Ἡ χώρα ἔχει πάψει πρὸ πολλοῦ νὰ παράγει πολιτική. Αὐτὸ ποὺ παράγει εἶναι εἰκόνες διαχείρισης τῆς ἐνοχῆς. Κι ἂν κάποτε ἡ συγγνώμη εἶχε τὴ μορφὴ τῆς ἀποδοχῆς τῆς εὐθύνης, σήμερα δὲν εἶναι παρὰ ἐργαλεῖο ἀνακύκλωσης τῆς ἰσχύος. Ὅταν ὅλα ἔχουν συμβεῖ –οἱ νεκροὶ τῶν Τεμπῶν, οἱ ὑποκλοπές, οἱ σκιὲς στὸν ΟΠΕΚΕΠΕ, ἡ εὐτέλεια τῶν κοινοβουλευτικῶν θεσμῶν, ἡ ἀκρίβεια ὡς σταυρὸς καθημερινός– ὁ πρωθυπουργὸς ἐπιλέγει νὰ ἀνεβεῖ στὸν Ἄθωνα. Ὄχι γιὰ νὰ μετανοήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ μεταθέσει. Ὄχι γιὰ νὰ σωπάσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπικυρώσει τὸ ψευδὲς μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ ἱεροῦ.
Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἐπικίνδυνο γιὰ τὴ δημοκρατία ἀπὸ μιὰ ἐξουσία ποὺ ἐπιστρατεύει τὸ θεῖο γιὰ νὰ σωπάσει τὸ πραγματικό. Ἡ ἀνάβαση στὸ Ὄρος, μέσα σὲ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμή, δὲν εἶναι πράξη εὐλάβειας, εἶναι μιὰ νέα μορφὴ θεολογικῆς ἐργαλειοποίησης. Εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ καλυφθεῖ ἡ διάβρωση τῆς πολιτείας πίσω ἀπὸ τοὺς τοίχους τῶν μονῶν, νὰ συγκαλυφθεῖ τὸ ὑπόγειον ἔργον τῆς ἀνομίας πίσω ἀπὸ τὸ πρόσχημα τῆς «πνευματικότητας».
Ἡ Ἐκκλησία, ὅταν σιωπᾶ, δὲν εἶναι οὐδέτερη. Εἶναι συμμέτοχη. Ἂν οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν μονῶν τὸν ὑποδεχτοῦν χωρὶς διάκριση, ἂν τοῦ προσφέρουν εὐλογία χωρὶς ἀναφορὰ στὸ κόστος τῆς πολιτικῆς του, τότε δὲν προδίδουν ἁπλῶς τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, προδίδουν τὴν ἴδια τὴν ἐκκλησιολογικὴν ἀλήθειαν ποὺ εἶναι σῶμα σταυρωμένο, ὄχι σύστημα ἐξουσιαστικῆς κανονικότητας.
«Ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19, 40).
Καὶ πράγματι. Οἱ πέτρες τοῦ Ἄθωνα ἔχουν περισσότερη αἴσθηση ἱερότητας ἀπὸ τὶς γλῶσσες ποὺ διστάζουν νὰ φωνάξουν. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀσεβεῖ στὸν ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ νὰ προσκυνᾶ τὸν Θεό. Ἐκεῖνος ποὺ ἐμπορεύεται τὴ ζωή, δὲν δικαιοῦται νὰ ἀκουμπήσει στὸ χῶμα τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ξηροποταμηνοῦ, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Καυσοκαλυβίτη.
Δὲν εἴμαστε σὲ ἐποχὴ σκανδάλων. Εἴμαστε σὲ ἐποχὴ λειτουργικῆς ἀπονέκρωσης τοῦ νοήματος. Ἡ ἀλήθεια δὲν καίγεται μονάχα ἀπὸ τὴν προπαγάνδα· καίγεται ὅταν κανεὶς προσποιεῖται πὼς μπορεῖ νὰ τὴ συγκολλήσει μὲ τὸ θυμιατὸ καὶ τὴν εἰκόνα. Ὁ Ἄθως δὲν εἶναι χῶρος διπλωματίας. Εἶναι τόπος ἀπογύμνωσης, τόπος «ὀδύνης ψυχῆς» (Βαροὺχ 3,1), ὄχι τόπος «συναντήσεων ἐργασίας».
Ἡ εἰκόνα ἑνὸς πρωθυπουργοῦ ποὺ ἐπισκέπτεται τὴν ἀγιωνυμικὴ πολιτεία συνοδείᾳ ἀσφαλείας, ἑλικοπτέρων καὶ φωτογραφικῶν φακῶν, ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς ἀπόλυτης κρίσης τοῦ ἱεροῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν πῆγε στὴν ἔρημο μὲ φρουρά, δὲν ἤπιε καφὲ μὲ τὸν Πιλάτο. Ὁ Χριστὸς «ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλιπ. 2,7).
Ὁ Μ. δὲν ἐκκενώνεται…, ἐμφανίζεται. Παρίσταται. Ἐπιτελεῖ. Δὲν πενθεῖ. Παρίσταται στὸ μυστήριο σὰν νὰ πρόκειται γιὰ πολιτιστικὸ γεγονός. Ὅμως ἡ πνευματικὴ πολιτεία δὲν εἶναι οὔτε ἀπολίθωμα παραδόσεως, οὔτε σκηνικὸ ἐπανανομιμοποίησης τῆς ἐξουσίας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ στέκεται ἀπέναντι στὸ ρεῦμα τῆς ἱστορίας ὡς μαρτυρία, ὄχι ὡς σιγή.
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει ἀνάγκη τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ κράτους. Τὸ κράτος εἶναι ποὺ ἔχει ἀνάγκη τὴν κάλυψη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ νομιμοποιήσει τὴν ἀπώλεια τοῦ προσώπου. Μὰ τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι συμβολικό. Εἶναι ὑπόστασις ἀνυπόκριτος, δὲν φορεῖ τὴν μάσκα τοῦ πολιτικῶς ὀρθοῦ.
«Κατὰ τοῦ αἰῶνος τούτου» εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ φωνή.
Ὄχι «κατὰ τῆς ἁμαρτίας τῶν ἄλλων» ἀλλὰ κατὰ τῆς δικῆς μας συνενοχῆς.
Γι’ αὐτό, ἂς τὸ ποῦμε ρητά:
Ἡ ἐπίσκεψη αὐτὴ εἶναι προσβολὴ τῆς κοινῆς αἴσθησης τοῦ ἱεροῦ. Εἶναι βεβήλωση μὲ λευκὰ γάντια. Εἶναι τὸ τελευταῖο στάδιο τῆς παρακμῆς, ὅταν πιὰ οὔτε ἡ ντροπὴ δὲν συγκρατεῖ τὸ θέαμα. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι σκηνή, δὲν εἶναι δελτίο Τύπου, δὲν εἶναι διανυκτέρευση μὲ wifi στὸ ἡγουμενεῖο. Εἶναι συντριβὴ καρδίας.
Κι ἂν δὲν τὸ ποῦν οἱ μοναχοί,
θὰ τὸ ποῦν οἱ πέτρες,
θὰ τὸ πεῖ τὸ χῶμα,
θὰ τὸ πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἄθως μὲ τὸν πυρετὸ τῆς σιωπῆς του.
Ὁ Θεὸς δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιθεωρηθεῖ.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν διακοσμεῖ τὴν ἐξουσία – τὴν κρίνει.
Καὶ γιὰ ὅσους ἀκόμα ἀναζητοῦν «τὸν λόγο» τῆς ἐπίσκεψης, ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση: γιὰ νὰ παραδώσει κρατικὴ ἐπιχορήγηση ὕψους 100 ἑκατομμυρίων εὐρὼ ἀπὸ τὸ ΕΣΠΑ στὶς μονὲς τοῦ Ὄρους. Δηλαδή, γιὰ νὰ ἐπιθεωρήσει ὄχι τὸ κάλλος τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ τὴν ἀναπαλαίωση τῆς σιωπῆς. Γιὰ νὰ ἀποδείξει πὼς ἡ εὐσέβεια μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ σὲ ἐπιδοτήσεις, πὼς ἡ χάρις μπορεῖ νὰ τιμολογηθεῖ, πὼς ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ ἐνταχθεῖ σὲ ἀναπτυξιακὰ προγράμματα μὲ δεῖκτες ἀπορρόφησης καὶ παραδοτέα.
Ἡ δωρεὰ δὲν εἶναι ἁμαρτία. Ἁμαρτία εἶναι νὰ ἀνταλλάσσεται ἡ σιωπὴ μὲ ἐπιχορήγηση, τὸ Εὐαγγέλιο μὲ κονδύλια. Τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν εἶναι «δικαιοῦχος προγράμματος» – εἶναι τόπος μετάνοιας, ὄχι τραπέζης διανομῆς κρατικῶν εὐνοιῶν.
π. Σεραφεὶμ Δημητρίου

