Νοσηλευόμενος μοναχὸς ἀφηγεῖται στιγμιότυπα

Ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴ Μ.Ε.Θ.

…Ἡ παροχὴ τοῦ ὀξυγόνου ἦταν μέχρι 10 λίτρα ἀνὰ λεπτό. Ἡ δύσπνοια χειροτέρευε. Δοκίμαζαν διάφορες μάσκες. Ἡ μάσκα βεντούρη δὲν ἀπέδιδε. Δοκίμασαν ἄλλα μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἔκλειναν σχεδὸν τὰ ρουθούνια ἔχοντας καλύτερη ἀπόδοσι. Τὸ ὀξυγόνο εἶχε ρυθμιστῆ στὸ τέρμα, ἀλλὰ δὲν ἔφτανε. Χρειαζόταν περισσότερο, δηλαδὴ στὰ 15 λίτρα τὸ λεπτό, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ ποὺ ἤμουν. Ἀνέπνεα μὲ πολλὴ δυσκολία καὶ ἔπρεπε νὰ ἐκπνέω πάλι ἀπὸ τὴ μύτη γιὰ νὰ παραμένη περισσότερη ὥρα ὁ ἀέρας μέσα μου. Κουραζόμουν πολὺ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὁπότε ἀνέπνεα ἀπὸ τὴ μύτη καί, μετὰ ἀπὸ λίγο, ἔκανα ἀναπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ στὰ γρήγορα 3 φορὲς ἀπὸ τὸ στόμα γιὰ νὰ ξεκουραστῶ λίγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν βοηθοῦσε τὸ ὀξυγόνο, γιατὶ ἔπαιρνα σκέτο ἀέρα. Σιγὰ – σιγὰ ἄρχισα νὰ συνηθίζω, μετὰ ἀπὸ μία δύσκολη ἡμέρα, καὶ ἡ ἀναπνοὴ καὶ ἡ ἐκπνοὴ γινόταν ἀπὸ τὴ μύτη.

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ κατάστασι δὲν ἦταν καλή, ἀποφάσισαν νὰ μὲ μετακινήσουν σὲ ἄλλο κρεβάτι στὴν αἴθουσα ὅπου ὑπῆρχε παροχὴ 15 λίτρων ὀξυγόνου ἀνὰ λεπτό. Ἑτοίμασαν ἕνα διπλανὸ κρεβάτι καὶ ἔφεραν ἕνα ἁμαξίδιο μὲ μπαταρία γιὰ νὰ γίνη γρήγορα ἡ μεταφορὰ λόγῳ τῆς ἐπικινδυνότητος τοῦ ἐγχειρήματος. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ μπῆ σὲ ἕναν ρευματοδότη ἐπὶ 50 λεπτὰ γιὰ νὰ φορτιστῆ ἡ μπαταρία. Ὅταν ὅλα ἦταν ἕτοιμα πᾶνε νὰ πάρουν τὸ ἁμαξίδιο καὶ παρατηροῦν πὼς ξέχασαν νὰ τὸ βάλουν στὸν ρευματοδότη.

–Πώ πω, Χριστέ μου, τί πάθαμε! ἔλεγαν.

–Κάναμε βλακεία ποὺ τὸν φέραμε ἐδῶ.

–Κρίμα, ἔλεγε ἕνας γιατρός, καὶ εἶναι νέος (;) ἄνθρωπος.

Ἀποφάσισαν νὰ μείνω ἐκεῖ ποὺ ἤμουν, μὲ ὅλες τὶς δυσκολίες βέβαια.

Σ᾽ αὐτὸ τὸ διάστημα, μέχρι τὴν ἀποσωλήνωσι, ἦταν ἀδύνατο νὰ πιῶ νερό. Λόγῳ τῆς δύσπνοιας περίπου 6 μέρες, δὲν μπόρεσα νὰ κοιμηθῶ. Λένε, ὅμως, πὼς ἔστω καὶ λίγο πρέπει νὰ κοιμήθηκα.

Ἀπὸ τὴν μὴ λῆψι τροφῆς εἶχα γίνει σὰν σκελετός. Ζάρωσα σὰν νὰ ἤμουν 100 χρονῶν καὶ περισσότερο. Ὅταν ζυγίστηκα λίγο πρὶν τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο εἶχα χάσει 15 κιλά, ἴσως καὶ περισσότερο, ἂν καὶ εἶχα ἀρχίσει νὰ τρώω λίγο μετὰ τὴν ἐντατική.

Τὸ μόνο ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω ἦταν νὰ προσεύχωμαι. Ἐπικαλούμην πρῶτα – πρῶτα τὴν Παναγία μας. Ἔπειτα τοὺς ἁγίους στοὺς ὁποίους εἶνε ἀφιερωμένα τὰ παρεκκλήσια ποὺ ἔχομε. Ἅγιοι Πάντες, προφήτης Ἠλίας, ἅγιος Δημήτριος, ἅγιος Σαμψὼν ὁ ξενοδόχος, ἅγιος Διονύσιος, ἅγιοι Σαράντα μάρτυρες, ἁγία Σοφία Πίστις Ἐλπὶς καὶ Ἀγάπη, ἅγιος Γεώργιος, ἁγία Παρασκευή, ἁγία Θεοκτίστη, ἅγιος Μόδεστος, ἅγιοι Ταξιάρχες, ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη, ἅγιος Θαλλέλαιος, ἅγιος Τρύφων, ἅγιος Ἐφραὶμ Ν. Μάκρης, Τίμιος Σταυρός, ἅγιος Νικόλαος, ἅγιος Ἰωάννης Θεολόγος, ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Πέτρος. Ἐπίσης καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ δὲν ἔχομε παρεκκλήσια, ὅπως ἅγιος Ἀθανάσιος, ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, ἅγιος Ἰωάννης Ρῶσος, ἅγιος Παντελεήμων, ἅγιος Φανούριος, ἅγιος Ἀρσένιος, ὅσιος Ἐφραίμ, ὅσιος Φιλόθεος, ἅγιος Κύριλλος, καὶ ἅγιος Νεκτάριος καὶ π. Αὐγουστῖνος. Ἰδιαιτέρως δὲ καὶ τὸν φύλακα ἄγγελό μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔσωσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, πολλὲς φορές. Σ᾽ αὐτοὺς προσευχόμουν, καὶ ὅταν τελείωνα ἔλεγα τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με», ὅπως καὶ «Ὑπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με». Ἀργότερα ἄρχιζα πάλι. Στοὺς ἁγίους ποὺ ἔχομε τὰ παρεκκλήσια τοὺς θύμισα τὶς ἀκολουθίες ποὺ κάναμε καὶ τὰ μεγάφωνα ποὺ ἔβαζα γιὰ ν᾽ ἀκούη ὁ κόσμος ἔξω, γιὰ νὰ …τοὺς καλοπιάσω, ἐφ᾽ ὅσον βέβαια ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ παραμείνω στὴ ζωή. Εἶχα ὅμως μιὰ ἐλπίδα πὼς ὅλα θὰ πᾶνε καλά.

Λόγῳ τῆς μεγάλης δύσπνοιας –πνευμονικὴ ἐμβολή–, κινδύνευα πολλὲς φορὲς νὰ ἐκπνεύσω ὁριστικά. Εἶδα τὸ θάνατο μὲ τὰ μάτια μου, ποὺ λένε. Τότε προσευχόμουν, ἂν εἶνε θέλημα Θεοῦ νὰ ἀπέλθω, νὰ μὲ πάρη ὁ Θεὸς μὲ τὸ μέρος του, εἴτε θέλω εἴτε δὲν θέλω, παρὰ τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μου, καὶ μὴ ἔχοντας προσφέρει τίποτα στὴ ζωή μου, ἀλλὰ ἐλπίζοντας μόνο στὸ ἔλεος καὶ στὴν εὐσπλαγχνία του. Ἂν δὲ δὲν εἶνε θέλημά Του νὰ μὲ πάρη τώρα, ἂς συνεχίσω ἀκόμα λίγο τὴ μικρὴ διακονία μου στὸ μοναστήρι…

…Τὸ νοσηλευτικὸ προσωπικὸ ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔχει τυπωθῆ βαθειὰ στὴ μνήμη μου. Ἐργάζονται 16 ὧρες συνεχῶς καί, μετὰ ἀπὸ ἕνα 8ωρο, πάλι στὸ νοσοκομεῖο γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν ἐργασία. Εὐτυχῶς ποὺ παίρνουν κανένα ρεπὸ καὶ ξεκουράζονται. Ἀλλὰ μέσα στὸ 8ωρο πότε νὰ πᾶνε στὸ σπίτι νὰ ξεκουραστοῦν λίγο καὶ πότε νὰ ἐπιστρέψουν;

Ἕνας γιατρὸς εἶπε ἐκεῖ·

–Ἡ καλύτερη μέρα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς εἶνε τὸ ρεπό.

Σκοπὸς τῶν Μ.Ε.Θ. εἶνε νὰ σώζουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ σχεδὸν βέβαιο θάνατο. Αὐτὸ ἔχουν πάντα στὸ μυαλό τους οἱ γιατροί. Εἶνε πολὺ ἀφωσιωμένοι στὸ ἔργο τους. Λὲς καὶ εἶνε ἄνθρωποι ἀφιερωμένοι σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐργασία. Ὅλοι δημιουργοῦν ἕνα κλῖμα εὐχάριστο γιὰ τοὺς ἴδιους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Σὰν νὰ μὴ βρίσκωνται σὲ ἐντατικὴ μονάδα ἀλλὰ σὲ μιὰ κλινική.

Τὶς πρῶτες μέρες ποὺ πῆγα εἶχε πολλὴ κίνησι. Ἄκουγα τὸν ἦχο τοῦ ἀσθενοφόρου καὶ σὲ λίγο ἔφερναν τὸν ἀσθενῆ. Ἄρχιζε ἡ διασωλήνωσι, ποὺ κρατοῦσε ἀρκετὴ ὥρα. Αὐτὴ τὴν ὥρα τὸ προσωπικὸ ἔτρεχε μὲ τόση ταχύτητα, λὲς καὶ χρησιμοποιοῦσε πατίνια.

Οἱ γιατροὶ ἔλεγαν συχνά· Νὰ προσέχωμε νὰ μὴ χάνωμε τὴν ψυχραιμία μας. Κάποια στιγμὴ γέμισαν τὰ κρεβάτια. Ἄκουγα ἀπὸ τὰ μεγάφωνα, ὅσο μποροῦσα, ὅτι ὁ ὑπεύθυνος τοῦ νοσοκομείου ἔδινε ἐντολὴ νὰ μὴ δέχωναι ἀσθενεῖς ἐὰν δὲν ὑπάρχουν κρεβάτια ἄδεια. Μόλις τελείωσε, ἀκούω ἀπ᾽ ἔξω τὸ ἀσθενοφόρο. Ὁ ὑπεύθυνος γιατρὸς λέει·

–Ἀφοῦ ἦρθε σ᾽ ἐμᾶς, ἔστω καὶ ἂν δὲν μᾶς εἰδοποίησαν, θὰ τὸν πάρουμε καὶ αὐτὸν γιὰ νὰ τὸν σώσουμε. Ἐγὼ ἀναλαμβάνω τὴν εὐθύνη. Θὰ τὸν βάλουμε στὸ πάτωμα μέχρι νὰ ἐλευθερωθῆ ἕνα κρεβάτι.

Μετὰ ἀπὸ λίγο ἄλλοι δύο, πάλι στὸ πάτωμα.

–Μὰ γιατί δὲν εἰδοποιοῦν ὅταν ἔρχωνται;

–Ἔρχονται σὰν τὰ τραῖνα.

Μία μέρα, ξημερώματα, πλησίαζε ἡ ὥρα γιὰ νὰ φύγουν, καὶ ἀκούστηκε τὸ ἀσθενοφόρο.

–Παναγία μου, ἦρθε κι ἄλλος, ἔλεγαν. Τώρα τί θὰ κάνουμε.

–Ζαλίστηκα, δὲν μπορῶ.

–Κ᾽ ἐγώ, ἕνας ἄλλος.

Τότε ὁ ὑπεύθυνος ἐκείνη τὴν ἡμέρα γιατρὸς λέει·

–Νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας, κι ἀφοῦ ἦρθε σ᾽ ἐμᾶς, νὰ πάρουμε κι αὐτὸν γιὰ νὰ τὸν σώσουμε…

…Ἄλλη μιὰ περίπτωσι ποὺ ἀξίζει νὰ τὴν ἀναφέρω. Μία νοσηλεύτρια, ἀπὸ τὶς νεώτερες, ἄρχισε νὰ βρίζη καὶ νὰ χυδαιολογῆ τὸν γιατρὸ ὅταν αὐτὸς ἔκανε διασωλήνωσι. Δὲν μπορῶ νὰ μεταφέρω τὸ τί ἔλεγε. Ὁ γιατρὸς δὲν ἔδωσε καμμία σημασία. Οὔτε καὶ κανένας ἄλλος. Αὐτὸ ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἦταν μόνο νὰ σώση τὸν ἀσθενῆ ποὺ κινδύνευε. Ἀφωσιωμένος στὸ ἔργο του δὲν τὸν ἐνδιέφεραν τὰ ὑβρεολόγια ποὺ ἄκουγε.

Θυμήθηκα τότε ἐκεῖνο τὸν ὑποψήφιο μοναχὸ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ γέροντας·

–Ἂν θέλης νὰ γίνης μοναχός, πήγαινε στὸ νεκροταφεῖο καὶ κολάκευσε ἕνα νεκρό.

Κι ἀφοῦ ἐκεῖνος ἐπέστρεψε τὸν ρωτάει·

–Τί σοῦ εἶπε;

–Τίποτα.

–Πήγαινε πάλι καὶ βρίσε τον.

Κι ἀφοῦ ἐκεῖνος πάλι ἐπέστρεψε τὸν ρωτάει·

–Τί σοῦ εἶπε;

–Τίποτα.

–Ἔτσι πρέπει νὰ εἶσαι γιὰ νὰ γίνης μοναχός.

Πολλὲς φορὲς τὰ διαβάζουμε, ἀλλὰ ὠφελούμαστε μόνο ὅσο διαρκεῖ τὸ ἀνάγνωσμα, ὄχι γιὰ νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε…

Εὐχαριστῶ ὅσους προσεύχονταν γιὰ τὸν γέροντα καὶ γιὰ μένα.

Ἀ.μ.Λ.