Τρία θεϊκὰ μηνύματα καὶ ἡ ἐξήγησί τους

Ἡ  ἑορτὴ τοῦ προφήτου Δανιὴλ (17 Δεκεμβρίου) μᾶς μετα­φέ­ρει στὴν ἐ­ποχή του, στὸν 6ο π.Χ. αἰ­ῶ­να. Αἰχμάλωτοι οἱ Ἑ­βραῖοι στὴν κραταιὰ τότε Βαβυλῶνα· ἀλ­λὰ ὁ νεαρὸς Δανιὴλ ἔχει τὸ φωτισμὸ τοῦ Κυρίου καὶ ἑλ­κύ­ει τὴν ἐκ­τίμησι τοῦ βασιλιᾶ Ναβουχοδονό­σορ, ποὺ εἶνε πεπει­σμένος γιὰ τὴ σοφία μὲ τὴν ὁποία αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καὶ ἐξηγεῖ ὄνειρα, σὰν αὐτὰ ποὺ αὐ­τὸς εἶδε καὶ τὸν ἔκαναν ἐναγώνιο.

Παρατρέχω ἐδῶ τὸ ἂν πρέπῃ ἢ ὄχι νὰ πι­στεύουμε στὰ ὄνειρα· διότι ὑπάρχουν ὄ­νειρα ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ ὄνειρα ἀπὸ τὸ Θεό. Τὸ ζήτημα εἶνε πῶς θὰ τὰ διακρίνουμε.

Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ὄνειρα, ποὺ ἔκαναν τὸ βασιλιᾶ νὰ χάνῃ τὸν ὕπνο του καὶ τοῦ τὰ ἐξή­γησε ὁ θεόπνευστος Δανιήλ, ἀναφέρω 2 – 3.

Εἶδε κάτι στὸν ὕπνο του ὁ Ναβουχο­δο­νόσορ, ξύπνησε ταραγμένος μὲ ἀλλοιω­μένο τὸ πρόσωπο καὶ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ κοιμη­­θῇ (βλ. Δαν. 2,1). Ἀπὸ τὴν ταραχή του ξέχασε τί εἶ­­χε δεῖ. Καλεῖ τοὺς μάγους, τοὺς σοφοὺς ἐ­πιστήμο­νες τῶν Χαλδαίων, τοὺς ζητάει –μὲ ἀπει­λές– καί νὰ βροῦν τί εἶδε καί νὰ τοῦ τὸ ἐξηγήσουν! μὰ ποιός μποροῦσε ν᾽ ἀνταποκριθῇ σὲ τέτοια ἀπαίτησι; Καλοῦν τέλος τὸν Δανιήλ. Αὐτὸς ζήτησε προθεσμία καὶ εἶπε στὸ βασιλιᾶ· Ἐγὼ εἶμαι ἀνίκανος νὰ σοῦ πῶ τί εἶδες· θὰ παρακαλέσω τὸν Κύριο καὶ Θεό μου, καὶ ἂν μὲ ἀκούσῃ θὰ σοῦ ἀπαντήσω (βλ. ἔ.ἀ. 2,16).

Δὲν ἔκλεισε μάτι ὁ Δανιήλ. Στὰ ὑπόγεια τῶν ἀνακτόρων νήστευε, προσ­ευχόταν, πα­ρακαλοῦ­σε τὸ Θεό· καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδειξε. Ἐμφα­νίζεται λοιπὸν μπροστὰ στὸ βασιλιᾶ καὶ τοῦ λέει· Ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς παντοκράτωρ. Στὸ τρομακτικὸ ὄ­νειρό σου εἶδες ἕνα πελώριο ἄγαλμα φτεια­­­­­γμέ­νο ὄχι ἀπὸ ἕνα ἀλλὰ ἀπὸ ποικίλα ὑλικά· τὸ κεφάλι του ἦταν ὁλόχρυσο, τὰ χέρια καὶ τὸ στῆ­θος καὶ τὰ μπράτσα ἦταν ἀπὸ ἀσήμι, ἡ κοι­λιὰ καὶ οἱ μηροί του ἦταν ἀπὸ χαλκό – μπροῦ­τζο, οἱ κνῆ­μες ἀπὸ τὰ γόνατα ὣς τοὺς ἀστραγάλους ἦταν ἀπὸ σίδερο, καὶ τὰ πέλματα – οἱ πατοῦσες του ἦταν ἀπὸ πηλὸ καὶ ἀπὸ σίδε­ρο ἀ­νάμεικτα. Εἶ­δες ἀκόμη, τοῦ λέει, βασι­λιᾶ, ὅ­τι κάποια στι­γμὴ ἀπὸ ἕνα βουνὸ κόπηκε χω­ρὶς χέ­ρι ἀνθρώπου ἕνα λιθαράκι, μιὰ μικρὴ πέ­τρα, καὶ πῆγε καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα στὰ σιδεροπήλινα πέλματα, τὰ συνέτριψε τελείως, καὶ τότε ὅλα τὰ ὑλικὰ τοῦ ἀγάλματος ἔγιναν σκό­νη· τέλος φύσηξε δυνατὸς ἄνεμος, τὰ σκόρ­πισε καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ἀπὸ τὸ ἄ­γαλμα. Μὰ τὸ λιθαράκι ποὺ ἔπεσε πάνω του με­γάλω­σε, ἔγινε βουνὸ μεγάλο καὶ γέμισε ὅλη τὴ γῆ.

Ἂν θέλῃς τώρα, βασιλιᾶ, καὶ τὴν ἐξήγησι τοῦ ὀνείρου σου, ἄκουσε. Τὸ μεγάλο ἄ­γαλμα εἶ­νε ὅλο τὸ κοσμικὸ συγκρότημα, οἱ βασιλεῖες τοῦ κόσμου. Τὸ χρυσὸ κεφάλι εἶνε ἡ δική σου βα­­σι­λεία, τῶν Βαβυλωνίων· βασιλεία πλού­του καὶ χλιδῆς, ντυμένη στὸ χρυσά­φι. Μετὰ ἀπὸ σένα, τὸ ἀσημένιο μέρος τοῦ ἀγάλματος εἶνε ἡ βασιλεία τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν (ποὺ ἐξε­­στράτευσαν κάποτε ἐναν­τί­ον τῆς μικρῆς μας πατρίδος). Μετὰ ἀπὸ αὐ­τοὺς θὰ ἔρθῃ ἡ βασιλεία τοῦ χαλκοῦ – μπρού­τζου· τὸ μπρούτζινο μέ­ρος τοῦ ἀγάλματος, ποὺ εἶνε μὲν φτωχότε­ρο ἀλ­λὰ ἰσχυρό, εἶνε ἡ βα­σιλεία τῶν Μακεδό­νων, τοῦ μεγάλου Ἀλεξάν­δρου καὶ τῶν διαδό­χων του, ἡ βασιλεία τῶν Ἑλλήνων. Μετὰ ἔρχεται τὸ σιδε­ρένιο μέρος, ἡ σιδηρᾶ βασιλεία τῶν ῾Ρωμαίων. Καὶ μετά; Ἐκεῖνο τὸ λιθαράκι, ποὺ δὲν θὰ τοῦ ἔ­δινε κανεὶς σημασία ὅταν ἀποσπά­σθηκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ ὄρους, εἶνε κάποιος ποὺ ὅ­ταν ἔλ­θῃ θὰ καταλύσῃ τὶς κοσμι­κὲς βασιλεῖες (βλ. ἔ.ἀ. 2, 31-45).

Σήμερα, μετὰ τὴν πραγματοποίησι ὅλων αὐ­­τῶν, βλέπουμε καθαρὰ ὅτι τὸ λιθαράκι ἐκεῖνο ἦταν τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ ὄρος εἶνε ἡ Παναγία. «Λίθος ἀχειρότμητος ὄρους ἐξ ἀλαξεύτου σου, Παρθένε, ἀκρογωνιαῖος ἐτμήθη Χριστός», λέει στὴν Θεοτόκο ὁ ὑμνῳδός (Παρακλ. ἦχ. δ΄, Κυρ. ἀναστ. καν. ᾠδὴ θ΄). Καὶ ἐνῷ ὅλες ἐκεῖνες οἱ κραταιὲς βασιλεῖ­ες πέρασαν κ᾽ ἔσβησαν, ἡ βασιλεία τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μένει καὶ θὰ μένῃ εἰς τὸν αἰῶνα (βλ. Λουκ. 1,33. Σύμβ. πίστ. 7).

Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ναβουχοδονόσορ εἶ­δε τὸ ἑξῆς. Ἕνα δέντρο φύτρωσε πάνω στὴ γῆ, ἅ­πλωνε παντοῦ τὰ κλαδιά του καὶ ἡ κορυφή του ἄγγιζε τὸν οὐρανό. Οἱ καρποί του πολλοὶ ἔδιναν τροφὴ σὲ ὅλους. Τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλ­λα του πλούσια καὶ μέσα σ᾽ αὐτὰ φώλιαζαν ὅλα τὰ πουλιά. Κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιά του ἔρ­χον­ταν ὅλα τὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ κατέβηκε ἕνας ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ φώναξε δυνατά· Κόψτε τὸ δέντρο, ῥίξτε τὰ κλαδιὰ μὲ τοὺς καρπούς, μαδίστε τὰ φύλλα, διῶξτε τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ζῷα· ἀπ᾽ ὅλο τὸ δέντρο νὰ μείνῃ μόνο ἡ ῥίζα· ἁλυσοδέστε τὸ δέντρο· θὰ μένῃ ἔξω, θὰ χάσῃ τὰ μυαλά του, θὰ γίνῃ σὰν τὰ ζῷα, θὰ τρώῃ χορτάρι καὶ θὰ μένῃ μὲ τὰ θηρία γιὰ ἑφτὰ χρόνια· καὶ μετὰ θὰ ξαναγίνῃ ἄνθρωπος (βλ. Δαν. 4,7-13).

Καὶ πάλι μόνο ὁ προφήτης Δανιήλ, ποὺ ὁ Να­­βουχοδονόσορ τὸν εἶχε μετονομάσει Βαλτάσαρ, ἔδωσε τὴν ἐξήγησι. Τὸ δέντρο αὐτό, εἶ­πε, εἶνε ἡ δική σου βασιλεία. Ὑπερηφανεύθη­κες, βασιλιᾶ, νόμισες τὸν ἑαυτό σου θεό. Ἀλλὰ θὰ ᾽ρθῇ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ ἑφτὰ χρόνια θὰ χάσῃς καὶ τὰ μυαλά σου καὶ τὸ θρόνο σου· θὰ φύγῃς ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, θὰ ζῇς ἔξω σὰν τὸ κτῆνος, γιὰ νὰ μάθῃς ὅτι μόνο «ὁ Ὕψιστος κυ­ρεύει τῆς βασιλείας τῶν ἀνθρώπων» (ἔ.ἀ. 4,22)· καὶ μετά, ἀφοῦ ταπεινωθῇς, τότε πάλι ὁ Θεὸς θὰ σὲ ξαναφέρῃ στὸ θρόνο.

Καὶ ἔγιναν ὅλα ἔτσι ἀκριβῶς.

Ὁ Δανιὴλ ἐξήγησε ἀκόμη ἕνα συνταρακτι­κὸ φαινόμενο, ὄχι ὄνειρο, τὸ ὁποῖο εἶδε ἐν ἐ­γρηγόρσει, ξυπνη­τός, ὄχι πλέον ὁ Να­βουχο­δο­νόσορ ἀλλὰ ὁ γυιός του ὁ Βαλτά­­­σαρ. Αὐτὸς ὑ­πῆρξε πολὺ ἀσεβής. Δὲν ἀρ­κέστηκε μόνο στὸ νὰ ταπεινώνῃ τὸ γένος τῶν Ἑ­βραίων, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕ­­να συμπόσιο ποὺ παρέθεσε στοὺς ἀξιωμα­τού­χους του πῆρε τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα εἶχε συλήσει ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ὁ πατέρας του Ναβουχ­οδονόσορ, καὶ τὰ χρησι­μοποί­ησε ὡς κοινὰ κρασοπότηρα (βλ. ἔ.ἀ. 5,2-3).

Ἐνῷ λοιπὸν ἔτρωγαν, διασκέδαζαν, γε­λοῦ­­­σαν καὶ κάγχαζαν, ἐνῷ ἡ μουσικὴ ἔπαιζε κι ὅ­λα ἦ­ταν ὡραῖα –ἔχει μεγάλη σημασία τὸ περι­στατι­κὸ αὐτό–, μέσα στὰ ᾄσματα τῶν πορνῶν καὶ παλλακίδων καὶ ὅλη τὴν κραιπά­λη τῶν ἀ­νακτόρων, ξαφνικὰ ἐκεῖ στὴν αἴθου­σα ἐμφανί­στηκε ἕνα θεϊκὸ χέρι κι ἀπέναντι ἀκριβῶς, καρσὶ ἀπὸ τὸ θρόνο ποὺ καθόταν ὁ Βαλτάσαρ, –τὸ παρατηροῦσε ὁ ἴδιος– ἔγραφε πάνω στὸν τοῖ­χο γράμματα. Μόλις τελείωσε τὸ γράψιμο, τὸ χέρι ἐξαφα­νίστηκε. Ἀπ᾽ τὴ στι­γμὴ ἐκείνη ὁ βασιλιᾶς ἔχασε τὸ χρῶμα του, τὰ γόνατά του πα­­ρέλυσαν· δὲν εἶχε πιὰ ὄρεξι γιὰ τίποτε. Πάγω­σαν τὰ γέλια, οἱ μουσι­κοὶ κοκκάλωσαν, βουβάθη­καν ὅλοι. Σκυθρωπὸς ὁ Βαλ­τάσαρ ζητοῦ­σε ἀπὸ τοὺς μά­γους του ἐξήγησι, τί σημαίνει τὸ φαινόμενο αὐ­τό· τοὺς ὑποσχόταν μεγάλα δῶ­ρα, μὰ κανείς δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ κάτι. Τοῦ πρότειναν νὰ καλέσῃ τὸν Δα­νιήλ, καὶ μόνο αὐ­τὸς τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξήγησι.

Βασιλιᾶ, τοῦ λέει, ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν πατέ­ρα σου τὴ βασιλεία καὶ τὸν ἔτρεμαν ὅλοι· ἀλ­λὰ ἐπειδὴ ὑπερηφανεύτηκε, ταπεινώθηκε μέχρι ἀποκτηνώσεως· καὶ μόνο ὅταν ἀναγνώ­ρισε ὅτι ὁ κυρίαρχος τῶν πάντων εἶνε ὁ Ὕψιστος, τότε ἐπανῆλθε στὸ θρόνο. Ἐσὺ δὲν διδάχθηκες ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ πατέρα σου. Ὑ­ψώ­­θηκες ἀντιτασσόμενος στὸ Θεό, λάτρεψες τὰ ἄ­ψυχα ξόανα, καὶ ἀσέβησες κάνον­τας κρασοπό­τηρα τῶν μεγιστάνων καὶ τῶν παλλακίδων σου τὰ ἱερὰ σκεύη τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ἔστειλε χέρι καὶ ἔγραψε τὴν καταδίκη σου μὲ τρεῖς λέξεις· «μανή» (ὁ Θεὸς μέτρησε τὴ βα­σιλεία σου καὶ σήμανε τὸ τέλος της), «θεκέλ» (τὴ ζύγισε καὶ βρέθηκε λειψή), «φάρες» (διαι­ρέθηκε ἡ βασιλεία σου καὶ θὰ τὴ μοιραστοῦν οἱ Μῆδοι καὶ οἱ Πέρσες). Αὐτὸ τὸ νόημα εἶχαν οἱ τρεῖς αὐτὲς ἑβραϊκὲς λέξεις (βλ. ἔ.ἀ. 5, 25-28).

Καὶ ὄντως ἡ προφητεία πραγματοποιήθη­κε· τὴν ἴδια νύχτα ὁ βασιλιᾶς τῶν Χαλδαίων Βαλτάσαρ δολοφονήθηκε ἀπὸ τοὺς Μήδους. Ἀπό­ψε, τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Δανιήλ, τὸ βασίλειό σου κα­τα­λύεται. Δὲν πρόλαβε λοιπὸν νὰ ὁ­λοκληρώ­σῃ τὸ λόγο του ὁ προφήτης καὶ στρα­τιὲς ἐ­χθρῶν διάβηκαν τὰ τείχη, μπῆκαν στὴ Βαβυ­λῶ­να, ἔ­βαλαν φωτιά, κατέστρεψαν τὰ ἀνάκτορα, ἀνέ­τρεψαν τὰ πάντα. Ἡ βασιλεία τῶν Βαβυλωνί­ων καταλύθηκε τὴν ἴδια νύχτα ποὺ ὁ Βαλτά­σαρ εἶδε τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο ὅραμα.

Ζυγιζόμαστε, ἀδελφοί μου, ὅλοι στὴ ζωὴ αὐ­­τὴ μὲ πολλὲς ζυγαριές· μᾶς ζυγίζουν ὁ δάσκα­λος στὸ σχολεῖο, ὁ ἀξιωματικὸς στὸ στρατό, ὁ δικαστὴς στὸ ἑδώλιο· μᾶς ζυγίζουν οἱ γύ­ρω μας, τὰ παιδιά μας, ἡ κοινωνία, ἡ κοινὴ γνώμη, ἡ πατρίδα μας. Ὑπάρχουν διάφορες ζυγαριές.

Μὴ φοβᾶστε τὶς ζυγαριὲς τοῦ κόσμου, ποὺ ἀ­πατῶνται· μιά ζυγαριὰ νὰ φοβᾶστε, τὴ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ ζυγίζει ὅλα ἀ­κριβοδικαί­ως. Δὲν μὲ νοιάζει, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος, ἂν θὰ «ἀνακριθῶ ὑπὸ ἀν­θρωπίνης ἡμέρας», ἀπὸ ἀνθρώπινο δικαστήριο· «ὁ ἀνακρίνων με ὁ Κύ­ρι­ός ἐστιν» (Α΄ Κορ. 4,3) καὶ τρέμω μὴν ἀκούσω «Με­τρήθηκες, ζυγίστηκες, καὶ βρέθηκες λειψός».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Δανιὴλ Βοτανικοῦ – Ἀθηνῶν τὴν Παρασκευὴ 16-12-1960 ἑσπέρας).