Τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ θεματολογία τῆς ὀνομαζομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου

Τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ θεματολογία τῆς ὀνομαζομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου δὲν ἐξέφρασαν ποτέ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα (κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς), τὸ ὁποῖο, ἄλλωστε, οὐδέποτε πληροφορήθηκε κάτι σχετικὸ μὲ τὴν Σύνοδο αὐτή, οὐδέποτε συμμετεῖχε στὴν διαδικασία προπαρασκευῆς της καὶ οὐδέποτε ἐνέκρινε τὰ πρὸς συζήτησιν θέματά της. Ὑπάρχει δηλαδὴ ἀποκλεισμὸς τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τῶν μοναχῶν καὶ τῶν κληρικῶν. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τῶν μοναχῶν καὶ τῶν κληρικῶν, ἔχουμε καὶ τὸν ἀποκλεισμὸ καὶ τὴν φίμωσι τῶν ἰδίων τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἐνημερώθηκαν γιὰ τὰ πεπραγμένα τῶν Προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ γιὰ τὰ θέματα ποὺ συζητήθηκαν. 

Ὅπως σημειώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος σὲ Ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: «Τὰ κείμενα τῶν θεμάτων αὐτῶν ὡλοκληρώθηκαν ἀπὸ τὴν Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπὴ καὶ παραπέμφθηκαν ἤδη στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, χωρὶς νὰ τὰ γνωρίζη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας… Γιατί δὲν ἐτέθησαν πρὸς ἔγκρισι ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τὰ κείμενα αὐτὰ καὶ παραπέμφθηκαν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ἐν ἀγνοίᾳ τῶν Ἱεραρχῶν;». 

Καὶ ὁ Καθηγητὴς κ. Τσελεγγίδης παρατηρεῖ ὅτι, «…ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος –ἀπὸ τὸ 1961, ποὺ ἄρχισαν οἱ Πανορθόδοξες Προσυνοδικὲς Διασκέψεις γιὰ τὴν παραπάνω Μεγάλη Σύνοδο– δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Διασκέψεων αὐτῶν σὲ ἐπίπεδο Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας». 

Ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν Ἐπισκόπων συντελεῖται, ἐπίσης, καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μόνον 24 Ἀρχιερεῖς ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ συμμετέχουν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, καὶ αὐτοὶ χωρὶς νὰ ἔχουν δικαίωμα ψήφου ὁ καθένας ξεχωριστά, ἀλλὰ μόνον ὁ Προκαθήμενος τῆς κάθε Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος θὰ ψηφίζη μὲ βάσι τὴν πλειοψηφία τῶν ἐκεῖ εἰκοσιτεσσάρων συμμετεχόντων. Ὅπως τονίζει καὶ ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος, «καταργεῖται ἡ πρακτικὴ ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε Ἱερῶν Συνόδων… ὅπου κάθε ἐπίσκοπος ἔχει καὶ τὴ δική του ψῆφο… (καὶ) καθιστᾶ τὰ μέλη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πλὴν τῶν Προκαθημένων, διακοσμητικὰ στοιχεῖα, ἀφαιρεθέντος ἀπ᾽ αὐτῶν τοῦ δικαιώματος τῆς ψήφου». 

Ὁ ἀποκλεισμὸς αὐτὸς τῶν Ἐπισκόπων, τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καὶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν διαδικασία προπαρασκευῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ περιστείλη κάθε Ὀρθόδοξη ἀντίδρασι· ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ ἐπιβάλη οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ πρακτικὲς καὶ νὰ τὶς ἐνισχύση μὲ τὸ κῦρος τῆς ἀποφάσεως μίας Πανορθοδόξου Συνόδου. 

Μὲ τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» καὶ εἰδικώτερα μὲ τὸ ἄρθρο 6, ὅπου σημειώνεται χαρακτηριστικὰ ὅτι: «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς», ἐπιχειρεῖται: 

Αον. Ἡ ἀναίρεσι τῆς πίστεώς μας στὴν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». 

Ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ ὅτι «θεολογικὰ καὶ δογματικὰ καὶ νομοκανονικὰ ἡ ἀπόδοσι τοῦ τίτλου “Ἐκκλησία” σὲ αἱρετικὲς ἢ σχισματικὲς κοινότητες εἶναι παντελῶς λανθασμένη, γιατὶ μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ… Ἐὰν εἶναι ἐκκλησίες οἱ αἱρέσεις, τότε ποῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ καὶ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων;». 

Καὶ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἀναφέρει γιὰ τὸ ἴδιο κείμενο ὅτι «ὑπάρχουν μερικὲς ἀσάφειες, ὡσὰν νὰ “ἀναγνωρίζωνται” καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐκτὸς τῆς Μίας, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». 

Βον. Ἡ νομιμοποίησι τῶν αἱρέσεων – ἡ ἀναγνώρισι τῶν αἱρετικῶν ὡς Ἐκκλησιῶν. 

Κατὰ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου: «Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὶς ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες…Ὑπάρχουν Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες ἐκτὸς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας;». 

Καὶ ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ διερωτᾶται: «Γιατί στὸ κείμενο γίνεται πολλαπλῆ ἀναφορὰ σὲ “Ἐκκλησίες” καὶ “Ὁμολογίες”; Ποιά εἶναι Ἐκκλησία καὶ ποιά ἡ αἱρετικὴ καὶ ποιά ἡ σχισματικὴ ὁμάδα ἢ ὁμολογία; Ἐμεῖς ὁμολογοῦμε μία Ἐκκλησία καὶ ὅλα τὰ ἄλλα αἱρέσεις καὶ σχίσματα». 

Ὁ δὲ Καθηγητὴς κ. Τσελεγγίδης σημειώνει πὼς «…ἕνα κείμενο ποὺ προωθεῖται πρὸς ἔγκρισι, …εἰσηγεῖται οὐσιαστικὰ τὴν Προτεσταντικὴ θεωρία τῶν “κλάδων” – νομιμοποιώντας μὲ τὴν ἀποδοχή του τὴν ὕπαρξι πολλῶν Ἐκκλησιῶν μὲ πολὺ διαφορετικὰ δόγματα». 

Γον. Ἀμφισβητεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς γίνεται λόγος γιὰ «τὴν ἀπολεσθεῖσαν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν». 

Στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου 6 τοῦ ἴδιου Κειμένου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνησι ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐπ᾽ αὐτοῦ, ὁ Καθηγητὴς κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σημειώνει ὅτι: «Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως;… δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας». 

Ὁ δὲ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος διερωτᾶται: «Ἐπίσης, μὲ τὴν ὑπενθύμισι τῶν συγκεκριμένων Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἄρθ. 20) ὑπονοεῖται ἡ “βαπτισματικὴ θεολογία” ὡς βάσι τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἄλλων “Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”; …Μήπως ἐμμέσως ἀνακαλεῖται ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756, μὲ τὴν ὁποία ἀποδεχόμαστε τοὺς ἑτεροδόξους στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ βάπτισμα; Καὶ ὅποιος θὰ ἐξακολουθῆ νὰ πιστεύη κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων θὰ διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ εἶναι “καταδικαστέος”;» (ἄρθ. 22). 

Δον. Ἡ ἀναγνώρισι τῶν ἀντορθοδόξων καὶ αἱρετικῶν Κειμένων τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ ἡ κατοχύρωσί τους ἀπὸ Πανορθόδοξη Σύνοδο. 

Στὸ ἄρθρο 21 σημειώνεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία… ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ᾽ αὐτῆς (ἐνν. τῆς Ἐπιτροπῆς “Πίστις καὶ Τάξις”) ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα… διὰ τὴν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». Ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ σχολιάζει ἐπ᾽ αὐτοῦ: «Ἡ ἀναφορὰ τοῦ κειμένου στὸ “Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν” μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ διατυπώσω τὴν ἔνστασί μου ἀπέναντι σὲ κατὰ καιροὺς διάφορα συγκρητιστικὰ ἀντικανονικὰ γεγονότα ποὺ ἔγιναν σ᾽ αὐτό, ἀλλὰ καὶ σ᾽ αὐτὴν ταύτην τὴν ὀνομασίαν του, ἀφοῦ σ᾽ αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς “μία ἐκ τῶν Ἐκκλησιῶν” ἢ κλάδος τῆς μίας Ἐκκλησίας, ποὺ ψάχνει καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πραγμάτωσί της στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». 

Εον. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΩΣ ΕΣΧΑΤΟΥ ΚΡΙΤΗ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, ΕΝΩ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΣΧΑΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΙΝΑΙ Η ΓΡΗΓΟΡΟΥΣΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙ ΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. 

Στὸ ἄρθρο δὲ 22 τοῦ ἰδίου Κειμένου ἀναφέρεται συγκεκριμένα ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ ἀτόμων ἢ ὁμάδων, ἐπὶ προφάσει τηρήσεως ἢ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων πίστεως». 

Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Δηλαδή, ἂν τελικῶς ληφθοῦν ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποφάσεις, τὶς ὁποῖες οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ μοναχοὶ καὶ θεολόγοι τὶς ἀγνοοῦν, καὶ οἱ ὁποῖες ἀντιβαίνουν σὲ πατερικὲς θέσεις, θὰ ἔχουν εὐθύνη καὶ θὰ ὑπόκεινται σὲ κρίσεις καὶ κατακρίσεις, ἂν ἀρνηθοῦν νὰ τὶς ἐφαρμόσουν;». 

Προβάλλεται, ἐπίσης, στὸ ἴδιο ἄρθρο, ὡς ἀπόλυτος ἐκφραστὴς καὶ ἐγγυητὴς τῆς δογματικῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας μόνον τὸ Συνοδικὸ Σύστημα. Παραγνωρίζεται, ἔτσι, καὶ ὑποτιμᾶται ὁ κλῆρος, οἱ μοναχοὶ καὶ ὁ εὐσεβὴς λαός, ποὺ ὑπῆρξαν πάντοτε οἱ ὑπερασπιστὲς καὶ οἱ φύλακες τῆς ἀκεραιότητας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ἔναντι κακοδόξων ἀποφάσεων λῃστρικῶν Συνόδων. 

Ὅπως παρατηρεῖ γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ὁ Καθηγητὴς κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σὲ σχετικὴ Ἐπιστολή του πρὸς ὅλους τοὺς Ἱεράρχες: «Στὸ ἄρθρο 22 δίδεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ Μέλλουσα νὰ συνέλθη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της… Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παραγνωρίζεται τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδησι τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπικύρωσε ἢ θεώρησε λῃστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ Συνοδικὸ Σύστημα ἀπὸ μόνο του δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν ὙποστατικὴὉδό, τὸ Χριστὸ δηλαδή, ὁπότε ὡς συνοδικοὶ εἶναι στὴν πρᾶξι καὶ “ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι”». 

Ἀνάλογη κριτικὴ ἀσκεῖ καὶ ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος: «Ἡ ἄποψι, ὅτι ἡ διατήρησι τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ὡς τοῦ μόνου “ἁρμοδίου καὶ ἐσχάτου κριτοῦ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως”, ἔχει δόσιν ὑπερβολῆς καὶ ἐκφεύγει τῆς ἀληθείας, καθότι στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία πολλὲς σύνοδοι ἐδίδαξαν καὶ ἐνομοθέτησαν λανθασμένα καὶ αἱρετικὰ δόγματα καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τὶς ἀπέρριψε καὶ διεφύλαξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐθριάμβευσε τὴν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαὸς ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νὰ θεωρήσουν ἑαυτοὺς σῶμα Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίαν Χριστοῦ καὶ νὰ ἐκφράσουν σωστὰ τὸ βίωμα καὶ τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας». 

Μὲ τὸν τρόπο αὐτό: ἐπιχειρεῖται ἡ προληπτικὴ λογοκρισία καὶ ἡ φίμωσι κάθε ὀρθοδόξου ἀντιρρήσεως σὲ ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, 

Ἀπειλοῦνται οἱ Ὀρθόδοξοι ποὺ θὰ ἀντιδράσουν μὲ ποινές, 

Κινδυνεύουν νά χαρακτηρισθοῦν ὡς αἱρετικοὶ ὅσοι ὀρθοδοξοῦν καὶ παραμένουν «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». 

ΣΤον. ΣΤΗΝ ΘΕΣΜΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΙ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ. 

Σύμφωνα μὲ τὴν συνολικὴ κρίσι ἐπὶ τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», τοῦ Καθηγητῆ κ. Τσελεγγίδη, «οἱ ἐμπνευστὲς καὶ οἱ συντάκτες του ἐπιχειροῦν μιὰ θεσμικὴ νομιμοποίησι τοῦ χριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ – οἰκουμενισμοῦ μὲ μιὰ ἀπόφασι πανορθοδόξου Συνόδου. Αὐτὸ ὅμως θὰ ἦταν καταστροφικὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτὸ προτείνω, ταπεινῶς, τὴν καθολικὴ ἀπόσυρσί του». 

Ζον. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ (ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ) ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. 

Τὸ κείμενο «Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀντιπατερικὴ ἀντίληψι περὶ προσώπου, ὅπως τὴν ἐκφράζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης. Στὴν κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἀναφέρει, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Περγάμου «παρερμήνευσε τὴν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων καὶ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ πρέπει ἡ ἀντιπατερικὴ αὐτὴ ἄποψι νὰ ἀποβληθῆ, δεδομένου μάλιστα, ὅτι τὸ συγκεκριμένο κείμενο τοῦ Περγάμου Ἰωάννου διδάσκεται στὶς Θεολογικὲς καὶ Ἐκκλησιαστικὲς Σχολές, μὲ κίνδυνο νὰ μεγαλώση μιὰ γενιὰ θεολόγων καὶ Κληρικῶν μὲ ἀνορθόδοξες ἀπόψεις γιὰ τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος». 

Γιὰ τὸ ἴδιο κείμενο παρατηρεῖ, ἐπίσης, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Ἀντὶ στὸ κείμενο νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται λόγος γιὰ τὴν “ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου” (Ἐπικεφαλίδα καὶ κεφ. Α΄, ἄρθρ. 4), τὴν “ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου” (κεφ. Α΄, ἄρθρ. 3), τὴν “ὕψιστη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου” (κεφ. Α΄, ἄρθρ. 5) …Στὸ ἄρθρο αὐτὸ (Β΄, ἄρθ. 1) γίνεται λόγος γιὰ “κοινωνία θείων προσώπων”, ἐνῶ… στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὑπάρχει κοινωνία φύσεως καὶ ὄχι κοινωνία προσώπων… Ἀκόμη, εἶναι προβληματικὴ ἡ φράσι ὅτι, “τὸ πρόσωπον συνδέεται μὲ τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν μοναδικότητα, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν σχέσιν καὶ κοινωνίαν” (Κεφ. Α΄,1) καὶ ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι “ὀντολογικὸ στοιχεῖον τοῦ προσώπου” (Κεφ. Β΄, 3). Ἂν ἴσχυε αὐτό, τότε στὸν Θεὸ κάθε πρόσωπο θὰ εἶχε τὴν δική του ἐλευθερία καὶ ἑπομένως θὰ διεσπᾶτο ἡ ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος… Ἂν μείνουν αὐτὲς οἱ φράσεις, ποὺ ἐκφράζουν μιὰ σύγχρονη θεολογικὴ κατεύθυνσι μερικῶν νεωτέρων θεολόγων ποὺ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ διδασκαλία, τότε τὰ κείμενα ποὺ θὰ προέλθουν ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο… θὰ στηρίξουν μιὰ θεολογία ποὺ εἶναι ξένη πρὸς τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, θὰ στηρίξουν τὴν λεγομένη μεταπατερικὴ θεολογία καὶ θὰ φανῆ ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ σκοπὸς αὐτῶν ποὺ συνέταξαν τὰ κείμενα αὐτά». 

Τὰ Συμπεράσματα ποὺ ἀβίαστα ἐξάγονται ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶναι, ὅτι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ εἶναι: 

• Μία Σύνοδος μὲ ἀντορθόδοξη θεματολογία καὶ πρακτικὲς 

• Μία Σύνοδος ποὺ ἀποκλείει τοὺς Ἐπισκόπους καὶ καταλύει τὴν συνοδικότητα 

• Μία Σύνοδος χωρὶς τὴν ἐνημέρωσι τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος 

• Μία Σύνοδος μὲ θεολογικὲς ἀσυνέπειες καὶ ἀντιφάσεις 

• Μία Σύνοδος μὲ ἀποκλειστικὸ ρόλο «ἁρμοδίου καὶ ἐσχάτου κριτοῦ» σὲ θέματα πίστεως 

• Μία προσπάθεια ἐπιβολῆς καὶ κατοχυρώσεως «ἀλαθήτων» ἀποφάσεων 

• Μία προσπάθεια δημιουργίας ἀλλοιωμένης ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας 

• Μία προσπάθεια καθιερώσεως τῆς μεταπατερικῆς Θεολογίας 

• Μία προσπάθεια θεσμικῆς νομιμοποιήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ 

• Μία προσπάθεια ἐκκλησιαστικοποιήσεως τῶν αἱρέσεων 

• Μία Σύνοδος ποὺ ὑποβιβάζει τὸν χριστιανισμὸ στὸ ἐπίπεδο τοῦ κοινωνισμοῦ 

• Μία Σύνοδος ποὺ δὲν ἐκφράζει τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος 

• Μία Σύνοδος ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας. 

Σύμφωνα καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς: «Τὸ ὀρθοδοξότερον εἶναι νὰ μὴ συγκληθῆ καθόλου ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἢ νὰ μὴ συμμετάσχη κάποιος σ᾽ αὐτήν». 

Διότι, «Τί δύναται νὰ περιμένη κανεὶς ἀπὸ μίαν τοιαύτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; ἓν μόνον: σχίσματα καὶ αἱρέσεις καὶ διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτὸ εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καὶ ἡ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι᾽ αὐτὸ παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας νὰ ἀπόσχη ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν Σύνοδον». 

«Στὰ δογματικὰ θέματα, ὡς γνωστόν, ἡ ἀλήθεια δὲν βρίσκεται στὴν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια καθεαυτὴν εἶναι πλειοψηφική, γιατὶ στὴν Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια εἶναι Ὑποστατικὴ πραγματικότητα». Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἕνας ἀκόμη, ὅταν τὴν ἐκφράζη, αὐτὴ πλειοψηφεῖ ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων, ὅσοι κι ἂν εἶναι ἐκεῖνοι. Ὁποιαδήποτε ἄλλη, λοιπόν, κατασκευασμένη καὶ τεχνητὴ πλειοψηφία ἐπιβληθῆ στὴν μέλλουσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, θὰ τὴν καταδείξη λῃστρική. Κι αὐτὸ γιατὶ δὲν θὰ γίνη ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδησι τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *