἄ­σπρα μαλλιὰ πιὰ στὸ κεφάλι, ἐσεῖς ἐ­λᾶτε καὶ πῆτε στὰ παιδιὰ καὶ στὰ ἐγγόνια σας, στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐπο­χῆς μας, ὅτι ἡ θρησκεία μας δὲν εἶνε ψέμα. Στὸν πόλεμο ἐ­κεῖνο ἡ Παναγία ἔκανε τὸ νεώτερο θαῦμα της. Ἐνῷ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις οἱ γέροι γονεῖς, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ἔκαναν προσ­ευχή, ἐκεῖ ψηλὰ στὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας ἡ Παναγία ἔδωσε τὴ δύναμι στὸ στρατὸ τῆς Ἑλ­λάδος καὶ τότε οἱ λίγοι νίκησαν τοὺς πολλοὺς καὶ ἡ Ἑλλάδα δοξάστηκε ὅσο ποτέ ἄλλοτε.

Εἴθε διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου ὁ Θεὸς νὰ προστατεύῃ πάντα τὸ μαρτυρικὸ λαό μας ἀπὸ κάθε κίνδυνο.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

(ἄρθρο, τὸ ὁποῖο πρωτοδημοσιεύθηκε στὸ παρὸν περιοδικὸ τὴν 28-10-1973, ἀναδημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Σταυρὸς» τ. 152/Ὀκτ. 1973, καὶ περιελήφθη στὸ βιβλίο Μυρίπνοα ἄνθη, Ἀθῆναι 1974, σσ. 218-222).