Ἐπίσκεψις Βίου μοναχικοῦ

Ὁ ἅγιος Εὐστά­θιος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (12ος αἰ.) ἔγραψε τὸ ἔργο Ἐπίσκεψις Βίου μοναχικοῦ ἐ­πὶ διορθώσει τῶν περὶ αὐτόν. Σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο τῶν πενῆντα πέντε χιλιάδων λέξεων ἐπιχειρεῖ μία καταγραφὴ τῆς ἐξ­­αθλίωσης τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους τῆς ἐποχῆς του, ἐνῶ παράλληλα προσπαθεῖ νὰ διορθώσει αὐτὴν τὴν παρα­κμὴ μὲ βάση τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση. Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος ἐκ­ρή­γνυται στὴν πραγματεία του μὲ ὅ­σα ἔ­βλεπε καθημερινὰ γιὰ τὴν κατάντια τῶν μοναχῶν τῆς περιοχῆς του. Ἀ­γω­νιᾶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀνάρμοστη συμπεριφορὰ ἀμφισβητεῖ τὸν ἴδιο τὸν ἐπισκοπικό του θρόνο, τὴν ἱεραρχία καὶ τὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπῆρχε ἐξ­α­θλίωση καὶ στὶς τρεῖς τότε βαθμίδες τῆς μοναχικῆς τελείωσης: τῶν νεοσυλ­λέκτων, τῶν μανδυωτῶν καὶ τῶν μεγαλοσχήμων.

Μία εἶναι ἡ διαχρονική, ὅπως ἀναφέ­ρει, αἰτία τῆς κατάπτωσης τοῦ κλήρου. Ὅπως πάντα, ἡ ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία του. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ χαρα­κτηριστικοῦ τους, οἱ μοναχοὶ προσπαθοῦν νὰ πλουτίσουν καὶ νὰ ἀνέλθουν κοινωνικά. Διακατέχονται ἀπὸ ἀ­­κόρεστη δίψα γιὰ οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ δύναμη. Ἔχουν ἀμέτρητα πάθη, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν γνω­­ρίζουν οὔτε οἱ ἴδιοι. Ἐκδηλώνουν κακίες εἴτε μεταξύ τους, εἴτε μὲ τοὺς ἀ­νωτέρους τους ἀλλὰ ἀκόμα καὶ μὲ τοὺς λαϊκούς. Ἐγκαταλείπουν χωρὶς ἄδεια τὶς μονὲς τῆς μετανοίας τους καὶ περιφέρονται σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρα­τορία, σὰν νὰ εἶναι ἔμποροι τῆς πίστης. Μοναστικὴ πειθαρχία δὲν ὑπάρχει. Τὸ μο­ναστικὸ ἰδεῶδες τῶν πρώτων χριστι­ανικῶν αἰώνων ἔχει πεθάνει. Μὲ τὴν πρώ­­τη ἀφορμὴ πετοῦν τὰ ράσα τους, συζοῦν μὲ ἄγνωστες γυναῖκες. Προσπαθοῦν νὰ ἐκμεταλλευτοῦν τὸν ὁποιονδήποτε γιὰ τὸ κέρδος τους. Εἶναι ὀ­­κνηροί, ἀλαζόνες, αὐθάδεις, βρώμικοι, ἀθυρόστομοι, ὑποκριτές, βέβηλοι, περίγελοι, ἀγράμματοι, ἀνυπάκουοι, αἰ­σχροὶ κατήγοροι τῶν πάντων. Μὲ δύο λέξεις, ὄχι μοναχοί.

Στὴν κατάσταση αὐτή, συνεχίζοντας τὴν καταγραφή, δὲν ἐξαιρεῖ τοὺς αἰ­σχροὺς ἡγουμένους τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι μέσα στὶς κατὰ τόπους ἐκκλησιαστικὲς περιφέρειες ποὺ δραστη­ριο­ποιοῦνται δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν ποιμαντορικὴ ἐπίβλεψη τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου, τὸ δικαίωμά του γιὰ τὶς χειρο­τονίες, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁπλὴ ἀναφο­ρά τοῦ ὀνόματός του στὶς ἀκολουθίες.

Τὰ παραπάνω μοῦ θυμίζουν τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτη: «Πῶς ἔχουν γίνει οἱ ἄνθρωποι! Σὰν τὰ ζῶα! Τὰ ζῶα ξέρετε τί κάνουν; Στὴν ἀρχὴ μπαίνουν στὸν σταῦλο, κο­πρίζουν, οὐροῦν… Μετὰ ἀρχίζει νὰ χωνεύει ἡ κοπριά. Μόλις ἀρχίζει νὰ χωνεύει, αἰσθάνονται μιὰ ζεστασιά. Δὲν τὰ κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν σταῦλο, ἀναπαύονται. Ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι, θέλω νὰ πῶ, νιώθουν τὴ ζεστασιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν. Καταλαβαίνουν ὅτι βρωμάει, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ ἐκείνη δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν… Σήμερα τὴν ἁμαρτία τὴν ἔκαναν μόδα».

Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ἕνα χαρακτη­ριστικὸ παράδειγμα ποὺ μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Εὐστάθιος καὶ δείχνει τὴν ἀδιαφορία τῶν μοναχῶν γιὰ θεολογικὴ παιδεία. Ὁ ἅγιος ρώτησε κάποτε ἕναν μορφωμένο καὶ ἐνάρετο ἡ­γούμενο νὰ τοῦ δείξει ἕνα σπάνιο βι­βλίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου ποὺ εἶχε τὸ μοναστήρι του. Ὁ ἡγούμενος τοῦ ἀπάντησε ὅτι τὸ πούλησαν. Σὲ ἐρώτηση τοῦ ἁγίου γιατί καὶ πῶς, ὁ καθηγούμενος ἀπάντησε: «ἐμεῖς τί νὰ τὰ κάνουμε τέτοια βιβλία;». Τότε ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε: «βέβαια καὶ ποιό πρά­­­γμα θὰ μπορούσατε νὰ ἔχετε ἀ­νάγκη ἐσεῖς, οἱ τρανοὶ μοναχοί, ἀφοῦ ἔχετε ἤ­δη φτάσει στὸ σημεῖο νὰ περιφρονεῖτε τέτοιας ἀξίας βιβλία;».

Τέλος, ἀναφέρει καὶ ἕνα γεγονὸς τὸ ὁποῖο τὸν σόκαρε. Σὲ κάποια πρωινὴ ὁμίχλη τῆς πεδιάδας τῆς Θεσσαλονίκης ξεπρόβαλαν μαυροφορεμένοι μοναχοὶ καβάλα σὲ μεγαλόσωμα ἄλογα, ἀξιόλογοι στὴν ἱππικὴ τέχνη. Αὐτοὶ «ποὺ ποτέ τους δὲν εἶχαν ἀνέβει οὔτε σὲ γαϊδούρι, ἐξελίχθηκαν τόσο δεξιοτέ­χνες στὸν χειρισμὸ τῶν ἀλόγων, τώρα, μετὰ ποὺ γίνανε μοναχοί, σὰν νὰ τοὺς ἔμαθε κάποιος νὰ χειρίζονται ἄ­λογα ποὺ κουβαλᾶνε δαιμόνους! Κι εἶναι οἱ ἴδιοι αὐτοὶ ποὺ ποτέ δὲν ἔδειξαν τὴν παραμικρὴ ἔφεση γιὰ κάποια ἀ­νά­βα­ση πνευματική, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη πάνω σὲ ἄλογα… Στὸ δεξί τους χέρι κρατᾶνε ρόπαλα… σὰν χειροδύναμοι ποὺ εἶ­ναι… (ἐνῶ) ἀκόμα, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς κουβαλᾶνε μαζί τους τόξα γιὰ νὰ τοξεύουν. Κι ὅταν πετυχαίνουν τὸν στόχο τους, χασκογελᾶνε… (μαζὶ) μὲ τὰ σκυλιὰ ποὺ σέρνουν οἱ καλόγεροι… καὶ τὰ κυνηγετικὰ γεράκια ποὺ κάθονται πάνω στὰ χέρια τους καὶ τὰ χρησιμο­ποιοῦν γιὰ νὰ τοὺς κουβαλᾶνε τὸ θήραμα. Τότε εἶναι, ἀλήθεια, ποὺ τοὺς πε­ριλούζει τὸ σκῶμμα κι ἡ ντροπὴ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ τοὺς βλέπει νὰ κυκλοφοροῦν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση».

Τί φλυαρεῖ λοιπὸν ὁ μέγας παπᾶς; Ἔτσι ἔκραζε, πολὺ συχνά, τὸ πλῆθος, ἀπαξιωτικὰ βέβαια, γιὰ τοὺς ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς του. Τὸ ἴδιο ὅμως δὲν κρά­­ζει καὶ ὁ κόσμος σήμερα; Ἔχει ἄδικο; Ἂν ὄχι, Πατέρες, ἀλλάξτε, διορθω­θεῖτε, γιατί ὁ κόσμος ἔχει κολαστεῖ ἀ­πὸ ἐσᾶς. Ἂν ναί, τότε τὸ ἔργο αὐτὸ σίγουρα δὲν γράφτηκε καὶ γιὰ τὴν ἐ­ποχή μας. Ἀγνοῆστε το! «Σὲ ἕνα δευτερόλεπτο μπορεῖ νὰ βρεθεῖ κανεὶς ἀ­πὸ τὴν κόλαση στὸν Παράδεισο, ἂν μετανοήσει», συνήθιζε νὰ λέει ὁ ἅγιος Παΐσι­ος. Καλὴ μετάνοια, ἀδέρφια μου, ὅπως καὶ νὰ ἔχει.

Χρῆστος Νικολόπουλος

Δρ. Θεολογίας – Βυζαντινολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *