Κι ἀπ᾽ τὰ δάκρυα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων…

Κι ἀπ᾽ τὰ δάκρυα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων…

γράφει ὁ δάσκαλος κ. Δημήτρης Νατσιὸς

«Στὸν τόπο ποὺ κρεμοῦσαν οἱ καπεταναῖοι τ᾽ ἅρματα, κρεμοῦν οἱ γύφτοι τὰ νταούλια». Αὐτὴ ἡ παροιμία μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ, ὅταν γιορτάζουμε τὸ «ἄφραστον θαῦμα» τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ᾽21. Σκαλίζω στὸ χαρτὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἡρώων ποὺ μᾶς νεκρανάστησαν καὶ ντρέπομαι γιὰ τὴν σημερινὴ κατάντια μας.

Τότε ξεσηκώθηκε τὸ Γένος, λέξη ποὺ μοσχοβολᾶ, θυμίζει ἐκεῖνο τὸν νεκρώσιμο ψαλμὸ τῆς Αὐτοκρατορίας μας

«σώπασε κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴν πολυδακρύζεις

πάλε μὲ χρόνια μὲ καιροὺς πάλε δικά μας θά ᾽ναι»,

ψαλμὸς χαρμολύπης, μὲ μιὰν ἐπωδὸ γεμάτη ἀ­ναστάσιμη πίστη.

Ἔπεσε ἡ Πόλις καὶ ἔλαμψε τὸ Γένος. «Πάντα τὰ ἔνδοξα ἡμῶν κατέπεσαν», θρηνολογεῖ ὁ χρονογράφος. Χάθηκαν τὰ ἔνδοξα, ἀλλὰ προβάλλει ἡ «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», τὸ Γένος. Στὸν τόπο τοῦ θνητοῦ Αὐτοκράτορα, ἀνακηρύσσει εὐθὺς νέο Αὐτοκράτορα, ἀθάνατο: Τὸν μαρμαρωμένο Βασιλιᾶ. Καὶ γιὰ θρόνο του ὑψώνει ἕναν τάφο. Καὶ ποῦ τοποθετεῖ αὐτὸν τὸν ταφόθρονο; Στὴν βεβηλωμένη τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀκρόπολη, κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁ Κυρηναῖος τοῦ Γένους, σηκώνει τὸν σταυρὸ τῆς αἰχμαλωσίας. Γι᾽ αὐτὸ τὴν σημαία τοῦ Εἰκοσιένα κρατᾶ ἕνας δεσπότης καὶ κάτω ἀπ᾽ τὰ «ματωμένα ράσα» γονατισμένοι οἱ ξακουστοὶ πολέμαρχοι…

Τί νὰ γράψω γιὰ τὸ Εἰκοσιένα; ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι. Θυμᾶμαι ἐκεῖνον τὸν σπαρακτικότατο ψαλμὸ τοῦ Σολωμοῦ, τὴν «Γυναῖκα τῆς Ζάκυθος». «Καὶ ἐσυνέβηκε αὐτὲς τίς ἡμέρες ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι…». Καὶ τὰ ἑπόμενα λόγια τοῦ ποιητῆ τοῦ Γένους, ἕνα – ἕνα ἀραδιασμένα, εἶναι σὰν τὶς ψηφῖδες, ποὺ συνταίριαζαν οἱ μεγάλοι μάστοροι τοῦ Βυζαντίου, γιὰ νὰ ἱστορήσουν τὸ Πάθος.

«Καὶ οἱ πλέον πάμφτωχοι ἐβγάνανε τ᾽ ὀβολάκι τους καὶ τὸ δίνανε καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους κοιτάζοντας κατὰ τὸ Μεσολόγγι καὶ κλαίοντας».

Σκέφτομαι. Δάσκαλος, ἐδῶ στὴ Μακεδονία, δίπλα στὸ ὑπερφίαλο ξέφτι, ποὺ καμώνεται πὼς εἶναι κράτος ἀλεξανδρινό, πρέπει νὰ σταλάξω στὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν μου κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ δοξασμένα χρόνια. Ἂς μείνουν στὴν ἄκρη γιὰ λίγο οἱ γραμματικὲς καὶ οἱ δεκαδικοί. Ψάχνω κείμενα, ἄνθη μυρίπνοα τῶν ἀγωνιστῶν, γιὰ νὰ ἀ­ναπλη­ρώσω καὶ τὰ σχολικὰ ψευτίσματα. Ἐξάλλου, τέτοιες μέρες -«ἐθνικῆς ἀνατάσεως» τίς ἔ­λεγαν παλιά- βρίσκουν εὐκαιρία τὰ ἀπολειφάδια τοῦ προοδευτισμοῦ, νὰ ἐξεμέσουν τὰ δηλητήριά τους.

Καὶ μέσα στὰ σχολεῖα ἰδίως, ὅπου βάζουν τοὺς μαθητὲς νὰ τραγουδοῦν καὶ νὰ ἀπαγγέλλουν εἰρηνόφιλες, φραγκολεβαντίνικες μουρμοῦρες. («Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοὶ» καὶ ὄχι οἱ εἰ­ρηνόφιλοι). «Τὸ κακὸ θὰ σᾶς ἔρθει ἀπὸ τοὺς διαβασμένους», κανοναρχοῦσε ὁ Πατροκοσμᾶς. Δὲν ἔλεγε μορφωμένους. Ὁ λαός μας τοὺς διαβασμένους, τοὺς ὀνόμαζε πολύξερους, ἐνῶ τοὺς μορφωμένους, γνωστικούς.

Οὔτε τὸν «Θούριο» δὲν διδάσκουμε πιά… Διαβάζω τὸ «Ὣς πότε παλικάρια», γιὰ τὸ ὁποῖο γράφει ὁ Ρίζος Νερουλός, «ἐγὼ ὁ ἴδιος, παριστάμενος κάποτε εἰς μιὰν διασκέδασιν Τούρκων ὑ­πουργῶν, τοὺς ἤκουσα νὰ διατάσσουν τοὺς Ἕλληνας μουσικοὺς νὰ τραγουδήσουν τὸν Θούριον …ὁ ἦχος ἤρεσεν τόσον εἰς τοὺς Τούρκους, ὥστε εἶχον ἀποστηθίσει τὰς πρώτας λέξεις χωρὶς νὰ λάβουν ποτὲ περιέργειαν νὰ πληροφορηθοῦν τὴν ἔννοιάν των…».

Διασώζει ὁ Γάλλος φιλόλογος καὶ ἱστορικὸς Κ. Φωριέλ, στὸ βιβλίο του «Τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος», κάτι τὸ ἐξαιρετικό. Ἀξίζει νὰ διαβαστεῖ. (Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Γνώσεις», ἔκδ. 1953). «Τὸ 1817 ἕνας φίλος μου ταξίδευε στὴ Μακεδονία μὲ τὴν συνοδεία ἑνὸς καλόγερου. Ὅταν ἔφτασαν σ᾽ ἕνα χωριό, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν συγκράτησε, σταμάτησαν γιὰ ἀνάπαυση σ᾽ ἕνα ἀρτοπωλεῖο, τὸ ὁποῖο ἦταν συγχρόνως καὶ τὸ πανδοχεῖο τῆς περιοχῆς. Ἕνα νέο παιδί, ἕνας Ἠπειρώτης, τράβηξε τὴν προσοχή τους. Τὸ παράστημά του ἦταν περήφανο, μὲ ὄψη ἀγέρωχης ὀμορφιᾶς, τοῦ ὁποίου τὰ μπράτσα, οἱ γυμνὲς κνῆμες, τὸ στῆθος, ἔδιναν τὸν τύπο τῆς κομψότητας καὶ τοῦ σφρίγους. Παρατήρησε μὲ προσοχὴ τοὺς δύο ταξιδιῶτες καὶ στρεφόμενος στὸν λαϊκό, τὸν ρώτησε: Ξέρεις νὰ διαβάζεις; Ἐ­κεῖνος συγκατάνευσε καὶ ὁ νεαρὸς Ἠπειρώτης τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσει σὲ γειτονικὸ ἀγρό. Κάθισαν σ᾽ ἕναν σωρὸ ἀπὸ πέτρες. Τὸ παιδὶ τότε ἔβαλε τὸ χέρι του στὸν κόρφο του καὶ ἔβγαλε κάτι, ποὺ ἦταν δεμένο μ᾽ ἕναν σπάγκο. Ἦταν ἕνα μικρὸ βιβλίο, ὁ Θούριος τοῦ Ρήγα. Τὸ δίνει στὸν ξένο καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ τὸ διαβάσει. Ὁ ταξιδιώτης τὸ πῆρε καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ἀ­παγγέλλει μὲ στόμφο. Ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτὰ σή­κωσε τὰ μάτια του καὶ ἔμεινε ἔκπληκτος». (Συνεχίζω στὴν καθαρεύουσα). «Ὁ ἀκροατής του δὲν ἦτο πλέον ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Τὸ πρόσωπόν του ἐφαίνετο φλογισμένον καὶ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά του ἀπέδιδον ἔξαρσιν. Τὰ μισοανοικτά του χείλη ἐδονοῦντο. Χείμαρρος δακρύων ἔπιπτεν ἀπὸ τὰ μάτια του, ἐνῶ τὸ σκιῶδες στῆθος του ἐταράσσετο καὶ συνεσπᾶτο. Γιὰ πρώτη φο­ρὰ ἀκοῦς νὰ σοῦ διαβάζουν τὸ βιβλιαράκι αὐτό; ρωτᾶ ὁ ταξιδιώτης. Ὄχι, τοῦ ἀπαντᾶ σκουπίζοντας τὰ μάτια του μὲ τὴν ἀνάστροφη τῆς παλάμης του. Τὸ ἔχω ἀκούσει πολλὲς φορές. Παρακαλῶ τοὺς διαβάτες καὶ μοῦ τὸ διαβάζουν συχνά… Καὶ πάντοτε κλαῖς; Ναί, πάντοτε…». Τί νὰ πεῖς γι᾽ αὐτὸ τὸ ἀνεκλάλητο μεγαλεῖο; Τὸ Γένος μὲ δάκρυα στὰ μάτια, κάνοντας τὸ σταυρό του, ἀξιώθηκε τὴν ἐλευθερία του.

«Ἦταν μιὰ ἐκκλησιὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ τὸ καθισιό μου ἦταν ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς: Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰν τοὺς Ἕλληνες διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν. Καὶ ἐ­πῆ­ρα ἕνα δρόμο κατὰ τὴν Πιάνα. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα τὸν ξάδελφόν μου Ἀντώνιον, τοῦ Ἀναστάση Κολοκοτρώνη, μὲ ἑφτὰ ἀνιψίδια μου, ἐγινήκαμε ἐννιά, καὶ τὸ ἄλογό μου δέκα· ἐγὼ ἤμουν καὶ χωρὶς ντουφέκι». Ἐννιὰ καὶ ἕνα ἄλογο, ἄοπλοι, μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας, ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση, γράφει ὁ Κολοκοτρώνης. Καὶ πάλι δάκρυα γιὰ τήν… Ἑλλάς. Τί ἐκπληκτικό! Ἀπὸ τὴν οἰμωγὴ τῆς Ἅλωσης, «σώπασε Κυρά- Δέσποινα», μέχρι τὴν ἁγιασμένη Ἐπανάσταση, τὸ Γένος «πολυδακρύζει», ἔτσι ὅπως τοῦ δίδασκαν οἱ Γεροντάδες του.

«Ὁ βουλόμενος ἀναστῆναι… ὀφείλει δάκρυσι καὶ στεναγμοῖς… νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν ζητεῖν τὴν τοῦ Θεοῦ βοήθειαν καὶ θείαν ἀντίληψιν» («Φιλοκαλία», τόμ. Α΄). Αὐτὰ τὰ δάκρυα μᾶς ἔσωσαν. Ὑπάρχουν κι ἄλλα, πικροδάκρυα γιὰ τίς σημερινὲς προκοπές μας. Εἶναι τοῦ Σολωμοῦ. Θρῆνος καὶ παραίνεση μαζί. Γράφει τὸ 1842 σὲ γράμμα του στὸν Τερτσέτη, τὴ μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, λόγια ποὺ ἐξεικονίζουν καὶ τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα: «Εἶναι εἴκοσι ἕνα χρόνια ποὺ σὰν σήμερα ἡ Ἑλλάδα ἔσπασε τίς ἁλυσίδες. Ἡ μέρα αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι μέρα γιὰ χαρὰ καὶ γιὰ δάκρυα. Χαρὰ γιὰ τὰ μελλούμενα, δάκρυα γιὰ τὴν σκλαβιὰ τὴν περασμένη. Καὶ γιὰ τὸ σήμερα τί νὰ πῶ; Ἡ διαφθορὰ εἶναι τόσο γενικὴ κι ἔχει ρίζες τόσο βαθιὲς ποὺ σὲ κάνει νὰ σαστίζεις.

Μόνο ὅταν τὰ αἴτια τῆς διαφθορᾶς ἐξολοθρευτοῦν πέρα ὡς πέρα, θὰ μπορέσουμε νά ᾽χουμε μιὰ ἠθικὴ ἀναγέννηση. Τότε τὸ μέλλον μας θὰ εἶναι μεγάλο, ὅταν ὅλα στηριχτοῦν στὴν ἠθική, ὅταν θριαμβεύσει ἡ δικαιοσύνη, ὅταν τὰ γράμματα καλλιεργηθοῦν ὄχι γιὰ μάταιη ἐπίδειξη, παρὰ γιὰ ὄφελος τοῦ λαοῦ, ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ παιδεία καὶ ἀπὸ μόρφωση ἐθνική. Τότε θὰ ἔχουμε -ἢ μᾶλλον θὰ ἔχουν τὰ παιδιά μας- μιὰ ἠθικὴ ἀναγέννηση καὶ τὸ μέλλον τῆς πατρίδας μας θὰ εἶναι μεγάλο».