Μεγάλη ἑορτὴ ἡ μνήμη τοῦ προφήτου Ἠλία, ποὺ ἔζησε ἐπὶ τῆς γῆς μιὰ ζωὴ ἀγγελικὴ καὶ ἀξιοθαύμαστη. Λίγοι ἅγιοι ἔφτασαν τὰ κατορθώματα καὶ τὰ θαύματά του. Ἀπὸ ὅλο τὸν βίο του ἂς προσπαθήσουμε νὰ διηγηθοῦμε τὰ σπουδαιότερα σημεῖα (βλ. Γ΄ Βασ. 16ο-22ο).
* * *
1. Ὁ προφήτης Ἠλίας γεννήθηκε χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ, τὴν ἐποχὴ ποὺ βασιλεῖς τῶν Ἰουδαίων ἦταν οἱ ἀσεβεῖς Ἀχαὰβ καὶ Ἰεζάβελ. Ὁ Ἀχαὰβ ἄφησε τὸν ἀληθινὸ Θεό, δίωξε τὴ πίστι τῶν πατέρων του καὶ εἰσήγαγε καὶ ὑποστήριξε τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων· ἔστησε παντοῦ εἴδωλα καὶ θυσιαστήρια τοῦ Βάαλ καὶ τῆς Ἀστάρτης, καὶ καλοῦσε τὸ λαὸ νὰ τὰ λατρεύῃ. Πολλοὶ τότε παρασύρθηκαν, ἀρνήθηκαν τὴν ἀληθινὴ πίστι κ᾽ ἔγιναν εἰδωλολάτρες. Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀχαὰβ καὶ τῶν ἄλλων ἦταν μεγάλη.
Παίρνει ἐντολὴ ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἐλέγξῃ τὸν βασιλέα. Ὑπακούει. Χωρὶς φόβο ἔρχεται στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀνεβαίνει στὰ ἀνάκτορα, παρουσιάζεται μπροστά του καὶ τοῦ λέει· Μεγάλη ἁμαρτία αὐτὸ ποὺ ἔκανες, ὁ Θεὸς θὰ τιμωρήσῃ κ᾽ ἐσένα καὶ τὸ λαό· τρία χρόνια ὁ οὐρανὸς δὲν θὰ βρέξῃ, θὰ πέσῃ δυστυχία στὸ βασίλειό σου· μετανόησε!… Αὐτὰ εἶπε κ᾽ ἔφυγε. Ὁ Ἀχαὰβ ὅμως δὲν μετανόησε (βλ. ἔ.ἀ. 16,29 – 17,1).
2. Στὴν ἔρημο ὁ Ἠλίας προσευχόταν ἀδιάκοπα. Πρωὶ καὶ βράδυ ἔρχονταν κοράκια καὶ τοῦ ᾽φερναν ψωμὶ καὶ κρέας. Ὅταν τὸ ποτάμι ξεράθηκε ἀπ᾽ τὴν ἀνομβρία, ἔφυγε σὲ ἄλλο μέρος. Κουρασμένος ὅπως ἦταν, συνάντησε ἐκεῖ μιὰ φτωχὴ χήρα καὶ τῆς ζήτησε νερὸ καὶ ψωμί. Ἐκείνη τὸν πῆρε στὸ φτωχικό της καὶ τοῦ ᾽δειξε μιὰ φούχτα ἀλεύρι καὶ λίγο λάδι σ᾽ ἕνα δοχεῖο· αὐτὰ ἦταν τὰ τρόφιμά της. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ εὐλόγησε καὶ ἡ γυναίκα πέρασε μ᾽ αὐτὰ ὅλα τὰ χρόνια τῆς ἀνομβρίας· ξώδευε, ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνταν! (βλ. ἔ.ἀ. 17,2-16).
Τὶς ἡμέρες ποὺ ὁ προφήτης ἔμενε στὸ σπίτι τῆς γυναίκας αὐτῆς, συνέβη ἕνα δυστύχημα· πέθανε τὸ ἀγοράκι της καὶ ἡ λύπη της ἦταν ἀπερίγραπτη. Ὁ Ἠλίας προσευχήθηκε καὶ ὤ τοῦ θαύματος τὸ παιδὶ ἀναστήθηκε! Ἡ χήρα δὲν ἤξερε πῶς νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ (βλ. ἔ.ἀ. 17,17-24).
3. Ὅταν πλησίαζαν νὰ τελειώσουν τὰ χρόνια τῆς ἀνομβρίας, ὁ προφήτης παίρνει ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ παρουσιαστῇ πάλι στὸν Ἀχαὰβ καὶ νὰ τὸν ἐλέγξῃ. Μόλις τὸν εἶδε ὁ βασιλεὺς τοῦ λέει θυμωμένος· –Ἐσὺ εἶσαι ποὺ ξεσηκώνεις τὸ λαό; –Ὄχι ἐγώ, ἀπαντᾷ ἀτρόμητος ὁ προφήτης, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν εἰδωλολατρία προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ· καὶ ἂν ἀμφιβάλλῃς ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, σοῦ προτείνω τὸ ἑξῆς. Μάζεψε ἐπάνω στὸ βουνὸ τοῦ Καρμήλου ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων ποὺ προσκυνᾷς· ἂς σφάξουμε καὶ ἐγὼ καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ἕνα μοσχάρι γιὰ θυσία, καὶ χωρὶς νὰ βάλουμε φωτιὰ ἂς παρακαλέσουμε αὐτοὶ τὸν Βάαλ καὶ ἐγὼ τὸν Κύριό μου, καὶ ὅποιος ἀπὸ τοὺς δύο στείλῃ φωτιὰ καὶ κάψῃ τὸ σφάγιο, αὐτὸς θὰ εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ὁ Ἀχαὰβ καὶ ὁ λαὸς συμφώνησαν, καὶ τὴν ὡρισμένη ἡμέρα 850 ἱερεῖς τῶν εἰδώλων μαζεύτηκαν ἐκεῖ· ἔσφαξαν τὸ μοσχάρι κι ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ μεσημέρι ἄκαρπα παρακαλοῦσαν τὸ θεό τους νὰ ῥίξῃ φωτιά· ἀλλὰ τίποτε! Ἔρχεται μετὰ ὁ Ἠλίας, καλεῖ τὸ λαὸ νὰ πλησιάσῃ, στήνει τὸ θυσιαστήριό του, βάζει πάνω στὰ ξύλα τὸ δικό του μοσχάρι, τὰ καταβρέχει ὅλα καλὰ μὲ νερό, καὶ παρακαλεῖ μὲ λίγα λόγια τὸν Κύριο· ἀμέσως τότε ἔρχεται φωτιὰ ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ καὶ καίει ὄχι μόνο τὸ σφάγιο ἀλλὰ καὶ τὶς πέτρες καὶ τὸ χῶμα! Ὅλος ὁ λαὸς ἔπεσε προσκύνησε καὶ φώναξε· Πραγματικὰ ὁ Κύριος εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός! Καὶ τότε ὁ Ἠλίας, κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ, ἔσφαξε ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης, ποὺ παρέσυραν τὸ λαὸ στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων (βλ. ἔ.ἀ. 18,17-40).
4. Ἀλλὰ ἡ μοχθηρὴ σύζυγος τοῦ Ἀχαάβ, ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Ἠλίας ἔσφαξε τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης, ὠργίστηκε καὶ ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν ἐξοντώσῃ. Ὁ Ἠλίας φοβήθηκε καὶ κατέφυγε πάλι στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο, μακριὰ ἀπὸ τὴν κακία καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου· γιατὶ εἶνε προτιμότερο νὰ ζῇ κανεὶς μὲ τὰ θηρία τῆς ἐρήμου παρὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα στὴν κοινωνία.
Στὸ δρόμο κουράστηκε κ᾽ ἔπεσε ἐξαντλημένος. Ἄγγελος Κυρίου, τοῦ ἔδωσε τροφή, καὶ μὲ τὴν τροφὴ ἐκείνη ἐνισχύθηκε τόσο, ὥστε βάδισε ἀκόμη 40 ἡμέρες καὶ ἔφτασε σ᾽ ἕνα σπήλαιο στὸ ὄρος Χωρήβ, ὅπου κάθισε ἀσκητεύοντας καὶ παρακαλώντας τὸ Θεό (βλ. ἔ.ἀ. 19,1-18).
5. Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε πολὺ καιρὸ στὴ σπηλιά. Παίρνει πάλι διαταγὴ νὰ πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, γιατὶ ἡ Ἰεζάβελ ἔκανε ἄλλο σοβαρὸ ἔγκλημα· σκηνοθέτησε μία δίκη, καταδίκη καὶ ἐκτέλεσι διὰ λιθοβολισμοῦ τοῦ φτωχοῦ Ναβουθαί· τὸν θανάτωσε, γιὰ νὰ τοῦ πάρῃ ἕνα ἀμπέλι, ποὺ εἶχε ὁ φτωχὸς καὶ δὲν τὸ ἔδινε γιατὶ ἦταν κληρονομιὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Ποιός νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀδικία αὐτὴ τῶν βασιλέων; Κανείς δὲν τολμᾷ. Μόνο ὁ Ἠλίας ἔρχεται, παρουσιάζεται ἐμπρός τους καὶ λέει λόγια ποὺ ἔπεσαν σὰν κεραυνός· Τάδε λέγει Κύριος· ἐπειδὴ σκοτώσατε γιὰ νὰ κληρονομήσετε τὸ κτῆμα τοῦ φτωχοῦ, ἡ ὀργὴ Κυρίου θὰ ἔρθῃ στὸ παλάτι· θὰ ἔχετε κακὸ τέλος. Ἐσύ, Ἀχαάβ, θὰ σκοτωθῇς καὶ τὰ σκυλιὰ θὰ γλείψουν τὸ αἷμα τῶν πληγῶν σου. Κ᾽ ἐσένα, Ἰεζάβελ, θὰ σὲ ῥίξουν ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ παλατιοῦ κάτω στοὺς δρόμους καὶ τὰ σκυλιὰ θὰ φᾶνε τὶς σάρκες σου… Ὅπως προεῖπε, ἔτσι καὶ ἔγιναν. Ὁ Ἀχαὰβ πληγώθηκε σὲ μιὰ μάχη, τὸν βάζουν σ᾽ ἕνα κάρρο, τὸν φέρνουν σὲ μιὰ βρύση, τοῦ πλένουν τὰ τραύματα, καὶ σὲ λίγο ἦρθαν τὰ σκυλιὰ καὶ ἔγλειψαν τὰ αἵματα. Τὴν Ἰεζάβελ τὴν κατέφαγαν τὰ σκυλιά, κι ὅταν οἱ ὑπηρέτριες κατέβηκαν νὰ δοῦν τί ἔγινε ἡ κυρία τους, δὲν βρῆκαν τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ κεφάλι της καὶ μερικὰ κόκκαλα (βλ. ἔ.ἀ. κεφ. 20ό· 22,34-40. Δ΄ Βασ. 9,7,30-37).
6. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀχαὰβ ἀνέβηκε στὸ θρόνο ὁ γυιός του Ὀχοζίας. Ἀλλὰ κι αὐτὸς ἦταν ἀσεβής, ὅπως ὁ πατέρας του. Αὐτὸς μάλιστα, μένεα πνέων κατὰ τοῦ Ἠλία, ἔστειλε δύο φορὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ πενήντα στρατιῶτες γιὰ νὰ πιάσουν τὸν προφήτη· ἀλλὰ καὶ τὶς δύο φορὲς ὁ προφήτης παρακάλεσε τὸν Κύριο, κατέβηκε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατέκαυσε τὰ ἀποσπάσματα (βλ. Γ΄ Βασ.. 22,40,52-54. Δ΄ Βασ. κεφ. 1ο).
7. Τέλος ἦρθε καὶ ὁ καιρὸς νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο ὁ φλογερὸς προφήτης. Ἀλλὰ δὲν ἔφυγε ὅπως ἐμεῖς, μὲ θάνατο. Ἀφοῦ μὲ τὴν κάππα του ἔσχισε τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου καὶ πέρασε στὴν ἀπέναντι ὄχθη, τὸν πῆρε ἕνα πύρινο ἅρμα καὶ τὸν ἀνέβασε ζωντανὸ στὰ ἀνάκτορα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου βρίσκεται τώρα μαζὶ μὲ τὸ σῶμα του (βλ. Δ΄ Βασ. 2,1-12).
* * *
Αὐτὴ ἦταν, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωὴ καὶ ἡ δρᾶσι τοῦ προφήτου Ἠλία. Πᾶνε τρεῖς χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τότε, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία δὲν ἐξαλείφθηκε· ἀντιθέτως, αὐξάνει καὶ φουντώνει. Ὤ καὶ ἂν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας! Τὸν φαντάζεστε νὰ ἐρχόταν πάλι; Τί θὰ ἔβλεπε σήμερα;
Θὰ ἔβλεπε τὴν ἀπιστία μας. Σὰν τὸν Ἀχαὰβ ἀφήνουμε κ᾽ ἐμεῖς τὴν πίστι μας κι ἀκολουθοῦμε τὰ εἴδωλα νέων ἰδεῶν καὶ συστημάτων, ποὺ σερβίρει ἡ ἄθεη Εὐρώπη. Νομίζω πὼς ἀκούω τὴ φωνή του· Χριστιανοί, γιατί ἀφήνετε τὸ δρόμο τῶν πατέρων σας; Δὲν βλέπετε τὴ θεία ὀργή; οἱ συμφορές, θεομηνίες, ἀρρώστιες, δυστυχήματα ποὺ σᾶς βρίσκουν δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ μάστιγα Θεοῦ.
Θὰ ἄκουγε ἔπειτα φρικτὲς βλαστήμιες, ἀπύλωτα στόματα νὰ βλαστημοῦν χωρὶς φόβο τὰ θεῖα. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἐντολὴ Θεοῦ θανάτωσε τοὺς 850 ἀσεβεῖς, δὲν θὰ δίσταζε νὰ τιμωρήσῃ καὶ τοὺς σημερινοὺς ὑβριστάς.
Θὰ ἔβλεπε ἀκόμη τὶς κλοπὲς καὶ ἀδικίες κατὰ τῶν σημερινῶν Ναβουθαί, καὶ θὰ φώναζε· Τὰ ξένα χρήματα καὶ πράγματα, ποὺ κρατᾶτε, εἶνε κάρβουνα ἀναμμένα καὶ θὰ κάψουν κ᾽ ἐσᾶς καὶ τὰ παιδιά σας· ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε, ἐπιστρέψτε γρήγορα τὰ κλεμμένα!
Θὰ ἔβλεπε καὶ τὴ μεγάλη ἀδιαφορία μας γιὰ προσευχὴ καὶ ἐκκλησιασμό, αὐτὸς ποὺ ἡ ζωή του ἦταν μιὰ συνεχὴς ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό, καὶ θὰ ἀγανακτοῦσε μ᾽ ἐμᾶς ποὺ σπανίως ἐκκλησιαζόμαστε καὶ προσευχόμαστε…
* * *
Ἀδελφοί μου. Ὅσες φορὲς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κάνουμε κάποια ἁμαρτία (π.χ. ν᾽ ἁρπάξουμε ξένο πρᾶγμα, νὰ ὑβρίσουμε κ.τ.λ.), ἂς σκεπτώμαστε τὸν προφήτη Ἠλία, ποὺ γιὰ τέτοιες ἁμαρτίες ἔρριχνε κεραυνοὺς στὴ γῆ.
Ὦ ἅγιε Ἠλία, πιστὲ προφῆτα τοῦ Θεοῦ, σὲ παρακαλοῦμε οἱ ἁμαρτωλοί· ἄκουσε τὶς δεήσεις καὶ τὶς παρακλήσεις μας. Ἐσύ, ποὺ τόσο μίσησες τὴν ἀδικία στὸν κόσμο, βοήθησε νὰ ἐξαλειφθῇ ἡ ἀδικία ἀπὸ τὴ ζωή μας, νὰ ζήσουμε ὅλοι ἀγαπημένοι σὰν ἀδέρφια. Ἐσύ, ποὺ ἤσουν ὅλο ζῆλο καὶ φωτιά, στεῖλε ἐξ οὐρανοῦ τὴ φωτιὰ ποὺ θὰ κάψῃ τὶς ἁμαρτίες μας, γιὰ νὰ γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς γεμᾶτοι ἀπὸ ζῆλο γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ἐσὺ ἔζησες καὶ ἀγωνίστηκες.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο (μᾶλλον ἑορτάζοντα) ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 20-7-1938)

