ΑΝΑΓΚΑΙΑ – ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ

Τὸ Σάββατο 19 Ἀπριλίου στὶς 11 μ.μ., μία ὥρα πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα, εἴμαστε ὅλοι κα­λεσμέ­νοι μικροὶ-μεγάλοι, ἄνδρες -γυναῖκες, πτωχοί-πλούσιοι, σοφοί-ἀγράμματοι, ἀ­στοί-χωρικοί, ἐργαζό­με­νοι-συνταξιοῦ­χοι, ὅσοι πιστοί. Μᾶς καλεῖ ἡ μητέρα Ἐκ­κλη­σία στὴν μεγαλύτερη ἑορτὴ. Ἑορτάζει τὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου, καὶ μὲ τὴν νίκη αὐτὴ μᾶς ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου ποὺ ἦταν κλεισμένη ἀπὸ τότε ποὺ ἐξορίσθηκε ὁ Ἀ­δάμ. Τώρα ὅλοι, οἱ πιστοὶ καὶ βαπτισμένοι χριστιανοί, ἔχομε τὸ δικαίωμα καὶ τὴν δυνατότητα νὰ γίνουμε ξανὰ πολῖτες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀφορᾶ ὅλους, δι­ότι ἔγινε μόνο γιὰ μᾶς. Τόσο μᾶς ἀγάπησε ποὺ δὲν ἀπέφυγε τὸ πάθος τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς ταφῆς, γιὰ νὰ φθάση καὶ στὴν Ἀνάστασι καὶ νὰ μᾶς χαρίση τὴν αἰώνια ζωὴ στὴν βασιλεία του.

Δὲν εἶναι σωστὸ ἀπὸ ἀν­θρώπους τόσο εὐ­νοημέ­νους καὶ τιμημένους νὰ δείχνου­με ἀχαρι­στία καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε τὴν τιμητικὴ πρόσ­κλησι γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν Ἀνάστασί του.

Ὅταν μᾶς καλοῦν σὲ γάμο, παράδειγμα, δὲν πη­γαίνουμε νὰ ποῦμε μόνον ἕνα χαιρετισμό, ἀλλὰ χαιρόμαστε στὸ μυστήριο καὶ με­τὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ προσφερόμενο δεῖπνο. Ἔτσι καὶ στὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως δὲν ἀκοῦμε τὸ πρῶτο Χριστὸς Ἀνέστη καὶ ἀμέσως φεύγουμε, ἀλλὰ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη στὸν Κύριο ποὺ μᾶς κάλεσε, καί παραμένουμε στὸ ναὸ μαζί του μέχρι τὸ τέλος τῆς ἑορτῆς, καί, κυρίως, μετέχουμε καὶ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, τὴν θεία Κοινωνία, ποὺ εἶναι τὸ εἰσιτήριο γιὰ νὰ μποῦ­με στὴν αἰώνια χαρά.

«Ἡ τράπεζα γέμει, τρυ­φήσατε πάντες… μηδεὶς ἐξέλθη πεινῶν».

Ἐμεῖς εἴμαστε κερδισμένοι ἀπὸ τὴν χαρὰ ποὺ μᾶς δίνει ὁ Ἀναστημένος Ἰησοῦς, ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ χορηγὸς ὄχι ἁ­πλῶς μόνον τῆς προσκαίρου ζωῆς, ἀλλὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Π. ΡΙΖΟΣ

[περ. «Μεγαλομάρτυρες»]