Ἴσως νὰ ἔρθει ἕνας καιρός, καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι σύντομα, θὰ ρωτᾶνε καθένα: ἐσύ, σὲ ποιόν πιστεύεις; θὰ ὁμολογήσουμε τότε τὸν Χριστὸ ἄφοβα; ἢ θὰ τὸν ἀρνηθοῦμε χάριν τῆς εὐημερίας καὶ τῆς ἡσυχίας;
Πρὸς ἐνίσχυση τῆς πίστης μας, πρέπει πιὸ συχνὰ νὰ στρεφόμαστε στὴ ζωὴ τῶν ὁμολογητῶν ποὺ ὑπέφεραν γιὰ τὴν πίστη.
Τὸν καιρὸ τῆς διακονίας μου στὴ Σαμαρκάνδη, γνωρίστηκα μὲ κάποιον ἡλικιωμένο ἱερέα, τὸν π. Κοδράτο, καὶ τὴν ἀναγνώστρια Ἀγριππίνα Ἰβάνοβνα Μέλεντσουκ. Ἐκπληκτικὴ πραγματικὰ ἡ μοῖρα τους. Καὶ οἱ δύο κατάγονται ἀπὸ τὴ Λευκορωσία. Καὶ οἱ δύο ἡλικιωμένοι. Καὶ οἱ δύο ἀνάπηροι. Καὶ οἱ δύο ἐξορίστηκαν δέκα χρόνια. Τὸ ὅτι εἶναι συμπατριῶτες, τὸ συνειδητοποίησαν στὴν ἐνορία, ὅταν ὁ π. Κοδράτος ἔστρεψε τὴν προσοχή του στὴν γκριζαρισμένη γριούλα Ἀγριππίνα, ἐπειδὴ ἔψελνε πολὺ ὡραία. Εἶχε τέτοια θεσπέσια φωνή! Ἔτσι λοιπὸν τὴν ἔκανε ἀναγνώστρια.
Ἡ Ἀγριππίνα ἔχει ὑποφέρει γιὰ τὸν σταυρό, δηλαδὴ γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο δὲν ἔβγαλε ἀπὸ πάνω της ἀκόμα καὶ ἀπειλούμενη μὲ φυλακὴ καὶ ἐξορία. Οἱ γονεῖς της, ἐχθροὶ τοῦ λαοῦ, συνελήφθησαν, καὶ τὴν ἴδια τὴν ἔστειλαν σὲ ὀρφανοτροφεῖο. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, βρῆκε δουλειὰ στὸ Μὶνσκ στὴν ὑφαντουργία. Ὁ προϊστάμενος τοῦ ἐργαστηρίου της πρόσεξε πὼς φοροῦσε σταυρό, καὶ τὴν πλησίασε:
–Ἀγριππίνα, βγάλε τὸν σταυρό, τῆς εἶπε.
Ἐκείνη σιώπησε. Ὁ προϊστάμενος πῆγε καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα μὲ τὴν ἴδια ἀπαίτηση. Ἐκείνη πάλι τίποτα δὲν εἶπε καὶ οὔτε ἔβγαλε τὸν σταυρό, ἂν καὶ θὰ μποροῦσε, ὅπως ἔκαναν πολλοὶ γιὰ τὸ θεαθῆναι, νὰ τὸν βγάλει ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ νὰ τὸν κρύψει.
Τὴν τρίτη ἡμέρα ὁ προϊστάμενος μίλησε ἀπότομα, σχεδὸν φώναζε:
–Ἀγριππίνα, γιατί δὲν βγάζεις τὸν σταυρό;
Ἔτσι εἶναι. Τὸν ἐνοχλοῦσε ὁ σταυρός. Ἐκείνη πάλι δὲν εἶπε κάτι. Τὴν τέταρτη ἡμέρα τὴ φώναξαν στὰ γραφεῖα. Στὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ κάθονταν δύο ἄνθρωποι μὲ δερμάτινα μαῦρα γιλέκα.
–Γιὰ ἐλᾶτε σὲ μᾶς, τῆς εἶπαν.
Κλονίσθηκε καὶ χρειάσθηκε νὰ τὴ στηρίξουν στὸ περπάτημα, ἐνῷ ὁ διευθυντὴς τὴν καθησύχασε:
– Ἔλα, πήγαινε Ἀγριππίνα, τί; Φοβᾶσαι; Ἔτσι καὶ ἀλλιῶς δὲν μπορεῖς νὰ ξεφύγεις, θὰ σὲ φέρουν πάλι πίσω.
Ὅταν μπῆκαν στὸ αὐτοκίνητο καὶ ἔκλεισαν τὶς δύο σιδερένιες πόρτες, ἡ καρδιὰ τῆς Ἀγριππίνας χτυποῦσε ζωηρά: ποῦ θὰ μὲ πᾶνε τώρα; Ἄρχισε νὰ φωνάζει:
–Ἀφῆστε με!
Ἦταν ὅμως ἤδη ἀργά. Τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν κάθισαν στὸ τραπέζι γιὰ ἀνάκριση: ποῦ γεννήθηκε, ποιοί εἶναι οἱ γονεῖς της, οἱ συγγενεῖς, ὅλα τὰ μυστικὰ ἤθελαν νὰ ἐκμαιεύσουν. Οἱ ἀνακριτὲς ἄλλαζαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, κάνοντας πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὶς ἴδιες καὶ τὶς ἴδιες ἐρωτήσεις, ἐνῷ ἐκείνη, ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ἦταν καθισμένη σὲ ἕνα σκαμνάκι. τοὺς εἶπε τότε:
–Πόσο θὰ μὲ βασανίζετε ἀκόμα; Θέλω νὰ φάω.
Τῆς ἔφεραν ἕνα κομματάκι ψωμὶ καὶ ἕνα ποτήρι ζεστὸ νερό. Παρατήρησαν τότε τὸν σταυρό:
Βγάλε τὸν σταυρό!
-Ὄχι, δὲν τὸν βγάζω, εἶμαι βαπτισμένη.
Δὲν ἐπέμεναν ἄλλο, ἀλλὰ πλησίασαν κοντά της τρεῖς φρουροί:
–Βγάλε τὸ φόρεμά σου! τῆς εἶπαν.
–Ὄχι! Σκοτῶστε με ἀλλὰ δὲν τὸ βγάζω! Ἐγὼ εἶμαι παρθένα!
Ματαίως ἀντιστάθηκε. Τὴν ἐξέτασαν μὲ χυδαῖο τρόπο γιὰ νὰ βροῦν σημάδια, ἐλιὲς καὶ σπίλους, ὥστε νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν, ἂν διαφύγει. Ἀκόμα δὲν εἶχε καταλάβει ἡ Ἀγριππίνα, ποῦ πήγαινε τὸ πρᾶγμα. Μετὰ τὴν ἀνάκριση ἀπαίτησε νὰ τὴν πᾶνε σπίτι.
Ποῦ νὰ σὲ πᾶμε μέσ’ τὴ νύχτα; Κάτσε μαζί μας. Ἀποκρίθηκαν οἱ φρουροὶ καὶ τὴν ὁδήγησαν σὲ μία ντουλάπα ποὺ φύλαγαν κάτι μαθητικοὺς πίνακες. Ἐκεῖ τὴν ἔβαλαν σὲ ἕνα γυμνὸ ξύλινο ντιβάνι, ὅπου κοιμήθηκε βαριά, βασανισμένη ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἀνάκριση. Ὅταν ἦρθε τὸ πρωὶ πετάχθηκε πάνω καὶ θέλοντας νὰ φιλήσει τὸν σταυρό της, τὸν ψάχνει ἀλλὰ ἐκεῖνος πουθενά. Τὰ ἔκανε ὅλα ἄνω κάτω χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τὴ νύχτα, ἐνῷ κοιμόταν, ἦρθαν καὶ τῆς τὸν πῆραν.
Στὸ ἐργαστήριο ἡ Ἀγριππίνα δὲν ἐπέστρεψε. Χωρὶς καμία δίκη τὴν ἔστειλαν φυλακὴ γιὰ δέκα χρόνια στὸ γυμνὸ δάσος τοῦ Κρασνογιάρσκ. Γιὰ ποιό λόγο, κανεὶς δὲν τῆς εἶπε. Ἐτυμηγορία δὲν ὑπῆρξε. Δέκα χρόνια ἐργάσθηκε στὴν ὑλοτομία. Μετὰ τὴν ἀποφυλάκιση δὲν ἐπέστρεψε στὴ Λευκορωσία, ἀλλὰ πῆγε στὸ Οὐζμπεκιστάν, ὅπου γνωρίσθηκε μὲ τὸν πατριώτη της, π. Κοδράτο, καὶ ἔγινε ἀναγνώστρια.
Αὐτὸς ὁ παππούλης ἦταν πραγματικὰ θαυματουργός. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του εἶχε τελείως στεγνώσει καὶ δυσκολευόταν πολύ. Ἡ μητερούλα Ἀγριππίνα τὸν ἄκουγε ποὺ πήγαινε στὶς εἰκόνες (καὶ εἶχε τόσες εἰκόνες! Ἀπὸ τὸ πάτωμα μέχρι τὸ ταβάνι) καὶ παρακαλοῦσε:
–Κύριε! Εὐλόγησέ με νὰ πεθάνω ἀνώδυνα!
–Πατερούλη, τί κάνεις ἐκεῖ, τί ζητᾶς; τοῦ εἶπε ἡ Ἀγριππίνα – Γιατί ζητᾶς νὰ πεθάνεις;
– Μητέρα, εἶμαι κουρασμένος. Δὲν μπορῶ ἄλλο. Νιώθω βάρος. Ποῦ λοιπὸν νὰ πάω, ὁ γέρος; Εἶναι καιρὸς νὰ πεθάνω, τῆς ἀπάντησε ὁ π. Κοδράτος καὶ πάλι προσευχήθηκε, – Ὑπεραγία Θεοτόκε! Βοήθησέ με νὰ πεθάνω ἀνώδυνα…
Μία φορὰ ποὺ πήγαινε πρὸς τὸ εἰκονοστάσι ἔπεσε καὶ ἔτσι πέθανε. Αὐτὸ συνέβη τὸ 1977. Μοῦ τηλεφώνησαν καὶ παραβρέθηκα στὴν κηδεία. Τότε ἦταν ποὺ ἡ μητερούλα Ἀγριππίνα μοῦ ἀφηγήθηκε τὶς ἱστορίες τους. Τὸ σχολεῖο τῆς ζωῆς ποὺ πέρασε. Πὼς ἔζησε δέκα χρόνια μέσα σὲ ἕνα δάσος, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ φοροῦσε σταυρό.
Κάποιοι, τὸν σταυρὸ τὸν κρεμοῦν σὰν κόσμημα στὰ αὐτιά τους, γελοῦν μὲ τὰ ἱερά· ὑπάρχουν καὶ τραγουδιστὲς καὶ τραγουδίστριες ποὺ φέρονται τελείως ἄπρεπα μὲ τὸν σταυρὸ καὶ βλασφημοῦν. Ἕνας ὅμως ἁπλὸς Ρῶσος στρατιώτης, ὁ Εὐγένιος, δὲν ἔβγαλε τὸν σταυρό του, ὅπως τοῦ ἀπαίτησαν σὰν ἀντάλλαγμα γιὰ τὴ ζωή του, καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὰ χέρια Τσετσένων παρανόμων. Μέχρι σήμερα ὅμως εἶναι ζωντανὴ ἡ μαρτυρία του στὶς καρδιὲς τῶν ὀρθοδόξων.
[σ.τ.μ. Πρόκειται γιὰ τὸν νεομάρτυρα Εὐγένιο Ροντιόνωφ, ποὺ μαρτύρησε στὶς 23 Μαΐου 1996].
Ἀπὸ τὸ πολὺ ἀξιόλογο βιβλίο τοῦ πρωθιερέως Βαλεντὶν Μπιριούκοβ, «Θαυμαστὰ περιστατικὰ καὶ ἄγνωστοι ἅγιοι», ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστήριον Ἀναστάντος Χριστοῦ, Πειραιᾶς 2024, σελ. 102-107.

