Στὴν ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας

Πατέρες καὶ ἀδελφοί μου, Χριστὸς Ἀνέστη!

Ἡ σημερινὴ γιορτὴ εἶναι κατ᾽ ἐξοχὴν γιορτὴ τῶν θαυμασίων τῆς Θεοτόκου, εἶναι γιορτὴ τῶν πονεμένων καὶ θλιβομένων καρδιῶν. Εἶναι γιορτὴ τῶν ἁπλῶν καὶ θεοφιλῶν ἀνθρώπων. Μπροστὰ στὴν Παναγία μας, ὅλοι εἴμαστε ἕνα, μικροὶ καὶ μεγάλοι· ὅλοι εἴμαστε ἐπίσημοι μπροστά της καὶ βαθειὰ γνώριμοι μεταξύ μας, γιατὶ εἴμαστε κοινωνημένοι ἀπὸ τὸ ἴδιο ἅγιο Ποτήριο τῆς ζωῆς.

Ἡ χάρη τῆς Κυρίας Θεοτόκου ποὺ παραμένει πλούσια καὶ ζωντα­νὴ σ᾽ αὐτὸ τὸ ἅγιο μοναστήρι, μὰ καὶ στὸν κόσμο Ὁλόκληρο, μᾶς προσθέτει κάθε στιγμὴ πόθο στὸν πόθο καὶ «κόρον οὐ λαμβάνομεν» ὑμνολογώντας τὰ μεγαλεῖα της. Ζωντανὴ παρουσία τῆς Παναγίας σημαίνει ὄχι ζωὴ ἀπείραστη, ράθυμη κι ἀνέμελη· κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ ζωὴ ταπείνωσης, ὑπομονῆς καὶ καρτερίας, ζωὴ ἀγώνων συνεχῶν.

Πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ αἶνον τῆς Παναγίας μας θὰ διηγηθοῦμε στὴν ἀγάπη σας ὁρισμένα ἀπὸ τὰ θαύματά Της, τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα.

Ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ ἐπιμελημένη παιδεία καὶ κατάρτιση –Καθηγητὴς στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν– εἶναι καὶ παραμένει ταπεινὸς προσκυνητὴς τῆς Θεοτόκου στὸ Περιβόλι της στὸν Ἄθωνα. Ὁ ἴδιος λοιπὸν μᾶς καταθέτει:

–Κατέβηκα στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας γιὰ κάποιες ὑποχρεώσεις μου. Ὅταν ἐπέστρεφα, διαπιστώνω πὼς ἔλειπε τὸ πορτοφόλι μου. Κατέβηκα ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο κι ἄρχισα νὰ ψάχνω παντοῦ. Ἀκόμα καὶ στοὺς κάδους τῶν ἀπορριμμάτων, γιατὶ εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, πὼς ὅταν οἱ ἐπιτήδειοι πάρουν τὰ τυχὸν χρήματα, πετοῦν τὰ πορτοφόλια στὰ σκουπίδια. Τίποτε ὅμως. Ἐπέστρεψα στὸ σπίτι λυπημένος, ὄχι τόσο γιὰ τὰ χρήματα, ὅσο γιὰ τὰ χαρτιά. Ποιός μπαίνει πάλι στὴ διαδικασία πιστοποιητικῶν καὶ ταυτοτήτων; Τὴν ἐπαύριο  λοιπόν, πρωί – πρωί, δέχομαι ἕνα τηλεφώνημα.

–Εἶσαι ὁ Μιχάλης ὁ Τάδε; Κάπου νὰ συναντηθοῦμε νὰ σοῦ παραδώσω τὸ πορτοφόλι σου.

Συναντηθήκαμε, μοῦ τὸ ἔδωσε καὶ μοῦ εἶπε:

–Ἂν πηγαίνεις στὸ Ἅγιον Ὄρος, πέρνα ἀπ᾽ τὴ Γοργοϋπήκοο, ἄναψέ της μιὰ λαμπάδα καὶ προσκύνησέ Την, καὶ ἔφυγε χωρὶς ἄλλα λόγια.

Πῶς θὰ τὸ χαρακτήριζε κανείς; Θαῦμα, σύμπτωση ἢ περίπτωση; Ὁ παθὼν πάντως τὸ ἔζησε ὡς θαῦμα καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὴν Παναγία μας ἐκφράζεται καὶ ἐκδηλώνεται παντοιοτρόπως.

Ἄλλος ἀδελφὸς καὶ πρόβατον τῆς ποίμνης της μὲ πολλὴ ἁπλότητα καὶ ἀφελότητα καρδίας μᾶς γνωρίζει τὴ μητρικὴ κηδεμονία της ἐν ἡμέραις πανδημίας. Ἦταν διασωληνωμένος καὶ σὲ καταστολή. Τὸν ξύπνησε μία γυναίκα μὲ μαῦρα ροῦχα, ἡ ὁποία μὲ γλυκύτητα καὶ συμπόνια τὸν ρώτησε ἂν ξέρει ποῦ βρίσκεται. Στὴν ἀμηχανία του καὶ στὴν ἀδυναμία του νὰ τῆς ἀπαντήσει, ἡ ἴδια τοῦ εἶπε ἐπὶ λέξει:

–Βρίσκεσαι στὸ νοσοκομεῖο… ἐδῶ θὰ γίνεις καλά.

Ἀμέσως ἄρχισαν νὰ τὸν κυριεύουν συναισθήματα χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Ὅταν ἀποσωληνώθηκε καὶ ἡ βελτίωση τῆς ὑγείας ἄρχισε νὰ γίνεται αἰσθητὴ καὶ πάλι ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία χαμογελώντας καὶ λέγοντας·

–Δὲν σοῦ εἶπα πὼς θὰ γίνεις καλά;

Ὁ ἀδελφὸς ὁμολογεῖ, ὅτι ἡ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου τοῦ ἄφησε πολλὴν ἀγάπη καὶ πολλὴν εἰρήνη.

Ἂς μιμηθοῦμε, ἀδελφοί μου, καὶ ἐμεῖς τὴν Παναγία Θεοτόκο. Ἐκείνη μέρα – νύχτα πρεσβεύει γιὰ μᾶς. Ἂς προσευχώμαστε καὶ ἐμεῖς, καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας. Τὰ ὅπλα τὰ δικά μας, ποὺ δυστυχῶς δὲν τὰ χρησιμοποιοῦμε εἶναι οἱ προσευχές, οἱ νηστεῖες καὶ οἱ ἐλεημοσύνες. Ὅπλα ἰσχυρά, πανίσχυρα. Ὅταν μάλιστα συνδυάζονται, συνοδεύονται καὶ ἀπὸ τὴν ταπείνωση, θαύματα ἐπιτελοῦν. Τὰ πάντα κατορθώνουν μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ τοῦ ἐκ νεκρῶν Ἀναστάντος, στὸν ὁποῖο ἀνήκει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσ­κύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος καθηγούμενος

ἱ. μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους