Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἱερόθεο (5ον)

ἄνδρας τῆς ἀδελφῆς μου ἔπαθε ὀξὺ ἔμφραγμα τοῦ μυοκαρδίου. Πῆγε στὸ νοσοκομεῖο, τὸν βάλανε στὴν ἐντατική, σὲ 2 μέρες παθαίνει καὶ δεύτερο ἔμφραγμα. Ἦταν πο­λὺ βαρειά· τὸν περιμένανε νὰ πεθάνῃ. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦρ­θε ὁ Γέροντας κάτω στὸ κελλάκι του. Κατέβηκα καὶ τοῦ εἶπα· ὁ ἄνδρας τῆς ἀ­δελφῆς μου ἔπαθε ἔμφραγμα καὶ εἶναι πολὺ βαρειά, στὴν ἐντατική. Μοῦ λέει νὰ πᾶτε ἀ­μέσως 2 ἄτομα στὸν Ἅγ. Νεκτάριο, νὰ κάνετε παράκλησι, γιατὶ ἂν δὲν πᾶτε θὰ πεθάνῃ ἀπόψε. Εἶχε ἔρθει ἡ ἀδελφή μου νὰ κάνῃ ἕνα μπάνιο καὶ νὰ δῇ καὶ τὰ παιδιά. Πάω ἐπάνω, τῆς λέω· Ὁ Γέροντας εἶπε νὰ πᾶμε ἀμέσως δύο ἄτομα νὰ κάνουμε παρά­κλησι. Ἔλα νὰ πᾶμε τώρα. Μοῦ λέει, πήγαινε ἐσύ, γιατὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω· μὴ πεθάνῃ καὶ θὰ ποῦνε οἱ ἀ­δελφὲς ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ὅτι τὸν εἶχα ἀφήσει. Τότε τῆς λέω· ὁ Γέροντας εἶπε νὰ πᾶμε δύο ἄτομα. Ἂν δὲν πᾶμε, θὰ πεθάνῃ ἀπόψε. Μόλις τῆς εἶπα ἔτσι, μοῦ λέει· πᾶμε ἀμέσως. Παίρνουμε ταξὶ καὶ πᾶμε Αἴγινα. Παίρνουμε ταξὶ ἀπὸ τὴν Αἴγινα καὶ πᾶμε στὸν Ἅγιο. Λέμε στὸν ταξιτζῆ νὰ μᾶς περιμένῃ. Κάναμε παράκλησι καὶ φεύγουμε ἀμέσως γιὰ Πειραιᾶ. Μόλις φτάσαμε Πειραιᾶ, παίρνει ταξὶ ἡ ἀδελφή μου καὶ πάει ἀμέσως στὸ νοσοκομεῖο στὴν Βούλα. Μόλις μπαίνει μέσα στὸ νοσοκομεῖο, τῆς λέει ὁ γιατρὸς κ. Ἀντωνιάδης· Ἔχουμε εὐχάριστα νέα, ἄλλαξε ἡ κατάστασι. Αὔριο θὰ βγῇ ἀπὸ τὴν ἐντατική. Ἡ ἀδελφή μου τὰ ἔχασε, δὲν τὸ πίστευε. Ἔγινε καλά, βγῆκε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Σὲ δέκα μέρες πῆγε στὸ γιατρό, νὰ τὸν δῇ, πῶς πάει. Τοῦ λέει ὁ γιατρός· Ξέρετε, τί εἴχατε πάθει; Πέσατε ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολι καὶ δὲν πάθατε τίποτε. Αὐτὸ τοῦ τὸ εἶπε ὁ γιατρὸς τρεῖς φορές. Ἂν δὲν ἐρχόταν ὁ Γέροντας νὰ μᾶς στείλῃ στὸν Ἅγιο καὶ νὰ μᾶς συνοδεύσῃ μὲ τὶς δικές του εὐχές, βέβαια θὰ εἶχε πεθάνει.

Ἡ μητέρα μου εἶχε πέσει μέσα στὸ σπίτι καὶ ἔσπασε τὴ λεκάνη της. Τὴν πήγαμε στὴ Βούλα. Λέει ὁ γιατρός, πρέπει νὰ χειρουργηθῇ. Βρῆκε ὁ ἀδελφός μου ἕναν καθηγητὴ νὰ τὴν χειρουργήσει. Θὰ τὴν χειρουργοῦσε σὲ 2 μέρες. Μία μέρα πρὶν τὸ χειρουργεῖο ἦρθε ὁ Γέροντας ἐδῶ στὸ κελλάκι. Τοῦ λέω· ἡ μάνα μου ἔπεσε καὶ ἔσπασε τὴ λεκάνη της καὶ αὔριο θὰ χειρουργηθῇ. Μοῦ λέει· Πήγαινέ με, θέλω νὰ τὴ σταυρώσω. Τὸν πῆγα, τὴ σταύρωσε. Τὴν ἄλλη μέρα, πρὶν μπῇ στὸ χειρουργεῖο, τῆς κάνανε ἀξονική, γιὰ νὰ δοῦνε. Ὁ γιατρὸς μόλις ἔκανε τὴν ἐξέτασι ἐξεπλάγη. Δὲν θὰ χειρουγηθῇ, λέει, κόλλησε τὸ ὀστοῦν καὶ μάλιστα κόλλησε καὶ ἴσια καὶ δὲν θὰ ἔχη κανένα πρόβλημα στὸ περπάτημα. Σὲ λίγο τὴν πήραμε καὶ φύγαμε.

Ὁ ἄνδρας μου αὐτὰ τὰ νόμιζε, ὅτι ἦταν τυχαῖα. Κάποτε ἀρ­ρώστησε, ἔπαθε κίρρωσι τοῦ ἥπατος. Τὸν παρακαλοθοῦσε ἡπατολόγος καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντα πήγαινε καλά. Κάποια μέρα τοῦ λέει ὁ για­τρός· Πρέπει νὰ κάνομε μία ἐξέτασι. Θὰ πηγαίναμε στὴ «Σωτηρία», ἐκεῖ γινόταν αὐτὴ ἡ ἐξέτασι. Θὰ τοῦ παίρνανε κομμάτι ἀπὸ τὸ συκώτι γιὰ βι­οψία. Θὰ τὸν κοιμίζανε, γιατὶ θὰ τὸ παίρνανε ἀπὸ τὸ στόμα καὶ θὰ ἔμενε μία μέρα μέσα στὸ νοσοκομεῖο. Τὴν παραμο­νὴ πέρασε ἀπὸ τὸ κελλάκι ὁ Γέροντας καὶ τοῦ εἶ­πα τὴν ὑ­πόθεσι. Ἐκεῖνος ἔβλεπε τὴ δυσ­κολία, ὅτι θὰ ἦταν ἐπώδυνη. Μοῦ λέει, πές του νὰ κατεβῇ κάτω, νὰ τὸν σταυρώσω. Κατέβηκε, τὸν σταύρωσε. Τὴν ἄλλη μέρα πήγαμε στὸ νοσοκομεῖο, τὸν ἑτοίμασαν. Ἦ­ταν καὶ ἕνας ἄλλος κύριος, ποὺ θὰ ἔκανε καὶ αὐτὸς τὴν ἴδια ἐξέτασι μετὰ ἀπὸ τὸν ἄν­δρα μου. Πρὶν μπῇ στὸ χειρουργεῖο τοῦ ἔκαναν ἀξονική. Τοῦ λέει ὁ γιατρός· Δὲν θὰ κάνουμε αὐτὴ τὴν ἐξέτασι, δὲν χρειάζεται, νὰ φύγετε. Βγαίνει καὶ μοῦ τὸ λέει, τὸ λέει καὶ στὸν ἄλλο ἄνθρωπο, ὅτι δὲν θὰ κάνῃ τὴν ἐξέτασι. Ὁ ἄλλος κύριος θὰ τὴν ἔ­κανε. Ντύνεται ὁ ἄνδρας μου καὶ βγαίνουμε. Παίρνουμε ταξὶ καὶ ἤρθαμε στὸ σπίτι. Μοῦ λέει ὁ ἄνδρας μου ἐκστατικός· Ὁ Γέροντας μὲ βοήθησε, ποὺ μὲ σταύρωσε. Ἀπὸ τότε, ὅπου πήγαινε, τὰ ἔλεγε· Ἔγινα καλά, ἐπειδὴ μὲ σταύρωσε ὁ Γέροντας. Ὅλοι οἱ φίλοι τοῦ Μηνᾶ καὶ οἱ γνωστοὶ θέλανε νὰ δοῦ­νε τὸ Γέροντα.

Εἶχα λογισμό, αὐτὸ τὸ χάρισμα ποὺ ἔχει, ἆραγε τί νιώθει, τί αἰσθάνεται; Δὲν τὸν ρωτοῦ­σα. Ἐκεῖνος ἔπιασε τὸ λογισμό μου καὶ ξαφνικὰ μοῦ λέει· Ἐγὼ καὶ κουράζομαι καὶ πεινῶ καὶ διψῶ καὶ νυστάζω. Αὐτὸ ποὺ ἔ­χω εἶνε κάτι ἄλλο, ἄλλο πρᾶ­γμα.

Κάποτε συζητάγαμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ μοῦ λέει· Ἂν δὲν γινόταν τότε ἡ δικτατορία, ἡ Ἑλλάδα θὰ ἦταν πιὸ πίσω ἀπὸ τὴν Ἀλβανία.

Γιὰ τὸ Πολυτεχνεῖο, ποὺ μιλάγαμε, μοῦ εἶπε· Μέσα στὸ Πολυτεχνεῖο δὲν σκοτώθηκε κανένας. Νὰ μᾶς τοὺς δείξουνε.

Ὁ Γέροντας εἶχε ὄγκο στὸν πνεύμονα. Εἶχε κάνει βιοψία καὶ ἦταν θετική. Μοῦ ἔλεγε, ὅτι ὁ ὄγκος ἦταν σὰν πορτοκάλι. Ἂν ἔσκαγε, θὰ πέθαινε. Τὸ εἶχε πολλὰ χρόνια, πάνω ἀπὸ 20 χρόνια.

Εἶχε καὶ κήλη καὶ ὑπέφερε. Εἶχε πρόβλημα καὶ μὲ τὸν προστάτη καὶ εἶχε καὶ αἱματουρία, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ πάῃ σὲ γιατρό. Ἔλεγε· Ὁ Θεὸς ξέρει τί ἔχω. Ἂν θέλῃ, ἂς μὲ κάνῃ καλά.

Λέω κάποια μέρα στὸν Γέροντα· Θέλω νὰ σᾶς ρωτήσω κάτι. Ἐγὼ δὲν ἤξερα ὅτι ὑπάρχουν Γεροντάδες μὲ χαρίσματα καὶ δὲν εἶχα ζητήσει ποτὲ νὰ γνωρίσω κάποιον τέτοιο Γέροντα. Πῶς ἔγινε αὐτὸ καὶ ἤρ­θατε ξαφνικά; Γέροντα ὁ Θεὸς σᾶς ἔστειλε. Καὶ μοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας μὲ ὅλη του τὴ δύναμι· Ναί, ναί, ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε.

Μαρία Πρέκα

Καλαμάκι